Language of document : ECLI:EU:F:2013:127

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑23/12 και F‑30/12

Jérôme Glantenay και Marco Cecchetto

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Προκήρυξη διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 – Επιλογή βάσει τίτλων – Αποκλεισμός υποψηφίων χωρίς συγκεκριμένη εξέταση των πτυχίων και της επαγγελματικής πείρας τους»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 περί απορρίψεως των αντίστοιχων υποψηφιοτήτων τους.

Απόφαση:      Οι αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 περί αποκλεισμού των υποψηφιοτήτων των D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska από τη διαδικασία διαγωνισμού, χωρίς να εξεταστούν στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου της επιλογής βάσει τίτλων την οποία προέβλεπε η προκήρυξη του διαγωνισμού, ακυρώνονται. Οι προσφυγές στις υποθέσεις F‑23/12 και F‑30/12 απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska. Η I. Cruceru φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στο ένα δέκατο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Αιτήματα – Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης – Προϋπόθεση

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35)

2.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Ημερομηνία συγκροτήσεως – Διορισμός του συνόλου των μελών για πρώτη φορά – Επίπτωση της μεταβολής στη σύνθεση λόγω παραιτήσεως ορισμένων μελών – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 3)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Υποχρέωση δημοσιεύσεως της συνθέσεως πριν από την έναρξη των εξετάσεων – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 3)

4.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση – Επαρκής σταθερότητα για την εξασφάλιση συνέπειας κατά τη βαθμολόγηση των υποψηφίων – Περιεχόμενο – Υποχρέωση παρουσίας των μελών κατά τη διάρκεια της γραπτής δοκιμασίας – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 3)

5.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προσφυγή κατά αποφάσεως περί αποκλεισμού από τις δοκιμασίες διαγωνισμού – Δυνατότητα επικλήσεως του παράτυπου της προκηρύξεως του διαγωνισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

6.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διοργάνωση – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 27· παράρτημα ΙΙΙ, άρθρα 1, 4 και 5)

7.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διαγωνισμός βάσει τίτλων και δοκιμασιών – Εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων – Αποκλεισμός υποψηφίων σε συνάρτηση με τις σταθμισμένες απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που τίθενται στο πλαίσιο του σταδίου προεπιλογής – Έλλειψη συγκεκριμένης εξετάσεως από την εξεταστική επιτροπή των πτυχίων και της επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 5, εδ. 1 και 3)

1.      Βάσει του άρθρου 35 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, μόνον τα αιτήματα που περιέχονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο μπορούν να ληφθούν υπόψη και, κατά συνέπεια, η υποβολή από διάδικο νέων αιτημάτων ή η επέκταση των υποβληθέντων ισοδυναμεί με μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς. Μόνο σε περίπτωση νέου στοιχείου που είναι δυνατόν να έχει επίπτωση στο αντικείμενο της προσφυγής, όπως είναι για παράδειγμα η έκδοση διαρκούσης της εκκρεμοδικίας πράξεως που καταργεί και αντικαθιστά την προσβαλλόμενη, μπορεί να επιτραπεί στον προσφεύγοντα να προσαρμόσει τα αιτήματά του.

(βλ. σκέψη 34)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Ιουλίου 1965, 83/63, Krawczynski κατά Επιτροπής· 3 Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 8

2.      Μολονότι η εξεταστική επιτροπή η οποία είναι αρμόδια να αξιολογήσει τους υποψηφίους στο πλαίσιο διαγωνισμού πρέπει οπωσδήποτε να συγκροτηθεί πριν αρχίσει την επιλογή των υποψηφίων, η εξεταστική επιτροπή πρέπει να θεωρείται ότι έχει συγκροτηθεί όταν ορίστηκε για πρώτη φορά το σύνολο των μελών της από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Πράγματι, μολονότι η σύνθεση της επιτροπής είναι δυνατόν να μεταβληθεί λόγω της παραιτήσεως ορισμένων μελών της, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει αναδρομικώς την ημερομηνία κατά την οποία γίνεται δεκτό ότι συγκροτήθηκε η εν λόγω εξεταστική επιτροπή.

(βλ. σκέψη 43)

3.      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεούται να δημοσιεύει τη σύνθεση κάθε εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πριν την έναρξη των δοκιμασιών, η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δεν συνιστά ουσιώδη τύπο ο οποίος, αν δεν τηρηθεί, είναι δυνατόν να επιφέρει ακυρότητα των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής, καθόσον δεν μπορεί να έχει επίπτωση στις εν λόγω αποφάσεις ή να στερήσει κάποια εγγύηση από τους υποψηφίους. Αφενός, το να είναι γνωστή η ταυτότητα των μελών εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού δεν επηρεάζει τις πιθανότητες επιτυχίας υποψηφίου, δεδομένου ότι η επιλογή των υποψηφίων πραγματοποιείται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και όχι σε συνάρτηση με την ταυτότητα των μελών της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής. Αφετέρου, μολονότι σκοπός της δημοσιεύσεως του καταλόγου των μελών εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού είναι να επιτρέπει στους υποψηφίους να βεβαιώνονται ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο κάποιου μέλους της εξεταστικής επιτροπής ενώπιον της οποίας παρουσιάζονται, η μη έγκαιρη δημοσίευση του καταλόγου των μελών εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού δεν ενέχει τον κίνδυνο να στερηθούν κάποια εγγύηση οι υποψήφιοι, εφόσον έχουν πάντα τη δυνατότητα να προβάλουν ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων στο πλαίσιο μεταγενέστερης προσφυγής στρεφόμενης κατά της αποφάσεως της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής να μην τους περιλάβει στον πίνακα επιτυχόντων.

(βλ. σκέψη 46)

4.      Προκειμένου να εξασφαλιστεί στους υποψηφίους, στο πλαίσιο προφορικής δοκιμασίας, συνέπεια και αντικειμενικότητα κατά τη βαθμολόγηση, και λαμβανομένου υπόψη του συγκριτικού χαρακτήρα ενός διαγωνισμού, είναι απαραίτητη η παρουσία όλων των μελών της εξεταστικής επιτροπής, ή τουλάχιστον η διατήρηση μιας κάποιας σταθερότητας στη σύνθεσή της. Εντούτοις, η διατήρηση μιας τέτοιας σταθερότητας δεν κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί ο σεβασμός των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις γραπτές δοκιμασίες. Πράγματι, μέλος της εξεταστικής επιτροπής που δεν είναι παρόν όταν τα λοιπά μέλη της επιτροπής εξετάζουν το γραπτό υποψηφίου μπορεί, αν το κρίνει απαραίτητο, να εξετάσει το εν λόγω γραπτό εκ των υστέρων προκειμένου να το συγκρίνει με άλλα και, στη συνέχεια, να συμμετάσχει ενεργά στην αξιολόγησή του.

(βλ. σκέψη 49)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 2005, T‑267/03, Roccato κατά Επιτροπής, σκέψη 38

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2010, F‑5/08, Brune κατά Επιτροπής, σκέψη 41· 29 Σεπτεμβρίου 2010, F‑41/08, Honnefelder κατά Επιτροπής, σκέψη 36

5.      Στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει κάθε είδους πλημμέλεια κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων πλημμελειών που ανάγονται στο γράμμα της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Πράγματι, πριν η εξεταστική επιτροπή απορρίψει την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος, το έννομο συμφέρον του να προσβάλει την προκήρυξη του διαγωνισμού παραμένει αβέβαιο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να του προσαφθεί ότι δεν προσέβαλε την εν λόγω προκήρυξη εντός της προθεσμίας που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 65)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Αυγούστου 1995, C‑448/93 P, Επιτροπή κατά Noonan, σκέψη 17

6.      Σκοπός της διοργανώσεως διαγωνισμού είναι η πλήρωση κενών θέσεων των οργάνων και, κατά συνέπεια, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, και από το άρθρο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι αρμόδια να συντάξει την προκήρυξη του διαγωνισμού και, στο πλαίσιο αυτό, να αποφασίσει την καταλληλότερη μέθοδο επιλογής των υποψηφίων, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις που συνδέονται με τις προς πλήρωση θέσεις και, γενικότερα, με το συμφέρον της υπηρεσίας.

Εντούτοις, η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως από την αρχή αυτή, ανεξαρτήτως του αριθμού των προσώπων που είναι δυνατόν να υποβάλουν υποψηφιότητα στον οικείο διαγωνισμό, αναγκαστικά οριοθετείται από τον σεβασμό των ισχυουσών διατάξεων και των γενικών αρχών του δικαίου. Κατά συνέπεια, η μέθοδος την οποία επιλέγει η αρχή αυτή πρέπει, πρώτον, να επιτρέπει την πρόσληψη των προσώπων με τα υψηλότερα προσόντα και τις περισσότερες ικανότητες αποδόσεως, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ΚΥΚ, δεύτερον, να αναθέτει σε ανεξάρτητη εξεταστική επιτροπή το καθήκον να εκτιμήσει κατά περίπτωση αν τα υποβαλλόμενα διπλώματα ή η επαγγελματική πείρα κάθε υποψηφίου αντιστοιχούν στο επίπεδο που απαιτεί ο ΚΥΚ και η προκήρυξη του διαγωνισμού και, τρίτον, να καταλήγει σε συγκλίνουσα και αντικειμενική επιλογή των υποψηφίων, σύμφωνα με το άρθρο 5 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 69 και 70)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑420/04, Blackler κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 23 και 45

7.      Είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του ΚΥΚ και προς τις γενικές αρχές που διέπουν τους διαγωνισμούς μια μέθοδος επιλογής στο πλαίσιο της οποίας, κατά το πρώτο στάδιο, οι υποψήφιοι ερωτούνται, βάσει ερωτηματολογίου, αν κρίνουν ότι πληρούν ένα σύνολο προϋποθέσεων σχετικών με την κατάρτιση και την επαγγελματική πείρα τους και, στη συνέχεια, καθορίζεται, σε συνάρτηση με τις απαντήσεις του συνόλου των υποψηφίων, η βαθμολογική βάση με γνώμονα την οποία απορρίπτονται οι υποψήφιοι που δεν συγκεντρώνουν, μετά τη στάθμιση, επαρκή αριθμό καταφατικών απαντήσεων, εκφραζομένων υπό μορφή μορίων.

Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 5, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, σε περίπτωση επιλογής βάσει τίτλων, απόκειται στην εξεταστική επιτροπή να εξετάσει αν τα διπλώματα και η πείρα των υποψηφίων πληρούν τους όρους της προκηρύξεως διαγωνισμού. Η εν λόγω όμως μέθοδος επιλογής δεν προβλέπει κανέναν έλεγχο εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την καταλληλότητα των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων και συνεπάγεται αναγκαστικά ότι οι υποψήφιοι δεν επιλέγονται ανάλογα με την καταλληλότητα των διπλωμάτων ή της επαγγελματικής πείρας τους, αλλά ανάλογα με την άποψη που έχουν οι ίδιοι γι’ αυτά, πράγμα που δεν συνιστά αρκούντως αντικειμενικό δεδομένο ώστε να εξασφαλίζεται η επιλογή των καλύτερων υποψηφίων ή ο συγκλίνων χαρακτήρας της πραγματοποιούμενης επιλογής.

Επίσης, όταν η βαθμολογία που πρέπει να συγκεντρώσει ένας υποψήφιος προκειμένου να εξεταστεί ο φάκελός του κατά το δεύτερο στάδιο εξαρτάται από τη βαθμολογία των λοιπών υποψηφίων, ο υποψήφιος αυτός ενδέχεται, κατά συνέπεια, να απορριφθεί αποκλειστικά και μόνο διότι άλλοι υποψήφιοι απάντησαν καταφατικά σε ορισμένες ερωτήσεις, λόγω του ότι ερμήνευσαν κατά τρόπο άκρως ευνοϊκό για τους ίδιους τα κριτήρια που είχαν τεθεί, λόγω κακής κατανοήσεως των ερωτήσεων ή λόγω κακής εκτιμήσεως της αξίας των διπλωμάτων ή της επαγγελματικής πείρας τους, δεδομένου ότι κάθε ερώτηση που είχε τεθεί απαιτούσε εντελώς υποκειμενική εκτίμηση εκ μέρους του υποψηφίου της καταλληλότητας των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας του. Υπό την έννοια αυτή, η εν λόγω μέθοδος επιλογής δεν εξασφαλίζει αρκούντως αντικειμενική και συγκλίνουσα βαθμολόγηση.

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις της προκηρύξεως του διαγωνισμού που αφορούν το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων, προβλέποντας τον αποκλεισμό ορισμένων υποψηφίων για τον λόγο ότι τα διπλώματα και η επαγγελματική πείρα τους δεν είναι αρκούντως κατάλληλα, χωρίς η καταλληλότητα αυτή να έχει εξεταστεί ειδικώς από την εξεταστική επιτροπή, περιορίζουν κατά τρόπο καταχρηστικό τα προνόμια της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθούν παράνομες.

(βλ. σκέψεις 71 έως 74 και 76)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Δεκεμβρίου 2011, T‑361/10 P, Επιτροπή κατά Παχτίτη, σκέψη 43· 14 Δεκεμβρίου 2011, T‑6/11 P, Επιτροπή κατά Vicente Carbajosa κ.λπ., σκέψη 58

ΔΔΔΕΕ: 24 Απριλίου 2013, F‑73/11, CB κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 έως 52