Language of document : ECLI:EU:F:2007:89

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 24ης Μαΐου 2007

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-27/06 και F-75/06

Alessandro Lofaro

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Έκτακτος υπάλληλος – Παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Απόλυση κατά τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Βλαπτικές πράξεις – Προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως – Απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με τις οποίες ο A. Lofaro ζητεί, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως, της 6ης Ιουνίου 2005, περί παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας που αυτός πραγματοποιούσε υπό την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου, δεύτερον, να ακυρωθεί η απόφαση της ίδιας αρχής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, περί απολύσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος, τρίτον, να ακυρωθούν οι εκθέσεις κρίσεως κατά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας του και, τέταρτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σ’ αυτόν αποζημίωση.

Απόφαση: Οι προσφυγές-αγωγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ημερομηνία υποβολής της διοικητικής ενστάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Απόφαση περί παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας εκτάκτου υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Το άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διοικητική ένσταση «υποβάλλεται» όχι κατά το χρονικό σημείο που αποστέλλεται στο θεσμικό όργανο, αλλά κατά το χρονικό σημείο που περιέρχεται στο εν λόγω θεσμικό όργανο. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει να γίνει δεκτή η ερμηνεία αυτή, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα στη διοίκηση να γνωρίζει το σημείο εκκινήσεως της προθεσμίας εντός της οποίας αυτή οφείλει να κοινοποιήσει την αιτιολογημένη απόφασή της προς απάντηση στη διοικητική ένσταση. Ασφαλώς, το γεγονός ότι μια διοικητική αρχή επιθέτει σφραγίδα περί πρωτοκολλήσεως σε ένα έγγραφο που απεστάλη σ’ αυτήν δεν της παρέχει τη δυνατότητα να προσδώσει βεβαία χρονολογία στην υποβολή του εγγράφου αυτού. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τούτο συνιστά ένα μέσον, που εντάσσεται στο πλαίσιο της χρηστής διοικητικής διαχειρίσεως, ικανό να παράσχει τεκμήριο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, περί του ότι το εν λόγω έγγραφο περιήλθε στην ως άνω διοικητική αρχή κατά την αναγραφόμενη ημερομηνία.

(βλ. σκέψεις 36 έως 39)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψεις 8 και 13

ΠΕΚ: 25 Σεπτεμβρίου 1991, T‑54/90, Lacroix κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑749, σκέψεις 28 και 29

ΔΔΔ: 15 Μαΐου 2006, F‑3/05, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑9 και II‑A‑1‑33, σκέψεις 28 και 29

2.      Ένας υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως συγγνωστή πλάνη δυναμένη να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη υποβολή της διοικητικής ενστάσεώς του λόγω του ότι η διοικητική αρχή είχε τονίσει, απαντώντας σε προγενέστερη διοικητική ένσταση, ότι η ημερομηνία υποβολής της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως ήταν η ημερομηνία που είχε αναγράψει ο υπάλληλος επ’ αυτής και όχι η ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω διοικητική ένσταση είχε περιέλθει στη διοικητική αρχή. Συγκεκριμένα, μια απλή ανακρίβεια ως προς την ημερομηνία, που εμφαίνεται κατά τα λοιπά σε έγγραφο διαφορετικό από την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της νέας διοικητικής ενστάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή να προκαλέσει, όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία η διοικητική ένσταση πρέπει να θεωρηθεί ως υποβληθείσα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αποδεκτή σύγχυση σε έναν καλόπιστο πολίτη ο οποίος επέδειξε κάθε απαιτούμενη επιμέλεια ενός προσώπου που έχει τη συνήθη ενημέρωση.

Μια τέτοια σύγχυση προκαλούσα συγγνωστή πλάνη δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε από τις περιστάσεις, έστω και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, ότι, αφενός, τα εσωτερικά δίκαια της πλειονότητας των κρατών μελών θεωρούν ότι η κρίσιμη ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια διοικητική ένσταση υποβλήθηκε εμπροθέσμως είναι η ημερομηνία αποστολής της και όχι η ημερομηνία παραλαβής από τη διοικητική αρχή, ότι, αφετέρου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την ημερομηνία αποστολής όσον αφορά τις άλλες διαδικασίες, πλην αυτής που αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διοικητική ένσταση, ή, τέλος, ότι, στις περιπτώσεις που η ημερομηνία που πρόκειται να ληφθεί υπόψη για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως ή για την άσκηση προσφυγής είναι εκείνη της παραλαβής, η Επιτροπή ενημερώνει ρητώς επ’ αυτού τους ενδιαφερομένους.

(βλ. σκέψεις 47 έως 49)

3.      Είναι απαράδεκτα τα αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως περί παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας εκτάκτου υπαλλήλου και, αφετέρου, των εκθέσεων κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας επί των οποίων στηρίχθηκε η αρμόδια αρχή για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως προκειμένου να λάβει την απόφαση περί απολύσεως του εν λόγω εκτάκτου υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, καίτοι η απόφαση περί απολύσεως, καθόσον αυτή καθορίζει οριστικά τη θέση της διοικητικής αρχής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επηρεάζει ευθέως και άμεσα τα συμφέροντα του εκτάκτου υπαλλήλου, συνιστά βλαπτική πράξη για τον εν λόγω έκτακτο υπάλληλο, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τις εκθέσεις κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας και την απόφαση περί παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, οι οποίες συνιστούν απλώς και μόνον προπαρασκευαστικές πράξεις της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως περί απολύσεως.

Το συμπέρασμα αυτό δεν έχει ως συνέπεια ότι ο προσφεύγων-ενάγων στερείται αποτελεσματικής δικαιοδοτικής προστασίας. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου μετά το πέρας περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής και να επικαλεστεί παρατυπία των προγενέστερων πράξεων που σχετίζονται στενά με την εν λόγω απόφαση.

(βλ. σκέψεις 59 έως 61, 68 και 70)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 8 Μαρτίου 2005, T‑275/02, D κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑51 και II‑211, σκέψη 45