Language of document : ECLI:EU:F:2009:153

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Νοεμβρίου 2009 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Τομέας καταπολεμήσεως της απάτης – Προκήρυξη διαγωνισμού EPSO/AD/116/08 και EPSO/AD/117/08 – Μη δυνατότητα ταυτόχρονης εγγραφής των υποψηφίων σε περισσότερους του ενός διαγωνισμούς – Απόρριψη της αιτήσεως συμμετοχής της προσφεύγουσας στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08»

Στην υπόθεση F‑99/08,

με αντικείμενο προσφυγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ,

Rita Di Prospero, έκτακτη υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Uccle (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Rodrigues και C. Bernard-Glanz, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις C. Berardis-Kayser και B. Eggers,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (πρόεδρο), H. Kreppel και Χ. Ταγαρά (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Μαΐου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 12 Δεκεμβρίου 2008 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 15 Δεκεμβρίου), η R. Di Prospero άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EPSO) με την οποία δεν της επετράπη να συμμετάσχει στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08, αποφάσεως που προκύπτει από τον συνδυασμό της προκηρύξεως διαγωνισμού, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Ιανουαρίου 2008 (ΕΕ C 16 A, σ. 1), προβλέποντας τη διοργάνωση των γενικών διαγωνισμών EPSO/AD/116/08 για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων (AD 8) στον τομέα καταπολεμήσεως της απάτης και EPSO/AD/117/08 για την πρόσληψη κύριων διοικητικών υπαλλήλων (AD 11) στον ίδιο τομέα (στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού), και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απηύθυνε η EPSO στην προσφεύγουσα με ημερομηνία 26 και 27 Φεβρουαρίου 2008.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 4 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«Οι διορισμοί ή οι προαγωγές έχουν ως αντικείμενο μόνο την πλήρωση κενής θέσεως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

Κάθε κενή θέση σε όργανο γνωστοποιείται στο προσωπικό του οργάνου αυτού μόλις η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει την πλήρωση της θέσεως.

Εάν η κενή θέση δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί με μετάθεση, διορισμό σε θέση σύμφωνα με το άρθρο 45α ή προαγωγή γίνεται κοινοποίηση στο προσωπικό των άλλων οργάνων και/ή διοργανώνεται εσωτερικός διαγωνισμός.»

3        Το άρθρο 27 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.»

4        Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ:

«Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού εξετάσει:

α)      τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i)      μετάθεση, ή

ii)      διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii)      προαγωγή,

εντός του οργάνου,

β)      τις αιτήσεις μετάθεσης που παραλήφθηκαν από υπαλλήλους του ιδίου βαθμού άλλων οργάνων ή/και το ενδεχόμενο διοργάνωσης εσωτερικού διαγωνισμού στο όργανο, με δικαίωμα συμμετοχής μόνον των μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Η διαδικασία αυτή δύναται να κινείται επίσης με σκοπό την κατάρτιση πίνακα προσληπτέων.»

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ:

«1.      Η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως.

Η προκήρυξη πρέπει να καθορίζει:

α)      τη φύση του διαγωνισμού (εσωτερικός διαγωνισμός στο όργανο, εσωτερικός διαγωνισμός στα όργανα, γενικός διαγωνισμός, ενδεχομένως κοινός για δύο ή περισσότερα όργανα)·

β)      τον τρόπο διεξαγωγής (διαγωνισμός βάσει τίτλων, βάσει εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων)·

γ)      τη φύση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αντιστοιχούν στις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν καθώς και την προτεινόμενη ομάδα καθηκόντων και βαθμό·

δ)      σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, τα διπλώματα ή άλλους τίτλους ή το επίπεδο πείρας που απαιτείται για τις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν·

ε)      στην περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, τη φύση των εξετάσεων και τον αντίστοιχο τρόπο βαθμολογήσεώς τους·

στ)      ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν·

ζ)      ενδεχομένως το όριο ηλικίας καθώς και την παράταση του ορίου ηλικίας για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα από ένα έτος τουλάχιστον·

η)      την προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας·

θ)      κατά περίπτωση, τις παρεκκλίσεις που έχουν επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 28, περίπτωση α, του κανονισμού.

[…]»

6        Η προκήρυξη διαγωνισμού προβλέπει τη διοργάνωση των γενικών διαγωνισμών EPSO/AD/116/08 για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων (AD 8) και EPSO/AD/117/08 για την πρόσληψη κύριων διοικητικών υπαλλήλων (AD 11) στον τομέα καταπολεμήσεως της απάτης. Παράλληλα, η EPSO διοργάνωσε επίσης, πάντοτε στον τομέα καταπολεμήσεως της απάτης, τον διαγωνισμό EPSO/AST/45/08 για την πρόσληψη βοηθών (AST 4), η προκήρυξη του οποίου δημοσιεύθηκε επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Ιανουαρίου 2008 (ΕΕ C 16 A, σ. 16).

7        Το πέμπτο εδάφιο του τίτλου I της προκηρύξεως διαγωνισμού, που επιγράφεται «Φύση των καθηκόντων και όροι συμμετοχής» (στο εξής: βαλλόμενη ρήτρα) έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Επισημαίνεται στους υποψηφίους το γεγονός ότι η ημερομηνία διεξαγωγής των εξετάσεων των διαγωνισμών [EPSO/AD116/08, EPSO/AD/117/08 και EPSO/AST/45/08] είναι δυνατόν να συμπέσει. Κατά συνέπεια, οι υποψήφιοι μπορούν να εγγραφούν σε ένα μόνον από τους τρεις αυτούς διαγωνισμούς. Αυτή η επιλογή πρέπει να γίνει κατά την ηλεκτρονική εγγραφή και δεν μπορεί να τροποποιηθεί μετά την προθεσμία εγγραφής.»

8        Στο σημείο B, στοιχείο β΄, του τίτλου I της προκηρύξεως διαγωνισμού, που αφορά τους ειδικούς όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό, προβλέπονται τα εξής:

«[…]

2.      Επαγγελματική πείρα

EPSO/AD/116/08

Υπάλληλοι διοικήσεως (AD 8)

Οι υποψήφιοι πρέπει:

–      μετά τον τίτλο/δίπλωμα που απαιτείται […],

[ή]

–      μετά τον τίτλο/δίπλωμα και την επαγγελματική πείρα που απαιτούνται […]

να έχουν αποκτήσει επαγγελματική πείρα διάρκειας τουλάχιστον εννέα ετών, εκ των οποίων τουλάχιστον το ήμισυ σε δραστηριότητες που συνδέονται με την καταπολέμηση της απάτης.

EPSO/AD/117/08

Υπάλληλοι διοικήσεως (AD 11)

Οι υποψήφιοι πρέπει:

–      μετά τον τίτλο/δίπλωμα που απαιτείται […],

[ή]

–      μετά τον τίτλο/δίπλωμα και την επαγγελματική πείρα που απαιτούνται […]

να έχουν αποκτήσει επαγγελματική πείρα διάρκειας τουλάχιστον δέκα έξι ετών, εκ των οποίων τουλάχιστον το ήμισυ σε δραστηριότητες που συνδέονται με την καταπολέμηση της απάτης.

[…]»

9        Η καθορισθείσα προθεσμία για την ηλεκτρονική εγγραφή στους διαγωνισμούς EPSO/AD/l16/08 και EPSO/AD/117/08 έληγε την 26η Φεβρουαρίου 2008.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

10      Η προσφεύγουσα, έκτακτη υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), υπέβαλε ηλεκτρονικά, στις 26 Φεβρουαρίου 2008, υποψηφιότητα στον διαγωνισμό EPSO/AD/116/08. Όταν, στη συνέχεια, θέλησε να εγγραφεί, με την ίδια ηλεκτρονική μέθοδο, στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08, δεν μπόρεσε να το πράξει, διότι δεν της το επέτρεψε η ιστοσελίδα της EPSO. Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της ίδιας ημέρας ζήτησε από την EPSO να γίνει δεκτή η εγγραφή της στον τελευταίο αυτόν διαγωνισμό· η EPSO της απάντησε, στις 26 Φεβρουαρίου πάντοτε, ότι η προκήρυξη διαγωνισμού όριζε ότι οι υποψήφιοι μπορούσαν να υποβάλουν υποψηφιότητα σε ένα μόνον από τους τρεις διαγωνισμούς. Την επομένη, στις 27 Φεβρουαρίου 2008, η EPSO της επιβεβαίωσε την πληροφορία αυτή.

11      Η προσφεύγουσα υπέβαλε στις 26 Μαΐου 2008 διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της EPSO, με την οποία δεν της επετράπη να συμμετάσχει στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08. Με σημείωμα της 2ας Σεπτεμβρίου 2008, που κοινοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2008, η EPSO απέρριψε την ένσταση αυτή.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την απόφαση της EPSO, με την οποία δεν της επετράπη να συμμετάσχει στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 56 του Κανονισμού Διαδικασίας και κοινοποιήθηκαν στους διαδίκους με επιστολές της 6ης Απριλίου 2009, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ζήτησε ορισμένες διευκρινίσεις από την Επιτροπή. Η Επιτροπή ικανοποίησε αυτό το αίτημα, που διατυπώθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα, προς στήριξη των αιτημάτων της, επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από τη συνδυασμένη παράβαση των άρθρων 4 και 29 του ΚΥΚ καθώς και του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, στο μέτρο που η βαλλόμενη ρήτρα προσθέτει «εμμέσως πλην σαφώς» μια προϋπόθεση «για το δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμό», η οποία δεν προβλέπεται ούτε επιτρέπεται από τον ΚΥΚ. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και την παραβίαση των αρχών που απορρέουν σχετικώς όσον αφορά την εφαρμογή του, δεδομένου ότι η βαλλόμενη ρήτρα έχει ως συνέπεια –κατά την άποψη της προσφεύγουσας– αφενός να μην επιτρέπει την πρόσληψη του προσωπικού με «τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας» και, αφετέρου, να εμποδίζει την πρόσληψη «με την ευρύτερη δυνατή […] βάση».

16      Η Επιτροπή, αφού, αφενός, επεσήμανε ότι, στην πράξη, η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας σχετικά με τη βαλλόμενη ρήτρα και, αφετέρου, αμφισβήτησε, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας, ζητεί να απορριφθούν οι προβληθέντες λόγοι ως αβάσιμοι. Υποστηρίζει ιδίως ότι η βαλλόμενη ρήτρα δεν αντιβαίνει προς τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και ότι θεσπίστηκε σύμφωνα με το συμφέρον της υπηρεσίας και τις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

 Επί του εννόμου συμφέροντος

17      H Επιτροπή έθεσε, εμμέσως στα δικόγραφά της και, στη συνέχεια, ρητώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας. Πράγματι, υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε, σε κάθε περίπτωση, τους ειδικούς όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08 που αφορούν την επαγγελματική πείρα, διότι δεν μπορούσε να επικαλεστεί συνολικώς δέκα έξι έτη επαγγελματικής πείρας, μη δυναμένου να ληφθεί υπόψη για την εν λόγω πείρα του χρόνου που αφιέρωσε στη σύνταξη της διδακτορικής της διατριβής.

18      Ως προς το ζήτημα αυτό, από την αίτηση υποψηφιότητας της προσφεύγουσας για τον διαγωνισμό EPSO/AD/116/08 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε επαγγελματική πείρα δέκα τριών ετών και έξι μηνών, εκ των οποίων –κατά την άποψή της– εννέα έτη και δύο μήνες στον τομέα καταπολεμήσεως της απάτης, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα τρία έτη της διδακτορικής της διατριβής, κατά τα οποία υπήρξε, για μια περίοδο δύο ετών, βοηθός στο πανεπιστήμιο· εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει στην EPSO το ερώτημα, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 1ης Φεβρουαρίου 2008 (δηλαδή πριν την εγγραφή της στον διαγωνισμό), κατά πόσον είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη ως επαγγελματική πείρα η περίοδος εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής και η EPSO είχε απαντήσει ότι επί ενός τέτοιου ζητήματος θα αποφαινόταν η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού.

19      Κατά τη νομολογία, η έννοια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας πρέπει να ερμηνεύεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σκοπών του επίμαχου διαγωνισμού, όπως αυτοί απορρέουν από τη γενική περιγραφή των καθηκόντων που πρέπει να εκπληρωθούν (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 22ας Μαΐου 2008, F‑145/06, Pascual-García κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 64).

20      Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο των απαντήσεών της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι η εξεταστική επιτροπή δέχτηκε, για την αποδοχή της συμμετοχής των υποψηφίων στους διαγωνισμούς EPSO/AD/116/08 και EPSO/AD/117/08, ως απαιτούμενη επαγγελματική πείρα μόνον «πραγματική επαγγελματική πείρα, κανονικώς προκύπτουσα από σύμβαση εργασίας» και ότι το ή τα έτη που αφιερώθηκαν για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής δεν ελήφθησαν υπόψη, εκτός από το «χρονικό τμήμα που καλύπτεται από σύμβαση εργασίας, π.χ. σύμβαση πανεπιστημιακού βοηθού». Εντούτοις, στο μέτρο που η μη αποδοχή υποψηφιότητας της προσφεύγουσας στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08 δεν οφείλεται σε απόφαση της εξεταστικής επιτροπής διαπιστώνουσα τη μη πλήρωση της προϋποθέσεως της δεκαεξαετούς επαγγελματικής πείρας, αλλά στην απλή αδυναμία εγγραφής της στον εν λόγω διαγωνισμό, πρακτική αδυναμία που απορρέει από το σύστημα πληροφορικής που εφάρμοσε η EPSO για την εγγραφή στους εν λόγω διαγωνισμούς (περί των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως) και επιβεβαιώνεται και εξηγείται με επιστολές της EPSO με ημερομηνία 26 και 27 Φεβρουαρίου 2008, ο ισχυρισμός της Επιτροπής που παρατίθεται πιο πάνω δεν αρκεί για να οδηγήσει το Δικαστήριο ΔΔ στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

21      Πρώτον, ο ισχυρισμός της Επιτροπής δεν συνοδεύεται από έγγραφη βεβαίωση της εξεταστικής επιτροπής που να πιστοποιεί τι δέχθηκε όσον αφορά τα έτη που αφιερώθηκαν στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής υπό το πρίσμα της επαγγελματικής πείρας, ούτε καν από άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως συγκεκριμένες αναφορές σε περιπτώσεις παρόμοιες ή ίδιες με αυτή της προσφεύγουσας, δηλαδή περιπτώσεις υποψηφίων που ενεγράφησαν στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08, δεν έγινε όμως δεκτή η υποψηφιότητά τους διότι δεν πληρούσαν την προϋπόθεση που αφορούσε την επαγγελματική πείρα, λόγω του ότι η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, χωρίς σύμβαση εργασίας με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού βοηθού, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως επαγγελματική πείρα. Αντιθέτως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε (χωρίς, βέβαια, αυτό να επιβεβαιωθεί από την Επιτροπή, η οποία όμως ούτε το διέψευσε, αλλ’ απλώς ανέφερε ότι μπορεί, ενδεχομένως, να προβεί σε σχετική εξακρίβωση) ότι, μεταξύ των επιτυχόντων του διαγωνισμού EPSO/AD/117/08, ένας υποψήφιος επικαλέστηκε ως επαγγελματική πείρα ένα έτος διανυθέν σε «law school» στην Αγγλία.

22      Δεύτερον, είναι βεβαίως αληθές ότι οι εξεταστικές επιτροπές των διαγωνισμών διαθέτουν, κατ’ αρχήν, διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση της προηγούμενης επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων ως προϋποθέσεως συμμετοχής σε διαγωνισμούς, όσον αφορά τόσο τη φύση και τη διάρκεια αυτής όσο και τη μάλλον ή ήττον στενή σχέση που μπορεί να έχει με τις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσεως και ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί, ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να περιορίζεται στο να εξακριβώνει εάν η άσκηση της εξουσίας αυτής έπασχε από πρόδηλη πλάνη (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Pascual-García κατά Επιτροπής, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η εξεταστική επιτροπή καθόρισε μια κατευθυντήρια γραμμή, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος που αφιερώθηκε για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής δεν συνυπολογίζεται ως επαγγελματική πείρα, αυτή η κατευθυντήρια γραμμή αναγκαστικά καθορίστηκε και τηρήθηκε σε σχέση με αποδεκτές υποψηφιότητες (για τις οποίες η εξεταστική επιτροπή χρειάστηκε να εξετάσει την προϋπόθεση που αφορά την επαγγελματική πείρα) και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ειδική περίπτωση της προσφεύγουσας (ή, ενδεχομένως, άλλων προσώπων που εμποδίστηκαν επίσης να εγγραφούν στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08)· είναι όμως πιθανόν η επαγγελματική πείρα των προσώπων αυτών, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, να εμφανίζει ιδιαιτερότητες ικανές να οδηγήσουν την εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού σε διαφορετική εκτίμηση της προϋποθέσεως που αφορά την επαγγελματική πείρα. Έτσι, τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η εξεταστική επιτροπή, εάν έπρεπε να αποφανθεί σχετικά με την επαγγελματική πείρα της προσφεύγουσας (ή άλλων προσώπων στα οποία δεν επετράπη να εγγραφούν στον διαγωνισμό), είτε να είχε καθορίσει διαφορετική κατευθυντήρια γραμμή, δεχόμενη τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη ως επαγγελματική πείρα ορισμένη περίοδος εκπονήσεως της διατριβής χωρίς σύμβαση αμειβόμενης εργασίας, έστω υπό προϋποθέσεις (παραδείγματος χάριν, να μην υπερβαίνει ο χρόνος που αφιερώθηκε σε μόνη τη σύνταξη της διατριβής συγκεκριμένο ποσοστό του χρόνου κατά τον οποίο, στο πλαίσιο εκπονήσεως της διατριβής, ο ενδιαφερόμενος κατείχε αμειβόμενη θέση εργασίας, ως πανεπιστημιακός βοηθός ή με άλλη ιδιότητα), είτε να είχε δεχθεί παρεκκλίσεις σε ειδικές περιπτώσεις (παραδείγματος χάριν, για τα θέματα διατριβής που συνδέονται ιδιαιτέρως στενά με τον τομέα που αφορά η προκήρυξη του διαγωνισμού).

23      Τρίτον, είναι αληθές ότι το Δικαστήριο ΔΔ, αποφαινόμενο επί αναλόγου ερωτήματος, αναφέρθηκε ρητώς, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορθώς υπολογίστηκε ως επαγγελματική πείρα μια περίοδος διδακτορικών σπουδών, στο γεγονός ότι οι εν λόγω ερευνητικές δραστηριότητες ήταν όχι μόνον πραγματικές, αλλά και αμειβόμενες, η συλλογιστική όμως και η διατύπωση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ δεν επιτρέπουν ερμηνεία υπό την έννοια ότι, για να χαρακτηρισθεί ως επαγγελματική πείρα, η εργασία που συνδέεται με την προετοιμασία διδακτορικής διατριβής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να περιλαμβάνει και αμειβόμενες παροχές και ότι αντίθετη απόφαση εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού θα αποτελούσε πρόδηλη πλάνη (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Pascual-García κατά Επιτροπής, σκέψεις 57, 65 και 66).

24      Τέταρτον, η απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος θα στερούσε από την προσφεύγουσα το δικαίωμά της να θέσει στην κρίση της ίδιας της εξεταστικής επιτροπής, στο ειδικό πλαίσιο της υποψηφιότητας που υπέβαλε, το γενικό ερώτημα του κατά πόσο λαμβάνεται υπόψη, ως απαιτούμενη από προκήρυξη διαγωνισμού επαγγελματική πείρα, ο χρόνος που αφιερώνεται στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής· και τούτο, ενώ, λόγω ακριβώς της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι εξεταστικές επιτροπές των διαγωνισμών κατά την εκτίμηση της επαγγελματικής πείρας, δεν υφίσταται επί του ζητήματος αυτού σαφής νομολογία γενικής ισχύος και η ίδια η EPSO, όταν η προσφεύγουσα της έθεσε το ερώτημα, δεν μπόρεσε να απαντήσει σε αυτό και απλώς ανέφερε ότι επί του ζητήματος θα αποφαινόταν η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού (βλ. σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως).

25      Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

 Επί του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και της νομολογίας που αφορά την εξουσία εκτιμήσεως και το συμφέρον της υπηρεσίας

26      Είναι βέβαιο ότι οι διατάξεις του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, σύμφωνα με τις οποίες η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας, στηρίζονται στον πρωταρχικό σκοπό να έχει κάθε υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσόντα πολύ υψηλού επιπέδου.

27      Είναι αλήθεια ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων σχετικά με τα προσόντα που απαιτούνται για την κατάληψη των προς πλήρωση θέσεων και τον καθορισμό, βάσει των κριτηρίων αυτών και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, των όρων και της διαδικασίας ενός διαγωνισμού (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Τ-256/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑23 και II‑99, σκέψη 36, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Τ-420/04, Blackler κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑185 και II‑A‑2‑943, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σύμφωνα με τον κοινοτικό δικαστή, τα άρθρα 4 και 29 του ΚΥΚ παρέχουν έτσι στην ΑΔΑ πολλές δυνατότητες να ασκήσει μια τέτοια εξουσία όταν πρόκειται για πλήρωση κενών θέσεων σε όργανο· όμοια, το άρθρο 1 του Παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ παρέχει στην ΑΔΑ ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη διοργάνωση διαγωνισμού (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 1990, Τ‑56/89, Bataille κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑597, σκέψη 42).

28      Εντούτοις, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα, επί θεμάτων οργανώσεως διαγωνισμών, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των όρων συμμετοχής πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Πράγματι, «το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, καθορίζει δεσμευτικά τον σκοπό για τον οποίο πρέπει να γίνονται οι προσλήψεις» (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bataille κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 48, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 1997, Τ‑40/96 και Τ‑55/96, de Kerros και Kohn-Bergé κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑47 και II‑135, σκέψη 40, οι οποίες αναφέρονται και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ).

29      Όσον αφορά, ιδίως, τους όρους συμμετοχής σε διαγωνισμό, και πέραν της υποχρεώσεως του οργάνου, αφενός μεν, να πραγματοποιεί την επιλογή την οποία επιτρέπει η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει με γνώμονα τις απαιτήσεις που συνδέονται προς τις προς πλήρωση θέσεις και, γενικότερα, το συμφέρον της υπηρεσίας, αφετέρου δε, να αποδείξει την ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ της βαλλομένης προϋποθέσεως και αυτών των απαιτήσεων και του συμφέροντος (βλ. αποφάσεις Τ-60/92, Noonan κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑215, σκέψη 43, και προπαρατεθείσα de Kerros και Kohn-Bergé κατά Επιτροπής, σκέψη 42), κρίθηκε ότι το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ δεσμεύει πάντοτε την ΑΔΑ και τόσο οι απαιτήσεις που συνδέονται προς τις προς πλήρωση θέσεις, όσο και το συμφέρον της υπηρεσίας μπορούν να νοηθούν μόνο στο πλαίσιο απόλυτου σεβασμού της διατάξεως αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση de Kerros και Kohn-Bergé κατά Επιτροπής, σκέψη 51). Κατά συνέπεια, οι όροι συμμετοχής κάθε διαγωνισμού, που απορρέουν από τις απαιτήσεις και το συμφέρον που προαναφέρθηκαν, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να παραμένουν σύμφωνοι προς τις διατάξεις του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

30      Εντούτοις, αν οι ρήτρες που περιορίζουν την εγγραφή υποψηφίων σε διαγωνισμό είναι ικανές να περιορίσουν τις δυνατότητες του οργάνου να προσλάβει τους καλύτερους υποψήφιους, κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε ρήτρα που επιφέρει τέτοιο περιορισμό είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο. Πράγματι, η εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως κατά τη διοργάνωση των διαγωνισμών και, γενικότερα, το συμφέρον της υπηρεσίας προσφέρουν στο όργανο το δικαίωμα να θέτει τις προϋποθέσεις που κρίνει κατάλληλες και που, ενώ περιορίζουν την πρόσβαση των υποψηφίων σε ένα διαγωνισμό, και, επομένως, αναγκαστικά, τον αριθμό των εγγεγραμμένων υποψηφίων, δεν δημιουργούν κίνδυνο μη επιτεύξεως του σκοπού της εξασφαλίσεως της εγγραφής των υποψηφίων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

31      Έτσι, αναφορικά με προϋπόθεση που απαιτούσε τριετή επαγγελματική πείρα με την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου, προϋπόθεση που η Επιτροπή, θεωρώντας «δεδομένο ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα που απαιτούνται από [το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ]», εισήγαγε σε προκήρυξη διαγωνισμού για μονιμοποίηση, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η εν λόγω προϋπόθεση ήταν σύμφωνη προς τον ΚΥΚ, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι υπάλληλοι που έγιναν δεκτοί να συμμετάσχουν στη διαδικασία μονιμοποιήσεως «απέδειξαν […] ότι αξίζουν, με την απόδοσή τους υπό το κράτος προσωρινού καθεστώτος», την ευκαιρία να μονιμοποιηθούν (προπαρατεθείσα απόφαση de Kerros και Kohn-Bergé κατά Επιτροπής, σκέψεις 45 και 47).

32      Αντιθέτως, αν οι προϋποθέσεις που περιορίζουν την πρόσβαση των υποψηφίων σε διαγωνισμό δημιουργούν τον κίνδυνο που αναφέρεται στη σκέψη 30, δηλαδή τον κίνδυνο μη επιτεύξεως του σκοπού της εξασφαλίσεως της εγγραφής των υποψηφίων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα, οι εν λόγω προϋποθέσεις κρίνονται αντίθετες προς το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

33      Κρίθηκε έτσι, αφενός, και όσον αφορά ειδικότερα το συμφέρον της υπηρεσίας, ότι, στο μέτρο που η αναφερόμενη στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως προϋπόθεση, συνδεόμενη με τριετή προϋπηρεσία, προέβλεπε επιπλέον ότι η περίοδος υπηρεσίας στο όργανο έπρεπε να είναι αδιάλειπτη, η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση προφανώς δεν δικαιολογείτο παρά μόνον από τις πρακτικής φύσεως δυσκολίες που αντιμετωπίζει το όργανο κατά τη διοργάνωση εσωτερικών διαγωνισμών, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού υπαλλήλων που θα πληρούσαν μια απλή προϋπόθεση τριετούς προϋπηρεσίας και ότι, κατά συνέπεια, η προϋπόθεση αυτή ήταν αντίθετη προς το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και δεν μπορούσε να αποτελεί, αυτή καθεαυτή, νόμιμο συμφέρον του οργάνου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση de Kerros και Kohn-Bergé κατά Επιτροπής, σκέψεις 48 έως 51). Από αυτό συνάγεται ότι δεν εμπίπτουν στο συμφέρον της υπηρεσίας οι εκτιμήσεις καθαρά πρακτικού χαρακτήρα που συνδέονται με τις υλικές δυσκολίες διοργανώσεως και διεξαγωγής των διαγωνισμών.

34      Αφετέρου, κρίθηκε, γενικότερα, ότι ο αποκλεισμός από διαγωνισμό εκείνων των εκτάκτων υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι προσλήφθηκαν εκτός των πινάκων επιτυχόντων που καταρτίστηκαν κατόπιν εξωτερικών γενικών διαγωνισμών δεν μπορεί να αποτελεί κατάλληλο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός που αναφέρεται στο άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και θα μπορούσε, μάλιστα, να οδηγήσει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τον σκοπό του άρθρου αυτού, δηλαδή να οδηγήσει στον αποκλεισμό υποψηφίου που διαθέτει τα ίδια ή, ενδεχομένως, ανώτερα προσόντα από αυτά άλλων υποψηφίων που έγιναν δεκτοί να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bataille κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 48). Εξάλλου, το συμφέρον της υπηρεσίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση οργάνου να επιφυλάξει την πρόσβαση σε εσωτερικό διαγωνισμό μόνο στους έκτακτους και όχι στους μόνιμους υπαλλήλους του· και αυτό, λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, του γεγονότος ότι κάθε διαδικασία προσλήψεως πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τον διορισμό υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας, δεδομένου ότι τίποτε δεν δείχνει ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι που αποκλείονται δεν έχουν ίσα, ή και υψηλότερα προσόντα από αυτά των ενδιαφερομένων εκτάκτων υπαλλήλων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 1998, T‑294/97, Carrasco Benítez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑601 και II‑1819, σκέψη 51).

35      Κατά συνέπεια, για να είναι νόμιμος, κάθε όρος συμμετοχής σε διαγωνισμό πρέπει να πληροί μια διπλή προϋπόθεση που απαιτεί, κατά το πρώτο σκέλος της, ο όρος αυτός να δικαιολογείται από απαιτήσεις που συνδέονται προς τις προς πλήρωση θέσεις και, γενικότερα, από το συμφέρον της υπηρεσίας και, κατά το δεύτερο σκέλος της, να συνάδει προς τον σκοπό του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Έστω και αν, τις περισσότερες φορές, αυτά τα δύο σκέλη αλληλοκαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, εκφράζουν πάντως διαφορετικές αντιλήψεις.

 Επί της συγκεκριμένης υποθέσεως

36      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα, επικαλούμενη, για να στηρίξει το αίτημά της περί ακυρώσεως της αποφάσεως της EPSO, με την οποία δεν της επετράπη να συμμετάσχει στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08, λόγο αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, προβάλλει στην πραγματικότητα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της βαλλόμενης ρήτρας.

37      Ακολούθως, πρέπει να διατυπωθούν δύο γενικές παρατηρήσεις, που αφορούν την υπόθεση υπάρξεως δύο ή περισσοτέρων διαγωνισμών (ή περισσοτέρων σκελών του ίδιου διαγωνισμού) οι οποίοι διοργανώνονται συγχρόνως και αποσκοπούν στην πλήρωση θέσεων στον ίδιο τομέα της κοινοτικής δραστηριότητας, ενώ η μόνη διαφορά μεταξύ των διαγωνισμών αυτών (ή των σκελών διαγωνισμού) αφορά το απαιτούμενο επίπεδο κατάρτισης και/ή επαγγελματικής πείρας στον εν λόγω τομέα και, κατά συνέπεια, την κατηγορία ή τον βαθμό ανάληψης καθηκόντων. Αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά τους διαγωνισμούς EPSO/AD/116/08, EPSO/AD/117/08 και EPSO/AST/45/08, που διοργανώθηκαν συγχρόνως για την πλήρωση κενών θέσεων βοηθών (AST 4), διοικητικών υπαλλήλων (AD 8) και κύριων διοικητικών υπαλλήλων (AD 11), στο πλαίσιο της OLAF, στον πολύ ειδικό τομέα της καταπολεμήσεως της απάτης.

38      Η πρώτη παρατήρηση αναφέρεται ιδίως στους διαγωνισμούς που αφορούν ένα στενά οριοθετημένο τομέα της κοινοτικής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, και συνίσταται σε μια διπλή διαπίστωση. Αφενός, αν και είναι αναμφισβήτητο ότι η δυνατότητα των υποψηφίων να έχουν συγχρόνως πρόσβαση σε περισσότερους διαγωνισμούς (ή σκέλη διαγωνισμών) που διοργανώνονται παράλληλα θα επέτρεπε την εγγραφή ενός ποσοτικώς μεγαλύτερου αριθμού υποψηφίων σε καθέναν από τους διαγωνισμούς αυτούς και, κατά συνέπεια, την πρόσληψη υπαλλήλων «με την ευρύτερη δυνατή βάση», ανάγκη που έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει η νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1965, 16/64, Rauch κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 45· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2003, Τ-53/00, Angioli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑13 και II‑73, σκέψη 50, και της 8ης Νοεμβρίου 2006, Τ-357/04, Chetcuti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑255 και II‑A‑2‑1323, σκέψη 48), ο αριθμός αυτός, λαμβανομένης υπόψη της εξ ορισμού στενής οριοθετήσεως του τομέα που αφορά ο διαγωνισμός, δεν θα μπορούσε κανονικά να είναι ιδιαίτερα υψηλός. Αφετέρου, αν η ανάγκη αναζητήσεως και προσλήψεως των καλύτερων υποψηφίων συνηγορεί αναγκαστικά υπέρ μιας προσβάσεως στους διαγωνισμούς ανοικτής σε όλους τους υποψηφίους που μπορεί να πληρούν τους όρους συμμετοχής, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για διαγωνισμούς σε στενά οριοθετημένους τομείς της κοινοτικής δραστηριότητας, λόγω του εξ ορισμού περιορισμένου αριθμού προσώπων που διαθέτουν την ειδική κατάρτιση και επαγγελματική πείρα που απαιτούν οι προκηρύξεις των διαγωνισμών που αφορούν τέτοιους τομείς.

39      Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τις προβλεπόμενες αντιδράσεις των υποψηφίων σε σχέση με τη δυνατότητα σύγχρονης εγγραφής σε περισσότερους διαγωνισμούς (ή σκέλη διαγωνισμών) που διεξάγονται συγχρόνως. Αν δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν, αφηρημένα, υποθέσεις σχετικά με τη χρήση της δυνατότητας αυτής, στην οποία θα προέβαιναν οι υποψήφιοι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι υποψήφιοι που πληρούν μόνον τους όρους συμμετοχής διαγωνισμού που απαιτεί λιγότερες ικανότητες δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν συμφέρον εγγραφής στους διαγωνισμούς που απαιτούν ικανότητες υψηλότερου επιπέδου και δεν θα είχαν, συνεπώς, κανένα λόγο να εγγραφούν σε αυτούς (και αυτό, διότι δεν θα μπορούσαν να περιμένουν παρά την απόρριψη της υποψηφιότητάς τους επειδή δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις), με αποτέλεσμα το θέμα να τίθεται μόνο για αυτούς των οποίων η κατάρτιση και η επαγγελματική πείρα βρίσκονται «στο όριο» των απαιτήσεων του διαγωνισμού που επιβάλλει τους αυστηρότερους όρους συμμετοχής (όπως συμβαίνει με την προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση)· όμως, οι τελευταίοι αυτοί υποψήφιοι δεν μπορεί να αντιπροσωπεύουν, υπό κανονικές συνθήκες, παρά ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των υποψηφίων. Όσον αφορά, βέβαια, τους υποψηφίους οι οποίοι, ενώ πληρούν τις απαιτήσεις για τον διαγωνισμό που επιβάλλει τους αυστηρότερους όρους, πληρούν επίσης, και εξ ορισμού, τις απαιτήσεις ενός διαγωνισμού χαμηλότερου επιπέδου, μπορεί να υποστηριχθεί (και η Επιτροπή το υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση) ότι, ιδίως κατά τη διάρκεια οικονομικής κρίσης και λαμβανομένων υπόψη των πλεονεκτημάτων μιας σταδιοδρομίας στα κοινοτικά όργανα, εξακολουθούν να έχουν συμφέρον να υποβάλουν υποψηφιότητα και στον τελευταίο αυτό διαγωνισμό, διότι αυτό αυξάνει τις πιθανότητες προσλήψεώς τους από τα κοινοτικά όργανα. Είναι όμως επίσης πιθανό οι περισσότεροι από τους υποψηφίους αυτούς (και, ιδίως, αυτοί των οποίων οι ικανότητες και η επαγγελματική πείρα υπερβαίνουν σαφώς τα κατώτατα όρια που θέτει η προκήρυξη του διαγωνισμού με τις μικρότερες απαιτήσεις) να επιθυμούν, λαμβάνοντας υπόψη ακριβώς το υψηλό επίπεδο των ικανοτήτων και της επαγγελματικής πείρας που διαθέτουν, να συμμετάσχουν αποκλειστικά στον διαγωνισμό με τους πιο απαιτητικούς όρους συμμετοχής, του οποίου οι προς πλήρωση θέσεις, αφενός μεν, καθιστούν δυνατή την πρόσβαση στον υψηλότερο βαθμό, αφετέρου δε, απαιτούν ανώτερες ικανότητες και, τέλος, συνεπάγονται σημαντικότερες ευθύνες· επιπλέον, ουδόλως έχει αποδειχθεί (παραδείγματος χάριν με μελέτες, στατιστικές κ.λπ.) ότι σημαντικός αριθμός των υποψηφίων αυτών θα υπέβαλλε πράγματι υποψηφιότητα στον διαγωνισμό χαμηλότερου επιπέδου, που θα προσέφερε στους υποψηφίους αυτούς μόνο μια προοπτική εργασίας μη συνάδουσας προς το καθ’ υπόθεση υψηλότερο επίπεδο των σπουδών, της καταρτίσεως και της επαγγελματικής τους πείρας.

40      Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η δυνατότητα ταυτόχρονης εγγραφής στους διαγωνισμούς EPSO/AD/116/08, EPSO/AD/117/08 και EPSO/AST/45/08 θα συνεπαγόταν την εγγραφή μεγαλύτερου αριθμού υποψηφίων σε καθέναν από αυτούς τους διαγωνισμούς και, αφετέρου, ότι η βαλλόμενη ρήτρα περιορίζει, κατά συνέπεια, την πρόσβαση ενδεχομένων υποψηφίων στους εν λόγω διαγωνισμούς. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι η βαλλόμενη ρήτρα δεν έχει ως άμεση και ευθεία συνέπεια τον πλήρη αποκλεισμό ενός υποψηφίου από τους εν λόγω διαγωνισμούς, υποχρεώνοντας απλώς τον υποψήφιο, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, να επιλέξει μεταξύ των διαγωνισμών, εντούτοις μια τέτοια ρήτρα εμποδίζει την εγγραφή στους προαναφερθέντες διαγωνισμούς ενός υποψηφίου που διαθέτει, για τον οικείο διαγωνισμό, τα ίδια ή, ενδεχομένως, ανώτερα προσόντα από αυτά άλλων υποψηφίων των οποίων έγινε δεκτή η συμμετοχή· αυτό συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση των υποψηφίων που, ενώ πληρούσαν τους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού EPSO/AD/117/08, ενεγράφησαν στον ένα από τους δύο διαγωνισμούς του βαθμού AD και δεν μπόρεσαν να εγγραφούν στον άλλο, καθώς και αυτών, όπως η προσφεύγουσα, που, ενώ πληρούσαν τους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού EPSO/AD/116/08, αλλά διατηρούσαν αμφιβολίες ως προς το αν πληρούν τους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού EPSO/AD/117/08, ενεγράφησαν στον πρώτο, αλλά δεν μπόρεσαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στον δεύτερο.

41      Εντούτοις, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον εμπίπτει ο περιορισμός που επιβάλλει, στην προκειμένη περίπτωση, η βαλλόμενη ρήτρα στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως και, γενικότερα, κατά πόσον πληροί τη διπλή προϋπόθεση που αναφέρεται στη σκέψη 35 της αποφάσεως, δηλαδή κατά πόσον, ενώ περιορίζει την πρόσβαση των υποψηφίων σε ένα διαγωνισμό, και, επομένως, αναγκαστικά, τον αριθμό των εγγεγραμμένων υποψηφίων, αφενός δικαιολογείται από απαιτήσεις που συνδέονται με τις προς πλήρωση θέσεις και, ιδίως, από το συμφέρον της υπηρεσίας, αφετέρου συνάδει με τον σκοπό του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

42      Η Επιτροπή απαντά καταφατικά στο ερώτημα αυτό, προβάλλοντας μια σειρά λόγων που αποσκοπούν, ιδίως, να αποδείξουν ότι η βαλλόμενη ρήτρα δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της Επιτροπής, η βαλλόμενη ρήτρα επέτρεψε, πρώτον, να επιταχυνθεί η διαδικασία επιλογής και προσλήψεως, δεύτερον, να ευνοηθεί ένας ομοιογενής ανταγωνισμός στο πλαίσιο της ομάδας εγγεγραμμένων υποψηφίων καθενός από τους διαγωνισμούς, τρίτον, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο υποψηφίων που έχουν επιτύχει σωρευτικά και στους δύο εν λόγω διαγωνισμούς επιπέδου AD, τέταρτον, να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με την ημερομηνία διοργανώσεως των εξετάσεων που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα την ίδια ημέρα για τους διάφορους διαγωνισμούς, πέμπτον, να τηρηθεί η ισότης μεταξύ των υποψηφίων, υπό την έννοια ότι ορισμένοι θα μπορούσαν ευκολότερα να πάρουν ημέρες αδείας και, συνεπώς, να συμμετάσχουν σε όλους τους διαγωνισμούς, ενώ άλλοι δεν θα είχαν την ίδια ευκολία να λάβουν ημέρες αδείας και θα έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ των διαγωνισμών, έκτον, να αποφευχθούν πρόσθετες δαπάνες μισθώσεως χώρων και αγοράς υλικών, καθώς και δαπάνες συνδεόμενες με το κόστος των ερωτημάτων, τα οποία προετοιμάζονται και παρέχονται στην Επιτροπή από εξωτερικούς συμβούλους, οι οποίοι τα τιμολογούν ανά μονάδα και με υψηλές τιμές.

43      Ο πρώτος λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι, αν ο σκοπός της ταχύτητας των διαδικασιών επιλογής και προσλήψεως μπορεί να εμπίπτει στο συμφέρον της υπηρεσίας, στο μέτρο που ο σκοπός αυτός δεν έχει καθαρά οργανωτικό χαρακτήρα (βλ. σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως), δεν προβλήθηκε και, πολύ περισσότερο, δεν αποδείχθηκε ότι, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ο σκοπός αυτός δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, τον δεσμευτικό χαρακτήρα της οποίας έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει η νομολογία· αντιθέτως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής μπορεί να ερμηνευθεί μόνον υπό την έννοια ότι η Επιτροπή έδωσε προτεραιότητα στον στόχο της ταχύτητας σε σχέση με αυτόν της προσλήψεως των υποψηφίων που διαθέτουν τα πιο υψηλά προσόντα κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία χρόνου που επετεύχθη χάρη στη βαλλόμενη ρήτρα είναι σχετικώς περιορισμένη και δυσανάλογη προς την παράβαση του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και τον περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως στον διαγωνισμό που επέφερε η ίδια αυτή ρήτρα. Βέβαια, προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, η Επιτροπή, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επεσήμανε, ιδίως, ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός εγγεγραμμένων σε καθέναν από τους διαγωνισμούς υποψηφίων θα είχε ως συνέπεια την παράταση της διορθώσεως των δοκιμασιών προεπιλογής για τους δύο διαγωνισμούς στους οποίους επιθυμούσε να εγγραφεί η προσφεύγουσα και, ιδίως, της φάσεως κατά την οποία οι υποψήφιοι έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη βαθμολογία τους, αμφισβητήσεις για τις οποίες το όργανο πρέπει να προβεί στους κατάλληλους ελέγχους για κάθε μια περίπτωση. Εντούτοις, όπως αναγνώρισε, εξάλλου, η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η διόρθωση των δοκιμασιών προεπιλογής γίνεται αυτόματα και ηλεκτρονικά· όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί των καθυστερήσεων που απορρέουν από τις ενδεχόμενες αμφισβητήσεις των αποτελεσμάτων και τους ελέγχους που συνεπάγονται οι αμφισβητήσεις αυτές, αμφισβητήσεις και ελέγχους που θα είναι πιο πολυάριθμοι, πρέπει να επισημανθεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί εκκινούν από την προϋπόθεση σημαντικής αυξήσεως του αριθμού των υποψηφίων σε κάθε διαγωνισμό, προϋπόθεση που δεν έχει αποδειχθεί (βλ. πρώτη διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως και εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 39 της αυτής αποφάσεως) και για την οποία η Επιτροπή δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Η τελευταία δεν μπορεί, συνεπώς, να επικαλείται, για να υποστηρίξει την άποψή της, εκτιμήσεις που αντλούνται από την ανάγκη επιταχύνσεως των διαδικασιών επιλογής και προσλήψεως.

44      Με τον δεύτερο λόγο που επικαλείται στο πλαίσιο του συμφέροντος της υπηρεσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η βαλλόμενη ρήτρα θα επέτρεπε να ευνοηθεί ένας ομοιογενής ανταγωνισμός στο πλαίσιο της ομάδας των υποψηφίων που έχουν εγγραφεί σε καθέναν από τους διαγωνισμούς, διότι θα υποχρέωνε τους υποψηφίους να προβούν σε επιλογή που θα καθιστούσε δυνατή τη διοργάνωση δύο διαγωνισμών στενά συνδεδεμένων με έναν πιο δίκαιο ανταγωνισμό, για να επιτευχθούν αποτελέσματα που να είναι, επίσης, περισσότερο προσαρμοσμένα στον χαρακτήρα των προς πλήρωση θέσεων. Ένας τέτοιος λόγος θα μπορούσε να είναι σύμφωνος προς το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, στο μέτρο που η αναζήτηση των υποψηφίων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας δεν μπορεί να γίνει αφηρημένα, αλλά λαμβανομένων υπόψη των προς πλήρωση θέσεων· όμως η διοίκηση, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα των διαγωνισμών, θα μπορούσε να οδηγηθεί, συγκεκριμένα, στην άποψη ότι οι υποψήφιοι που έχουν προσόντα ανώτερα από τις θέσεις που κατέχουν δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν προς το συμφέρον του οργάνου τα «πιο υψηλά προσόντα» τους ή, γενικότερα, ότι μια διαδικασία διαγωνισμού, εκ φύσεως συγκριτική, δεν νοείται παρά μόνο μεταξύ υποψηφίων που παρουσιάζουν συγκρίσιμα χαρακτηριστικά. Ως προς το ζήτημα όμως αυτό, και σε σχέση με προκήρυξη διαγωνισμού που αφορούσε θέσεις της κατηγορίας C (που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα που απαιτούν γνώσεις επιπέδου πρώτου κύκλου μέσης εκπαιδεύσεως ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου) και απαγόρευε την πρόσβαση στον διαγωνισμό σε υποψηφίους που ήταν κάτοχοι πανεπιστημιακού πτυχίου, κρίθηκε, λαμβανομένου υπόψη του δεσμευτικού σκοπού του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, ότι η κατοχή τίτλου πανεπιστημιακών σπουδών δεν μπορεί, αφενός, να εμποδίζει τους εν λόγω υποψηφίους να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που συνδέονται με τις προς πλήρωση θέσεις ή, αφετέρου, να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα της εργασίας των ενδιαφερομένων ή στην απόδοσή τους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Noonan κατά Επιτροπής, σκέψεις 34 και 38 έως 42). Ο κοινοτικός δικαστής προσέθεσε, όσον αφορά το επιχείρημα του οργάνου, σύμφωνα με το οποίο, αν δεν απέκλειε τους υποψηφίους που διέθεταν πανεπιστημιακό δίπλωμα, θα υπήρχε ο κίνδυνος να επιτύχει μικρότερος αριθμός των άλλων υποψηφίων, ή ακόμη και να εκτοπιστούν αυτοί εντελώς, ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση την πιθανότητα να μπορούν οι υποψήφιοι που διαθέτουν πανεπιστημιακό δίπλωμα να εκπληρώνουν τις μελλοντικές υποχρεώσεις των επιτυχόντων του διαγωνισμού κατά τον ίδιο τρόπο με τους άλλους υποψηφίους και να πληρούν το κριτήριο του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Noonan κατά Επιτροπής, σκέψη 36). Ο κοινοτικός δικαστής επεσήμανε επίσης ότι, αν σε κάθε διαδικασία εσωτερικού διαγωνισμού η ΑΔΑ υποχρεούται να καθορίζει τα κριτήρια επιλογής σύμφωνα με το συμφέρον της υπηρεσίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείει από τον διαγωνισμό τους υποψηφίους τους οποίους αφορά η βαλλομένη προϋπόθεση με το σκεπτικό ότι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας απ’ ό,τι οι άλλοι υποψήφιοι (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Noonan κατά Επιτροπής, σκέψεις 36 και 37)· σε κάθε περίπτωση, ο κοινοτικός δικαστής δέχθηκε, συνεπώς, ως αφετηρία ότι, από τη στιγμή που οι υποψήφιοι πληρούν τους όρους συμμετοχής σε διαγωνισμό, η έλλειψη ομοιότητας ή συγκρισιμότητας των χαρακτηριστικών τους δεν αποτελεί γεγονός ικανό να εμποδίσει τη διεξαγωγή του διαγωνισμού κατά τρόπο σύμφωνο προς τον σκοπό του, έτσι ώστε να πληρούται η λειτουργία του.

45      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της προαναφερθείσας νομολογίας, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι υποψήφιοι που πληρούσαν τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08 δεν θα είχαν χαρακτηριστικά κατάλληλα επίσης και για τις προς πλήρωση θέσεις στο πλαίσιο του διαγωνισμού EPSO/AD/116/08· ομοίως, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι οι υποψήφιοι που πληρούσαν μόνον τους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού EPSO/AD/116/08, και όχι αυτοί που πληρούσαν επίσης και τους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού EPSO/AD/117/08, θα είχαν αναγκαστικά τα καταλληλότερα χαρακτηριστικά για τις προς πλήρωση θέσεις στο πλαίσιο του πρώτου από τους εν λόγω διαγωνισμούς. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η προϋπόθεση της προαναφερθείσας αποφάσεως Noonan κατά Επιτροπής, σύμφωνα με τη σχετική επισήμανση και υπενθύμιση που περιέχεται στην προηγούμενη σκέψη, ισχύει πολύ περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των υποψηφίων που πληρούν τους όρους συμμετοχής των διαγωνισμών EPSO/AD/117/08 και EPSO/AD/116/08 είναι, στο σύνολό τους, περισσότερο όμοια μεταξύ τους, σε σχέση με τα διαφορετικά, όσον αφορά την κατοχή ή μη κατοχή πανεπιστημιακού τίτλου, χαρακτηριστικά που προέβλεπε η προκήρυξη διαγωνισμού στην προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι μόνον η διάρκεια της επαγγελματικής πείρας διαφοροποιούσε τους υποψηφίους που πληρούσαν τους όρους συμμετοχής των δύο επίδικων εν προκειμένω διαγωνισμών σε σχέση με τους υποψηφίους που πληρούσαν μόνον τους όρους συμμετοχής του διαγωνισμού EPSO/AD/116/08· δεν μπορεί, συνεπώς, σε καμία περίπτωση να υποστηριχθεί ότι η συμμετοχή όλων των δυνάμει υποψηφίων σε καθέναν από τους δύο αυτούς διαγωνισμούς (και ιδίως στον διαγωνισμό EPSO/AD/116/08) θα εμπόδιζε τη διεξαγωγή του διαγωνισμού κατά τρόπο σύμφωνο προς τον σκοπό του, που συνίσταται συγκεκριμένα στο να καταλήξει, έπειτα από αντικειμενική και συγκριτική διαδικασία επιλογής, στην πρόσληψη των υποψηφίων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα κατά την έννοια του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

46      Με τον τρίτο λόγο που επικαλείται, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η βαλλόμενη ρήτρα συνίσταται στην αποφυγή της «σωρευτικής επιτυχίας» υποψηφίων και στους δύο διαγωνισμούς. Είναι αληθές ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος «σωρευτικής επιτυχίας», ιδίως στο μέτρο που τα ίδια πρόσωπα θα μπορούσαν να έχουν εγγραφεί τόσο στον πίνακα προσληπτέων του διαγωνισμού EPSO/AD/117/08 όσο και σε αυτόν του διαγωνισμού EPSO/AD/116/08 και που, μετά την αποδοχή, εκ μέρους των προσώπων αυτών, των θέσεων AD 11 του πρώτου πίνακα, ο δεύτερος πίνακας, για τις θέσεις AD 8, θα εξαντλούνταν χωρίς εν τω μεταξύ η διοίκηση να έχει μπορέσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες της όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων AD 8, πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο κίνδυνος αυτός υφίσταται για κάθε διαγωνισμό που διοργανώνει η EPSO, δεδομένου ότι είναι σχετικά συχνή περίπτωση να εγγράφεται ένας υποψήφιος παράλληλα στον πίνακα προσληπτέων περισσότερων διαγωνισμών· σε μια τέτοια όμως περίπτωση, και για να αποφευχθεί η ενδεχόμενη έλλειψη υποψηφίων, ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπιστεί με την αύξηση του αριθμού των υποψηφίων στον πίνακα προσληπτέων. Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο λόγος που επικαλείται η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τη βαλλόμενη ρήτρα δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς που θέτει το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και δεν παρίσταται επαρκής, από πλευράς της αρχής της αναλογικότητας, για να δικαιολογήσει τις συνέπειες που επιφέρει η βαλλόμενη ρήτρα, δεδομένου ότι είναι εφικτό να βρεθεί εναλλακτική λύση, που να θίγει λιγότερο την πρόσβαση στους διαγωνισμούς για μια θέση στα κοινοτικά όργανα.

47      Όσον αφορά τον τέταρτο από τους προβληθέντες λόγους, ο οποίος συνδεόταν με τις ημερομηνίες διοργανώσεως των εξετάσεων, υπό την έννοια ότι οι τελευταίες θα μπορούσαν να διενεργηθούν συγχρόνως για τους διάφορους διαγωνισμούς και ο υποψήφιος θα καλείτο έτσι την ίδια ημέρα για εξετάσεις διαφορετικών διαγωνισμών, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, όσον αφορά τις δοκιμασίες προεπιλογής, οι υποψήφιοι μπορούσαν να επιλέξουν την ημερομηνία κατά την οποία επιθυμούσαν να υποβληθούν στις δοκιμασίες αυτές, εντός συγκεκριμένης περιόδου που εκτεινόταν από τις 26 Μαρτίου έως τις 9 Απριλίου 2008. Όσον αφορά, εξάλλου, τις γραπτές εξετάσεις, που διεξήχθησαν την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 21 Οκτωβρίου 2008, αλλά και τις προφορικές εξετάσεις και δεδομένου ότι ο αριθμός των υποψηφίων που έγιναν δεκτοί να συμμετάσχουν στις εξετάσεις αυτές ήταν πολύ πιο περιορισμένος από τον αριθμό αυτών που παρουσιάστηκαν στις δοκιμασίες προεπιλογής, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η αντιμετώπιση ενός τέτοιου εμποδίου θα αποτελούσε, από διοικητικής απόψεως, σημαντική και δυσανάλογη επιβάρυνση για την Επιτροπή· πράγματι, τίποτα δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να προβλέψει κοντινές αλλά διαφορετικές ημερομηνίες για τη διεξαγωγή των εξετάσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός δεν είναι νόμω βάσιμος, διότι, ως καθαρώς οργανωτικού χαρακτήρα, είναι προφανές ότι δεν ανταποκρίνεται στο συμφέρον της υπηρεσίας (βλ. σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως) και αντίκειται στον σκοπό του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

48      Για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν στο τέλος της προηγουμένης σκέψεως, δεν είναι νόμω βάσιμοι ο πέμπτος και ο έκτος λόγος. Επιπλέον, ο πρώτος από αυτούς είναι στην πραγματικότητα καθαρά υποθετικός, διότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο ορισμένοι υποψήφιοι δεν μπόρεσαν να λάβουν τις πρόσθετες ημέρες αδείας που απαιτούντο για τη συμμετοχή στις εξετάσεις των δύο διαγωνισμών στους οποίους επιθυμούσε να συμμετάσχει η προσφεύγουσα. Όσον αφορά τον λόγο που συνδέεται με τις πρόσθετες δαπάνες μισθώσεως χώρων και αγοράς υλικών, εάν, όπως ανέφερε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντιλέξει ως προς αυτό η Επιτροπή, 1 974 υποψήφιοι έγιναν δεκτοί να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό EPSO/AD/116/08 και 427 υποψήφιοι έγιναν δεκτοί να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08, τα αριθμητικά αυτά στοιχεία αποδεικνύουν και επιβεβαιώνουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί, αντίθετα προς την πρώτη διαπίστωση που έγινε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως και προς τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 39 αυτής, ότι όλοι οι υποψήφιοι που έγιναν δεκτοί στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08 είχαν εγγραφεί στον διαγωνισμό EPSO/AD/116/08 και ότι ένα ποσοστό υποψηφίων που ενεγράφησαν στον τελευταίο διαγωνισμό (θεωρώντας –όπως η προσφεύγουσα– ότι η επαγγελματική τους πείρα μπορούσε να κριθεί επαρκής, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή τους στον διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων AD 11) είχαν επίσης υποβάλει υποψηφιότητα και στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08, το πρόσθετο κόστος για τη μίσθωση χώρων και την αγορά υλικών, καθώς και για τα πρόσθετα ερωτήματα θα ήταν σχετικώς περιορισμένο· αυτό οδηγεί, συνεπώς, στην ίδια επισήμανση που έγινε σχετικά με τον πρώτο λόγο, δηλαδή ότι η πραγματοποιηθείσα οικονομία είναι δυσανάλογη σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και τον περιορισμό της προσβάσεως στον διαγωνισμό που επιφέρει η βαλλόμενη ρήτρα.

49      Οι εκτιμήσεις που αναφέρθηκαν όσον αφορά τον πρώτο και τον έκτο λόγο ισχύουν εξάλλου, κατά μείζονα λόγο, εάν, όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (χωρίς –βεβαίως– η Επιτροπή να είναι σε θέση να το επιβεβαιώσει επισήμως), οι δοκιμασίες προεπιλογής ήταν του ιδίου επιπέδου δυσκολίας για τον διαγωνισμό που αποσκοπούσε στην πλήρωση των θέσεων βαθμού AD 8 και για τον διαγωνισμό που αποσκοπούσε στην πλήρωση των θέσεων βαθμού AD 11, πράγμα που σημαίνει ότι όποιος επιθυμούσε να συμμετάσχει στους δύο διαγωνισμούς θα μπορούσε να υποβληθεί σε μία μόνο δοκιμασία, που θα ίσχυε και για τους δύο διαγωνισμούς.

50      Επιπλέον, και υπό το πρίσμα του συλλογισμού βάσει του οποίου το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε, στις σκέψεις 42 έως 47 της παρούσας αποφάσεως, καθένα από τους λόγους που επικαλέστηκε η Επιτροπή, καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί εκληφθούν ως σύνολο, σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσαν (ιδίως λόγω του δεσμευτικού χαρακτήρα του άρθρου 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και του στενά οριοθετημένου τομέα των οικείων διαγωνισμών –βλ. ιδίως σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και δεύτερη διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως) να δικαιολογήσουν τη βαλλόμενη ρήτρα.

51      Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι είναι βάσιμος ο λόγος ακυρώσεως που αντλεί η προσφεύγουσα από την αντίθεση της ρήτρας περί απαγορεύσεως της ταυτόχρονης εγγραφής στους γενικούς διαγωνισμούς EPSO/AD/116/08 και EPSO/AD/117/08 για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων (AD 8) και κύριων διοικητικών υπαλλήλων (AD 11), αντιστοίχως, στον τομέα καταπολεμήσεως της απάτης, προς το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

52      Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να κριθεί ο έτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της EPSO, με την οποία εφαρμόζεται η βαλλόμενη ρήτρα που δεν επιτρέπει στην προσφεύγουσα να συμμετάσχει στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου, του δευτέρου τίτλου, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

54      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ηττηθείς διάδικος είναι η Επιτροπή. Εξάλλου, η προσφεύγουσα περιέλαβε ρητώς στα αιτήματά της αίτημα να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EPSO) με την οποία δεν επετράπη η συμμετοχή της R. Di Prospero στον διαγωνισμό EPSO/AD/117/08.

2)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Gervasoni

Kreppel

Tαγαράς

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Νοεμβρίου 2009.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Gervasoni

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.