Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 27 Δεκεμβρίου 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 18 Οκτωβρίου 2018 στην υπόθεση T-640/16, GEA Group AG κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-823/18 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Θ. Χριστοφόρου, P. Rossi, V. Bottka)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Gea Srl

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει τη GEA στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή στηρίζει την αναίρεση της στους δύο ακόλουθους λόγους αναιρέσεως:

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε δύο νομικά σφάλματα. Πρώτον, εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αγνόησε τη νομολογία σχετικά με την έννοια της επιχειρήσεως και της εις ολόκληρον ευθύνης και έσφαλε επίσης ως προς τις συνέπειες της μειώσεως του προστίμου που μπορεί να καταλογισθεί μόνο σε μια πρώην θυγατρική της επιχείρησης που παραβαίνει τη νομοθεσία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο παρέκκλινε από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η έννοια της εις ολόκληρον ευθύνης για το τμήμα του προστίμου που είναι κοινό για όλα τα νομικά πρόσωπα στα οποία απευθύνεται αποτελεί εκδήλωση της έννοιας της επιχειρήσεως για τους σκοπούς του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση C-231/11 P, Siemens Österreich, σκέψη 57). Κατά συνέπεια, τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια επιχείρηση κατά τη στιγμή της παράβασης είναι εξ ορισμού εις ολόκληρον υπεύθυνα για το πρόστιμο που αντιστοιχεί στη συμμετοχή της επιχείρησης στην παράβαση (μέχρι το ανώτατο ποσό για το οποίο κάθε νομική οντότητα είναι ατομικά υπεύθυνη). Η λογική της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης βασίζεται σε μια αναλογική εφαρμογή της θεωρίας των εσωτερικών μεριδίων της εις ολόκληρον ευθύνης, η οποία αποσκοπούσε επίσης στο να αποκλείσει τους συνοφειλέτες από την ευθύνη για μέρος του επιβληθέντος κοινού προστίμου. Ωστόσο, η άποψη αυτή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση C-231/11 P, Siemens Österreich και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-247/11 P και C-253/11 P, Areva. Επιπλέον, η απόφαση παραβλέπει τη νομολογία σύμφωνα με την οποία μια μητρική εταιρία δεν μπορεί να επωφεληθεί από το κατώτατο όριο του 10% της πρώην θυγατρικής της (C-50/12 P, Kendrion, σκέψεις 58, 68 και 70). Ως εκ τούτου, η απόφαση ενέχει νομικά σφάλματα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και επηρεάζει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή κατά την επιβολή προστίμων σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας ότι η προθεσμία πληρωμής του προστίμου για όλα τα νομικά πρόσωπα που είναι εις ολόκληρον υπεύθυνα στην επιχείρηση (συμπεριλαμβανομένης της μητρικής GEA) αρχίζει να τρέχει εκ νέου από την κοινοποίηση της τροποποιητικής απόφασης με την οποία μειώνεται το πρόστιμο για μόνο μία από αυτές τις νομικές οντότητες (για την ACW, πρώην θυγατρική της GEA). Τούτο συνιστά νομικό σφάλμα, διότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να μειώσει με την τροποποιητική απόφαση το πρόστιμο μόνο για ένα από τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν εις ολόκληρον ευθύνη, εφόσον συντρέχει ουσιώδες σφάλμα που επηρεάζει το νομικό αυτό πρόσωπο, χωρίς να επιβάλλεται να τροποποιήσει τα πρόστιμα σε άλλα τμήματα της απόφασης που αφορούν στα υπόλοιπα νομικά πρόσωπα. Ομοίως, η Επιτροπή δύναται (αλλά δεν υποχρεούται) σε τέτοιες περιπτώσεις να ορίσει νέα προθεσμία για μία ή περισσότερες νομικές οντότητες, η οποία μπορεί να είναι προγενέστερη από την κοινοποίηση της τελευταίας τροποποιητικής απόφασης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τροποποίηση του προστίμου δεν ισοδυναμεί με αντικατάσταση του. Επίσης, όταν το Δικαστήριο μειώνει το πρόστιμο για μια νομική οντότητα, αυτό δεν ισοδυναμεί με την επιβολή νέου προστίμου με νέα προθεσμία (υπόθεση C-523/15 P, WDI, σκέψεις 29-48 και 63-68 και υπόθεση Τ-275/94, Groupement des Cartes bancaires, σκέψεις 60 και 65). Αν τα σφάλματα στα οποία βασίζεται η απόφαση διατηρηθούν, μπορεί να επηρεάσουν την αποτρεπτική ενέργεια των προστίμων της Επιτροπής, διότι αυτό θα σήμαινε ότι η τροποποίηση του προστίμου για έναν αποδέκτη θα οδηγούσε στην απώλεια τόκων που παρήχθησαν από το διατηρηθέν τμήμα του προστίμου για το σύνολο της επιχείρησης.

Τέλος, όσον αφορά αμφότερες τις πτυχές που καλύπτονται από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, η απόφαση είναι ασαφής και ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

____________