Language of document : ECLI:EU:T:2019:409

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2019 (*)

«Έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη – Δημοσιονομικός κανονισμός – Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) – Συμφωνία επιχορηγήσεως J‑Web – Εκτελεστή απόφαση ανάκτησης – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑244/18,

d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Κ. Δάμη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την Α. Κατσιμέρου και την Α. Κυρατσού,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 1115 final της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2018, σχετικά με την ανάκτηση 76 282,08 ευρώ, συν τους οφειλόμενους τόκους, από την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk και C. Mac Eochaidh (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής, συμμετείχε ως ανάδοχος στη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 045331 – J‑Web, που συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) με τίτλο «Communication environment for judicial European network in Western Balkans» (στο εξής: συμφωνία επιχορηγήσεως).

2        Από τις 17 έως τις 20 Οκτωβρίου 2011 πραγματοποιήθηκε οικονομικός έλεγχος στα γραφεία της προσφεύγουσας από ιδιωτική εταιρία, κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι ελεγκτές διαπίστωσαν παραβάσεις διαφόρων γενικών όρων της συμφωνίας επιχορηγήσεως.

3        Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και την ενημέρωσε ότι ενέκρινε τα πορίσματα των ελεγκτών. Επιπλέον, θεώρησε ότι ο έλεγχος είχε ολοκληρωθεί.

4        Με προκαταρκτικό ενημερωτικό έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με την πρόθεσή της να ανακτήσει την αχρεωστήτως καταβληθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτική συνδρομή, ήτοι ποσό 253 892,80 ευρώ.

5        Στις 6 Νοεμβρίου 2012 η Επιτροπή εξέδωσε το υπ’ αριθ. 3241212053 χρεωστικό σημείωμα, ζητώντας από την προσφεύγουσα να καταβάλει έως τις 21 Δεκεμβρίου 2012 το ποσό των 253 892,80 ευρώ (στο εξής: πρώτο χρεωστικό σημείωμα). Η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός, αφενός, ότι, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής, η οφειλή της προς την Ένωση θα προσαυξανόταν με τόκους και, αφετέρου, ότι επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να προβεί σε αναγκαστική είσπραξη της οφειλής δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

6        Με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα συμφώνησε να επιστρέψει το ζητηθέν ποσό. Ζήτησε όμως, επικαλούμενη σοβαρά οικονομικά προβλήματα, την αποπληρωμή της οφειλής σε εξαμηνιαίες δόσεις εντός περιόδου έξι ετών. Διατύπωσε επίσης αντιρρήσεις ως προς την καταβολή τυχόν κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως η οποία θα μπορούσε να απαιτηθεί βάσει των όρων της συμφωνίας επιχορηγήσεως.

7        Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως ποσού 25 643,16 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο II.30 των γενικών όρων της συμφωνίας επιχορηγήσεως. Η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε παρατηρήσεις, μολονότι κλήθηκε προς τούτο.

8        Με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στο αίτημα της προσφεύγουσας για εξόφληση της οφειλής της σε εξαμηνιαίες δόσεις, απέστειλε πίνακα με το χρονοδιάγραμμα πληρωμών για το πρώτο χρεωστικό σημείωμα έως τον Ιούλιο του 2015. Επέστησε επίσης την προσοχή της προσφεύγουσας στη σημασία της πλήρους συμμορφώσεώς της προς το χρονοδιάγραμμα αυτό (στο εξής: πρώτο πρόγραμμα εξοφλήσεως).

9        Στις 23 Ιανουαρίου 2013 ο διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας συνέστησε προσωπική εγγύηση για την εξόφληση του πρώτου χρεωστικού σημειώματος.

10      Στις 15 Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, το υπ’ αριθ. 3241301304 χρεωστικό σημείωμα, ζητώντας από την προσφεύγουσα να καταβάλει έως τις 2 Απριλίου 2013 το ποσό των 25 643,16 ευρώ (στο εξής: δεύτερο χρεωστικό σημείωμα). Η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός, αφενός, ότι, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής, η οφειλή της προς την Ένωση θα προσαυξανόταν με τόκους και, αφετέρου, ότι επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να προβεί σε αναγκαστική είσπραξη της οφειλής δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

11      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν εξόφλησε το δεύτερο χρεωστικό σημείωμα εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή απέστειλε υπόμνηση στις 5 Απριλίου 2013.

12      Στις 10 Απριλίου 2013 η προσφεύγουσα ζήτησε την αποπληρωμή της οφειλής για το δεύτερο χρεωστικό σημείωμα σε εξαμηνιαίες δόσεις εντός περιόδου τριών ετών.

13      Με έγγραφο της 14ης Μαΐου 2013, η Επιτροπή ενέκρινε την εξόφληση του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος σε έξι δόσεις έως τον Δεκέμβριο του 2015 (στο εξής: δεύτερο πρόγραμμα εξοφλήσεως).

14      Ο διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας συνέστησε αυθημερόν προσωπική εγγύηση για την εξόφληση του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος.

15      Από τον Ιανουάριο του 2013 έως τον Μάρτιο του 2015, η προσφεύγουσα εξόφλησε εν μέρει τα οφειλόμενα ποσά για το πρώτο και το δεύτερο χρεωστικό σημείωμα, καταβάλλοντας όμως δόσεις οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με το πρώτο και το δεύτερο πρόγραμμα εξοφλήσεως.

16      Λόγω της μη εξοφλήσεως του πρώτου και του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος εντός των συμφωνηθεισών προθεσμιών, η Επιτροπή υπενθύμισε στην προσφεύγουσα, με διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Ιανουαρίου 2016, τα οφειλόμενα ποσά και τα συμφωνηθέντα χρονοδιαγράμματα. Επισήμαινε επίσης ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως των ποσών, θα προέβαινε σε αναγκαστική είσπραξη της κύριας οφειλής και των τόκων.

17      Την 1η Φεβρουαρίου 2016, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα και την τότε οικονομική κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή αναπροσάρμοσε το πρόγραμμα εξοφλήσεως του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος. Οι διάδικοι συμφώνησαν την εξόφληση του υπολοίπου σε δύο δόσεις, οι οποίες έπρεπε να καταβληθούν στις 15 Ιουλίου 2016 και στις 15 Ιανουαρίου 2017 (στο εξής: τρίτο πρόγραμμα εξοφλήσεως).

18      Στις 22 Φεβρουαρίου 2016, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα και την τότε οικονομική κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή αναπροσάρμοσε το πρόγραμμα εξοφλήσεως του πρώτου χρεωστικού σημειώματος. Οι διάδικοι συμφώνησαν την εξόφληση του υπολοίπου σε έξι δόσεις εντός διαστήματος τριών ετών (στο εξής: τέταρτο πρόγραμμα εξοφλήσεως).

19      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν τήρησε το τρίτο και το τέταρτο πρόγραμμα εξοφλήσεως, η Επιτροπή απέστειλε τρία ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ Αυγούστου 2016 και Οκτωβρίου 2016 ζητώντας της να τηρήσει τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει.

20      Λόγω της μη τηρήσεως από την προσφεύγουσα του τρίτου και του τέταρτου προγράμματος εξοφλήσεως, η Επιτροπή ζήτησε, με προειδοποιητικές επιστολές της 26ης Ιανουαρίου 2017 και της 27ης Ιανουαρίου 2017, την άμεση καταβολή του οφειλόμενου κεφαλαίου, πλέον τόκων υπερημερίας. Επισήμαινε επίσης ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως των οφειλόμενων ποσών εντός δεκαπενθημέρου, θα προέβαινε σε αναγκαστική είσπραξη της κύριας οφειλής και των τόκων.

21      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 27ης Μαρτίου 2017, ο διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας πρότεινε πέμπτο πρόγραμμα εξοφλήσεως με δόσεις του πρώτου και του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος.

22      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 3ης Απριλίου 2017, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τον Μάρτιο του 2016 η προσφεύγουσα είχε καταβάλει μόνο ποσό 5 000 ευρώ και ότι, συνεπώς, δεν είχε τηρήσει τους όρους του τρίτου και του τέταρτου προγράμματος εξοφλήσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, και όπως επισήμανε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 10 της διατάξεως της 10ης Ιουλίου 2018, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (T‑244/18 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:422), η Επιτροπή εξήγησε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί το από 27 Μαρτίου 2017 αίτημα και ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή πλην της αναγκαστικής εισπράξεως των οφειλών (στο εξής: απορριπτική απόφαση).

23      Στις 29 Μαΐου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε το πιστωτικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3234170112 ποσού 253,88 ευρώ για τη διόρθωση του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος. Η διόρθωση αυτή δικαιολογούνταν από την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2016, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής (T‑53/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:88), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το ποσό της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως που απαιτείται από δικαιούχο ο οποίος έχει υποβληθεί σε οικονομικό έλεγχο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 % της αχρεωστήτως καταβληθείσας σε αυτόν ενισχύσεως της Ένωσης για τις περιόδους που καλύπτει ο ως άνω έλεγχος.

24      Στις 19 Φεβρουαρίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2018) 1115 final, σχετικά με την ανάκτηση 76 282,08 ευρώ, συν τους οφειλόμενους τόκους, από την προσφεύγουσα (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Κατά το άρθρο της 4, δεύτερο εδάφιο, η απόφαση αυτή αποτελεί τίτλο εκτελεστό δυνάμει του άρθρου 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

25      Μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας πρότεινε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Απριλίου 2018, νέο πρόγραμμα εξοφλήσεως της οφειλής σε τριάντα έξι μηνιαίες δόσεις ποσού 3 305,22 ευρώ από τον Ιούνιο του 2018 έως τον Μάιο του 2021.

26      Στις 3 Μαΐου 2018 η Επιτροπή απέρριψε το νέο αυτό αίτημα εξοφλήσεως των οφειλών με δόσεις.

27      Στις 18 Μαΐου 2018 η Επιτροπή απέστειλε στον διευθύνοντα σύμβουλο της προσφεύγουσας δύο επιστολές, ζητώντας την καταβολή ποσού 99 120,36 ευρώ, όσον αφορά το πρώτο χρεωστικό σημείωμα, και 5 562,92 ευρώ, όσον αφορά το δεύτερο χρεωστικό σημείωμα, κατ’ εκτέλεση των προσωπικών εγγυήσεων που αυτός είχε συστήσει. Κατά την Επιτροπή, ο διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας δεν ανταποκρίθηκε.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

29      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Με τη διάταξη της 10ης Ιουλίου 2018, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (T‑244/18 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:422), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

31      Στις 3 Αυγούστου 2018 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

32      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου και στις 19 Νοεμβρίου 2018, αντιστοίχως.

33      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον δεχθεί το ακυρωτικό αυτό αίτημα, να υπολογίσει εκ νέου τους οφειλόμενους τόκους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ως προς το αίτημα εκ νέου υπολογισμού των τόκων·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

35      Το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

36      Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 85 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

37      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, επειδή, κατά την προσφεύγουσα, το θεσμικό αυτό όργανο αγνόησε ουσιώδη δεδομένα που του είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα και υιοθέτησε λύσεις που μπορεί να οδηγήσουν στον αφανισμό της.

38      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, επιβαρύνει υπέρμετρα τα ζωτικά της συμφέροντα και απειλεί την ίδια της την υπόσταση.

39      Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο καθενός από τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εξεταστεί πρώτα ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, εν συνεχεία ο δεύτερος και εν τέλει ο πρώτος.

40      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επίσης σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι αποφάσεις όπως η προσβαλλόμενη που αποτελούν εκτελεστό τίτλο και έχουν ως νομική βάση το άρθρο 299 ΣΛΕΕ μπορεί να προσβληθούν μόνον ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, όταν απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο εκδίδεται για την είσπραξη απαιτήσεως από σύμβαση η οποία συνήφθη από θεσμικό όργανο. Πράγματι, ακόμη και αν σύμβαση τέτοιου είδους επιτρέπει ρητώς την έκδοση αυτών των αποφάσεων, η νομική τους φύση δεν ορίζεται από τη σύμβαση ή το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται σ’ αυτές, αλλά από τη Συνθήκη ΛΕΕ και συγκεκριμένα από το άρθρο 299. Το άρθρο αυτό δεν θεσπίζει διαφορετικό νομικό καθεστώς για τις αποφάσεις που αποτελούν εκτελεστό τίτλο και έχουν εκδοθεί για την είσπραξη απαιτήσεως εκ συμβάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, T‑387/09, EU:T:2012:501, σκέψεις 38 και 39, και της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψεις 90 και 91).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

41      Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη, επειδή δεν είναι ούτε κατάλληλη ούτε αναγκαία και την επιβαρύνει υπέρμετρα. Κατά την άποψή της, η εν λόγω απόφαση δεν είναι αναγκαία, διότι, πρώτον, η ίδια έχει καταβάλει το 73 % του κεφαλαίου της οφειλής, δεύτερον, έχει αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει όλους τους οφειλόμενους τόκους, τρίτον, συνέχισε την καταβολή ποσών ακόμη και μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής και, τέταρτον, ο διευθύνων σύμβουλός της έχει συστήσει προσωπικές εγγυήσεις ποσού δυόμισι φορές μεγαλύτερου εκείνου της οφειλής. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή απέρριψε αδικαιολόγητα, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το από 27 Μαρτίου 2017 αίτημα εξοφλήσεως της οφειλής αυτής με δόσεις. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η επίμαχη απόφαση την επιβαρύνει υπέρμετρα, διότι η εκτέλεσή της θα μπορούσε να την οδηγήσει σε στάση πληρωμών και η ζημία λόγω μιας τέτοιας στάσεως πληρωμών θα ήταν πολλαπλάσια από την ταμειακή ωφέλεια της Επιτροπής.

42      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

43      Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και ως εκ τούτου αποτελεί κριτήριο νομιμότητας κάθε πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κάθε πράξη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια του κατάλληλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία πράξη, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 104 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Πρώτον, όσον αφορά την αναγκαιότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως για την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στην προσφεύγουσα, παρατηρείται ότι αυτή δεν επέστρεψε τα εν λόγω ποσά αμέσως μόλις της ζητήθηκε.

45      Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή παρέσχε διευκολύνσεις πληρωμής στην προσφεύγουσα και ότι της ζήτησε επανειλημμένως να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά, χωρίς η προσφεύγουσα να συμμορφωθεί πλήρως. Όπως εκτίθεται στις σκέψεις 11, 15, 19 και 22 ανωτέρω, αλλά και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 17, 21, 23 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα στην πραγματικότητα δεν τήρησε κανένα από τα τέσσερα προγράμματα εξοφλήσεως τα οποία είχε καταρτίσει από κοινού με την Επιτροπή. Εξάλλου, η Επιτροπή δικαιολόγησε ρητώς την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επικαλούμενη το ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ανταποκριθεί ούτε στις προσκλήσεις πληρωμής που είχαν διατυπωθεί στο πρώτο και στο δεύτερο χρεωστικό σημείωμα, ούτε στις υπομνήσεις, ούτε στις προειδοποιητικές επιστολές (βλ. αιτιολογική σκέψη 28 της αποφάσεως αυτής).

46      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσφεύγουσα εσφαλμένα υποστηρίζει ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη της καταβολής των οφειλόμενων ποσών. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

47      Πράγματι, κατ’ αρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να κάνει χρήση των προσωπικών εγγυήσεων που είχε συστήσει ο διευθύνων σύμβουλός της στις 23 Ιανουαρίου και στις 14 Μαΐου 2013, δεν αποδεικνύεται ότι το ποσό της οφειλής θα μπορούσε να εξοφληθεί μέσω της ενεργοποιήσεως των ασφαλειών αυτών. Συνεπώς, δεν κλονίζεται ο αναγκαίος χαρακτήρας της προσβαλλομένης αποφάσεως με το επιχείρημα ότι η Επιτροπή είχε λάβει προσωπικές εγγυήσεις.

48      Εν συνεχεία, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αποδοχή του από 27 Μαρτίου 2017 αιτήματός της ή των λοιπών μεταγενέστερων αιτημάτων εξοφλήσεως της οφειλής με δόσεις θα μπορούσε να έχει αποτελέσει βιώσιμη εναλλακτική λύση. Αφενός, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δήθεν απέρριψε άλλα, μεταγενέστερα εκείνου της 27ης Μαρτίου 2017, αιτήματα προσαρμογής του χρονοδιαγράμματος εξοφλήσεως, ενώ, ακριβώς, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε κανένα τέτοιου είδους αίτημα κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της απορριπτικής αποφάσεως, ήτοι την 3η Απριλίου 2017, έως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα πρότεινε νέο πρόγραμμα εξοφλήσεως της οφειλής σε δόσεις μέχρι το 2021 μόνο μετά από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, όταν κατατέθηκε το δικόγραφο της υπό κρίση προσφυγής. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η αποδοχή του από 27 Μαρτίου 2017 αιτήματός της αποτελούσε βιώσιμη εναλλακτική λύση. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, όσο επιμηκύνεται η διάρκεια του προγράμματος εξοφλήσεως, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος, για την Επιτροπή, να αποπληρώσει η προσφεύγουσα τις οφειλές της προς άλλους πιστωτές πριν τις οφειλές της προς το θεσμικό αυτό όργανο. Λαμβανομένων υπόψη του κινδύνου που διατρέχει η Επιτροπή και του χρονικού διαστήματος σχεδόν έξι ετών που παρήλθε μεταξύ της εκδόσεως του πρώτου και του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι κακώς δεν αποδέχθηκε ένα πέμπτο πρόγραμμα εξοφλήσεως της οφειλής. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν τήρησε τα τέσσερα πρώτα προγράμματα εξοφλήσεως επιβεβαιώνει τον αναγκαίο χαρακτήρα της εκδόσεως της ανωτέρω αποφάσεως.

49      Τέλος, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε επιστρέψει, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το 73 % του κεφαλαίου της οφειλής δεν αρκεί για να κλονίσει τα ανωτέρω συμπεράσματα. Το στοιχείο αυτό αντιθέτως αποτελεί ένδειξη υπέρ της αβεβαιότητας ως προς την οικειοθελή καταβολή της οφειλής και, κατά συνέπεια, υπέρ της αναγκαιότητας της εν λόγω αποφάσεως.

50      Δεύτερον, όσον αφορά την καταλληλότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα αρκείται, στο υπόμνημα απαντήσεως, σε παραπομπή στα σημεία 98 επ. του δικογράφου της προσφυγής. Εντούτοις, στα εν λόγω σημεία απλώς εκτίθεται η εφαρμοστέα νομολογία, χωρίς κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση της καταλληλότητας.

51      Σε κάθε περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και ιδίως του ότι σχεδόν έξι έτη μετά την έκδοση των δύο χρεωστικών σημειωμάτων δεν έχει επέλθει πλήρης εξόφληση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί το μόνο κατάλληλο μέτρο προκειμένου η Επιτροπή να τηρήσει την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 317 ΣΛΕΕ να μεριμνά για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των πόρων της Ένωσης.

52      Τρίτον, όσον αφορά τον μη υπέρμετρο χαρακτήρα της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρατηρείται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το βάσιμο ούτε και το ποσό των απαιτήσεων. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν έχει ακόμη εκπληρώσει εξ ολοκλήρου, σχεδόν έξι έτη μετά την έκδοση του πρώτου και του δεύτερου χρεωστικού σημειώματος, τις οικονομικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, αν δεν εκδιδόταν η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να μην επιτευχθεί η αποπληρωμή των οφειλών της προσφεύγουσας. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο επειδή, αφενός, η Επιτροπή είχε ήδη παράσχει δύο φορές διευκολύνσεις πληρωμής στην προσφεύγουσα, οι οποίες υλοποιήθηκαν μέσω των τεσσάρων προγραμμάτων εξοφλήσεως, και, αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν εκπλήρωσε ποτέ πλήρως τις δεσμεύσεις της. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε με τα δικόγραφά της για ποιον συγκεκριμένο λόγο η απόφαση αυτή αποτελεί δυσανάλογη επιβάρυνση για τα ζωτικά της συμφέροντα. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο να καταδεικνύει ότι απειλείται η οικονομική της βιωσιμότητα σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής των οφειλόμενων ποσών. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, η προσφεύγουσα εσφαλμένα υποστηρίζει ότι η ζημία που της προκαλεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που μπορεί να την οδηγήσει σε στάση πληρωμών, είναι πολλαπλάσια του οφέλους που εξασφαλίζει η Επιτροπή.

53      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

54      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να λάβει υπόψη, αφενός, το ότι η προσφεύγουσα είχε καταβάλει το 73 % του κεφαλαίου της οφειλής, είχε δεσμευθεί να καταβάλει όλους τους οφειλόμενους τόκους και ο διευθύνων σύμβουλός της είχε παράσχει προσωπικές εγγυήσεις και, αφετέρου, τα ουσιώδη στοιχεία που είχε προβάλει η προσφεύγουσα σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάστασή της και την οικονομική βιωσιμότητά της.

55      Η Επιτροπή αμφισβητεί τις αιτιάσεις αυτές.

 Επί της υπερβάσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας

56      Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1), που είναι εφαρμοστέος στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, επιβάλλει την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

57      Περαιτέρω, το άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού 966/2012 προβλέπει, βεβαίως, ότι ο διατάκτης δύναται να παραιτηθεί εν όλω ή εν μέρει από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαιτήσεως, εφόσον η παραίτηση είναι κανονική και σύμφωνη προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της αναλογικότητας. Η εν λόγω δυνατότητα παραιτήσεως διέπεται, όμως, και οριοθετείται από τα κριτήρια του άρθρου 91 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1), που είναι εφαρμοστέος στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

58      Συνεπώς, η Επιτροπή διαθέτει, εντός των ορίων που τίθενται από το άρθρο 78, παράγραφος 3, και το άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού 966/2012, καθώς και από το άρθρο 91 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, ορισμένο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς την ανάκτηση, εν όλω ή εν μέρει, μιας απαιτήσεως ή την παραίτηση από την είσπραξή της.

59      Τέλος, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την απόκτηση εκτελεστού τίτλου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή μπορεί να επιλέξει την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 299 ΣΛΕΕ ή την απόκτηση εκτελεστού τίτλου διά της δικαστικής οδού, κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 88, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Περαιτέρω, το άρθρο 89 του ίδιου κανονισμού δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να χορηγήσει πρόσθετη προθεσμία για την πληρωμή, χωρίς να διευκρινίζεται η μέγιστη διάρκεια της προθεσμίας αυτής και χωρίς να απαγορεύεται να χορηγηθούν διαδοχικές προθεσμίες πληρωμής. Συνεπώς, η Επιτροπή διαθέτει επίσης διακριτική ευχέρεια ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο αποφασίζει να εκδώσει απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Η διακριτική ευχέρεια που απονέμεται στην Επιτροπή ως προς τα ζητήματα αυτά συνεπάγεται, πάντως, ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να διαπιστώσει υπέρβαση της διακριτικής αυτής ευχέρειας μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 116 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι ο διευθύνων σύμβουλος της προσφεύγουσας συνέστησε προσωπικές ασφάλειες δεν αποδεικνύει ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Πράγματι, η σύσταση των ασφαλειών αυτών δεν επηρεάζει ούτε τη μη πραγματοποίηση πληρωμών εκ μέρους της προσφεύγουσας ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής να εκδώσει πράξη που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατά μείζονα λόγο διότι, όπως εκτίθεται στη σκέψη 47 ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω ασφάλειες μπορούσαν πράγματι να εξασφαλίσουν την πληρωμή των επίμαχων οφειλών.

61      Εξάλλου, όσον αφορά τη φερόμενη μη λήψη υπόψη ουσιωδών στοιχείων που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάστασή της και την οικονομική βιωσιμότητά της, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της ούτε προσδιόρισε ούτε περιέγραψε αυτά τα ουσιώδη κατ’ αυτήν στοιχεία, ούτε επίσης προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού της.

62      Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έχει καταβάλει το 73 % του κεφαλαίου της οφειλής και έχει δεσμευθεί να καταβάλει όλους τους οφειλόμενους τόκους, παρατηρείται ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούν την ύπαρξη της οφειλής της προσφεύγουσας, το ότι δεν προέβη σε καταβολές παρά τα τέσσερα προγράμματα εξοφλήσεως που συμφώνησε με την Επιτροπή και, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 41 επ. ανωτέρω, την αναλογικότητα της εκδόσεως αποφάσεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

63      Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως

64      Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία δεσμεύει την Επιτροπή, ιδίως δυνάμει του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 121 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

65      Με τα επιχειρήματα που παρατέθηκαν στη σκέψη 54 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως. Ειδικότερα, δεν εκθέτει συγκεκριμένα με ποιον τρόπο η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αυτή εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι με την υπό κρίση αιτίαση η προσφεύγουσα, επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, στην πραγματικότητα αμφισβητεί το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι την έκδοση αποφάσεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο με σκοπό την ανάκτηση των οφειλόμενων ποσών. Πλην όμως, για τους λόγους που παρατέθηκαν στις σκέψεις 44 έως 52 και 60 έως 62 ανωτέρω, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

66      Επιπλέον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της επιείκειας η οποία, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, επιβάλλει στη Διοίκηση την προστασία των δικαιωμάτων των διοικουμένων, και κυρίως των οικονομικώς ασθενέστερων, αρκεί η επισήμανση ότι στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης δεν υφίσταται τέτοια αρχή.

67      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, συνακολούθως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 85 του κανονισμού 2342/2002 και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

68      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να δεχθεί το από 27 Μαρτίου 2017 αίτημά της. Υποστηρίζει ότι η άρνηση αυτή δεν συνάδει με το άρθρο 85 του κανονισμού 2342/2002 κατά το μέτρο που η διάταξη αυτή επιτρέπει τη χορήγηση συμπληρωματικών προθεσμιών για την πληρωμή. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η Επιτροπή παρέβη και την υποχρέωση αιτιολογήσεως, επειδή δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του από 27 Μαρτίου 2017 αιτήματος ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε με την απορριπτική απόφαση.

69      Η Επιτροπή αμφισβητεί τις αιτιάσεις αυτές.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 85 του κανονισμού 2342/2002

70      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι ο κανονισμός 2342/2002, τον οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτιάσεώς της, καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2013 με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 1268/2012. Κατά συνέπεια, οι παραπομπές στο άρθρο 85 του κανονισμού 2342/2002 πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 89 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, σύμφωνα με το άρθρο 289 του τελευταίου.

71      Επιπροσθέτως και όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται ούτε στον κανονισμό 2342/2002 ούτε στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 1268/2012.

72      Ειδικότερα, νομικές βάσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, αφενός, το άρθρο 299 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ο κανονισμός 966/2012 καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 355, σ. 23).

73      Εξάλλου, όπως προκύπτει σαφώς από τη σκέψη 22 ανωτέρω, η απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον διευθύνοντα σύμβουλο της προσφεύγουσας με ηλεκτρονικό μήνυμα της 3ης Απριλίου 2017. Κατά συνέπεια, το από 27 Μαρτίου 2017 αίτημα δεν απορρίφθηκε από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά με την απορριπτική απόφαση.

74      Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση αλυσιτελώς προβάλλεται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

75      Με την αιτίαση αυτή, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, επειδή δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του από 27 Μαρτίου 2017 αιτήματός της ούτε με το ηλεκτρονικό μήνυμα της 3ης Απριλίου 2017 ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

76      Ως προς το ζήτημα αυτό, βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Διοίκηση υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. Αυτή η υποχρέωση αιτιολογήσεως συνεπάγεται, κατά πάγια νομολογία, ότι το όργανο που εκδίδει την πράξη οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η πράξη αυτή, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 126 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

77      Η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 127 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

78      Συνεπώς, η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθώς οι απαιτήσεις αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα. Περαιτέρω, υπογραμμίζεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν τους οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί το όργανο που εκδίδει την πράξη να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της επίμαχης πράξεως [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 128 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

79      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο ανάγεται στην ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψη 129 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

80      Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι, αφενός, η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η επιλογή της να εκδώσει απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο και με την οποία επιβάλλεται στην προσφεύγουσα η καταβολή ποσού 76 282,08 ευρώ, πλέον τόκων. Ειδικότερα, στην απόφαση αυτή η Επιτροπή εξέθεσε ότι η προσφεύγουσα της όφειλε ορισμένα ποσά λόγω της μη εκπληρώσεως συμβατικών υποχρεώσεων και ότι δεν είχε καταβάλει τα ποσά αυτά παρά τις σχετικές προσκλήσεις, την κατάρτιση τεσσάρων προγραμμάτων εξοφλήσεως και την αποστολή δύο προειδοποιητικών επιστολών (αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 28). Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε, με την απορριπτική απόφαση, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τηρήσει τις αναληφθείσες το 2013 δεσμεύσεις της να εξοφλήσει πλήρως τα οφειλόμενα ποσά έως το τέλος του 2015. Στην ως άνω απορριπτική απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα είχε επιστρέψει ποσό μόλις 5 000 ευρώ από τον Μάρτιο του 2016. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε ότι δεν είχε άλλη επιλογή πλην της αναγκαστικής εισπράξεως και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να δεχθεί το από 27 Μαρτίου 2017 αίτημα.

81      Στηριζόμενη στα στοιχεία αυτά, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως εξάλλου αποδεικνύει και το γεγονός ότι με την υπό κρίση προσφυγή υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της χρηστής διοικήσεως και είχε υπερβεί τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του βάσει αυτής της αιτιολογίας, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 επ. ανωτέρω.

82      Επιπλέον και σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι μη αποδοχής ενός νέου προγράμματος εξοφλήσεως σε δόσεις δεν αποτελούν ουσιώδες πραγματικό ή νομικό στοιχείο στην οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 22 και 73 ανωτέρω, αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως δεν είναι η απόρριψη του από 27 Μαρτίου 2017 αιτήματος. Αντιθέτως, το ουσιώδες στοιχείο στην οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτέθηκε στη σκέψη 78 ανωτέρω, είναι η μη καταβολή μη αμφισβητούμενων οφειλών παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της Επιτροπής [πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2017, Συστέμα Τεκνόλοτζις κατά Επιτροπής, T‑234/15, EU:T:2017:461, σκέψεις 133 και 135 (μη δημοσιευθείσες) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

83      Τέλος, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, στο σημείο 82 του δικογράφου της προσφυγής, ότι εκτίμησε εσφαλμένα ορισμένα στοιχεία, διαπιστώνεται ότι στην πραγματικότητα η προσφεύγουσα αμφισβητεί όχι την αιτιολογία αλλά τη βασιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

84      Για τους ανωτέρω λόγους πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, το ακυρωτικό αίτημα στο σύνολό του και, ως εκ τούτου και σε κάθε περίπτωση, το αίτημα εκ νέου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Gervasoni

Kowalik-Bańczyk

Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουνίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      S. Gervasoni


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.