Language of document : ECLI:EU:F:2007:153

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Σεπτεμβρίου 2007

Υπόθεση F-146/06

Michael Alexander Speiser

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Εκπρόθεσμη διοικητική ένσταση – Προδήλως απαράδεκτη»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο M. A. Speiser ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος που στρέφεται κατά της αρνήσεως να του χορηγηθεί επίδομα αποδημίας.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών του εξόδων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 46)

2.      Διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Συμψηφισμός – Λόγοι εξαιρέσεως

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 87 § 3, εδ. 1· απόφαση 2004/752 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 4)

1.      Δεν επιτρέπεται σε μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο να μην τηρήσει τις προθεσμίες που προβλέπονται από τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και την άσκηση της προσφυγής αμφισβητώντας, με την υποβολή αιτήσεως, προγενέστερη απόφαση μη αμφισβητηθείσα εμπροθέσμως, καθόσον μόνον η ύπαρξη νέων ουσιωδών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως μιας αποφάσεως που έχει καταστεί οριστική.

Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως νέο πραγματικό περιστατικό, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης από το σύστημα των υποχρεωτικών προθεσμιών των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, το γεγονός ότι, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου μόνιμου ή έκτακτου υπαλλήλου, η διοίκηση επανέλαβε την εξέταση της υπόθεσής του, προκειμένου να του παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες. Συναφώς, επιστολή της διοίκησης, η οποία αφήνει αμετάβλητη προηγούμενη απορριπτική απόφαση, αποτελεί απλώς επικύρωση της προηγούμενης απόφασης και δεν μπορεί, επομένως, να έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 22 και 27)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Μαΐου 1985, 127/84, Esly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1437, σκέψη 10· 10 Ιουλίου 1986, 153/85, Trenti κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1986, σ. 2427, σκέψη 13

ΠΕΚ: 4 Μαΐου 2005, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101 και II‑465, σκέψη 147· 7 Σεπτεμβρίου 2005, T‑358/03, Krahl κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑215 και II‑993, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔ: 29 Ιουνίου 2006, F‑11/05, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1-65 και II‑A-1-241, σκέψη 24

2.      Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα για εξαιρετικούς λόγους.

Συναφώς, αποτελεί λόγο εξαίρεσης, ο οποίος δικαιολογεί την κατανομή μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του προσφεύγοντος υπαλλήλου των εξόδων του δεύτερου, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο προσφυγής που απορρίφθηκε λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της προηγούμενης διοικητικής ένστασης, η διοίκηση ήταν υπεύθυνη, εν μέρει τουλάχιστον, για την εκπρόθεσμη υποβολή της διοικητικής ένστασης, διότι προέτρεψε τον ενδιαφερόμενο να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά επιβεβαιωτικής πράξεως που δεν είχε βλαπτικό αποτέλεσμα γι’ αυτόν.

Επιπλέον, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι ο διάδικος μπορεί ανά πάσα στιγμή να επικαλεστεί κανόνα δημοσίας τάξεως που αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, δύσκολα συμβιβάζεται με την καλή πίστη που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους το γεγονός ότι ένα θεσμικό όργανο επικαλείται ενώπιον του δικαστηρίου τον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα μιας πράξης, ενώ είχε δώσει στον υπάλληλο τη λανθασμένη εντύπωση ότι αυτή η πράξη μπορούσε να προσβληθεί με διοικητική ένσταση.

(βλ. σκέψεις 30 έως 33)