Language of document : ECLI:EU:F:2011:19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 8ης Μαρτίου 2011


Υπόθεση F-59/09


Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Αξιολόγηση — Προαγωγή — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Παραδεκτό — Σιωπηρή απορριπτική απόφαση — Εσωτερική οδηγία — Εκπροσώπηση του προσωπικού — Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας»

Αντικείμενο: Προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 41 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με την οποία ο C. De Nicola ζητεί, μεταξύ άλλων, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση της επιτροπής προσφυγών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Τράπεζας), της 14ης Νοεμβρίου 2008, δεύτερον, να ακυρωθούν οι από 29 Απριλίου 2008 αποφάσεις περί προαγωγής και η απόφαση της ίδιας ημέρας περί απορρίψεως της προαγωγής του σε θέση D, τρίτον, να ακυρωθεί η έκθεσή του αξιολογήσεως για το έτος 2007, τέταρτον, να αναγνωριστεί ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως και, πέμπτον, να υποχρεωθεί η Τράπεζα να παύσει την παρενόχληση αυτή και να αποκαταστήσει τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω αυτής ο προσφεύγων.

Απόφαση: Η έκθεση αξιολογήσεως του 2007 και η απόφαση που απέρριψε την προαγωγή του προσφεύγοντος ακυρώνονται. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Ο προσφεύγων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων φέρουν ο καθένας τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προσφυγή — Προθεσμίες

(Άρθρο 236 ΕΚ∙ Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91∙ Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

2.      Διαδικασία — Δικόγραφο της προσφυγής — Τυπικά στοιχεία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1, στοιχείο δ΄)

3.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προσφυγή — Αναλογική εφαρμογή των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ

(Άρθρο 236 ΕΚ∙ Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως

5.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Βαθμολογία — «Εσωτερική απόφαση» σχετική με τη διαδικασία βαθμολογήσεως — Παράβαση

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

6.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προαγωγή — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρα 22 και 23)

1.      Προκειμένου, αφενός, να προστατευθεί το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να διαθέτει ο πολίτης που επιζητεί τη δικαστική προστασία επαρκή προθεσμία για την εκτίμηση της νομιμότητας της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και την προετοιμασία, εφόσον είναι αναγκαίο, της προσφυγής του, και, αφετέρου, να τηρηθεί η απαίτηση ασφάλειας δικαίου, βάσει της οποίας, μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης καθίστανται απρόσβλητες, οι διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των υπαλλήλων της πρέπει να έρχονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εντός εύλογης προθεσμίας.

Για τον καθορισμό μιας τέτοιας προθεσμίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ιδιαιτερότητα των διαφορών σε θέματα προσωπικού και η σημασία που ενέχει, στο πλαίσιο αυτό, η ενδεχόμενη ύπαρξη διαδικασίας πριν από την άσκηση της προσφυγής. Συγκεκριμένα, μολονότι οι υπάλληλοι της Τράπεζας υπάγονται σε ειδικό καθεστώς που θεσπίζει η ίδια, οι αμιγώς εσωτερικές διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των υπαλλήλων της συγγενεύουν, λόγω της φύσεώς τους, με τις διαφορές μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των μονίμων ή μη μονίμων υπαλλήλων τους, οι οποίες ρυθμίζονται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, και υπάγονται επίσης στον δικαστικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 236 ΕΚ. Επομένως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές με τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής προϋποθέσεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, χωρίς ωστόσο να λησμονείται το ειδικό πλαίσιο του Κανονισμού του προσωπικού της Τράπεζας, το άρθρο 41 του οποίου θεσπίζει προαιρετική διαδικασία συνδιαλλαγής.

Συναφώς, η εν λόγω διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 41 του Κανονισμού του προσωπικού και η ειδική διαδικασία προσφυγής για ζητήματα που αφορούν την ετήσια αξιολόγηση, η οποία προβλέπεται σε διοικητική ανακοίνωση της Τράπεζας, επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό με την υποχρεωτική προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 90 του ΚΥΚ. Οι διαδικασίες αυτές αποβλέπουν, επίσης, στο να προσφέρουν τη δυνατότητα φιλικού διακανονισμού των διαφορών, παρέχοντας στη Διοίκηση τη δυνατότητα να επανεξετάσει την προσβαλλόμενη πράξη και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο τη δυνατότητα να δεχθεί την αιτιολογία στην οποία στηρίχθηκε η εν λόγω πράξη και να μην ασκήσει, ενδεχομένως, προσφυγή. Περαιτέρω, οι κανονιστικές ρυθμίσεις της Τράπεζας δεν προβλέπουν λεπτομέρειες συντονισμού αυτών των δύο διαδικασιών. Όσον αφορά τις εκθέσεις αξιολογήσεως, η απόφαση εφαρμογής μιας από τις δύο διαδικασίες ή και των δύο ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά, απόκειται στην κρίση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της ενδεικτικής προθεσμίας που τάσσουν οι σχετικές ανακοινώσεις για την υποβολή του ζητήματος στη δευτεροβάθμια επιτροπή.

Στο πλαίσιο αυτό, μια προθεσμία τριών μηνών, η οποία αρχίζει την ημέρα κατά την οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο η βλαπτική πράξη ή, ενδεχομένως, η αρνητική έκβαση της διαδικασίας προσφυγής ή η αποτυχία της διαδικασίας συνδιαλλαγής, πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρηθεί εύλογη, υπό την προϋπόθεση πάντως, αφενός, ότι η ενδεχόμενη διαδικασία προσφυγής διεξήχθη εντός εύλογης προθεσμίας και, αφετέρου, ότι ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την ενδεχόμενη αίτησή του περί συνδιαλλαγής εντός εύλογης προθεσμίας αφότου του κοινοποιήθηκε η βλαπτική γι’ αυτόν πράξη. Ειδικότερα, η θέσπιση των δύο αυτών προαιρετικών διαδικασιών από το άρθρο 41 του Κανονισμού του προσωπικού και από τις δεσμευτικές για την Τράπεζα προαναφερθείσες ανακοινώσεις προς το προσωπικό, αντιστοίχως, οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι, αν ένας υπάλληλος ζητήσει διαδοχικά την κίνηση της διαδικασίας προσφυγής και της διαδικασίας συνδιαλλαγής, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αρχίζει μόνο μετά την αποτυχία της τελευταίας αυτής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπάλληλος υπέβαλε την αίτηση συνδιαλλαγής εντός εύλογης προθεσμίας μετά το πέρας της διαδικασίας προσφυγής. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα μια κατάσταση στην οποία ο υπάλληλος της Τράπεζας θα ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ενώ ταυτοχρόνως θα προσπαθούσε ακόμα να επιτύχει φιλικό διακανονισμό της υποθέσεως, πράγμα που θα στερούσε από τις προαιρετικές διοικητικές διαδικασίες την πρακτική τους αποτελεσματικότητα.

(βλ. σκέψεις 134 έως 137)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 98, 99, 100, 106 και 107

2.      Είναι απαράδεκτα τα αιτήματα περί ακυρώσεως που δεν προσδιορίζουν τη βλαπτική πράξη της οποίας την ακύρωση ζητεί ο προσφεύγων. Πράγματι, τα αιτήματα αυτά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τις οποίες το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση όλων των πράξεων που είναι συναφείς, προηγούμενες ή επόμενες μιας αποφάσεως περί προαγωγής, ο μη προσδιορισμός των προσβαλλόμενων πράξεων κατά τρόπο σαφή και ακριβή αποκλείει τη διαπίστωση ότι τα ως άνω αιτήματα πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, τέτοια αιτήματα πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτα.

(βλ. σκέψεις 148 και 149)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 24 Μαρτίου 1993, T‑72/92, Benzler κατά Επιτροπής, σκέψεις 16, 18 και 19

ΔΔΔΕΕ: 26 Ιουνίου 2008, F‑1/08, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 46

3.      Δεδομένου ότι ο Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων δεν προβλέπει σχετική ρύθμιση, είναι σκόπιμo, όχι να εφαρμοστούν απευθείας οι διατάξεις του ΚΥΚ, πράγμα που θα παρέβλεπε την ιδιαίτερη φύση του καθεστώτος που εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της Τράπεζας, αλλά να ληφθούν υπόψη και να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία οι διατάξεις αυτές, με την επισήμανση ότι οι αμιγώς εσωτερικές διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των υπαλλήλων της συγγενεύουν, λόγω της φύσεώς τους, με τις διαφορές μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των μονίμων ή μη μονίμων υπαλλήλων τους. Ειδικότερα, πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις προσφυγές των μελών του προσωπικού της Τράπεζας ο κανόνας του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σύμφωνα με τον οποίον ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει καμία δικαιοδοσία αν η προσφυγή της οποίας επιλαμβάνεται δεν στρέφεται κατά πράξεως που η Διοίκηση εξέδωσε προς απόρριψη των ισχυρισμών του προσφεύγοντος. Επιπλέον, όταν ένα μέλος του προσωπικού απευθύνει στην Τράπεζα αίτημα καλώντας τη να αποφανθεί επί ζητήματος που το αφορά, πρέπει να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και να διαπιστωθεί ότι η παράλειψη απαντήσεως στο αίτημα αυτό εντός εύλογης προθεσμίας τεσσάρων μηνών συνεπάγεται σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 153 έως 155)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση De Nicola κατά ΕΤΕπ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 100 και 101

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑55/08, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 239, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑37/10 P

4.      O σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και που ενδέχεται να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρητής ρυθμίσεως προβλεπόμενης προς τον σκοπό αυτό από τις διατάξεις που διέπουν την εν λόγω διαδικασία. Η αρχή αυτή, η οποία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλει να παρέχεται στο μέλος του προσωπικού, πριν την οριστική έκθεση αξιολογήσεως, η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του στον ιεραρχικώς ανώτερό του. Όταν η συνέντευξη αξιολογήσεως ενός μέλους του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με τους ιεραρχικώς ανωτέρους του, λόγω του ότι είναι εντελώς τυπική και αφορά μερικά μόνο από τα ζητήματα που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο μιας τέτοιας συζητήσεως, δεν διεξάγεται κανονικά, στερώντας από τον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του, παραβιάζονται τόσο η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, όσο και οι κανόνες της διαδικασίας αξιολογήσεως. Βεβαίως, για να επιφέρει η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας την ακύρωση μιας πράξεως, πρέπει να προκύπτει ότι η διαδικασία θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αν δεν συνέτρεχε η εν λόγω παρατυπία. Εφόσον, όμως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η έκθεση αξιολογήσεως να ήταν διαφορετική αν το μέλος του προσωπικού είχε τη δυνατότητα να υποβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του και αν η συνέντευξη αξιολογήσεως είχε διεξαχθεί κανονικά, η εν λόγω προσβολή πρέπει να επιφέρει την ακύρωση της εν λόγω πράξεως.

(βλ. σκέψεις 176, 177 και 181 έως 183)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής, σκέψη 15· 12 Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ohja κατά Επιτροπής, σκέψη 67

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 2004, T‑16/03, Ferrer de Moncada κατά Επιτροπής, σκέψη 40· 14 Σεπτεμβρίου 2006, T‑115/04, Laroche κατά Επιτροπής, σκέψη 36· 25 Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, σκέψη 69· 6 Φεβρουαρίου 2007, T‑246/04 και T‑71/05, Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 149

ΔΔΔΕΕ: 29 Ιουνίου 2010, F‑28/09, Kipp κατά Ευρωπόλ, σκέψη 68

5.      Δυνάμει του άρθρου 22 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η εφαρμοστέα διαδικασία ετήσιας αξιολογήσεως κάθε μέλους του προσωπικού «καθορίζεται με εσωτερική απόφαση» της Τράπεζας. Ελλείψει οποιασδήποτε αναφοράς σε άλλο κείμενο πέραν ενός υπηρεσιακού σημειώματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με το σημείωμα αυτό η Τράπεζα καθόρισε την ετήσια διαδικασία αξιολογήσεως και ότι το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα και ο πρακτικός οδηγός αξιολογήσεως που προσαρτάται σε αυτό συνιστούν ένα σύνολο δεσμευτικών κανόνων από τους οποίους η Τράπεζα δεν μπορεί να αποκλίνει χωρίς να υποπέσει σε παρατυπία. Το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν αποτελεί την «εσωτερική απόφαση» που προβλέπει ο Κανονισμός του προσωπικού, δεν στερείται του δεσμευτικού του αποτελέσματος, καθόσον πρέπει να εξεταστεί τουλάχιστον ως εσωτερική κατευθυντήρια γραμμή, με την οποία η Τράπεζα έχει επιβάλει στον εαυτό της έναν κανόνα συμπεριφοράς, ενδεικτικό βεβαίως, αλλά από τον οποίον δεν μπορεί να αποκλίνει χωρίς να προσδιορίσει τους λόγους που την οδήγησαν στην απόκλιση αυτή∙ σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Η Τράπεζα, αποδίδοντας σε ένα μέλος του προσωπικού της μια βαθμολογία, χωρίς να έχει λάβει γνώση της δραστηριότητάς του ως τακτικού μέλους επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως, παραβαίνει το σημείο 7 του οδηγού της διαδικασίας αξιολογήσεως. Πράγματι, οι δραστηριότητες εκπροσωπήσεως του προσωπικού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύνταξη της εκθέσεως αξιολογήσεως ενός μέλους του προσωπικού, ούτως ώστε αυτό να μην τιμωρείται λόγω της ασκήσεως των δραστηριοτήτων αυτών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, μολονότι ο βαθμολογητής είναι αποκλειστικά εξουσιοδοτημένος να αξιολογεί τις υπηρεσίες που το μέλος του προσωπικού, το οποίο ασκεί επίσης καθήκοντα εκπροσώπου του προσωπικού, παρέχει στο πλαίσιο της εργασίας που του έχει ανατεθεί, με εξαίρεση τις σχετικές με την ως άνω εντολή εκπροσωπήσεως δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του βαθμολογητή, οφείλει εντούτοις να λαμβάνει υπόψη για την αξιολόγηση των αυστηρά επαγγελματικών υπηρεσιών τους περιορισμούς που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων εκπροσωπήσεως. Ειδικότερα, οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, λόγω των σχετικών με την εκπροσώπηση δραστηριοτήτων του, ένας υπάλληλος αναγκαστικά παρέσχε στην υπηρεσία μικρότερο αριθμό ημερών εργασίας από τον συνήθη κατά την περίοδο αξιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 185, 190, 192 και 195)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση De Nicola κατά ΕΤΕπ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 105 και 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Από τα άρθρα 22 και 23 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων προκύπτει ότι η Τράπεζα οφείλει να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων. Από την άποψη αυτή, οι υπάλληλοι της Τράπεζας υπόκεινται σε καθεστώς παρεμφερές προς αυτό των υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

Η συγκριτική εξέταση των προσόντων αποτελεί την έκφραση τόσο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων όσο και της αρχής της εξελίξεως της σταδιοδρομίας τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανονισμός του προσωπικού της Τράπεζας, θεσπίζοντας διαδικασία προαγωγής βάσει προσόντων, καθιερώνει την αρχή της εξελίξεως της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων του, χωρίς ωστόσο να τους αναγνωρίζει υποκειμενικό δικαίωμα προαγωγής, ακόμη και αν αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις για να προαχθούν. Επιπλέον, καθόσον η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται συναφώς στην εξέταση του αν η Διοίκηση κινήθηκε μέσα σε λογικά όρια και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο. Πράγματι, ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρμόδια αρχή όταν εκτιμά τις ικανότητες και τα προσόντα των υποψηφίων.

Από τον οδηγό της διαδικασίας αξιολογήσεως προκύπτει ότι η Τράπεζα, προκειμένου να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις εκθέσεις αξιολογήσεως των τριών τουλάχιστον τελευταίων ετών και στις μεγαλύτερες ή ίσες με μια ορισμένη βαθμολογία βαθμολογίες που δόθηκαν επ’ ευκαιρία των εκθέσεων αυτών. Δεδομένου ότι η έκθεση αξιολογήσεως αποτελεί απαραίτητο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Τράπεζα για να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων, προκειμένου να εκδώσει τις αποφάσεις περί προαγωγής, η ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεως συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προαγωγής.

(βλ. σκέψεις 199 έως 202)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση De Nicola κατά ΕΤΕπ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 127, 175 και 176 έως 178∙ 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, σκέψεις 340 έως 344