Language of document : ECLI:EU:C:2019:250

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 26ης Μαρτίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 6 και 7 – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Κήρυξη της ρήτρας εν μέρει καταχρηστικής – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως “καταχρηστική” – Υποκατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας από διάταξη του εθνικού δικαίου»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-70/17 και C-179/17,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλαν αντιστοίχως το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Φεβρουαρίου 2017, και το Juzgado de Primera Instancia n° 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης, Ισπανία) με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2017, στο πλαίσιο των δικών

Abanca Corporación Bancaria SA

κατά

Alberto Garcia Salamanca Santos (C-70/17),

και

Bankia SA

κατά

Alfonso Antonio Lau Mendoza,

Verónica Yuliana Rodríguez Ramirez (C-179/17),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, Μ. Βηλαρά, F. Biltgen, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Ilešič, E. Levits, L. Bay Larsen, D. Šváby και S. Rodin (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαΐου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Abanca Corporación Bancaria SA, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J. Massaguer Fuentes και C. Vendrell Cervantes, abogados, στη συνέχεια από τον D. Sarmiento Ramírez-Escudero, abogado,

–        η Bankia SA, εκπροσωπούμενη από τους J. M. Rodríguez Cárcamo και A. M. Rodríguez Conde, abogados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. García-Valdecasas Dorrego,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και N. Ruiz García, καθώς και από την A. Cleenewerck de Crayencour,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), και ειδικότερα των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας.

2        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-70/17 υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Abanca Corporación Bancaria SA και του Alberto Garcia Salamanca Santos με αντικείμενο τις συνέπειες που έχει η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως η οποία περιέχεται στο σημείο 6bis της συναφθείσας μεταξύ των δύο αυτών μερών συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου.

3        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-179/17 υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Bankia SA και, αφετέρου, του Alfonso Antonio Lau Mendoza και της Verónica Yuliana Rodríguez Ramírez, με αντικείμενο την εκκρεμούσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποθηκική αγωγή με αντικείμενο αναγκαστική εκτέλεση επί ακινήτου επί του οποίου έχει συσταθεί υποθήκη προς εξασφάλιση της αποπληρωμής δανείου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

4        Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει «ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.»

6        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

2.      Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως.

[…]»

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».

8        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το ισπανικό δίκαιο

9        Το άρθρο 1124 του Código Civil (αστικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Η δυνατότητα λύσεως των ενοχών νοείται ως ενυπάρχουσα στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, για την περίπτωση που ο ένας εκ των συμβαλλομένων δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.

Το θιγόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει μεταξύ του να αξιώσει την εκπλήρωση ή τη λύση της ενοχικής σχέσεως, δικαιούται δε, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποζημίωση. Δύναται να ζητήσει τη λύση ακόμη και αφού έχει επιλέξει την εκπλήρωση, εάν η εκπλήρωση αποδειχθεί αδύνατη.

Το δικαστήριο διατάσσει τη ζητούμενη λύση της ενοχής, εκτός αν υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την παροχή προθεσμίας για την εκπλήρωση της ενοχής.»

10      Το άρθρο 1303 του αστικού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Κηρυχθείσας άκυρης της ενοχής, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να αποδώσουν αμοιβαίως τα πράγματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως, με τους καρπούς τους, καθώς και το αντίτιμο με τους αναλογούντες τόκους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των επόμενων άρθρων.»

11      Το άρθρο 1857, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού ορίζει ότι ουσιώδη όρο των συμβάσεων για τη σύσταση υποθήκης αποτελεί το γεγονός ότι συνάπτονται «προκειμένου να εξασφαλισθεί η εκπλήρωση κύριας απαιτήσεως».

12      Το άρθρο 1858 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«[…] [έτερο] ουσιώδες στοιχείο των συμβάσεων αυτών αποτελεί το ότι, άπαξ και η κύρια απαίτηση καταστεί ληξιπρόθεσμη, τα βεβαρημένα με ενέχυρο ή υποθήκη αγαθά μπορούν να εκποιηθούν προκειμένου να ικανοποιηθεί ο δανειστής.»

13      Το άρθρο 1876 του ίδιου κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«[…] [σ]υνεπεία της υποθήκης, το ενυπόθηκο ακίνητο, όποιος και αν είναι ο νομέας του, υπόκειται ευθέως και αμέσως σε εκτέλεση για την ικανοποίηση της απαιτήσεως την οποία εξασφαλίζει η υποθήκη.»

14      Ο Ley 1/2000 de Enjuiciamiento Civil (νόμος 1/2000 περί Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575, στο εξής: LEC), τροποποιήθηκε με τον Ley 1/2013 de medidas para reforzar la protección a los deudores hipotecarios, reestructuración de deuda y alquiler social (νόμο 1/2013 περί μέτρων για την ενίσχυση της προστασίας των ενυπόθηκων οφειλετών και περί της αναδιαρθρώσεως του χρέους και του κοινωνικού μισθώματος), της 14ης Μαΐου 2013 (BOE αριθ. 116, της 15ης Μαΐου 2013, σ. 36373), με το Real Decreto-Ley 7/2013 de medidas urgentes de naturaleza tributaria, presupuestaria y de fomento de la investigación, el desarrollo y la innovación (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 7/2013 σχετικά με επείγοντα μέτρα φορολογικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα και με την προώθηση της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας), της 28ης Ιουνίου 2013 (BOE αριθ. 155, της 29ης Ιουνίου 2013, σ. 48767), και εν συνεχεία με το Real Decreto‑ley 11/2014 de medidas urgentes en materia concursal (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 11/2014 περί επειγόντων μέτρων για τις πτωχεύσεις), της 5ης Σεπτεμβρίου 2014 (BOE αριθ. 217, της 6ης Σεπτεμβρίου 2014, σ. 69767).

15      Το άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία υπογραφής των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων, όριζε τα εξής:

«Ο δανειστής δύναται να αξιώσει το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και των οφειλομένων τόκων εάν έχει συνομολογηθεί ότι η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της σε περίπτωση μη καταβολής μίας από τις συμφωνηθείσες δόσεις και εφόσον η συμφωνία αυτή έχει καταχωρισθεί στο αρχείο.»

16      Το άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC, σχετικά με τη δυνατότητα να απαιτηθούν πρόωρα οι οφειλές που εξοφλούνται σε δόσεις, όπως τροποποιήθηκε μετά την υπογραφή των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων, όριζε τα ακόλουθα:

«Ο δανειστής δύναται να αξιώσει το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και των οφειλομένων τόκων εάν έχει συνομολογηθεί ότι το δάνειο καθίσταται ληξιπρόθεσμο στο σύνολό του σε περίπτωση μη καταβολής από τον οφειλέτη τουλάχιστον τριών μηνιαίων δόσεων ή τέτοιου αριθμού δόσεων ώστε να συνάγεται ότι ο οφειλέτης δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, και εφόσον η συμφωνία αυτή αναγράφεται στη δανειακή σύμβαση και έχει καταχωρισθεί στο αντίστοιχο αρχείο».

17      Κατά το άρθρο 695 του LEC, σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως επί ενυπόθηκων ακινήτων, όπως τροποποιήθηκε μετά την υπογραφή των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων:

«1.      Στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου, η ανακοπή που ασκείται από τον καθού η εκτέλεση γίνεται δεκτή μόνον εφόσον στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:

[…]

4)      τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας καθορίσθηκε το απαιτητό ποσό.

2.      Όταν ασκείται ανακοπή κατά την προηγουμένη παράγραφο, ο δικαστικός γραμματέας αναστέλλει την εκτέλεση και καλεί τους διαδίκους να παραστούν σε ορισμένη δικάσιμο ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε τη διαταγή περί κατασχέσεως. Μεταξύ της κλητεύσεως και της εν λόγω δικασίμου πρέπει να μεσολαβούν τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες. Κατά τη δικάσιμο αυτή, το δικαστήριο ακούει τους διαδίκους, εξετάζει τα προσκομισθέντα έγγραφα και εντός δύο ημερών εκδίδει τη σχετική απόφασή του υπό μορφή διατάξεως.

3.      […]

Εάν γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος, διατάσσεται η κατάργηση της διαδικασίας εκτελέσεως εφόσον η εκτέλεση βασίζεται στη συμβατική ρήτρα. Ειδάλλως, η εκτέλεση συνεχίζεται χωρίς την εφαρμογή της καταχρηστικής ρήτρας.

4.      Η απόφαση που διατάσσει την κατάργηση της διαδικασίας εκτελέσεως ή τη μη εφαρμογή καταχρηστικής ρήτρας ή την απόρριψη της ανακοπής για τον λόγο της παραγράφου 1, σημείο 4, του παρόντος άρθρου υπόκειται σε έφεση.

Εκτός από τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι διατάξεις επί της ανακοπής του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο και τα αποτελέσματά τους περιορίζονται αποκλειστικώς στη διαδικασία εκτελέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν.»

18      Το Real Decreto Legislativo 1/2007 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων), της 16ης Νοεμβρίου 2007 (BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 49181), όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ley 3/2014 (νόμο 3/2014), της 27ης Μαρτίου 2014 (BOE αριθ. 76, της 28ης Μαρτίου 2014, σ. 26967), ορίζει στο άρθρο 83 τα ακόλουθα:

«Οι καταχρηστικές ρήτρες είναι αυτοδικαίως άκυρες και λογίζονται ως μη τεθείσες. Για τον σκοπό αυτό, το δικαστήριο, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, κηρύσσει άκυρες τις καταχρηστικές ρήτρες που έχουν ενσωματωθεί στη σύμβαση, η οποία συνεχίζει ωστόσο να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη υπό τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C-70/17

19      Με σύμβαση που υπεγράφη στις 30 Μαΐου 2008, ο Α. García Salamanca Santos και η V. Varela Pena έλαβαν από το τραπεζικό ίδρυμα Abanca Corporación Bancaria ενυπόθηκο δάνειο ύψους 100 000 ευρώ, αποπληρωτέο σε τριάντα έτη.

20      Η ρήτρα 6bis της εν λόγω συμβάσεως, σχετικά με την πρόωρη λύση της, ορίζει τα εξής:

«6bis. Πρόωρη λύση από το πιστωτικό ίδρυμα.

[Η τράπεζα] δύναται, χωρίς προηγούμενη όχληση, να κηρύξει απαιτητό το δάνειο και να αξιώσει δικαστικώς την επιστροφή του συνόλου της οφειλής, τόσο των ληξιπρόθεσμων όσο και των μη ληξιπρόθεσμων ποσών, πλέον τόκων, τόκων υπερημερίας, δαπανών και εξόδων, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      Μη καταβολή οιωνδήποτε ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου, συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων τους· τα μέρη ζητούν ρητώς να γίνει μνεία της ρήτρας αυτής στο αρχείο του κτηματολογίου, σύμφωνα με το άρθρο 693 του νόμου 1/2000.

[…]»

21      Ο Α. García Salamanca Santos άσκησε αγωγή ενώπιον του αρμοδίου ισπανικού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την ακύρωση πλειόνων ρητρών της εν λόγω συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, μεταξύ άλλων και της ρήτρας 6bis, με την αιτιολογία ότι ήταν καταχρηστικές.

22      Το ανωτέρω δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή αυτή και ακύρωσε, μεταξύ άλλων, τη ρήτρα 6bis της εν λόγω συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου.

23      Η Abanca Corporación Bancaria άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Audiencia Provincial de Pontevedra (εφετείου Pontevedra, Ισπανία), το οποίο την απέρριψε με απόφαση της 14ης Μαΐου 2014, επικυρώνοντας επομένως την πρωτόδικη απόφαση.

24      Η Abanca Corporación Bancaria άσκησε αναίρεση ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) κατά της αποφάσεως του Audiencia Provincial de Pontevedra (εφετείου Pontevedra).

25      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι η ρήτρα 6bis είναι καταχρηστική καθόσον προβλέπει την πρόωρη λύση της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, άπαξ και ο οφειλέτης δεν καταβάλει έστω και μια μόνο δόση του δανείου. Εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν είναι δυνατόν, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, να κηρύξει μια συμβατική ρήτρα εν μέρει καταχρηστική, διατηρώντας σε ισχύ το μέρος εκείνο της ρήτρας που δεν θεωρείται καταχρηστικό. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η εξάλειψη του καταχρηστικού στοιχείου μιας συμβατικής ρήτρας και η διατήρηση σε ισχύ του υπολοίπου περιεχομένου της, το οποίο δεν έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, δεν συνιστούν αναθεώρηση ή αντικατάσταση του συμβατικού περιεχομένου.

26      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, περαιτέρω, εάν συνάδει προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/13 η συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου, που κινήθηκε κατ’ εφαρμογή ρήτρας περί πρόωρης λύσεως δανειακής συμβάσεως, της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώθηκε από εθνικό δικαστήριο, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή θεωρείται ευνοϊκότερη για τους καταναλωτές από ό,τι η τακτική διαδικασία εκτελέσεως.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 την έννοια ότι αναγνωρίζει τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως περιληφθείσας σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα με καταναλωτή, η οποία προβλέπει, εκτός από άλλες περιπτώσεις καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μη καταβολής πλειόνων δόσεων, την καταγγελία λόγω μη καταβολής μίας [και μόνον] δόσεως, να κρίνει καταχρηστικό μόνον το τμήμα της ρήτρας ή την περίπτωση που αφορά την καταγγελία λόγω μη καταβολής μιας δόσεως και να διατηρήσει σε ισχύ το τμήμα περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως λόγω μη καταβολής περισσότερων δόσεων, λύσεως που προβλέπεται επίσης με τρόπο γενικό στη ρήτρα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το κύρος ή ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της δυνατότητας [να κηρυχθεί το δάνειο πρόωρα ληξιπρόθεσμο];

2)      Έχει εθνικό δικαστήριο, βάσει της οδηγίας 93/13, την εξουσία –αφού κηρύξει καταχρηστική ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως περιληφθείσα σε σύμβαση δανείου ή πιστώσεως εξασφαλισμένη με υποθήκη– να κρίνει ότι η συμπληρωματική εφαρμογή εθνικής διατάξεως, καίτοι συνεπάγεται την κίνηση ή τη συνέχιση της διαδικασίας εκτελέσεως κατά του καταναλωτή, είναι ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή από την κατάργηση της εν λόγω ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου και την παροχή στον πιστωτή της δυνατότητας να ζητήσει τη λύση της συμβάσεως δανείου ή πιστώσεως, ή να απαιτήσει τα οφειλόμενα ποσά, με επακόλουθη εκτέλεση της καταψηφιστικής αποφάσεως, χωρίς τα πλεονεκτήματα που προβλέπει για τον καταναλωτή η ειδική εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου;»

 Υπόθεση C-179/17

28      Στις 22 Ιουνίου 2005, η V. Y. Rodríguez Ramírez και ο A. A. Lau Mendoza συνήψαν με την τράπεζα Bankia σύμβαση ενυπόθηκου δανείου για ποσό ύψους 188 000 ευρώ και για διάρκεια 37 ετών.

29      Η ρήτρα 6bis της συμβάσεως αυτής, με τίτλο «Πρόωρη λύση από το πιστωτικό ίδρυμα», προβλέπει τα εξής:

«Ανεξάρτητα από την ορισθείσα διάρκεια της παρούσας συμβάσεως, η δανείστρια τράπεζα δύναται να κηρύξει το δάνειο ληξιπρόθεσμο, θεωρώντας τη σύμβαση λυθείσα και κηρύσσοντας την οφειλή πρόωρα ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής μίας, περισσότερων ή όλων των καθοριζόμενων στη δεύτερη ρήτρα [περί αποπληρωμής] δόσεων.»

30      Κατόπιν μη καταβολής 36 μηνιαίων δόσεων εκ μέρους των εναγομένων της κύριας δίκης, η Bankia κατέθεσε ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia n° 1 de Barcelona (πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης) υποθηκική αγωγή με αντικείμενο αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ακινήτου επί του οποίου είχε συσταθεί υποθήκη προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του χορηγηθέντος δανείου.

31      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), όταν ένα δικαστήριο που έχει επιληφθεί ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου διαπιστώσει ότι η εν λόγω διαδικασία βασίζεται σε καταχρηστική ρήτρα η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, την πρόωρη λύση της δανειακής συμβάσεως σε περίπτωση μη καταβολής μιας και μόνο δόσεως, το δικαστήριο αυτό, αντί να αποφασίσει την κατάργηση της διαδικασίας εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 695, παράγραφοι 1 και 3, του LEC, οφείλει να διατηρήσει σε ισχύ τη διαδικασία αυτή. Το αποτέλεσμα αυτό επιτυγχάνεται υποκαθιστώντας την ανωτέρω ρήτρα με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC κανόνα, όπως αυτός τροποποιήθηκε μετά την υπογραφή της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου που μνημονεύθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, κατά τον οποίο το δάνειο μπορεί να καταστεί πρόωρα ληξιπρόθεσμο σε περίπτωση μη καταβολής τουλάχιστον τριών μηνιαίων δόσεων.

32      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι η κατάργηση της διαδικασίας εκτελέσεως συνεπάγεται ότι η τράπεζα δύναται, μετά την έκδοση αποφάσεως περί καταργήσεως, να επικαλεσθεί το άρθρο 1124 του αστικού κώδικα το οποίο επιτρέπει την άσκηση αγωγής με αίτημα να κηρύξει το επιληφθέν δικαστήριο τη λύση της συμβάσεως. Δυνάμει της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί επί της αγωγής αυτής θα κινηθεί η τακτική διαδικασία εκτελέσεως, στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατή η κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της κατοικίας του.

33      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, κατά το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), όταν το ενυπόθηκο ακίνητο είναι η κατοικία του οφειλέτη, η ειδική διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου παρουσιάζει, αντιθέτως προς την τακτική διαδικασία εκτελέσεως, πολλές ιδιαιτερότητες αποβλέπουσες στην προστασία του οφειλέτη αυτού. Μεταξύ των ιδιαιτεροτήτων αυτών περιλαμβάνονται, ιδίως, η δυνατότητα του οφειλέτη να επιτύχει την άρση της κατασχέσεως του ακινήτου, ο ορισμός ελάχιστης τιμής, κάτω από την οποία η κατοικία του οφειλέτη δεν μπορεί να πωληθεί σε πλειστηριασμό, καθώς και η δυνατότητα που παρέχεται στον οφειλέτη να απαλλαγεί από το χρέος του όταν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την κάλυψη του συνόλου της οφειλής. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω ιδιαιτεροτήτων, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έχει κρίνει ότι η ειδική διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου είναι ευνοϊκότερη για τα συμφέροντα των καταναλωτών από ό,τι η τακτική διαδικασία εκτελέσεως που θα εφαρμοζόταν κατόπιν ασκήσεως αναγνωριστικής αγωγής βασιζόμενης στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα.

34      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) προς τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13.

35      Αφενός, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει για τον ευνοϊκότερο χαρακτήρα της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου σε σχέση με μια στηριζόμενη στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα δικαστική λύση της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, της οποίας έπεται τακτική διαδικασία εκτελέσεως. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει συναφώς ότι, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εκτελέσεως, ο καταναλωτής μπορεί, στην πράξη, να εξοικονομήσει χρόνο και αποφεύγει προσωρινώς την έξωση από την κατοικία του. Επιπλέον, από την ανάλυση της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και του γράμματος του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα προκύπτει ότι, στην περίπτωση ενυπόθηκων δανείων για αγορά κατοικίας, είναι σχετικά πιθανόν να απορριφθεί η στηριζόμενη στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή στις δανειακές συμβάσεις. Ακόμη και εάν γινόταν δεκτή η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα στις δανειακές συμβάσεις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η απόρριψη της αγωγής για λύση της συμβάσεως, εάν το δικαστήριο θεωρεί δικαιολογημένη την παροχή προθεσμίας στον οφειλέτη, όπως ρητώς επιτρέπει το εν λόγω άρθρο.

36      Αφετέρου, η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, όπως τροποποιήθηκε μετά την υπογραφή της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, αντί της συμβατικής ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, θα ήταν, κατά το αιτούν δικαστήριο, διττώς προβληματική.

37      Πρώτον, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως την απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2015, Unicaja Banco και Caixabank (C-482/13, C-484/13, C‑485/13 και C-487/13, EU:C:2015:21), το εθνικό δικαστήριο δύναται να υποκαθιστά καταχρηστική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου μόνον στις «περιπτώσεις στις οποίες η κήρυξη της ακυρότητας της καταχρηστικής ρήτρας υποχρεώνει τον εθνικό δικαστή να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό τον καταναλωτή σε συνέπειες που έχουν τον χαρακτήρα κυρώσεως».

38      Δεύτερον, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, όπως τροποποιήθηκε μετά την υπογραφή της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, θεωρείται εφικτή in abstracto, βασική προϋπόθεση, προβλεπόμενη από την ίδια τη διάταξη, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού θα ήταν η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών. Εν προκειμένω, τέτοια συμφωνία προκύπτει ασφαλώς από τη σύναψη της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, αλλά η συμφωνία αυτή θεωρήθηκε ακριβώς καταχρηστική και κηρύχθηκε άκυρη.

39      Για όλους τους ως άνω λόγους, οι οποίοι καταδεικνύουν την ύπαρξη νομικών ζητημάτων που ενδέχεται να έχουν σημασία στο πλαίσιο της απαντήσεως που θα δοθεί στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην υπόθεση C-70/17, το αιτούν δικαστήριο έκρινε σκόπιμο και αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο νέα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να καταστεί, ενδεχομένως, δυνατή η συνεκδίκασή της με την αίτηση που υποβλήθηκε προηγουμένως στην υπόθεση C-70/17.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n° 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της [οδηγίας 93/13] νομολογία {απόφαση του Tribunal Supremo [(Ανωτάτου Δικαστηρίου)] της 18ης Φεβρουαρίου 2016} κατά την οποία, παρά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως με καταγγελία και παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τη ρήτρα στην οποία βασίζεται η αίτηση εκτελέσεως, η εκτέλεση βάσει υποθήκης δεν πρέπει να σταματήσει, καθόσον η συνέχισή της είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι, σε περίπτωση ενδεχόμενης εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε αναγνωριστική δίκη βάσει του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα, ο καταναλωτής δεν μπορεί να επωφεληθεί των δικονομικών προνομίων της εκτελέσεως βάσει υποθήκης, χωρίς ωστόσο η εν λόγω νομολογία να λαμβάνει υπόψη ότι, κατά σταθερή και παγιωμένη νομολογία του ίδιου του Tribunal Supremo [(Ανωτάτου Δικαστηρίου)], το προμνησθέν άρθρο 1124 του αστικού κώδικα (το οποίο έχει προβλεφθεί για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις) δεν εφαρμόζεται σε σύμβαση δανείου, η οποία είναι καταρτιζόμενη και ετεροβαρής σύμβαση που συνάπτεται το πρώτον με την παράδοση του χρηματικού ποσού και που, για τον λόγο αυτό, παράγει υποχρεώσεις μόνον για τον δανειολήπτη και όχι για τον δανειστή (πιστωτή), με αποτέλεσμα, εάν ακολουθηθεί η τελευταία αυτή νομολογία του Tribunal Supremo [(Ανωτάτου Δικαστηρίου)]στην αναγνωριστική δίκη, να εκδοθεί ενδεχομένως απόφαση με την οποία να απορρίπτεται το αίτημα περί λύσεως της συμβάσεως και καταβολής αποζημιώσεως και να μην μπορεί πλέον να υποστηριχθεί ότι η συνέχιση της εκτελέσεως βάσει υποθήκης είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή;

2)      Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η εφαρμογή του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα στις συμβάσεις δανείου ή σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων πιστώσεως, αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της [οδηγίας 93/13] νομολογία όπως η προμνησθείσα η οποία δεν λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή η συνέχιση της εκτελέσεως βάσει υποθήκης ή δυσμενέστερη η διεξαγωγή αναγνωριστικής δίκης βάσει του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα, ότι στο πλαίσιο αυτής της δίκης μπορεί να απορριφθούν τα αιτήματα περί λύσεως της συμβάσεως και αποζημιώσεως, εάν το δικαστήριο εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα, κατά την οποία “[τ]ο δικαστήριο διατάσσει τη ζητούμενη λύση της ενοχής, εκτός αν υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την παροχή προθεσμίας για την εκπλήρωση της ενοχής”, λαμβανομένου υπόψη ότι στο πλαίσιο ακριβώς των ενυπόθηκων δανείων και πιστώσεων μεγάλης διάρκειας (20 ή 30 χρόνια) για την αγορά κατοικιών είναι σχετικά πιθανό να εφαρμόσουν τα δικαστήρια τον συγκεκριμένο λόγο απορρίψεως, ιδίως όταν η πραγματική αθέτηση της υποχρεώσεως καταβολής δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή;

3)      Στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή η συνέχιση της εκτελέσεως βάσει υποθήκης με τα αποτελέσματα που συνδέονται με την πρόωρη λύση με καταγγελία, αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της [οδηγίας 93/13] νομολογία όπως η προμνησθείσα η οποία εφαρμόζει διάταξη ενδοτικού δικαίου (άρθρο 693, παράγραφος 2, του [LEC]), παρά το ότι η σύμβαση μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ρήτρα πρόωρης λύσεως με καταγγελία, και εφαρμόζει το εν λόγω άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC καίτοι δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεσή του, ήτοι η ύπαρξη στη σύμβαση έγκυρης και ισχυρής συμφωνίας πρόωρης λύσεως με καταγγελία, η οποία κηρύχθηκε ακριβώς καταχρηστική, άκυρη και ανίσχυρη;»

 Επί της συνεκδικάσεως των υποθέσεων C-70/17 και C-179/17

41      Λαμβανομένης υπόψη της συνάφειας των υποθέσεων C-70/17 και C-179/17, επιβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 54 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η συνεκδίκασή τους προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-179/17

42      Η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-179/17 με την αιτιολογία ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την αίτηση αυτή είναι να συμπληρωθεί το νομικό πλαίσιο που εξέθεσε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην υπόθεση C-70/17, ούτως ώστε να διαθέτει το Δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην εν λόγω υπόθεση. Πλην όμως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αποσκοπεί στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και όχι στη διόρθωση του περιεχομένου προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν αποκλειστικώς την ερμηνεία κανόνων του εθνικού δικαίου.

43      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, Redmond, 83/78, EU:C:1978:214, σκέψη 25, και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 76 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Κατά συνέπεια, εφόσον το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, καταρχήν, οφείλει να αποφανθεί. Η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον εάν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C-62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25, καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet, C-322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 17).

45      Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 93/13. Επιπλέον, στη διάταξη περί παραπομπής εκτίθεται επαρκώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του περιεχομένου των υποβαλλόμενων ερωτημάτων. Επιπροσθέτως, δεν προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως.

46      Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, το κατά πόσο το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να συμπληρώσει το νομικό πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην υπόθεση C-70/17 είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-179/17.

47      Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-179/17 είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

48      Με τα ερωτήματα στην υπόθεση C-70/17 και στην υπόθεση C-179/17, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια, αφενός, ότι, οσάκις ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου κρίνεται καταχρηστική, είναι δυνατόν η ρήτρα αυτή, παρά ταύτα, να διατηρηθεί εν μέρει εν ισχύ, με την εξάλειψη των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική και, αφετέρου, ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η κινηθείσα κατ’ εφαρμογή της ρήτρας αυτής διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου μπορεί, παρά ταύτα, να συνεχισθεί με την συμπληρωματική εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου, εφόσον η αδυναμία προσφυγής σ’ αυτή τη διαδικασία ενδέχεται να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα των καταναλωτών.

49      Κατά πάγια νομολογία, το σύστημα προστασίας που θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 93/13 στηρίζεται στο σκεπτικό ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, κατάσταση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, αδυνατώντας να επηρεάσει το περιεχόμενό τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid, C-484/08, EU:C:2010:309, σκέψη 27 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Λαμβάνοντας υπόψη την υποδεέστερη αυτή θέση, η οδηγία 93/13 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι όσες συμβατικές ρήτρες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μπορούν να ελέγχονται προκειμένου να διαπιστωθεί ο ενδεχόμενος καταχρηστικός τους χαρακτήρας. Στο πλαίσιο αυτό, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που ορίζουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, εάν, με γνώμονα τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η ρήτρα αυτή πληροί τις απαιτήσεις της καλής πίστεως, της ισορροπίας και της διαφάνειας που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C-92/11, EU:C:2013:180, σκέψεις 42 έως 48, και της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 40).

51      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις των αιτούντων δικαστηρίων, οι επίμαχες στις κύριες δίκες ρήτρες, μολονότι στηρίχθηκαν στο άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία υπογραφής των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου στις οποίες περιελήφθησαν, πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές, καθόσον προβλέπουν ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να κηρύξει την πρόωρη λύση της συμβάσεως και να απαιτήσει την αποπληρωμή του δανείου, άπαξ και ο οφειλέτης δεν καταβάλει μια μηνιαία δόση.

52      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τα αιτούντα δικαστήρια οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε να μην παράγουν αυτές δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός και εάν αντιτίθεται σ’ αυτό ο καταναλωτής (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM, C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 35, και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 65).

53      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα εθνικού δικαίου που επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής (αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 73, και της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 77).

54      Εάν το εθνικό δικαστήριο είχε την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή θα συνέτεινε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών στους καταναλωτές, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και εάν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλισθεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών (αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 69, και της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 79).

55      Εν προκειμένω, η απλή απάλειψη του λόγου λύσεως που καθιστά καταχρηστικές τις επίμαχες στις κύριες δίκες ρήτρες θα κατέληγε, εν τέλει, σε αναθεώρηση του περιεχομένου των ρητρών αυτών επηρεάζοντας την ουσία τους. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή η μερική διατήρηση εν ισχύ των εν λόγω ρητρών, ειδάλλως θα εθίγετο άμεσα το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

56      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι από την μνημονευόμενη στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας αποφάσεως νομολογία δεν προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αντιτίθεται στην κατάργηση από τον εθνικό δικαστή, κατ’ εφαρμογή των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, της καταχρηστικής ρήτρας και στην υποκατάστασή της με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου σε περιπτώσεις στις οποίες η ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας θα υποχρέωνε τον εθνικό δικαστή να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή να λειτουργεί ως τιμωρία του (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 80, 83 και 84).

57      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανωτέρω υποκατάσταση δικαιολογείται πλήρως με γνώμονα τον σκοπό της οδηγίας 93/13. Ειδικότερα, συνάδει προς τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθόσον η διάταξη αυτή τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, και όχι να ακυρώσει κάθε σύμβαση που περιέχει καταχρηστικές ρήτρες (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C 26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 81 και 82 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Εάν, σε περίπτωση όπως η περιγραφείσα στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, δεν επιτρεπόταν η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου αντί καταχρηστικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, τούτο θα συνεπαγόταν ενδεχομένως ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά μια δανειακή σύμβαση, τέτοια ακύρωση θα είχε κατ’ αρχήν ως συνέπεια να καταστεί αμέσως απαιτητό το υπολειπόμενο οφειλόμενο ποσό του δανείου, σε έκταση η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, θα λειτουργούσε περισσότερο ως τιμωρία του τελευταίου παρά του δανειστή ο οποίος, συνακόλουθα, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις που προτείνει (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 83 και 84)

59      Για παρόμοιους λόγους, διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση στην οποία σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την κατάργηση καταχρηστικής ρήτρας, της οποίας το γράμμα στηρίζεται σε νομοθετική διάταξη που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν είναι δυνατόν να έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να εφαρμόζει ο εθνικός δικαστής, αντί της ρήτρας αυτής, την εν λόγω νομοθετική διάταξη αναφοράς, όπως αυτή τροποποιήθηκε μετά τη σύναψη της συμβάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η ακυρότητα της συμβάσεως αυτής, στο μέτρο που η ακύρωση της συμβάσεως θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.

60      Εν προκειμένω, οι επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις αφορούν, αφενός, τη χορήγηση δανείων από τράπεζα και, αφετέρου, τη σύσταση υποθηκών που εξασφαλίζουν τα εν λόγω δάνεια. Οι επίμαχες στις κύριες δίκες ρήτρες, οι οποίες στηρίζονται στο γράμμα του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία υπογραφής των συμβάσεων αυτών, επιτρέπουν, κατ’ ουσίαν, στις οικείες τράπεζες να κηρύσσουν το δάνειο ληξιπρόθεσμο και να απαιτούν την εξόφληση κάθε υπολειπόμενου οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση μη καταβολής οιασδήποτε μηνιαίας δόσεως. Στα αιτούντα δικαστήρια εναπόκειται να εξακριβώσουν, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου και με αντικειμενική προσέγγιση (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C-453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 32), εάν η κατάργηση των εν λόγω ρητρών θα είχε ως συνέπεια να μην μπορούν πλέον να εξακολουθούν να ισχύουν οι συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου.

61      Σε τέτοια περίπτωση, θα εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξετάσουν εάν η ακύρωση των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων θα εξέθετε τους οικείους καταναλωτές σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, τέτοια ακύρωση θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις, ιδίως, όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τους οποίους οι τράπεζες μπορούν να ανακτήσουν, δικαστικώς, το συνολικό υπολειπόμενο ποσό του δανείου που οφείλουν οι καταναλωτές. Επομένως, σε περίπτωση ακυρώσεως των επίμαχων στις κύριες δίκες συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου, η είσπραξη των απαιτήσεων των τραπεζών θα πρέπει να γίνει διά της τακτικής διαδικασίας εκτελέσεως, ενώ, εάν οι συμβάσεις αυτές διατηρηθούν εν ισχύ διά της εφαρμογής του τροποποιημένου άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, αντί της καταχρηστικής ρήτρας, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η πρόωρη λύση των εν λόγω συμβάσεων όταν ο οφειλέτης δεν έχει καταβάλει τουλάχιστον τρεις μηνιαίες δόσεις, θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται η ειδική διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως επί του ενυπόθηκου ακινήτου. Οι δύο αυτές διαδικασίες διαφέρουν, μεταξύ άλλων, ως προς το ότι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ειδικής διαδικασίας κατασχέσεως της ενυπόθηκης κύριας κατοικίας είναι η δυνατότητα του οφειλέτη να απαλλάξει το ενυπόθηκο ακίνητο από το βάρος έως την ημερομηνία του πλειστηριασμού, καταθέτοντας τα οφειλόμενα ποσά, η δυνατότητα να επιτευχθεί μερική μείωση του χρέους, καθώς και η διασφάλιση ότι το ενυπόθηκο ακίνητο δεν θα πωληθεί σε τιμή κατώτερη του 75 % της εκτιμώμενης αξίας του.

62      Πλην όμως, τέτοια επιδείνωση της δικονομικής θέσεως των οικείων καταναλωτών, λόγω της εφαρμογής της τακτικής διαδικασίας εκτελέσεως αντί της ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου, είναι κρίσιμη για την εκτίμηση των συνεπειών της ακυρώσεως των επίμαχων συμβάσεων και, σύμφωνα με όσα διαπιστώθηκαν στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, θα μπορούσε, επομένως, να δικαιολογήσει –υπό την προϋπόθεση ότι εκθέτει τους εν λόγω καταναλωτές σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες– την εφαρμογή εκ μέρους των αιτούντων δικαστηρίων του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, όπως τροποποιήθηκε μετά την υπογραφή των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων, αντί των καταχρηστικών ρητρών. Δεδομένου, ωστόσο, ότι τα χαρακτηριστικά των εν λόγω διαδικασιών εκτελέσεως εμπίπτουν αποκλειστικώς στο εθνικό δίκαιο, στα αιτούντα δικαστήρια και μόνον εναπόκειται να προβούν στις αναγκαίες ως προς το ζήτημα αυτό εξακριβώσεις και συγκρίσεις.

63      Αντιθέτως, εάν τα ίδια αυτά δικαστήρια καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι οικείες συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου μπορούν να συνεχίσουν να ισχύουν χωρίς τις επίμαχες στις κύριες δίκες καταχρηστικές ρήτρες, θα οφείλουν, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, να μην εφαρμόσουν τις ρήτρες αυτές, εκτός και εάν αντιτίθεται σ’ αυτό ο καταναλωτής, ιδίως στην περίπτωση που αυτός φρονεί ότι η βάσει μιας τέτοιας ρήτρας εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου θα ήταν ευνοϊκότερη για αυτόν από ό,τι η τακτική διαδικασία εκτελέσεως. Πράγματι, η σύμβαση αυτή πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει, καταρχήν, χωρίς καμία τροποποίηση πέραν εκείνων που προκύπτουν από την κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών, κατά το μέτρο που, σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, μια τέτοια εξακολούθηση της ισχύος της συμβάσεως είναι νομικώς εφικτή (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 71)

64      Κατόπιν των προηγηθεισών εκτιμήσεων, στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις C-70/17 και C-179/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια, αφενός, ότι αντιτίθενται στο να διατηρείται εν μέρει εν ισχύι μια ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία κρίθηκε καταχρηστική, διά της απαλοιφής των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική, όταν μια τέτοια απαλοιφή θα κατέληγε σε αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της, και, αφετέρου, ότι τα ίδια αυτά άρθρα δεν αντιτίθενται στο να θεραπεύει το εθνικό δικαστήριο την ακυρότητα μιας τέτοιας καταχρηστικής ρήτρας, υποκαθιστώντας την με την τροποποιημένη νομοθετική διάταξη στην οποία βασίσθηκε η ρήτρα αυτή και η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, υπό την προϋπόθεση ότι η επίμαχη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει σε περίπτωση καταργήσεως της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας και ότι η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της εκθέτει τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

65      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια, αφενός, ότι αντιτίθενται στο να διατηρείται εν μέρει εν ισχύι μια ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία κρίθηκε καταχρηστική, διά της απαλοιφής των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική, όταν μια τέτοια απαλοιφή θα κατέληγε σε αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της, και, αφετέρου, ότι τα ίδια αυτά άρθρα δεν αντιτίθενται στο να θεραπεύει το εθνικό δικαστήριο την ακυρότητα μιας τέτοιας καταχρηστικής ρήτρας, υποκαθιστώντας την με την τροποποιημένη νομοθετική διάταξη, στην οποία βασίσθηκε η ρήτρα αυτή και η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, υπό την προϋπόθεση ότι η επίμαχη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει σε περίπτωση καταργήσεως της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας και ότι η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της εκθέτει τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.