Language of document : ECLI:EU:C:2016:980

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-154/15, C-307/15 και C-308/15

Francisco Gutiérrez NaranjoκατάCajasur Banco SAU,

AnaMaríaPalaciosMartínezκατάBancoBilbaoVizcayaArgentariaSA (BBVA)

και

Banco Popular Español SAκατάEmilio Irles LópezκαιTeresa Torres Andreu

(αιτήσεις του Juzgado de lo Mercantil no 1 de Granadaκαθώς και του Audiencia Provincial de Alicanteγια την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές – Ενυπόθηκα δάνεια – Καταχρηστικές ρήτρες – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Κήρυξη ακυρότητας – Περιορισμός από τον εθνικό δικαστή των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)της 21ης Δεκεμβρίου 2016

1.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Περιεχόμενο – Αναθεώρηση, από τον εθνικό δικαστή, του περιεχομένου καταχρηστικής ρήτρας – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 24 και άρθρα 6 § 1 και 7 § 1)

2.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως που έχει υποβληθεί στην κρίση του

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)

3.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Περιεχόμενο – Υποχρέωση του εθνικού δικαστή να συναγάγει αυτεπαγγέλτως όλες τις συνέπειες που απορρέουν από την εν λόγω διαπίστωση

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

4.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Περιεχόμενο – Εθνική νομολογία η οποία επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με την κήρυξη, με δικαστική απόφαση, συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, 6 § 1 και 7 § 1)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 57, 60)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 58)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 59)

4.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με τη κήρυξη, με δικαστική απόφαση, ρήτρας ως καταχρηστικής, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η οποία ρήτρα περιέχεται σε σύμβαση συναφθείσα από επαγγελματία με καταναλωτή, μόνον στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν τέτοιας ρήτρας μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η εν λόγω καταχρηστικότητα.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει κατ’ αρχήν να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα. Εντεύθεν συνάγεται ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών τα οποία κρίνεται ότι δεν οφείλονται εμπεριέχει κατ’ αρχήν αποτελέσματα επιστροφής αναφορικά με τα εν λόγω ποσά. Συγκεκριμένα, η απουσία αποτελέσματος επιστροφής θα ήταν ενδεχομένως δυνατό να διακυβεύσει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, επιδιώκει να προσδώσει στη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες από επαγγελματία με τους καταναλωτές.

Παρά ταύτα, η διαμόρφωση από το εθνικό δίκαιο του πλαισίου για την προστασία την οποία εγγυάται στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει την έκταση ούτε, επομένως, την ουσία της προστασίας αυτής ούτε και να υπονομεύσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εν λόγω προστασίας με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για τις καταχρηστικές ρήτρες, σκοπό τον οποίο επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης, όπως επισημαίνεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13. Κατά συνέπεια, καίτοι εναπόκειται στα κράτη μέλη, μέσω του εθνικού δικαίου τους, να καθορίζουν το λεπτομερές πλαίσιο για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση και για την υλοποίηση των συγκεκριμένων έννομων αποτελεσμάτων της διαπιστώσεως αυτής, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής ελλείψει της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας, ιδίως επί τη βάσει του δικαιώματος για επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως, εις βάρος του, ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας.

Στο πλαίσιο αυτό, οι όροι τους οποίους καθορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία του δικαιώματος που αντλούν οι καταναλωτές από τη διάταξη αυτή, δηλαδή να μη δεσμεύονται από ρήτρα που έχει θεωρηθεί καταχρηστική.

Κατά συνέπεια, εθνική νομολογία σχετική με τον χρονικό περιορισμό των έννομων αποτελεσμάτων που απορρέουν, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, από την κήρυξη συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής παρέχει μόνον περιορισμένη προστασία στους καταναλωτές Μια τέτοια προστασία, όμως, είναι ελλιπής και ανεπαρκής και δεν συνιστά ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση αυτού του είδους ρητρών, τούτο δε αντιβαίνει προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αιτούντα δικαστήρια, τα οποία δεσμεύονται από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει δώσει το Δικαστήριο, οφείλουν να μην εφαρμόσουν, αυτεπαγγέλτως, τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων που απορρέουν από μια τέτοια νομολογία, καθόσον δεν πρόκειται για περιορισμό σύμφωνο προς το δίκαιο αυτό.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με την κήρυξη ρήτρας ως καταχρηστικής, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η οποία ρήτρα περιέχεται σε σύμβαση συναφθείσα από επαγγελματία με καταναλωτή, μόνον στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν τέτοιας ρήτρας μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η εν λόγω καταχρηστικότητα.

(βλ. σκέψεις 61-63, 65, 66, 71, 73-75 και διατακτ.)