Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Ravensburg (Γερμανία) στις 31 Μαρτίου 2020 – RT, SV, BC κατά Volkswagen Bank GmbH, Skoda Bank - υποκατάστημα της Volkswagen Bank GmbH

(Υπόθεση C-155/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Ravensburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες και αντεναγόμενοι: RT, SV, BC

Εναγόμενες και αντενάγουσες: Volkswagen Bank GmbH, Skoda Bank- υποκατάστημα της Volkswagen Bank GmbH

Προδικαστικά ερωτήματα

1.    Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου 1 (στο εξής: οδηγία 2008/48/ΕΚ), την έννοια ότι στη σύμβαση πιστώσεως

α)    πρέπει να αναγράφεται το ισχύον κατά τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως επιτόκιο υπερημερίας ως απόλυτος αριθμός, τουλάχιστον δε να δηλώνεται ως απόλυτος αριθμός το ισχύον επιτόκιο αναφοράς (εν προκειμένω το βασικό επιτόκιο σύμφωνα με το άρθρο 247 BGB), από το οποίο προκύπτει το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας μέσω ορισμένης προσαυξήσεως (εν προκειμένω κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, BGB);

β)    πρέπει να αναλύεται επακριβώς ο μηχανισμός της προσαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας, τουλάχιστον δε να μνημονεύονται οι εθνικοί κανόνες στους οποίους στηρίζεται η προσαρμογή του (άρθρα 247και 288, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, BGB);

2.    Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιη΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ την έννοια ότι στη σύμβαση πιστώσεως πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένη και κατανοητή από τον καταναλωτή μέθοδος υπολογισμού για την εξεύρεση της αποζημιώσεως λόγω πρόωρης εξοφλήσεως του δανείου, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, να υπολογίσει το ύψος της οφειλόμενης αποζημιώσεως λόγω πρόωρης καταγγελίας;

3.    Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιθ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ την έννοια ότι

α)     στη σύμβαση πιστώσεως πρέπει επίσης να προσδιορίζονται τα ρυθμιζόμενα στο εθνικό δίκαιο δικαιώματα καταγγελίας των μερών της συμβάσεως πιστώσεως, και ιδίως το δικαίωμα καταγγελίας του δανειολήπτη για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 314 BGB στην περίπτωση συμβάσεων δανείου ορισμένης διάρκειας;

β)    (σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προαναφερθέν, υπό στοιχείο α΄, σκέλος του ερωτήματος) δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η μνεία τυχόν ειδικού δικαιώματος καταγγελίας κατά το εθνικό δίκαιο συνιστά υποχρεωτική πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιθ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ;

γ)    στη σύμβαση πιστώσεως πρέπει να αναγράφεται, για όλα τα δικαιώματα καταγγελίας των μερών αυτής, η προθεσμία που απαιτείται για την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας και ο τύπος τον οποίον πρέπει να περιβληθεί η δήλωση καταγγελίας;

4.    Αποκλείεται σε σύμβαση καταναλωτικής πίστεως η επίκληση από τον πιστωτικό φορέα της ενστάσεως αποδυναμώσεως δικαιώματος προς αντίκρουση της ασκήσεως δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκ μέρους του καταναλωτή κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ

α)    αν στη σύμβαση πιστώσεως δεν έχει προσηκόντως συμπεριληφθεί ούτε έχει παρασχεθεί εκ των υστέρων κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ υποχρεωτικές πληροφορίες, με συνέπεια να μην έχει εισέτι αρχίσει να τρέχει η προθεσμία υπαναχωρήσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας;

β)    (σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προαναφερθέν, υπό στοιχείο α΄, σκέλος του ερωτήματος) αν κρίσιμο στοιχείο επί του οποίου στηρίζεται η αποδυνάμωση του δικαιώματος αποτελεί το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη σύναψη της συμβάσεως ή/και η πλήρης εκτέλεση της συμβάσεως από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ή/και το ανακτηθέν ποσό δανείου επί του οποίου ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα διαθέσεως ή η επιστροφή των εγγυήσεων του δανείου ή/και (σε περίπτωση που η σύμβαση πιστώσεως συνδέεται με σύμβαση πωλήσεως) η χρήση ή η εκποίηση του χρηματοδοτούμενου αγαθού από τον καταναλωτή, ενώ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, και αφού έχουν προκύψει οι κρίσιμες περιστάσεις, ο καταναλωτής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι εξακολουθούσε να υφίσταται το δικαίωμά του για υπαναχώρηση, ο δε πιστωτικός φορέας δεν μπορούσε επίσης να θεωρήσει δικαιολογημένα ότι ο καταναλωτής είχε σχετική γνώση;

5.    Αποκλείεται σε σύμβαση καταναλωτικής πίστεως η επίκληση από τον πιστωτικό φορέα της ενστάσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος προς αντίκρουση της ασκήσεως δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκ μέρους του καταναλωτή κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ

α)    αν στη σύμβαση πιστώσεως δεν έχει προσηκόντως συμπεριληφθεί ούτε έχει παρασχεθεί εκ των υστέρων κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ υποχρεωτικές πληροφορίες, με συνέπεια να μην έχει εισέτι αρχίσει να τρέχει η προθεσμία υπαναχωρήσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας;

β)     (σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προαναφερθέν, υπό στοιχείο α΄, σκέλος του ερωτήματος) αν κρίσιμο στοιχείο επί του οποίου στηρίζεται η ύπαρξη καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος αποτελεί το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη σύναψη της συμβάσεως ή/και η πλήρης εκτέλεση της συμβάσεως από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ή/και το ανακτηθέν ποσό δανείου επί του οποίου ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα διαθέσεως ή η επιστροφή των εγγυήσεων του δανείου ή/και (σε περίπτωση που η σύμβαση πιστώσεως συνδέεται με σύμβαση πωλήσεως) η χρήση ή η εκποίηση του χρηματοδοτούμενου αγαθού από τον καταναλωτή, ενώ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, και αφού έχουν προκύψει οι κρίσιμες περιστάσεις, ο καταναλωτής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι εξακολουθούσε να υφίσταται το δικαίωμά του για υπαναχώρηση, ο δε πιστωτικός φορέας δεν μπορούσε επίσης να θεωρήσει δικαιολογημένα ότι ο καταναλωτής είχε σχετική γνώση;

____________

1 ΕΕ 2008, L 133, σ. 66.