Language of document : ECLI:EU:F:2013:31

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Μαρτίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου — Νόμιμος λόγος»

Στην υπόθεση F‑41/12,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Séverine Scheefer, πρώην έκτακτη υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους R. Adam και P. Ketter, δικηγόρους,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις V. Montebello-Demogeot και M. Ecker,

καθού‑εναγομένου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch (εισηγητή), Πρόεδρο, I. Boruta και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Οκτωβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 21 Μαρτίου 2012, η S. Scheefer ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Ιουνίου 2011 περί καταγγελίας της συμβάσεώς της εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε καταβολή αποζημιώσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«Για την πρόσληψη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού (γενικοί διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 15 ή AD 14), καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να υιοθετεί διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία διαγωνισμού.»

3        Το άρθρο 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ) ορίζει τα εξής:

«Θεωρείται “έκτακτος υπάλληλος” κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος:

α)      ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

[…]».

4        Το άρθρο 47 του ΚΛΠ ορίζει τα εξής:

«Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

[…]

γ)      όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i)      στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση· η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων·

[…]».

5        Η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), υλοποίησε τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο).

6        Κατά τη ρήτρα 3 της συμφωνίας‑πλαισίου:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

1.      ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

[…]».

7        Το άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 4, του εσωτερικού κανονισμού σχετικά με την πρόσληψη των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού που εξέδωσε το Προεδρείο του Κοινοβουλίου στις 3 Μαΐου 2004 (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός) προβλέπει τα εξής:

«2.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εφαρμόζονται στους μόνιμους υπαλλήλους, οι έκτακτοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται, κατά σειρά κατάταξης, μεταξύ των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμού ή διαδικασίας προσλήψεως που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του Κανονισμού περί της Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων […].

3.      Αν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι επιτυχόντες, οι έκτακτοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται:

–        όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] α΄, του ΚΛΠ, κατόπιν επιλογής από επιτροπή ad hoc που περιλαμβάνει ένα μέλος οριζόμενο από την επιτροπή προσωπικού·

–        όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] β΄, του ΚΛΠ, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως.

4.      Κατ’ απόκλιση από τις προηγούμενες διατάξεις, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] α΄, του ΚΛΠ μπορούν να προσλαμβάνονται με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3, δεύτερη περίπτωση, του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εν λόγω προσλήψεις αποσκοπούν αποκλειστικώς στην προσωρινή πλήρωση θέσεων, εν αναμονή της πληρώσεώς τους κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

8        Με σύμβαση που υπεγράφη από το Κοινοβούλιο και την προσφεύγουσα‑ενάγουσα στις 29 Μαρτίου και 4 Απριλίου 2006, αντιστοίχως, το Κοινοβούλιο προσέλαβε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα ως έκτακτη υπάλληλο δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ για την περίοδο από 1ης Απριλίου 2006 έως 31ης Μαρτίου 2007 και την τοποθέτησε ως ιατρό στη ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο).

9        Με συμπληρωματικές συμφωνίες της 23ης Φεβρουαρίου 2007 και της 26ης Μαρτίου 2008, η σύμβαση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας παρατάθηκε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2009.

10      Ερωτηθείς από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα σχετικά με τη δυνατότητά της να συνεχίσει τη συνεργασία της με την ιατρική υπηρεσία του οργάνου υπό το καθεστώς συμβάσεως αορίστου χρόνου, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου της απάντησε, στις 12 Φεβρουαρίου 2009, ότι δεν υφίστατο τέτοια δυνατότητα και της επιβεβαίωσε ότι η σύμβασή της θα έληγε πράγματι στις 31 Μαρτίου 2009.

11      Με απόφαση της 13ης Απριλίου 2011, F‑105/09, Scheefer κατά Κοινοβουλίου (στο εξής: απόφαση Scheefer), το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την περιεχόμενη στην επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 2009 απόφαση. Πράγματι, με την εν λόγω απόφασή του, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, η σύμβαση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας έπρεπε να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε αντικείμενο δύο ανανεώσεων, έτσι ώστε η δεύτερη συμπληρωματική συμφωνία που έλαβε χώρα στις 26 Μαρτίου 2008 μετετράπη αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από μόνη τη βούληση του νομοθέτη, με αποτέλεσμα η παρέλευση της καταληκτικής ημερομηνίας που ορίζεται στην εν λόγω συμπληρωματική συμφωνία να μην μπορεί να επιφέρει τη λήξη της υπαλληλικής σχέσεως της ενδιαφερομένης.

12      Εν τω μεταξύ, στις 18 Οκτωβρίου 2007, το Κοινοβούλιο είχε δημοσιεύσει την υπ’ αριθ. PE/95/S προκήρυξη θέσεως εργασίας, ανακοινώνοντας την οργάνωση διαδικασίας επιλογής βάσει προσόντων και εξετάσεων για την πρόσληψη ιατρού ως εκτάκτου υπαλλήλου διοικήσεως και για την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων περιλαμβάνοντος τους τέσσερις καλύτερους υποψήφιους (ΕΕ 2007 C 244 A, σ. 5, στο εξής: διαδικασία επιλογής PE/95/S). Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπέβαλε υποψηφιότητα, αλλά η υποψηφιότητά της απορρίφθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2008 λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης πείρας. Ο πίνακας επιτυχόντων που καταρτίστηκε κατόπιν της προαναφερθείσας διαδικασίας εκδόθηκε στις 16 Μαΐου 2008 και προσλήφθηκαν δύο ιατροί, ο πρώτος την 1η Μαΐου 2009 και ο δεύτερος την 1η Ιουνίου 2009.

13      Στις 24 Μαΐου 2011, το Κοινοβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι, κατόπιν της αποφάσεως Scheefer, η σύμβασή της ως έκτακτης υπαλλήλου μετατράπηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα να μην ισχύει η παύση της δραστηριότητάς της που έλαβε χώρα στις 31 Μαρτίου 2009 και να δικαιούται την καταβολή των αποδοχών της από 1ης Απριλίου 2009, αφαιρουμένων των αναφερόμενων στην εν λόγω απόφαση υποκατάστατων εισοδημάτων που εισέπραξε από την ημερομηνία αυτή.

14      Με επιστολή της 14ης Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ενημέρωσε, συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο ότι ήταν στη διάθεσή του για να επανέλθει στην εργασία της το συντομότερο δυνατόν.

15      Με επιστολή της 20ης Ιουνίου 2011, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι το Κοινοβούλιο καταγγέλλει τη σύμβασή της εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου λόγω του ότι «η υπαλληλική [της] σχέση δεν δικαιολογ[είτο] πλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο [διέθετε] στο εξής: πίνακα επιτυχόντων […] που πληρού[σαν] τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού […] και ότι [είχε] προβεί στην πλήρωση όλων των κενών θέσεων συμβούλων ιατρών τοποθετημένων στο Λουξεμβούργο βάσει του εν λόγω πίνακα».

16      Στις 5 Αυγούστου 2011, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, που εφαρμόζεται στους έκτακτους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 46 του ΚΛΠ, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί απολύσεως που περιείχε η αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη επιστολή. Η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΑ) απέρριψε την εν λόγω ένσταση με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011.

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη και, κατά συνέπεια:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απολύσεως που περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 20ής Ιουνίου 2011, «με όλες τις απορρέουσες από αυτή συνέπειες, περιλαμβανομένων των οικονομικών»·

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της·

–        «να διατάξει την παραμονή της στην υπηρεσία της στο Κοινοβούλιο»·

–        επικουρικώς, να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει, αφενός, ως αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, το ποσό των 288 000 ευρώ «που αντιστοιχεί σε 36 μηνιαίους μισθούς […], με επιφύλαξη ως προς το ακριβές ποσό που πρέπει να υπολογιστεί λαμβανομένων υπόψη των απαραίτητων προσαρμογών […], άλλως κάθε άλλο ποσό εκτιμώμενο από το Δικαστήριο ΔΔ κατά δίκαιη κρίση (ex æquo et bono) ή κατόπιν πραγματογνωμοσύνης» και, αφετέρου, ως ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 15 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της απορρίπτουσας τη διοικητική ένσταση αποφάσεως και του αιτήματος να απευθυνθεί εντολή ενέργειας προς το Κοινοβούλιο

19      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί, με χωριστό αίτημα, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της.

20      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητώς κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως, εφόσον η εν λόγω απόφαση δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8· απόφαση Scheefer, σκέψη 21). Στην υπό κρίση περίπτωση, η από 21 Δεκεμβρίου 2011 απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως επιβεβαιώνει την αρχική απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 20ής Ιουνίου 2011 περί καταγγελίας της συμβάσεως αορίστου χρόνου της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, προσθέτοντας συμπληρωματικές διευκρινίσεις λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω ενστάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, εξετάζεται πράγματι η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής αποφάσεως, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που προκύπτει από τη συνδυασμένη θεώρηση της αποφάσεως αυτής και της απορρίψεως της ενστάσεως. Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο και η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι βάλλει ρητώς κατά της αποφάσεως που περιέχεται στην επιστολή της 20ής Ιουνίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), όπως αυτή διευκρινίζεται με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, σκέψεις 31 και 32).

21      Πέραν αυτού, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να «διατάξει την παραμονή της […] στην υπηρεσία της στο Κοινοβούλιο».

22      Με το προαναφερθέν αίτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι ζητείται από το Δικαστήριο ΔΔ να διατάξει τη διοίκηση να επανεντάξει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα στις υπηρεσίες της στο πλαίσιο ενδεχόμενης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 46 του ΚΛΠ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ, να απευθύνει εντολές στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ακυρώσεως μιας πράξεως, το οικείο κοινοτικό όργανο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει το ίδιο τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2005, T-398/03, Castets κατά Επιτροπής, σκέψη 19).

23      Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτο το αίτημα να απευθυνθεί εντολή ενέργειας προς το Κοινοβούλιο.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

24      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως που αντλούνται:

–        ο πρώτος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και του καθήκοντος διαφάνειας·

–        ο δεύτερος, από έλλειψη νομίμου βάσεως, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση «των άρθρων 2, 3, 8, 29 και 47 του ΚΛΠ», καθώς και από κατάχρηση εξουσίας·

–        ο τρίτος, από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και από παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

 Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και του καθήκοντος διαφάνειας

25      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι κάθε απόφαση περί μονομερούς καταγγελίας συμβάσεως αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου πρέπει να αιτιολογείται. Υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά την απόφαση Scheefer, λίγο μετά την επιστολή του Κοινοβουλίου της 24ης Μαΐου 2011 που της επιβεβαίωνε ότι η παύση της δραστηριότητάς της στις 31 Μαρτίου 2009 δεν ίσχυε και έπειτα από προφορικές διαβεβαιώσεις ότι θα επέστρεφε σύντομα στη θέση της. Επισημαίνει, τέλος, ότι παρά τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, οι προϊστάμενοί της δεν οργάνωσαν συνάντηση για να της εξηγήσουν την απόλυσή της.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η υπαλληλική σχέση αορίστου χρόνου της προσφεύγουσας‑ενάγουσας δεν δικαιολογείτο πλέον, εφόσον όλες οι κενές θέσεις ιατρού στο Λουξεμβούργο είχαν πληρωθεί από επιτυχόντες της διαδικασίας επιλογής PE/95/S που πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο εκτενέστερης ανάπτυξης. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο «τηρεί […] απόλυτη σιωπή […] ως προς τις λεπτομέρειες» των εν λόγω προσλήψεων, ιδίως όσον αφορά την ημερομηνία και τον τύπο τους. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα «διέθετε (από την 31η Μαρτίου 2008) σύμβαση αορίστου χρόνου» και επαρκή πείρα για να διεκδικήσει την πρόσληψή της σε μία από τις εν λόγω θέσεις.

27      Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι διατυπωμένη ως εξής:

«[…] Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού […], οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] α΄, του [ΚΛΠ] προσλαμβάνονται μεταξύ των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμού ή διαδικασίας προσλήψεως που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Πρέπει να επισημανθεί ότι προσληφθήκατε, από 1ης Απριλίου 2006, ως έκτακτη υπάλληλος του άρθρου 2, [στοιχείο] α΄, του ΚΛΠ, με την κατ’ εξαίρεση διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο [4] του ίδιου άρθρου [7 του εσωτερικού κανονισμού] για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη επιτυχόντων διαγωνισμού ή άλλων διαδικασιών προσλήψεως.

Εντούτοις, έκτοτε το Κοινοβούλιο διοργάνωσε [τη] διαδικασία επιλογής […] PE/95/S […]. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είστε επιτυχούσα στην εν λόγω διαδικασία, δεδομένου ότι η υποψηφιότητά σας ήταν απαράδεκτη λόγω του ότι δεν είχατε κατά τον χρόνο εκείνο την επαγγελματική πείρα που απαιτούσε η προκήρυξη κενών θέσεων.

Στο τέλος της σκέψεως 58 [της αποφάσεως Scheefer], το Δικαστήριο ΔΔ […] υπενθύμισε ότι σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε για θεμιτό λόγο, τηρουμένης της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στο άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Κοινοβούλιο καταγγέλλει τη σύμβασή σας εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου λόγω του ότι η υπαλληλική σας σχέση δεν δικαιολογείται πλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο διαθέτει στο εξής: πίνακα επιτυχόντων που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού […] και ότι έχει προβεί στην πλήρωση όλων των κενών θέσεων συμβούλων ιατρών [...] στο Λουξεμβούργο βάσει του εν λόγω πίνακα.

[…]»

28      Η αιτιολογία αυτή παρίσταται επαρκής, ακόμη και λαμβανομένης υπόψη της ειδικής καταστάσεως στην οποία υποστηρίζει ότι βρισκόταν η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, διότι εκφράζει με σαφήνεια και ακρίβεια τους λόγους καταγγελίας της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου της προσφεύγουσας‑ενάγουσας.

29      Ειδικότερα, εις μάτην προβάλλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα κατά του Κοινοβουλίου την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι διέθετε σύμβαση αορίστου χρόνου και επαρκή επαγγελματική πείρα για να διεκδικήσει μία από τις κενές θέσεις ιατρών. Στην πραγματικότητα, το Κοινοβούλιο υπογράμμισε, τόσο με την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε προσληφθεί κατ’ εξαίρεση για να αντιμετωπιστούν οι κενές θέσεις ιατρών και η έλλειψη υποψηφίων ικανών να προσληφθούν σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό. Ανέφερε επίσης ότι είχε διοργανώσει τη διαδικασία επιλογής PE/95/S ακριβώς για την πλήρωση των κενών αυτών θέσεων και ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν ήταν επιτυχούσα στη διαδικασία αυτή, διότι η υποψηφιότητά της κρίθηκε απαράδεκτη. Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στον μεν ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να γνωρίσει τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του [βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 46· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ — Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), σκέψη 55· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2011, T‑262/09, Safariland κατά ΓΕΕΑ — DEF-TEC Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), σκέψη 92]. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να αγνοήσει τη διαδικασία επιλογής που αναφέρεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, το σκεπτικό που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι από μόνο του επαρκές, καθόσον αποκλείει κατά τρόπο έμμεσο αλλά βέβαιο τη δυνατότητα να παραταθεί επ’ αόριστον η πρόσληψη της προσφεύγουσας‑ενάγουσας σε μία από τις εν λόγω θέσεις ανεξαρτήτως της φύσεως της συμβάσεώς της και της επαγγελματικής της πείρας.

30      Δεν είναι, εξάλλου, δυνατόν να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρουσιάζει κενά επειδή «[τ]ο Κοινοβούλιο [τήρησε] […] απόλυτη σιωπή […] ως προς τις λεπτομέρειες των προσλήψεων» ιατρών στις κενές θέσεις, ιδίως όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία και τον τύπο των εν λόγω προσλήψεων. Όπως η ίδια η προσφεύγουσα‑ενάγουσα επισημαίνει, δεν επρόκειτο παρά για λεπτομέρειες. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να τις αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, η αιτιολογία είναι επαρκής εφόσον εκθέτει τα γεγονότα και το νομικό σκεπτικό που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως και η διοίκηση δεν υποχρεούται να αιτιολογεί την αιτιολογία των αποφάσεών της (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑80/10, AJ κατά Επιτροπής, σκέψη 117). Εξάλλου, το Κοινοβούλιο, με την απορρίπτουσα τη διοικητική ένσταση απόφασή του, υπογράμμισε ότι «όλες οι θέσεις συμβούλων ιατρών έχουν πληρωθεί από την 1η Ιουνίου 2009».

31      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανεπάρκεια αιτιολογίας, αυτή μπορεί να καλυφθεί με την παροχή εξηγήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, το Κοινοβούλιο διευκρίνισε, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, ότι ο πρώτος ιατρός είχε προσληφθεί την 1η Μαΐου 2009 και ο δεύτερος την 1η Ιουνίου 2009 με συμβάσεις εκτάκτων υπαλλήλων αορίστου χρόνου. Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα‑ενάγουσα επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι όλα τα ελλείποντα, κατά τους ισχυρισμούς της, στοιχεία της αιτιολογίας περιλαμβάνονται στο εν λόγω υπόμνημα αντικρούσεως.

32      Τέλος, εις μάτην και πάλι προβάλλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα κατά του Κοινοβουλίου την αιτίαση ότι δεν προέβη σε συνομιλία μαζί της πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά πάγια, βέβαια, νομολογία, η υποχρέωση διατυπώσεως των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε μια βλαπτική πράξη πληρούται αν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε προσηκόντως, σε συνομιλίες του με τους προϊσταμένους του, για τους λόγους αυτούς (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 26ης Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, σκέψη 79). Εντούτοις, η νομολογία αυτή αποσκοπεί αποκλειστικώς στην ανάδειξη ενός γεγονότος που εξουδετερώνει την έλλειψη αιτιολογίας, αλλά δεν επιβάλλει, όπως φαίνεται να υπονοεί η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, την προηγούμενη συνομιλία με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους στο όνομα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ή του καθήκοντος διαφάνειας, όταν, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, η πράξη της απολύσεως είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

33      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη νομίμου βάσεως, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση των άρθρων 2, 3, 8, 29 και 47 του ΚΛΠ, καθώς και από κατάχρηση εξουσίας

34      Από τον τίτλο και τις αναπτύξεις που αφορούν τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι αυτός μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σκέλη τα οποία πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς. Επιπλέον, από τις ίδιες αναπτύξεις προκύπτει ότι η αναφορά στο άρθρο 29 του ΚΛΠ αποτελεί προδήλως προϊόν παραδρομής, διότι το άρθρο αυτό είναι εντελώς άσχετο με τη διαφορά, καθόσον αφορά το επίδομα τοκετού και η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν αντλεί από αυτό κανένα ειδικό επιχείρημα. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα επικαλείται μάλλον το άρθρο 29 του ΚΥΚ, καθόσον το άρθρο 7 του εσωτερικού κανονισμού παραπέμπει σε αυτό.

–       Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη νομίμου βάσεως

35      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να επικαλεστεί τον «αναγόμενο στην “οικονομία” λόγο» που αντλείται από το γεγονός ότι είχαν πληρωθεί όλες οι θέσεις ιατρών, διότι ο λόγος αυτός δεν προβλεπόταν ούτε από το ΚΛΠ ούτε από τη σύμβασή της ως νόμιμος λόγος καταγγελίας συμβάσεως αορίστου χρόνου.

36      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ παρέχει στην ΑΣΣΑ ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, σκέψη 162 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2011, T‑283/08 P, Λογγινίδης κατά Cedefop, σκέψη 84).

37      Στο πνεύμα αυτό και σε απάντηση προς το επιχείρημα του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 7, παράγραφος 4, του εσωτερικού του κανονισμού το εμπόδιζε να συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, ενώ ήταν απαραίτητο να διασφαλιστεί η συνέχεια της παροχής υπηρεσιών από την ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, με την απόφαση Scheefer, ότι το εν λόγω άρθρο «δεν απαγ[όρευε] την προσφυγή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον μια προσωρινή κατάσταση μπορεί, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, να διατηρείται για απροσδιόριστη χρονική περίοδο και, σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια σύμβαση δεν προσφέρει στον δικαιούχο τη μονιμότητα διορισμού ως μονίμου υπαλλήλου, αφού δύναται να λυθεί για θεμιτό λόγο και τηρουμένης της προθεσμίας καταγγελίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ» (απόφαση Scheefer, σκέψη 56).

38      Όσον αφορά το κατά πόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γεγονός ότι είχαν πληρωθεί όλες οι κενές θέσεις ιατρών στην ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου στο Λουξεμβούργο μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο λόγο απολύσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι υπάλληλος προσληφθείς, όπως η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ προσλαμβάνεται για να «καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα».

39      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία που αντλείται από τον «αναγόμενο στην “οικονομία” λόγο», όπως τον περιγράφει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, δηλαδή από την έλλειψη κενής θέσεως στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του οργάνου, συνιστά νόμιμο λόγο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως εκ μέρους του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ.

40      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από νομικό σφάλμα οφειλόμενο σε παράβαση των άρθρων 2, 3, 8 και 47 του ΚΛΠ καθώς και του άρθρου 29 του ΚΥΚ

41      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον αντίκειται στα άρθρα 2, 3, 8 και 47 του ΚΛΠ, καθώς και στο άρθρο 29 του ΚΥΚ. Κατά την άποψή της, το Κοινοβούλιο προσπάθησε να καταστρατηγήσει το ΚΛΠ, υποβάλλοντάς την παρανόμως στη σύναψη πληθώρας συμβάσεων εκτάκτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου και, σύμφωνα με την αρχή ότι ουδείς δύναται να επικαλείται ιδία παρανομία, δεν μπορούσε να στηριχθεί σε αυτό το τέχνασμα για να δικαιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ο δικαιολογητικός λόγος της απολύσεώς της που αντλείται από την ανυπαρξία διαθέσιμων θέσεων ιατρών δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως και συγκεκριμένα το γεγονός ότι το Δικαστήριο ΔΔ, με την απόφαση Scheefer, διαπίστωσε ότι η σύμβασή της εκτάκτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου είχε μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου με ισχύ από «31 Μαρτίου 2008». Εάν το Κοινοβούλιο είχε σεβαστεί το ΚΛΠ θα είχε, κατά την άποψη της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, συνάψει από την ημερομηνία αυτή σύμβαση αορίστου χρόνου και, ακολούθως, θα την είχε τοποθετήσει σε κενή θέση ιατρού. Επιπλέον, ο διορισμός αυτός θα ήταν σύμφωνος προς το συμφέρον της υπηρεσίας, λαμβανομένης υπόψη της πείρας που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα στην υπηρεσία του οργάνου. Τέλος, το αναφερόμενο στην απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν είχε εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να παραταθεί επ’ αόριστον η πρόσληψή της, είναι απαράδεκτο, διότι προβλήθηκε το πρώτον μετά την προσβαλλόμενη απόφαση. Το εν λόγω επιχείρημα είναι επίσης εσφαλμένο, διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιβαλλόταν ο κολασμός όχι του γεγονότος ότι δεν είχε εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, αλλά του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι ουδεμία θέση ιατρού στην ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου ήταν διαθέσιμη, παραλείποντας ότι αυτή η έλλειψη διαθεσιμότητας προκλήθηκε από τη δική του παρανομία.

42      Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο, διαπιστώνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η «υπαλληλική σχέση [της προσφεύγουσας‑ενάγουσας] δεν δικαιολογ[είτο] πλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το Κοινοβούλιο δι[έθετε] στο εξής: πίνακα επιτυχόντων που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού […] και ότι [είχε] προβεί στην πλήρωση όλων των κενών θέσεων συμβούλων ιατρών [...] στο Λουξεμβούργο βάσει του εν λόγω πίνακα», δεν επικαλέστηκε «ιδία παρανομία», αλλά στηρίχθηκε σε αντικειμενικό γεγονός, ανεξάρτητο της παρανομίας που διέπραξε ανανεώνοντας, με τη συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008, τη σύμβαση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας για ορισμένο μόνο χρόνο.

43      Εξάλλου, η αιτιολογία σύμφωνα με την οποία το Κοινοβούλιο ήταν αδύνατον να διατηρήσει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα στη θέση της διότι δεν ήταν επιτυχούσα της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, δεδομένου ότι η υποψηφιότητά της απερρίφθη λόγω ανεπαρκούς επαγγελματικής πείρας, δεν είναι ούτε απαράδεκτη ούτε εσφαλμένη.

44      Η εν λόγω αιτιολογία δεν είναι απαράδεκτη, διότι, στο πλαίσιο του συστήματος των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 46 του ΚΛΠ και λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας που καθιερώνουν τα εν λόγω άρθρα, η διοίκηση μπορεί να υποχρεωθεί να συμπληρώσει, ή να τροποποιήσει, κατά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως, την αιτιολογία βάσει της οποίας είχε υιοθετήσει την προσβαλλόμενη πράξη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψεις 55 έως 60· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Απριλίου 2011, F‑30/09, Chaouch κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

45      Με την προσβαλλόμενη όμως απόφαση, το Κοινοβούλιο είχε ήδη επισημάνει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι είχε προσληφθεί «με την κατ’ εξαίρεση διαδικασία» που προβλέπεται στο άρθρο 7 του εσωτερικού κανονισμού «για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη επιτυχόντων διαγωνισμού ή άλλων διαδικασιών προσλήψεως», και ότι δεν ήταν επιτυχούσα της διαδικασίας επιλογής PE/95/S που διοργανώθηκε για την κάλυψη των κενών θέσεων ιατρών. Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΣΣΑ, απορρίπτοντας τη διοικητική ένσταση, απλώς διευκρίνισε περαιτέρω αυτή την επισήμανση, υπογραμμίζοντας ότι «υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν αδύνατον να την προσλάβει το Κοινοβούλιο χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων».

46      Η εν λόγω αιτιολογία δεν είναι ούτε εσφαλμένη, διότι, πράγματι, από το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του εσωτερικού κανονισμού προκύπτει ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ δεν μπορούν να προσληφθούν μακροχρόνια, ελλείψει επιτυχόντων διαγωνισμού, παρά μόνον κατόπιν δοκιμασίας επιλογής. Πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω διαδικασία προσλήψεως, έστω και αν δεν προβλέπεται από το ΚΛΠ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των τύπων που πρέπει να τηρήσει το Κοινοβούλιο υπό την ιδιότητα του εργοδότη ή του μελλοντικού εργοδότη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1992, T‑45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 68). Αυτή η διαδικασία ήταν κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένη διότι το Κοινοβούλιο όφειλε να σεβαστεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, ιδίως έναντι των επιτυχόντων της εν λόγω διαδικασίας οι οποίοι, εξαιτίας της επιτυχίας τους, θα μπορούσαν να καταλάβουν τις κενές θέσεις ιατρών στην ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου. Συνεπώς, παρά τη μετατροπή της συμβάσεως της προσφεύγουσας‑ενάγουσας σε σύμβαση αορίστου χρόνου που πραγματοποιήθηκε στις 26 Μαρτίου 2008 δυνάμει του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, το Κοινοβούλιο, που είχε κινήσει τη διαδικασία επιλογής PE/95/S ήδη από τις 18 Οκτωβρίου 2007, ήταν κατ’ αρχήν υποχρεωμένο να προσλάβει από τους επιτυχόντες της διαδικασίας επιλογής PE/95/S όχι μόνον τον ιατρό που προσλήφθηκε την 1η Μαΐου 2009, προκειμένου να πληρωθεί η πρώτη κενή θέση, αλλά και τον ιατρό που προσλήφθηκε την 1η Ιουνίου 2009, προς κάλυψη της δεύτερης κενής θέσης. Πράγματι, η προαναφερθείσα διαδικασία επιλογής διοργανώθηκε «για την πρόσληψη ιατρού ως εκτάκτου υπαλλήλου διοικήσεως», η προκήρυξη όμως για τη διαδικασία αυτή προέβλεπε επίσης την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων περιλαμβάνοντος τους τέσσερις καλύτερους υποψήφιους.

47      Κατά συνέπεια, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S και δεν μπορούσε να διεκδικήσει πρόσληψη, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, ή του άρθρου 7, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του εσωτερικού κανονισμού, σε μία από τις προς πλήρωση θέσεις αποτελούσε καθοριστικό στοιχείο που δεν μπορούσε να αγνοήσει το Κοινοβούλιο, ανεξαρτήτως της προηγούμενης πλάνης στην οποία είχε υποπέσει ως προς τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως της ενδιαφερομένης από 26ης Μαρτίου 2008 και εφεξής.

48      Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου για τον λόγο ότι, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο υπάλληλος δεν ενεγράφη στον πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού ή άλλης δοκιμασίας επιλογής (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2002, T‑70/00, Hoyer κατά Επιτροπής, σκέψη 44).

49      Τα επιχειρήματα που προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν μπορούν να κλονίσουν τις προηγούμενες διαπιστώσεις.

50      Πράγματι, ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ έχουν υπέρτερη ισχύ σε σχέση με τον εσωτερικό κανονισμό, το άρθρο 7 όμως του κανονισμού αυτού, προβλέποντας ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι πρέπει να προσλαμβάνονται από τους επιτυχόντες διαγωνισμού ή διαδικασίας επιλογής και ότι δεν μπορεί να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος, παρά μόνον κατ’ εξαίρεση και προσωρινώς, υποψήφιος που δεν πληροί τις τυπικές αυτές προϋποθέσεις, δεν αντίκειται σε καμία διάταξή τους.

51      Εντούτοις, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα επισημαίνει ότι προσελήφθη με σύμβαση αορίστου χρόνου δυνάμει του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ κατόπιν της συμπληρωματικής συμφωνίας της 26ης Μαρτίου 2008, σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν ήδη δεδομένο, από τις 28 Ιανουαρίου 2008, ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής PE/95/S. Υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου εξασφαλίζουν στους δικαιούχους κάποια μονιμότητα απασχολήσεως και ότι, δυνάμει της ρήτρας 3 της συμφωνίας‑πλαισίου, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποσκοπούν, αντιθέτως, στην πλήρωση θέσεων εν αναμονή, ιδίως, της πραγματοποιήσεως συγκεκριμένου γεγονότος, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η σύμβαση αορίστου χρόνου της οποίας κατέστη τότε δικαιούχος δεν μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την προσωρινή πλήρωση θέσεως ιατρού και ότι δεν ήταν πλέον δυνατόν να αντιταχθούν έναντι αυτής οι προϋποθέσεις προσλήψεως που προβλέπει το άρθρο 7 του εσωτερικού κανονισμού.

52      Είναι ακριβές ότι, κατά τη ρήτρα 3, παράγραφος 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, η διάρκεια συμβάσεως μπορεί να καθορίζεται όχι μόνον από την «παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας», αλλά επίσης και από την «πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος» (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑102/09, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 85). Είναι επίσης ακριβές ότι η πρόσληψη επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S αποτελούσε «συγκεκριμένο γεγονός» που θα δικαιολογούσε, εν αναμονή της επελεύσεώς του, τη σύναψη όχι περισσοτέρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου με συγκεκριμένη η καθεμία καταληκτική ημερομηνία, αλλά μίας συμβάσεως ορισμένου χρόνου η οποία θα έληγε με την εν λόγω πρόσληψη. Εξάλλου, το Δικαστήριο ΔΔ είχε, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 37, αναφερθεί στη δυνατότητα αυτή με τη σκέψη 56 της αποφάσεως Scheefer.

53      Παρ’ όλα αυτά, η μετατροπή της συμπληρωματικής συμφωνίας της 26ης Μαρτίου 2008 σε σύμβαση αορίστου χρόνου που συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, κύρωση για το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο συνήψε με την προσφεύγουσα‑ενάγουσα διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου με συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία δεν στέρησε από το Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να θέσει τέρμα στην εν λόγω σύμβαση υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ. Επιβάλλεται, πράγματι, να υπομνησθεί ότι η σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου δεν προσφέρει στους δικαιούχους των συμβάσεων αυτών τη σταθερότητα ενός διορισμού μονίμου υπαλλήλου.

54      Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα βρέθηκε με σύμβαση αορίστου χρόνου από τις 26 Μαρτίου 2008 δεν μπορούσε να την προστατεύσει από απόλυση κατόπιν της προσλήψεως επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, κατά μείζονα λόγο διότι κατά την ημερομηνία αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει έντονη αβεβαιότητα λόγω του γεγονότος ότι δεν είχε ακόμη εκδοθεί ο πίνακας επιτυχόντων, καθώς και του γεγονότος —το οποίο επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση— ότι δεν ήταν βέβαιο ότι οι ιατροί που θα ανακηρύσσονταν επιτυχόντες της εν λόγω διαδικασίας επιλογής θα δέχονταν οριστικώς μια θέση που θα συνεπαγόταν την εγκατάλειψη της ασκήσεως ελεύθερης ιατρικής.

55      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας

56      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο χρησιμοποίησε την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ, προκειμένου να παρακάμψει τις δυσκολίες που δημιούργησε το τέχνασμα που είχε θέσει σε εφαρμογή προκειμένου να μη συνάψει μαζί της, το 2008, σύμβαση αορίστου χρόνου.

57      Αυτό το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν προσκομίζει αντικειμενικά, ακριβή και συγκλίνοντα στοιχεία ως προς το ότι το Κοινοβούλιο καταστρατήγησε το άρθρο 47 του ΚΛΠ.

58      Επιπλέον, όπως εξετέθη στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας αποφάσεως, ανεξαρτήτως της πλάνης στην οποία περιέπεσε στο παρελθόν, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να αγνοήσει το άρθρο 7 του εσωτερικού του κανονισμού και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν είχε εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων κατόπιν της διαδικασίας επιλογής PE/95/S.

59      Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Ως προς τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και από παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων

60      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο δεν έλαβε υπόψη ούτε το δικό της συμφέρον ούτε το συμφέρον της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο δεν προσπάθησε να βρει λύση σε συμφωνία μαζί της. Χωρίς καν να έχει προβεί σε ακρόασή της, επικαλέστηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τέχνασμα για το οποίο το Δικαστήριο ΔΔ του είχε ήδη επιβάλει κυρώσεις με την απόφαση Scheefer. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το αρμόδιο όργανο ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούσαν να καθορίσουν την απόφασή του. Επιπλέον, αν το Κοινοβούλιο είχε τηρήσει τα οριζόμενα στο ΚΛΠ και είχε συνάψει με την προσφεύγουσα‑ενάγουσα σύμβαση αορίστου χρόνου, θα ήταν προς το συμφέρον του να τη διατηρήσει στη θέση της, διότι δεν είχε παύσει να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα και είχε, αντιθέτως, αποκτήσει κάποια πείρα στην ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου στο Λουξεμβούργο. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο, προβάλλοντας αιτιολογία αντλούμενη από ιδία πλάνη χωρίς να προσπαθήσει να βρει λύση νομικώς παραδεκτή τόσο για το ίδιο όσο και για την προσφεύγουσα‑ενάγουσα, παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και ενήργησε κατά κατάχρηση δικαιώματος.

61      Έχει πάντως κριθεί ότι το γεγονός ότι ένας υποψήφιος ασκεί, ως έκτακτος υπάλληλος, καθήκοντα παρόμοιας φύσεως προς αυτά για τα οποία διοργανώθηκε διαγωνισμός δεν εμποδίζει το θεσμικό όργανο να λάβει υπόψη την αποτυχία του ενδιαφερομένου στον εν λόγω διαγωνισμό προκειμένου να θέσει τέρμα στη σύμβασή του (βλ. απόφαση Hoyer κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 48, σκέψη 47). Στο πνεύμα αυτό, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ασκούσε τα καθήκοντα ιατρού με σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, αλλά προσωρινώς, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, δεν εμπόδιζε το Κοινοβούλιο να λάβει υπόψη το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα επιτυχόντων της εν λόγω διαδικασίας επιλογής προκειμένου να καταγγείλει τη σύμβασή της για τον λόγο ότι όλες οι κενές θέσεις ιατρών είχαν πλέον πληρωθεί από τους επιτυχόντες της εν λόγω διαδικασίας επιλογής.

62      Πρέπει, επιπλέον, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7 του εσωτερικού κανονισμού έχει ως αντικείμενο την οργάνωση της προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων για τις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου, εξαρτώντας τη μακροχρόνια πρόσληψή τους από διαδικασία επιλογής προς το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως και ότι, όπως προαναφέρθηκε, το Κοινοβούλιο δεσμευόταν, κατ’ αρχήν, από τη διάταξη αυτή, καθώς και από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν το Κοινοβούλιο είχε συνάψει με την προσφεύγουσα‑ενάγουσα σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου με ισχύ από τις 26 Μαρτίου 2008, δεν θα μπορούσε να της προσφέρει κενή θέση ιατρού χωρίς να παραβιάσει την ίση μεταχείριση των υποψηφίων της εν λόγω διαδικασίας επιλογής, σε βάρος, ιδίως, των επιτυχόντων της εν λόγω διαδικασίας.

63      Εξάλλου, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, προτού απολύσει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα, εξέτασε, σύμφωνα με το καθήκον μέριμνας, κατά πόσον αυτή μπορούσε να επανατοποθετηθεί σε άλλη θέση ιατρού στην ιατρική υπηρεσία, αλλά ότι μια τέτοια νέα τοποθέτηση κατέστη αδύνατη λόγω των ειδικών προσόντων της. Διαπιστώνεται ωστόσο, επί του σημείου αυτού, ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα διεκδικεί πράγματι μόνον τη διατήρηση της θέσεώς της ως ιατρού στην ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου.

64      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει επίσης ότι το Κοινοβούλιο δεν προσπάθησε να βρει λύση σε συνεργασία μαζί της και ότι την απέλυσε χωρίς καν να προβεί σε ακρόασή της, όπως πράγματι συνέβη.

65      Αυτή η τελευταία αιτίαση φαίνεται να συντρέχει με την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, στην οποία μόλις δόθηκε απάντηση.

66      Εάν όμως υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θέλησε να προβάλει αιτίαση αντλούμενη από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ή από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, καθόσον το Κοινοβούλιο παρέλειψε να της δώσει τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της εκδοθείσας αποφάσεως παρά μόνον εάν η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα ελλείψει της προσβολής του δικαιώματος αυτού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ohja κατά Επιτροπής, σκέψη 67· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2000, T‑290/97, Mehibas Dordtselaan κατά Επιτροπής, σκέψη 47, και της 23ης Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 39· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 8ης Μαρτίου 2011, F‑59/09, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 182, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑264/11 P). Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 7 του εσωτερικού κανονισμού και της υποχρεώσεως σεβασμού της ισότητας μεταξύ των υποψηφίων της διαδικασίας επιλογής PE/95/S, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα επιτυχόντων που καταρτίστηκε κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας και ότι η ΑΣΣΑ δεσμευόταν από τον αριθμό των προς πλήρωση θέσεων, δεν φαίνεται ότι θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση διαφορετική από την προσβαλλόμενη, εάν είχε παρασχεθεί στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

67      Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί, ελλείψει βασίμου λόγου ακυρώσεως, το αίτημα ακυρώσεως.

 Επί του αιτήματος με το οποίο ζητείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ εφ’ όλων των συνεπειών που θα απέρρεαν από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών συνεπειών, και επί του αιτήματος περί καταβολής αποζημιώσεως

68      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει, να την επανατοποθετήσει στην κατάσταση στην οποία θα έπρεπε να βρίσκεται σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή να εξακολουθήσει να εργάζεται στην ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου στο Λουξεμβούργο.

69      Στην περίπτωση που θα ήταν αδύνατον να διατάξει την επανένταξή της, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 288 000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 36 μηνιαίους μισθούς. Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να της καταβάλει το ποσό των 15 000 ευρώ, ως ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Η ηθική αυτή βλάβη απορρέει, κατά την άποψή της, από την έλλειψη σεβασμού με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα κοινωνικά της δικαιώματα, στο αίσθημα ότι εξαπατήθηκε ως προς τις προοπτικές σταδιοδρομίας της και στο γεγονός ότι υποχρεώθηκε να κινήσει δεύτερη δίκη για να υπερασπισθεί τα δικαιώματά της.

70      Τα εν λόγω αιτήματα αποτελούν απόρροια του αιτήματος ακυρώσεως και πρέπει, συνεπεία της απορρίψεως του εν λόγω αιτήματος, να απορριφθούν.

71      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, για να αιτιολογήσει το αίτημά της περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα στηρίζεται σε συμπεριφορές του Κοινοβουλίου που δεν έχουν τον χαρακτήρα αποφάσεως, δηλαδή στο γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, το Κοινοβούλιο την εξαπάτησε ως προς τις προοπτικές σταδιοδρομίας της και δεν σεβάστηκε τα κοινωνικά της δικαιώματα, και πάλι επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αποζημιωτικά αιτήματα θα ήταν απαράδεκτα, διότι δεν προηγήθηκε της υποβολής τους αίτηση στηριζόμενη στο άρθρο 46 του ΚΛΠ και στο άρθρο 90 του ΚΥΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

73      Από το προπαρατεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, το Κοινοβούλιο ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του να καταδικαστεί η προσφεύγουσα‑ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η S. Scheefer φέρει τα δικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Van Raepenbusch

Boruta

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Μαρτίου 2013.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.