Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia nº 17 de Palma de Mallorca (Ισπανία) στις 14 Μαρτίου 2019 – CY κατά Caixabank S.A.

(Υπόθεση C-224/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Juzgado de Primera Instancia nº 17 de Palma de Mallorca

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: CY

Εναγόμενη: Caixabank S.A.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/131 , μπορεί να μετριαστεί, ως προς τα περί επιστροφής αποτελέσματά της, η αναγνώριση της ακυρότητας, λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα, ρήτρας με την οποία καταλογίζεται στον δανειολήπτη το σύνολο των εξόδων σύναψης, ανανέωσης ή διαγραφής ενυπόθηκου δανείου;

2)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, μπορεί εθνική νομολογία κατά την οποία, κατόπιν αναγνώρισης της ακυρότητας ρήτρας με την οποία καταλογίζεται στον δανειολήπτη το σύνολο των εξόδων σύναψης, ανανέωσης ή διαγραφής ενυπόθηκου δανείου, τα συμβολαιογραφικά και τα διαχειριστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν εξ ημισείας μεταξύ του δανειστή και του δανειολήπτη, να θεωρηθεί δικαστικός μετριασμός του περιεχομένου της αναγνώρισης της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας, με συνέπεια να αντιβαίνει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αρχή του μη δεσμευτικού χαρακτήρα των καταχρηστικών ρητρών;

3)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, συνιστά εθνική νομολογία κατά την οποία, κατόπιν αναγνώρισης της ακυρότητας ρήτρας με την οποία καταλογίζεται στον δανειολήπτη το σύνολο των εξόδων σύναψης, ανανέωσης ή διαγραφής ενυπόθηκου δανείου, η καταβολή των εξόδων εκτίμησης της αξίας του ακινήτου και του φόρου επί της συστάσεως της υποθήκης που απορρέουν από τη σύναψη του δανείου βαρύνει επίσης τον δανειολήπτη, παραβίαση της αρχής της μη δεσμεύσεως του καταναλωτή από καταχρηστική ρήτρα η οποία κηρύχθηκε άκυρη, αντιβαίνει δε στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 η ανάθεση στον δανειολήπτη του βάρους απόδειξης ότι δεν του επιτράπηκε να προσκομίσει τη δική του εκτίμηση της αξίας του ακινήτου;

4)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, αντιβαίνει στην εν λόγω οδηγία εθνική νομολογία κατά την οποία, κατόπιν αναγνώρισης της ακυρότητας ρήτρας με την οποία καταλογίζεται στον δανειολήπτη το σύνολο των εξόδων σύναψης, ανανέωσης ή διαγραφής ενυπόθηκου δανείου, η ρήτρα αυτή μπορεί να συνεχίσει να παράγει αποτελέσματα για τον δανειολήπτη όταν αυτός προβαίνει σε τροποποίηση της δανειακής σύμβασης ή σε εξάλειψη της υποθήκης, υπό την έννοια ότι ο δανειολήπτης οφείλει να συνεχίσει να καταβάλλει τα έξοδα που απορρέουν από τέτοια τροποποίηση ή εξάλειψη της υποθήκης, και συνιστά ο καταλογισμός των εξόδων αυτών στον δανειολήπτη παραβίαση της αρχής της μη δεσμεύσεως του καταναλωτή από καταχρηστική ρήτρα η οποία κηρύχθηκε άκυρη;

5)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, αντιβαίνει στο αποτρεπτικό για τον επιχειρηματία αποτέλεσμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, εθνική νομολογία η οποία αποκλείει εν μέρει το περί επιστροφής αποτέλεσμα της αναγνώρισης της ακυρότητας, λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα, ρήτρας που καταλογίζει στον δανειολήπτη το σύνολο των εξόδων σύναψης, ανανέωσης ή διαγραφής ενυπόθηκου δανείου;

6)    Λαμβανομένης υπόψη της αρχής του μη μετριασμού του περιεχομένου των ρητρών που κρίνονται άκυρες, η οποία κατοχυρώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και λαμβανομένης υπόψη της αρχής του άρθρου 6 της οδηγίας 93/13 περί μη δεσμευτικού χαρακτήρα των καταχρηστικών ρητρών, μπορεί να αντιβαίνει σε αυτές, δυνάμει της προστασίας του συμφέροντος του δανειολήπτη, εθνική νομολογία η οποία μετριάζει τα περί επιστροφής αποτελέσματα κατόπιν αναγνώρισης της ακυρότητας ρήτρας με την οποία καταλογίζεται στον δανειολήπτη το σύνολο των εξόδων σύναψης, ανανέωσης ή διαγραφής ενυπόθηκου δανείου;

7)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/13, μπορεί εθνική νομολογία κατά την οποία η καλούμενη ρήτρα περί εξόδων δανείου θεωρείται ότι πληροί αυτομάτως τις απαιτήσεις διαφάνειας να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθόσον ο επαγγελματίας δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι παρέσχε προηγούμενη ενημέρωση και ότι η ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης;

8)    Αντιβαίνει στο άρθρο 3 της οδηγίας 93/13 και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εθνική νομολογία κατά την οποία ο καταναλωτής οφείλει να γνωρίζει ότι η είσπραξη εξόδων δανείου συνιστά συνήθη πρακτική των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και, ως εκ τούτου, ο δανειστής δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή, αντιθέτως, οφείλει ο δανειστής να αποδεικνύει, σε κάθε περίπτωση, ότι η ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης;

9)    Λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 93/13 και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να αντιβαίνει στην εν λόγω οδηγία εθνική νομολογία κατά την οποία η καλούμενη ρήτρα περί εξόδων δανείου δεν μπορεί να εξεταστεί ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθόσον αφορά τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, ή, αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω έξοδα δανείου δεν συνιστούν μέρος του τιμήματος της σύμβασης αλλά παρεπόμενη αμοιβή και, επομένως, ο εθνικός δικαστής πρέπει να δύναται να ελέγξει τη διαφάνεια ή/και το περιεχόμενο της σχετικής ρήτρας, προκειμένου να εξακριβώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο αν είναι καταχρηστική βάσει του εθνικού δικαίου;

10)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το οποίο δεν μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη με τον LCGC2 , αντιβαίνει στο άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 η επίκληση και η εφαρμογή από ισπανικό δικαστήριο του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, όταν η μη μεταφορά της διάταξης αυτής στην ισπανική έννομη τάξη αποτέλεσε βούληση του νομοθέτη, ο οποίος απέβλεπε σε πλήρη προστασία σε σχέση με όλες τις ρήτρες τις οποίες ενδέχεται να εισαγάγει ο επαγγελματίας σε σύμβαση την οποία συνάπτει με καταναλωτές, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, έστω και αν αυτές συντάχθηκαν με σαφή και κατανοητό τρόπο, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η καλούμενη ρήτρα περί εξόδων δανείου συνιστά το κύριο αντικείμενο της δανειακής σύμβασης;

11)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, προκαλεί η καλούμενη ρήτρα περί εξόδων δανείου, όταν δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αποδεικνύει ότι αντιστοιχεί σε όντως παρασχεθείσες υπηρεσίες και πραγματοποιηθέντα έξοδα, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και πρέπει, επομένως, να κριθεί άκυρη από το εθνικό δικαστήριο;

12)    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, πρέπει η καταδίκη του επαγγελματία στα έξοδα, η οποία είναι απόρροια διαδικασίας στην οποία καταναλωτής ασκεί αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας καταχρηστικών ρητρών συμβάσεως συναφθείσας με τον εν λόγω επαγγελματία και επιτυγχάνει την αναγνώριση από τα δικαστήρια της ακυρότητας αυτής, λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών, να συνιστά συνέπεια της αρχής του μη δεσμευτικού χαρακτήρα των καταχρηστικών ρητρών και της αρχής του αποτρεπτικού για τον επαγγελματία αποτελέσματος, εφόσον η αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας γίνεται δεκτή από το εθνικό δικαστήριο, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης επιστροφής ποσών που διατάσσεται με την απόφαση, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι κύριο αίτημα της αγωγής είναι η αναγνώριση της ακυρότητας της ρήτρας και ότι η επιστροφή ποσών είναι απλώς παρεπόμενο αίτημα που ενυπάρχει εγγενώς στο κύριο αίτημα;

13)    Λαμβανομένης υπόψη της αρχής του μη δεσμευτικού χαρακτήρα των καταχρηστικών ρητρών και της αρχής του αποτρεπτικού αποτελέσματος της οδηγίας 93/13 (άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1), μπορούν να περιοριστούν χρονικά τα περί επιστροφής αποτελέσματα της αναγνώρισης της ακυρότητας, λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα, ρήτρας η οποία περιέχεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία μέσω της αποδοχής της ενστάσεως περί παραγραφής της αγωγής επιστροφής χρηματικών ποσών, καίτοι η αγωγή απόλυτης ακυρότητας συνεπεία της οποίας η ρήτρα κρίνεται καταχρηστική είναι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, απαράγραπτη;

____________

1     Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29)

2 Ley 7/1998, de 13 de abril, sobre condiciones generales de la contratación (νόμος 7/1998, της 13ης Απριλίου 1998, περί γενικών όρων συναλλαγών).