Language of document : ECLI:EU:C:2014:2363

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Αγορά επίπεδου γυαλιού εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) – Καθορισμός των τιμών – Υπολογισμός του ύψους του προστίμου – Συνεκτίμηση των εσωτερικών πωλήσεων των επιχειρήσεων – Εύλογος χρόνος – Παραδεκτό των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενόψει της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως του Γενικού Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C‑580/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2012,

Guardian Industries Corp., με έδρα το Dover (Ηνωμένες Πολιτείες),

Guardian Europe Sàrl, με έδρα την Dudelange (Λουξεμβούργο),

εκπροσωπούμενες από τον F. Louis, avocat, καθώς και από τους H.‑G. Kamann και S. Völcker, Rechtsanwälte, ενεργούντες κατ’ εντολήν του Μ. O’Daly, solicitor,

προσφεύγουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Dawes και R. Sauer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh, C. Toader, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως οι εταιρίες Guardian Industries Corp. και Guardian Europe Sàrl (στο εξής, από κοινού: Guardian) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αυτό απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2007) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39165 – Επίπεδο γυαλί) (στο εξής: επίδικη απόφαση), καθόσον τις αφορά, και τη μείωση του ύψους του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

 O κανονισμός (EK) 1/2003

2        O κανονισμός (EK) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), προβλέπει στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, αυτού, τα εξής:

«2.      Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81 ΕΚ] ή του άρθρου [82 ΕΚ], ή

β)      ενεργούν κατά τρόπο που αντιβαίνει σε εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 8 απόφαση με την οποία διατάσσεται η λήψη προσωρινών μέτρων, ή

γ)      δεν εκπληρώνουν αναληφθείσα από τις ίδιες δέσμευση η οποία έχει καταστεί υποχρεωτική με απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9.

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Όταν η παράβαση μιας ένωσης επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο δεν θα υπερβαίνει το 10 % του αθροίσματος του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μέλους της ένωσης που δραστηριοποιείται στην αγορά που επηρεάζεται από την παράβαση.

3. Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

3        Το άρθρο 31 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

 Οι οδηγίες προς τον Γραμματέα

4        Οι οδηγίες προς τον Γραμματέα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 232, σ. 1), όπως τροποποιήθηκαν στις 17 Μαΐου 2010 (ΕΕ L 170, σ. 53, στο εξής: οδηγίες προς τον Γραμματέα), ορίζουν στο άρθρο 11 τα ακόλουθα:

«1.      Ο Γραμματέας τάσσει τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό Διαδικασίας προθεσμίες, σύμφωνα με τις ανατεθείσες σ’ αυτόν από τον πρόεδρο εξουσίες.

2.      Τα διαδικαστικά έγγραφα που περιέρχονται στη Γραμματεία μετά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την κατάθεσή τους γίνονται δεκτά μόνο μετά από έγκριση του Προέδρου.

3.      Ο Γραμματέας μπορεί να παρεκτείνει τις τασσόμενες προθεσμίες, σύμφωνα προς τις ανατεθειμένες σ’ αυτόν από τον Πρόεδρο εξουσίες· ανάλογα με την περίπτωση, προτείνει στον Πρόεδρο την παρέκταση των προθεσμιών.

Οι αιτήσεις παρεκτάσεως των προθεσμιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες και να υποβάλλονται εγκαίρως πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας. Επιτρέπεται η χορήγηση περισσοτέρων της μιας παρεκτάσεων μόνο για εξαιρετικούς λόγους.»

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

5        Από τις σκέψεις 1 έως 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιχειρήσεις Guardian, Asahi Glass, Pilkington και Saint-Gobain μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, συνιστάμενη στον καθορισμό των τιμών στον τομέα του επίπεδου γυαλιού εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Όσον αφορά την επιχείρηση Guardian, η Επιτροπή διαπίστωσε την παράβαση αυτή για την περίοδο από 20 Απριλίου 2004 μέχρι 22 Φεβρουαρίου 2005 και επέβαλε αλληλεγγύως για τον λόγο αυτό πρόστιμο 148 εκατομμυρίων ευρώ στις εταιρίες Guardian Industries Corp. και Guardian Europe Sàrl.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η Guardian άσκησε προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και τη μείωση του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή.

7        Προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως η Guardian προέβαλε ένα μόνο λόγο, στηριζόμενο σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη και με τη γεωγραφική διάσταση της συμπράξεως.

8        Το αίτημα περί μειώσεως του προστίμου στηριζόταν σε τρεις λόγους. Με τον πρώτο λόγο η προσφεύγουσα επιδίωκε να επωφεληθεί από τις συνέπειες του λόγου μερικής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Με τον δεύτερο λόγο η Guardian επικαλείτο παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο δε τρίτος λόγος στηριζόταν σε εσφαλμένη εκτίμηση του ρόλου της Guardian στη σύμπραξη αυτή και σε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

9        Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

10      Εισαγωγικώς, με την αιτιολογία που εκτίθεται στις σκέψεις 19 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η Guardian για να αμφισβητήσει το παραδεκτό ενός εγγράφου που προσκόμισε η Επιτροπή στις 10 Φεβρουαρίου 2012 (στο εξής: έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012).

11      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 28 έως 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το αίτημα μειώσεως του προστίμου απορρίφθηκε για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 94 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η Guardian ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την επίδικη απόφαση, αποκλείοντας τη συνεκτίμηση των πωλήσεων μεταξύ των εταιριών του ίδιου ομίλου (στο εξής: εσωτερικές πωλήσεις) κατά τον υπολογισμό των προστίμων που επιβλήθηκαν στους άλλους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής·

–        να μειώσει κατά 37 % το ύψος του επιβληθέντος προστίμου·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012, να το κηρύξει απαράδεκτο και, επομένως, να αποσύρει το έγγραφο αυτό από τη δικογραφία·

–        να μειώσει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου τουλάχιστον κατά 25 % ως αντιστάθμισμα για το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν σεβάστηκε το δικαίωμά της για μια αποτελεσματική ένδικη προσφυγή εντός εύλογου χρόνου, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων των σχετικών με τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        επικουρικώς, να απορρίψει το αίτημα μειώσεως του προστίμου, και

–        να καταδικάσει την Guardian στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και αυτής της αιτήσεως αναιρέσεως.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

14      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Guardian προβάλλει τρεις λόγους, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν με σειρά διαφορετική από αυτή με την οποία προβλήθηκαν.

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να κριθεί η υπόθεσή του εντός εύλογου χρόνου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Η Guardian υποστηρίζει ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος για δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου, περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ενώ η προσβολή αυτή δικαιολογεί μείωση του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση. Η Guardian διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι επιθυμεί να τροποποιήσει τα αιτήματά της σε συνάρτηση με τις αποφάσεις Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής (C‑40/12 P, EU:C:2013:768), Kendrion κατά Επιτροπής (C‑50/12 P, EU:C:2013:771) και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (C‑58/12 P, EU:C:2013:770). Η Guardian ζητεί με τον τρόπο αυτόν από το Δικαστήριο να κρίνει υπερβολικό τον χρόνο που χρειάστηκε το Γενικό Δικαστήριο για την εξέταση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό.

16      Αφού εξέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ανακαλεί τις αντιρρήσεις της έναντι του παραδεκτού του παρόντος λόγου, η Επιτροπή φρονεί, επί της ουσίας, ότι δεν είναι πρόσφορη η μείωση του προστίμου και καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει, κατά το απαιτούμενο μέτρο, τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζεται αν υπήρξε προσβολή της αρχής του εύλογου χρόνου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

17      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεώς του, που απορρέει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, να εκδικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του εντός ευλόγου χρόνου πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι μια τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2013:768, σκέψη 89).

18      Κατά συνέπεια, αίτημα με το οποίο επιδιώκεται η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά πρέπει να αχθεί ενώπιον του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2013:768, σκέψη 90).

19      Ως εκ τούτου, στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εναπόκειται να αποφαίνεται επί τέτοιων αιτημάτων αποζημιώσεως, κρίνοντας σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό εκείνου που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς, η διάρκεια εκδικάσεως της οποίας επικρίνεται, και εφαρμόζοντας τα κριτήρια που καθορίστηκαν στις σκέψεις 91 έως 95 της αποφάσεως Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής (EU:C:2013:768).

20      Συνεπώς, δεδομένου ότι είναι σαφές εν προκειμένω, χωρίς να απαιτείται η εκ μέρους των διαδίκων προσκόμιση στοιχείων επ’ αυτού, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη κατάφωρα την υποχρέωσή του να εκδικάσει την υπόθεση εντός ευλόγου χρόνου, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπό σημείωση το στοιχείο αυτό. Εν προκειμένω, η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι σχεδόν τέσσερα χρόνια και επτά μήνες, η οποία περιλαμβάνει, ιδίως, χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών και πέντε μηνών το οποίο παρήλθε μεταξύ του τέλους της έγγραφης διαδικασίας, που επήλθε με την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής, και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως που έδωσε λαβή για την παρούσα διαφορά.

21      Όπως προκύπτει, όμως, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 17 έως 19 ανωτέρω, ο λόγος που στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος της αναιρεσείουσας να εκδικαστεί η υπόθεσή της εντός εύλογου χρόνου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και σε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

22      Ο λόγος αυτός στρέφεται κατά των σκέψεων 21 και 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο κήρυξε παραδεκτό το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012 που υπέβαλε στο τελευταίο η Επιτροπή.

23      Αποσταλέν την τελευταία εργάσιμη ημέρα πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το έγγραφο αυτό, κατά την Guardian, εκθέτει για πρώτη φορά τη θέση της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της μειώσεως του προστίμου. Το έγγραφο αυτό περιείχε νέα στοιχεία και κατατέθηκε χωρίς προηγούμενη άδεια του Γενικού Δικαστηρίου και χωρίς δικαιολογία.

24      Η Guardian υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κήρυξε παραδεκτό το εν λόγω έγγραφο, με τη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καίτοι αυτό κατατέθηκε εκπροθέσμως, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του «περιεχομένου» του και, αφετέρου, «του γεγονότος ότι διαβιβάσθηκε [στην Guardian], [η οποία είχε] επομένως τη δυνατότητα να υποβάλ[ει] τις σχετικές τ[ης] παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση». Η Guardian φρονεί ότι η εκτίμηση αυτή είναι αντίθετη προς το άρθρο 11, παράγραφος 3, των οδηγιών προς τον Γραμματέα.

25      Η αρχή της ισότητας των όπλων και ο σεβασμός της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως επιβάλλουν να περιορίζονται οι αγορεύσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στα στοιχεία της δικογραφίας για τα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις εγγράφως. Η απλή δυνατότητα του ενδιαφερομένου να εκφράσει την άποψή του κατά τη διάρκεια της ως άνω συζητήσεως σχετικά με εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία δεν εξασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Σύμφωνα με τη νομολογία του στον τομέα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτο το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012 (αποφάσεις Solvay κατά Επιτροπής, T‑30/91, EU:T:1995:115, σκέψεις 83 και 101· BASF κατά Επιτροπής, T‑175/95, EU:T:1999:99, σκέψη 46, και AstraZeneca κατά Επιτροπής, T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 27).

26      Η Guardian υποστηρίζει ότι η σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν περιλαμβάνει καμία αιτιολογία που να παρέχει τη δυνατότητα να γίνουν γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους έγινε παραδεκτό το εν λόγω έγγραφο, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του.

27      Κατά συνέπεια, η Guardian εκτιμά ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, στην ως άνω σκέψη 22, να προσθέσει στη δικογραφία το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012 πρέπει να αναιρεθεί και καλεί το Δικαστήριο να κηρύξει το έγγραφο αυτό απαράδεκτο.

28      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής. Πράγματι, επειδή η Guardian δεν απέδειξε ότι, αν δεν υφίστατο το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο θα κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην εν λόγω επιχείρηση, ο ως άνω λόγος είναι αλυσιτελής.

29      Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, ο ως άνω λόγος δεν είναι βάσιμος. Υποστηρίζει ότι, λόγω της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη εκπροθέσμως προσκομιζόμενα πραγματικά στοιχεία, με την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο όντως τήρησε την αρχή αυτή, διότι δόθηκε στην Guardian η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια όμως επέλεξε να μην εκφραστεί. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Guardian είχε στη διάθεσή της χρόνο τριών ημερών πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση για να σχολιάσει το έγγραφο αυτό ή να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο είτε να της επιτρέψει να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις είτε να αναβάλει την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης. Η ως άνω αρχή θα παραβιαζόταν σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να λάβουν θέση (απόφαση Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, 42/59 και 49/59, EU:C:1961:5, σκέψη 156).

31      Η αρχή της ισότητας των όπλων, που αποτελεί συμπλήρωμα της έννοιας της δίκαιης δίκης και αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισορροπίας μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία, ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε έγγραφο που προσκομίζεται στο οικείο δικαστήριο μπορεί να εξεταστεί και να αντικρουστεί από κάθε διάδικο, συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου (απόφαση Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 71 και 72).

32      Με το από 10 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό της η Επιτροπή θέλησε να απαντήσει σε ένα άλλο έγγραφο που είχε υποβάλει η Guardian στο Γενικό Δικαστήριο προς προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως σχετικό με τον υπολογισμό του προστίμου και να διαβιβάσει στο τελευταίο ορισμένα αριθμητικά στοιχεία στα οποία αυτή στηριζόταν προς υπολογισμό των κύκλων εργασιών στη σχετική αγορά των τεσσάρων επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως. Η Επιτροπή διευκρίνισε, βάσει των εν λόγω στοιχείων, ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί μείωση του ύψους του προστίμου, η μείωση αυτή δεν θα έπρεπε να υπερβεί το 30 %.

33      Δεν αμφισβητείται ότι η Guardian έλαβε αντίγραφο του εγγράφου αυτού στις 10 Φεβρουαρίου 2012. Διέθετε λοιπόν τρεις ημέρες για να λάβει γνώση του περιεχομένου του πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Λόγω της φύσεως και του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν μπορεί να λογίζεται ως υπερβολικά βραχύ, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 3, των οδηγιών προς τον Γραμματέα. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η Guardian ούτε ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να της επιτραπεί να σχολιάσει εγγράφως το έγγραφο αυτό ούτε υπέβαλε αίτημα αναβολής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Τέλος, κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Guardian είχε τη δυνατότητα να προβάλει τα επιχειρήματά της σχετικά τόσο με το παραδεκτό του εγγράφου αυτού όσο και με το περιεχόμενό του.

34      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Guardian δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας ή ότι παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων παραλείποντας να μεριμνήσει ώστε η ίδια να έχει στη διάθεσή της επαρκή χρόνο για να λάβει γνώση του εγγράφου της 10ης Φεβρουαρίου 2012 και να εκφράσει εγγράφως τη θέση της όσον αφορά το έγγραφο αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Corus UK κατά Επιτροπής, C‑199/99 P, EU:C:2003:531, σκέψη 25).

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, «[λ]αμβανομένων υπόψη του περιεχομένου της επιστολής αυτής και του γεγονότος ότι διαβιβάσθηκε στις προσφεύγουσες, [η οποία είχε] επομένως τη δυνατότητα να υποβάλ[ει] τις σχετικές τ[ης] παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτό το επίμαχο έγγραφο».

36      Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Η Guardian υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 104 έως 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Δεν δέχθηκε ότι, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, οι εσωτερικές πωλήσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως και οι πωλήσεις σε τρίτους.

38      Το Γενικό Δικαστήριο ενήργησε με τον τρόπο αυτόν σε αντίθεση προς πάγια νομολογία και πρακτική, πηγάζουσες από την ανάγκη αποφυγής κάθε δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες είναι καθέτως οργανωμένες και εκείνων χωρίς μια τέτοια οργάνωση. Την εν λόγω ίση μεταχείριση οφείλει να διασφαλίζει η Επιτροπή τόσο δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3) όσο και των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).

39      Η Guardian προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αυτό παρεξέκλινε από την πάγια αυτή νομολογία. Κατά την εταιρία αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εκθέσει, στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η ύπαρξη συμπεριφοράς θίγουσας τον ανταγωνισμό αποδείχθηκε μόνον για τις πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες».

40      Πέραν του ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 377 της επίδικης αποφάσεως, η ως άνω κρίση του δεν επηρεάζει την έκβαση της υποθέσεως. Ελάχιστη σημασία έχει αν η σύμπραξη κάλυπτε επίσης τις εσωτερικές πωλήσεις. Κατά την Guardian, το καίριο ζήτημα είναι ότι μια καθέτως οργανωμένη επιχείρηση μπορεί να αντλεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την πώληση των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από τη σύμπραξη όπως και από εκείνη άλλων προϊόντων των οποίων αυτά αποτελούν συστατικά. Κατά την Guardian, η Επιτροπή ουδέποτε απέδειξε στο παρελθόν την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος, ενώ το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο αποκλεισμός των εσωτερικών πωλήσεων ισοδυναμεί «οπωσδήποτε» με παροχή πλεονεκτήματος στους καθέτως οργανωμένους παραγωγούς (απόφαση KNP BT κατά Επιτροπής, C‑248/98 P, EU:C:2000:625, σκέψη 62). Εντούτοις, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι καθέτως οργανωμένες επιχειρήσεις άντλησαν τέτοιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την παράβαση.

41      Δεδομένου ότι η Guardian ήταν η μόνη μη καθέτως οργανωμένη επιχείρηση που μετέσχε στην παράβαση, αυτή φρονεί ότι ο μόνος τρόπος αποκαταστάσεως της ίσης μεταχειρίσεως συνίσταται στη μείωση του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, κατά 37 %, καθόσον το εν λόγω ποσοστό αντιστοιχεί στο μερίδιο των εσωτερικών πωλήσεων σε σχέση με τον συνολικό όγκο των πωλήσεων στη σχετική αγορά.

42      Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος.

43      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως παραμόρφωσε την επίδικη απόφαση ούτε υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνον ότι η παράβαση αφορά αποκλειστικά τις πωλήσεις προς ανεξάρτητους τρίτους. Υποστηρίζει, επομένως, ότι μόνον οι πωλήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν τη βάση υπολογισμού του προστίμου.

44      Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα ότι η νομολογία τής επιβάλλει να λαμβάνει υπόψη τις εσωτερικές πωλήσεις κατά τον υπολογισμό των προστίμων. Το εν λόγω επιχείρημα στηρίζεται στην προκειμένη ότι οι καθέτως οργανωμένοι παραγωγοί έχουν οπωσδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αγορές που βρίσκονται σε μεταγενέστερο οικονομικό στάδιο έναντι εκείνου της συμπράξεως. Η ως άνω προκειμένη είναι εσφαλμένη, διότι η ύπαρξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στηριζόμενου στην ύπαρξη συμπράξεως σε προγενέστερο στάδιο εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων και πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση.

45      Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία δεν απαγορεύει αλλ’ ούτε και επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη οι εσωτερικές πωλήσεις (αποφάσεις KNP BT κατά Επιτροπής, EU:C:2000:625, σκέψη 62· Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, C‑397/03 P, EU:C:2006:328, σκέψεις 102 και 103· Europa Carton κατά Επιτροπής, T‑304/94, EU:T:1998:89, σκέψη 123· KNP BT κατά Επιτροπής, T‑309/94, EU:T:1998:91, σκέψη 112· Lögstör Rör κατά Επιτροπής, T‑16/99, EU:T:2002:72, σκέψη 358· Tokai Carbon κ.λπ. Κατά Επιτροπής, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, EU:T:2005:220, σκέψη 260· Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, T‑26/02, EU:T:2006:75, σκέψεις 57, 63 και 64, καθώς και BST κατά Επιτροπής, T‑452/05, EU:T:2010:167, σκέψη 82).

46      Η Επιτροπή εκθέτει ότι, καταρχήν, λαμβάνει υπόψη τις εσωτερικές πωλήσεις όταν διαθέτει επαρκείς ενδείξεις για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι αντλήθηκε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή όταν η σύμπραξη αφορά ρητώς τις εσωτερικές πωλήσεις [απόφαση της Επιτροπής C(2010) 8761 τελικό της 8ης Δεκεμβρίου 2010, στην υπόθεση COMP/39.309 – LCD].

47      Εντούτοις, υφίστανται περιπτώσεις στις οποίες δεν έλαβε υπόψη τις εσωτερικές πωλήσεις [βλ. αποφάσεις της Επιτροπής C(2009) 7601 τελικό της 7ης Οκτωβρίου 2009, στην υπόθεση COMP/39.129 – Μετασχηματιστές ισχύος, και C(2011) 7436 τελικό της 19ης Οκτωβρίου 2011, στην υπόθεση COMP/39.605 – Ύαλος για CRT (λυχνίες καθοδικών ακτινών)].

48      Αντιθέτως, όταν, όπως στην παρούσα διαφορά, κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί με βεβαιότητα υπέρ του ότι η σύμπραξη αφορά επίσης τις εσωτερικές πωλήσεις ή ότι οι ενεργοί μετέχοντες στις ευρισκόμενες σε μεταγενέστερο στάδιο αγορές επωφελούνται από ένα έμμεσο πλεονέκτημα, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν μπορεί νομίμως να λαμβάνει υπόψη τις εσωτερικές πωλήσεις. Η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως στο εν λόγω θεσμικό όργανο θα περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια που αυτό διαθέτει στον τομέα του προστίμου και θα δημιουργούσε τον κίνδυνο σημαντικής αυξήσεως του ύψους των προστίμων χωρίς να απαιτείται να διαπιστώνεται ότι η οικεία σύμπραξη ασκεί όντως επιρροή επί των εσωτερικών πωλήσεων ή επί των ευρισκόμενων σε προηγούμενο στάδιο αγορών. Μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων μετεχόντων σε παράβαση λόγω της δομής και μόνον της κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

49      Κατά την Επιτροπή, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ίδια πρέπει πάντοτε να εξετάζει αν οι εσωτερικές πωλήσεις συνδέονται με κάποια παράβαση, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι ενέργειές της έχουν λογική συνοχή έναντι όλων των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια σύμπραξη.

50      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Guardian ουδόλως αποτέλεσε το αντικείμενο δυσμενούς διακρίσεως. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι η επιχείρηση αυτή δεν δικαιούται καμία μείωση του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση προστίμου. Το γεγονός ότι η συνεκτίμηση των εσωτερικών πωλήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα πρόστιμα για τους άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορεί να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην Guardian. Το ύψος του προστίμου αυτού είναι πρόσφορο, σύμφωνο τόσο με την αρχή της αναλογικότητας όσο και προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Αντιστοιχεί στο οικονομικό βάρος της επιχειρήσεως αυτής στο πλαίσιο της παραβάσεως. Προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι προσαύξησε το πρόστιμο της Saint-Gobain κατά 30 % προκειμένου να λάβει καλύτερα υπόψη το γεγονός ότι επρόκειτο για καθέτως οργανωμένο παραγωγό.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

51      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την οποία καθιερώνουν τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψεις 54 και 55 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Tο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι, για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

53      Η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου καθώς και των στόχων του καθεστώτος κυρώσεων το οποίο έχει θεσπίσει ο κανονισμός 17, τον αντίκτυπο που επιδιώκεται να υπάρξει για τη σχετική επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων έναν κύκλο εργασιών που να αντικατοπτρίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση (απόφαση Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, C‑76/06 P, EU:C:2007:326, σκέψη 25).

54      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, τόσο τον συνολικό κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι ενδεικτικό της εκτάσεως της παραβάσεως αυτής (αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, 100/80 έως 103/80, EU:C:1983:158, σκέψη 121· Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 243, καθώς και Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, EU:C:2006:328, σκέψη 100).

55      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, εντούτοις περιορίζει την άσκησή της θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται. Συγκεκριμένα, αφενός, υπάρχει ένα αριθμητικά προσδιορίσιμο και απόλυτο ανώτατο όριο του ύψους του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε μια επιχείρηση, οπότε το μέγιστο ύψος του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε ορισμένη επιχείρηση είναι εκ των προτέρων προσδιορίσιμο. Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από τους κανόνες συμπεριφοράς με τους οποίους η Επιτροπή αυτοδεσμεύθηκε μέσω της ανακοινώσεως του 2006 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 58).

56      Κατά το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, «[γ]ια τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση άμεσα ή έμμεσα [...] στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ». Οι ίδιες κατευθυντήριες γραμμές εκθέτουν ειδικότερα, στο σημείο 6, ότι «[ο] συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση και της διάρκειας της παράβασης θεωρείται ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν».

57      Επομένως, το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 έχει σκοπό να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου ένα ποσό που αντιστοιχεί προς την οικονομική σημασία της παραβάσεως και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, καίτοι η έννοια της αξίας των πωλήσεων περί της οποίας γίνεται λόγος στο σημείο αυτό 13 δεν μπορεί, ασφαλώς, να επεκτείνεται κατά τρόπον ώστε να καλύψει τις πωλήσεις της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως, εντούτοις, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή θα θιγόταν αν η ως άνω έννοια έπρεπε να νοηθεί ως αφορώσα μόνον τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται αποκλειστικά με τις πωλήσεις οι οποίες αποδεικνύεται ότι όντως επηρεάστηκαν από την εν λόγω σύμπραξη (απόφαση Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑444/11 P, EU:C:2013:464, σκέψη 76).

58      Ένας τέτοιος περιορισμός θα είχε, επιπλέον, ως αποτέλεσμα την τεχνητή σμίκρυνση του οικονομικού βάρους της εκ μέρους δεδομένης επιχειρήσεως παραβάσεως, διότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι προέκυψε περιορισμένος αριθμός άμεσων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με πωλήσεις που πράγματι επηρεάστηκαν από τη σύμπραξη θα είχε ως τελικό αποτέλεσμα την επιβολή προστίμου χωρίς καμία πραγματική σχέση με το πεδίο εφαρμογής της συμπράξεως αυτής. Μια τέτοια «επιβράβευση» της μυστικότητας θα δυσχέραινε επίσης την επίτευξη του σκοπού της διώξεως και της επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων σε περιπτώσεις παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή (απόφαση Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2013:464, σκέψη 77).

59      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως συνιστά την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ των πωλήσεων αυτών αναλόγως του αν πραγματοποιήθηκαν προς ανεξάρτητους τρίτους ή προς οντότητες που ανήκουν σε μία και την ίδια επιχείρηση. Σε περίπτωση που δεν θα συνυπολογιζόταν η αξία των πωλήσεων της τελευταίας αυτής κατηγορίας θα παρεχόταν κατ’ ανάγκην ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις καθέτως οργανωμένες επιχειρήσεις, οι οποίες θα είχαν με τον τρόπο αυτόν τη δυνατότητα να αποφεύγουν την επιβολή κυρώσεως ανάλογης προς το βάρος τους στην αγορά των αποτελούντων το αντικείμενο της παραβάσεως προϊόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση KNP BT κατά Επιτροπής, EU:C:2000:625, σκέψη 62).

60      Πράγματι, επιπλέον του κέρδους που μπορεί να αντλήσει μια επιχείρηση από συμφωνία περί οριζόντιου καθορισμού των τιμών για τις πωλήσεις σε ανεξάρτητους τρίτους, οι καθέτως οργανωμένες επιχειρήσεις μπορούν επίσης να επωφελούνται από μια τέτοια συμφωνία στην ευρισκόμενη σε μεταγενέστερο εμπορικό στάδιο αγορά του μεταποιημένου προϊόντος, στη σύνθεση του οποίου περιλαμβάνονται τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, τούτο δε για δύο διαφορετικούς λόγους. Είτε οι επιχειρήσεις αυτές μετακυλίουν τις αυξήσεις της τιμής των συστατικών οι οποίες απορρέουν εκ της παραβάσεως σε εκείνη των μεταποιημένων προϊόντων, είτε δεν το μετακυλίουν, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί στην περίπτωση αυτή με την παροχή σε αυτές ενός πλεονεκτήματος κόστους σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που δεν προμηθεύονται τα ίδια συστατικά στην αγορά των αποτελούντων το αντικείμενο της παραβάσεως προϊόντων.

61      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 28 έως 34 των προτάσεών του, τα δικαστήρια της Ένωσης πάντοτε απέρριπταν τα επιχειρήματα με τα οποία οι καθέτως οργανωμένοι παραγωγοί επιδίωκαν να γίνει δεκτό ότι οι εσωτερικές τους πωλήσεις πρέπει να εξαιρούνται από τον κύκλο εργασιών που αποτελεί τη βάση υπολογισμού του προστίμου τους (απόφαση KNP BT κατά Επιτροπής, EU:C:2000:625, σκέψη 62· βλ. επίσης αποφάσεις Europa Carton κατά Επιτροπής, EU:T:1998:89, σκέψη 128· KNP BT κατά Επιτροπής, EU:T:1998:91, σκέψη 112· Lögstör Rör κατά Επιτροπής, EU:T:2002:72, σκέψεις 360 έως 363, καθώς και Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2005:220, σκέψη 260).

62      Τέλος, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού δεν μπορεί να οδηγεί σε διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν στην ίδια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (βλ. απόφαση Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., C‑628/10 P και C‑14/11 P, EU:C:2012:479, σκέψη 58).

63      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, για την εκτίμηση του συνολικού κύκλου εργασιών από την πώληση προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των εσωτερικών πωλήσεων και εκείνων που πραγματοποιούνται σε ανεξάρτητους τρίτους. Επομένως, για τον προσδιορισμό του ως άνω κύκλου εργασιών, οι καθέτως οργανωμένες επιχειρήσεις βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των παραγωγών που δεν είναι καθέτως οργανωμένοι. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω δύο είδη επιχειρήσεων πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως. Ο αποκλεισμός των εσωτερικών πωλήσεων από τον σχετικό κύκλο εργασιών ισοδυναμεί με παροχή πλεονεκτήματος στις πρώτες, καθόσον μειώνει το σχετικό βάρος τους στο πλαίσιο της παραβάσεως εις βάρος των άλλων, τούτο δε βάσει ενός κριτηρίου που δεν συνδέεται με τον επιδιωκόμενο σκοπό στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ως άνω κύκλου εργασιών και που συνίσταται στην εξακρίβωση της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως και του σχετικού βάρους καθεμιάς από τις επιχειρήσεις που μετείχαν σε αυτή.

64      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 104 έως 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

«104      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε ότι οι αντίθετες προς στον ανταγωνισμό συμφωνίες αφορούσαν πωλήσεις επίπεδου γυαλιού σε ανεξάρτητους πελάτες (αιτιολογική σκέψη 377 της [επίδικης] αποφάσεως) και χρησιμοποίησε επομένως τις πωλήσεις αυτές προκειμένου να υπολογίσει το βασικό ποσό των προστίμων (αιτιολογική σκέψη 41, πίνακας 1, και αιτιολογική σκέψη 470 της [επίδικης] αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξαίρεσε από τον υπολογισμό του προστίμου τις πωλήσεις επίπεδου γυαλιού το οποίο πρόκειται να μεταποιηθεί από τμήμα της επιχειρήσεως ή από εταιρία του ίδιου ομίλου. Δεδομένου ότι η ύπαρξη συμπεριφοράς θίγουσας τον ανταγωνισμό αποδείχθηκε μόνον για τις πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι απέκλεισε από τον υπολογισμό του προστίμου τις εσωτερικές πωλήσεις των καθέτως οργανωμένων μελών της συμπράξεως. Επιπλέον, δεν μπορεί να προβάλλεται έναντι της Επιτροπής η αιτίαση ότι δεν αιτιολόγησε την εξαίρεση των εν λόγω πωλήσεων από τον υπολογισμό του προστίμου.

105      Εξάλλου, όπως προέβαλε η Επιτροπή, δεν αποδείχθηκε ότι τα καθέτως οργανωμένα μέλη της συμπράξεως που προμηθεύουν τα οικεία προϊόντα στα τμήματα της ίδιας επιχειρήσεως ή σε εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων αποκόμισαν έμμεσο όφελος από τη συμφωνηθείσα αύξηση τιμής ούτε ότι η αύξηση των τιμών στην αγορά προηγούμενου σταδίου είχε ως αποτέλεσμα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά επόμενου σταδίου του μεταποιημένου επίπεδου γυαλιού.

106      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθότι εξαίρεσε από τον υπολογισμό του προστίμου τις εσωτερικές πωλήσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση […] BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, T‑311/94, [EU:T:1998:93], σκέψη 309 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε ότι οι αντίθετοι προς τον ανταγωνισμό διακανονισμοί αφορούσαν μόνον την τιμή του επίπεδου γυαλιού που χρεωνόταν στους ανεξάρτητους πελάτες, η εξαίρεση των εσωτερικών πωλήσεων από τον υπολογισμό του προστίμου στις περιπτώσεις των καθέτως οργανωμένων μελών της συμπράξεως είχε ως αποκλειστική συνέπεια να αντιμετωπίσει κατά τρόπο διαφορετικό καταστάσεις αντικειμενικώς διαφορετικές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.»

65      Αποφαινόμενο με τον τρόπο αυτόν το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις νομολογιακές αρχές που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 52 έως 62 της παρούσας αποφάσεως.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος που προβάλλει η Guardian προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, καθόσον στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ως άνω λόγου καθόσον αυτός αφορά την παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον απέρριψε τον λόγο που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου και καθόσον καταδίκασε την Guardian στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

67      Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, το Δικαστήριο διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί επί της προσφυγής.

68      Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί η έκταση του ελέγχου του Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 28 έως 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τα αιτήματα ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Επειδή η Guardian δεν αμφισβήτησε τις ως άνω εκτιμήσεις στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, αυτές κατέστησαν πλέον τελεσίδικες. Εναπόκειται, επομένως, στο Δικαστήριο να εξετάσει τη διαφορά μόνον καθόσον αφορά τον λόγο που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, που προβλήθηκε προς στήριξη του αιτήματος μειώσεως του προστίμου αυτού.

69      Ο δεύτερος λόγος που προέβαλε η Guardian με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να επιτύχει μείωση του προστίμου αποσκοπεί στη θεραπεία της άνισης μεταχειρίσεως που προκύπτει από τον αποκλεισμό των εσωτερικών πωλήσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού του προστίμου αυτού. Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 51 έως 65 της παρούσας αποφάσεως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, αποκλείοντας τις πωλήσεις αυτές, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

70      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι από το σημείο 41 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει ότι μεταξύ των τεσσάρων επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως η Guardian είχε το χαμηλότερο μερίδιο της σχετικής αγοράς, εκτιμώμενο μεταξύ 10 % και 20 %. Το μεγαλύτερο μερίδιο ήταν της Saint-Gobain, που κυμαινόταν μεταξύ 20 % και 30 %. Αντιθέτως, στο στάδιο της επίδικης αποφάσεως, η σειρά αυτή αντιστράφηκε, με τη Saint-Gobain να έχει τότε το χαμηλότερο μερίδιο της αγοράς, ήτοι μεταξύ 10 % και 20 %, και η Guardian το μεγαλύτερο, ήτοι 25 %, χωρίς ωστόσο η επίδικη απόφαση να περιλαμβάνει κάποια εξήγηση για τους λόγους τροποποιήσεως αυτού του τόσο σημαντικού στοιχείου της βάσεως υπολογισμού του προστίμου. Κατά συνέπεια, ο αποκλεισμός των εσωτερικών πωλήσεων είχε ως συνέπεια τη μείωση του σχετικού βάρους της Saint-Gobain στην παράβαση και στη συνακόλουθη αύξηση εκείνου της Guardian.

71      Συναφώς, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το ύψος του προστίμου της Saint-Gobain προσαυξήθηκε κατά 30 % προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στο γεγονός ότι επρόκειτο για καθέτως οργανωμένο παραγωγό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, κατά την αιτιολογική σκέψη 519 της επίδικης αποφάσεως, η αύξηση αυτή επιβλήθηκε στη Saint-Gobain για να προσδοθεί στο πρόστιμο αρκούντως αποτρεπτικός χαρακτήρας, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της «μεγαλύτερης παρουσίας της στον τομέα του γυαλιού» και «κύκλου εργασιών της [ο οποίος], σε απόλυτες τιμές, είναι καθαρά σημαντικότερος από εκείνον των λοιπών».

72      Επομένως, πρέπει να κριθεί βάσιμος ο δεύτερος λόγος που προέβαλε η Guardian ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζητώντας τη μείωση του ύψους του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή.

73      Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί, κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που έχει το ίδιο δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, επί του ύψους του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην Guardian (αποφάσεις Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 79, και Alliance One International κατά Επιτροπής, C‑679/11 P, EU:C:2013:606, σκέψη 104).

74      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι προς προσδιορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκεια αυτής. Επιπλέον, από την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου άρθρου 23 προκύπτει ότι για κάθε επιχείρηση που συμμετείχε στην παράβαση το πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβεί το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε στο προηγούμενο οικονομικό έτος.

75      Μολονότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του στον τομέα αυτό, να εκτιμήσει το ίδιο τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως και το είδος της συγκεκριμένης παραβάσεως προκειμένου να καθορίσει το ύψος του προστίμου, η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του δεν μπορεί να συνεπάγεται, κατά τον προσδιορισμό των επιβαλλόμενων προστίμων, διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, EU:C:2012:778, σκέψη 80).

76      Όσον αφορά τη μείωση του ύψους του προστίμου, οι διάδικοι διαφωνούν τόσο επί της αρχής όσο και επί του σχετικού ποσού.

77      Πρώτον, η Επιτροπή φρονεί ότι το γεγονός ότι η συνεκτίμηση των εσωτερικών πωλήσεων θα συνεπαγόταν υψηλότερα πρόστιμα για τους άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη δεν δικαιολογεί μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην Guardian, πράγμα το οποίο η τελευταία αμφισβητεί.

78      Επ’ αυτού, αρκεί να σημειωθεί ότι, αφού το Δικαστήριο διαπίστωσε το παράνομο της επίδικης αποφάσεως, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του μπορεί να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του εκείνη της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να καταργήσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο (βλ. αποφάσεις Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 61, καθώς και Otis κ.λπ., EU:C:2012:684, σκέψη 62). Η ως άνω αρμοδιότητα ασκείται λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών πραγματικών περιστάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, C‑534/07 P, EU:C:2009:505, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το ως άνω επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

79      Δεύτερον, οι διάδικοι διαφωνούν όσον αφορά το ποσοστό της μειώσεως του προστίμου που επιβάλλεται, προκειμένου να αντισταθμιστεί η άνιση μεταχείριση η οποία προκύπτει από τον αποκλεισμό των εσωτερικών πωλήσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού του προστίμου. Η Guardian εκτιμά, συγκρίνοντας τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση με εκείνα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι το σχετικό ποσό πρέπει να μειωθεί κατά 37 %. Η Επιτροπή, με το από 10 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό της, εκτιμά ότι η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί το 30 %. Υποστηρίζει ότι τα στοιχεία επί των οποίων η Guardian στηρίζει τους υπολογισμούς της περιλαμβάνουν τις πωλήσεις ορισμένων ειδών γυαλιού που αναφέρονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων αλλά δεν περιελήφθησαν στην επίδικη απόφαση.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών και νομικών στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να μειωθεί κατά 30 % το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην Guardian με το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως και να οριστεί το ποσό αυτό σε 103 600 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

82      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

83      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εντούτοις, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

84      Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως της Guardian έγινε δεκτή εν μέρει, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και αυτής της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως και, επιπλέον, στο ήμισυ εκείνων της Guardian στο πλαίσιο των δύο αυτών διαδικασιών. Η Guardian θα φέρει το ήμισυ των δικών της εξόδων σχετικά με τις διαδικασίες αυτές.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494) καθόσον απέρριψε τον λόγο που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως στην Guardian Industries Corp. και στην Guardian Europe Sàrl και καταδίκασε τις τελευταίες στα δικαστικά έξοδα.

2)      Αναιρεί το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2007) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39165 – Επίπεδο γυαλί), καθόσον καθορίζει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως στην Guardian Industries Corp. και στην Guardian Europe Sàrl σε 148 000 000 ευρώ.

3)      Το ύψος του βαρύνοντος αλληλεγγύως την Guardian Industries Corp. και την Guardian Europe Sàrl προστίμου λόγω της παραβάσεως που διαπιστώνεται στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως καθορίζεται σε 103 600 000 ευρώ.

4)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

5)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και εκείνης της αιτήσεως αναιρέσεως και, επιπλέον, στο ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Guardian Industries Corp. και η Guardian Europe Sàrl στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών.

6)      Η Guardian Industries Corp. και η Guardian Europe Sàrl φέρουν το ήμισυ των δικαστικών εξόδων σχετικά με τις διαδικασίες αυτές.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.