Language of document : ECLI:EU:C:2012:583

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 20ής Σεπτεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑325/11

Krystyna Alder,

Ewald Alder

κατά

Sabina Orlowska,

Czeslaw Orlowski

[αίτηση του Sąd Rejonowy w Koszalinie (Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων –Κανονισμός 1393/2007 – Περιεχόμενο – Ρύθμιση των περιπτώσεων κατά τις οποίες επιβάλλεται η διαβίβαση πράξεως από ένα κράτος μέλος σε άλλο – Εθνική διάταξη κατά την οποία, κατά πλάσμα δικαίου, λογίζεται ως επίδοση σε διάδικο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος και δεν έχει ορίσει αντίκλητο στην ημεδαπή η τήρηση του εγγράφου στη δικογραφία»





1.        Η υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (EΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (2).

2.        Το υποβληθέν ερώτημα αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα αν τα κράτη μέλη διαθέτουν ή όχι περιθώριο ευχέρειας για τη ρύθμιση των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια πράξη πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διασυνοριακής επιδόσεως κατά τους όρους του κανονισμού 1393/2007.

3.        Δεδομένου ότι η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων επιδόσεως και κοινοποιήσεως των δικαστικών πράξεων στο σύνολο των κρατών μελών αποτελεί σημαντικό διακύβευμα της δημιουργίας ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, οι τεχνικές πτυχές και η πολυπλοκότητα του ζητήματος, το οποίο χαρακτηρίζεται τόσο από την επικάλυψη εθνικών, διεθνών και κανόνων του δικαίου της Ένωσης όσο και από τη συνύπαρξη, εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης, των κανόνων που απορρέουν από τον κανονισμό 1393/2007 και κανόνων που απορρέουν από άλλα νομοθετήματα, δεν πρέπει να συγκαλύπτουν την αναμφισβήτητη σπουδαιότητα του ζητήματος, το οποίο προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τους όρους που διέπουν τη σχέση μεταξύ των εθνικών δικονομικών δικαίων και της έννομης τάξεως της Ένωσης.

4.        Γενεσιουργό αιτία της υπό κρίση ένδικης διαφοράς αποτελεί η αγωγή πληρωμής την οποία άσκησαν την 20ή Νοεμβρίου 2008 ενώπιον του Sąd Rejonowy w Koszalinie (Πολωνία) η K. Alder και ο E. Alder (3), κάτοικοι Γερμανίας, κατά της S. Orlowska και του C. Orlowski, κατοίκων Πολωνίας.

5.        Το επιληφθέν δικαστήριο ενημέρωσε το ζεύγος Alder ότι όφειλε, εντός προθεσμίας ενός μηνός, να διορίσει αντίκλητο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Kodeks postępowania cywilnego), το οποίο ορίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία διάδικος ο οποίος κατοικεί στην αλλοδαπή δεν έχει διορίσει δικαστικό πληρεξούσιο ή αντίκλητο εντός της πολωνικής επικράτειας, οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε αυτόν τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες.

6.        Το ζεύγος Alder δεν είχε διορίσει δικαστικό πληρεξούσιο ή αντίκλητο και με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2009, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συζητήσεως στην οποία το ζεύγος δεν παρέστη, η εκ μέρους του ασκηθείσα αγωγή απερρίφθη.

7.        Την 29η Οκτωβρίου 2009 το ζεύγος Alder κατέθεσε αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας και ανάκληση της ως άνω εκδοθείσας αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι είχε στερηθεί τη δυνατότητα συμμετοχής στη δίκη λόγω μη δέουσας κλητεύσεώς του στη συζήτηση και ότι το Sąd Rejonowy w Koszalinie, παραλείποντας να επιδώσει τις δικαστικές πράξεις στη διεύθυνση του ζεύγους στη Γερμανία, είχε παραβιάσει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του ζεύγους την 23η Ιουνίου 2010.

8.        Κατόπιν εφέσεως που άσκησε το ζεύγος Alder, τη 19η Απριλίου 2011 το Sąd Okregowy w Koszalinie (Πολωνία), κρίνοντας ότι η κατά πλάσμα δικαίου επίδοση αντιβαίνει στον κανονισμό 1393/2007, εξαφάνισε την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2011 και ανέπεμψε την υπόθεση στο αρχικώς επιληφθέν δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου.

9.        Το Sąd Rejonowy w Koszalinie, το οποίο δεν συντάσσεται με τη θέση αυτή, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού [...] 1393/2007 και το άρθρο 18 ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο με κατοικία ή συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να τηρούνται στη δικογραφία και να λογίζονται ως επιδοθείσες, αν ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο για την παραλαβή των επιδιδομένων εγγράφων που να κατοικεί εντός του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η ένδικη διαδικασία;»

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Το άρθρο 18 ΣΛΕΕ

10.      Το άρθρο 18 ΣΛΕΕ ορίζει:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, δύνανται να λαμβάνουν μέτρα για την απαγόρευση των διακρίσεων αυτών.»

2.      Ο κανονισμός 1393/2007

11.      Ο κανονισμός 1393/2007, ο οποίος καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (4), καθιερώνει σύστημα επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις στα κράτη μέλη της Ένωσης. Επιδιώκοντας την επιτάχυνση και τη διευκόλυνση της διαβιβάσεως των πράξεων, ο κανονισμός 1393/2007 προβλέπει την απευθείας διαβίβαση των πράξεων το ταχύτερο δυνατό (5) με τη μεσολάβηση των υπηρεσιών διαβιβάσεως και των υπηρεσιών παραλαβής, οι οποίες ορίζονται από τα κράτη μέλη (6), επιτρέποντας παράλληλα άλλους τρόπους διαβιβάσεως (7) οι οποίοι δεν ιεραρχούνται (8), όπως η διαβίβαση διά της προξενικής ή διπλωματικής οδού σε εξαιρετικές περιπτώσεις (9), η επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους (10), η ταχυδρομική επίδοση ή κοινοποίηση (11) ή η απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή κατ’ αίτηση του ενδιαφερομένου (12).

12.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 9 του κανονισμού 1393/2007 έχουν ως εξής:

«(6)      Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα συνεπάγεται την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη. […]

(7)      Η ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το ευανάγνωστο και το αξιόπιστο του λαμβανομένου εγγράφου. […]

(8)      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου γίνεται η δίκη, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του ενδιαφερομένου.

(9)      Η επίδοση ή κοινοποίηση θα πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε εντός μηνός αφού παραληφθεί από την υπηρεσία παραλαβής.»

13.      Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (“acta iure imperii”).

2.      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη.

3.      Στον παρόντα κανονισμό ο όρος “κράτος μέλος” καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας.»

14.      Κατά το άρθρο 26, τελευταίο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, ο κανονισμός «είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη [Σ]υνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».

 Το πολωνικό δίκαιο

15.      Κατά το άρθρο 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας:

«1.      Ο διάδικος που έχει την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την έδρα του στην αλλοδαπή υποχρεούται, εφόσον δεν έχει διορίσει δικαστικό πληρεξούσιο εντός της πολωνικής επικράτειας, να διορίσει εντός αυτής αντίκλητο.

2.      Στην περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο, οι απευθυνόμενες σε αυτόν δικαστικές πράξεις τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες. Τούτο πρέπει να γνωστοποιείται στον διάδικο κατά την πρώτη επίδοση. Στον εν λόγω διάδικο πρέπει να παρέχεται επίσης πληροφόρηση περί της δυνατότητάς του να αντικρούσει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και να καταθέσει γραπτές προτάσεις, καθώς και περί των προσώπων που δύναται να διορίσει ως αντικλήτους.»

II – Ανάλυση

16.      Το υποβληθέν από το Sąd Rejonowy w Koszalinie ερώτημα επιβάλλει την εξέταση της συμβατότητας του άρθρου 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας με το δίκαιο της Ένωσης, τούτο δε υπό δύο οπτικές γωνίες. Αφενός, πρέπει να διερευνηθεί εάν η κατά πλάσμα δικαίου επίδοση, σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου, επιτρέπεται από τον κανονισμό 1393/2007 και, ειδικότερα, από το άρθρο 1 αυτού. Αφετέρου, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν η επίμαχη διάταξη είναι συμβατή με την κατοχυρούμενη από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

17.      Χάριν της σαφήνειας της αναλύσεως, οι δύο αυτές πτυχές του ερωτήματος θα εξετασθούν χωριστά.

 Η εξέταση της επίμαχης διατάξεως υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του κανονισμού 1393/2007

18.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται «όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί».

19.      Εκδοθείς βάσει του άρθρου 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ, το οποίο εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις μόνον εφόσον αυτές έχουν «διασυνοριακές επιπτώσεις», ο κανονισμός 1393/2007 εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε περιπτώσεις διεθνούς επιδόσεως ή κοινοποιήσεως και όχι σε περιπτώσεις εσωτερικής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως.

20.      Δεδομένου ότι το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού δεν ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια πράξη «πρέπει» να διαβιβασθεί στην αλλοδαπή για τις ανάγκες της εκεί επιδόσεως ή κοινοποιήσεώς της, ανακύπτει το ζήτημα αν, βάσει του εν λόγω άρθρου, έκαστο των κρατών μελών είναι αρμόδιο να καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια πράξη πρέπει να διαβιβασθεί στην αλλοδαπή με σκοπό την εκεί επίδοση ή κοινοποίησή της ή εάν, αντιθέτως, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο αποδέκτης της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως έχει διεύθυνση σε άλλο κράτος μέλος.

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

21.      Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, καθώς και η Πολωνική και η Ιταλική Κυβέρνηση συντάσσονται με την πρώτη εναλλακτική του ανωτέρω διαζευκτικού ερωτήματος, υποστηρίζοντας ότι, συμφώνως προς την αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας, ο κανονισμός 1393/2007 οργανώνει απλώς τον τρόπο τελέσεως των επιδόσεων που επιβάλλονται από τα εθνικά δικονομικά δίκαια.

22.      Η Πολωνική και η Ιταλική Κυβέρνηση προσθέτουν ότι ανάλογες υποχρεώσεις διορισμού αντικλήτου προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (13).

23.      Η Πολωνική Κυβέρνηση εκτιμά, επιπροσθέτως, ότι ο προβλεπόμενος από το πολωνικό δίκαιο θεσμός του αντικλήτου επιδιώκει σκοπούς ίδιους με αυτούς του κανονισμού 1393/2007, ήτοι την αποτελεσματική και ταχεία ολοκλήρωση των ένδικων διαδικασιών.

24.      Το ζεύγος Alder, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλίνουν, αντιθέτως, υπέρ του δευτέρου σκέλους του διαζευκτικού ερωτήματος, υποστηρίζοντας ότι η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1393/2007 διαδικασία επιδόσεως και κοινοποιήσεως εφαρμόζεται οσάκις ο διάδικος στον οποίο πρέπει να επιδοθεί η πράξη κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, όπου και έχει γνωστή διεύθυνση.

25.      Κατά το ζεύγος Alder, η πολωνική κανονιστική ρύθμιση, προβλέποντας εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού μόνο για την πρώτη κοινοποίηση, αποκλείει την κυκλοφορία των δικαστικών πράξεων εντός της Ένωσης, τούτο δε παρά το γεγονός ότι το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει την ταχυδρομική επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων.

26.      Βασιζόμενη στο άρθρο 26, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 1393/2007, η Πορτογαλική Κυβέρνηση εκτιμά, αντιστοίχως, ότι οι διατάξεις του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής μόνον επί των πολιτών που έχουν την κατοικία τους σε χώρα εκτός Ένωσης, καθώς η επιβαλλόμενη από τον εν λόγω κανονισμό υποχρέωση διαβιβάσεως συναρτάται αποκλειστικώς με το γεγονός ότι η κατοικία, η συνήθης διαμονή ή η έδρα ενός εκ των διαδίκων δεν βρίσκεται στο κράτος μέλος εντός του οποίου έχει ασκηθεί η αγωγή, γεγονός που προσδίδει διασυνοριακό χαρακτήρα στην υπόθεση, ανεξαρτήτως των όσων προβλέπει το εθνικό δικονομικό δίκαιο.

27.      Εκτιμώντας ομοίως ότι η υποχρέωση διορισμού αντικλήτου εντός της Πολωνίας δεν είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 1393/2007, η Επιτροπή, η οποία επισημαίνει ότι το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας με το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αντικείμενο διαλόγου με τις πολωνικές αρχές κατόπιν αναφοράς που υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο (14), αφιερώνει σημαντικό τμήμα των παρατηρήσεών της στην εξέταση της συμβατότητας της εν λόγω διατάξεως με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Όπως υποστηρίζει, η υποχρέωση διορισμού αντικλήτου εντός της Πολωνίας αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο καθώς εισάγει έμμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας, αφού βαρύνει εν γένει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις, δεν έχουν κατοικία, συνήθη διαμονή ή έδρα στην Πολωνία.

2.      Εκτίμηση

28.      Συντασσόμενος με τη θέση του ζεύγους Alder, της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, φρονώ ότι η επιβολή της κατά πλάσμα δικαίου επιδόσεως ως κυρώσεως για το μη διορισμό, εκ μέρους διαδίκου κατοικούντος στην αλλοδαπή, αντικλήτου στην Πολωνία δεν είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 1393/2007.

29.      Ο εν λόγω κανονισμός καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό 1348/2000, ο οποίος διεπνέετο από το πνεύμα της Συμβάσεως που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (15). Η Σύμβαση του 1997, η οποία είχε ως σκοπό τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου για την απλούστευση και την επιτάχυνση των διαδικασιών διαβιβάσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ των κρατών μελών, δεν ετέθη σε ισχύ, διότι δεν κυρώθηκε προ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

30.      Μολονότι εισήγε ορισμένες καινοτομίες (16) σκοπούσες, ιδίως, στην πληρέστερη διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων, η Σύμβαση του 1997 είχε προσανατολισμό όμοιο με αυτόν της Συμβάσεως της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965, σχετικής με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (17), η οποία καθιερώνει μηχανισμό διοικητικής συνεργασίας για την επίδοση ή την κοινοποίηση εγγράφων με τη μεσολάβηση κεντρικής αρχής, αρμόδιας για την παραλαβή και τη διεκπεραίωση αιτήσεων. Επιπροσθέτως, το άρθρο IV του πρωτοκόλλου του παραρτήματος της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (18), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996, για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (19), καθιέρωνε ως προαιρετικό τρόπο διαβιβάσεως των δικαστικών πράξεων την επίδοση από δημόσια αρχή σε δημόσια αρχή.

31.      Η Σύμβαση της Χάγης του 1965 θεωρείται μη δεσμευτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής μόνον εφόσον το εθνικό δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει την έδρα του το επιληφθέν δικαστήριο επιβάλλει τη διαβίβαση πράξεως στην αλλοδαπή για την εκεί επίδοση ή κοινοποίησή της. Στo πρακτικό εγχειρίδιο για τη λειτουργία της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο συνετάχθη από το Μόνιμο Γραφείο της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο (20), αναφέρεται ότι «μικρό δείγμα» της πρακτικής των κρατών μερών «φαίνεται να επιβεβαιώνει, με ορισμένες σπάνιες εξαιρέσεις, τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της [εν λόγω] συμβάσεως» (21), ενώ επισημαίνεται, ωσάν μετά λύπης, ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται πλήρως η πραγματική γνώση της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξεως εκ μέρους του αποδέκτη, η Σύμβαση της Χάγης του 1965 θα έπρεπε να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο και να καθορίζει η ίδια τις προϋποθέσεις έγκυρης επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, όπερ θα αποτελούσε και το μόνο μέσο καταργήσεως των πλασματικών τρόπων επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, όπως είναι η κοινοποίηση στην εισαγγελία.

32.      Εντούτοις, φρονώ ότι η σημαντική εξέλιξη που σημειώθηκε στο συγκεκριμένο πεδίο, ιδίως μετά την υπαγωγή του στην αρμοδιότητα των Κοινοτήτων, υπαγορεύει νέα ερμηνεία της σχέσεως μεταξύ της κανονιστικής ρυθμίσεως που απορρέει πλέον από τον κανονισμό 1393/2007 και των εθνικών δικονομικών δικαίων.

33.      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των στόχων της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις και της βουλήσεως δημιουργίας ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, με σκοπό, αφενός, την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων και, αφετέρου, την περαιτέρω κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

34.      Εν συνεχεία θα εξετασθούν οι δύο αυτοί άρρηκτα συνδεδεμένοι σκοποί.

35.      Ο κανονισμός 1393/2007 εντάσσεται, κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της δημιουργίας ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου εντός του οποίου πρέπει να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων.

36.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις C‑443/03, Leffler, της 8ης Νοεμβρίου 2005 (22), και C‑14/08, Roda Golf & Beach Resort, της 25ης Ιουνίου 2009 (23), ο στόχος της Συνθήκης του Άμστερνταμ περί δημιουργίας ενός «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» ο οποίος θα προσδώσει «νέα διάσταση» στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και η μεταφορά, από τη Συνθήκη ΕΕ στη Συνθήκη ΕΚ, του καθεστώτος θεσπίσεως μέτρων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακό αντίκτυπο, μαρτυρούν τη βούληση των κρατών μελών να «εδραιώσουν» τα μέτρα αυτά στην έννομη τάξη της Ένωσης (24).

37.      Η «εδραίωση» αυτή προσδίδει νέα συνοχή στο σύστημα διασυνοριακής επιδόσεως και κοινοποιήσεως, το οποίο συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων.

38.      Η επιθυμία για την οικοδόμηση ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου είχε, εξάλλου, ως αποτέλεσμα να μην αρκεσθεί ο νομοθέτης της Ένωσης στον απλό συντονισμό των εθνικών διαδικασιών, αλλά να προχωρήσει στην καθιέρωση ειδικών κοινοτικών διαδικασιών για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίλυση των διασυνοριακών διαφορών, όπως ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (25), η διαδικασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (26) και η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών (27).

39.      Παρά το γεγονός ότι δεν προχωρούν στην εναρμόνιση των τρόπων επιδόσεως ή κοινοποιήσεως σε ευρωπαϊκή κλίμακα, τα νέα αυτά νομοθετήματα εισάγουν ένα ελάχιστο όριο κανόνων· στο πλαίσιο αυτό, τόσο ο κανονισμός 805/2004 όσο και ο κανονισμός 1896/2006 ορίζουν με σαφήνεια ότι τρόπος επιδόσεως ή κοινοποιήσεως ο οποίος βασίζεται σε πλάσμα δικαίου δεν δύναται να θεωρείται επαρκής (28).

40.      Μολονότι η τέλεση δικονομικών πράξεων εντός άλλου κράτους μέλους θεωρείτο παραδοσιακώς ως θίγουσα την κυριαρχία των κρατών μελών, οι κανονισμοί αυτοί συνεπάγονται, μέσω της εισαγωγής ενός ρυθμιστικού πλαισίου, σταδιακή εγκατάλειψη, καίτοι σε περιορισμένο βαθμό, ορισμένων στοιχείων της εν λόγω κυριαρχίας, καθώς προβλέπουν την απευθείας διασυνοριακή ταχυδρομική επίδοση ή κοινοποίηση (29), χωρίς να παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εναντιωθούν στη διαβίβαση αυτή. Ομοίως, εν αντιθέσει προς τη Σύμβαση της Χάγης του 1965, η οποία προβλέπει ότι το κράτος μέλος παραλαβής δύναται να αντιταχθεί στην απευθείας ταχυδρομική διαβίβαση δικαστικών πράξεων σε πρόσωπα που βρίσκονται στην επικράτειά του (30), ο κανονισμός 1393/2007 δεν επιτρέπει στο κράτος μέλος εντός του οποίου διαμένει ο παραλήπτης όχι μόνο να αποκλείσει την εν λόγω διαβίβαση αλλά ούτε καν να ορίσει λεπτομερώς τους όρους εφαρμογής της οικείας διαδικασίας (31).

41.      Δεύτερον, η δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου συνδέεται άρρηκτα με τον γενικό σκοπό μιας Ένωσης δικαίου ο οποίος συνίσταται στην προαγωγή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

42.      Ο νέος αυτός χώρος έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων, οι οποίες αποτελούν συνιστώσες του δικαιώματος για δίκαιη δίκη όπως αυτό πηγάζει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Xάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950, προσβλέποντας παράλληλα στον συγκερασμό των εν λόγω εγγυήσεων με τις επιταγές περί ταχείας και αποτελεσματικής επιλύσεως των αστικών διαφορών.

43.      Σε συνέχεια της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και της 16ης Οκτωβρίου 1999, καθώς και του προγράμματος της Χάγης, το οποίο ενεκρίθη το 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διακήρυξε, με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης, το οποίο ενεκρίθη το 2010 (32), ότι ο κύριος στόχος της δράσεως στο πεδίο των διατάξεων του αστικού δικονομικού δικαίου είναι να μην αποτελούν τα σύνορα μεταξύ των κρατών μελών εμπόδιο για την επίλυση των αστικών διαφορών ούτε για την κίνηση ένδικων διαδικασιών ή την εκτέλεση των αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε επίσης ότι προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στην εφαρμογή μηχανισμών για τη διευκόλυνση της προσβάσεως στη Δικαιοσύνη, προκειμένου οι πολίτες να μπορούν να διεκδικούν και να επικαλούνται τα δικαιώματά τους σε όλη την Ένωση. Βαίνοντας πέραν της παραδοσιακής δικαστικής συνεργασίας, η οικοδόμηση μιας «Ευρώπης του δικαίου και της δικαιοσύνης» (33) έχει, επομένως, ως άμεσο στόχο να θεραπεύει τις ανάγκες των πολιτών (34).

44.      Η καθιέρωση αποτελεσματικών τρόπων επιδόσεως και κοινοποιήσεως καταλέγεται μεταξύ των δικονομικών εγγυήσεων της δίκαιης δίκης. Πράγματι, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το «δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο» και η αρχή της ισότητας των όπλων, τα οποία είναι συμφυή με τη δίκαιη δίκη και «αφορούν το σύνολο του δικονομικού δικαίου των συμβαλλόμενων κρατών, […] ισχύουν ομοίως στον επιμέρους τομέα της επιδόσεως και της κοινοποιήσεως των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους» (35), ενώ η υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών «να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπο ώστε τα δικαστήριά τους να μπορούν να εγγυώνται σε έκαστο των πολιτών το δικαίωμα να επιτυγχάνει την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί των σχετικών με τα αστικού χαρακτήρα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αμφισβητήσεων εντός ευλόγου χρόνου […] εμπερικλείει ομοίως την καθιέρωση αποτελεσματικών διαδικασιών κοινοποιήσεως, ικανών να εξασφαλίζουν την έγκαιρη γνωστοποίηση στους διαδίκους της ημερομηνίας των συζητήσεων» (36).

45.      Με την απόφαση C‑14/07, Weiss und Partner, της 8ης Μαΐου 2008 (37), το Δικαστήριο, τo οποίο έκρινε ότι η ερμηνεία του κανονισμού 1348/2000 πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις στον οποίο εντάσσεται ο εν λόγω κανονισμός, έδωσε έμφαση στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, επισημαίνοντας, με προσέγγιση ανάλογη προς την προκριθείσα για τον κανονισμό 44/2001 ερμηνεία, ότι οι επιδιωκόμενοι από τον κανονισμό 1348/2000 σκοποί βελτιώσεως και επιταχύνσεως της διαβιβάσεως των πράξεων «δεν θα πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας», τα οποία «απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που καθιερώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» και «συνιστούν ένα θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων εγγυάται το Δικαστήριο» (38).

46.      Διάφορες διατάξεις του κανονισμού 1393/2007 μαρτυρούν τη βούληση για τη δημιουργία ενός συστήματος επιδόσεως και κοινοποιήσεως των δικαστικών πράξεων ικανού για τη διασφάλιση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Το σύστημα της διπλής ημερομηνίας, το οποίο επιτρέπει να ληφθεί υπόψη, στην περίπτωση κατά την οποία μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, η νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως, προκειμένου για τον καθορισμό της ημερομηνίας σε σχέση με τον αιτούντα, και, συγχρόνως, η νομοθεσία του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για τον καθορισμό της ημερομηνίας σε σχέση με τον αποδέκτη της πράξεως, ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα εξασφαλίσεως ισορροπίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Η προστασία του αποδέκτη της πράξεως εξασφαλίζεται μέσω της παρεχόμενης σε αυτόν δυνατότητας να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη εάν αυτή δεν είναι μεταφρασμένη σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής, μέσω της υποχρεώσεως του δικαστή να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως σε περίπτωση μη εμφανίσεως του εναγομένου ή ακόμη και μέσω της παρεχόμενης στον εναγόμενο ευχέρειας να μην υποστεί τις συνέπειες της εκπνοής της προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου σε περίπτωση κατά την οποία αυτός δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της διαδικασίας και εφόσον οι αμυντικοί του ισχυρισμοί δεν προβάλλουν αβάσιμοι.

47.      Ο σκοπός διασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος διέπνεε ήδη τον κανονισμό 1348/2000, εντάθηκε με τις μεταβολές που επέφερε στο εν λόγω νομοθέτημα ο κανονισμός 1393/2007, ο οποίος, επί παραδείγματι, βελτιώνει την πληροφόρηση του αποδέκτη, επιβάλλοντας στην υπηρεσία παραλαβής την υποχρέωση να τον ενημερώσει εγγράφως, με σχετικό τυποποιημένο έντυπο, για τη δυνατότητά του να αρνηθεί να παραλάβει την προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη εάν αυτή δεν είναι συντεταγμένη σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής (39), ή εντείνει τον βαθμό βεβαιότητας σε σχέση με την παραλαβή της πράξεως, επιβάλλοντας τη συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή οιαδήποτε άλλη ισοδύναμη διαδικασία ως τρόπο επιδόσεως ή κοινοποιήσεως διά της ταχυδρομικής οδού (40).

48.      Ο κανονισμός 1393/2007 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκοπών και λαμβανομένης υπόψη της επιταγής περί ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεών του. Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, ενώ αρχικώς η Επιτροπή είχε υποβάλει πρόταση οδηγίας για τη μετατροπή της Συμβάσεως του 1997 σε κοινοτικό νομοθέτημα (41), ακολούθησε τελικώς την αποκλίνουσα γνώμη του Κοινοβουλίου, το οποίο είχε προτείνει να περιβληθεί το νομοθέτημα τη νομική ισχύ του κανονισμού (42), προκειμένου να εξασφαλίζεται η «ταχεία, σαφή[ς] και ομοιογενή[ς] εφαρμογή» των νέων διατάξεων (43). Η πρόκριση του κανονισμού έναντι της οδηγίας ως νομικής μορφής του νομοθετήματος για την καθιέρωση του εν λόγω συστήματος καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης της Ένωσης στην «απευθείας εφαρμογή» των διατάξεων του κανονισμού 1393/2007 και στην «ομοιόμορφη εφαρμογή τους» (44).

49.      Κατά την άποψή μου, η επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικής πράξεως πρέπει κατ’ ανάγκην να τελείται συμφώνως προς τις επιταγές του εν λόγω κανονισμού εφόσον ο αποδέκτης της πράξεως κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος.

50.      Η ερμηνεία αυτή ερείδεται τόσο στο γράμμα όσο και στους σκοπούς και στη γενική οικονομία του εν λόγω κανονισμού.

51.      Κατ’ αρχάς, υπέρ της εν λόγω προσεγγίσεως συνηγορεί η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού 1393/2007. Μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτη σαφήνεια, καθώς δεν ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια δικαστική ή εξώδικη πράξη «πρέπει» να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο με σκοπό την εκεί επίδοση ή κοινοποίησή της, πρέπει να αναγιγνώσκεται σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, το οποίο διευκρινίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός «δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη». Εφόσον η περίπτωση της άγνωστης διευθύνσεως του αποδέκτη συνιστά τη μόνη περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007 αποκλείεται ρητώς, δύναται να συναχθεί εξ αντιδιαστολής ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αποδέκτης έχει γνωστή διεύθυνση εντός άλλου κράτους μέλους.

52.      Δεύτερον, εκτιμώ ότι η αναγνώριση σε έκαστο των κρατών μελών της ευχέρειας να εξακολουθεί να εφαρμόζει εθνικές διατάξεις προβλέπουσες πλασματική επίδοση οσάκις ο αποδέκτης κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος διακυβεύει την επίτευξη των σκοπών της ελεύθερης κυκλοφορίας των πράξεων και της προαγωγής των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιβάλλεται, ειδικότερα, η επισήμανση ότι η ενσωμάτωση κανόνων επιδόσεως και κοινοποιήσεως των δικαστικών πράξεων στις επιμέρους πτυχές της δίκαιης δίκης που σκοπούν στην εξασφάλιση, αφενός, προκειμένου για τον αιτούντα, του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο και, αφετέρου, προκειμένου για τον καθού, του δικαιώματος να λάβει εγκαίρως γνώση του αντικειμένου και της αιτίας της αιτήσεως, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αμυνθεί, συνεπάγεται την απαγόρευση οιασδήποτε μορφής πλασματικής επιδόσεως που έχει ως συνέπεια να στερούνται τα εμπλεκόμενα μέρη της προστασίας που προβλέπει ο κανονισμός 1393/2007. Μια πλασματική, όμως, επίδοση, θα μπορούσε να έχει, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα να στερεί στον καθού που έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να αρνηθεί να παραλάβει εισαγωγικό της δίκης έγγραφο μη μεταφρασμένο σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής (45).

53.      Τρίτον, από τη γενική οικονομία του κανονισμού 1393/2007 προκύπτει ότι το σύστημα επιδόσεως και κοινοποιήσεως που αυτός καθιερώνει κατατείνει στην εξασφάλιση της πραγματικής παραλαβής της δικαστικής πράξεως εκ μέρους του αποδέκτη, παραλαβής η οποία αποτελεί τον κοινό παρονομαστή των διαφόρων τρόπων επιδόσεως ή κοινοποιήσεως που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη. Υπό το πρίσμα αυτό, μια αμιγώς πλασματική παράδοση, η οποία τεκμαίρεται βάσει του νόμου από τη συμπερίληψη των πράξεων στη δικογραφία, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή. Επομένως, κατά την άποψη μου και εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, το δικονομικό τέχνασμα το οποίο συνίσταται στην κατά πλάσμα δικαίου επίδοση με κατάθεση στη δικογραφία δεν δύναται επιτρεπτώς να παραλληλισθεί με τους μηχανισμούς διαβιβάσεως των πράξεων που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό.

54.      Τέλος, φρονώ ότι το στοιχείο ότι το εφαρμοστέο επί της διαφοράς της κύριας δίκης δίκαιο προβλέπει, προκειμένου για την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων, τεκμήριο το οποίο απαλλάσσει από την υποχρέωση κοινοποιήσεως στην πραγματική κατοικία του κατοικούντος στην αλλοδαπή διαδίκου αντιβαίνει τόσο στο γράμμα όσο και στον σκοπό και στη γενική οικονομία του κανονισμού 1393/2007 και δύναται να εξουδετερώσει την πρακτική αποτελεσματικότητά του, καταστρατηγώντας το σύστημα επιδόσεως και κοινοποιήσεως των δικαστικών πράξεων που αυτός καθιερώνει.

55.      Η απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, G (46), επιρρωννύει την ερμηνεία αυτή.

56.      Με την εν λόγω απόφαση, που εκδόθηκε επί υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ετίθετο το ζήτημα της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung) προβλέπουσας ως τρόπο κοινοποιήσεως, στην περίπτωση κατά την οποία η διεύθυνση του εναγομένου ήταν άγνωστη, τη δημόσια ανάρτηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, το Δικαστήριο οριοθέτησε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ήταν δυνατή η έκδοση ερήμην αποφάσεως κατά εναγομένου στον οποίο, λόγω αδυναμίας εντοπισμού του, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο είχε επιδοθεί διά δημοσιεύσεως κατά τους όρους του εθνικού δικαίου. Μολονότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσας στο πλαίσιο διαφοράς επί της οποίας ο κανονισμός 1393/2007 δεν ετύγχανε εφαρμογής, καθώς η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξεως δεν ήταν γνωστή (47), από τη μελέτη της συνάγονται δύο συμπεράσματα λυσιτελή για την απάντηση επί του υπό εξέταση προδικαστικού ερωτήματος.

57.      Το πρώτο εκ των συμπερασμάτων αυτών είναι ότι η ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη για τον καθορισμό των δικονομικών κανόνων που εφαρμόζονται επί των ένδικων διαδικασιών που κινούνται ενώπιον των δικαστηρίων τους οριοθετείται κατ’ ανάγκην από την υποχρέωση τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει διατυπώσει τη θέση ότι «ελλείψει συστηματικής ρυθμίσεως των εσωτερικών διαδικασιών από το δίκαιο της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτοτέλειάς τους, να καθορίζουν τους δικονομικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή στις ασκηθείσες ενώπιον των δικαστηρίων τους αγωγές, όμως οι εν λόγω κανόνες δεν πρέπει να αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης» (48).

58.      Το δεύτερο συμπέρασμα που αντλείται από τη μελέτη της εν λόγω αποφάσεως είναι ότι τρόπος επιδόσεως ο οποίος δεν σκοπεί στην παροχή στον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας πραγματικής παραλαβής της πράξεως, όπως είναι η επίδοση δια δημόσιας αναρτήσεως, μπορεί να επιτραπεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η διεύθυνση του αποδέκτη της πράξεως είναι άγνωστη και εφόσον έχουν διενεργηθεί όλες οι υπαγορευόμενες από τις αρχές της επιμέλειας και της καλής πίστης έρευνες για τον εντοπισμό του (49). Συνεπώς, προκύπτει εξ αντιδιαστολής ότι οσάκις η διεύθυνση του αποδέκτη είναι γνωστή, η πράξη πρέπει να επιδίδεται ή να κοινοποιείται στη διεύθυνση αυτή.

59.       Το συμπέρασμα ότι μια κατά πλάσμα δικαίου επίδοση, όπως η προβλεπόμενη από την επίμαχη εθνική διάταξη, προσκρούει στον κανονισμό 1393/2007 εγείρει, εντούτοις, τρεις ενστάσεις, οι όποιες θα πρέπει στο σημείο αυτό να αντιμετωπισθούν.

60.      Η πρώτη ένσταση που εγείρεται σε σχέση με το προεκτεθέν συμπέρασμα αντλείται από το άρθρο 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας το οποίο, μολονότι καθιερώνει επίδοση κατά πλάσμα δικαίου, προβλέπει ομοίως ότι, κατά την πρώτη επίδοση, οι διάδικοι ενημερώνονται για την υποχρέωσή τους διορισμού αντικλήτου και για τη δυνατότητά τους να ζητήσουν την απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα καθώς και τον διορισμό δικαστικού πληρεξουσίου.

61.      Εντούτοις, φρονώ ότι η ενημερωτική αυτή ειδοποίηση δεν δύναται να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού 1393/2007 και να καταστήσει παραδεκτή την κατά πλάσμα δικαίου επίδοση, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις επιταγές της δίκαιης δίκης. Πέραν του γεγονότος ότι η Πολωνική Κυβέρνηση αναφέρει ότι η πρώτη κοινοποίηση λαμβάνει χώρα, κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού, «στην πλειονότητα των περιπτώσεων» και, επομένως, όχι συστηματικώς, εκτιμώ ότι η αρχική ενημέρωση δεν εξασφαλίζει την κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγή της διαδικασίας και, συνεπώς, δεν δύναται να αντισταθμίσει τη μη κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων σε μεταγενέστερο χρόνο.

62.      Επιπροσθέτως, η αποδοχή ως παραδεκτής της κατά πλάσμα δικαίου επιδόσεως με το πρόσχημα ότι ο αποδέκτης έχει ειδοποιηθεί για την υποχρέωσή του διορισμού αντικλήτου δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, κατ’ επιταγήν των οποίων η επίδοση ή κοινοποίηση όλων των δικαστικών πράξεων σε αποδέκτη κατοικούντα σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να τελείται συμφώνως προς το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1393/2007.

63.      Η δεύτερη ένσταση βασίζεται στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 1393/2007, με την οποία διευκρινίζεται ότι ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται επί της επιδόσεως ή κοινοποιήσεως πράξεως στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου διεξάγεται η δίκη, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του ενδιαφερομένου.

64.      Φρονώ, εντούτοις, ότι η εξαίρεση αυτή, η οποία, σημειωτέον, περιλαμβάνεται μόνο σε αιτιολογική σκέψη και δεν επαναλαμβάνεται ούτε επεξηγείται με συγκεκριμένο άρθρο, πρέπει να τύχει αυστηρής ερμηνείας και δεν μπορεί παρά να αφορά, πέραν του δικαστικού πληρεξουσίου, την εκούσια επιλογή τόπου επιδόσεων, η οποία προκύπτει από δήλωση βουλήσεως με την οποία παρέχεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, του οποίου η κατοικία επιλέγεται ως τόπος επιδόσεων του ενδιαφερομένου, η εξουσία να παραλαμβάνει επιδιδόμενες ή κοινοποιούμενες δικαστικές πράξεις.

65.      Η τρίτη ένσταση, που αντλείται από την ύπαρξη διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες προβλέπουν την επιλογή τόπου επιδόσεων, κρίνεται ομοίως αλυσιτελής.

66.      Είναι βεβαίως αληθές ότι τόσο ο κανονισμός 44/2001 όσο και ο κανονισμός 2201/2003 επιβάλλουν στον διάδικο που ζητεί την εκτέλεση εντός κράτους μέλους αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος την υποχρέωση να επιλέξει τόπο επιδόσεων εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου ή, στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία του κράτους μέλους παραλαβής δεν προβλέπει τον θεσμό της επιλογής τόπου επιδόσεων, να διορίσει δικαστικό πληρεξούσιο.

67.      Εντούτοις, δεν αντιλαμβάνομαι με ποιον τρόπο η ύπαρξη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτού του καθεστώτος παρεκκλίσεως από τους κανόνες κοινού δικαίου που απορρέουν από τον κανονισμό 1393/2007 θα μπορούσε να επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρούν στις εθνικές τους έννομες τάξεις κανόνες διασυνοριακής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως δυνάμενους να αντικαθιστούν το προβλεπόμενο από τον εν λόγω κανονισμό σύστημα επιδόσεως ή κοινοποιήσεως και δη ενώ θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.

68.      Επιπροσθέτως, η επιταγή περί επιλογής τόπου επιδόσεων, η οποία συνιστά χαρακτηριστική πτυχή της διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστότητας και σκοπεί στη διευκόλυνση τόσο της κοινοποιήσεως στον αιτούντα της αποφάσεως επί της αιτήσεώς του όσο και στην άσκηση ενδίκου μέσου εκ μέρους του καθού η εκτέλεση, ισχύει, εξ ορισμού, αδιακρίτως για κάθε πολίτη της Ένωσης, ανεξαρτήτως ιθαγενείας.

69.      Τέλος, επισημαίνεται ότι, μολονότι οι συνέπειες της μη τηρήσεως των όρων που διέπουν την επιλογή τόπου επιδόσεων καθορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους παραλαβής, το Δικαστήριο έχει οριοθετήσει το περιθώριο ευχέρειας των κρατών μελών, κρίνοντας ότι «η προβλεπόμενη κύρωση δεν μπορεί να κλονίσει το κύρος της απόφασης περί περιαφής του εκτελεστήριου τύπου ούτε να επιτρέψει να θιγούν τα δικαιώματα του διαδίκου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση» (50).

70.      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τον Κανονισμό Διαδικασίας, εκτιμώ ότι αυτό είναι απολύτως αλυσιτελές, διότι ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κανονισμό 1393/2007, ο οποίος συνιστά νομοθέτημα εναρμονίσεως των εθνικών διαδικασιών. Επισημαίνεται δε εκ περισσού ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 38, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας καθορισμός τόπου επιδόσεων είναι απλώς προαιρετικός (51) και ότι, επιπροσθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δεν έχει ορίσει τόπο επιδόσεων ή δεν έχει συναινέσει στη διενέργεια των προς αυτόν επιδόσεων με τεχνικό μέσο επικοινωνίας, οι επιδόσεις τελούνται με συστημένη ταχυδρομική επιστολή προς τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του.

71.      Για τους προεκτεθέντες λόγους φρονώ ότι η επίμαχη διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ασύμβατη με τον κανονισμό 1393/2007. Ανεξαρτήτως των κενών και ελλείψεων που ενδεχομένως παρουσιάζει, ιδίως όσον αφορά τους όρους ταχυδρομικής επιδόσεως (52), ο εν λόγω κανονισμός συνιστά, αφενός, σημαντική εξέλιξη και, αφετέρου αναγκαία συνθήκη της οικοδομήσεως ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, εντός του οποίου το «δικονομικό απολίθωμα» (53) της κατά πλάσμα δικαίου επιδόσεως με κατάθεση του εγγράφου στη δικογραφία δεν έχει θέση.

72.      Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 1393/2007 πρέπει να ερμηνευθεί ως αποκλείον κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο του οποίου η κατοικία, η συνήθης διαμονή ή η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες, οσάκις ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο εντός του κράτους μέλους στο οποίο εκκρεμεί η ένδικη διαφορά.

73.      Η προεκτεθείσα συλλογιστική αρκεί για την απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Εντούτοις, για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει την ανωτέρω προταθείσα ερμηνεία του κανονισμού 1393/2007, κρίνεται σκόπιμη η διά βραχέων εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος υπό το πρίσμα του άρθρου 18 ΣΛΕΕ.

 Η εξέταση της επίμαχης διατάξεως υπό το πρίσμα του άρθρου 18 ΣΛΕΕ

74.      Εκτιμώ, όπως το ζεύγος Alder, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι η υποχρέωση καθορισμού τόπου επιδόσεων παραβιάζει την καθιερούμενη με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

75.      Απόρροια της εν λόγω αρχής εντός του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου αποτελεί η υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτών της Ένωσης, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή τόπου κατοικίας. Κατά τη σύνοδό του στο Τάμπερε τη 15η και τη 16η Οκτωβρίου 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε συναφώς ότι «η απόλαυση του αγαθού της ελευθερίας προϋποθέτει έναν πραγματικό χώρο δικαιοσύνης, στο πλαίσιο του οποίου έκαστος των πολιτών δύναται να έχει πρόσβαση στα δικαστήρια και στις αρχές οιουδήποτε κράτους μέλους με την ευχέρεια με την οποία ασκεί το εν λόγω δικαίωμα στη χώρα του».

76.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι ένας κανόνας του εθνικού αστικού δικονομικού δικαίου ο οποίος επιβάλλει, στο πλαίσιο ασκήσεως αγωγής, εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα δεν δύναται να εισάγει διάκριση εις βάρος των προσώπων στα οποία το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως (54).

77.      Με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1994, C‑398/92, Mund & Fester (55), το Δικαστήριο έκρινε ότι μια διάταξη του εθνικού δικονομικού δικαίου η οποία, προκειμένου για απόφαση που πρέπει να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος, επιτρέπει τη συντηρητική κατάσχεση εκ μόνου του λόγου ότι η απόφαση θα πρέπει να εκτελεσθεί στην αλλοδαπή, ενώ, προκειμένου για απόφαση η οποία πρέπει να εκτελεσθεί εντός της επικρατείας, την επιτρέπει μόνον εφόσον πιθανολογείται ότι, ελλείψει αυτής, η εκτέλεση της αποφάσεως θα καταστεί αδύνατη ή σημαντικά δυσχερέστερη, συνιστά μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικές περιστάσεις.

78.      Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω αποφάσεων, εκτιμώ ότι δικονομική διάταξη η οποία επιβάλλει στους διαδίκους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου εντός του κράτους μέλους στο οποίο εκκρεμεί η ένδικη διαφορά αντιβαίνει στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

79.      Όπως, βεβαίως, επισημαίνει η Πολωνική Κυβέρνηση, το άρθρο 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας, καθώς εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας διάδικος, ανεξαρτήτως ιθαγενείας, έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος· εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η διάταξη αυτή θα τυγχάνει εφαρμογής κυρίως στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, οι οποίοι δεν έχουν κατά το πλείστον την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Πολωνία, και όχι στους Πολωνούς υπηκόους.

80.      Εξάλλου, η δήλωση της Πολωνικής Κυβερνήσεως ότι η κατά πλάσμα δικαίου επίδοση δεν εισάγει διάκριση, καθώς όμοια κύρωση προβλέπεται από το άρθρο 136, παράγραφος 2, του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας εις βάρος του διαδίκου με κατοικία στην Πολωνία είναι, κατά την άποψή μου, ανακριβής. Ειδικότερα, εν αντιθέσει προς τον διάδικο που κατοικεί στην αλλοδαπή, ο διάδικος με κατοικία στην Πολωνία δεν υποχρεούται να διορίσει αντίκλητο. Ο εν λόγω διάδικος υφίσταται την κύρωση της πλασματικής επιδόσεως μόνο στην ειδική περίπτωση κατά την οποία δεν έχει ενημερώσει το δικαστήριο για τη μεταβολή του τόπου κατοικίας ή της έδρας του κατά τη διάρκεια της δίκης.

81.      Οι λόγοι τους οποίους επικαλείται η Πολωνική Κυβέρνηση προς δικαιολόγηση της επιβολής της υποχρεώσεως καθορισμού τόπου επιδόσεων στην Πολωνία, ήτοι, κυρίως η αναγκαιότητα εξασφαλίσεως της ομαλής διεξαγωγής της ένδικης διαδικασίας, δεν δύνανται, κατά την άποψή μου, να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως, καθώς ο κανονισμός 1393/2007 έχει ακριβώς ως αντικείμενο τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση των διασυνοριακών διαβιβάσεων, προβλέποντας διάφορους τρόπους διαβιβάσεως των πράξεων.

82.      Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι το άρθρο 11355 του πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας εισάγει διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

III – Πρόταση

83.      Προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν από το Sąd Rejonowy w Koszalinie προδικαστικό ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

Το άρθρο 1 του κανονισμού (EΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο με κατοικία, συνήθη διαμονή ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες, οσάκις ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο στο κράτος μέλος εντός του οποίου εκκρεμεί η ένδικη διαφορά.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ L 324, σ. 79.


3 –      Στο εξής: ζεύγος Alder.


4 –      ΕΕ L 160, σ. 37.


5 –      Άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.


6 –      Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού.


7 –      Τμήμα 2 του κανονισμού 1393/2007.


8 –      Βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C‑473/04, Plumex (Συλλογή 2006, σ. I‑1417, σκέψεις 19 έως 22).


9 –      Άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού αυτού.


10 –      Άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού.


11 –      Άρθρο 14 του κανονισμού 1393/2007.


12 –      Άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού αυτού.


13 –      Η Πολωνική και η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλούνται τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1). Η Πολωνική Κυβέρνηση προσθέτει τον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (EE L 338, σ. 1), ενώ παραπέμπει και στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


14 –      Αναφορά 0277/2010, του A. K., πολωνικής ιθαγένειας, σχετικά με μη δυνατότητα διαβίβασης στην Πολωνία δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων προς επίδοση και κοινοποίηση μέσω συμβατικού ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.


15 –      ΕΕ 1997, C 261, σ. 2 (στο εξής: Σύμβαση του 1997).


16 –      Βλ. σημείο 3 της επεξηγηματικής εκθέσεως όσον αφορά τη σύμβαση που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της [Σ]υνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1997, C 261, σ. 26).


17 –      Στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1965.


18 –      ΕΕ 1982, L 388, σ. 7.


19 –      ΕΕ 1997, C 15, σ. 1.


20 –      ManuelpratiquesurlefonctionnementdelaConventionNotificationdeLaHaye [Πρακτικό εγχειρίδιο για τη λειτουργία της Συμβάσεως της Χάγης], Bureau permanent de la Conférence de La Haye [Μόνιμο Γραφείο της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το Ιδιωτικό Διεθνές Δικαίο], 3η έκδοση, Wilson & Lafleur, Μόντρεαλ, 2006.


21 – Σημείο 41, σ. 23.


22 –      Συλλογή 2005, σ. I‑9611.


23 –      Συλλογή 2009, σ. I‑5439.


24 –      Προπαρατεθείσες αποφάσεις Leffler (σκέψη 45) και Roda Golf & Beach Resort (σκέψη 48).


25 –      Κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ L 143, σ. 15).


26 –      Κανονισμός (EΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ L 399, σ. 1).


27 –      Κανονισμός (EΚ) 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ L 199, σ. 1).


28 –      Κατά τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 805/2004, «κάθε μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης που βασίζεται σε πλάσμα δικαίου όσον αφορά την τήρηση των ελάχιστων αυτών κανόνων δεν μπορεί να θεωρείται επαρκής για την πιστοποίηση αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου», ενώ κατά τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1896/2006, «κάθε τρόπος επίδοσης που βασίζεται σε πλάσμα δικαίου όσον αφορά στην τήρηση των ελάχιστων αυτών κανόνων δεν θα πρέπει να θεωρείται επαρκής για την επίδοση ή την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής».


29 –      Άρθρα 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 805/2004, 14, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 1896/2006, και 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 861/2007.


30 –      Άρθρο 10, στοιχείο α΄, της εν λόγω Συμβάσεως.


31 –      Το άρθρο 14 του κανονισμού 1393/2007 επιβάλλει τη χρήση της συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής ή άλλου ισοδύναμου μέσου.


32 –      Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης – Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες (ΕΕ 2010, C 115, σ. 1).


33 –      Βλ. σημείο 3 του προγράμματος της Στοκχόλμης.


34 –      Βλ., συναφώς, Hess, B., «Nouvelles techniques de la coopération judiciaire transfrontière en Europe» [Νέες τεχνικές της διασυνοριακής δικαστικής συνεργασίας στην Ευρώπη], Revuecritiquededroitinternationalprivé [Κριτική επιθεώρηση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου], 2003, σ. 215. Ο εν λόγω συγγραφέας κάνει λόγο για μια «εννοιολογική μεταβολή» στο ευρωπαϊκό σύστημα δικαστικής συνεργασίας, γνώμονα του οποίου «δεν αποτελεί πλέον η διακρατική συνεργασία, αλλά τα συμφέροντα και οι ανάγκες των πολιτών» (σ. 221 και 222).


35 –      Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Övüs κατά Τουρκίας της 13ης Οκτωβρίου 2009, §§ 46 και 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


36 –      Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Gospodinov κατά Βουλγαρίας της 10ης Μαΐου 2007, § 40.


37 –      Συλλογή 2008, σ. I‑3367.


38 –      Σκέψη 47.


39 –      Άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.


40 –      Άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού.


41 –      Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις [COM(1999) 219 τελικό].


42 –      Βλ. τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις [COM(2000) 75 τελικό].


43 –      Βλ. δικαιολόγηση της τροπολογίας 1 στην έκθεση επί της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (A5-0060/1999 τελικό).


44 –      Προπαρατεθείσες αποφάσεις Leffler (σκέψη 46) και Roda Golf & Beach Resort (σκέψη 49).


45 –      Βλ., συναφώς, Schack, H., «Transnational Service of Process: A Call for Uniform and Mandatory Rules», Revuededroituniforme, Απρίλιος 2001, σ. 827. Κατά τον εν λόγω συγγραφέα, «[i]nsofar as national rules on service of process deny the defendant’s right to be heard, they infringe the fair proceeding requirement of Article 6 I ECHR» (σ. 836).


46 –      C‑292/10.


47 –      Η προμνησθείσα απόφαση G εφαρμόζει τον κανόνα του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, κατά τον οποίο ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία ενόσω δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε εύθετο για την άμυνά του χρόνο ή ότι ελήφθη προς τούτο κάθε δυνατή μεριμνά. Εντούτοις, όμοιος κανόνας περί αναστολής της διαδικασίας περιλαμβάνεται και στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, γεγονός ευεξήγητο, καθώς ο κανόνας του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 αποτελεί απευθείας μεταφορά του άρθρου 15 της Συμβάσεως της Χάγης του 1965, το πνεύμα της οποίας διαπνέει τον κανονισμό 1393/2007 (βλ., συναφώς, Pataut, E., «Notifications internationales et règlement ‘Bruxelles I’» [Διεθνείς επιδόσεις και κανονισμός «Βρυξέλλες Ι»], Versdenouveaux équilibresentreordresjuridiques–Mélangesenl’honneurd’HélèneGaudemet-Tallon [Προς νέες ισορροπίες μεταξύ των εννόμων τάξεων – Σύμμεικτα προς τιμήν της Hélène Gaudemet-Tallon], Dalloz, Παρίσι, 2008, σ. 377 και ιδίως σ. 381).


48 –      Προπαρατεθείσα απόφαση G (σκέψη 45).


49 –      Όπ.π. (σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


50 –      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, 198/85, Carron (Συλλογή 1986, σ. 2437, σκέψη 14).


51 –      Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει επίσης ότι, επιπλέον ή «αντί» ή του καθορισμού τόπου επιδόσεων, στο δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να αναφέρεται ότι ο δικηγόρος ή ο εκπρόσωπος αποδέχεται την επίδοση με τηλεομοιοτυπία ή με οιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας.


52 –      Βλ., συναφώς, Hess, B., όπ.π.


53 –      Η έκφραση χρησιμοποιείται από τον Herbert Roth για τον χαρακτηρισμό του τρόπου πλασματικής επιδόσεως της «remise au parquet» (παράδοση στην εισαγγελία), η οποία προβλεπόταν στο παρελθόν από τη νομοθεσία διαφόρων κρατών μελών (βλ. Roth, H., «Remise au parquet und Auslandszustellung nach dem Haager Zustellungsübereinkommen von 1965», Praxis des Internationalen Privat-und Verfahrensrechts, 2000, σ. 497).


54 –      Αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑43/95, Data Delecta και Forsberg (Συλλογή 1996, σ. I‑4661, σκέψη 12)· της 20ής Μαρτίου 1997, C‑323/95, Hayes (Συλλογή 1997, σ. I‑1711, σκέψη 13), καθώς και της 2ας Οκτωβρίου 1997, C‑122/96, Saldanha και MTS (Συλλογή 1997, σ. I‑5325, σκέψη 19).


55 –      Συλλογή 1994, σ. I‑467.