Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) στις 28 Αυγούστου 2020 – EB κ.λπ. κατά Versicherungsanstalt öffentlich Bediensteter, Eisenbahnen und Bergbau (BVAEB)

(Υπόθεση C-405/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Verwaltungsgerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: EB, JS και DP

Αναιρεσίβλητη διοικητική αρχή: Versicherungsanstalt öffentlich Bediensteter, Eisenbahnen und Bergbau (BVAEB)

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει ο περιορισμός της διαχρονικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όπως απορρέει από την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, Barber1 , καθώς και από το πρωτόκολλο αριθ. 33 σχετικά με το άρθρο 157 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 12 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ2 , την έννοια ότι ένας (Αυστριακός) συνταξιούχος δεν δύναται ή δύναται μόνο για το μέρος των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1994 (και σε αναλογία προς τις περιόδους αυτές) να επικαλεστεί νομίμως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, προκειμένου να προβάλει ότι οι ρυθμίσεις περί αναπροσαρμογής των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων για το έτος 2018, όπως η ρύθμιση που εφαρμόστηκε στις υποθέσεις της κύριας δίκης, εισήγαγαν δυσμενή διάκριση σε βάρος του;

Έχει η επιταγή περί ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών (δυνάμει του άρθρου 157 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/54) την έννοια ότι θεωρείται δικαιολογημένη η έμμεση δυσμενής διάκριση, όπως εκείνη η οποία, κατά περίπτωση, απορρέει από τις εφαρμοστέες στις υποθέσεις της κύριας δίκης ρυθμίσεις περί αναπροσαρμογής των συντάξεων για το έτος 2018, λαμβανομένων επίσης υπόψη παρόμοιων μέτρων που είχαν προγενεστέρως εφαρμοστεί και της προκληθείσας από τη σωρευτική ενέργεια των μέτρων αυτών σημαντικής μειώσεως της πραγματικής αξίας των συντάξεων (αναλόγως της περιπτώσεως, της τάξεως του 25 %) σε σχέση με την αναπροσαρμογή που θα προέκυπτε από εφαρμογή του δείκτη πληθωρισμού, ιδίως:

προκειμένου να αποτραπεί ένα «χάσμα» (που θα δημιουργούνταν σε περίπτωση τακτικής αναπροσαρμογής βάσει ενιαίου συντελεστή) μεταξύ υψηλότερων και χαμηλότερων συντάξεων, μολονότι το «χάσμα» αυτό θα αφορούσε απλώς ονομαστικές τιμές και δεν θα μετέβαλλε την αναλογία της αξίας των συντάξεων,

προκειμένου να επιτευχθεί μια γενική «κοινωνική συνιστώσα» με σκοπό την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των δικαιούχων χαμηλότερων συντάξεων, μολονότι α) ο εν λόγω σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί και χωρίς περιορισμό της αναπροσαρμογής των υψηλότερων συντάξεων και β) ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει, στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής των αποδοχών με βάση τον πληθωρισμό, επίσης παρόμοιο μέτρο προς ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων που λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές (σε βάρος των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων που λαμβάνουν υψηλότερες αποδοχές) ούτε έχει θεσπίσει ρύθμιση για ανάλογη παρέμβαση στην αναπροσαρμογή της αξίας των συντάξεων που καταβάλλονται από άλλα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (χωρίς κρατική συμμετοχή), ώστε να ενισχυθεί (σε βάρος της αναπροσαρμογής των υψηλότερων συντάξεων) η αγοραστική δύναμη των δικαιούχων χαμηλότερων συντάξεων,

προκειμένου να διατηρηθεί και να χρηματοδοτηθεί «το σύστημα», μολονότι οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων δεν καταβάλλονται από ασφαλιστικό οργανισμό στο πλαίσιο συστήματος οργανωμένου κατά τους κανόνες περί ασφαλίσεως και χρηματοδοτούμενου από εισφορές, αλλά από το ομοσπονδιακό κράτος με την ιδιότητα του εργοδότη των συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων, ως αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία, με αποτέλεσμα καθοριστικής σημασίας να είναι, εν τέλει, όχι η διατήρηση ή η χρηματοδότηση του συστήματος, αλλ’ απλώς και μόνο εκτιμήσεις δημοσιονομικής φύσεως,

διότι το σαφώς μεγαλύτερο, από στατιστικής απόψεως, ποσοστό ανδρών στην κατηγορία των δικαιούχων υψηλότερων συντάξεων πρέπει να θεωρηθεί ως απόρροια της ελλείψεως ίσων ευκαιριών για τις γυναίκες στην εργασία και στην απασχόληση –ελλείψεως που αποτελούσε τον κανόνα ιδίως κατά το παρελθόν–, στοιχείο το οποίο συνιστά αυτοτελή δικαιολογητικό λόγο ή ακόμη (σε επίπεδο που προηγείται της εξετάσεως ενός τέτοιου λόγου) αποκλείει εκ προοιμίου τη δυνατότητα διαπιστώσεως έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/54, σε βάρος των ανδρών, ή

διότι η ρύθμιση αυτή επιτρέπεται ως θετικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ;

____________

1     Απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, EU:C:1990:209.

2     Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).