Language of document : ECLI:EU:F:2013:137

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑124/11

Daniele Possanzini

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό του Frontex – Έκτακτος υπάλληλος – Έκθεση αξιολογήσεως σταδιοδρομίας περιέχουσα αρνητικές κρίσεις του επικυρωτή οι οποίες δεν κοινοποιήθηκαν στον ενδιαφερόμενο – Μη ανανέωση της ισχύος συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Απόφαση ληφθείσα βάσει της γνώμης του επικυρωτή – Δικαιώματα άμυνας – Προσβολή – Χρηματική διαφορά – Πλήρης δικαιοδοσία»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο D. Possanzini ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex), της 28ης Μαρτίου 2011, περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου.

Απόφαση:      Η απόφαση της 28ης Μαρτίου 2011 περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας του D. Possanzini ως εκτάκτου υπαλλήλου, η οποία εκδόθηκε από τον εκτελεστικό διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακυρώνεται. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνεται να καταβάλει στον D. Possanzini ποσό 5 000 ευρώ ως αποζημίωση. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα έξοδά του, καταδικάζεται δε στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο D. Possanzini.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Εσωτερική οδηγία οργανισμού της Ένωσης σχετικά με την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου – Έννομα αποτελέσματα – Παραβίαση – Υπηρεσιακό πταίσμα

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 8)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Απόφαση που επηρεάζει τη διοικητική κατάσταση εκτάκτου υπαλλήλου – Συνεκτίμηση στοιχείων μη περιλαμβανόμενων στον ατομικό του φάκελο, τα οποία είχαν όμως προηγουμένως κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο – Νομιμότητα – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 26)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Έννοια – Προσφυγή που αφορά τη νομιμότητα αποφάσεως περί μη ανανεώσεως συμβάσεως – Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Διορθωτικοί συντελεστές – Αντικείμενο – Ισοδυναμία αγοραστικής ισχύος – Συνεκτίμηση προκειμένου να συγκριθεί το ύψος των αποδοχών που λαμβάνουν οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού σε διάφορους τόπους υπηρεσίας – Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 64· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 20)

1.      Απόφαση θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που κοινοποιείται στο σύνολο του προσωπικού του και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού σε τομέα στον οποίο ο ΚΥΚ παρέχει στο εν λόγω όργανο ή στον εν λόγω οργανισμό ευρεία διακριτική ευχέρεια συνιστά εσωτερική οδηγία και πρέπει, ως τέτοια, να θεωρείται ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς τον οποίο η Διοίκηση επιβάλλει η ίδια στον εαυτό της και από τον οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτό, ειδάλλως παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Κατά συνέπεια, όταν πρόκειται για εσωτερική οδηγία σχετικά με την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας εκτάκτων υπαλλήλων που εξέδωσε οργανισμός της Ένωσης, η παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως αποφάσεως περί μη ανανεώσεως εντός της προθεσμίας που ορίζει η οδηγία συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να δικαιολογήσει την καταβολή αποζημιώσεως. Εντούτοις, μια τέτοιου είδους διαδικαστική πλημμέλεια δεν μπορεί να συνεπάγεται ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, παρά μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω πλημμέλεια μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 43, 44, 46, 47 και 78)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Ιουλίου 1997, T‑92/96, Monaco κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 46

ΔΔΔΕΕ: 30 Ιανουαρίου 2013, F‑87/11, Wahlström κατά Frontex, σκέψεις 56 έως 58

2.      Το θεσμικό όργανο υποπίπτει σε παράβαση του άρθρου 26 του ΚΥΚ και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εκτάκτου υπαλλήλου όταν λαμβάνει απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας του χωρίς προηγουμένως να του έχει κοινοποιήσει την αξιολόγηση της ικανότητάς του που δικαιολογεί την απόφαση αυτή. Συναφώς, απλώς και μόνον η γνώση της αξιολογήσεως αυτής από τον ενδιαφερόμενο, έστω και αν έχει αποδειχθεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής απόδειξη του ότι ο υπάλληλος αυτός είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί λυσιτελώς τα συμφέροντά του πριν από τη λήψη της αποφάσεως που τον βλάπτει. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου, το θεσμικό όργανο πρέπει επιπλέον να αποδείξει, με κάθε μέσο, ότι είχε προηγουμένως καταστήσει σαφές στον εν λόγω υπάλληλο ότι η επίμαχη αξιολόγηση, η οποία δεν του είχε κοινοποιηθεί πριν περιληφθεί στον ατομικό του φάκελο, μπορούσε να δικαιολογήσει τη βλαπτική γι’ αυτόν απόφαση. Άλλως, δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματοποιηθείσα η κοινοποίηση που απαιτεί το άρθρο 26 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 60)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2009, Τ-40/07 Ρ και Τ-40/07 Ρ, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά de Brito Sequeira Carvalho, σκέψη 94

3.      Tο άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ απονέμει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στις χρηματικές διαφορές, πλήρη δικαιοδοσία στο πλαίσιο της οποίας διαθέτει την εξουσία, αν χρειάζεται, να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τον καθού στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από πταίσμα του και, στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, να εκτιμήσει κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε.

Χρηματική διαφορά κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μπορεί να γεννηθεί από προσφυγή με την οποία υπάλληλος επιδιώκει την ακύρωση αποφάσεως η οποία θίγει την υπηρεσιακή του κατάσταση.

Ειδικότερα, όταν πρώην έκτακτος υπάλληλος ζητεί από τον δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας του, εννοείται ότι, κατά μείζονα λόγο, η προσφυγή του γεννά επίσης χρηματική διαφορά. Πράγματι, η απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας έχει άμεσες συνέπειες στη διατήρηση της υπηρεσιακής καταστάσεως του ενδιαφερομένου ως εκτάκτου υπαλλήλου στην υπηρεσία του οικείου θεσμικού οργάνου και, συνεπώς, στις αποδοχές και στα οικονομικά του δικαιώματα.

(βλ. σκέψεις 70, 71 και 73)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 και 46

4.      Κατά το άρθρο 64 του ΚΥΚ και το άρθρο 20 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, οι αποδοχές των μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων σταθμίζονται βάσει διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες διαβιώσεως στον τόπο υπηρεσίας τους, προκειμένου οι υπάλληλοι να έχουν ισοδύναμη αγοραστική ισχύ ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να συγκριθεί το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνουν οι εν λόγω μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού.

(βλ. σκέψη 79)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Ιουλίου 1997, T‑81/96, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 3