Language of document : ECLI:EU:F:2009:84

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2009

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-99/07 και F-45/08

Marjorie Danielle Bernard

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπόλ – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Προαγωγή κατά κλιμάκιο – Αρμοδιότητα του συντάκτη της πράξεως – Παραδεκτό – Ανάκληση αποφάσεως – Μη υποβολή διοικητικής ενστάσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές, ασκηθείσες δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, της συμβάσεως η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Ευρωπόλ), και του άρθρου 93, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, με τις οποίες η Μ. D. Bernard ζητεί: στην υπόθεση F‑99/07, πρώτον, την ακύρωση των εκθέσεων αξιολογήσεως της 5ης Φεβρουαρίου 2007 και της 25ης Ιουλίου 2007, καθώς και της απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως της 26ης Ιουνίου 2007, δεύτερον, να υποχρεωθεί η Ευρωπόλ, αφενός, να της χορηγήσει μισθολογική αύξηση από την 1η Σεπτεμβρίου 2006 μαζί με τους νόμιμους τόκους και, αφετέρου, να της καταβάλει το ποσό των 7 500 ευρώ ως αποζημίωση· στην υπόθεση F‑45/08, την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεως της 25ης Ιουλίου 2007 και της σιωπηρής αποφάσεως της Ευρωπόλ περί απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως της 23ης Οκτωβρίου 2007, καθώς και να υποχρεωθεί η Ευρωπόλ να της καταβάλει το ποσό των 7 500 ευρώ ως αποζημίωση.

Απόφαση: Η έκθεση αξιολογήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 25ης Ιουλίου 2007 ακυρώνεται. Η Ευρωπόλ υποχρεούται να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το ποσό των 3 000 ευρώ ως αποζημίωση. Η προσφυγή-αγωγή στην υπόθεση F‑99/07, Bernard κατά Ευρωπόλ, απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής-αγωγής στην υπόθεση F‑45/08, Bernard κατά Ευρωπόλ. Η Ευρωπόλ φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων στην υπόθεση F‑45/08, Bernard κατά Ευρωπόλ, και φέρει τα έξοδά της καθώς και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην υπόθεση F‑99/07, Bernard κατά Ευρωπόλ. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών της εξόδων στην υπόθεση F‑99/07, Bernard κατά Ευρωπόλ.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπόλ – Προαγωγή κατά κλιμάκιο ανά διετία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρα 28 και 29)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματική διαφορά κατά την έννοια του άρθρου 93 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρο 93)

3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Εσωτερική οδηγία της Ευρωπόλ για την αξιολόγηση του προσωπικού – Έννομα αποτελέσματα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρα 28 και 29)

4.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Εσωτερική οδηγία της Ευρωπόλ για την αξιολόγηση του προσωπικού – Παραβίαση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρα 28 και 29)

5.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολογήσεως – Υποχρέωση προσδιορισμού στόχων – Έκταση

6.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία δεν εξασφαλίζει προσήκουσα ικανοποίηση της ηθικής βλάβης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρο 93)

1.      Έκθεση αξιολογήσεως προερχόμενη όχι από τον διευθυντή της Ευρωπόλ που είναι αρμόδιος για την προαγωγή κατά κλιμάκιο, αλλά από αξιολογητή αρμόδιο για θέματα αξιολογήσεως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως, έστω και σιωπηρή, αρχική απόφαση περί μη προαγωγής κατά κλιμάκιο, διότι αυτοί οι δύο τύποι αποφάσεων έχουν τελείως διαφορετικό αντικείμενο και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο διαφορετικών αρχών.

(βλ. σκέψη 54)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑121/06, Spee κατά Ευρωπόλ, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40

2.      Στις χρηματικές διαφορές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, βάσει της οποίας μπορεί να υποχρεώσει το καθού κοινοτικό όργανο να καταβάλει συγκεκριμένα ποσά, ενδεχομένως πλέον τόκων υπερημερίας.

Αίτημα περί καταβολής μισθολογικής αυξήσεως πλέον τόκων υπερημερίας δεν συνιστά αίτημανα υποχρεωθεί το καθού όργανο να ενεργήσει καθ’ ορισμένο τρόπο, αλλά αίτημα χρηματικής φύσεως.

(βλ. σκέψεις 57 και 58)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψεις 33 και 92

3.      Απόφαση κοινοτικού οργάνου που κοινοποιείται στο σύνολο του προσωπικού του και έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση όσον αφορά τη βαθμολόγηση συνιστά εσωτερική οδηγία και πρέπει ως τέτοια να θεωρείται ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς τον οποίο η διοίκηση επιβάλλει η ίδια στον εαυτό της και από τον οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτό, ειδάλλως παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν κανόνες σχετικά με την κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως στο πλαίσιο της Ευρωπόλ συνιστούν τέτοια εσωτερική οδηγία. Συνεπώς, εφόσον εσωτερική οδηγία προβλέπει ότι η έκθεση αξιολογήσεως συντάσσεται και υπογράφεται από τον άμεσο ιεραρχικώς προϊστάμενο του υπαλλήλου, η σύνταξη και υπογραφή της εκθέσεως από τον επικυρωτή, κατά μείζονα λόγο αν αυτός δεν είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, συνιστά παράβαση της οδηγίας αυτής.

Απόφαση ληφθείσα από αναρμόδια αρχή, λόγω μη τηρήσεως των κανόνων κατανομής των εξουσιών, δεν μπορεί μεν να ακυρωθεί παρά μόνον εφόσον η μη τήρηση των εν λόγω κανόνων θίγει κάποια από τις παρεχόμενες στους υπαλλήλους από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως εγγυήσεις ή παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοικήσεως σε ζητήματα διοικήσεως του προσωπικού, ο σκοπός όμως των κατευθυντηρίων γραμμών που αφορούν τη διαδικασία εξελίξεως των σταδιοδρομιών και αξιολογήσεως του προσωπικού συνίσταται στην εξασφάλιση όσο το δυνατόν πληρέστερης και ειδικότερης περιοδικής πληροφορήσεως της διοικήσεως, αφορώσας τον τρόπο με τον οποίο οι αξιολογούμενοι υπάλληλοι εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους, και στην εξασφάλιση ότι η αξιολόγηση θα γίνεται από τα πρόσωπα που γνωρίζουν καλύτερα την εργασία των υπαλλήλων και είναι, για τον λόγο αυτό, τα πλέον αρμόδια να προσδιορίσουν τους στόχους τους. Οι διατάξεις αυτές έχουν, συνεπώς, πράγματι ως σκοπό να συμβάλουν στη χρηστή διοίκηση σε ζητήματα διοικήσεως του προσωπικού και η μη τήρησή τους είναι, κατ’ αρχήν, ικανή να επιφέρει ακύρωση εκθέσεως αξιολογήσεως που συνετάγη και υπεγράφη από τον επικυρωτή.

(βλ. σκέψεις 79, 80, 83 έως 85, 87 και 88)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 10 Σεπτεμβρίου 2003, T‑165/01, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑193 και II‑963, σκέψεις 44· 13 Ιουλίου 2006, T‑165/04, Βουνάκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑155 και II‑A‑2‑735, σκέψεις 45 έως 50

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑108/06, Diomede Basili κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 61 και 62

4.      Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διοίκηση μπορεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες που θέτει εσωτερική οδηγία, εφόσον η παρέκκλιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Εντούτοις, το γεγονός ότι υπάλληλος της Ευρωπόλ τοποθετήθηκε υπό τρεις διαφορετικούς άμεσους ιεραρχικώς προϊσταμένους κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολογήσεως και ότι οι εκτιμήσεις τους αμφισβητούνταν δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει την κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως κατά παράβαση του σημείου 8 των κατευθυντηρίων γραμμών που αφορούν τη διαδικασία εξελίξεως των σταδιοδρομιών και αξιολογήσεως του προσωπικού, ενώ οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου του εν λόγω σημείου 8 ρυθμίζουν ακριβώς τις περιπτώσεις στις οποίες υπάλληλος εργάζεται υπό την ευθύνη περισσοτέρων άμεσων ιεραρχικώς προϊσταμένων κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αξιολογήσεως.

Εξάλλου, ούτε ο ετερογενής χαρακτήρας των εκτιμήσεων των διαφόρων ιεραρχικώς προϊσταμένων του υπαλλήλου μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει λόγο δικαιολογούντα τη μη τήρηση του κανόνα που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τον οποίο ο τελευταίος ιεραρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου συντάσσει την έκθεση αξιολογήσεως, διαφορετικά ο εν λόγω κανόνας καθίσταται κενός περιεχομένου.

Κατά συνέπεια, ελλείψει αντικειμενικής δικαιολογήσεως επιτρέπουσας την παρέκκλιση από τις κατευθυντήριες γραμμές, έκθεση αξιολογήσεως καταρτισθείσα κατά παράβαση του κανόνα που ορίζεται στο σημείο 8, δεύτερο εδάφιο, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών πρέπει να θεωρηθεί ως καταρτισθείσα από αναρμόδια αρχή.

(βλ. σκέψεις 89 έως 91 και 93)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 21 Οκτωβρίου 1998, T‑100/96, Vicente-Nuñez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑591 και II‑1779, σκέψεις 67 έως 76· McAuley κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 45

ΔΔΔ: 9 Ιουλίου 2008, F‑89/07, Kuchta κατά ΕΚΤ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 49 έως 59

5.      Από τις κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τη διαδικασία εξελίξεως των σταδιοδρομιών και αξιολογήσεως του προσωπικού προκύπτει ότι η Ευρωπόλ έχει την υποχρέωση, κατά το πέρας κάθε περιόδου αξιολογήσεως, να ορίσει στον υπάλληλο τους στόχους που θα αποτελέσουν ακολούθως τη βάση για την κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως της επομένης περιόδου. Δεν είναι νόμιμη η έκθεση αξιολογήσεως που συντάσσεται χωρίς να έχουν προηγουμένως προσδιορισθεί τέτοιοι στόχοι για τον υπάλληλο.

(βλ. σκέψεις 95, 96 και 100)

6.      Η ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεως δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί προσηκόντως και πλήρως η προκληθείσα σε υπάλληλο ηθική βλάβη από έκθεση αξιολογήσεως με αρκετά σοβαρές παρατυπίες, συνιστάμενες εν προκειμένω στην κατάρτισή της από αναρμόδια αρχή χωρίς να έχει προηγηθεί προσδιορισμός στόχων για τον υπάλληλο.

(βλ. σκέψεις 104 έως 106)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 30 Σεπτεμβρίου 2004, T‑16/03, Ferrer de Moncada κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑261 και II‑1163, σκέψη 68