Language of document : ECLI:EU:F:2008:110

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2008

Υπόθεση F-18/08

Luis Ritto

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Επίδομα στέγης – Εμφανής αντικανονικότητα της καταβολής»

Πλήρες κείμενο στη γλώσσα διαδικασίας (τη γαλλική) II-A-1 - 0000

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο L. Ritto ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2007, με την οποία πληροφορήθηκε ότι δεν έπρεπε να λαμβάνει το επίδομα στέγης, από 1ης Σεπτεμβρίου 2001, και ότι το ποσόν που είχε λάβει συναφώς από την ημερομηνία αυτή θα έπρεπε να επιστραφεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 του ΚΥΚ, και η οποία ελήφθη μαζί με τις άλλες αποφάσεις της Επιτροπής, της 1ης και της 21ης Ιουνίου 2007, με τις οποίες καθορίστηκε ο τρόπος της επιστροφής αυτής, και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 7ης Νοεμβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση που στρεφόταν κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85· παράρτημα VII, άρθρο 1 § 3)

Από το άρθρο 85, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) προκύπτει ότι, για να μπορεί να επιστραφεί ένα αδικαιολογήτως καταβληθέν ποσό, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί είτε ότι ο λαβών εγνώριζε πράγματι την αντικανονικότητα της καταβολής είτε ότι η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε ο λαβών δεν ηδύνατο να την αγνοεί. Ελλείψει αποδείξεως του ότι ο λαβών εγνώριζε πράγματι την αντικανονικότητα της καταβολής, πρέπει να εξετασθούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η καταβολή για να καθοριστεί αν η εν λόγω αντικανονικότητα έπρεπε να προκύπτει εμφανώς.

Η έκφραση «τόσο εμφανής», που χαρακτηρίζει την αντικανονικότητα της καταβολής κατά την έννοια του άρθρου 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν σημαίνει ότι ο λαβών τα αχρεωστήτως καταβληθέντα απαλλάσσεται κάθε προσπάθειας σκέψης ή ελέγχου, αλλά ότι η επιστροφή αυτή οφείλεται εφόσον πρόκειται περί σφάλματος το οποίο δεν μπορεί να μη διακρίνει ένας υπάλληλος ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια.

Από την απλή ανάγνωση του άρθρου 1, παράγραφος 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, κάθε υπάλληλος, έστω και χωρίς νομική παιδεία, μπορεί να πληροφορηθεί ότι το δικαίωμα επί του επιδόματος στέγης διατηρείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τα επαγγελματικά εισοδήματα του συζύγου δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο. Περαιτέρω, ένας υπάλληλος με υψηλή ιεραρχική θέση, μεγάλη αρχαιότητα και πολλή εμπειρία, γνωρίζει οπωσδήποτε τις συνέπειες της υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου που καθορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

Το γεγονός ότι κοινοποιούσε δεόντως κάθε έτος τα δικαιολογητικά έγγραφα που αφορούσαν τα επαγγελματικά εισοδήματα του συζύγου του στη διοίκηση δεν απαλλάσσει τον υπάλληλο από την υποχρέωση να διαπιστώνει μόνος του ότι τα εισοδήματα αυτά υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που καθορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η διοίκηση διέπραξε σφάλμα ή αμέλεια δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του άρθρου 85 του ΚΥΚ, το οποίο προϋποθέτει ακριβώς ότι η διοίκηση διέπραξε σφάλμα προβαίνοντας στην αντικανονική καταβολή. Συγκεκριμένα, το ζήτημα δεν είναι αν το σφάλμα ήταν ή όχι εμφανές για τη διοίκηση, αλλά για το αν ήταν εμφανές για τον ενδιαφερόμενο. Δεδομένου όμως ότι ο προσφεύγων έχει, όπως και κάθε υπάλληλος, προσωπικό συμφέρον να ελέγχει τα ποσά που του καταβάλλονται μηνιαίως, η κατάστασή του δεν μπορεί να συγκρίνεται με την κατάσταση της διοικήσεως που πρέπει να εξασφαλίζει την πληρωμή χιλιάδων αποδοχών και επιδομάτων κάθε είδους.

(βλ. σκέψεις 29 έως 31, 34, 36, 39 και 40)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 27 Ιουνίου 1973, 71/72, Kuhl κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1973, σ. 595, σκέψη 11· 11 Ιουλίου 1979, 252/78, Broe κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979, σ. 165, σκέψεις 11 και 13· 11 Οκτωβρίου 1979, 142/78, Berghmans κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979, σ. 521, σκέψη 9

ΠΕΚ: 12 Ιουλίου 1990, T‑111/89, Scheiber κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑429, σκέψη 43· 10 Φεβρουαρίου 1994, T‑107/92, White κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑41 και II‑143, σκέψη 38· 24 Φεβρουαρίου 1994, T‑38/93, Stahlschmidt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑65 και II‑227, σκέψη 23· 5 Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑211 και II‑1065, σκέψεις 47 έως 49· 15 Ιουλίου 2004, T‑180/02 και T-113/03, Γκούβρας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑225 και II‑987, σκέψη 76