Language of document : ECLI:EU:C:2014:110

Υπόθεση C‑351/12

OSA – Ochranný svaz autorský pro práva k dílům hudebním o.s.

κατά

Léčebné lázně Mariánské Lázně a.s.

(αίτηση του Krajský soud v Plzni
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2001/29/ΕΚ — Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας — Έννοια του όρου “παρουσίαση στο κοινό” — Μετάδοση έργων σε δωμάτια λουτροθεραπευτηρίου — Άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της οδηγίας — Άρθρα 56 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ — Οδηγία 2006/123/ΕΚ — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Ανταγωνισμός — Αποκλειστικό δικαίωμα συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 27ης Φεβρουαρίου 2014

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2001/29 – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας – Παρουσίαση στο κοινό – Έννοια – Επί τούτω μετάδοση από λουτροθεραπευτήριο σήματος μέσω ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών δεκτών στα δωμάτια των ασθενών του – Εμπίπτει

(Οδηγία 2001/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2001/29 – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Δυνατότητα επικλήσεως της εν λόγω διατάξεως έναντι ιδιωτών – Δεν υφίσταται – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας – Όρια – Τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου – Contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου

(Οδηγία 2001/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

3.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Ερωτήματα προδήλως άσχετα με την υπόθεση και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

4.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου – Αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και λυσιτέλεια των υποβαλλόμενων ερωτημάτων – Εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

5.        Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2006/123 – Συμπληρωματικές παρεκκλίσεις από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιεχόμενο – Υπηρεσία παρεχόμενη από εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε χρήστη προστατευόμενων έργων – Περιλαμβάνεται – Μη εφαρμογή του άρθρου 16 της εν λόγω οδηγίας

(Οδηγία 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 16 και 17, σημείο 11)

6.        Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με ορισμένα προστατευόμενα έργα στην ημεδαπή από μία και μόνη εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως – Δικαιολόγηση από λόγους γενικού συμφέροντος – Προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας – Επιτρέπεται

(Άρθρο 56 ΣΛΕΕ)

7.        Ανταγωνισμός – Δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν παραχωρήσει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα – Δημιουργία δεσπόζουσας θέσεως – Δεν είναι per se ασύμβατη με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

(Άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106 § 1 ΣΛΕΕ)

8.        Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας η οποία έχει μονοπώλιο βάσει του νόμου – Ενδείξεις καταχρήσεως – Επιβολή τιμών αισθητά υψηλότερων σε σχέση με αυτές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη μέλη – Εφαρμογή υπερβολικών τιμών, δυσανάλογων προς την οικονομική αξία της προσφερόμενης παροχής – Έλεγχος από τον εθνικό δικαστή

(Άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106 § 1 ΣΛΕΕ)

1.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία αποκλείει το δικαίωμα των δημιουργών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την παρουσίαση από λουτροθεραπευτήριο το οποίο λειτουργεί ως εμπορική επιχείρηση των έργων τους με την επί τούτω μετάδοση σήματος μέσω ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών δεκτών στα δωμάτια των ασθενών του. Το άρθρο 5, παράγραφοι 2, στοιχείο ε΄, 3, στοιχείο β΄, και 5, της ίδιας οδηγίας δεν δύναται να επηρεάσει την ερμηνεία αυτή.

Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, η κατά την εν λόγω διάταξη έννοια της «παρουσιάσεως» πρέπει να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα κάθε μετάδοση προστατευόμενων έργων, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου τεχνικού μέσου ή μεθόδου.

Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι το «κοινό», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αναφέρεται σε έναν απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών, ενώ εξάλλου προϋποθέτει και έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων. Όσον αφορά το τελευταίο κριτήριο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα που έχει το γεγονός ότι τα έργα αυτά καθίστανται προσιτά στους δυνητικούς αποδέκτες. Συναφώς, έχει σημασία ιδίως ο αριθμός των προσώπων που έχουν ταυτόχρονα ή διαδοχικά πρόσβαση στο ίδιο έργο. Στις εγκαταστάσεις λουτροθεραπευτηρίου όμως μπορεί να φιλοξενούνται, τόσο την ίδια στιγμή όσο και διαδοχικά, απροσδιόριστος αλλά αρκετά μεγάλος αριθμός προσώπων τα οποία έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν το σήμα στο δωμάτιό τους.

Τέλος, για να πρόκειται περί «παρουσιάσεως στο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, πρέπει επιπροσθέτως ένα νέο κοινό να αποκτά πρόσβαση στο ραδιοτηλεοπτικό έργο, ήτοι κοινό το οποίο δεν είχε ληφθεί υπόψη από τους δημιουργούς των προστατευόμενων έργων όταν επέτρεψαν τη χρήση τους μέσω της παρουσιάσεώς τους στο αρχικό κοινό. Όπως οι πελάτες ξενοδοχείου, έτσι και οι ασθενείς λουτροθεραπευτηρίου αποτελούν τέτοιο νέο κοινό. Ειδικότερα, το λουτροθεραπευτήριο παρεμβάλλεται, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, για να παράσχει στους ασθενείς του πρόσβαση στο προστατευόμενο έργο. Συγκεκριμένα, ελλείψει της παρεμβάσεως αυτής, οι συγκεκριμένοι ασθενείς δεν θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο.

(βλ. σκέψεις 25, 27-29, 31, 32, 41, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατή η επίκλησή του από εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή αντίθετης προς τη διάταξη αυτή κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους. Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται τέτοιας διαφοράς υποχρεούται να ερμηνεύει την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος καθώς και του σκοπού της ίδιας ως άνω διατάξεως, προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει.

Εντούτοις, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους οικείους κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

(βλ. σκέψεις 45, 48, διατακτ. 2)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 50)

4.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 56)

5.        Στο άρθρο 17, σημείο 11, της οδηγίας 2006/123, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 της ίδιας οδηγίας την υπηρεσία που παρέχει εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προς τους χρήστες προστατευόμενων έργων.

Συνεπώς το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123, δεδομένου ότι δεν έχει εφαρμογή, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με ορισμένα προστατευόμενα έργα στην ημεδαπή από μία και μόνη εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και, έτσι, δεν παρέχει στους χρήστες των έργων αυτών τη δυνατότητα να επιλέξουν τις υπηρεσίες εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως με έδρα σε άλλο κράτος μέλος.

(βλ. σκέψεις 65, 66, διατακτ. 3)

6.        Η κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με ορισμένα προστατευόμενα έργα στην ημεδαπή από μία και μόνη εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως και, έτσι, δεν παρέχει στους χρήστες των έργων αυτών τη δυνατότητα να επιλέξουν τις υπηρεσίες εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως με έδρα σε άλλο κράτος μέλος και απαγορεύει στην πράξη την παροχή τέτοιας υπηρεσίας αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ο περιορισμός αυτός είναι δυνατό να δικαιολογηθεί μόνον από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλος προς διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκει και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

Συναφώς, η προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας συνιστά τέτοιο επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος. Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κανονιστική ρύθμιση η οποία αναγνωρίζει σε εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως μονοπώλιο στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους για τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν ορισμένη κατηγορία προστατευόμενων έργων είναι πρόσφορη για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον μπορεί να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική διαχείριση των δικαιωμάτων αυτών και τον αποτελεσματικό έλεγχο της τηρήσεώς τους στο έδαφος του κράτους αυτού.

Δεν προκύπτει όμως ότι για την παρουσίαση έργων στο κοινό υπάρχει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, άλλη μέθοδος η οποία να καθιστά δυνατή την επίτευξη ίδιου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως η μέθοδος η οποία στηρίζεται στην εδαφικότητα της προστασίας και, άρα, επίσης και του ελέγχου των δικαιωμάτων αυτών, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση, καθόσον δεν παρέχει στους χρήστες προστατευόμενων έργων τη δυνατότητα να επιλέξουν τις υπηρεσίες εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Συνεπώς, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε τέτοια κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους.

(βλ. σκέψεις 69-72, 76, 78, 79, διατακτ. 3)

7.        Το γεγονός και μόνον της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως λόγω της παροχής αποκλειστικών δικαιωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν αντιβαίνει, αυτό καθεαυτό, στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Το κράτος μέλος παραβαίνει τις απαγορεύσεις των δύο αυτών διατάξεων μόνον όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση οδηγείται, απλώς και μόνον με την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν χορηγηθεί, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της ή όταν τα δικαιώματα αυτά είναι ικανά να δημιουργήσουν κατάσταση εντός της οποίας η επιχείρηση αυτή οδηγείται σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά.

(βλ. σκέψη 83)

8.        Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με ορισμένα προστατευόμενα έργα στην ημεδαπή από μία και μόνη εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως και, έτσι, δεν παρέχει στους χρήστες των έργων αυτών τη δυνατότητα να επιλέξουν τις υπηρεσίες εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως με έδρα σε άλλο κράτος μέλος.

Ειδικότερα, η αναγνώριση και μόνο εκ μέρους κράτους μέλους μονοπωλίου στο έδαφός του υπέρ εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως για τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν ορισμένη κατηγορία προστατευόμενων έργων δεν αντιβαίνει, αυτή καθεαυτήν, στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

Το άρθρο αυτό έχει εντούτοις την έννοια ότι αποτελούν ενδείξεις καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, αφενός, η επιβολή εκ μέρους της εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για τις υπηρεσίες που παρέχει τιμών αισθητά υψηλότερων σε σχέση με αυτές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη μέλη, και υπό την προϋπόθεση ότι η σύγκριση των επιπέδων των τιμών έχει πραγματοποιηθεί επί ομοιομόρφου βάσεως, ή, αφετέρου, η εφαρμογή υπερβολικών τιμών, δυσανάλογων προς την οικονομική αξία της προσφερόμενης παροχής. Εξάλλου, αν υπάρχει τέτοιου είδους κατάχρηση και αυτή αποδίδεται στη νομοθεσία που εφαρμόζεται στην ως άνω εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση θα αντιβαίνει στα άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση στην υπόθεση της κύριας δίκης.

(βλ. σκέψεις 84, 89-92, διατακτ. 3)