Language of document : ECLI:EU:F:2009:3

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 20ής Ιανουαρίου 2009

Υπόθεση F-32/08

Marie-Claude Klein

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Σύνταξη αναπηρίας – Θάνατος – Έννοια του συντηρούμενου τέκνου – Άρθρο 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Αποζημίωση λόγω θανάτου – Επίδομα θανάτου – Σύνταξη ορφανού»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η M.-C. Klein ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2007 του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων της Επιτροπής, με την οποίαν απορρίφθηκαν οι αιτήσεις της να της αναγνωριστούν τα δικαιώματα σε χρηματικές παροχές που ζητούσε λόγω του θανάτου του πατέρα της, πρώην υπαλλήλου της Επιτροπής, καθώς και την ακύρωση, εφόσον είναι αναγκαίο, της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 15ης Νοεμβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 3 Αυγούστου 2007 κατά της ως άνω αποφάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Ερμηνεία – Αρχές – Αυτοτελής ερμηνεία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 70 και 80)

3.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Έλκοντες δικαίωμα από τον δικαιούχο – Συντηρούμενο τέκνο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 70 και 80· παράρτημα VII, άρθρο 2)

4.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Επίδομα θανάτου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73 §§ 1 και 2)

5.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Έλκοντες δικαίωμα από τον δικαιούχο – Προθεσμίες υποβολής αιτήσεως για την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 42)

1.      Δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η προσφυγή πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. Για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, προκειμένου μια προσφυγή να κριθεί παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Εντούτοις, μολονότι μία απλή παραπομπή σε παράρτημα για την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που πρέπει να περιέχει η ίδια η προσφυγή δεν είναι κατά κανόνα αποδεκτή, πρέπει, στον βαθμό που είναι δυνατόν για τον καθού και τον κοινοτικό δικαστή να κατανοήσουν την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αναπτύχθηκαν στη διοικητική ένσταση, να μην κηρύσσεται απαράδεκτη η προσφυγή, αλλά να εξετάζεται κατ’ ουσίαν. Εν πάση περιπτώσει, ο κοινοτικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως, αν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την κατ’ ουσίαν απόρριψη της προσφυγής, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προβάλλει ο καθού.

(βλ. σκέψεις 19 και 20)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψεις 51 και 52· 23 Μαρτίου 2004, C‑233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2759, σκέψη 26

ΠΕΚ: 28 Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 20· 22 Ιουνίου 1994, T‑97/92 και T‑111/92, Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑159 και II‑511, σκέψη 71· 21 Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49· 15 Ιουνίου 1999, T‑277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. II‑1825, σκέψη 29· 15 Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 155

ΔΔΔ: 17 Οκτωβρίου 2007, F‑63/06, Mascheroni κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52· 8 Απριλίου 2008, F‑134/06, Bordini κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 56

2.      Από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όσο και της αρχής της ισότητας απορρέει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κανονικά να δίνεται σε όλη την Κοινότητα αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία, η οποία πρέπει να αναζητείται με βάση το όλο πλαίσιό της και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Επιπλέον, καίτοι είναι αληθές ότι, ελλείψει ρητής παραπομπής, η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μπορεί να συνεπάγεται ενδεχομένως ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το δίκαιο των κρατών μελών, αυτό ισχύει μόνον όταν ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ανεύρει στο κοινοτικό δίκαιο ή στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου τα στοιχεία που του επιτρέπουν να προσδιορίσει το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως με αυτοτελή ερμηνεία.

Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του συντηρούμενου τέκνου, στην οποία αναφέρονται τα άρθρα 70 και 80 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, το κοινοτικό δίκαιο παρέχει, ιδίως στον κανονισμό αυτόν, επαρκείς ενδείξεις για τον αυτοτελή προσδιορισμό του περιεχομένου και του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω έννοιας. Πρέπει ιδίως να αποκλείεται κάθε αναφορά σε εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, η αυτοτελής ερμηνεία της έννοιας του συντηρούμενου τέκνου εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τη διαφύλαξη της ομοιόμορφης εφαρμογής της έννοιας αυτής, καθώς και την ίση μεταχείριση των ελκόντων δικαιώματα από υπάλληλο, των δικαιούχων συντάξεως αρχαιότητας ή των δικαιούχων επιδόματος αναπηρίας.

(βλ. σκέψεις 35 και 36)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 22 Φεβρουαρίου 2006, T‑342/04, Adam κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑23 και II‑A‑2‑107, σκέψη 32

3.      Για την ερμηνεία της έννοιας του συντηρούμενου τέκνου κατά τα άρθρα 70 και 80 του ΚΥΚ, επιβάλλεται η παραπομπή στον ορισμό του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, σχετικά με το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, πρέπει, δηλαδή, να πρόκειται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, για τέκνο που «πράγματι συντηρείται από τον υπάλληλο», λαμβανομένου υπόψη ότι η πραγματική συντήρηση περιλαμβάνει την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των βασικών αναγκών του τέκνου, ιδίως όσον αφορά τη στέγη, τη διατροφή, την ένδυση, την εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να αγνοήσει τα όρια ηλικίας στα οποία υπόκειται το επίδομα συντηρούμενου τέκνου, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, δηλαδή, το ανώτατο όριο ηλικίας των 18 ετών ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των 26 ετών. Ως εκ τούτου, τα όρια ηλικίας που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δικαιολογούνται, όχι μόνον όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, αλλά και όσον αφορά τη χορήγηση της αποζημιώσεως λόγω θανάτου ή της συντάξεως ορφανού. Πράγματι, εφόσον ο νομοθέτης, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, στηρίχθηκε στο ότι, πέραν μιας ορισμένης ηλικίας, τα τέκνα πρέπει να μπορούν να καλύπτουν μόνα τους τις ανάγκες τους και δεν πρέπει να επιβαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, εύλογον είναι να ισχύει το ίδιο και για τις χρηματικές παροχές που προβλέπονται στα άρθρα 70 και 80 του ΚΥΚ.

Η ανάγκη ορισμού της έννοιας του συντηρούμενου τέκνου βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ λαμβανομένης υπόψη σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου επιβεβαιώνεται από τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του ίδιου άρθρου. Πράγματι, από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι η έννοια του συντηρούμενου τέκνου πρέπει να γίνεται αντιληπτή όχι μόνο κατά την έννοια της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, αλλά κατά μιαν ευρύτερη έννοια· έτσι, η παράγραφος 6 του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ αναφέρεται ρητώς στο «συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του παρόντος άρθρου» και η παράγραφος 7 του ίδιου άρθρου αναφέρεται ρητώς στο «συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3».

Από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να εξομοιωθεί με συντηρούμενο τέκνο, πρέπει να υφίσταται «ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής». Η δυνατότητα της διοικήσεως να εξομοιώνει, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, οποιοδήποτε πρόσωπο με συντηρούμενο τέκνο προϋποθέτει την απόδειξη, σωρευτικώς, αφενός, της υπάρξεως «νομίμων υποχρεώσεων διατροφής» τις οποίες υπέχει ο υπάλληλος και, αφετέρου, «επαχθών εξόδων» που βαρύνουν τον υπάλληλο λόγω της συντηρήσεως του τέκνου.

(βλ. σκέψεις 37, 40, 41, 44 και 45)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 10 Οκτωβρίου 2006, T‑87/04, Arranz Benitez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑201 και II‑A‑2‑1031, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Η παραπομπή του άρθρου 73 του ΚΥΚ στις προϋποθέσεις που θέτουν οι κοινοί κανόνες περί καλύψεως των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αφορά μόνον το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, δηλαδή «τους κινδύνους επαγγελματικής νόσου και τους κινδύνους ατυχήματος», και όχι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του. Με αυτή την έννοια, δηλαδή σε σχέση με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων, πρέπει επίσης να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 73, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο «[ο]ι μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι προσδιορίζονται στη ρύθμιση αυτή». Εξάλλου, από την άποψη του προσωπικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω κοινών κανόνων, οι κανόνες αυτοί, δυνάμει του άρθρου τους 1, εφαρμόζονται μόνο σε «υπαλλήλους», «έκτακτους υπαλλήλους» και «συμβασιούχους υπαλλήλους»· δεν καλύπτουν, επομένως, τους κινδύνους που επέρχονται αφότου ο μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος παύσει οριστικά να ασκεί τα καθήκοντά του. Παρότι, για την επαγγελματική νόσο, οι κανόνες αυτοί προβλέπουν, στο άρθρο τους 16, ότι ο «παλαιός ασφαλισμένος» (δηλαδή κάποιος που έπαυσε οριστικώς να ασκεί τα καθήκοντά του) ή οι έλκοντες από αυτόν δικαιώματα (όταν ο ασφαλισμένος αποβιώσει) μπορούν να απολαμβάνουν τις παροχές του άρθρου 73, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, εντούτοις, τέτοιες παροχές διασφαλίζονται μόνον όταν ο θάνατος του «παλαιού ασφαλισμένου» προκύπτει από νόσο η οποία, παρότι εκδηλώθηκε μετά την οριστική παύση της ασκήσεως του επαγγέλματος, οφείλεται, πάντως, στα καθήκοντα που ασκούσε ο ασφαλισμένος.

Το γεγονός ότι το άρθρο 73 του ΚΥΚ ορίζει ότι το επίδομα θανάτου μπορεί να χορηγηθεί σωρευτικά με τις παροχές που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου V του ΚΥΚ δεν αποτελεί απόδειξη του ότι το επίδομα θανάτου θα μπορούσαν να λαμβάνουν και οι έλκοντες δικαίωμα από υπάλληλο που δεν είναι πλέον εν ενεργεία. Πράγματι, μολονότι ορισμένα άρθρα του εν λόγω κεφαλαίου 3 αφορούν τους δικαιούχους συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας, άλλα, όπως τα άρθρα 79 και 80 του ΚΥΚ, προβλέπουν τη χορήγηση χρηματικών παροχών, όχι μόνο στους έλκοντες δικαίωμα από τους ως άνω δικαιούχους, αλλά και στους έλκοντες δικαίωμα από εν ενεργεία υπάλληλο, σε περίπτωση θανάτου του.

(βλ. σκέψεις 54 και 55)

5.      Οι διατάξεις του άρθρου 42 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, σύμφωνα με τις οποίες οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα υπάλληλο οι οποίοι δεν ζήτησαν την καταβολή της συντάξεώς τους εντός ενός έτους από τον θάνατο του υπαλλήλου εκπίπτουν των δικαιωμάτων τους, εκτός εάν συντρέχει ανωτέρα βία που αποδεικνύεται προσηκόντως, είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων ή του δικαστή, δεδομένου ότι θεσπίστηκαν προκειμένου να εγγυηθούν τη σαφήνεια και την ασφάλεια των εννόμων καταστάσεων. Το γεγονός ότι ένας έλκων δικαίωμα δεν έλαβε γνώση του ΚΥΚ παρά μόνο μετά την προθεσμία αυτή δεν συνιστά επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει τη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής και δεν μπορεί, επομένως, να θεμελιώσει την ύπαρξη περιπτώσεως ανωτέρας βίας, καθόσον η εν λόγω προθεσμία του ενός έτους είναι ήδη αρκούντως μακρά προθεσμία ώστε να παρέχει στους κληρονόμους και στους έλκοντες δικαίωμα από υπάλληλο ή συνταξιούχο των Κοινοτήτων τον χρόνο να έλθουν σε επαφή με τη διοίκηση του κοινοτικού οργάνου. Επιπλέον, κάθε πρόσωπο που υπόκειται στους κανόνες του ΚΥΚ ή που δύναται να απολαμβάνει δικαίωμα παρεχόμενο από τους κανόνες αυτούς λογίζεται ότι γνωρίζει τον ΚΥΚ και δεν μπορεί να επικαλεσθεί την άγνοιά του για να εξαιρεθεί, σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα, από τις αποσβεστικές προθεσμίες που προβλέπει ο ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 59 και 60)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 29 Σεπτεμβρίου 1999, T‑68/97, Neumann και Neumann-Schölles κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ.  I‑A‑193 και II‑1005, σκέψεις 45 και 48