Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 οι Silver Plastics GmbH & Co. KG και Johannes Reifenhäuser Holding GmbH & Co. KG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 11 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-582/15, Silver Plastics GmbH & Co. KG και Johannes Reifenhäuser Holding GmbH & Co. KG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-702/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Silver Plastics GmbH & Co. KG (εκπρόσωποι: M. Wirtz και S. Möller, Rechtsanwälte), Johannes Reifenhäuser Holding GmbH & Co. KG (εκπρόσωπος: C. Karbaum, Rechtsanwalt)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

1.    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

2.    επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση όσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσείουσα και να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην πρώτη αναιρεσείουσα·

3.    επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε εις ολόκληρον στις αναιρεσείουσες·

4.    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, καθώς και το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ότι παραβίασε την αρχή της αμεσότητας.

Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά τους, παρέλειψε, κατά παράβαση της διαδικασίας, να καλέσει ως μάρτυρα και να εξετάσει προσωπικά τον W. ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή πληροφόρησης για την αίτηση επιείκειας η οποία υποβλήθηκε από τον ανταγωνιστή L. και λήφθηκε υπόψη εις βάρος των αναιρεσειουσών. Κατά τα λοιπά, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τις δηλώσεις του W., οι οποίες προσκομίστηκαν γραπτώς από τις ίδιες και αντικρούουν την αίτηση επιείκειας, ως αναξιόπιστες στο σύνολό τους χωρίς να τον ακούσει προηγουμένως. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, βάσει της αρχής της αμεσότητας, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καλέσει τον W. και να τον είχε εξετάσει προσωπικά.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, (σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, στοιχείο δ΄), ΕΣΔΑ.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά τους, δεν εξέτασε τον W. υπό την ιδιότητά του ως κύρια πηγή πληροφόρησης για την αίτηση επιείκειας που λήφθηκε υπόψη εις βάρος τους. Ακόμη, προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία των δηλώσεων του W. που αναφέρονται στην αίτηση επιείκειας χωρίς να τους παράσχει δυνατότητα κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης, κατά παράβαση των κανόνων της διαδικασίας, και έκρινε εις βάρος των αναιρεσειουσών στηριζόμενο εν πολλοίς στις εν λόγω δηλώσεις χωρίς να συντρέχουν νόμιμοι λόγοι περιορισμού του δικαιώματος σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΣΔΑ.

Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά τους, να εξετάσει ως μάρτυρα υπεράσπισης τον W., παρ’ όλο που η Επιτροπή συνάντησε τον W. στο πλαίσιο της προηγηθείσης διαδικασίας επιβολής προστίμου υπό την ιδιότητά του ως κύρια πηγή πληροφόρησης για την αίτηση επιείκειας που είχε υποβληθεί, χωρίς γνώση των αναιρεσειουσών, χωρίς παρουσία τους και χωρίς την τήρηση πρακτικών. Ακόμη, η άρνηση της προσωπικής εξέτασης επιπλέον προταθέντων από τις αναιρεσείουσες μαρτύρων υπεράσπισης παραβιάζει την εγγύηση της ισότητας των όπλων.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παραβίαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 1, του ίδιου Οργανισμού, διότι δεν δύνανται να αντιληφθούν (i) πώς κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη διαπίστωση συμμετοχής τους σε υποτιθέμενες αθέμιτες επαφές, (ii) γιατί οι γραπτές απαλλακτικές μαρτυρικές καταθέσεις του W. κρίθηκαν αναξιόπιστες, και (iii) για ποιους ακριβώς λόγους το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει το δικαίωμα σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/20031 , επειδή υιοθέτησε πολύ ευρεία προσέγγιση για να θεμελιώσει την ενιαία και διαρκή παράβαση.

Βάσει των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες δεν είχαν συμμετάσχει καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης χρονικής περιόδου σε αθέμιτες συμπεριφορές σε σχέση με το σύνολο των κατηγοριών προϊόντων. Ωστόσο, το πρόστιμο που επιβλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο υπολογίστηκε με βάση όλες τις κατηγορίες προϊόντων και με βάση τη συνολική διάρκεια της κρίσιμης χρονικής περιόδου.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι οι ίδιες συνιστούν ενιαία οικονομική οντότητα και περιλαμβάνοντας, επομένως, τους κύκλους εργασιών της πρώτης αναιρεσείουσας στον υπολογισμό του προστίμου, παρ’ όλο που αυτές είχαν προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν υφίσταται καμία συγκεκριμένη επιρροή της πρώτης επί της δεύτερης, με αποτέλεσμα να ανατρέπεται το τεκμήριο ύπαρξης ενιαίας οικονομικής οντότητας το οποίο δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο.

Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 ο υπολογισμός του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένος, διότι κακώς περιλαμβάνει τους κύκλους εργασιών μιας πρώην θυγατρικής εταιρίας της δεύτερης αναιρεσείουσας. Με αυτόν τον τρόπο, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες υπερβαίνει το νόμιμο ανώτατο όριο του 10% του κύκλου εργασιών της εταιρίας στην οποία επιβάλλεται πρόστιμο.

____________

1     Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).