Language of document : ECLI:EU:C:2018:528

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 4ης Ιουλίου 2018 (1)

Υπόθεση C308/17

Hellenische Republik

κατά

Leo Kuhn

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Έννοια των “αστικών και εμπορικών υποθέσεων” – Ομόλογα εκδοθέντα από κράτος μέλος – Συμμετοχή στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους – Μονομερής και αναδρομική τροποποίηση των όρων δανεισμού – Ρήτρες συλλογικής δράσης – Αγωγή ασκηθείσα κατά του κράτους από ιδιώτες πιστωτές που ως φυσικά πρόσωπα κατέχουν τα ομόλογα αυτά – Ευθύνη του κράτους για τα acta jure imperii – Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ – Διεθνής δικαιοδοσία ως προς τις διαφορές εκ συμβάσεως – Έννοια των “διαφορών εκ συμβάσεως” – Έννοια της “δέσμευσης την οποία ανέλαβε ελεύθερα ο συμβαλλόμενος έναντι του αντισυμβαλλομένου του”– Έννοια του “τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή” – Όροι εγγραφής σε ομολογιακό δάνειο κράτους – Διαδοχικές εκχωρήσεις της απαιτήσεως – Πραγματικός τόπος εκπληρώσεως της “κύριας παροχής” – Πληρωμή τόκων»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Hellenische Republik (Ελληνικής Δημοκρατίας) και του L. Kuhn όσον αφορά αγωγή με αίτημα την τήρηση των όρων δανεισμού σχετικά με ομόλογα που είχε εκδώσει το εν λόγω κράτος μέλος και των οποίων κομιστής ήταν ο L. Kuhn ή την καταβολή αποζημιώσεως λόγω μη τηρήσεως των όρων αυτών.

3.        Για να γίνουν πλήρως κατανοητά το νόημα και το περιεχόμενο της εν λόγω αιτήσεως, αυτή πρέπει να τοποθετηθεί σε ευρύτερο πλαίσιο.

4.        Αφενός, η δίκη αυτή, η οποία αφορά την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2012 με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (3), δεν είναι μεμονωμένη.

5.        Αφετέρου, η σημασία των ερωτημάτων που το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), το αιτούν δικαστήριο, έθεσε σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία υπερβαίνει κατά πολύ τις τεχνικής φύσεως πτυχές της, οι οποίες παραδοσιακά θεωρούνται δύσκολες όσον αφορά την ερμηνευτέα διάταξη. Η σημασία αυτή οφείλεται κυρίως στην εξέλιξη των τεχνικών δανεισμού των κρατών καθώς και στα οικονομικά και πολιτικά διακυβεύματα που καθιστούν εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα τη δικαστική αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους.

6.        Ειδικότερα, η επιλογή της χρηματοδοτήσεως από τις αγορές μέσω ομολογιακών δανείων (4) είχε ως συνέπεια να καταστεί περίπλοκη η διαχείριση του δημόσιου χρέους λόγω της μη προσαρμογής των συμβατικής φύσεως μηχανισμών στην πολυμορφία των πιστωτών, οι οποίοι μπορεί να είναι δημόσιοι φορείς, ιδιωτικοί φορείς, θεσμικοί επενδυτές ή φυσικά πρόσωπα, και, προ πάντων, στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ τους.

7.        Επίσης, όταν επέρχεται κρίση δημόσιου χρέους, η έλλειψη διαδικασίας για τη γενική και οργανωμένη αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των κρατών έχει ως αποτέλεσμα να αφήνεται στα χέρια του δικαστή η τύχη της διαδικασίας αναδιαρθρώσεως (5).

8.        Έτσι, τα περίπλοκα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν από τον πολλαπλασιασμό και τη διεθνοποίηση των διαδικασιών δεν μπορούν να αποσπαστούν από το οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να λυθούν (6).

9.        Στην περίπτωση της αναδιαρθρώσεως του ελληνικού χρέους το 2012, της οποίας το ποσό ήταν μοναδικό στα χρονικά (7), οι παραδοσιακές δυσκολίες εμφανίστηκαν με νέους όρους λόγω της εκδόσεως των τίτλων σε ευρώ και λόγω του εντεύθεν κινδύνου συστημικής κρίσεως (8). Οι δυσκολίες αυτές δικαιολόγησαν την προσφυγή σε χρηματοοικονομικές και νομικές λύσεις των οποίων ο εξαιρετικός χαρακτήρας εξηγεί την ένταση των προβλημάτων που έπρεπε να λυθούν.

10.      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε την ευκαιρία να αντιληφθεί το λεπτό ζήτημα των συνεπειών της αναδιαρθρώσεως αυτής για τα δικαιώματα των κατόχων ελληνικών ομολόγων, υπό το πρίσμα της κοινοποιήσεως δικογράφων, ήτοι σε προχωρημένο στάδιο της διαφοράς, πριν από την εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας, στην απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Fahnenbrock κ.λπ. (C‑226/13, C‑245/13 και C‑247/13, στο εξής: απόφαση Fahnenbrock κ.λπ., EU:C:2015:383).

11.      Έκτοτε, άλλες αποφάσεις εκδόθηκαν από ευρωπαϊκά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων είχαν προσφύγει πολλοί άλλοι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων με τον ίδιο σκοπό, δηλαδή με τον σκοπό να γίνουν σεβαστά τα συμβατικά τους δικαιώματα ή να λάβουν αποζημίωση για τις προβαλλόμενες ζημίες τους.

12.      Ειδικότερα, με την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ (9), το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε την προσφυγή που είχαν ασκήσει στις 11 Φεβρουαρίου 2013 περισσότεροι από 200 κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, στην πλειοψηφία τους Ιταλοί, με αίτημα την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστησαν ειδικά κατόπιν της εκδόσεως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) της αποφάσεως της 5ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καταλληλότητα των εμπορεύσιμων χρεογράφων εκδόσεως ή πλήρους εγγυήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο της προσφοράς αυτής για την ανταλλαγή χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας (10), καθώς και άλλων μέτρων της ΕΚΤ συνδεόμενων με την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στη συνέχεια, με την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ (11), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα στις 21 Δεκεμβρίου 2015 από εμπορικές τράπεζες, αποκλείοντας κάθε ευθύνη της ΕΚΤ και επιβεβαιώνοντας τη λύση που είχε υιοθετήσει σχετικά με τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν ελληνικά χρεόγραφα.

13.      Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξέτασε τις προσφυγές που τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2014 είχαν ασκήσει 6 320 Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι κατείχαν, ως φυσικά πρόσωπα, ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ποσών μεταξύ 10 000 ευρώ και 1 510 000 ευρώ, και που στρέφονταν κατά της αναγκαστικής συμμετοχής τους στην απομείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους μέσω της ανταλλαγής των ομολόγων τους με άλλα μικρότερης αξίας. Με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016 (12), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, ομόφωνα, ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (13) ούτε του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου (14).

14.      Τώρα, το Δικαστήριο καλείται να συμπληρώσει την ανάλυσή του αποφαινόμενο επί των εφαρμοστέων κανόνων για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, σε προέκταση της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ. καθώς και της αποφάσεως της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, στο εξής: απόφαση Kolassa, EU:C:2015:37), όσον αφορά τη φύση των έννομων σχέσεων μεταξύ του εκδότη ενός κρατικού ομολόγου και του αγοραστή του ομολόγου αυτού.

15.      Κατόπιν των ερωτημάτων που τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, καθώς και των παρατηρήσεων των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία, το Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει, κατ’ αρχάς, αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στον κανονισμό 1215/2012 ο οποίος, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή σε «αστικές […] υποθέσεις», με εξαίρεση, μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις που αφορούν την ευθύνη του κράτους για πράξεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας (acta jure imperii). Αν η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, θα πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαφορά «εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το οποίο καθιερώνει κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, ο οποίος παρεκκλίνει από τον γενικό κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του. Τέλος, αν συμβαίνει αυτό, θα πρέπει να καθοριστεί ο τόπος όπου «εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 7.

16.      Στο τέλος της αναλύσεώς μου, θα προτείνω, μόνον επικουρικώς, ορισμένα στοιχεία για την απάντηση σε αυτά τα δύο τελευταία ερωτήματα που αφορούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012.

17.      Πράγματι, θα υποστηρίξω, κυρίως, ότι η διαφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

18.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 15 και 16 του κανονισμού 1215/2012 (15) αναφέρουν τα εξής:

«(4)      Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος.

[…]

(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης.»

19.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii).»

20.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο υπάγεται στο κεφάλαιο ΙΙ που επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», και ειδικότερα στο τμήμα 1 όπου συγκεντρώνονται οι «[γ]ενικές διατάξεις», ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

21.      Στο επιγραφόμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες» τμήμα 2 του ίδιου κεφαλαίου ΙΙ, το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» (16).

2.      Το ελληνικό δίκαιο

22.      Κατά την απόφαση περί παραπομπής (17), η Ελληνική Δημοκρατία εξέδωσε στην Ελλάδα κρατικά ομόλογα ως άυλους τίτλους (τίτλους με λογιστική μορφή), τα οποία διέπονταν από το ελληνικό δίκαιο και τέθηκαν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Οι άυλοι αυτοί τίτλοι ενεγράφησαν (18) στο σύστημα παρακολούθησης συναλλαγών της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, το οποίο περιλαμβάνει τους λογαριασμούς που ανοίχτηκαν στο όνομα κάθε μέλους του συστήματος του οποίου η συμμετοχή στο σύστημα έγινε δεκτή από τον διοικητή της ελληνικής κεντρικής τράπεζας (19).

23.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου, τα μέλη του συστήματος παρακολούθησης συναλλαγών της ελληνικής κεντρικής τράπεζας δύνανται να μεταβιβάζουν δικαιώματα σχετικά με ομόλογα (20) σε τρίτους επενδυτές, αλλά η δικαιοπραξία αυτή ενεργεί μόνο μεταξύ των συγκεκριμένων μερών και ρητώς δεν παράγει αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

24.      Το άρθρο 6, παράγραφος 4, του νόμου 2198/1994 ορίζει ότι ομόλογο μεταβιβάζεται με την εγγραφή του σε πίστωση του λογαριασμού του μετέχοντος στο σύστημα.

25.      Το άρθρο 6, παράγραφοι 5 έως 7, του εν λόγω νόμου διευκολύνει την κατανόηση του «συστήματος» που περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο. Ορίζει τα εξής:

«5.      Οι λογαριασμοί των φορέων τηρούνται στο Σύστημα. Οι λογαριασμοί των επενδυτών τηρούνται στους φορείς.

6.      Οι λογαριασμοί και στο Σύστημα και στους φορείς τηρούνται χωριστά κατά κατηγορία τίτλων με κοινά χαρακτηριστικά.

7.      Στο Σύστημα τηρούνται για κάθε φορέα χωριστοί λογαριασμοί αφ’ ενός μεν για τους τίτλους ιδίου χαρτοφυλακίου, αφ’ ετέρου δε για εκείνους του χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών του. Ο λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών κάθε φορέα τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους επενδυτές του φορέα.»

26.      Το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου, το οποίο επιγράφεται «Αξιώσεις επενδυτών», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Ο επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου.

[…]

6.      Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίων των τίτλων από το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στον κάθε φορέα τους τόκους και το κεφάλαιο των οφειλόμενων τίτλων κατά τη λήξη του δανείου. Η κατά τα ανωτέρω καταβολή επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος.

[…]»

27.      Επιπλέον, ο νόμος 4050/2012, «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων» (21), της 23ης Φεβρουαρίου 2012, προβλέπει τη δυνατότητα να υποβληθεί στους κατόχους ορισμένων ελληνικών κρατικών ομολόγων πρόταση «αναδιαρθρώσεως».

28.      Ο όρος αυτός, τον οποίο χρησιμοποιεί το αιτούν δικαστήριο, εμφανίζεται επίσης στην απόφαση Fahnenbrock κ.λπ. (σκέψη 8). Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ «αναδιαρθρώσεως του δημόσιου χρέους» και προτάσεως συμμετοχής σε αυτήν, η οποία συνίσταται στην «τροποποίηση επιλέξιμων τίτλων» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 4050/2012, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον ΟΔΔΗΧ [Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, Ελλάδα] να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου.

Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου.»

29.      Ο εν λόγω νόμος 4050/2012 προβλέπει την προσθήκη ρήτρας «αναδιαρθρώσεως»(22)ή «ρήτρας συλλογικής δράσης» (collective action clause, στο εξής: ρήτρα CAC) βάσει της οποίας είναι δυνατή η τροποποίηση των αρχικών όρων δανεισμού μέσω αποφάσεων που λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία του ανεξόφλητου κεφαλαίου και που έχουν εφαρμογή επίσης επί της μειοψηφίας.

30.      Στη σκέψη 9 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ. διευκρινίζεται ότι, «[κ]ατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, του ως άνω νόμου, για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται απαρτία ίση με το 50 % του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων ομολόγων, καθώς και ενισχυμένη πλειοψηφία που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του συμμετέχοντος κεφαλαίου».

31.      Προς συμπλήρωση της συνοπτικής περιγραφής στη σκέψη 10 της εν λόγω αποφάσεως, είναι χρήσιμο να εκτεθεί το άρθρο 1, παράγραφος 9, του εν λόγω νόμου το οποίο παρέθεσε η Ελληνική Κυβέρνηση και το οποίο ορίζει:

«Από τη δημοσίευση της εγκριτικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται.»

32.      Το άρθρο 1, παράγραφος 11, του νόμου 4050/2012, που και αυτό παρατίθεται στην απόφαση Μαμάτας (§ 48), ορίζει:

«Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποσκοπούν στην προστασία υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, υπερισχύουν οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας, […] και η εφαρμογή τους δεν γεννά, ούτε ενεργοποιεί οποιοδήποτε συμβατικό ή εκ του νόμου δικαίωμα υπέρ Ομολογιούχου ή επενδυτή, ούτε οποιαδήποτε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση σε βάρος του εκδότη ή του εγγυητή των τίτλων, πλην των όσων ρητά προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα

33.      Ο L. Kuhn, κάτοικος Βιέννης (Αυστρία), απέκτησε, μέσω τράπεζας-θεματοφύλακα η οποία εδρεύει στην Αυστρία και ενεργούσε ως παραγγελιοδόχος διαμεσολαβητής (23), ομόλογα ονομαστικής αξίας 35 000 ευρώ (24), το οποία είχαν εκδοθεί από την Ελληνική Δημοκρατία και διέπονταν από το ελληνικό δίκαιο. Τα κρατικά αυτά ομόλογα ενεγράφησαν σε πίστωση του λογαριασμού κινητών αξιών τον οποίο διαχειρίζεται η τράπεζα-θεματοφύλακας και του οποίου δικαιούχος είναι ο L. Kuhn (25). Πρόκειται για τίτλους στον κομιστή οι οποίοι, σύμφωνα με τους όρους δανεισμού, παρείχαν δικαίωμα για επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη τους καθώς και για «έγκαιρη καταβολή» (26).

34.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε στην Ελλάδα τα εν λόγω ομόλογα που διέπονταν από το ελληνικό δίκαιο και εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών ως άυλοι τίτλοι, δηλαδή πιστώσεις εγγεγραμμένες ως μέρος του δημόσιου χρέους. Οι εν λόγω τίτλοι ενεγράφησαν στο σύστημα παρακολούθησης συναλλαγών της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, στο οποίο οι μετέχοντες στο σύστημα αυτό, οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί από τον διοικητή της κεντρικής αυτής τράπεζας, διαθέτουν λογαριασμό στο όνομά τους.

35.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τόσο από τις διατάξεις του νόμου 2198/1994 όσο και από τους όρους δανεισμού σχετικά με τα επίμαχα κρατικά ομόλογα προκύπτει ότι τα μέλη του εν λόγω συστήματος είναι οι αρχικοί δικαιούχοι και πιστωτές των ομολόγων αυτών, τα οποία μεταβιβάζονται με την εγγραφή τους σε πίστωση του λογαριασμού τους, πριν τα μέλη αυτά μεταβιβάσουν σε τρίτους επενδυτές τα συνδεόμενα με τα εν λόγω ομόλογα δικαιώματα, δικαιοπραξία η οποία παράγει αποτελέσματα μεταξύ των συγκεκριμένων προσώπων και όχι εις όφελος ή εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

36.      Κατόπιν της εκδόσεως του νόμου 4050/2012, η Ελληνική Δημοκρατία προέβη σε μετατροπή των ομολόγων που είχε αποκτήσει ο L. Kuhn, αντικαθιστώντας τα με νέα κρατικά ομόλογα μικρότερης ονομαστικής αξίας.

37.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, κατά τα όσα αναφέρει ο L. Kuhn, η Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι την ημέρα της μετατροπής αυτής, κατέβαλλε τόκους σε λογαριασμό που τηρούνταν στο όνομά του σε τράπεζα εδρεύουσα στην Αυστρία. Διευκρινίζει ότι ο L. Kuhn πώλησε (27) έναντι 7 831,58 ευρώ τα μετατραπέντα ομόλογα, πράγμα που του προκάλεσε ζημία 28 673,42 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των ομολόγων κατά την ημερομηνία λήξεως στις 20 Φεβρουαρίου 2012, πλέον τόκων και εξόδων (28).

38.      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο L. Kuhn άσκησε ενώπιον του Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien (περιφερειακού πολιτικού δικαστηρίου Βιέννης, Αυστρία) αγωγή (29) με αίτημα την τήρηση των όρων δανεισμού σχετικά με τα επίμαχα ομόλογα ή την καταβολή αποζημιώσεως λόγω μη τηρήσεως των όρων αυτών.

39.      Με διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2016, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά την εν λόγω αγωγή.

40.      Επιληφθέν εφέσεως κατά της διατάξεως αυτής, το Oberlandesgericht Wien (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βιέννης, Αυστρία), με διάταξη της 25ης Φεβρουαρίου 2016, απέρριψε την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας με το σκεπτικό ότι η αγωγή του L. Kuhn δεν βασίζεται σε ελληνικό νομοθέτημα, αλλά στους αρχικούς όρους δανεισμού σχετικά με τα επίμαχα κρατικά ομόλογα και ότι το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο ορίζεται από το ελληνικό δίκαιο, το οποίο είναι εφαρμοστέο κατά τους διαδίκους, και αυτό είναι εν προκειμένω το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του πιστωτή, τόπου στον οποίο πρέπει να εκπληρωθεί η χρηματική παροχή.

41.      Η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε κατά της διατάξεως αυτής «έκτακτη αίτηση αναιρέσεως» ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

42.      Κατά το δικαστήριο αυτό, ο L. Kuhn, στο μέτρο που αξιώνει την τήρηση, από την Ελληνική Δημοκρατία, των όρων δανεισμού σχετικά με τα επίμαχα ομόλογα, ορθώς επικαλείται την προβαλλόμενη έννομη σχέση μεταξύ του ιδίου, ως αγοραστή των κρατικών ομολόγων, και της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως εκδότη των ομολόγων αυτών, οπότε υφίσταται «(παρεπόμενο)» δικαίωμα εκ συμβάσεως (30), βάσει του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012.

43.      Το αιτούν δικαστήριο δέχεται επίσης, αφενός, ότι ο L. Kuhn προβάλλει δικαίωμα τηρήσεως των όρων δανεισμού στηριζόμενο στη δέσμευση πληρωμής την οποία η Ελληνική Δημοκρατία ανέλαβε ως οφειλέτης των ομολόγων και, αφετέρου, ότι η έκδοση ομολόγων («ομολογιών πληρωτέων στον κομιστή»)(31)δεν μπορεί να εξομοιωθεί με acta jure imperii. Εντεύθεν συνάγει ότι η διαφορά εμπίπτει στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

44.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Πρέπει το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού [1215/2012] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

–        ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής κατά τη διάταξη αυτή καθορίζεται από την αρχική σύμβαση ακόμη και στην περίπτωση –όπως εν προκειμένω– πολλαπλής συμβατικής εκχωρήσεως της απαιτήσεως;

–        ο πραγματικός τόπος εκπληρώσεως, σε περίπτωση αγωγής που αφορά την τήρηση των όρων κρατικού ομολόγου –όπως εν προκειμένω του ομολόγου που εξέδωσε η Ελληνική Δημοκρατία– ή σε περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως λόγω μη τηρήσεως των όρων αυτών, έχει ήδη καθοριστεί με την πληρωμή τόκων του εν λόγω κρατικού ομολόγου σε τηρούμενο στην ημεδαπή λογαριασμό κινητών αξιών του δικαιούχου [(32)];

–        ο διά της αρχικής συμβάσεως καθορισμός ενός νόμιμου τόπου εκπληρώσεως της παροχής, κατά την έννοια της [εν λόγω διατάξεως], αναιρεί την άποψη ότι η μεταγενέστερη πραγματική εκτέλεση της συμβάσεως καθορίζει –νέο– τόπο εκπληρώσεως κατά την έννοια της [ίδιας] διατάξεως;»

IV.    Η ανάλυσή μου

45.      Με τα τρία προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου ένα πρόσωπο απέκτησε, μέσω τράπεζας-θεματοφύλακα, ομόλογα εκδοθέντα από κράτος μέλος και προβάλλει έναντι του κράτους αυτού αξίωση βάσει των όρων ομολογιακού δανείου, το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο «τόπος που εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» καθορίζεται από τους δανειακούς όρους κατά την έκδοση των ομολόγων αυτών, παρά τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις τους, ή από τον τόπο πραγματικής τηρήσεως των όρων δανεισμού, όπως η καταβολή τόκων.

46.      Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία καθώς και η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπίπτει ούτε στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012, καθόσον, ουσιαστικά, απορρέει από το κυριαρχικό δικαίωμα ενός κράτους μέλους να νομοθετήσει προκειμένου να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος του, ούτε στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, καθόσον δεν υφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ του κράτους μέλους και του κατόχου κρατικών ομολόγων. Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθορίσει αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αγωγή αφορά «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (33). Μόνον αν δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα μπορέσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του δευτέρου προαναφερθέντος ερωτήματος.

1.      Εμπίπτει η διαφορά στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012;

47.      Για να θεωρήσει ότι η διαφορά εμπίπτει στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση Fahnenbrock κ.λπ., αφότου εξέθεσε ότι ο ενάγων ζητεί την τήρηση των όρων δανεισμού ή αποζημίωση για τη μη τήρησή τους από το εναγόμενο κράτος το οποίο εξέδωσε τα κρατικά ομόλογα, βασιζόμενος στη δέσμευση πληρωμής που το εν λόγω κράτος είχε αναλάβει ως οφειλέτης των ομολόγων (34). Μολονότι η προσέγγιση αυτή μπορεί να φαίνεται σε κάποιο μέτρο εύλογη, εντούτοις η άποψή μου αποκλίνει εκ βάθρων όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν εντεύθεν, και τούτο διότι η ανάλυση της διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να στηρίζεται σε διαφορετικές βάσεις, τις οποίες θα εξετάσω.

1.      Επί του περιεχομένου της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.

48.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο συγκλίσεως, επισημαίνεται ότι το αντικείμενο της διαφοράς, της οποίας τα πραγματικά περιστατικά είναι σχεδόν ανάλογα (35), είναι παρόμοιο, επειδή σε μία από τις υποθέσεις (την υπόθεση Kickler κ.λπ., C‑578/13) με βάση τις οποίες το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση Fahnenbrock κ.λπ. κάτοχοι ελληνικών ομολόγων ζητούσαν από την Ελληνική Δημοκρατία, πέρα από την καταβολή αποζημιώσεως, την κατά τη σύμβαση εξόφληση των αρχικών ομολόγων που είχαν λήξει. Σε όλες τις περιπτώσεις, βάση της αγωγής ήταν προσβολή των συμβατικών δικαιωμάτων και παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων (36).

49.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το δεύτερο σημείο συγκλίσεως είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθόσον το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ερμηνείας του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 (37), η διατύπωση του οποίου είναι πανομοιότυπη με αυτήν του άρθρου 1 του κανονισμού 1215/2012. Το πεδίο εφαρμογής τους περιορίζεται στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» και δεν καταλαμβάνει «την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας (“acta iure imperii”)» (38).

50.      Στην απόφαση Fahnenbrock κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι «[τ]ο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού [1393/2007] έχει την έννοια ότι αγωγές περί ανορθώσεως της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας, περί εκπληρώσεως της συμβάσεως και περί καταβολής αποζημιώσεως, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» (39).

51.      Εντούτοις, η απόφαση Fahnenbrock κ.λπ. δεν έχει, κατ’ εμέ, το περιεχόμενο που της αποδίδει το αιτούν δικαστήριο. Συγκεκριμένα, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα ερμηνευτικά όρια που έθεσε το Δικαστήριο.

52.      Συναφώς, είναι ουσιώδες να σημειωθεί κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο αποστασιοποιήθηκε από τις παλαιότερες λύσεις οι οποίες στόχευαν στην εναρμόνιση της ερμηνείας της ίδιας έννοιας, και τούτο λόγω των ιδιαίτερων στόχων που έπρεπε να επιτευχθούν (40). Έτσι, από το μεθοδολογικής φύσεως σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως (41) προκύπτει ότι το Δικαστήριο έδειξε σαφή προτίμηση υπέρ του μηχανισμού του κανονισμού 1393/2007 προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά του, μεριμνώντας για τη διασφάλιση τόσο της ταχείας προσβάσεως στον δικαστή της ουσίας όσο και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (42).

53.      Το Δικαστήριο στη συνέχεια δέχθηκε την ιδιαίτερη φύση της εξακριβώσεως στην οποία ο δικαστής προβαίνει στο στάδιο της αιτήσεως επιδόσεως, κρίνοντας ότι στο δικαστήριο που θα επιληφθεί στο πλαίσιο της μεταγενέστερης κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας εναπόκειται να αποφανθεί επί του ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας (43).

54.      Συναφώς, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι επιστροφή της αιτήσεως επιδόσεως από την υπηρεσία παραλαβής πρέπει να πραγματοποιείται μόνο σε διαφορές που προφανώς δεν εμπίπτουν στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (44).

55.      Τέλος, το Δικαστήριο έδωσε δύο χρήσιμα στοιχεία απαντήσεως για τις ανάγκες μιας εξετάσεως prima facie ή, με άλλα λόγια, ενός ελέγχου του οποίου η ένταση προσαρμόζεται στον επιδιωκόμενο σκοπό ταχύτητας, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσε να δημιουργήσει εκ των προτέρων αμφιβολίες ως προς τον αστικό χαρακτήρα της αγωγής, καθόσον αυτή στρέφεται κατά κράτους και αφορά την από αυτό έκδοση κρατικών ομολόγων.

56.      Πρώτον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «[η] έκδοση […] ομολόγων δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών» (45). Δεύτερον, ανέδειξε ορισμένα στοιχεία που δικαιολογούν ενδελεχή εξέταση της φύσεως της σχέσεως του κράτους με τον κομιστή. Πρόκειται για τους χρηματοοικονομικούς όρους των επίμαχων τίτλων που θα μπορούσαν να έχουν καθοριστεί «βάσει των όρων της αγοράς οι οποίοι διέπουν την εμπορία των χρηματοπιστωτικών μέσων και τις αποδόσεις τους» (46), καθώς και για την τροποποίηση των χρηματοοικονομικών αυτών όρων που θα μπορούσε «να επέλθει κατόπιν κατά πλειοψηφίαν αποφάσεως των δικαιούχων» των ομολόγων βάσει συμβατικής ρήτρας η οποία έχει ενσωματωθεί στις συμβάσεις εκδόσεως (47).

57.      Το Δικαστήριο, το όποιο είχε προηγουμένως επισημάνει την περιπλοκότητα των ζητημάτων που έχουν συνέπειες για την ασυλία των κρατών (48), συνήγαγε εντεύθεν ότι «δεν είναι δυνατόν να κριθεί ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007, οπότε ο ως άνω κανονισμός έχει εφαρμογή στις υποθέσεις αυτές» (49).

58.      Κατά συνέπεια, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο (50), εφόσον στο επιληφθέν δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν έχει διεθνή δικαιοδοσία, πρέπει να ξεκινήσουμε και πάλι την ανάλυσή μας σχετικά με τον χαρακτηρισμό της διαφοράς εστιάζοντας στα στοιχεία που το Δικαστήριο ανέδειξε στην απόφαση Fahnenbrock κ.λπ. προκειμένου να δικαιολογήσει τις επιφυλάξεις του όσον αφορά την πρόδηλη άσκηση κρατικής εξουσίας.

2.      Ο χαρακτηρισμός της διαφοράς

59.      Εκ προοιμίου, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι οι μέθοδοι ερμηνείας των προγενέστερων πράξεων που ρύθμιζαν τη διεθνή δικαιοδοσία, μέθοδοι οι οποίες γίνονται μέχρι σήμερα δεκτές (51), έχουν εφαρμογή επίσης επί του κανονισμού 1215/2012 (52).

60.      Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία της αυτοτελούς έννοιας των «αστικών ή εμπορικών υποθέσεων» έχει ως αποτέλεσμα το πεδίο εφαρμογής των πράξεων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία να καθορίζεται βάσει «στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων στη διαφορά διαδίκων ή του αντικειμένου αυτής» (53). Επομένως, πρέπει να ταυτοποιείται η έννομη σχέση που υφίσταται μεταξύ των διαδίκων και να εξετάζονται η βάση του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος και ο τρόπος ασκήσεώς του (54).

61.      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε από ιδιώτη κατά κράτους που είναι εκδότης ομολογιακού δανείου απορρέει στην ουσία από πράξη ασκήσεως κρατικής εξουσίας ή, πιο συγκεκριμένα, αν η έννομη σχέση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του L. Kuhn, όπως αυτή απορρέει από τους όρους δανεισμού, αποτελεί έκφανση ασκήσεως κρατικής εξουσίας εκ μέρους του κράτους οφειλέτη, κατά το μέτρο που αντιστοιχεί στην άσκηση υπέρμετρων εξουσιών σε σχέση με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (55).

62.      Κατά τη γνώμη μου, όπως στις προηγούμενες υποθέσεις που αφορούν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έτσι και στην παρούσα υπόθεση, η έκφανση αυτή απορρέει τόσο από τη φύση και τους όρους των τροποποιήσεων της συμβατικής σχέσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των κατόχων των τίτλων όσο και από το πλαίσιο εντός του οποίου συντελέστηκαν οι τροποποιήσεις αυτές.

63.      Ειδικότερα, οι σε ευρεία κλίμακα χρησιμοποιούμενοι γενικοί όροι «τροποποίηση» ή «μετατροπή» των τίτλων αμβλύνουν κατά πολύ τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ανταλλαγής τίτλων που πραγματοποιήθηκε (56): οι αρχικοί τίτλοι ακυρώθηκαν και αντικαταστάθηκαν με νέους τίτλους χαμηλότερης ονομαστικής αξίας, με αποτέλεσμα να επέλθει απώλεια κεφαλαίου της τάξεως του 53,5 %, ή ακόμη και μεγαλύτερη αν ληφθεί υπόψη η μεταβολή της ημερομηνίας λήξεως των παλαιών τίτλων (57), όπου ένα μέρος από αυτούς θα λήξει μεταξύ των ετών 2023 και 2042. Τα ετήσια επιτόκια για την πληρωμή των τοκομεριδίων μεταβλήθηκαν. Τέλος, οι τίτλοι δεν διέπονται πλέον από το ελληνικό δίκαιο, αλλά από το αγγλικό (58).

64.      Λόγω του ουσιώδους χαρακτήρα της, αυτή η αντικατάσταση τίτλων δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τροποποιήσεις που εν γένει θεωρούνται ως απρόοπτα σύμφυτα με αυτού του είδους τις επενδύσεις που ελέγχονται πλήρως από το δανειζόμενο κράτος μέλος (59), τροποποιήσεις δε τις οποίες μπορεί να αναμένει ένας αγοραστής ομολόγων που έχει τη συνήθη πληροφόρηση (60).

65.      Πρέπει επίσης να υπογραμμιστούν οι όροι της εν λόγω αντικαταστάσεως καθόσον αυτοί δεν προβλέπονταν κατά την έκδοση των τίτλων ούτε από τους όρους δανεισμού ούτε από το ελληνικό δίκαιο, από το οποίο αυτοί διέπονταν. Οι όροι αυτοί επιβλήθηκαν από τον Έλληνα νομοθέτη με τον νόμο 4050/2012 μέσω της εισαγωγής των ρητρών CAC με αναδρομική ισχύ.

66.      Βάσει των ρητρών αυτών, η συμφωνία μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των κατόχων των ομολόγων οι οποίοι αποφάσισαν, με ενισχυμένη πλειοψηφία, να δεχθούν τις τροποποιήσεις των συμβατικών όρων που είχε προτείνει το Ελληνικό Δημόσιο, κατέστησε δυνατό να επιβληθούν οι όροι αυτοί στη μειοψηφία των ομολογιούχων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επιθυμούσαν να αρνηθούν τους εν λόγω όρους.

67.      Η χρήση του μηχανισμού αυτού δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς τον άμεσο και ευθύ χαρακτήρα (61) των τροποποιήσεων των όρων δανεισμού όσον αφορά τη μειοψηφία των ομολογιούχων, πολλώ δε μάλλον επειδή ο νόμος 4050/2012 είχε ακριβώς ως σκοπό την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέλθει η Ελλάδα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (62). Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνήγαγε από τον μηχανισμό των ρητρών CAC ότι «οι όροι βάσει των οποίων έλαβε χώρα η ανταλλαγή αποδεικνύουν σαφώς τον μη προαιρετικό χαρακτήρα της συμμετοχής [τον προσφευγόντων] στη διαδικασία κουρέματος» (63).

68.      Για να επιλυθεί το ζήτημα που μας απασχολεί σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012, δεν μπορούν να αντληθούν επιχειρήματα ούτε από το γεγονός ότι, χάρη στις ρήτρες CAC, επήλθε η συμφωνία των ομολογιούχων εντός συμβατικού πλαισίου (64). Πράγματι, η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να αποσπαστεί από τις περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε δεκτή η με αναδρομική ισχύ προσθήκη των εν λόγω ρητρών στους όρους δανεισμού.

69.      Μολονότι ο νόμος 4050/2012 θέτει σε εφαρμογή τη συμφωνία που απέρρευσε από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των ιδιωτών επενδυτών (PSI) των οποίων η συμμετοχή θεωρήθηκε ότι «έχει ζωτικό ρόλο στην εδραίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους» (65), εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι τα φυσικά πρόσωπα, που αποτελούσαν μόλις μια μειοψηφία των κατόχων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και αντιπροσώπευαν περίπου το 1 % του συνολικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας, δεν έλαβαν μέρος στις εν λόγω διαπραγματεύσεις οι οποίες διεξήχθησαν με τους θεσμικούς επενδυτές οι οποίοι είναι κυρίως τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα (66).

70.      Επιπλέον, άλλες πτυχές του εξαιρετικού πλαισίου εντός του οποίου δημοσιεύθηκε ο νόμος 4050/2012 πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη.

71.      Πρώτον, η δεσμευτική διαδικασία που επιβάλλει ο νόμος αυτός είναι το αποτέλεσμα της αναζητήσεως «λύση[ς] έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα» (67) στην κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νομισματική πολιτική της Ένωσης, καθόσον σκοπό είχε την προστασία της χρηματοοικονομικής οργανώσεως ενός κράτους μέλους και, γενικότερα, τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ευρωζώνης στο σύνολό της (68).

72.      Δεύτερον, η πρωτοφανής χρησιμοποίηση (69) ρήτρας CAC με αναδρομική ισχύ είχε σκοπό να αποτραπεί ο κίνδυνος αποτυχίας του σχεδίου αναδιαρθρώσεως του χρέους (70) o οποίος μπορούσε να προκύψει ειδικά από την έλλειψη ρήτρας CAC (71) στις εκδόσεις τίτλων που η Ελληνική Δημοκρατία είχε πραγματοποιήσει στην εγχώρια αγορά. Εφόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν να διασφαλιστεί η συμμετοχή του συνόλου των ιδιωτών πιστωτών, οι ελληνικές αρχές εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι πάνω από το 90 % του ομολογιακού χρέους διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο, προκειμένου να το τροποποιήσουν επιβάλλοντας τις εν λόγω ρήτρες (72).

73.      Τρίτον, η εφαρμογή αυτής της διαδικασίας από το κράτος, το οποίο ενεργεί συγχρόνως ως συμβαλλόμενος και ως νομοθέτης, έχει χρονικά όρια (73). Συγκεκριμένα, αφενός, οι νέοι τίτλοι που προέκυψαν από τη μετατροπή υπάγονται στο αγγλικό δίκαιο το οποίο προβλέπει ρήτρες CAC (74). Αφετέρου, μετά την απόφαση των Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, η οποία ελήφθη τον Νοέμβριο του 2010 και επιβεβαιώθηκε με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης και 25ης Μαρτίου 2011 (75), να καταστεί υποχρεωτική η χρήση του μηχανισμού των ρητρών CAC, από την 1η Ιανουαρίου 2013 περιλαμβάνονται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) που συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 2 Φεβρουαρίου 2012 (76), ρήτρες CAC σε όλους του τίτλους διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους που αφορούν το δημόσιο χρέος των κρατών μελών της ευρωζώνης (77). Οι ρήτρες αυτές συνιστούν πλέον ένα από τα μέσα για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ευρωζώνης και έτσι συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού «διασφαλίσεως μιας διαχειρίσεως των κρίσεων φερεγγυότητας των κρατών» (78) και καθησυχασμού των επενδυτών.

74.      Το σύνολο των στοιχείων αυτών αναδεικνύει την επιδίωξη ενός σκοπού γενικού συμφέροντος, ο οποίος δεν περιορίζεται μόνο στο συμφέρον της Ελλάδας, αλλά αφορά ολόκληρη την ευρωζώνη. Κατά τη γνώμη μου, η αποδοχή, υπό αυτές τις συνθήκες, ότι η ένδικη διαφορά δεν παραμένει εντός της στενά νοούμενης συμβατικής σφαίρας (79) δεν σημαίνει ότι μπορεί να διευκολύνει τη χρήση από τα δανειζόμενα κράτη της νομοθετικής διαδικασίας προκειμένου να «θωρακίσουν με ασυλία»(80)τις συμβάσεις δημόσιου χρέους τροποποιώντας ειδικά με αναδρομική ισχύ τους όρους δανεισμού.

75.      Εντεύθεν συνάγω ότι η διαφορά της κύριας δίκης απορρέει κατ’ ουσίαν από πράξη ασκήσεως κρατικής εξουσίας με την οποία επιβλήθηκαν αναδρομικά, υπό συνθήκες και περιστάσεις εξαιρετικής φύσεως, η μετατροπή των τίτλων και η τροποποίηση των αρχικών όρων δανεισμού, με σκοπό να μην περιέλθει το Ελληνικό Δημόσιο σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και να διασφαλιστεί η σταθερότητα της ευρωζώνης.

76.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ότι δεν εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 αγωγή την οποία φυσικό πρόσωπο που απέκτησε ομόλογα εκδοθέντα από κράτος μέλος άσκησε κατά του εν λόγω κράτους, με αίτημα την τήρηση των αρχικών όρων δανεισμού ή την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη μη τήρησή τους, λόγω της ανταλλαγής των ομολόγων αυτών με ομόλογα μικρότερης αξίας, που επιβλήθηκε στο εν λόγω φυσικό πρόσωπο διά νόμου ο οποίος εκδόθηκε από τον εθνικό νομοθέτη υπό εξαιρετικές περιστάσεις και ο οποίος τροποποίησε μονομερώς και αναδρομικά τους όρους των ομολόγων, προσθέτοντας σε αυτούς ρήτρα CAC η οποία παρέσχε σε μια ειδική πλειοψηφία των κατόχων των ομολόγων αυτών τη δυνατότητα να επιβάλει μια τέτοια ανταλλαγή στη μειοψηφία.

77.      Αν όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη αγωγή περιορίζεται «στην υποβολή στον έλεγχο των δικαστηρίων σχέσεων ιδιωτικού δικαίου»(81)μεταξύ του αγοραστή ενός κρατικού ομολόγου και του κράτους το οποίο προέβη σε μια πράξη jure gestionis, τότε θα πρέπει να καθοριστεί αν η διαφορά εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού.

2.      Εμπίπτει η διαφορά στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012;

78.      Αφότου θέσω τις βάσεις της συλλογιστικής και διευκρινίσω τους λόγους για τους οποίους η απόφαση Kolassa δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς, θα εκθέσω την άποψή μου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της διαφοράς της κύριας δίκης.

1.      Υπενθύμιση των ερμηνευτικών αρχών

79.      Εκ προοιμίου, θα υπενθυμίσω τις βάσεις στις οποίες στηρίζεται οποιαδήποτε ερμηνεία της έννοιας «διαφορές εκ συμβάσεως».

80.      Όπως για την ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού 1215/2012 (82), πρέπει να γίνει αναφορά στην ερμηνεία την οποία το Δικαστήριο έδωσε σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, καθόσον αυτή ισχύει επίσης για το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 που το αντικαθιστά (83).

81.      Εντεύθεν προκύπτει, πρώτον, ότι η ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 7 πρέπει να είναι στενή, καθόσον το άρθρο αυτό παρέχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα επιλογής διεθνούς δικαιοδοσίας και, συνεπώς, τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους κατοικίας του εναγομένου. Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας δεν επιδέχονται ερμηνεία βαίνουσα πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός (84).

82.      Δεύτερον, πρέπει να ορίζονται λύσεις έχουσες συνοχή με τον επιδιωκόμενο γενικό σκοπό που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1215/2012. Πρόκειται για τη διευκόλυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όταν «υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στη διαφορά και το δικαστήριο που καλείται να επιληφθεί σχετικά» (85). Το δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή που προβλέπεται στη σύμβαση και αποτελεί τη βάση της αγωγής είναι συνήθως το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί, ιδίως λόγω της εγγύτητας με τη διαφορά και της διευκολύνσεως της διεξαγωγής αποδείξεων (86). Η διασφάλιση της ταχείας εκτελέσεως της αποφάσεως δύναται και αυτή να ληφθεί υπόψη (87).

83.      Τρίτον, πάντα κατά πάγια νομολογία σχετικά με την αυτοτελή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» (88) και, επομένως, σχετικά με τον αποκλεισμό της «παραπομπής στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του ετέρου των εμπλεκομένων κρατών» (89), η εφαρμογή του κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται συναφώς από το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 προϋποθέτει τον προσδιορισμό μιας νομικής υποχρεώσεως την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή, ενώ δεν έχει σημασία το γεγονός ότι δεν συνήφθη σύμβαση (90) ή ότι η σύμβαση διέπεται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου (91).

84.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» «αν η συμπεριφορά που προσάπτεται μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές ορίζονται βάσει του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως», και ότι «[τ]ούτο ισχύει a priori στην περίπτωση όπου η ερμηνεία της συμβάσεως που έχουν συνάψει ο εναγόμενος με τον ενάγοντα παρίσταται απολύτως αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συμπεριφορά την οποία προσάπτει ο δεύτερος στον πρώτο είναι θεμιτή ή, αντιθέτως, αθέμιτη» (92). Η έννοια «ενοχές εξ αδικοπραξίας» γίνεται δεκτή μόνον όταν η αγωγή δεν συνδέεται στενά με σύμβαση (93).

85.      Όταν πρόκειται για αγωγή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, θα αρκεί, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, να μεταφερθεί η νομολογία που απορρέει από την απόφαση Kolassa. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή για τους λόγους που τώρα θα εκθέσω.

2.      Το περιεχόμενο της αποφάσεως Kolassa

86.      Στην απόφαση αυτή, η οποία αφορά αγορά τίτλων στη δευτερογενή αγορά στην οποία παρεμβάλλονται διάφοροι ενδιάμεσοι, όπως στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ενάγων που από τρίτον αγόρασε χρεόγραφο πληρωτέο στον κομιστή, χωρίς ο εκδότης του να έχει αναλάβει ελεύθερα οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του εν λόγω ενάγοντος, πράγμα που ήταν έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξακριβώσει, δεν δύναται να επικαλεστεί την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη διεθνή δικαιοδοσία στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας κατά του εν λόγω εκδότη και στηριζόμενης στους όρους δανεισμού, στην παράβαση των υποχρεώσεων ενημερώσεως και ελέγχου, καθώς και στην ευθύνη σχετικά με ένα ενημερωτικό δελτίο (94).

87.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη σύντομη περιγραφή των πραγματικών περιστατικών από το αιτούν δικαστήριο προέκυπτε ότι δεν υπήρχε νομική υποχρέωση την οποία η εκδότρια τράπεζα είχε αναλάβει ελεύθερα έναντι του ενάγοντος, ο οποίος είχε αγοράσει από τρίτον ομόλογο πληρωτέο στον κομιστή (95).

88.      Θεωρώ ότι η διαφορά της κύριας δίκης διαφέρει για πλείονες λόγους από την κατάσταση σχετικά με την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή. Πρώτον, οι υποχρεώσεις στις οποίες στηριζόταν ο επενδυτής ήσαν προσυμβατικής φύσεως. Υποστήριζε ότι ο εκδότης των τίτλων τους οποίους είχε αγοράσει είχε ευθύνη λόγω ενός ενημερωτικού δελτίου καθώς και λόγω παραβάσεως άλλων νομίμων υποχρεώσεων ενημερώσεως που βάρυναν τον εν λόγω εκδότη, με σκοπό να αποδείξει ότι δεν θα είχε πραγματοποιήσει μια τέτοια επένδυση αν ήταν καλύτερα πληροφορημένος.

89.      Δεύτερον, η έκδοση κρατικών ομολόγων, όπως είχε περιγραφεί από το αιτούν δικαστήριο, η οποία στοιχεί με τις συνήθεις διαμεσολαβήσεις στις περιπτώσεις κρατικού δανεισμού, υπόκειται σε όρους οι οποίοι εκ βάθρων διαφέρουν από εκείνους που ισχύουν για παραστατικά όπως αυτά στα οποία είχε επενδύσει ο H. Kolassa. Αυτά τα επίμαχα παραστατικά είχαν εκδοθεί από ιδιωτική τράπεζα, υπό τη μορφή ομολόγων πληρωτέων στον κομιστή των οποίων η αξία καθοριζόταν βάσει δείκτη σχηματιζομένου από χαρτοφυλάκιο του οποίου η διαχείριση είχε ανατεθεί σε ιδιωτική εταιρία (96).

90.      Τρίτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν κομιστής των εν λόγω ομολόγων (97), αφότου διαπίστωσε ότι τα είχε παραγγείλει και αγοράσει από τη μητρική της εταιρία η τράπεζα με την οποία ο προσφεύγων είχε άμεση σχέση, όπου οι εταιρίες αυτές εκτέλεσαν την παραγγελία στο όνομά τους, καθώς και ότι τα ομόλογα αυτά διακρατήθηκαν, ως κεφάλαιο καλύψεως, από τη διαμεσολαβήτρια τράπεζα στο όνομά της και για λογαριασμό του προσφεύγοντος (98).

91.      Αυτά δεν συνέβησαν στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο προσφεύγων είναι κύριος των ομολόγων τα οποία αγοράστηκαν στο όνομά του από την τράπεζα-θεματοφύλακα και αυτή ενήργησε ως παραγγελιοδόχος.

92.      Κατά συνέπεια, τίθεται το ζήτημα του ειδικού χαρακτηρισμού των δεσμών αυτών. Λαμβανομένης υπόψη της επιλογής να έχει αυτοτελή χαρακτήρα η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» (99), το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί του σημείου αυτού.

3.      Ο ειδικός χαρακτηρισμός όσον αφορά την έκδοση κρατικών ομολόγων

93.      Όσον αφορά την έκδοση κρατικών ομολόγων, αυτό το ζήτημα χαρακτηρισμού είναι καινοφανές και περίπλοκο λόγω των δύο πτυχών του, ήτοι της ιδιαίτερης φύσεως του κρατικού ομολόγου και της συνδεόμενης με αυτήν μεταβιβάσεως δικαιωμάτων ή εκχωρήσεως απαιτήσεως.

94.      Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, «πλέον, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα δικαιώματα επί τίτλων κατέχονται, μεταβιβάζονται και ενεχυριάζονται μέσω εγγραφής σε λογαριασμούς τίτλων» (100).

95.      Μολονότι διάφοροι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι στη δευτερογενή αγορά δεν υφίσταται συμβατικός δεσμός μεταξύ του εκδότη και του επενδυτή, άλλοι θεωρούν ότι η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να σχετικοποιηθεί (101). Όπως οι τελευταίοι, θεωρώ ότι, στον τομέα αυτόν, μολονότι δύναται να γίνει δεκτό ότι πλέον δεν υφίσταται άμεσος συμβατικός δεσμός, ελλείψει τίτλου έχοντος υπογραφεί από τον εκδότη και τον κομιστή(102), εντούτοις «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως γενικός κανόνας ότι οι έννομες σχέσεις μεταξύ του εκδότη ενός χρηματοοικονομικού τίτλου και του επενδυτή που αποκτά έναν τέτοιο τίτλο (έστω και στη δευτερογενή αγορά) δεν είναι συμβατικής φύσεως. Ένα τέτοιο ζήτημα μπορεί να εξεταστεί μόνο κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη της συγκεκριμένης φύσεως των χρηματοοικονομικών τίτλων, των εγγράφων που τους διέπουν, καθώς και των εντεύθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εκδότη και του επενδυτή» (103).

96.      Θεωρώ ότι ένα επιχείρημα υπέρ της προσεγγίσεως αυτής μπορεί να συναχθεί από την ανάγνωση της σκέψεως 41 της αποφάσεως Kolassa, η οποία δεν αποκλείει ότι η διαφορά μπορεί να εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως».

97.      Συνεπώς, οι όροι με τους οποίους ένα κράτος προτείνει την εγγραφή σε ομόλογα, όπως αυτοί περιγράφονται από το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορούν, κατ’ εμέ, να χαρακτηριστούν ως «διαδοχικές συμβάσεις», κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (104).

98.      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, και ιδίως από τη subscription agreement (συμφωνία εγγραφής), το Ελληνικό Δημόσιο συμβλήθηκε με «managers» ή με μετέχοντες στο σύστημα της πρωτογενούς αγοράς οι οποίοι, ως πρώτοι κάτοχοι των τίτλων, μπορούσαν να τους ρευστοποιήσουν στη δευτερογενή αγορά. Με άλλα λόγια, ο ρόλος τους δύναται να χαρακτηριστεί ως ρόλος «διανομέα» προς επενδυτές της δευτερογενούς αγοράς στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές σχετικά με τα εν λόγω ομόλογα.

99.      Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο, όπως κάθε κράτος που εκδίδει τίτλους, κατήρτισε ένα έγγραφο (offering circular ή ενημερωτικό δελτίο εκδόσεως) το οποίο εκθέτει τους κύριους όρους δανεισμού και το οποίο από νομικής απόψεως συνιστά τη σύμβαση που συνήφθη με τους πιστωτές του (105). Έτσι, σε αυτή την έννομη σχέση, το κράτος αναλαμβάνει έναντι κάθε κομιστή τίτλων τη δέσμευση να πληρώνει τοκομερίδια και να επιστρέψει το δάνειο στη λήξη του, όχι βέβαια απευθείας, αλλά μέσω των ενδιάμεσων οι οποίοι απέκτησαν τους τίτλους για λογαριασμό του κομιστή. Στη σχέση αυτή, δύναται επίσης να θεωρηθεί ότι «η μεταβίβαση του τίτλου στον κομιστή επιφέρει τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων που ο τίτλος ενσωματώνει: δεδομένου ότι ο ενδιάμεσος είχε εξαρχής δεσμευθεί έναντι κάθε κομιστή του τίτλου, ο κομιστής είναι κάτοχος αυτοτελούς δικαιώματος έναντι του εκδότη» (106). Στη σκέψη 91 της αποφάσεως της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ (107), γίνεται δεκτή μια συγκλίνουσα ανάλυση. Διευκρινίζεται εκεί ότι, «κατά το εφαρμοστέο ιδιωτικό δίκαιο, οι […] κεντρικές τράπεζες απέκτησαν, με την επαναγορά κρατικών χρεογράφων, όπως και οι ιδιώτες επενδυτές, την ιδιότητα του πιστωτή του κράτους οφειλέτη που έχει εκδώσει τα χρεόγραφα αυτά» (108).

100. Δύο πρόσθετα επιχειρήματα μπορούν να αντληθούν από τη παρέμβαση του κράτους-νομοθέτη προκειμένου να τροποποιηθούν οι όροι δανεισμού του κράτους‑συμβαλλόμενου. Αφενός, ο επίμαχος νόμος είχε σκοπό να δημιουργήσει άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά τους τίτλους που ανήκαν σε θεσμικούς ιδιώτες επενδυτές ή σε φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως της διαμεσολαβήσεως χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

101. Αφετέρου, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία αποκαλύπτει την πλήρη γνώση εκ μέρους του κράτους του εύρους των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει ως κράτος-συμβαλλόμενος (109) έναντι των κατόχων των τίτλων (110), δεδομένου ότι τροποποίησε το περιεχόμενο των δεσμεύσεων αυτών πριν περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και, συνεπώς, πριν χρειαστεί να βρεθεί αντιμέτωπο με αιτήσεις πρόωρης εξοφλήσεως που θα στρέφονταν ευθέως κατά του ιδίου.

102. Από το σύνολο των στοιχείων αυτών συνάγω ότι εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, η αγωγή με την οποία ο αγοραστής ομολόγων εκδοθέντων σε κράτος μέλος προβάλλει, κατά του κράτους αυτού, δικαιώματα που απορρέουν από τους εν λόγω τίτλους, ειδικά κατόπιν μονομερούς και αναδρομικής τροποποιήσεως, από το κράτος αυτό, των όρων δανεισμού.

103. Κατά συνέπεια, πρέπει να προσδιοριστούν τα στοιχεία απαντήσεως που μπορούν να δοθούν στο αιτούν δικαστήριο για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως της παροχής ο οποίος αποτελεί τη βάση της αγωγής.

3.      Επί του καθορισμού του τόπου εκπληρώσεως της επίμαχης παροχής

104. Το ζήτημα είναι να καθοριστεί αν, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ο «τόπο[ς] όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, είναι εκείνος που προκύπτει από τους όρους δανεισμού που αφορούν τα συγκεκριμένα ομόλογα ή αν ο τόπος αυτός μπορεί να μεταβληθεί αναλόγως των εκχωρήσεων των απαιτήσεων που συνδέονται με τα ομόλογα αυτά, ή ακόμη αν ο τόπος αυτός μπορεί να είναι ο τόπος εισπράξεως των τόκων από τον πιστωτή.

105. Κατά πάγια νομολογία (111), αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έχουν καθορίσει τον τόπο εκπληρώσεως της επίμαχης παροχής, ο καθορισμός αυτός γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την παροχή κατά τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

106. Όπως προανέφερα, η έκδοση ομολόγων, η οποία διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο, πλαισιώθηκε από τις διατάξεις του offering circular (ενημερωτικού φυλλαδίου εκδόσεως). Στο έγγραφο αυτό, η ελληνική κεντρική τράπεζα ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 6, του νόμου 2198/1994 το οποίο έχει εφαρμογή σε υποθέσεις κρατικού δανεισμού, ως «paying agent», το επιλεγέν εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό και οι «bond holders» είναι οι «relevant participants of the Bank of Greece Book entry system». Εξ αυτών συνάγω ότι ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή, ήτοι ο τόπος πληρωμής των τοκομεριδίων και επιστροφής του κεφαλαίου, ο οποίος αποτελεί τη βάση της αγωγής, βρίσκεται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο 2198/1994. Η απορρέουσα από τον νόμο 4050/2012 πράξη μετατροπής των τίτλων που διέπονταν από το ελληνικό δίκαιο αποδεικνύει και αυτή ότι πρόκειται για τον τόπο όπου ελήφθησαν οι αποφάσεις για τις λεπτομέρειες των επενδύσεων και για την πραγματοποίησή τους.

107. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεώς μου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της μεταβιβάσεως του τίτλου στον κομιστή με την οποία επέρχεται μεταβίβαση των δικαιωμάτων που ενσωματώνονται στον τίτλο, ήτοι εκχώρηση απαιτήσεως, θεωρώ ότι οι προγενέστερες μεταβιβάσεις δεν μπορούν να μεταβάλουν τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 (112).

108. Η ερμηνεία αυτή συνάδει με την επιταγή προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1215/2012 (113), καθόσον αποκλείει το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο αυτός εύλογα δεν θα μπορούσε να προβλέψει αν ο καθορισμός του έπρεπε να εξαρτάται από τον επιλογή του τόπου καταθέσεως του τίτλου, και συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 16 του εν λόγω κανονισμού.

109. Οι στόχοι αυτοί δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν ούτε αν ο τόπος εκπληρώσεως έπρεπε να καθοριστεί βάσει του τόπου εισπράξεως των τόκων που οφείλονται στον κάτοχο κρατικού ομολόγου (114).

110. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι o τόπος εκπληρώσεως παροχής αφορώσας κρατικό ομόλογο καθορίζεται βάσει των όρων δανεισμού κατά την έκδοση του τίτλου αυτού, παρά τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις του ή την πραγματική τήρηση σε άλλον τόπο των όρων δανεισμού που αφορούν την πληρωμή τόκων ή την επιστροφή του κεφαλαίου.

V.      Πρόταση

111. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία) ως εξής:

Κυρίως:

–        δεν εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αγωγή την οποία φυσικό πρόσωπο που απέκτησε ομόλογα εκδοθέντα από κράτος μέλος, άσκησε κατά του εν λόγω κράτους, με αίτημα την τήρηση των αρχικών όρων δανεισμού ή την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη μη τήρησή τους, λόγω της ανταλλαγής των ομολόγων αυτών με ομόλογα μικρότερης αξίας, που επιβλήθηκε στο εν λόγω φυσικό πρόσωπο διά νόμου ο οποίος εκδόθηκε από τον εθνικό νομοθέτη υπό εξαιρετικές περιστάσεις και ο οποίος τροποποίησε μονομερώς και αναδρομικά τους όρους των ομολόγων, προσθέτοντας σε αυτούς ρήτρα CAC η οποία παρέσχε σε μια ειδική πλειοψηφία των κατόχων των ομολόγων αυτών τη δυνατότητα να επιβάλει μια τέτοια ανταλλαγή στη μειοψηφία.

Επικουρικώς, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαφορά εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012:

–        εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, η αγωγή με την οποία ο αγοραστής ομολόγων εκδοθέντων σε κράτος μέλος προβάλλει, κατά του κράτους αυτού, δικαιώματα που απορρέουν από τους εν λόγω τίτλους, ειδικά κατόπιν μονομερούς και αναδρομικής τροποποιήσεως, από το κράτος αυτό, των όρων δανεισμού.

–        το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι o τόπος εκπληρώσεως παροχής αφορώσας κρατικό ομόλογο καθορίζεται βάσει των όρων δανεισμού κατά την έκδοση του τίτλου αυτού, παρά τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις του ή την πραγματική τήρηση σε άλλον τόπο των όρων δανεισμού που αφορούν την πληρωμή τόκων ή την επιστροφή του κεφαλαίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2012, L 351, σ. 1


3      Private sector involvement(PSI). Βλ., για υπόμνηση ορισμένων μεταγενέστερων δικών στη Γερμανία, Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», Maastricht Journal of European and Comparative Law, Sage Publishing, Νέα Υόρκη, 2017, τόμος. 24, αριθ. 3, σ. 399 έως 423, ιδίως σ. 408 έως 413.


4      Η εξέλιξη αυτή έλαβε χώρα τη δεκαετία του ‘80. Προηγουμένως, ο κρατικός δανεισμός ήταν κυρίως τραπεζικής φύσεως.


5      Στη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων μπορεί να επιδιώκονται διαφορετικοί στόχοι. Ορισμένοι κομιστές επιδιώκουν να μην υποστούν άνιση μεταχείριση σε σχέση με εκείνους οι οποίοι, μη δεχόμενοι το κούρεμα (haircut) των απαιτήσεών τους, αξιώνουν ενώπιον του δικαστή την εξόφληση των απαιτήσεων που το κράτος αδυνατεί πλέον να εκπληρώσει. Άλλοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση για να πραγματοποιήσουν κερδοσκοπικές επενδύσεις.


6      Το παράδειγμα του χρέους της Αργεντινής απέδειξε τις οικονομικές συνέπειες που έχει η έκθεση του κράτους οφειλέτη στη δικαστική στρατηγική των επενδυτών. Δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η στρατηγική αυτή έχει ένα χρηματοοικονομικό κόστος το οποίο αξιολογείται, επηρεάζει την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και καθορίζει μελλοντικά τη δυνατότητα του κράτους να δανειστεί εκ νέου.


7      Ήτοι 205 δισεκατομμύρια ευρώ από απαιτήσεις που είχαν ιδιώτες πιστωτές, σε σύγκριση με το χρέος της Αργεντινής της τάξεως των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD) (περίπου 76,22 δισεκατομμυρίων ευρώ).


8      Τον κίνδυνο αυτόν επέτεινε η κατοχή σημαντικού μέρους των κρατικών ομολόγων από τράπεζες.


9      T‑79/13, EU:T:2015:756.


10      ΕΕ 2012, L 77, σ. 19.


11      T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21.


12      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιουλίου 2016, Μαμάτας κ.λπ. κατά Ελλάδας, στο εξής: απόφαση Μαμάτας, CE:ECHR:2016:0721JUD0063066114.


13      Yπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στο εξής: ΕΣΔΑ. Στο ανακοινωθέν Τύπου που εξέδωσε, η Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διευκρίνισε ότι «[τ]ο Δικαστήριο κρίνει συνεπώς ότι οι προσφεύγοντες δεν υπέστησαν υπερβολική ειδική επιβάρυνση, δεδομένης ειδικά της ευρείας διακριτικής ευχέρειας την οποία απολαμβάνουν τα κράτη στον τομέα αυτόν και λαμβανομένης υπόψη της μειώσεως της αγοραίας αξίας των τίτλων η οποία είχε ήδη επηρεαστεί από την ελάττωση της φερεγγυότητας του κράτους, το οποίο πιθανότατα δεν θα ήταν σε θέση, πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του οι οποίες προκύπτουν από τους συμβατικούς όρους που περιέχονται στους παλαιούς τίτλους. Το Δικαστήριο έκρινε συνεπώς ότι οι ρήτρες συλλογικής δράσης και η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους συνιστούσαν ένα μέτρο κατάλληλο και αναγκαίο για τη μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους και για την αποφυγή της στάσεως πληρωμών του κράτους· ότι οι επενδύσεις σε ομόλογα δεν είναι απαλλαγμένες κινδύνων και ότι οι επενδυτές έπρεπε να έχουν επίγνωση των τυχαίων και των κινδύνων για ενδεχόμενη σημαντική απώλεια της αξίας των τίτλων τους, λαμβανομένου υπόψη του αυξημένου χρέους και ελλείμματος της Ελλάδας, ακόμη και πριν από την οικονομική κρίση του 2009».


14      Στο ανακοινωθέν Τύπου που εξέδωσε, η Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσέθεσε ότι «[τ]ο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η διαδικασία της ανταλλαγής τίτλων δεν συνιστούσε δυσμενή διάκριση, δεδομένων κυρίως της δυσχέρειας εντοπισμού των ομολογιούχων εντός αυτής της ευμετάβλητης αγοράς, της δυσχέρειας για τη θέσπιση συγκεκριμένων κριτηρίων διαφοροποιήσεως των ομολογιούχων, του κινδύνου αποτυχίας του συνόλου της διαδικασίας με καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία και της ανάγκης αναλήψεως ταχείας δράσεως για την αναδιάρθρωση του χρέους».


15      Ο οποίος, κατά το άρθρο του 66, έχει εφαρμογή στις αγωγές που ασκούνται μετά τις 10 Ιανουαρίου 2015.


16      Στην απόδοση του κανονισμού αυτού στη γερμανική γλώσσα γίνεται διάκριση μεταξύ δύο εναλλακτικών επιλογών, καθόσον γίνεται ρητή αναφορά στον «τόπο όπου εκπληρώθηκε η παροχή» και «[στον τόπο όπου η παροχή] πρέπει να εκπληρωθεί». Η απόδοση στην ελληνική γλώσσα είναι διατυπωμένη ως εξής: «ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή».


17      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο ανέφερε συνοπτικά τις εφαρμοστέες διατάξεις, οι ακόλουθες παραθέσεις των διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας έχουν ληφθεί από τις γραπτές παρατηρήσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως.


18      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του νόμου 2198/1994, «Αύξηση αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων εν γένει, σύναψη δανείων, υπό του Ελληνικού Δημοσίου και δημιουργία στην Τράπεζα της Ελλάδος Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί τίτλων με Λογιστική Μορφή (Άϋλοι Τίτλοι) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Αʹ 43/22.03.1994, στο εξής: νόμος 2198/1994), «τα δάνεια και οι υποδιαιρέσεις τους (τίτλοι) παρακολουθούνται δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα) […] του οποίου διαχειριστής είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα παρακολουθούνται τα τοκομερίδια των τίτλων, αφ’ ης αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς συναλλαγής, εφαρμοζομένων αναλόγως των λοιπών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί τις εγγραφές λήψεως, εξυπηρετήσεως και αποπληρωμής των δανείων για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου».


19      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, «[σ]το Σύστημα μετέχουν πλην του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστού, νομικά ή φυσικά πρόσωπα (οι φορείς) οριζόμενα είτε κατά κατηγορίες είτε ονομαστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος […]».


20      Από το γράμμα του άρθρου αυτού, το οποίο παραθέτει η Ελληνική Κυβέρνηση ή η εναγόμενη Ελληνική Δημοκρατία, προκύπτει ότι πρόκειται για εκχώρηση ή μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας που συνδέεται με τον τίτλο.


21      ΦΕΚ Aʹ 36/23.2.2012, στο εξής: νόμος 4050/2012.


22      Όρος που χρησιμοποιείται από το αιτούν δικαστήριο και περιλαμβάνεται επίσης στη σκέψη 8 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


23      Όπως διευκρινίζει η Πορτογαλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ο όρος αυτός σημαίνει ότι, «[μ]ε την ιδιότητα του χρηματοπιστωτικού διαμεσολαβητή, η τράπεζα έλαβε, μεταβίβασε και εκτέλεσε τη δοθείσα από τον ενάγοντα εντολή εγγραφής, ενεργώντας για λογαριασμό άλλου».


24      Πρόκειται για το ποσό της εγγραφής, σύμφωνα με το έγγραφο 1 που επισυνάπτεται ως παράρτημα 1 στις γραπτές παρατηρήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας. Στο έγγραφο αυτό αναγράφεται επίσης ο κωδικός International Securities Identification Number (ISIN) ο οποίος αντιστοιχεί σε αυτόν που αναγράφεται στο offering circular (ενημερωτικό δελτίο εκδόσεως) της 16ης Φεβρουαρίου 2009. Κατά το έγγραφο αυτό, η ημερομηνία λήξεως, ήτοι η ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να γίνει η αποπληρωμή των ομολόγων στον κομιστή, στην ονομαστική τους αξία, είχε οριστεί στις 20 Μαρτίου 2012. Πριν από την ημερομηνία λήξεως, ο κομιστής έπρεπε να λάβει, ως αντάλλαγμα του κεφαλαίου που είχε δανείσει, τοκομερίδια. Εν προκειμένω, το επιτόκιο είχε καθοριστεί στο 4,3 % και ο L. Kuhn εκθέτει ότι έχει λάβει τους τόκους αυτούς.


25      Κατά το αιτούν δικαστήριο, «[ο] ενάγων δηλώνει ότι είναι δικαιούχος λογαριασμού ημεδαπών κινητών αξιών τηρουμένου στην τράπεζα-θεματοφύλακα και κύριος των κρατικών ομολόγων [που ενεγράφησαν] σε πίστωση του λογαριασμού αυτού».


26      Ήτοι, για καταβολή τόκων.


27      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος του L. Kuhn επιβεβαίωσε ότι οι τίτλοι πωλήθηκαν.


28      Η ημερομηνία αυτή, την οποία αναφέρει η απόφαση περί παραπομπής, δεν αντιστοιχεί ούτε σε αυτή που αναγράφεται στα δικόγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι η ημερομηνία λήξεως των ομολόγων που είχε αγοράσει ο L. Kuhn είχε οριστεί στις 20 Μαρτίου 2012 ούτε σε αυτή του νόμου 4050/2012, ούτε στη διευκρίνιση σχετικά με την πώληση από τον L. Kuhn των ομολόγων που προέκυψαν από τη μετατροπή


29      Δεν αμφισβητείται ότι η αγωγή ασκήθηκε μετά τις 9 Ιανουαρίου 2015.


30      Η διατύπωση αυτή έχει ληφθεί αυτούσια από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.


31      Η διατύπωση αυτή έχει ληφθεί αυτούσια από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.


32      Ή, με άλλα λόγια, σε λογαριασμό του κομιστή τίτλων.


33      Βλ., εν είδει παραδείγματος περιπτώσεων όπου το ερώτημα δεν είχε τεθεί από το αιτούν δικαστήριο, αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 25), της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 40), και της 28ης Ιουλίου 2016, Siemens Aktiengesellschaft Österreich (C‑102/15, EU:C:2016:607, σκέψη 27).


34      Βλ. Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως σ. 413, όπου εξηγείται γιατί οι ενάγοντες επέλεξαν αυτή τη βάση κατόπιν της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ. (σκέψη 57).


35      Σε αντίθεση με τους ενάγοντες στις προηγούμενες υποθέσεις, ο L. Kuhn πώλησε τα μετατραπέντα ομόλογα των οποίων προβάλλει τη μείωση της αξίας, που επήλθε κατ’ εφαρμογήν του νόμου 4050/2012, σε σχέση με τους αρχικούς όρους δανεισμού.


36      Επομένως, δεν πρόκειται για διαφορά με αντικείμενο τον έλεγχο νομιμότητας. Συναφώς, ο νόμος 4050/2012 έχει υποβληθεί σε έλεγχο συνταγματικότητας (βλ. απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της 21ης Μαρτίου 2014, 1116/2014 και 1117/2014) και σε έλεγχο συμβατότητας (βλ. απόφαση Μαμάτας).


37      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ 2007, L 324, σ. 79).


38      Η διευκρίνιση αυτή δεν περιλαμβανόταν στις ανάλογες προγενέστερες διατάξεις, ήτοι στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1998, C 27, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές Συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1). Ο νομοθέτης της Ένωσης κωδικοποίησε κατ’ αυτόν τρόπο τη νομολογία του Δικαστηρίου, που εγκαινιάστηκε με τις αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976, LTU (29/76, EU:C:1976:137), και της 16ης Δεκεμβρίου 1980, Rüffer (814/79, EU:C:1980:291), με τις οποίες έγινε δεκτή, ως κριτήριο διακρίσεως μεταξύ των υποθέσεων ιδιωτικού δικαίου και εκείνων που εμπίπτουν στο δημόσιο δίκαιο, η παρέμβαση δημόσιας αρχής η οποία ενεργεί ασκώντας δημόσια εξουσία. Για λεπτομερή υπόμνηση της νομολογίας σχετικά με το αντικείμενο της κύριας δίκης, βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Fahnenbrock κ.λπ. (C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, EU:C:2014:2424, σημεία 52 έως 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πολύ πρόσφατα επί της ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 στην απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 39), όπου έκρινε ότι «στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού εμπίπτει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως την οποία επισπεύδει εταιρία ανήκουσα σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης κατά φυσικού προσώπου κατοίκου άλλου κράτους μέλους, με σκοπό την είσπραξη μη καταβληθέντος τέλους για τη χρήση δημόσιου χώρου σταθμεύσεως του οποίου η εκμετάλλευση έχει εκχωρηθεί στην εταιρία αυτή από τον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον το τέλος δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα αλλά συνιστά απλώς το αντάλλαγμα μιας παρασχεθείσας υπηρεσίας».


39      Βλ. διατακτικό της αποφάσεως αυτής.


40      Βλ. σκέψεις 39 και 40 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ. Η λύση αυτή έγινε ευμενώς δεκτή από τη γερμανική θεωρία, όπως, μεταξύ άλλων, από τους Mankowski, P., «Zustellung der von Privatpersonen erhobenen Klagen wegen des Zwangsumtauschs von griechischen Staatsanleihen an Griechenland nach EuZustVO (“Fahnenbrock”)», Entscheidungen zum Wirtschaftsrecht, RWS Verlag, Κολωνία, 2015, σ. 495 και 496, και Knöfel, O. L., «Griechischer Schuldenschnitt – Zustellung deutscher Klagen gegen den griechischen Staat», Recht der internationalen Wirtschaft, Deutscher Fachverlag, Φρανκφούρτη επί του Μάιν, αριθ. 8, 2015, σ. 499 έως 504, ιδίως σ. 503 και 504, καθώς και από τη γαλλική θεωρία, όπως, μεταξύ άλλων, από τους Laazouzi, M., «Cour de justice, 1ère ch., 11 juin 2015, Stefan Fahnenbrock, affaires. jointes C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 et C‑578/13, ECLI:EU:C:2015:383», Jurisprudence de la CJUE, Βρυξέλλες, Bruylant, 2016, σ. 858 έως 869, ιδίως σ. 869, και d’Avout, L., Kinsch, P., Quéguiner, J.-S., Sánchez Lorenzo, S., Weller, M.-P., Wilderspin, M., «Le droit international privé de l’Union européenne en 2015», Journal du droit international (Clunet), LexisNexis, Παρίσι, Οκτώβριος 2016, chronique n° 4, σ. 1441 έως 1517, ιδίως σ. 1449 και 1450.


41      Βλ. σκέψεις 39 έως 48 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


42      Όπως υπενθύμισε η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στις εκκρεμείς δίκες ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων που αφορούν τη διεθνή επίδοση, ο εναγόμενος ούτε παρίσταται ούτε εκπροσωπείται. Για τις ιδιαιτερότητες αυτής της διαδικασίας και τους διαφορετικούς χαρακτηρισμούς, βλ. d’Avout, L., Kinsch, P., Quéguiner, J.-S., Sánchez Lorenzo, S., Weller, M.-P., Wilderspin, M., όπ.π., ιδίως σ. 1446 και 1447.


43      Βλ. σκέψη 46 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ., σε συνδυασμό με τη σκέψη 43 της ίδιας αποφάσεως.


44      Βλ. σκέψεις 48 και 49 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


45      Σκέψη 53 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ. Στη θεωρία διαμορφώνεται μια συγκλίνουσα άποψη όσον αφορά αυτό το σημείο, βλ. μεταξύ άλλων, d’Avout, L., Kinsch, P., Quéguiner, J.-S., Sánchez Lorenzo, S., Weller, M.-P., Wilderspin, M., όπ.π., ιδίως σ. 1449, και Laazouzi, M., όπ.π., ιδίως σ. 869· οι συγγραφείς αυτοί παραπέμπουν στις εργασίες του καθηγητή Pierre Mayer, καθώς και στους Knöfel, O. L., όπ.π., και Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως σ. 419 και παρατιθέμενη στην υποσημείωση 148 νομολογία. Για γενικότερη παρουσίαση της εξελίξεως της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας σε αυτό το πεδίο και τη σχέση της με τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, βλ. Audit, M., «La dette souveraine: la dette souveraine appelle-t-elle un statut juridique particulier?», Insolvabilité des États et dettes souveraines, Librairie générale de droit et de jurisprudence, collection «Droit des affaires», Παρίσι, 2011, σ. 67 έως 88, ιδίως σ. 82 έως 84· όσον αφορά τις δυσκολίες που ανακύπτουν σχετικά με τη διαχείριση του χρέους, βλ. Forteau, M., «Le défaut souverain en droit international public: les instruments de droit international public pour remédier à l’insolvabilité des états», Insolvabilité des États et dettes souveraines, Librairie générale de droit et de jurisprudence, collection «Droit des affaires», Παρίσι, 2011, σ. 209 έως 232, ιδίως σ. 215.


46      Σκέψη 54 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


47      Σκέψη 57 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


48      Βλ. σκέψη 42 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


49      Σκέψη 58 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ.


50      Βλ. σκέψη 46 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ. Βλ., υπό την ίδια έννοια, σε αντίθεση με τη θέση πoυ η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, μεταξύ άλλων, Beraudo, J.-P., και Beraudo, M.-J., «Convention de Bruxelles, conventions de Lugano, règlement (CE) n° 44/2001, règlement (UE) n° 2015/2012, Généralités et champ d’application», JurisClasseur Europe, LexisNexis, Παρίσι, 2016, τεύχος 3000, Laazouzi, M., όπ.π., ιδίως σ. 869, και d’Avout, L., Kinsch, P., Quéguiner, J.-S., Sánchez Lorenzo, S., Weller, M.-P., Wilderspin, M., όπ.π., ιδίως σ. 1451.


51      Βλ. απόφαση Fahnenbrock κ.λπ. (σκέψεις 34 και 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


52      Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψεις 31 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


53      Βλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


54      Βλ. αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2007, Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 34).


55      Προς συνδυασμό με την απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, Préservatrice foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 30).


56      Συναφώς, βλ. Bismuth, R., «L’émergence d’un “ordre public de la dette souveraine” pour et par le contrat d’emprunt souverain? Quelques réflexions inspirées par une actualité très mouvementée», Annuaire français de droit international, τόμος 58, Persée, Παρίσι, 2012, σ. 489 έως 513, ιδίως σ. 510, ο οποίος κάνει λόγο για «ξαναγράψιμο των αρχικών συμβάσεων».


57      Απόφαση Μαμάτας (§ 110). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 59 % κατά τον Grund, S., «Restructuring Government Debt Under Local Law: the Greek Case and Implications for Investor Protection», Capital Markets Law journal, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2017, τόμος. 12, αριθ. 2, σ. 253 έως 273, ιδίως σ. 254.


58      Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις τροποποιήσεις αυτές παρατίθενται στην απόφαση Μαμάτας, §§ 16 και 17 καθώς και στα ακόλουθα σημεία:


      «49. Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της 24ης Φεβρουαρίου 2012 όρισε την έναρξη της διαδικασίας για τις 24 Φεβρουαρίου 2012. Παρέθετε συνημμένα τους τίτλους οι οποίοι επελέγησαν από την πράξη. Όριζε ότι η τροποποίηση των τίτλων θα λάμβανε χώρα μέσω της ανταλλαγής τους με νέους τίτλους εκδοθέντες από το Δημόσιο, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι νέοι τίτλοι που θα εκδίδονταν από το Δημόσιο θα αποτελούνταν σωρευτικά από νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και από τίτλους των οποίων η απόδοση θα συνδεόταν με το ΑΕΠ [Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν].


      50. Τα νέα ομόλογα του Δημοσίου θα είχαν ετήσιο επιτόκιο 2 % για την πληρωμή των τοκομεριδίων το έτος 2013 έως και το έτος 2015, 3 % για την πληρωμή των τοκομεριδίων το έτος 2016 έως και το έτος 2020, 3,65 % για την πληρωμή των τοκομεριδίων το έτος 2021 και 4,3 % για την πληρωμή των τοκομεριδίων το έτος 2022 έως και το έτος 2042. Θα διέπονταν από το βρετανικό δίκαιο.


      51. Οι τίτλοι των οποίων η απόδοση θα συνδεόταν με το ΑΕΠ θα έληγαν το 2042, θα διέπονταν από το βρετανικό δίκαιο και θα είχαν απόδοση υπολογιζόμενη σύμφωνα με το ονομαστικό κεφάλαιο των ομολόγων το οποίο θα μειωνόταν από το 2024 μέχρι το 2042.»


59      Βλ. Audit, M., όπ.π., ιδίως σ. 73.


60      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 76, καθώς και, όσον αφορά τη ρευστότητα της αγοράς, σκέψη 121). Βλ., επίσης, Carreau, D., «Dettes d’État», Répertoire de droit international, Encyclopédie Juridique Dalloz, Dalloz, Παρίσι, 1998, επικαιροποιημένη έκδοση Σεπτεμβρίου 2014, τόμος 1, σχετικά με αυτό που αποκαλούν «κίνδυνος που πηγάζει από την κρατική κυριαρχία», καθώς και Lemaire, S., «La rétroactivité en droit des investissements internationaux», La Semaine juridique Entreprise et affaires, 2013, αριθ. 38, σ. 47 έως 50.


61      Προς συνδυασμό με τη σκέψη 57 της αποφάσεως Fahnenbrock κ.λπ., η οποία προκρίνει μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση.


62      Βλ. De Vauplane, H., «Le rôle du juge pendant la crise: entre ombre et lumière», Revue des affaires européennesLaw & European Affairs, Larcier, Βρυξέλλες, 2012, αριθ. 4, σ. 773 έως 778, ιδίως σ. 775, και Grund, S., «Restructuring Government Debt Under Local Law: the Greek Case and Implications for Investor Protection», όπ.π., ιδίως σ. 255.


63      Απόφαση Μαμάτας (§ 93). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι «η αναγκαστική συμμετοχή των προσφευγόντων στη διαδικασία αυτή συνιστά παρέμβαση στο δικαίωμά τους σεβασμού της περιουσίας τους [κατά την έννοια του άρθρου 1, πρώτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ]».


64      Όπως επισημαίνεται στην απόφαση Fahnenbrock κ.λπ. με την εξής διατύπωση: «η τροποποίηση αυτή επρόκειτο να επέλθει κατόπιν κατά πλειοψηφίαν αποφάσεως των δικαιούχων των ομολόγων δυνάμει της ρήτρας ανταλλαγής την οποία εισήγαγε ο νόμος αυτός στις συμβάσεις εκδόσεως, πράγμα που επιβεβαιώνει εξάλλου την πρόθεση της Ελληνικής Δημοκρατίας να παραμείνει η διαχείριση των δανείων σε ρυθμιστικό πλαίσιο αστικού δικαίου» (σκέψη 57).


65      Δήλωση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης, της 26ης Οκτωβρίου 2011 (σημείο 12, σε συνδυασμό με το σημείο 15), προσβάσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/fr/ec/125663.pdf. Πρόκειται για ένα από τα βασικά στοιχεία του δεύτερου προγράμματος στηρίξεως της Ελλάδας, βλ. αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 19), και Μαμάτας (§§ 10 και 11).


66      Βλ. απόφαση Μαμάτας (§ 12).


67      Δήλωση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης, της 26ης Οκτωβρίου 2011 (σημείο 15).


68      Βλ. απόφαση 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 5). Στην απόφαση Μαμάτας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι «[η] βαλλόμενη παρέμβαση επιδίωκε […] σκοπό δημόσιας ωφέλειας» (§ 105).


69      Βλ. Bismuth, R., όπ.π., ιδίως υποσημείωση 126 (σ. 510), ο οποίος παραπέμπει σε ορισμένους συγγραφείς οι οποίο είχαν χαρακτηρίσει τον εν λόγω νόμο ως «νόμο-σκούπα» («mopping up law»), καθώς και Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως σ. 420, όπου συνοψίζεται η άποψη του A. Witte (υποσημείωση 153): «He put forward that the Greek haircut – in contrast to other (domestic) mechanisms for debt restructuring – was imposed retroactively, tailor-made for one particular case and which lacked the sufficient safeguards for creditors», καθώς και Grund, S., «Restructuring Government Debt Under Local Law: the Greek Case and Implications for Investor Protection», όπ.π., ιδίως σ. 254: «To implement a haircut, the Greek government modified the bulk of its local law debt by resorting to an unconventional, yet pratical and politically expedient technique»· και σ. 256.


70      Βλ., ως προς το σημείο αυτό, διαπιστώσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφαση Μαμάτας (§ 115 in fine) και διευκρινίσεις του Bismuth, R., όπ.π., ιδίως σ. 510.


71      Ως προς τους λόγους για τους οποίους η πρακτική ήταν διαφορετική στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, βλ. Bismuth, R., όπ.π., ιδίως σ. 509, και, όσον αφορά τη συμβολή των ρητρών CAC στη διαχείριση των κρίσεων φερεγγυότητας, σ. 506. Βλ., επίσης, Carreau, D., όπ.π., σημεία 101 επ.


72      Bismuth, R., όπ.π., ιδίως σ. 510.


73      Voir Bismuth, R., όπ.π., ιδίως σ. 511 και 512, καθώς και Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως σ. 422.


74      Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως σ. 422 και υποσημειώσεις 173 και 175.


75      EUCO 10/11.


76      Κατά τη σκέψη 96 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756), σκοπός του μηχανισμού αυτού είναι «η κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης των μελών του [εν λόγω μηχανισμού], ήτοι των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον αυτή είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της καθώς και των κρατών μελών της».


77      Βλ. Bismuth, R., όπ.π., ιδίως σ. 512.


78      Κατά την έκφραση του Bismuth, R., όπ.π., ιδίως σ. 508.


79      Προς συνδυασμό με την απόφαση αριθ. 11260/05 του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), διευρυμένη σύνθεση του πολιτικού τμήματος, της 22ας Μαΐου 2005, στην οποία παραπέμπουν οι O’Keefe, R., Tams, C. J., και Tzanakopoulos, A., The United Nations Convention on Jurisdictional Immunities of States and Their Property: A Commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2013, υποσημείωση 87 (σ. 65), καθώς και ο Grund, S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως υποσημειώσεις 142 (σ. 418) και 149 (σ. 419).


80      Κατά την έκφραση του Grund S., «The legal consequences of sovereign insolvency – a review of creditor litigation in Germany following the Greek debt restructuring», όπ.π., ιδίως σ. 411 και 418.


81      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 30).


82      Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 31).


83      Βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 8), προς συμπλήρωση της οποίας πρέπει να σημειωθεί ότι η διαφορά στη διατύπωση στη γαλλική γλώσσα δεν αφορά, κατά τη γνώμη μου, τη διαπίστωση σχετικά με την ισοδυναμία των διατάξεων. Πράγματι, το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 αναγνώριζε τη διεθνή δικαιοδοσία «του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή», ενώ το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει ότι ο ενάγων μπορεί να προσφύγει «ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Συνεπώς, δεν προκύπτει καμία διαφορά επί της ουσίας.


84      Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo (C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 18).


85      Κατά τη διατύπωση του P. Jenard στην έκθεσή του για τη Σύμβαση των Βρυξελλών (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, σ. 50), στην οποία παραπέμπει η απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 30).


86      Βλ. απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


87      Βλ., συναφώς, Ancel, M.-E., Deumier, P., Laazouzi, M., Droit des contrats internationaux, Sirey, Παρίσι, 2016, σ. 105.


88      Βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψεις 27 έως 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


89      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 9). Βλ. επίσης, υπό την ίδια έννοια, απόφαση Kolassa (σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), σε συνδυασμό με την απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 28).


90      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kolassa (σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


91      Βλ. απόφαση Kolassa (σκέψη 40), σε συνδυασμό με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην ίδια υπόθεση (Kolassa C‑375/13, EU:C:2014:2135, υποσημείωση 10).


92      Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψεις 24 και 25).


93      Βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης (189/87, EU:C:1988:459, σκέψη18), της 17ης Οκτωβρίου 2013, OTP Bank (C‑519/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:674, σκέψη 26), και Kolassa (σκέψη 44).


94      Βλ. σκέψη 41 της αποφάσεως Kolassa.


95      Βλ. σκέψη 40 της αποφάσεως Kolassa.


96      Βλ. τις λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς του προϊόντος αυτού, οι οποίες βασίζονται στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, του Cotiga, A., «I.A. Régulation européenne. C.J.U.E., 28 janvier 2015, Harald Kolassa c. Barclays Bank PLC, Aff. C‑375/13», Revue internationale des services financiers, Larcier, Βρυξέλλες, 2015, αριθ. 2, σ. 40 έως 49, ιδίως σ. 41, η οποία διευκρινίζει ότι πρόκειται για «τιτλοποιημένο πιστωτικό παράγωγο», δηλαδή για «ένα είδος παραγώγου που ενσωματώνεται σε διαπραγματεύσιμο τίτλο και έχει ως αντικείμενο την επέλευση πιστωτικού γεγονότος».


97      Βλ. σκέψη 26 της αποφάσεως Kolassa.


98      Βλ. σκέψη 15 της αποφάσεως Kolassa.


99      Προτείνω στο Δικαστήριο να διαφοροποιηθεί από τη λύση που έγινε πρόσφατα δεκτή με την απόφαση της 20ής Απριλίου 2016, Profit Investment SIM (C‑366/13, EU:C:2016:282, σκέψη 56), υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, και τούτο λόγω της αρχής που υπενθύμισα στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων (και της εκεί παρατιθέμενης νομολογίας), αλλά και λόγω της δυνατότητας διακρίσεως μεταξύ, αφενός, του χαρακτηρισμού από τον οποίο κρίνεται ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας και, αφετέρου, του έννομου συμφέροντος το οποίο καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο.


100      Cotiga, A., όπ.π., ιδίως σ. 42, δεύτερη παράγραφος και υποσημείωση 9, η οποία παραπέμπει στην επεξηγηματική έκθεση της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, της 5ης Ιουλίου 2003, για το εφαρμοστέο δίκαιο σε ορισμένα δικαιώματα επί τίτλων που κατέχονται από διαμεσολαβητές.


101      Cotiga, A., όπ.π., ιδίως υποσημείωση 27 (σ. 44), καθώς και Fyon, M., «Regards croisés sur l’arrêt Kolassa et sur diverses questions liées aux actions en responsabilité à l’encontre des émetteurs d’instruments financiers», Revue pratique des sociétés Tijdschrift voor Rechtspersoon en Vennootschap, De Gruyter, Βερολίνο, 2016, αριθ. 4, σ. 405 έως 429, ιδίως σ. 15, ο οποίος σημειώνει ότι «ωστόσο o κ. Lehman υπογραμμίζει ορθά ότι το συμπέρασμα αυτό [περί ελλείψεως συμβατικών σχέσεων] συνδέεται τόσο με τον νομικό χαρακτηρισμό των σχέσεων [αυτών] […] όσο και με τη φύση των αξιώσεων (συχνά αδικοπρακτικής φύσεως) που προβάλλονται από [τον ιδιώτη]».


102      Βλ., όσον αφορά τους διαφόρους τρόπους κατοχής τίτλων, Cotiga, A., όπ.π., ιδίως σ. 42.


103      Αναφέρομαι στη άποψη του de Fyon, M., όπ.π., ιδίως σημείο 34, την οποία συμμερίζομαι. Βλ., υπό την ίδια έννοια, Azi, A., «La solidarité financière dans la zone euro», Droit administratif, LexisNexis, Παρίσι, αριθ. 8-9, 2012, σημεία 5 και 6.


104      Βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268).


105      Βλ., υπό την ίδια έννοια, De Vauplane, H., όπ.π., ιδίως σ. 775.


106      Haftel, B., «Circulation internationale des titres financiers, action en responsabilité et compétence juridictionnelle: questions de qualification», Revue des contrats, LextensoÉditions, Issy-les-Moulineaux, 2015, αριθ. 3, σ. 547 έως 551, ιδίως σ. 548, καθώς και, υπό την ίδια έννοια, Fyon, M., όπ.π., ιδίως σημείο 36.


107      T‑79/13, EU:T:2015:756. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην απόφαση αυτή παραπέμπει επίσης η απόφαση Μαμάτας (§ 54).


108      Δύναται επίσης να σημειωθεί ότι τα άρθρα 6 και 8 του νόμου 2198/1994 ενισχύουν, κατά τη γνώμη μου, τη γενική αυτή ανάλυση.


109      Πράγμα που καθιστά δυνατό να διακριθεί η υπόθεση της κύριας δίκης από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268).


110      Πράγμα που καθιστά δυνατό να διακριθεί η υπόθεση της κύριας δίκης από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kolassa.


111      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, Industrie Tessili Italiana Como (12/76, EU:C:1976:133).


112      Βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά διαφορές με αντικείμενο απαιτήσεις που απορρέουν από «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας»», απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, EU:C:2015:335, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


113      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe (C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψη 45).


114      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB (C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 41).