Language of document : ECLI:EU:F:2011:42

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Απριλίου 2011

Υπόθεση F‑32/10

Christian Wilk

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Απόδοση δαπανών – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Εγκατάσταση με την οικογένεια στον τόπο υπηρεσίας – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής, με την οποία ο C. Wilk, ο οποίος έλαβε την προβλεπόμενη από το άρθρο 5 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποζημίωση εγκαταστάσεως εις διπλούν, λόγω της εγκαταστάσεως της συζύγου του στον τόπο υπηρεσίας του, ζητεί, κατ’ ουσίαν, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής περί ανακτήσεως του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του εν λόγω διπλού συντελεστή, καθώς και να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην αποκατάσταση της ζημίας που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή του προσφεύγοντος-ενάγοντος απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως νόμω αβάσιμη. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Απόδοση δαπανών – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλοι με οικογενειακά βάρη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 5)

2.      Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος – Προϋποθέσεις – Προδήλως αντικανονική καταβολή – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85, και παράρτημα VII, άρθρο 5)

3.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα χωρίς να έχει προηγηθεί η προβλεπόμενη από τον ΚΥΚ διοικητική διαδικασία – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό του τόπου κατοικίας συζύγου υπαλλήλου για τον σκοπό χορηγήσεως διπλής αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, καθώς και για την εξέταση του ζητήματος αν η εν λόγω σύζυγος εγκαταστάθηκε πράγματι με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, όπως απαιτεί το άρθρο 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, είναι η επομένη της τελευταίας ημέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας του υπαλλήλου, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία μονιμοποιήσεώς του κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Εξάλλου, ο τόπος τον οποίο η σύζυγος υπαλλήλου έχει ορίσει ως κέντρο των ενδιαφερόντων της προκύπτει από την προσωπική της επιλογή και δεν δύναται να εξαρτάται αποκλειστικώς και αυτομάτως από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου. Το γεγονός ότι ο υπάλληλος προέβη σε ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει η σύζυγός του άδεια διαμονής αποδεικνύει απλώς τη δική του βούληση να λάβει η σύζυγός του τέτοια άδεια.

(βλ. σκέψεις 26 και 28)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2005, T‑195/03, Thommes κατά Επιτροπής, σκέψη 73

2.      Κατά το άρθρο 85 του ΚΥΚ, κάθε ποσό που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως αναζητείται αν η αντικανονικότητα της καταβολής ήταν τόσο πρόδηλη ώστε ο λαβών να μην ηδύνατο να την αγνοεί.

Συνιστά προδήλως αντικανονική καταβολή η καταβολή της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως εις διπλούν, βάσει του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, σε υπάλληλο του οποίου η σύζυγος δεν εγκαταστάθηκε πράγματι μαζί του στον τόπο υπηρεσίας του ή πλησίον του τόπου αυτού κατά τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας του. Στην περίπτωση αυτή η αντικανονικότητα είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μην ηδύνατο να διαφύγει την προσοχή υπαλλήλου επιδεικνύοντος τη συνήθη επιμέλεια ο οποίος θεωρείται ότι γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν το καθεστώς μισθοδοσίας του.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιανουαρίου 1989, 310/87, Stempels κατά Επιτροπής, σκέψη 10

3.      Προκειμένου για διαφορά σχετική με τη συγκεκριμένη εφαρμογή διατάξεως του ΚΥΚ εντός πλαισίου γνωστού στον υπάλληλο, η απόφαση απορρίψεως της ενστάσεως του υπαλλήλου θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 επιταγή αιτιολογήσεως, εάν παρέχει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να κατανοήσει σε ικανό βαθμό την αιτιολογία της αποφάσεως και να σταθμίσει κατά πόσον είναι σκόπιμη η εκ μέρους του άσκηση προσφυγής και, αφετέρου, στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας επί της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 36 και 37)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑221/02, Lebedef κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 61

ΔΔΔΕΕ: 7 Νοεμβρίου 2007, F‑57/06, Hinderyckx κατά Συμβουλίου, σκέψη 27·
8 Απριλίου 2008, F‑134/06, Bordini κατά Επιτροπής, σκέψη 62

4.      Στην περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος προσάπτει σε θεσμικό όργανο παρανομία η οποία δεν ανάγεται σε βλαπτική απόφαση αλλά σε συμπεριφορά, οφείλει, προ της ασκήσεως προσφυγής, να υποβάλει στη Διοίκηση αίτηση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την εν λόγω συμπεριφορά, ακολουθούμενη, σε περίπτωση ρητής ή σιωπηρής απορρίψεώς της, από διοικητική ένσταση κατά του βασίμου της απορριπτικής αποφάσεως, μη προηγηθείσας δε της εν λόγω διοικητικής διαδικασίας, το αποζημιωτικό αίτημα που ο υπάλληλος διατυπώνει με προσφυγή βάλλουσα κατά της επιζήμιας συμπεριφοράς πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Ιουλίου 1993, T‑17/90, T‑28/91 και T‑17/92, Camara Alloisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47