Language of document : ECLI:EU:F:2014:114

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2014 (*)

«Άρθρο 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας – Συμπεριφορά μη συνάδουσα προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης – Αποκλεισμός εκπροσώπου διαδίκου από τη διαδικασία»

Στην υπόθεση F‑58/13,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Luigi Marcuccio, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Tricase (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον A, abogado,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την C. Berardis-Kayser και τον G. Gattinara,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο, τους K. Bradley (εισηγητή) και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] κρίνει «ότι η συμπεριφορά εκπροσώπου [διαδίκου] ενώπιον του Δικαστηρίου [ΔΔ] δεν συνάδει προς το κύρος του Δικαστηρίου [ΔΔ] ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης», ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο. Για τους ίδιους λόγους, «μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να αποκλείσει, με διάταξη, [τον ενδιαφερόμενο] από τη διαδικασία. Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή».

 Δικαστικό ιστορικό του εκπροσωπουμένου διαδίκου

2        Πρέπει εκ προοιμίου να διευκρινιστεί ότι ο προσφεύγων, εκπροσωπούμενος εν προκειμένω από τον δικηγόρο A, έχει ασκήσει, από το 2002, ενώπιον των διαφόρων δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα υψηλό αριθμό προσφυγών και αναιρέσεων κατά του πρώην εργοδότη του, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έως σήμερα, ο συνολικός αριθμός των ενδίκων διαφορών του προσφεύγοντος υπερβαίνει τις 190.

3        Στην πολύ μεγάλη πλειονότητά τους, αυτές οι προσφυγές και αναιρέσεις απορρίφθηκαν ως προδήλως αβάσιμες ή προδήλως απαράδεκτες. Το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τρεις διατάξεις της 28ης Φεβρουαρίου 2013 στις υποθέσεις C‑432/08 P‑DEP, C‑513/08 P‑DEP και C‑528/08 P‑DEP, Επιτροπή κατά Marcuccio, επισήμανε «τον ιδιαιτέρως μεγάλο αριθμό των ενδίκων προσφυγών του L. Marcuccio και τη συστηματική άσκησή τους ενώπιον των διαφόρων δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης». Με διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2013, Marcuccio κατά Επιτροπής (T‑226/13 P, σκέψη 42), το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόνισε την «τάση του προσφεύγοντος να επιλέγει συστηματικώς και αδιακρίτως τη δικαστική οδό», καθόσον προβάλλει, «ακρίτως», ισχυρισμούς και επιχειρήματα τα οποία ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί παρά να απορρίψει, «βάσει πάγιας νομολογίας», ως προδήλως αβάσιμα ή προδήλως απαράδεκτα. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης, με τη σκέψη 44 της ίδιας διατάξεως, ότι «η συμπεριφορά του προσφεύγοντος επιβαρύνει ασκόπως το έργο του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον παρεμποδίζει, σε βαθμό δυσανάλογο, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης».

4        Ιδιαιτέρως προβληματισμένο με την κατάσταση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ, με επιστολή που απέστειλε με τηλεομοιοτυπία στις 7 Δεκεμβρίου 2012 και της οποίας το πρωτότυπο παρέλαβε ο ενδιαφερόμενος στις 4 Ιανουαρίου 2013, επέστησε την προσοχή του τότε εκπροσώπου του προσφεύγοντος στον «ρόλο του δικηγόρου, στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως λειτουργού της δικαιοσύνης, ο νόμος αναθέτει την εκπροσώπηση του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της τηρήσεως των ισχυόντων δικονομικών κανόνων», ρόλος ο οποίος «συνίσταται πρωτίστως, ακριβώς, στην αποφυγή της ασκήσεως επαναλαμβανομένων προσφυγών οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις, προορίζονται να απορριφθούν ως προδήλως απαράδεκτες ή προδήλως αβάσιμες». Στην ίδια αυτή επιστολή το Δικαστήριο ΔΔ εξέφραζε επίσης τις αμφιβολίες που υφίσταντο ως προς το κατά πόσον οι προσφυγές που είχε ασκήσει ο L. Marcuccio είχαν όλες συνταχθεί από δικηγόρο.

5        Ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους του εκπροσώπου του προσφεύγοντος και οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην επιστολή αυτή, και δεδομένου ότι οι ένδικες διαφορές αυξάνονταν συνεχώς, το Δικαστήριο ΔΔ αναγκάστηκε να απευθυνθεί, με επιστολή της 16ης Απριλίου 2013, στον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου του Lecce (Ιταλία), στον οποίο ήταν εγγεγραμμένος ο εν λόγω εκπρόσωπος, για να διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά του τελευταίου και να ζητήσει από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να θεραπευθεί η ιδιαιτέρως επιβλαβής για τη λειτουργία του Δικαστηρίου ΔΔ και για την εκδίκαση των λοιπών υποθέσεων κατάσταση. Και η επιστολή αυτή έμεινε αναπάντητη.

6        Λίγο χρόνο μετά την αποστολή της επιστολής αυτής, ο προσφεύγων ανέθεσε στον δικηγόρο Α την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Στο διάστημα τεσσάρων μηνών, μεταξύ των μηνών Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2013, ο Α άσκησε, ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, εξ ονόματος του L. Marcuccio, την υπό κρίση προσφυγή καθώς και τέσσερις άλλες προσφυγές (που πρωτοκολλήθηκαν με αριθμούς υποθέσεως, αντιστοίχως, F‑62/13, F‑65/13, F‑89/13 και F‑90/13), συμβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτόν ενεργώς στη συνέχιση, εκ μέρους του προσφεύγοντος, της συμπεριφοράς που είχαν επικρίνει τα τρία δικαιοδοτικά όργανα του Δικαστηρίου.

7        Θεωρώντας ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Α ασκεί τον ρόλο του δικηγόρου στην παρούσα υπόθεση, από πλευράς των καθηκόντων αξιοπρεπούς και άψογης συμπεριφοράς, παροχής συμβουλών και ενημερώσεως που συνεπάγεται η ιδιότητα του λειτουργού της δικαιοσύνης, δεν συνάδει προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και προτιθέμενο, υπ’ αυτές τις συνθήκες, να εφαρμόσει, έναντι αυτού, το άρθρο 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ, με επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου 2013, πληροφόρησε τον Α για την πρόθεσή του να κάνει χρήση της διατάξεως αυτής και τον κάλεσε να του υποβάλει τις παρατηρήσεις του, ούτως ώστε να ακουστεί η άποψή του.

8        Με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2013, ο A αμφισβήτησε ότι είχε παραβεί, εν προκειμένω, τα καθήκοντα αξιοπρεπούς και άψογης συμπεριφοράς, ισχυρισθείς ότι η θέση του Δικαστηρίου ΔΔ στηριζόταν αποκλειστικώς σε «υπαινιγμούς», μη αποδεικνυόμενους από αντικειμενικά και κρίσιμα στοιχεία, και αποτελούσε ως εκ τούτου τον καρπό «παρεξηγήσεως και πρόχειρης εκτιμήσεως των περιστάσεων της υποθέσεως» η οποία μπορούσε να εκληφθεί ως «ελάχιστα συγκεκαλυμμένη απόπειρα εκφοβισμού» των «υπερασπιστών» του προσφεύγοντος. Κατά τον Α, οι απειλές που περιέχονται στην επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου 2013 αποτελούν «τον καρπό» όχι μιας «νηφάλιας και αντικειμενικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να καταλογιστούν άμεσα στην επαγγελματική [του] δραστηριότητα», αλλά ενός «είδους προληπτικής (και αρνητικής) κρίσεως» σχετικά με την εκ μέρους του προσφεύγοντος άσκηση «των δικαιωμάτων του και της δυνατότητας ένδικης προστασίας τους».

 Όσον αφορά την παρεμπόδιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης

9        Ο A υποστήριξε ότι, «επί συνόλου 192 ενδίκων βοηθημάτων που άσκησε [ο προσφεύγων] από το 2002, μόνον πέντε […] φέρουν την υπογραφή [τ]ου» και ότι δεν είχε «καμία σχέση» με τις άλλες προσφυγές. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι ο προσφεύγων τού ζήτησε να ασχοληθεί με τις πέντε επίμαχες προσφυγές για λόγους που «αγνοεί» και τους οποίους δεν είναι αρμόδιος να «κρίνει». Συνεπώς, μόλις με την επιστολή του Δικαστηρίου ΔΔ της 4ης Δεκεμβρίου 2013 πληροφορήθηκε ο Α «τον μεγάλο αριθμό» των ενδίκων διαδικασιών μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής.

10      Ο A θεώρησε, περαιτέρω, ότι η υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα δικόγραφα που κατατέθηκαν με την υπογραφή του ενδέχεται να μην έχουν συνταχθεί από τον ίδιο είναι «εξόχως δυσφημιστική» και «παρακινδυνευμένη», επιπλέον δε και «απερίσκεπτη και στερούμενη ερείσματος».

11      Τέλος, ο Α εκτιμά ότι οι «παρατηρήσεις» του Δικαστηρίου ΔΔ σχετικά με την «αποστολή του είναι τόσο ασαφείς και γενικόλογες» που τον εμποδίζουν να «υπερασπιστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον εαυτό του».

12      Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι οι παρατηρήσεις του Α ουδόλως θέτουν υπό αμφισβήτηση το ότι η τάση του προσφεύγοντος να επιλέγει συστηματικώς και αδιακρίτως τη δικαστική οδό είναι ικανή να βλάψει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, ή το ότι η δική του συμπεριφορά συμβάλλει ευθέως, εν προκειμένω, στη συνέχιση της επικρινόμενης συμπεριφοράς του προσφεύγοντος.

13      Στις παρατηρήσεις του προς απάντηση στην επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ο A περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, να προβάλει το ότι, αφού αντικατέστησε τον προηγούμενο εκπρόσωπο του προσφεύγοντος –πράγμα το οποίο συνέβη λίγο χρόνο μετά από το διάβημα του Δικαστηρίου ΔΔ προς τον Δικηγορικό Σύλλογο του Lecce‒, κατέθεσε, με την υπογραφή του, μόνον πέντε προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, ισχυριζόμενος ότι δεν γνώριζε τίποτα για τις άλλες υποθέσεις.

14      Όμως, η περίσταση αυτή δεν καθιστά θεμιτή τη συμπεριφορά του από πλευράς των επιταγών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

15      Πράγματι, καταρχάς, οι εν λόγω πέντε προσφυγές ασκήθηκαν σε διάστημα τεσσάρων μόνο μηνών, από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 2013.

16      Περαιτέρω, ο Α αναγνωρίζει ότι συνέβαλε στην εκπροσώπηση του L. Marcuccio στο πλευρό άλλου δικηγόρου στην υπόθεση F‑56/09. Όμως, η απόφαση με την οποία περατώθηκε η δίκη στην υπόθεση αυτή μνημονεύει ορισμένες άλλες προσφυγές που είχαν ήδη ασκηθεί από τον ενδιαφερόμενο και εφιστά την προσοχή στο ότι ο τελευταίος έχει υποβάλει μεγάλο αριθμό αιτημάτων και διατυπώσει υπερβολικές αξιώσεις αποζημιώσεως. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι καίτοι είναι αληθές ότι ο Α επικαλείται την εγγραφή του στον Δικηγορικό Σύλλογο Μαδρίτης (Ισπανία) προς εκπροσώπηση του πελάτη του στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον ο Α διατείνεται στην επιστολή του ότι εγγράφηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο Μιλάνου (Ιταλίας) μόνον παρεμπιπτόντως, γεγονός παραμένει ότι, κατά την κατάθεση της προσφυγής, επέλεξε ως τόπο επιδόσεων, για την επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων, το Galatone (Ιταλία), πόλη κείμενη εντός των γεωγραφικών ορίων του Δικηγορικού Συλλόγου του Lecce, και συγκεκριμένα στην ίδια διεύθυνση παλαιότερου δικηγόρου του προσφεύγοντος, με τον οποίο μοιράζεται, επιπλέον, τους ίδιους αριθμούς τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπικού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προβαλλόμενη άποψη ότι ο Α πληροφορήθηκε την έκταση των ενδίκων διαφορών που είχε προκαλέσει ο L. Marcuccio μόλις με την επιστολή της Γραμματείας του Δικαστηρίου ΔΔ της 4ης Δεκεμβρίου 2013 στερείται προδήλως αξιοπιστίας.

17      Αν γίνει δεκτό ότι ο A δεν αντελήφθη την έκταση των δικαστικών διενέξεων, στο παρελθόν, μεταξύ του πελάτη του και της Επιτροπής, θα πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι παρέβη τα επαγγελματικά καθήκοντά του και δεν ερεύνησε το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονταν οι προσφυγές τις οποίες άσκησε εξ ονόματος του L. Marcuccio, και τούτο παρά το ότι μπορούσε εύκολα να συμβουλευθεί τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί επί των πολυαρίθμων προσφυγών του πελάτη του, υπό το όνομα του τελευταίου, στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο τμήμα «Νομολογία». Στην πραγματικότητα, από την απλή ανάγνωση της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει σαφώς ότι ο Α δεν μπορούσε να αγνοεί το δικαστικό παρελθόν του πελάτη του ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

18      Το γεγονός ότι η υπό κρίση προσφυγή, που ασκήθηκε με την υπογραφή του Α, αφενός, στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά σχεδόν παρόμοια με εκείνα για τα οποία ασκήθηκε η προσφυγή στην υπόθεση F‑67/12, Marcuccio κατά Επιτροπής, και, αφετέρου, στηρίζεται στους ίδιους νομικούς ισχυρισμούς είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό της τάσης του προσφεύγοντος να προκρίνει συστηματικά και αδιακρίτως τη δικαστική οδό. Όμως, η προσφυγή στην υπόθεση F‑67/12 απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη με διάταξη της 6ης Φεβρουαρίου 2013, ήτοι πολύ πριν από την άσκηση της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση. Η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά τη διατάξεως αυτής απορρίφθηκε στη συνέχεια με την προμνησθείσα διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2013, Marcuccio κατά Επιτροπής, ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη, ο δε αναιρεσείων καταδικάστηκε να καταβάλει 2 000 ευρώ, δυνάμει του άρθρου 90 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον η αίτηση αναιρέσεως κρίθηκε καταχρηστική.

19      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, είναι αρκούντως αποδεδειγμένο ότι, με τη συμπεριφορά του, ο Α συνέβαλε ακρίτως, στην υπό κρίση υπόθεση, στη διατήρηση της δικομανίας του προσφεύγοντος, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαιτέρως μεγάλου αριθμού των ενδίκων προσφυγών του ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, αριθμού του οποίου το μέγεθος δεν μπορούσε να αγνοεί ένας δικηγόρος επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως επιζήμια για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

20      Εξάλλου, στην από 23 Δεκεμβρίου 2013 επιστολή του Α προσήκουν τα ακόλουθα σχόλια. Με την επιστολή αυτή, ισχυρίζεται ότι «[ο]ι σκέψεις με τις οποίες τίθεται εν αμφιβόλω το ότι τα δικόγραφα που φέρουν την υπογραφή [τ]ου έχουν συνταχθεί από τον ίδιο είναι εξόχως δυσφημιστικές, παρακινδυνευμένες, επιπλέον δε και απερίσκεπτες και στερούμενες ερείσματος» ότι «είναι ασύνηθες για το Δικαστήριο ΔΔ να διατυπώνει μια τόσο σοβαρή και παρακινδυνευμένη κρίση χωρίς καμία εξακρίβωση και χωρίς να προσκομίζει κανένα στοιχείο προς στήριξη μιας τέτοιας απόψεως».

21      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει τα ακόλουθα:

–        τα σημεία 14, 17, 24, 25, 28, 32 έως 38 και 42 του δικογράφου της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση είναι κατά λέξη ταυτόσημα με τα σημεία, αντιστοίχως, 4, 7, 14, 15, 18, 26 έως 32 και 36 του δικογράφου της προσφυγής που είχε καταθέσει στην υπόθεση F‑67/12, Marcuccio κατά Επιτροπής, ο προηγούμενος δικηγόρος του προσφεύγοντος·

–        με τροποποιήσεις ήσσονος σημασίας, τα σημεία 13, 16, 18, 20, 22, 26 (δεύτερο μισό), 27 (πρώτη γραμμή), 29, 30, 31, 39 (με την προσθήκη τεσσάρων γραμμών), 40 (πρώτη περίοδος) και 41 (με προσθήκες) είναι ουσιωδώς ταυτόσημα με τα σημεία, αντιστοίχως, 3, 6 (πρώτη περίοδος και στοιχείο c), 8, 9, 13, 16, 17, 19 (τέσσερις πρώτες γραμμές), 24, 25, 33, 34 και 35 του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση F‑67/12.

22      Επομένως, πέραν της προσθήκης ή της απαλείψεως ορισμένων φράσεων, όλο το μέρος των νομικών επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής (ήτοι τα σημεία 26 έως 42) στην υπό κρίση υπόθεση, καθώς και σημαντικό μέρος της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών (σημεία 1 έως 25), είναι είτε ταυτόσημα είτε ουσιωδώς παρόμοια με το νομικό και πραγματικό μέρος του δικογράφου που είχε προηγουμένως κατατεθεί για την άσκηση προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας ο προσφεύγων δεν εκπροσωπήθηκε από τον Α. Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι μάλλον ο Α, αντίθετα προς όσα ο ίδιος υποστηρίζει, δεν συνέταξε το δικόγραφο της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση.

23      Ο Α δηλώνει επίσης με την επιστολή του ότι «από τις σκέψεις [που διατυπώνει το Δικαστήριο ΔΔ] φαίνεται να προδικάζεται η έκβαση [των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ], προκύπτει μια κρίση η οποία, ακριβώς, φαίνεται να προαναγγέλλει την απόρριψή τους, και τούτο χωρίς προσήκουσα και επί της ουσίας εκτίμηση, κατά κατάφωρη παραβίαση των κοινών αρχών που ισχύουν στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών».

24      Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι η δήλωση αυτή του Α στερείται πραγματικής βάσεως. Συγκεκριμένα, ο αποκλεισμός του νομικού εκπροσώπου διαδίκου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας υποχρεώνει μεν τον διάδικο αυτόν να αλλάξει τον νομικό εκπρόσωπό του, ουδόλως όμως επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ επί της ουσίας της προσφυγής, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιόν του επί όσο χρονικό διάστημα ο προσφεύγων δεν έχει παραιτηθεί από αυτήν.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει, λαμβανομένων υπόψη τόσο του περιεχομένου του δικογράφου της προσφυγής που ασκήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως όσο και του όλου πλαισίου της, ότι πρέπει να εφαρμόσει εν προκειμένω το άρθρο 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας αποκλείοντας τον Α από τη διαδικασία και απευθύνοντας αντίγραφο της παρούσας διατάξεως στις αρμόδιες ισπανικές και ιταλικές αρχές στις οποίες υπάγεται ο ενδιαφερόμενος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Ο δικηγόρος A αποκλείεται από τη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

2)      Αντίγραφο της παρούσας διατάξεως αποστέλλεται στις αρμόδιες ισπανικές και ιταλικές αρχές στις οποίες υπάγεται ο ενδιαφερόμενος.

Λουξεμβούργο, 22 Μαΐου 2014.

Η Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      M. I. Rofes i Pujol


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.