Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 25 Ιανουαρίου 2019 η RFA International, LP κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) στις 15 Νοεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-113/15, RFA International κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-56/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: RFA International, LP (εκπρόσωποι: B. Evtimov, адвокат, M. Krestiyanova, avocate, D. O’Keeffe, Solicitor, N. Tuominen, E. Borovikov, avocats)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς επανεξέταση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και σε αυτά της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στην αμφισβήτηση των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η αναιρεσείουσα.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε εσφαλμένη νομική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού1 και όρισε καθ’ υπερβολικά ευρύ τρόπο την επιτρεπτή έκταση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση περίπλοκων επιλογών δυνάμει των εν λόγω διατάξεων. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τους ακόλουθους λόγους.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε δις σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του βασικού κανονισμού.

α)    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, για όλες τις επανεξετάσεις που διεξάγονται, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, κατά την εκτίμηση του ζητήματος εάν ο δασμός αντιντάμπινγκ αντανακλάται στις τιμές μεταπωλήσεως, η Επιτροπή δεν έπραξε τούτο επί τη βάσει των τιμών μεταπωλήσεως που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα που κατέληξε στην έκδοση του αρχικού κανονισμού, αλλά βάσει του τρέχοντος κόστους παραγωγής στη Ρωσία. Τούτο συνιστά διαφοροποίηση της μεθοδολογίας κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή τόνισε ότι είχε επέλθει ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών καθόσον η αρχική έρευνα και ιδίως το κόστος παραγωγής των Ρώσων εξαγωγέων είχε αυξηθεί κατά περίπου 100 %. Ωστόσο, η αύξηση του κόστους παραγωγής υφίστατο και ήταν ήδη γνωστή κατά τη διάρκεια της έρευνας για τις περιόδους επιστροφής μεταξύ των ετών 2008 έως 2010.

β)    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, εφαρμόζοντας λανθασμένο νομικό κριτήριο. Το νομικό κριτήριο που εφαρμόστηκε από το Γενικό Δικαστήριο απαιτεί, αφενός, η ενσωμάτωση των δασμών αντιντάμπινγκ στις τιμές εξαγωγών να αποδεικνύεται μέσω των δεδομένων τιμολογήσεως DDP2 (παραδοτέο εκτελωνισμένο) και, αφετέρου, να αποδεικνύεται ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ αντανακλάται όχι μόνο στις νέες τιμές αλλά και σε οποιοδήποτε συνολικό κόστος παραγωγής. Ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ούτε η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ3 επιβάλλουν τέτοιου είδους υποχρέωση.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών στο μέτρο που κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

α)    Η αύξηση του κόστους παραγωγής ανέκυψε μόνο κατά την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο έρευνας των επιστροφών και, ως εκ τούτου, συνιστούσε μεταβολή των συνθηκών, η οποία δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της μεθοδολογίας. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή είχε επίγνωση της αυξήσεως του κόστους παραγωγής ήδη από την αρχική περίοδο έρευνας και κατά τις έρευνες των επιστροφών μεταξύ των ετών 2008 έως 2010.

β)    Η διαφοροποίηση της μεθοδολογίας δικαιολογείται από την ανάγκη δημιουργίας ίσων όρων ανταγωνισμού και αποτροπής της ενέχουσας διακρίσεις μεταχειρίσεως μεταξύ επιχειρηματικών φορέων που υπόκεινται στα ίδια μέτρα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι Ρώσοι παραγωγοί υπέστησαν τις ίδιες αυξήσεις του κόστους παραγωγής.

____________

1 Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51).

2 «Delivery duty paid».

3 ΕΕ 2014, C 164, σ. 9.