Language of document : ECLI:EU:F:2007:193

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-76/06

Ιωάννης Τσιριμώκος

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Όροι εργασίας – Εργασία με μειωμένο ωράριο για την προετοιμασία της συνταξιοδότησης – Μη συνεκτίμηση των μεταφερόμενων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά τον υπολογισμό του βασικού μισθού που λαμβάνεται ως αμοιβή για εργασία με μειωμένο ωράριο – Συμπέρασμα αριθ. 241/05 του Σώματος Προϊσταμένων της Διοίκησης»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Ι. Τσιριμώκος ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2005, που επικυρώθηκε με την απόφαση της 19ης Απριλίου 2006 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του και με την οποία τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα που μεταφέρθηκαν στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσοστού του βασικού μισθού που του αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο χορηγήσεως σε αυτόν άδειας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσει τη συνταξιοδότησή του.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αμοιβή – Εργασία με μειωμένο ωράριο που προηγείται της συνταξιοδοτήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παραρτήματα IVα, άρθρο 4, στοιχείο β΄, και VIII, άρθρα 2 έως 5, 9, 9α και 11)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

1.      Το άρθρο 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος IVα του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), που διέπει τον τρόπο υπολογισμού του μειωμένου μισθού που λαμβάνουν ως αμοιβή οι υπάλληλοι που εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους, περιλαμβάνει εξαντλητική απαρίθμηση των συντάξιμων ετών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσοστού του βασικού μισθού τον οποίο δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη τα έτη υπηρεσίας κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4, 5, 9 και 9α του παραρτήματος VIII, δεν αναφέρεται όμως καθόλου στο άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ δεν αφορά τα συντάξιμα έτη που συμπληρώνονται κατόπιν μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, πράγμα που επιτρέπει το εν λόγω άρθρο 11.

Η ορθότητα της γραμματικής αυτής ερμηνείας του άρθρου 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ ενισχύεται από δύο εκτιμήσεις που συνδέονται με το σύστημα στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή. Αφενός, οι διατάξεις του άρθρου 4 του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ εγκαθιδρύουν αυτοτελές καθεστώς που διέπει τον τρόπο υπολογισμού του μισθού που λαμβάνουν ως αμοιβή οι υπάλληλοι που εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους, καθεστώς που αποτελεί τμήμα του γενικού καθεστώτος περί εργασίας με μειωμένο ωράριο που προβλέπει το παράρτημα IVα του ΚΥΚ. Αντιθέτως, ο κανόνας του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αφορά συγκεκριμένα το συνταξιοδοτικό καθεστώς και δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως έκφραση μιας γενικής αρχής που επιβάλλει να θεωρηθεί ως πραγματική υπηρεσία η εργασία που πραγματοποιήθηκε πριν ο υπάλληλος αναλάβει υπηρεσία στις Κοινότητες. Αφετέρου, από το πλαίσιο του άρθρου 4 του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ και από τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας το άρθρο αυτό αποτελεί τμήμα, ήτοι το καθεστώς περί εργασίας με μειωμένο ωράριο, δεν προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα έτη που προηγούνται της αναλήψεως καθηκόντων στις Κοινότητες για τον υπολογισμό του ποσοστού του βασικού μισθού που χορηγείται στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο χορηγήσεως σε αυτόν άδειας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσει τη συνταξιοδότησή του.

Ως προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τα συντάξιμα έτη που έχουν συμπληρωθεί εντός ενός θεσμικού οργάνου σε σχέση με τα συντάξιμα έτη που προκύπτουν κατόπιν μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, δεν συνιστούν συγκρίσιμες αξίες ένα χρηματικό ποσό με το οποίο ο υπάλληλος συνεισφέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό και μια χρονική περίοδος που έχει διανυθεί στην υπηρεσία των κοινοτικών θεσμικών οργάνων. Συνεπώς, ο υπάλληλος που, κατά τον χρόνο ανάληψης καθηκόντων στις Κοινότητες, έχει μεταφέρει στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα ένα κεφάλαιο που αντιστοιχεί σε δικαιώματα που απέκτησε δυνάμει ενός εθνικού συστήματος, δεν βρίσκεται σε συγκρίσιμη κατάσταση με έναν υπάλληλο που ανέλαβε καθήκοντα στις Κοινότητες προγενέστερα, ο οποίος έχει έκτοτε συνεισφέρει στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα μέσω κρατήσεων από τον μισθό του.

(βλ. σκέψεις 34 έως 39 και 41)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Σεπτεμβρίου 2007, C‑227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑6767, σκέψεις 67 και 68

ΠΕΚ: 16 Δεκεμβρίου 2004, T‑11/02, Παππάς κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑381 και II‑1773, σκέψη 44

2.      Ο κανόνας της συμφωνίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και της μεταγενέστερης προσφυγής επιβάλλει, επί ποινή απαραδέκτου, ένας λόγος που προβάλλεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προς της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ώστε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να ήταν σε θέση να γνωρίζει, με επαρκή ακρίβεια, τις αιτιάσεις που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, δεδομένου ότι η εν λόγω διαδικασία αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα διευθέτησης των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ υπαλλήλων και διοικήσεως μέσω φιλικού διακανονισμού. Επομένως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να ενημερώνεται πλήρως για τις αιτιάσεις που επικαλείται ο υποβάλλων την ένσταση προκειμένου να είναι σε θέση να του προτείνει ενδεχομένως φιλικό διακανονισμό.

(βλ. σκέψη 45)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 1 Ιουλίου 1976, 58/75, Sergy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 419, σκέψη 32· 14 Μαρτίου 1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψη 9

ΠΕΚ: 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-297 και ΙΙ-Α-2-1527, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία