Language of document : ECLI:EU:F:2011:97

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 29ης Ιουνίου 2011 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσκλησηγια την εκδήλωση ενδιαφέροντος – Διαδικασία προεπιλογής – Απαιτήσεις σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις – Δυσμενής διάκριση – Δυσλειτουργίες κατάτη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής»

Στην υπόθεση F‑7/07,

με αντικείμενο προσφυγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ,

Marie-Thérèse Angioi, κάτοικος Valenciennes (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον M.-A. Lucas, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον F. Díez Moreno, abogado del Estado,

και

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον I. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato, στη συνέχεια, από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και M. Velardo,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, S. Gervasoni, πρόεδρο τμήματος, H. Kreppel (εισηγητή), Χ. Ταγαρά και S. Van Raepenbusch, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 29 Ιανουαρίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2007), η M.-T. Angioi ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006 με την οποία η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (ΕPSO), στο πλαίσιο προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό τη δημιουργία βάσεως δεδομένων των υποψηφίων που θα μπορούσαν να προσληφθούν ως συμβασιούχοι υπάλληλοι, αποφάσισε να αποκλείσει την προσφεύγουσα από το επόμενο στάδιο της διαδικασίας προεπιλογής λόγω των μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων της στις πρώτες δοκιμασίες για την εκτίμηση των ικανοτήτων της μέσω ασκήσεων λογικής με λεκτικά και αριθμητικά στοιχεία.

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Διατάξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων

2        Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προμνησθείσας αποφάσεως, ορίζει ότι:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

3        Το άρθρο 290 ΕΚ ορίζει ότι:

«Το γλωσσικό καθεστώς των οργάνων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ορίζεται από το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ομοφώνως, με την επιφύλαξη του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

4        Κατά το άρθρο 22 με τίτλο «Πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία» του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1, στο εξής: Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων):

«Η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία.»

5        Τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1958, 17, σ. 385), όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση, ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1

Οι επίσημες γλώσσες και οι γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ισπανική, η ιταλική, η λεττονική, η λιθουανική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.

Άρθρο 2

Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα της Κοινότητος από κράτος μέλος ή πρόσωπο που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.

Άρθρο 3

Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται από τα όργανα της Κοινότητος προς κράτος μέλος ή πρόσωπο, το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός κράτους, μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.

Άρθρο 4

Οι κανονισμοί και τα άλλα έγγραφα γενικής εφαρμογής συντάσσονται στις [20] επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 5

Η Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται στις [20] επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 6

Τα όργανα δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους.»

6        Το άρθρο 1δ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε στην υπό κρίση υπόθεση (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει ότι:

«1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

[…]

6. Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.»

7        Το άρθρο 82 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά την υπό κρίση υπόθεση (στο εξής: ΚΛΠ), ορίζει ότι:

«1. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

[…]

3. Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

[…]

ε)      προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες [της Ένωσης] και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας [της Ένωσης] στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

[…]

5. Η [EPSO] παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η [EPSO] εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για τους συμβασιούχους υπάλληλους.

[…]»

8        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2002/620/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του ευρωπαίου διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, για την ίδρυση της EPSO (ΕΕ L 197, σ. 53), προβλέπει ότι «[η EPSO] δύναται να παρέχει τη συνδρομή της στα θεσμικά και άλλα όργανα, τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ή βάσει αυτών, όσον αφορά τη διοργάνωση εσωτερικών διαγωνισμών και την επιλογή του λοιπού προσωπικού».

2.     Πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος

9        Το 2005, η EPSO δημοσίευσε, «στο όνομα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και συγκεκριμένα της Επιτροπής και του Συμβουλίου», πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό «τη δημιουργία βάσεως δεδομένων των υποψηφίων για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων προς εκπλήρωση διαφόρων καθηκόντων εντός των ευρωπαϊκών οργάνων» (στο εξής: πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος). Η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της EPSO για το διάστημα από 20 Ιουνίου έως 20 Ιουλίου 2005.

10      Το τμήμα Α, σημείο 2, της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, με τίτλο «Αναζητούμενα χαρακτηριστικά», είχε διατυπωθεί ως εξής:

«[Η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος] στοχεύει στην πρόσληψη προσωπικού με τις ακόλουθες γενικές ικανότητες:

Για την ομάδα καθηκόντων Ι: επιμελητές, οδηγοί, διοικητική υποστήριξη, χειρωνακτικά εργαζόμενοι.

Για την ομάδα καθηκόντων ΙΙ: υπάλληλοι βρεφονηπιακού σταθμού (ειδικότερα παιδοκόμοι), προϊστάμενοι γραφείου/υπάλληλοι, γραμματείς, τεχνικό προσωπικό.

Για την ομάδα καθηκόντων ΙΙΙ: δημοσιονομική διαχείριση, πληροφορική/τεχνολογίες, εκτελεστικά καθήκοντα.

Για την ομάδα καθηκόντων ΙV: διοικητικά καθήκοντα, επικοινωνία και συμβουλευτική, γλωσσολόγοι, αρχιτέκτονες. [...]»

11      Το τμήμα Α, σημείο 3, της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, με τίτλο «Κριτήρια επιλεξιμότητας και γενικές προϋποθέσεις», όριζε ότι, για την υποβολή υποψηφιότητας για τη θέση συμβασιούχου υπαλλήλου, ο υποψήφιος θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας της αντίστοιχης ομάδας καθηκόντων και τις γενικές προϋποθέσεις.

12      Όσον αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, το τμήμα Α, σημείο 3, στοιχείο α΄, της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, με τίτλο «Ελάχιστη προαπαιτούμενη εκπαίδευση», απαιτούσε από τους υποψηφίους για τη θέση συμβασιούχων υπαλλήλων της ομάδας καθηκόντων ΙΙ ως ελάχιστο προσόν τριτοβάθμια εκπαίδευση που να πιστοποιείται με δίπλωμα ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση που να πιστοποιείται με δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών (το δίπλωμα αυτό μπορεί να αντικατασταθεί με τίτλο που να βεβαιώνει κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, αν κατά τον χρόνο εκδόσεώς του δεν υπήρχε αντίστοιχη επαγγελματική εκπαίδευση παρέχουσα το δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) ή και ολοκλήρωση του κύκλου σπουδών μέσης εκπαίδευσης συνοδευόμενη από σχετική εξειδίκευση δέκα ετών και κατάλληλη επαγγελματική πείρα πέντε ετών.

13      Σε ό,τι αφορά τις γενικές προϋποθέσεις, το τμήμα Α, σημείο 3, στοιχείο β΄, του γαλλικού κειμένου της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος απαιτούσε, μεταξύ άλλων, την «εις βάθος γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ([της αγγλικής, της γαλλικής, της γερμανικής, της δανικής, της ελληνικής, της εσθονικής, της ισπανικής, της ιταλικής, της λεττονικής, της λιθουανικής, της μαλτέζικης, της ολλανδικής, της ουγγρικής, της πολωνικής, της πορτογαλικής, της σλοβακικής, της σλοβενικής, της σουηδικής, της τσεχικής ή της φινλανδικής]) –ως κύριας γλώσσας (ελλείψει σχετικής αναφοράς, κύρια γλώσσα θα μπορούσε να θεωρηθεί η γλώσσα της ιθαγένειας του υποψηφίου ή η γλώσσα της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του) και ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης γλώσσας [της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής] (διαφορετικής της κύριας γλώσσας)».

14      Οι όροι «κύρια γλώσσα» και «δεύτερη γλώσσα», που εμφανίζονται στο τμήμα Α, σημείο 3, στοιχείο β΄, της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος είχαν γραφεί με έντονους χαρακτήρες.

15      Κατά το τμήμα Γ της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με τίτλο «Διεξαγωγή εξετάσεων», η διαδικασία επιλογής θα έπρεπε να διεξαχθεί σε τρία διαδοχικά στάδια: «έλεγχος των υποψηφιοτήτων», «δοκιμασίες προεπιλογής» και «επιλογή ενόψει ενδεχόμενης προσλήψεως».

16      Σχετικά με το πρώτο στάδιο –τον έλεγχο των υποψηφιοτήτων–, η EPSO έπρεπε να καταρτίσει έγκυρη βάση δεδομένων με τους υποψηφίους που διαθέτουν τις δεξιότητες και τα προσόντα που ορίζει η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος και, έπειτα, να υποβάλει τη βάση αυτή στην επιτροπή επιλογής προκειμένου αυτή να καταρτίσει κατάλογο υποψηφίων που θα λάμβαναν μέρος στις δοκιμασίες προεπιλογής.

17      Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο –τις δοκιμασίες προεπιλογής–, η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος προέβλεπε ότι οι υποψήφιοι που θα συμπεριλαμβάνονταν στην ως άνω βάση δεδομένων θα καλούνταν να λάβουν μέρος στις ακόλουθες τρεις διαδοχικές δοκιμασίες:

–        δοκιμασίες επάρκειας για την αξιολόγηση των «γενικών ικανοτήτων τους» και, ειδικότερα, των «ικανοτήτων τους αναλύσεως λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων και των γλωσσικών τους γνώσεων»·

–        ταυτοχρόνως, δοκιμασία για την αξιολόγηση των «γνώσεών τους περί ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως και ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων»·

–        σε μεταγενέστερο στάδιο, ειδική δοκιμασία για την εκτίμηση των «ειδικών δεξιοτήτων τους».

18      Διευκρινιζόταν δε ότι οι δοκιμασίες προεπιλογής θα διεξάγονταν «στη δεύτερη γλώσσα (αγγλική, γαλλική, γερμανική)», η οποία θα ήταν «διαφορετική της κύριας γλώσσας».

19      Τέλος, ως προς το τρίτο στάδιο –την επιλογή ενόψει ενδεχόμενης προσλήψεως–, η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος προέβλεπε ότι τα ονόματα των επιτυχόντων στις εξετάσεις θα καταχωρίζονταν σε τελική βάση δεδομένων, προσβάσιμη από όλα τα ευρωπαϊκά όργανα προκειμένου αυτά να μπορούν να επιλέγουν και να καλούν σε συνέντευξη τους επιτυχόντες που «ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους».

20      Ο οδηγός προς τους υποψηφίους, στην ανάγνωση του οποίου παρέπεμπε το τμήμα Β της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος τους ενημέρωνε ότι, «για την ορθή υποβολή της υποψηφιότητάς [τους]», θα έπρεπε να δηλώσουν ως κύρια γλώσσα την «πρώτη [τους] γλώσσα», επιλέγοντάς την από το κυλιόμενο μενού.

21      Τέλος, στον τίτλο «Συχνά υποβαλλόμενες ερωτήσεις» της ιστοσελίδας της EPSO, σχετικά με την πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος αναφερόταν το εξής:

«Ποια είναι η “κύρια” και η “δεύτερη” γλώσσα;

Κατά κανόνα, η κύρια γλώσσα είναι η γλώσσα της ιθαγένειάς σας, εάν αυτή είναι μία από τις 20 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις χώρες όπου αναγνωρίζονται ως επίσημες δύο ή περισσότερες γλώσσες, η κύρια γλώσσα θα είναι εκείνη της υποχρεωτικής φοιτήσεώς σας. Η δεύτερη γλώσσα είναι η γλώσσα στην οποία θα εξεταστείτε αν προεπιλεγείτε. Η τελευταία θα πρέπει να είναι διαφορετική της κύριας. Για τη συγκεκριμένη πρόσκληση, η δεύτερη γλώσσα θα πρέπει να είναι η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική. Είναι απαραίτητη δε η επαρκής γνώση της δεύτερης γλώσσας.»

 Ιστορικό της διαφοράς

22      Μετά τη δημοσίευση της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, η γαλλικής ιθαγένειας προσφεύγουσα, γεννηθείσα από γονείς ιταλικής ιθαγένειας, υπέβαλε την υποψηφιότητά της για τη θέση του συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων ΙΙ, στην κατηγορία «διαχείριση γραφείου (γραμματεία)».

23      Η προσφεύγουσα, κατά την ηλεκτρονική υποβολή της υποψηφιότητάς της, δήλωσε τη γαλλική ως κύρια και δεύτερη γλώσσα, στην οποία και θα έπρεπε να εξεταστεί κατά τις δοκιμασίες προεπιλογής.

24      Με ηλεκτρονική επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 2005, η EPSO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η επιτροπή επιλογής έκανε δεκτή την υποψηφιότητά της και ότι, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα την καλούσε να συμμετάσχει στις δοκιμασίες προεπιλογής. Η επιστολή αυτή ανέφερε ότι η «κύρια γλώσσα» της προσφεύγουσας ήταν η γαλλική και η «γλώσσα των δοκιμασιών» η αγγλική.

25      Στις 15 Νοεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα με ηλεκτρονική επιστολή που απηύθυνε στην EPSO σημείωσε ότι είχε επιλέξει τη γαλλική ως γλώσσα των δοκιμασιών προεπιλογής και όχι την αγγλική.

26      Με ηλεκτρονική επιστολή της, στις 28 Νοεμβρίου 2005, η EPSO απάντησε ότι η γλώσσα για τις δοκιμασίες προεπιλογής δεν μπορεί να είναι η κύρια γλώσσα και κάλεσε την ενδιαφερομένη να «διαβάσ[ει] και πάλι την [πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος]». Μετά από αυτήν την επιστολή, η προσφεύγουσα δέχθηκε να μετάσχει στις δοκιμασίες προεπιλογής στην αγγλική γλώσσα.

27      Στις 21 Νοεμβρίου 2005, η EPSO δημοσίευσε σημείωμα σχετικό με τη δομή και την αξιολόγηση των δοκιμασιών προεπιλογής (στο εξής: σημείωμα της 21ης Νοεμβρίου 2005). Το σημείωμα αυτό διευκρίνιζε ότι:

–        οι πρώτες δοκιμασίες οι οποίες ως σκοπό έχουν να ελέγξουν την ικανότητα επεξεργασίας λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων θα περιελάμβαναν 25 και 20, αντιστοίχως, ερωτήματα πολλαπλής επιλογής·

–        η δεύτερη δοκιμασία που σχετίζεται με τον έλεγχο γνώσεων σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα περιείχε 30 ερωτήματα πολλαπλής επιλογής·

–        η τρίτη δοκιμασία θα είχε ως αντικείμενο τον έλεγχο «ειδικών γνώσεων (στο πεδίο ενδιαφέροντος του υποψηφίου το οποίο εμφανιζόταν ως πρώτη επιλογή στον φάκελο της υποψηφιότητάς του)».

28      Το σημείωμα της 21ης Νοεμβρίου 2005 επεσήμαινε, επίσης, ότι «στο στάδιο αυτό [θα] γιν[όταν] εκτίμηση μόνον των ασκήσεων λογικής και γνώσεων γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση» και ότι «οι υποψήφιοι [θα] καλούνταν σε εξέταση των ειδικών γνώσεων σε μεταγενέστερο στάδιο», με εξαίρεση την κατηγορία των «υποψηφίων για την ομάδα καθηκόντων ΙΙ, σχετική με τη γραμματειακή υποστήριξη, των οποίων η εξέταση θα γινόταν ταυτοχρόνως στο ίδιο στάδιο».

29      Τέλος, το σημείωμα της 21ης Νοεμβρίου 2005 διευκρίνιζε ότι «η βάση επιτυχίας που θα επέτρεπε την εγγραφή στη βάση δεδομένων» είχε οριστεί για τις θέσεις που αφορούσαν την ομάδα καθηκόντων ΙΙ στο 45 % για το σύνολο των εξετάσεων, ενώ το 35 % αποτελούσε την ελάχιστη προαπαιτούμενη βαθμολογία για τις δοκιμασίες προς εκτίμηση των ικανοτήτων αναλύσεως λεκτικών και αριθμητικών στοιχείων.

30      Στις 6 Ιανουαρίου 2006, στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), υπό την εποπτεία των εργαζομένων της εταιρείας στην οποία η EPSO είχε αναθέσει την οργάνωση των δοκιμασιών προεπιλογής, η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στις δοκιμασίες προς εκτίμηση των ικανοτήτων της επεξεργασίας λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων, των γνώσεών της γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως και των ειδικών ικανοτήτων της. Κατά την ενδιαφερόμενη, η ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων προεπιλογής διαταράχθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές λόγω μηχανικών δυσλειτουργιών του υπολογιστή. Ωστόσο, στο αίτημά της να της χορηγηθεί έγγραφο που να βεβαιώνει τα ως άνω συμβάντα δεν δόθηκε συνέχεια.

31      Με ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2006, η EPSO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι εξετάστηκε επιτυχώς στις δοκιμασίες προεπιλογής και ότι το όνομά της θα συμπεριληφθεί στη βάση δεδομένων στην οποία θα ανατρέξουν τα ευρωπαϊκά όργανα για να επιλέξουν και να καλέσουν σε συνέντευξη τους υποψηφίους εκείνους που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους.

32      Στις 14 Μαρτίου 2006, η EPSO απηύθυνε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονική επιστολή (στο εξής: απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006) με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Αγαπητή υποψήφια/Αγαπητέ υποψήφιε,

Σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων και λόγω σφάλματος που σημειώθηκε στην τηλεματική αποστολή των δεδομένων στους υποψηφίους, ορισμένοι εξ αυτών, όπως και εσείς, έλαβαν δύο διαφορετικές και αντιφατικές ως προς τα αποτελέσματα των εξετάσεων επιστολές.

Προς διασαφήνιση των πληροφοριών σχετικά με την υποψηφιότητά σας, βεβαιώνουμε ότι η βαθμολογία σας είναι η ακόλουθη:

–        Λεκτικές ασκήσεις                        :       32,00 %

–        Αριθμητικές ασκήσεις                        :       35,00 %

Συνολικό αποτέλεσμα                        :      33,33 %

Ελάχιστη προαπαιτούμενη βαθμολογία για την ομάδα καθηκόντων ΙΙ: 35,00 %

Συνεπώς, μετά λύπης, σας πληροφορούμε ότι η βαθμολογία σας [στις ασκήσεις λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων] δεν είναι επαρκής ώστε να γίνετε δεκτή στο επόμενο στάδιο επιλογής.

[…]

Σας ζητούμε συγγνώμη για την αναστάτωση.»

33      Με επιστολή της 10ης Απριλίου 2006, με τίτλο «Ένσταση επί των αποτελεσμάτων των εξετάσεων», η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στην απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006. Η ενδιαφερόμενη τόνισε ότι η διεξαγωγή των εξετάσεων διεκόπη επανειλημμένως εξαιτίας «μηχανικών δυσλειτουργιών» και ότι «θα πρέπει να παραμείνει εγγεγραμμένη στη βάση δεδομένων της EPSO».

34      Η EPSO απάντησε στην ενδιαφερόμενη με ηλεκτρονική επιστολή της 19ης Απριλίου 2006 και ενέμεινε στο γεγονός ότι είχε συγκεντρώσει βαθμολογία με ποσοστό 33,33 % στις ασκήσεις των λεκτικών και αριθμητικών στοιχείων ενώ η ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία οριζόταν σε ποσοστό 35 %. Όσον αφορά τις καταγγελίες της προσφεύγουσας για τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισε, η EPSO επισήμανε ότι αυτές οι ενστάσεις εκφράστηκαν «πολύ αργότερα», ότι «δεν ήταν πλέον δυνατό να επαληθευτεί εάν πράγματι υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες [με το ηλεκτρονικό πόστο εργασίας που της δόθηκε για τις εξετάσεις]» και ότι, εν πάση περιπτώσει, «τα αποτελέσματα έτσι όπως αυτά είχαν εγγραφεί δεν παρουσίαζαν ουδεμία ανωμαλία».

35      Με ηλεκτρονική επιστολή που απηύθυνε την ίδια μέρα στην EPSO, η προσφεύγουσα, αφού υπενθύμισε ότι είχε αναφέρει την ύπαρξη τεχνικών προβλημάτων στην αίθουσα διεξαγωγής των εξετάσεων, τόνισε, σχετικά με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006, ότι δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτά τα προβλήματα να συνέβαλαν στην απόρριψη της υποψηφιότητάς της.

36      Προς απάντηση, η EPSO απέστειλε στις 20 Απριλίου 2006 στην προσφεύγουσα ηλεκτρονική επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«[…]

Είμαστε απολύτως διατεθειμένοι να επεξεργαστούμε τα δεδομένα που μας έχετε υποβάλει, αρκεί να μας παράσχετε τις αναγκαίες πληροφορίες. Εάν, κατά τη διάρκεια των συμβάντων, απευθυνθήκατε με αίτησή σας στους επιτηρητές, θα πρέπει να έχετε λάβει έναν κωδικό συμβάντων. Σας παρακαλούμε να μας γνωστοποιήσετε τον κωδικό αυτό προκειμένου να προβούμε στην έρευνα του ζητήματος. Αφής στιγμής οι δοκιμασίες έχουν εγγραφεί, εάν προέκυψε πρόβλημα, θα χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση του επιτηρητή και με τον τρόπο αυτό θα εντοπιστούν τα ίχνη των προβλημάτων.»

37      Την ίδια μέρα, η προσφεύγουσα απέστειλε ηλεκτρονική επιστολή στην EPSO στην οποία ανέφερε ότι «ουδόλως [της] δόθηκε κωδικός συμβάντων» παρά το γεγονός ότι υπέβαλε σχετικό αίτημα ενώ διευκρίνισε ότι δεν της έγινε γνωστό ούτε το όνομα του επιτηρητή ούτε του προσώπου που κλήθηκε να επιλύσει τα τεχνικά προβλήματα.

38      Η προσφεύγουσα έλαβε γνώση του συγκεντρωτικού πίνακα στην ιστοσελίδα της EPSO στον οποίο εμφανίζονταν για καθένα από τα ερωτήματα τα οποία της είχαν τεθεί, η σωστή απάντηση, η απάντηση που έδωσε και ο χρόνος που χρειάστηκε για να απαντήσει. Επιπροσθέτως, στον πίνακα αυτό, στον οποίο δεν παρουσιαζόταν το κείμενο των υποβληθέντων ερωτημάτων, γινόταν μνεία της αυτοδίκαιης χορηγήσεως στην προσφεύγουσα μιας μονάδας εξαιτίας ενός δυσανάγνωστου ερωτήματος.

39      Με σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2006, το οποίο απεστάλη την ίδια μέρα στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τηλεομοιοτυπία, η προσφεύγουσα υπέβαλε, επί τη βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΛΠ, ένσταση κατά, μεταξύ άλλων, και της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006. Με το σημείωμα αυτό η ενδιαφερόμενη ζητούσε από τη διοίκηση να της γνωστοποιήσει το κείμενο των ερωτημάτων που της υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών που αφορούσαν ασκήσεις επεξεργασίας λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων.

40      Με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2006, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ), απέρριψε το αίτημά της.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

41      Η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή στις 29 Ιανουαρίου 2007.

42      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

«–       […] να ακυρώσει την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006 […]·

–        […] να ακυρώσει την απόφαση της EPSO και/ή την απόφαση της επιτροπής επιλογής να μην την εγγράψουν στη βάση δεδομένων των επιτυχόντων στις δοκιμασίες προεπιλογής·

–        […] να αναστείλει την περαιτέρω διεξαγωγή […] των εξετάσεων·

–        […] να καταδικάσει την [Επιτροπή] στα δικαστικά έξοδα.»

43      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

«–      να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.»

44      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 30 Απριλίου 2007, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

45      Με δικόγραφο που περιήλθε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 3 Μαΐου 2007 (το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στις 4 Μαΐου 2007), η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

46      Στις 19 Ιουνίου 2007 με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ επετράπη η παρέμβαση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

47      Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, η υπόθεση η οποία αρχικώς είχε ανατεθεί στο δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ, ανατέθηκε εκ νέου στο πρώτο τμήμα αυτού.

48      Με απόφαση της 17ης Ιουνίου 2009, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην ολομέλεια.

49      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε γραπτές ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα του Δικαστηρίου ΔΔ.

50      Το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε επίσης τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα εάν η EPSO ήταν αρμόδια για την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006.

51      Τέλος, κατόπιν προσκλήσεως του Δικαστηρίου ΔΔ, οι διάδικοι, με εξαίρεση την Ιταλική Δημοκρατία, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με την επίδραση που ασκούν στην παρούσα διαφορά οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑156/07 και T‑232/07, Ισπανία κατά Επιτροπής και T‑166/07 και T‑285/07, Ιταλία κατά Επιτροπής.

52      Δύο από τους επτά δικαστές που μετέσχαν στην προφορική διαδικασία δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη διάσκεψη, ο πρώτος για τον λόγο ότι ανέλαβε καθήκοντα δικαστή στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δεύτερος για λόγους ασθενείας.

 Σκεπτικό

1.     Επί των προϋποθέσεων αναστολής της «περαιτέρω διεξαγωγής των [...] εξετάσεων»

53      Υπενθυμίζεται, σχετικώς, ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται επί της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του εν λόγω Κανονισμού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου], το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis στο Δικαστήριο ΔΔ –δυνάμει της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ, του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7)– για προσφυγή ή αγωγή που ασκείται πριν τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι πριν την 1η Νοεμβρίου 2007, κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της.

54      Εν προκειμένω, τα ανωτέρω αιτήματα δεν επιτρέπουν τον σαφή προσδιορισμό της πράξης ή των πράξεων των οποίων ζητείται η ακύρωση και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

2.     Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006 και της «αποφάσεως της EPSO και/ή της επιτροπής επιλογής [...] να μην περιλάβουν την προσφεύγουσα στη βάση δεδομένων των επιτυχόντων στις δοκιμασίες προεπιλογής»

55      Προς στήριξη των ως άνω αιτημάτων, η προσφεύγουσα επικαλείται τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και του άρθρου 82, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, ο δεύτερος «παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της ίσης μεταχειρίσεως, της αντικειμενικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης», ο τρίτος «παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως[,] της αντικειμενικότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διαφάνειας, και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως».

56      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προέβαλε, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, και τέταρτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζοντας ότι η απόφαση της 14ης Μαρτίου2006 εκδόθηκε από αναρμόδια αρχή.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και του άρθρου 82, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ

57      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα και οι παρεμβαίνοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, η οποία διαιρείται σε τρία σκέλη. Συγκεκριμένα, η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος είναι παράνομη καθόσον,

–        επέβαλε στους υποψηφίους την υποχρέωση να δηλώσουν ως κύρια γλώσσα τη γλώσσα της ιθαγένειάς τους ή αυτή της υποχρεωτικής φοιτήσεώς τους (πρώτο σκέλος),

–        επέβαλε την επιλογή μόνον της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής ως δεύτερης γλώσσας (δεύτερο σκέλος),

–        παρανόμως δημοσιεύθηκε μόνο στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα και επέβαλε αυτές ως γλώσσες επικοινωνίας των υποψηφίων με την EPSO (τρίτο σκέλος).

 Επί του πρώτου σκέλους, κατά το οποίο η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος παρανόμως επέβαλε στους υποψηφίους να δηλώσουν ως κύρια γλώσσα τη γλώσσα της ιθαγένειάς τους ή εκείνη της υποχρεωτικής φοιτήσεώς τους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, το οποίο ορίζει ότι συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του, σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υποψήφιο για θέση συμβασιούχου υπαλλήλου να γνωρίζει εις βάθος κατ’ ανάγκην είτε τη γλώσσα της ιθαγένειάς του είτε τη γλώσσα της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του.

59      Εντούτοις, στο τμήμα Α, σημείο 3, στοιχείο β΄, της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, η EPSO εισήγαγε διευκρίνιση, σύμφωνα με την οποία «ελλείψει σχετικής αναφοράς», ως «κύρια γλώσσα», ήτοι γλώσσα την οποία θα πρέπει να γνωρίζει ο υποψήφιος εις βάθος, «θα μπορούσε να θεωρηθεί η γλώσσα της ιθαγένειάς του ή εκείνη της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του». Με αυτήν την επεξήγηση, η EPSO θέλησε, κατά παράβαση του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, να αποκλείσει τον υποψήφιο από την επιλογή γλώσσας διαφορετικής από εκείνη της ιθαγένειας ή φοιτήσεώς του. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι εξ αυτού του λόγου στερήθηκε τη δυνατότητα να επιλέξει ως κύρια γλώσσα αυτή στην οποία ανατράφηκε, εν προκειμένω, την ιταλική.

60      Επιπροσθέτως, η υποχρέωση που επιβάλλει η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος στον υποψήφιο να δηλώσει τη γλώσσα της ιθαγένειας ή υποχρεωτικής φοιτήσεώς του, η οποία επαναλαμβάνεται στον οδηγό προς τους υποψηφίους, στον οποίο αυτή παραπέμπει, καθώς και στη στήλη «Συχνά υποβαλλόμενες ερωτήσεις» στην ιστοσελίδα της EPSO, αντιβαίνει στο άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και στο άρθρο 82, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, καθόσον θεμελιώνει διακριτική μεταχείριση των υποψηφίων με κριτήριο την εθνικότητα ή την εθνική τους προέλευση. Πράγματι, εμποδίζει εμμέσως ορισμένους υποψηφίους να εξεταστούν στη μητρική τους γλώσσα ενώ παρέχει τη δυνατότητα αυτή σε υποψηφίους άλλης εθνικότητας ή εθνικής προελεύσεως.

61      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή στην απόφασή της με την οποία αυτή απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο ο όρος «ελλείψει σχετικής αναφοράς» που χρησιμοποιεί η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος καταδεικνύει ότι οι υποψήφιοι μπορούσαν ελεύθερα να επιλέξουν την κύρια γλώσσα τους. Πέρα, όμως, από την ασάφεια του όρου «ελλείψει σχετικής αναφοράς», αυτός εμφανιζόταν αποκλειστικά στο αγγλικό και γαλλικό κείμενο της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, όχι όμως και στο γερμανικό.

62      Εν πάση περιπτώσει, η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος δεν συνάδει με το νομοθετικώς καθορισμένο σκοπό της ο οποίος συνίσταται στο να ενημερώνει όσο το δυνατόν ακριβέστερα τους ενδιαφερομένους για τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων της θέσεως εργασίας, προκειμένου να μπορέσουν να εκτιμήσουν τη δυνατότητα υποβολής της υποψηφιότητάς τους.

63      Προς απάντηση, η Επιτροπή απορρίπτει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ως προς το πρώτο σκέλος αυτού.

64      Πρωτίστως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ουδεμία διάταξη της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος και επισήμανση στον οδηγό των υποψηφίων και στην ιστοσελίδα της EPSO υποχρεώνει τους υποψηφίους να δηλώσουν ως κύρια γλώσσα τη γλώσσα της ιθαγένειάς τους ή εκείνη της υποχρεωτικής φοιτήσεώς τους. Κατά την Επιτροπή, η αναφορά στη γλώσσα της ιθαγένειας ή της υποχρεωτικής φοιτήσεως ετέθη επικουρικώς, προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες παραλείψεις των υποψηφίων κατά την υποβολή της υποψηφιότητάς τους.

65      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή τονίζει στο υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, ότι η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να επιλέξει άλλη γλώσσα εκτός της γαλλικής. Πράγματι, κατά την Επιτροπή, οι υποψήφιοι ήταν υποχρεωμένοι να επιλέξουν ως κύρια γλώσσα εκείνη την οποία γνώριζαν εις βάθος. Εντούτοις, εν προκειμένω, η γνώση από την προσφεύγουσα της γαλλικής γλώσσας θα ήταν ανώτερη αυτής που κατείχε στην ιταλική. Επομένως, στην περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επέλεγε την ιταλική ως κύρια γλώσσα και τη γαλλική ως δεύτερη γλώσσα, θα της αναγνωριζόταν αδικαιολόγητο προβάδισμα, καθόσον οι εξετάσεις θα διεξάγονταν στη γλώσσα που γνωρίζει καλύτερα. Ο σκοπός, όμως, της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ήταν να θέσει όλους τους υποψηφίους επί ίσοις όροις υποχρεώνοντάς τους να μετάσχουν στις δοκιμασίες προεπιλογής με τη γλώσσα που κατέχουν λιγότερο καλά από την κύρια γλώσσα.

66      Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε, ρητώς και σε αντίθεση με τα όσα άφηνε να εννοηθούν στο υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, ότι οι υποψήφιοι ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν ως κύρια γλώσσα οποιαδήποτε γλώσσα γνώριζαν εις βάθος. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να επιλέξει την ιταλική ως κύρια γλώσσα και τη γαλλική ως δεύτερη γλώσσα και, επομένως, να μετάσχει στις δοκιμασίες προεπιλογής με τη γαλλική γλώσσα. Παρά ταύτα, η Επιτροπή προσθέτει ότι η ενδιαφερόμενη επέλεξε ελεύθερα ως κύρια γλώσσα τη γαλλική.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

67      Πρωτίστως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν προσκομίζει, μεταξύ άλλων, αποδείξεις ότι διαθέτει «εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες [της Ένωσης]».

68      Παρά το γεγονός ότι η γλώσσα, την οποία γνωρίζει εις βάθος ο υποψήφιος για τη θέση του συμβασιούχου υπαλλήλου αντιστοιχεί, κατά κανόνα, στη γλώσσα της ιθαγένειας ή της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, όπως άλλωστε δέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος κατέχει εξίσου εις βάθος μια άλλη γλώσσα. Εντούτοις, είναι σαφές, ελλείψει ειδικότερης επ’ αυτού διευκρινίσεως από το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, ότι οι συντάκτες του κειμένου δεν είχαν την πρόθεση να θεωρήσουν ως μόνη γλώσσα την οποία θα πρέπει να γνωρίζει εις βάθος ο υποψήφιος για τη θέση του συμβασιούχου υπαλλήλου τη γλώσσα της ιθαγένειάς του ή, σε περίπτωση που είναι υπήκοος κράτους μέλους με περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, τη γλώσσα της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του.

69      Επομένως, το ζήτημα που τίθεται, εν προκειμένω, είναι εάν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η EPSO επέβαλε στους υποψηφίους να δηλώσουν ως κύρια γλώσσα εκείνη της ιθαγένειάς τους ή της υποχρεωτικής φοιτήσεώς τους κατά παράβαση του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ.

70      Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι το τμήμα Α, σημείο 3, σημείο β΄, του γαλλικού κειμένου της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος υποχρέωνε, μεταξύ άλλων, τους υποψηφίους να διαθέτουν «εις βάθος γνώσεις μιας από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...] – κύριας γλώσσας» και διευκρίνιζε εντός παρενθέσεων ότι «ελλείψει σχετικής αναφοράς, κύρια γλώσσα [δύναται να] θεωρηθεί η γλώσσα της ιθαγένειας ή της υποχρεωτικής φοιτήσεως του υποψηφίου».

71      Αντιθέτως με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ως άνω διευκρίνιση, η οποία εμφανίζεται και στην απόδοση στην αγγλική γλώσσα της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα στους υποψηφίους να δηλώσουν ως κύρια γλώσσα τη γλώσσα της ιθαγένειάς τους ή, σε περίπτωση που είναι υπήκοοι κράτους μέλους με περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, τη γλώσσα της υποχρεωτικής φοιτήσεώς τους. Πράγματι, η χρήση του όρου «ελλείψει σχετικής αναφοράς» καταδεικνύει ότι η EPSO εισήγαγε την επεξήγηση αυτή με μοναδικό σκοπό να ενημερώσει τους υποψηφίους ότι, σε περίπτωση που παραλείψουν κατά την υποβολή της υποψηφιότητάς τους να δηλώσουν κύρια γλώσσα, η παράλειψη θεραπεύεται με την εγγραφή της γλώσσας της ιθαγένειας ή της φοιτήσεώς τους ως της γλώσσας που τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν καλύτερα.

72      Είναι αληθές ότι η απόδοση στη γερμανική γλώσσα της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος διαφοροποιείται από το αντίστοιχο γαλλικό και αγγλικό κείμενο ως εξής: «Sie müssen über eine gründliche Kenntnis einer der Amtssprachen der Europäischen Union verfügen […] – Hauptsprache (als Hauptsprache wird die Landessprache des Bewerbers oder die Sprache der Pflichtschule betrachtet) […]» [«Θα πρέπει να έχετε εις βάθος γνώσεις μιας από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] – κύρια γλώσσα (ως κύρια γλώσσα θα θεωρηθεί η γλώσσα της ιθαγένειας του υποψηφίου ή εκείνη της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του) […]»]. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη ενιαίας εφαρμογής, συνεπώς δε και ενιαίας ερμηνείας μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή μεμονωμένα όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα, αλλά επιτάσσει να ερμηνεύεται σε σχέση τόσο με την αληθή βούληση του συντάκτη της όσο και με τον σκοπό που ο τελευταίος επεδίωκε, υπό το πρίσμα ιδίως των αποδόσεών της στις γλώσσες της Ένωσης (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 30ής Νοεμβρίου 2009, F‑83/07, Zangerl-Posselt κατά Επιτροπής, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, κατά της οποίας ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑62/10 P). Εντούτοις, εν προκειμένω, δεδομένου ότι το γερμανικό κείμενο μειοψηφεί έναντι των δύο άλλων γλωσσικών αποδόσεων, οι τελευταίες θα πρέπει να υπερισχύσουν. Επιπλέον, η προσφεύγουσα η οποία δεν δήλωσε πουθενά στην υποψηφιότητά της ότι κατέχει έστω βασικές γνώσεις της γερμανικής γλώσσας δεν δύναται να υποστηρίζει ότι παραπλανήθηκε από την απόδοση στη γερμανική γλώσσα της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος επειδή εξ αυτού συνήγαγε ότι ήταν υποχρεωμένη να δηλώσει ως κύρια γλώσσα τη γλώσσα της ιθαγένειάς της.

73      Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στη στήλη «Συχνά υποβαλλόμενες ερωτήσεις» της ιστοσελίδας της, η EPSO διευκρίνιζε, προς απάντηση στην ερώτηση «Ποια είναι η “κύρια” και η “δεύτερη” γλώσσα;», ότι «Κατά κανόνα, η κύρια γλώσσα είναι η γλώσσα της ιθαγένειάς σας, εάν αυτή είναι μία από τις 20 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης [και ότι] στις χώρες όπου αναγνωρίζονται ως επίσημες δύο ή περισσότερες γλώσσες, η κύρια γλώσσα θα είναι εκείνη της υποχρεωτικής φοιτήσεώς σας». Επομένως, η χρήση του όρου «κατά κανόνα» καταδεικνύει ότι η EPSO δεν απέκλειε τη δυνατότητα στον υποψήφιο να επιλέξει ως κύρια γλώσσα των εξετάσεων που προέβλεπε η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος γλώσσα διαφορετική της ιθαγένειάς του ή της υποχρεωτικής φοιτήσεώς του, εφόσον τη γνωρίζει εις βάθος.

74      Υπό αυτές τις συνθήκες, καθόσον η προσφεύγουσα δεν δύναται να ισχυριστεί ότι υποχρεώθηκε από την EPSO να δηλώσει τη γλώσσα ιθαγένειας ως κύρια γλώσσα, η πρώτη αιτίαση η οποία αναφέρεται σε παράβαση του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Για τους ίδιους λόγους, οι αιτιάσεις περί παραβάσεως του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και του άρθρου 82, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, θα πρέπει να απορριφθούν.

75      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κατά το πρώτο σκέλος αυτού κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά το γεγονός ότι η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος παρανόμως επέβαλε την επιλογή της αγγλικής, της γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας ως δεύτερης γλώσσας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

76      Η προσφεύγουσα, προκαταρκτικώς, υπενθυμίζει ότι από το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ συνάγεται ότι η διοίκηση δύναται να απαιτήσει από τον υποψήφιο για θέση συμβασιούχου υπαλλήλου ικανοποιητική γνώση συγκεκριμένης γλώσσας μόνον όταν αυτή συναρτάται με την ιδιαίτερη φύση της προς πλήρωση θέσεως εργασίας. Εντούτοις, κατά την προσφεύγουσα, η περίπτωση αυτή δεν ισχύει εν προκειμένω αφού η EPSO στην πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος αποφάσισε να περιορίσει την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, παρά το ότι τα καθήκοντα του υποψηφίου σε περίπτωση προσλήψεώς του δεν απαιτούν, στο σύνολό τους ή κατά το ίδιο μέτρο, επαρκή γνώση της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας.

77      Η προσφεύγουσα τονίζει επίσης ότι η EPSO, περιορίζοντας την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, παρέβλεψε την «εξωτερική διάσταση» των καθηκόντων του συμβασιούχου υπαλλήλου, καθόσον οι συμβασιούχοι υπάλληλοι καλούνται, στις σχέσεις τους με τα κράτη μέλη και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, να χρησιμοποιούν όλες τις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ένωσης.

78      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι κανένας δικαιολογητικός λόγος προβλητέος από την Επιτροπή σχετικά με τον περιορισμό που επέβαλε στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας δεν δύναται να γίνει δεκτός.

79      Πράγματι, ακόμα κι αν η Επιτροπή δικαιολογήσει τον ως άνω περιορισμό επικαλούμενη διοικητικά προβλήματα –αδυναμία της EPSO ή της εταιρείας στην οποία έχει ανατεθεί η οργάνωση των δοκιμασιών προεπιλογής να διαθέσει τα αναγκαία υλικά μέσα και επαρκές ανθρώπινο δυναμικό προς διοργάνωση των εν λόγω δοκιμασιών σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης– αυτός ο περιορισμός καθίσταται παράνομος, καθόσον δεν συνάδει με τη φύση της προς πλήρωση θέσεως.

80      Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση δικαιολογήσεως του εν λόγω περιορισμού με το επιχείρημα ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα αποτελούν τις κύριες γλώσσες εργασίας των ευρωπαϊκών οργάνων η δικαιολόγηση αυτή θα ήταν εξίσου αβάσιμη. Πράγματι, αφενός, το άρθρο 1 του κανονισμού 1 ορίζει ότι όλες οι επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνον η αγγλική, η γαλλική και γερμανική συνιστούν γλώσσες εργασίας των οργάνων. Αφετέρου, από το γεγονός ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 1 επιτρέπει στα όργανα να προβλέπουν απλοποιημένες γλωσσικές ρυθμίσεις αποκλειστικώς προς εξυπηρέτηση των εσωτερικών τους αναγκών δεν συνάγεται ότι τα εν λόγω όργανα έχουν εγκαθιδρύσει ένα τέτοιο καθεστώς. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύεται ότι αυτές οι τρεις γλώσσες αποτελούν ειδικότερα τις συνηθέστερα ομιλούμενες γλώσσες εσωτερικής λειτουργίας.

81      Επικουρικώς, σε περίπτωση που η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα θεωρηθούν, τουλάχιστον για τα όργανα που έχουν την έδρα τους στις Βρυξέλλες ή το Λουξεμβούργο, ως γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μέσα που χρησιμοποίησε η EPSO κρίνονται απρόσφορα και δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Πράγματι, οι υποψήφιοι οι οποίοι επέλεξαν ως κύρια γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική και υποχρεώθηκαν από την EPSO να επιλέξουν μία από τις υπόλοιπες γλώσσες ως δεύτερη γλώσσα αναγκάστηκαν να βεβαιώσουν ότι γνωρίζουν δύο από τις γλώσσες επικοινωνίας των οργάνων εν αντιθέσει προς τους υποψηφίους που επέλεξαν γλώσσα διαφορετική της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής ως κύρια και έτσι δήλωσαν γνώση μιας μόνο γλώσσας εσωτερικής επικοινωνίας.

82      Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η EPSO με το να περιορίσει την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική και με το να την εμποδίσει να επιλέξει την ιταλική παρέβη το άρθρο 12 ΕΚ, την αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων και το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ.

83      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι υποψήφιοι καλούνται να επιλέξουν ως δεύτερη γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική επικοινωνία των υπαλλήλων εντός των οργάνων. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής αυξήσεως του αριθμού των επίσημων γλωσσών, η εσωτερική επικοινωνία θα πρέπει να εξασφαλίζεται μέσω της γνώσεως από τους μόνιμους και συμβασιούχους υπαλλήλους μιας τουλάχιστον από τις συνηθέστερα ομιλούμενες γλώσσες στο εσωτερικό των οργάνων και, ειδικότερα, εντός της Επιτροπής.

84      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, για τους υποψηφίους που επέλεξαν ως κύρια γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, θεμιτώς στη συνέχεια απαιτείται από αυτούς ικανοποιητική γνώση μιας άλλης εκ των γλωσσών αυτών προκειμένου πρωτίστως να διασφαλιστεί η ισότιμη μεταχείριση μεταξύ υποψηφίων και δευτερευόντως να διευκολυνθεί η επικοινωνία εντός των οργάνων.

85      Άλλωστε, η Επιτροπή τονίζει ότι η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος αποσκοπούσε στη δημιουργία βάσεως δεδομένων προκειμένου να ικανοποιηθούν μελλοντικές ανάγκες που αφορούν πρόσληψη και όχι πλήρωση συγκεκριμένης θέσεως και ότι, για τον λόγο αυτό, η EPSO κλήθηκε να διασφαλίσει ότι το σύνολο των εγγραφέντων στη βάση των δεδομένων θα κατείχε αποδεδειγμένως τις γλωσσικές εκείνες γνώσεις που είναι αναγκαίες για οποιαδήποτε προταθείσα σε αυτούς θέση συγκεκριμένης ομάδας καθηκόντων.

86      Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι η EPSO, περιορίζοντας τη γλώσσα που θα έπρεπε να γνωρίζουν οι υποψήφιοι σε ικανοποιητικό βαθμό στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, παρέβη επίσης το άρθρο 290 ΕΚ, το οποίο παραχωρεί στο Συμβούλιο αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του γλωσσικού καθεστώτος στον εσωτερικό των οργάνων της Ένωσης, την απόφαση 2002/620, η οποία καθιστά αναρμόδια την EPSO για το ζήτημα του γλωσσικού καθεστώτος, όπως και το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο εγγυάται την αρχή της πολυγλωσσίας. Τέλος, κατά τους παρεμβαίνοντες, οι οποίοι θεωρούν ότι οι υποψήφιοι θα έπρεπε να είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης ως δεύτερη γλώσσα, ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και είναι παντελώς αναιτιολόγητος.

87      Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε διευκρίνιση ικανή να δικαιολογήσει γιατί η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική χρησιμοποιούνται περισσότερο στο εσωτερικό αυτής ούτε στήριξε σε αντικειμενικούς λόγους την επιλογή των γλωσσών αυτών ως γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας. Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο αυτό ουδεμία απόφαση ελήφθη από το σώμα των επιτρόπων.

88      Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας τόνισε ότι οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ευνοούσε τους υποψηφίους υπηκόους κρατών μελών των οποίων επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική κατά παράβαση του άρθρου 12 ΕΚ.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

89      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ και, εν προκειμένω, η εις βάθος γνώση μιας εκ των γλωσσών της Ένωσης και η ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων, αποτελούν ελάχιστες προϋποθέσεις για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων.

90      Επομένως, οσάκις οι ανάγκες της υπηρεσίας ή εκείνες της οικείας θέσεως το απαιτούν, το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο μπορεί νομίμως να προσδιορίζει τις γλώσσες των οποίων απαιτείται γνώση σε βάθος ή επαρκής γνώση (βλ., a contrario, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 1964, 15/63, Lassalle κατά Κοινοβουλίου, σ. 73 και 74, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Lagrange επί της υποθέσεως αυτής, σ. 94∙ βλ., επίσης, προαναφερθείσες αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 65, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 81).

91      Η ειδική αυτή απαίτηση ως προς τις γλωσσικές γνώσεις απορρέει από τη συγκεκριμένη φύση των καθηκόντων που καλείται ο υποψήφιος να εκτελέσει, γενικότερα δε μπορεί να οφείλεται στη χρήση, στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων, μιας ή περισσότερων γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας. Πράγματι, εφόσον το όργανο έχει τη δυνατότητα, ακόμη και χωρίς να εκδώσει σχετική τυπική απόφαση, να επιλέξει περιορισμένο αριθμό γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας, υπό τον όρο αυτή η επιλογή να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και να συναρτάται προς τις λειτουργικές του ανάγκες (βλ., σχετικώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2005, C‑160/03, Ισπανία κατά Eurojust, σκέψεις 49 και 56, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 75, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 93), συνάγεται ότι το όργανο αυτό μπορεί νομίμως να επιβάλει στους υποψηφίους που επιθυμεί να προσλάβει γλωσσικές απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές τους γνώσεις αντίστοιχες με αυτές τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας. Ειδάλλως, θα υπήρχε ο κίνδυνος να προσλαμβάνονται συμβασιούχοι υπάλληλοι οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να εκτελούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους εντός του οργάνου, καθόσον θα ευρίσκονταν σε αδυναμία ή τουλάχιστον θα αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες στην επικοινωνία τους με τους συναδέλφους και στην κατανόηση των οδηγιών των προϊστάμενών τους. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην προμνησθείσα απόφαση επί της υποθέσεως Ιταλία κατά Επιτροπής κατά την οποία η EPSO είχε δημοσιεύσει προκήρυξη διαγωνισμού με σκοπό την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προς πλήρωση των κενών θέσεων διοικητικών υπαλλήλων και βοηθών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οργάνων, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο δέχθηκε ότι η επιλογή της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας ανταποκρινόταν στις λειτουργικές ανάγκες των θεσμικών και διοικητικών οργάνων της Ένωσης αλλά και ότι η EPSO νομίμως απαίτησε από τους υποψηφίους στους οικείους διαγωνισμούς γνώση μιας εξ αυτών των τριών ως δεύτερης γλώσσας (προαναφερθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 103).

92      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ρητώς απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω γλώσσας και ότι, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, τηρουμένης της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Συνάγεται ότι απαίτηση ως προς τις γλωσσικές γνώσεις η οποία δεν δικαιολογείται ευλόγως και αντικειμενικώς προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω γλώσσας που θέτει το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Τέτοια απαίτηση αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 27 του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει ότι η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία των υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας. Τέλος, η απαίτηση οι υποψήφιοι συμβασιούχοι υπάλληλοι να γνωρίζουν, έστω και σε ικανοποιητικό βαθμό, περισσότερες συγκεκριμένες γλώσσες, χωρίς η απαίτηση αυτή να είναι ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού, θα είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση προνομιακού καθεστώτος υπέρ των γλωσσών αυτών κατά παράβαση του άρθρου 290 ΕΚ το οποίο ορίζει ότι το γλωσσικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται ομοφώνως από το Συμβούλιο, και του άρθρου 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται την «πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία».

93      Οι λόγοι που προβάλλονται από την προσφεύγουσα και τους παρεμβαίνοντες θα πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των ως άνω σκέψεων, και ειδικότερα θα πρέπει πρωτίστως να ερευνηθεί εάν οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις που επέβαλε η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ανταποκρίνονται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, εάν είναι ευλόγως και αντικειμενικώς δικαιολογημένες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

94      Σε ό,τι αφορά, πρώτον, το ζήτημα εάν οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις που επέβαλε η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ανταποκρίνονται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού, υπενθυμίζεται ότι η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος δημοσιεύτηκε «στο όνομα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και ειδικότερα του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την κατάρτιση βάσεως δεδομένων υποψηφίων για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων προς εκπλήρωση διαφόρων καθηκόντων στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οργάνων». Ωστόσο, από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα προκύπτει ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα συνιστούν, σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό, τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας εντός των οργάνων στα οποία προσλαμβάνεται σημαντικός αριθμός υποψηφίων επιτυχόντων στις δοκιμασίες επιλογής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Επιτροπής και του Συμβουλίου.

95      Επομένως, δεδομένης της σημασίας που κατέχουν η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα στο εσωτερικό των οργάνων στα οποία καλούνται οι προσληφθέντες συμβασιούχοι υπάλληλοι να εργαστούν, οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις ανταποκρίνονται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι υπάλληλοι αυτοί κατέχουν τις ως άνω γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας.

96      Θα πρέπει να προστεθεί ότι, εν προκειμένω, η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος αποσκοπούσε στην κατάρτιση βάσεως δεδομένων για την πρόσληψη σε διαφορετικά όργανα της Ένωσης συμβασιούχων υπαλλήλων σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της πολλαπλότητας των οργάνων που μπορούν να προσλάβουν επιτυχόντες στις δοκιμασίες προεπιλογής, και, αφετέρου, της διαφορετικότητας των προς πλήρωση θέσεων, θεμιτώς η EPSO έλεγξε αν τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ασκήσουν άμεσα τα καθήκοντά τους, και ιδίως αν είναι σε θέση να επικοινωνήσουν τουλάχιστον σε μία από τις γλώσσες εργασίας των οργάνων όπου θα προσληφθούν.

97      Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι, εν αντιθέσει προς τους μόνιμους υπαλλήλους, οι συμβασιούχοι, καταρχήν, εργάζονται στα όργανα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο ορίζεται από το ΚΛΠ και, επομένως, ενδεχόμενη έλλειψη γλωσσικών προσόντων δεν δύναται να θεραπευτεί μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων, τα οποία οργανώνονται από τα όργανα προκειμένου να προωθηθεί η γλωσσική πολυμορφία.

98      Δεύτερον, θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα εάν οι γλωσσικές απαιτήσεις της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος είναι ευλόγως και αντικειμενικώς δικαιολογημένες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επ’ αυτού, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στις προρρηθείσες αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής (σκέψη 94) και Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 75), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που θεσμικό όργανο επιλέγει περισσότερες γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας, δεν μπορεί να απαιτεί από τα πρόσωπα που σκοπεύει να προσλάβει γνώση περισσοτέρων της μιας γλωσσών. Πράγματι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η απαίτηση σωρευτικής γνώσεως διαφορετικών γλωσσών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση λόγων εσωτερικής επικοινωνίας αφού με τον τρόπο αυτό θα εγκαθιδρυόταν εκουσίως προνομιακό καθεστώς υπέρ ορισμένων επίσημων γλωσσών.

99      Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι, στην πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, η EPSO απαίτησε από τους υποψηφίους γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες ως κύριας γλώσσας και ικανοποιητική γνώση της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής ως δεύτερης γλώσσας, η οποία θα πρέπει να διαφέρει από την κύρια. Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό η EPSO δεν επέβαλε στους εν λόγω υποψηφίους επιπλέον προσόντα παρά μόνο τη γνώση μιας από τις χρησιμοποιούμενες γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας στα όργανα που θα τους προσλάβουν.

100    Είναι βέβαιο ότι ορισμένοι υποψήφιοι, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσφεύγουσα, επέλεξαν ως κύρια γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική και ως δεύτερη γλώσσα μία από τις εναπομείνασες, πράγμα το οποίο είχε ως συνέπεια να απαιτείται η γνώση δύο γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας ως κύριας και ως δεύτερης γλώσσας.

101    Εντούτοις, αυτή η προϋπόθεση δεν δύναται να κριθεί ως δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της EPSO.

102    Πράγματι, αφενός μεν, το γεγονός ότι ορισμένοι υποψήφιοι επέλεξαν ως κύρια γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική απορρέει από τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν καθέναν από αυτούς (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2005, Τ‑376/03, Hendrickx κατά Συμβουλίου, σκέψη 33).

103    Αφετέρου δε, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της ισότητας (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977, 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κ.λπ., σκέψη 7) συνιστά, σωρευτικώς με την τελευταία αρχή, ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του δικαίου της Ένωσης των οποίων την προστασία διασφαλίζει το ίδιο το Δικαστήριο (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑442/00, Rodríguez Caballero, σκέψη 32). Στην προαναφερθείσα απόφαση επί της υποθέσεως Ιταλία κατά Επιτροπής (σκέψη 94), το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις που επιβάλλονται στους υποψηφίους για θέσεις στα θεσμικά και διοικητικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα πρέπει να οδηγούν σε αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση των πολιτών της Ένωσης και να υπονομεύουν την ισότιμη πρόσβασή τους στις προταθείσες θέσεις.

104    Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η λύση που τελικώς επέλεξε η EPSO είχε ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση, αφενός, των υποψηφίων που επέλεξαν κύρια γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική και, αφετέρου, των υποψηφίων που επέλεξαν μία από τις προαναφερθείσες ως κύρια γλώσσα. Πράγματι, ενώ οι πρώτοι είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν δεύτερη γλώσσα εξ αυτών των τριών γλωσσών, ήτοι της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής, οι δεύτεροι αναγκάστηκαν να επιλέξουν μεταξύ των δύο γλωσσών που είχαν απομείνει. Εντούτοις, αν όπως θα επιθυμούσε η προσφεύγουσα, η EPSO είχε υιοθετήσει άλλη λύση παρέχοντας τη δυνατότητα στους υποψηφίους που επέλεξαν ως κύρια γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική να επιλέξουν τη δεύτερη γλώσσα από το σύνολο των επισήμων γλωσσών, αποκλειομένης της γλώσσας που δηλώθηκε ως κύρια, η λύση αυτή θα έδινε στους υποψηφίους αυτούς, σε σχέση με τους υπόλοιπους, πλεονέκτημα πολύ σημαντικότερο από το παρασχεθέν στους τελευταίους. Συνεπώς, μεταξύ των ως άνω λύσεων, οι οποίες οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα της άνισης μεταχειρίσεως των δύο κατηγοριών των υποψηφίων, η EPSO επέλεξε τη λύση που συνεπάγεται λιγότερο σημαντική διαφορά μεταχειρίσεως, οπότε και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έθεσε δυσανάλογες προϋποθέσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις.

105    Συνεπώς, θα πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις κατά τις οποίες η υποχρέωση των υποψηφίων που δήλωσαν ως κύρια γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική να επιλέξουν ως δεύτερη γλώσσα μία άλλη εξ αυτών των τριών αντιβαίνει στο άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων και το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ.

106    Εξάλλου, στο πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο καθορισμός της γλώσσας εσωτερικής επικοινωνίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οικείων οργάνων τα οποία δύνανται να την επιβάλλουν στους υπαλλήλους τους. Πράγματι, το άρθρο 6 του κανονισμού 1 –ο οποίος εκδόθηκε από το Συμβούλιο επί τη βάσει των διατάξεων της Συνθήκης που του απονέμει αρμοδιότητα καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης– ορίζει ότι «τα όργανα δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους». Συνεπώς, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζουν το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ιταλική Δημοκρατία, η EPSO ήταν αρμόδια να περιορίσει την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική όπως και συνέβη στην πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος η οποία πραγματοποιήθηκε «στο όνομα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και ειδικότερα της Επιτροπής και του Συμβουλίου».

107    Το επιχείρημα ότι η EPSO θα έπρεπε να δικαιολογήσει στην πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος την επιλογή των τριών γλωσσών στις οποίες θα διεξάγονταν οι δοκιμασίες προεπιλογής θα πρέπει εξίσου να απορριφθεί, καθόσον καθίσταται σαφές ότι αυτή η επιλογή ανταποκρινόταν στις εσωτερικές ανάγκες των οργάνων (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 88).

108    Το επιχείρημα που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας κατά το οποίο η σχετική με τις γλωσσικές γνώσεις απαίτηση της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ευνοούσε τους υπηκόους κρατών μελών που έχουν ως επίσημη γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική κατά παράβαση του άρθρου 12 ΕΚ, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγενείας, επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο μέτρο που αυτοί οι υποψήφιοι, όπως και οι άλλοι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, έπρεπε να εξεταστούν σε γλώσσα διαφορετική αυτής που γνωρίζουν εις βάθος.

109    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία προκειμένου να αποδείξει ότι ο περιορισμός στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας αντιβαίνει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφού η συνήθης πρακτική της EPSO, ακόμα και μετά την προσχώρηση δέκα νέων κρατών μελών το 2003 δεν επέβαλε περιορισμούς στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας κατά τη διεξαγωγή των διαγωνισμών για την πρόσληψη υπαλλήλων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας ότι η EPSO είχε δημοσίως δεσμευτεί ότι δεν θα θέσει περιορισμούς στη επιλογή της δεύτερης γλώσσας στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεων προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων που αυτή διοργάνωνε, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν θα μπορούσε να πράξει νομίμως.

110    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κατά το δεύτερο σκέλος αυτού κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως το οποίο αναφέρεται στη μη νόμιμη διαδικασία δημοσιεύσεως της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος και επιλογής της γλώσσας επικοινωνίας της EPSO με τους υποψηφίους

111     Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η EPSO με την, αναιτιολόγητη, απόφασή της να δημοσιεύσει την πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος μόνο στην αγγλική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα και να τις επιβάλει ως γλώσσα επικοινωνίας της με τους υποψηφίους, παρέβη το άρθρο 12 ΕΚ, το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού 1.

112    Εντούτοις, αυτές οι παραβάσεις δεν θα μπορούσαν να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, εφόσον αυτή ήταν σε θέση, μετά τη δημοσίευση της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, να υποβάλει την υποψηφιότητά της, να λάβει συμμετοχή στις αντίστοιχες δοκιμασίες προεπιλογής και να επικοινωνήσει με την EPSO (βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Φεβρουαρίου 1994, Τ‑3/92, Latham κατά Επιτροπής, σκέψη 53). Παρά ταύτα, ο παρεμβαίνων δεν δύναται να προβάλει επιχειρήματα τα οποία ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε παραδεκτώς να διατυπώσει.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές και σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κατά το τρίτο σκέλος αυτού θα πρέπει να απορριφθεί.

114    Κατόπιν απορρίψεως των τριών σκελών του, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά «παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της ίσης μεταχειρίσεως, της αντικειμενικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

115    Ο λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται κατ’ ουσίαν σε δύο σκέλη.

116    Στο πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ομαλή διεξαγωγή των δοκιμασιών προεπιλογής στις οποίες έλαβε μέρος στις 6 Ιανουαρίου 2006 διαταράχθηκε λόγω μηχανικών προβλημάτων. Έτσι, η διαδικασία εξετάσεώς της διεκόπη επανειλημμένως τέσσερις φορές τουλάχιστον εξαιτίας βλάβης του υπολογιστή που τέθηκε στη διάθεσή της, έτσι ώστε για κάθε διακοπή να χρειαστεί η παρέμβαση του τεχνικού. Τα γεγονότα αυτά της δημιούργησαν ανησυχία και της στέρησαν μέρος του χρόνου που εδικαιούτο ενώ στη συνέχεια δεν της επιτράπηκε να επαναλάβει την εξέταση από την αρχή ούτε της δόθηκε επιπλέον χρόνος.

117     H προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, σε γενικές γραμμές οι εξετάσεις που διοργάνωσε η EPSO τον Δεκέμβριο του 2005 και τον Ιανουάριο του 2006 διεξήχθησαν «εν πλήρη συγχύσει», όπως βεβαιώθηκε με έγγραφα πολλών υποψηφίων προς το σωματείο της «Union syndicale», και ενδεικτικά αναφέρει ότι ορισμένος αριθμός υποψηφίων, ενώ είχε εγγραφεί επιτυχώς, δεν μπόρεσε να λάβει μέρος στις ως άνω εξετάσεις ή τουλάχιστον να έχει πρόσβαση στο οικείο ερωτηματολόγιο των εξετάσεων λόγω τεχνικών προβλημάτων. Εκτός αυτού, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στην επιτροπή επιλογής, στο πλαίσιο της δέκατης συσκέψεώς της με την EPSO, αρνήθηκαν να επικυρώσουν το αποτέλεσμα των εξετάσεων λόγω των τεχνικών προβλημάτων που προέκυψαν κατά τη διεξαγωγή του συνόλου των δοκιμασιών που προέβλεπε η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος.

118    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά τη διεξαγωγή των δοκιμασιών προεπιλογής ήταν προφανώς ουσιαστικά, καθόσον εξαιτίας της συχνότητάς τους, του αριθμού τους και του αναγκαίου για την επίλυσή τους χρονικού διαστήματος μείωσαν ουσιωδώς την αυτοσυγκέντρωσή της.

119    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του προβαλλόμενου λόγου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα αποτελέσματα των οποίων έλαβε γνώση με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006. Διευκρινίζει ότι η αποστολή σε αυτήν, όπως και σε άλλους 62 υποψηφίους, της ηλεκτρονικής επιστολής της 27ης Φεβρουαρίου 2006 η οποία ανακοίνωνε την επιτυχή της εξέταση στις δοκιμασίες προεπιλογής και εκ των υστέρων η αποστολή νέας ηλεκτρονικής επιστολής της 14ης Μαρτίου 2006 η οποία βεβαίωνε το ακριβώς αντίθετο καταδεικνύει τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά την εγγραφή ή την ανάλυση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων. Εξάλλου, ενυπάρχει αντίφαση μεταξύ, αφενός, της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006 που την ενημέρωνε ότι η ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2006 η οποία ανακοίνωνε εσφαλμένως την επιτυχή της εξέταση οφείλεται σε «σφάλμα που σημειώθηκε στην τηλεματική αποστολή των δεδομένων στους υποψηφίους» και, αφετέρου, της ηλεκτρονικής επιστολής της 19ης Απριλίου 2006, σύμφωνα με την οποία το σφάλμα προερχόταν από λανθασμένο υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας της. Τέλος, από γραπτή μαρτυρία άλλης υποψήφιας προκύπτει ότι η ηλεκτρονική βάση στην οποία είχαν εγγραφεί οι απαντήσεις των υποψηφίων στις δοκιμασίες προεπιλογής είχε υποστεί βλάβη.

120    Αντικρούοντας την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως κατά τα δύο σκέλη αυτού.

121    Σχετικά με το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό των δυσλειτουργιών που επηρέασαν τη διεξαγωγή των εξετάσεων μέσο ή στοιχείο.

122    Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εσφαλμένως πληροφορήθηκε με την ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2006 την επιτυχή της εξέταση στις δοκιμασίες προεπιλογής οφειλόταν σε πρόβλημα προγραμματισμού του υπολογιστή, καθόσον δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, σημειώνοντας ως βαθμολογία μόνο το 33 % των σωστών απαντήσεων κατά τις δοκιμασίες ικανότητας αναλύσεως λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο σύμφωνα με το σημείωμα της 21ης Νοεμβρίου 2005 ελάχιστο ποσοστό βαθμολογίας, ήτοι το 35 %.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

–       Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως

123    Δυνάμει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, τα όργανα θα πρέπει να διασφαλίζουν την, κατά το μέγιστο δυνατό, ακώλυτη και ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων. Εντούτοις, η δυσλειτουργία που παρατηρήθηκε κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων ενός διαγωνισμού δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας εκτός αν είναι ουσιαστική και ικανή να νοθεύσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Επελθούσης οποιασδήποτε δυσλειτουργίας κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού εναπόκειται στο καθού όργανο να αποδείξει ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν επηρεάστηκαν εξ αυτού του γεγονότος (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Δεκεμβρίου 2006, F‑22/05, Νεοφύτου κατά Επιτροπής, σκέψη 60).

124    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ομαλή διεξαγωγή των δοκιμασιών προεπιλογής στις οποίες έλαβε μέρος στις 6 Ιανουαρίου 2006 διαταράχθηκε λόγω μηχανικών προβλημάτων και ότι, συγκεκριμένα, η διαδικασία εξετάσεώς της διεκόπη επανειλημμένως τέσσερις τουλάχιστον φορές εξαιτίας βλάβης του υπολογιστή που τέθηκε στη διάθεσή της. Εντούτοις, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν αποκαλύπτουν μετά βεβαιότητος τη φύση των βλαπτικών για αυτήν καταστάσεων. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι άλλοι υποψήφιοι αντιμετώπισαν κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων παρόμοιες τεχνικές δυσλειτουργίες και ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο πλαίσιο της επιτροπής επιλογής αρνήθηκαν να επικυρώσουν, κατά τη διάρκεια συσκέψεώς τους με την EPSO, τα αποτελέσματα των εξετάσεων εξαιτίας, κυρίως, των δυσλειτουργιών αυτών, δεν αποτελεί επαρκές αποδεικτικό στοιχείο. Επιπλέον, το ότι στο βαθμολογικό πίνακα της προσφεύγουσας ο οποίος διατίθεται στην ιστοσελίδα της EPSO εμφαίνεται ότι η ενδιαφερόμενη ανάλωσε σε τέσσερα ερωτήματα της δοκιμασίας αναλύσεως λεκτικών στοιχείων περισσότερο χρόνο από αυτόν που χρειάστηκε για να απαντήσει στα υπόλοιπα ερωτήματα της δοκιμασίας δεν επαληθεύουν αυτομάτως τα γεγονότα που επικαλείται η προσφεύγουσα και αρνείται με τυπικό έγγραφο η διοργανώτρια των εξετάσεων εταιρεία. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα προέβαλε τους ως άνω ισχυρισμούς μόνον αφότου έλαβε γνώση της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006.

125    Επομένως, θα πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως κατά το πρώτο σκέλος αυτού.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του λόγου ακυρώσεως

126    Είναι γεγονός ότι, σε πρώτο στάδιο, η EPSO ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα με ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2006 την επιτυχία της στις δοκιμασίες προεπιλογής και, μετέπειτα, με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006, την ενημέρωσε περί του αντιθέτου. Άλλωστε, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή παρέσχε διαφορετικές εξηγήσεις για να δικαιολογήσει τις αντιφατικές επιστολές. Έτσι, η EPSO επικαλέστηκε στην απόφασή της της 14ης Μαρτίου 2006 «σφάλμα στην τηλεματική αποστολή των δεδομένων», έπειτα, στην επιστολή της 19ης Απριλίου 2006, «σφάλμα στον υπολογισμό», ενώ η Επιτροπή, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Δικαστήριο ΔΔ, απέδωσε το συμβάν σε «σφάλμα προγραμματισμού του υπολογιστή» αναφέροντας ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, σημειώνοντας ως βαθμολογία μόνο το 33 % των σωστών απαντήσεων κατά τις δοκιμασίες ικανότητας αναλύσεως λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων, δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο ελάχιστο ποσοστό βαθμολογίας του 35 %.

127     Παρά ταύτα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε τον συγκεντρωτικό πίνακα στον οποίο εμφανίζονταν ο κωδικοποιημένος κατάλογος των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στην προσφεύγουσα προκειμένου να ελεγχθεί η ικανότητά της αναλύσεως ασκήσεων με λεκτικά και αριθμητικά στοιχεία, οι σωστές απαντήσεις των ερωτημάτων όπως και οι απαντήσεις της προσφεύγουσας σε καθένα από τα ερωτήματα. Εντούτοις, μολονότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί εν όλω την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων που κοινοποίησε η ESPO στους υποψηφίους, δεν αποδεικνύει αλλά ούτε αναφέρει ότι, όσον αφορά τη βαθμολογία που συγκέντρωσε στις δοκιμασίες αναλύσεως λεκτικών και αριθμητικών στοιχείων, το συνολικό ποσοστό των ορθών απαντήσεών της θα μπορούσε να είναι ανώτερο του 33,33 %.

128    Εντούτοις, οι αντιρρήσεις για τη συνολική αξιοπιστία των αποτελεσμάτων που κοινοποίησε η EPSO στους υποψηφίους θα μπορούσαν να προβληθούν λυσιτελώς από την προσφεύγουσα προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006 μόνον εφόσον η αμφισβήτηση αυτή συνέτεινε στην απόδειξη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται με το σημείωμα της 21ης Νοεμβρίου 2005, δηλαδή ότι συγκεντρώνει το ελάχιστο ποσοστό του 35 % των σωστών απαντήσεων στις δοκιμασίες προεπιλογής. Εφόσον αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, έστω και αν η EPSO παραβίασε κατάφωρα την αρχή της χρηστής διοικήσεως αποστέλλοντας στην προσφεύγουσα διαφορετικές σε περιεχόμενο επιστολές σχετικά με τα αποτελέσματα των δοκιμασιών προεπιλογής.

129    Συνάγεται επομένως ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αναφέρεται σε «παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διαφάνειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως»

130    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από την παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διαφάνειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και το δεύτερο από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως το οποίο αναφέρεται σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διαφάνειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

131     Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι κατά τη σύσκεψη της 26ης Ιουλίου 2005 η EPSO είχε διαβεβαιώσει την επιτροπή επιλογής ότι οι υποψήφιοι θα μπορούσαν, σε περίπτωση ασκήσεως ενστάσεως ή κατόπιν αιτήσεώς τους, να έχουν πρόσβαση στα γραπτά τους. Παρά ταύτα, η ενδιαφερόμενη στρέφεται κατά της διοικήσεως για τον λόγο ότι αρνήθηκε να της γνωστοποιήσει μετά από σχετική αίτηση, σύμφωνα με το σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2006, το κείμενο των ερωτημάτων τα οποία της τέθηκαν κατά τις δοκιμασίες προεπιλογής.

132    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η άρνηση της EPSO να της γνωστοποιήσει τις ερωτήσεις καθιστά αδύνατη την εκτίμηση από την ενδιαφερομένη και το Δικαστήριο ΔΔ της ισχύος των ερωτήσεων και του ισότιμου βαθμού δυσκολίας τους συγκριτικά με τις ερωτήσεις που τέθηκαν σε άλλους υποψηφίους.

133    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, σύμφωνα με νομολογία που αφορά διαγωνισμούς υπαλλήλων, τα μόνα στοιχεία στα οποία ο υποψήφιος έχει πρόσβαση αφορούν τα δικά του γραπτά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Μαρτίου 2003, Τ‑33/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής). Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των απαντήσεών της υπό τη μορφή πίνακα.

134    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, εάν η προσφεύγουσα στο σημείωμα της 14ης Ιουνίου 2006 είχε ζητήσει από την αρχή να λάβει γνώση του κειμένου των ερωτήσεων που της τέθηκαν, θα εφαρμοζόταν ο κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43). Εντούτοις, μόνο το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί μιας τέτοιας αμφισβητήσεως. Συνεπώς, επ’ αυτού του σημείου, η προσφυγή θα πρέπει να κριθεί ως απαραδέκτως ασκηθείσα.

135     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν πάση περιπτώσει η κοινοποίηση του κειμένου των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στην προσφεύγουσα δεν θα συνέβαλε στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της να επαληθεύσει εάν το σύνολο των ερωτήσεων προς τους άλλους υποψηφίους παρουσίαζαν τον ίδιο βαθμό κύρους και δυσκολίας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

136    Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, κάθε επαχθής ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του ΚΥΚ πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο, αφενός, να δώσει στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις για να γνωρίσει αν η απόφαση είναι βάσιμη και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2003, Τ‑53/00, Angioli κατά Επιτροπής, σκέψη 67, και Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 43).

137    Εξάλλου έχει κριθεί ότι, σε υποθέσεις στις οποίες οι προσφεύγοντες υποψήφιοι οι οποίοι απέτυχαν σε εξετάσεις με μορφή ερωτημάτων πολλαπλής επιλογής, η αρχή εκπλήρωνε την υποχρέωση αιτιολογήσεως με το να γνωστοποιεί τη βαθμολογία τους στις οικείες εξετάσεις και να τους ενημερώνει για την ακύρωση ορισμένων ερωτημάτων (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2001, Τ‑189/99, Γεροχρήστος κατά Επιτροπής, σκέψη 34, και της 2ας Μαΐου 2001, Τ‑167/99 και Τ-174/99, Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 81 και 82).

138    Επομένως, ελλείψει ειδικότερων περιστάσεων, η αρχή που διοργανώνει διαγωνισμό με σκοπό την πρόσληψη υπό τη μορφή ερωτημάτων πολλαπλής επιλογής εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως με το να γνωστοποιεί στους υποψηφίους που απέτυχαν στις εξετάσεις το επί τοις εκατό ποσοστό των σωστών απαντήσεων που αυτοί συγκέντρωσαν και, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, την ορθή για κάθε ερώτημα απάντηση. Επαυξημένη αιτιολόγηση χωρεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων με την ένστασή του αμφισβητεί συγκεκριμένα την ισχύ ορισμένων ερωτήσεων ή τη βασιμότητα της απαντήσεως που θεωρείται σωστή και υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά μεταξύ της βαθμολογίας που συγκέντρωσε και της βάσεως επιτυχίας είναι τέτοια ώστε, εάν η ένστασή του κρινόταν βάσιμη (πράγμα το οποίο απαιτεί από τον δικαστή τη διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών ως ανακριβών ή μη –βλ. στο σημείο αυτό απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑127/07, Coto Moreno κατά Επιτροπής, σκέψη 32), να συγκαταλεγόταν στους επιτυχόντες των οικείων εξετάσεων. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση η αρχή θα πρέπει να γνωστοποιεί στην απάντησή της επί της ενστάσεως τις αντίστοιχες πληροφορίες και ειδικότερα το κείμενο των ερωτημάτων που διατυπώθηκαν στις εξετάσεις.

139    Εν προκειμένω, θα πρέπει πρωτίστως να επισημανθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε μέσω ηλεκτρονικής επιστολής στις 14 Μαρτίου 2006 ότι είχε συγκεντρώσει ποσοστό 32 % σωστών απαντήσεων στις ασκήσεις αναλύσεως λεκτικών δεδομένων και ποσοστό 35 % στις ασκήσεις αναλύσεως αριθμητικών δεδομένων, δηλαδή συνολικό ποσοστό 33,33 %, κατώτερο του ελαχίστου της βαθμολογίας που απαιτείται για την ομάδα καθηκόντων ΙΙ, ήτοι κατώτερο του 35 %. Άλλωστε, η προσφεύγουσα, προτού υποβάλει ένσταση, είχε λάβει γνώση στην ιστοσελίδα της EPSO πίνακα στον οποίο εμφαίνονταν, για κάθε ερώτημα που της είχε τεθεί, η σωστή απάντηση, η απάντηση που είχε δώσει και ο χρόνος που χρειάστηκε για να απαντήσει. Ο πίνακας αυτός ανέφερε, εξίσου, ότι, λόγω του ότι μία εκ των ερωτήσεων ήταν δυσανάγνωστη, της είχε παραχωρηθεί μία μονάδα.

140     Βεβαίως, συνάγεται ότι, με την ένσταση που υπέβαλε κατά της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η προσφεύγουσα ζήτησε τη γνωστοποίηση του κειμένου των ερωτημάτων που της τέθηκαν κατά τις δοκιμασίες για τον έλεγχο της ικανότητάς της αναλύσεως λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων και ότι η ΑΣΣΠΑ δεν έδωσε συνέχεια στο αίτημά της. Εντούτοις, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στην εν λόγω ένσταση, η ενδιαφερόμενη δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την ισχύ ορισμένων ερωτήσεων ούτε, κατά γενικό τρόπο, υποστήριξε ότι υποβλήθηκε σε ερωτήσεις προφανώς δυσανάλογες ή απρόσφορες. Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το κείμενο των ερωτήσεων που της τέθηκαν δεν μπορεί να θεωρηθεί παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

141    Επομένως, θα πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως κατά το πρώτο σκέλος αυτού.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

142    H προσφεύγουσα υπενθυμίζει, επικαλούμενη συγκεκριμένα τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1991, Τ-156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου (σκέψεις 121 έως 123) και την προμνησθείσα απόφαση Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 73 και 74), ότι, όταν οι υποψήφιοι υποβάλλονται σε διαφορετικές ερωτήσεις, αυτές θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ισότιμες μεταξύ τους. Εντούτοις, στην υπό κρίση περίπτωση, η επιτροπή επιλογής εξέφρασε επανειλημμένως αμφιβολίες ως προς την αναντιστοιχία των ερωτημάτων καθόσον κάποια από αυτά δεν αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από τα ίδια τα όργανα αλλά από τις ιδιωτικές, αντισυμβαλλόμενες με την EPSO, εταιρείες. Επιπροσθέτως, η επιτροπή επιλογής αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο οι υποψήφιοι να έχουν υποβληθεί σε εξετάσεις διαφορετικού βαθμού δυσκολίας, δεδομένης της υπερβολικής δυσκολίας ορισμένων ερωτημάτων και της τυχαίας διαλογής τους.

143    Η Επιτροπή αμυνόμενη αντιτάσσει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει τον δυσανάλογο χαρακτήρα των ερωτημάτων που ετέθησαν.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ΔΔ

144    Κατά πάγια νομολογία, η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να εκτιμά το ακριβές περιεχόμενο των εξετάσεων που προβλέπει το γενικό πλαίσιο του διαγωνισμού. Ο δικαστής της Ένωσης καθίσταται τότε αρμόδιος μόνον όταν η επιτροπή δρα εκτός του πλαισίου του διαγωνισμού ή των επιδιωκόμενων με τον διαγωνισμό σκοπών (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 1988, 64/86, 71/86 έως 73/86 και 78/86, Sergio κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 2004, Τ-285/02 και Τ-395/02, Vega Rodríguez κατά Επιτροπής, σκέψη 35). Συνεπώς, σε ό,τι αφορά τις εξετάσεις που οργανώνονται με τη μορφή ερωτημάτων πολλαπλής επιλογής, το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται να υποκαταστήσει με απόφασή του την κρίση της εξεταστικής επιτροπής. Επιτρέπεται να ελέγξει ερώτηση μόνο σε περίπτωση που, λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που προτείνονται, κριθεί ότι αυτή είναι εμφανώς δυσανάλογη προς τον σκοπό του οικείου διαγωνισμού (προαναφερθείσα απόφαση Vega Rodríguez κατά Επιτροπής, σκέψη 36). Η διαμορφωθείσα στο ζήτημα των γενικών διαγωνισμών νομολογία θα πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά και στην περίπτωση της προσκλήσεως για εκδήλωση ενδιαφέροντος.

145    Στην υπό κρίση διαφορά, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η EPSO αποφάσισε, προκειμένου να διασφαλιστεί η ισότιμη μεταχείριση των υποψηφίων, να κατανεμηθούν οι ερωτήσεις που περιέχονταν στη βάση δεδομένων σε πέντε επίπεδα δυσκολίας και, ειδικότερα για τους υποψηφίους στη θέση συμβασιούχου υπαλλήλου ομάδας καθηκόντων ΙΙ, ο υπολογιστής να διαλέγει στην τύχη, για τη δοκιμασία επεξεργασίας λεκτικών δεδομένων είκοσι ερωτήσεις με βαθμό δυσκολίας 4 και πέντε ερωτήσεις με βαθμό δυσκολίας 3 και, για τις ασκήσεις λογικής με αριθμητικά στοιχεία, δεκαπέντε ερωτήσεις με βαθμό δυσκολίας 4 και πέντε ερωτήσεις με βαθμό δυσκολίας 3. Με τον τρόπο αυτό, η EPSO διασφάλισε την ίση μεταχείριση κατά την εξέταση του συνόλου των υποψηφίων.

146    Άλλωστε, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να εξετάσει τη νομιμότητα της διαλογής κατά βαθμό δυσκολίας των ερωτημάτων μόνον επί τη βάσει ελέγχου του συνόλου των ερωτημάτων και εάν υπάρχουν πολυάριθμες ενδείξεις από τις οποίες διαφαίνεται ότι στη διαλογή των ερωτημάτων από τους οργανωτές έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται. Παρά ταύτα, εν προκειμένω, τονίζεται ότι η προσφεύγουσα αρκέστηκε στο να εκφράσει, κατά γενικό τρόπο, αμφιβολίες ως προς την ισχύ και τον βαθμό δυσκολίας ορισμένων ερωτημάτων που συμπεριλαμβάνονταν στη βάση δεδομένων ενώ ουδόλως προέβαλε ότι της τέθηκαν ερωτήσεις οι οποίες ήταν εμφανώς δυσανάλογες ή απρόσφορες σε σχέση με τον σκοπό της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, εξαιρουμένης βεβαίως της ερωτήσεως, με την ακύρωση της οποίας παραχωρήθηκε στην προσφεύγουσα μία μονάδα.

147    Επομένως, ο υπό κρίση τρίτος λόγος ακυρώσεως κατά το δεύτερο σκέλος αυτού δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

148    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος βασίζεται στην ένσταση αναρμοδιότητας της EPSO

 Επιχειρήματα των διαδίκων

149    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διατύπωσε ενστάσεις στο ζήτημα αρμοδιότητας της EPSO να εκδώσει την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006.

150    Η Ιταλική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι από το άρθρο 82, παράγραφος 5, του ΚΛΠ όπως και από τις γενικές διατάξεις εφαρμογής σχετικά με τη διαδικασία προσλήψεως και απασχολήσεως συμβασιούχων υπαλλήλων στην Επιτροπή, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ με απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 (όπως δημοσιεύτηκαν στις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 49-2004 της 1ης Ιουνίου 2004, στο εξής: διατάξεις εφαρμογής) προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της EPSO σχετικά με την επιλογή των συμβασιούχων υπαλλήλων περιορίζεται στον προσδιορισμό των δοκιμασιών και τη διοργάνωση της διαδικασίας και δεν επεκτείνεται στη δυνατότητα απορρίψεως των υποψηφιοτήτων. Συνεπώς, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η αρμοδιότητα εκδόσεως της οικείας αποφάσεως ανήκε στα όργανα, τα οποία ήταν τα άμεσα ενδιαφερόμενα για την κατάρτιση της βάσεως δεδομένων των συμβασιούχων υπαλλήλων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

151    Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 5, του ΚΛΠ, «[η EPSO] παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως, προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς». Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2002/620, «[η EPSO] δύναται να παρέχει τη συνδρομή της στα θεσμικά και άλλα όργανα, τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ή βάσει αυτών όσον αφορά τη διοργάνωση εσωτερικών διαγωνισμών και την επιλογή του λοιπού προσωπικού». Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφος 2, των διατάξεων εφαρμογής ορίζει ότι οι δοκιμασίες οι οποίες ως σκοπό έχουν να ελέγξουν την ικανότητα των υποψηφίων επεξεργασίας λεκτικών και αριθμητικών δεδομένων «διοργανώνονται από την EPSO ή υπό την ευθύνη αυτής».

152    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από τη διατύπωση της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος η οποία αναφέρει ότι δημοσιεύτηκε από την EPSO «στο όνομα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και, ειδικότερα, της Επιτροπής και του Συμβουλίου», η EPSO ήταν αρμόδια, επί τη βάσει των διατάξεων που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, να διοργανώσει τις δοκιμασίες προεπιλογής και να απορρίψει τις υποψηφιότητες εκείνων που δεν πέτυχαν στις εν λόγω δοκιμασίες.

153    Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος βασίζεται στην ένσταση αναρμοδιότητας της EPSO να εκδώσει την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006 δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

154    Επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006 και, κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως της «αποφάσεως [της EPSO] και/ή της επιτροπής επιλογής [...] να μην εγγράψουν την προσφεύγουσα στη βάση δεδομένων των επιτυχόντων στις δοκιμασίες προεπιλογής υποψηφίων» θα πρέπει να απορριφθούν.

155    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

156    Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες, εφαρμόζονται μόνον επί των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007 και μετά. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του νυν Γενικού Δικαστηρίου.

157    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 88 του ιδίου Κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να κριθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

158    Επίσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η M.-T. Angioi και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ιταλική Δημοκρατία, ως παρεμβαίνοντες, φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Mahoney

 

      Gervasoni

Kreppel

Ταγαράς

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουνίου 2011.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney

H παρούσα απόφαση καθώς και οι παρατιθέμενες σε αυτήν αποφάσεις και διατάξεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναρτημένες στον ιστότοπο www.curia.europa.eu και, κατ’ αρχήν, δημοσιεύονται κατά χρονολογική σειρά στη Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου ή, αναλόγως της περιπτώσεως, στη Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές υποθέσεις.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.