Language of document : ECLI:EU:F:2010:77

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2010

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-116/07, F-13/08 και F-31/08

Stanislovas Tomas

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ — Απόλυση — Σχέση εμπιστοσύνης — Προηγούμενη διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού του Κοινοβουλίου — Παράλειψη»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με τις οποίες ο S. Tomas ζητεί, κατ’ ουσίαν, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής του Κοινοβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2007, περί απολύσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος από 1ης Ιουλίου 2007· επικουρικώς, η ακύρωση της αποφάσεως της ιδίας αρχής, της 10ης Ιουλίου 2007, περί απολύσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος από 16ης Οκτωβρίου 2007· εν πάση περιπτώσει, αίτημα να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποζημίωση σε αποκατάσταση της υλικής ζημίας και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη εξαιτίας της απολύσεώς του.

Απόφαση: Απόρριψη των προσφυγών-αγωγών των υποθέσεων F‑116/07 και F‑13/08. Το Κοινοβούλιο υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό 1 000 ευρώ, ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη. Απόρριψη κατά τα λοιπά της προσφυγής-αγωγής της υποθέσεως F‑31/08. Έκαστος των διαδίκων φέρει τα έξοδά του όσον αφορά συνολικά τις υποθέσεις F‑116/07, F‑13/08 και F‑31/08.


Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Υποχρεωτικός χαρακτήρας — Προσφυγή ασκηθείσα πριν την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως — Απαράδεκτη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 2)

2.      Πράξεις των θεσμικών οργάνων — Γενική υποχρέωση ενημερώσεως των αποδεκτών τους όσον αφορά τα ένδικα βοηθήματα και τις προθεσμίες ασκήσεώς τους — Δεν υφίσταται

3.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού — Έκτακτος υπάλληλος τοποθετημένος σε πολιτική ομάδα του Κοινοβουλίου — Απόφαση περί απολύσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i)

4.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού — Έκτακτος υπάλληλος τοποθετημένος σε πολιτική ομάδα του Κοινοβουλίου — Διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης — Απόφαση περί απολύσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

5.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού — Απόφαση περί απολύσεως — Υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως της επιτροπής προσωπικού

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

6.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού — Απόφαση περί απολύσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

7.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού — Ανάγκη υπάρξεως σχέσεως αμοιβαίας εμπιστοσύνης — Δικαστικός έλεγχος — Έκταση

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

8.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Διαδικασία διαπιστώσεως επαγγελματικής ανεπάρκειας των υπαλλήλων — Μη εφαρμογή στο λοιπό προσωπικό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 51 § 1)

9.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 47, στοιχείο γ΄, και 49 § 1)

10.    Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Περιεχόμενο — Υποχρέωση αναθέσεως σε έκτακτο υπάλληλο νέων καθηκόντων σε περίπτωση ανεπαρκούς επαγγελματικής αποδόσεως — Δεν υφίσταται

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

11.    Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου — Μη εφαρμογή του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

12.    Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Υποχρέωση κοινοποιήσεως σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού ατομικής αποφάσεως που έχει συνταχθεί σε γλώσσα την οποία γνωρίζει πολύ καλά ο αποδέκτης

13.    Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις — Υπηρεσιακό πταίσμα

(Άρθρο 236 ΕΚ)

1.      Πριν την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής κατά βλαπτικής πράξεως εκδοθείσας από την ΑΔΑ πρέπει, κατά κανόνα, να έχει οπωσδήποτε υποβληθεί διοικητική ένσταση που να αποτέλεσε αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως. Προσφυγή ασκηθείσα πριν περατωθεί η προκαταρκτική διαδικασία αυτή είναι, λόγω του προώρου χαρακτήρα της, απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ).

(βλ. σκέψη 64)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 2008, T‑90/07 P και T‑99/07 P, Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, Συλλογή 2008, σ. II‑3859, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Καμία ρητή διάταξη του δικαίου της Ενώσεως δεν επιβάλλει στα θεσμικά όργανα γενική υποχρέωση ενημερώσεως των αποδεκτών των πράξεων όσον αφορά τα διαθέσιμα σ’ αυτούς ένδικα βοηθήματα και τις προθεσμίες ασκήσεώς τους.

(βλ. σκέψη 87)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2005, T‑146/04, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑5989, σκέψη 131· 11 Νοεμβρίου 2008, T‑390/07 P, Speiser κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑63 και II‑B‑1‑427, σκέψη 31

3.      Η διαδικασία αξιολογήσεως εκτάκτου υπαλλήλου και η διαδικασία κατόπιν της οποίας λαμβάνεται η απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αυτού του εκτάκτου υπαλλήλου αποτελούν δύο διαφορετικές μεταξύ τους διαδικασίες.

Από το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ) προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου λύεται μετά το πέρας της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται με τη σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν μνημονεύει κάποια υποχρέωση να στηρίζεται η καταγγελία της συμβάσεως του ενδιαφερομένου σε εκθέσεις αξιολογήσεως, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει στην περίπτωση μονίμου υπαλλήλου ο οποίος, βάσει του άρθρου 51 του ΚΥΚ μπορεί να απολυθεί μόνο κατόπιν διαδοχικών εκθέσεων αξιολογήσεως που αποδεικνύουν την επαγγελματική ανεπάρκειά του.

(βλ. σκέψεις 91 και 92)

4.      Σε οποιαδήποτε διαδικασία στρέφεται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει στην έκδοση πράξεως βλαπτικής για το πρόσωπο αυτό, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ενώσεως και πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής με την οικεία διαδικασία ρυθμίσεως.

Βάσει της αρχής αυτής, πρέπει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο, πριν από την έκδοση της αποφάσεως που τον αφορά, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί του υποστατού και του κρίσιμου χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση.

Λόγω της ιδιαιτερότητας των καθηκόντων που ασκούνται στο πλαίσιο πολιτικής ομάδας και λόγω της ανάγκης διατηρήσεως, σε τέτοιο πολιτικό περιβάλλον, σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού του πολιτικού σχηματισμού και των υπαλλήλων που έχουν αποσπασθεί σ’ αυτόν, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς προκειμένου περί αποφάσεως απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος σε πολιτικής ομάδα του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ.

Η εξαίρεση αυτή από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να έχει εφαρμογή οσάκις τίθεται εν αμφιβόλω η ανάγκη διατηρήσεως σχέσεων εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 98, 99 και 101)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 15 Ιουλίου 1970, 44/69, Buchler κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 457, σκέψη 9· 10 Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 27· 3 Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99· 5 Οκτωβρίου 2000, C‑288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8237, σκέψη 99· 9 Νοεμβρίου 2006, C‑344/05 P, Επιτροπή κατά De Bry, Συλλογή 2006, σ. I‑10915, σκέψη 37

ΓΔΕΕ: 28 Ιανουαρίου 1992, T‑45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑33, σκέψη 94

ΔΔΔΕΕ: 24 Φεβρουαρίου 2010, F‑89/08, P κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 32

5.      Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου περί προσλήψεως μονίμων υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού, «κάθε διαδικασία καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου που προσελήφθη σε πολιτική ομάδα προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση της επιτροπής προσωπικού του θεσμικού οργάνου, η οποία μπορεί να προβεί σε ακρόαση του ενδιαφερομένου και να παρέμβει ενώπιον της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής».

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου θέτει επομένως τον κανόνα της υποχρεώσεως ενημερώσεως της επιτροπής προσωπικού, περιοριζόμενο πάντως στην επισήμανση ότι η ενημέρωση αυτή πρέπει να «προηγείται» της «διαδικασία καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου», χωρίς να τάσσει στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή προθεσμία προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή. Η κοινοποίηση, όμως, στον έκτακτο υπάλληλο της αποφάσεως περί απολύσεώς του αποτελεί ουσιώδες στάδιο της «διαδικασίας καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου». Συνεπώς, κατά το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή πρέπει να ενημερώσει οπωσδήποτε την επιτροπή προσωπικού πριν κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφαση περί απολύσεώς του.

Η μη τήρηση των κανόνων διαδικασίας περί της εκδόσεως πράξεως οι οποίοι καθορίζονται από το ίδιο το αρμόδιο θεσμικό όργανο συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η οποία μπορεί να εξετασθεί από το δικαστήριο ακόμη και αυτεπαγγέλτως. Η παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, ο οποίος είναι ουσιώδης όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου, συνεπάγεται την ακύρωση της ελαττωματικής πράξεως, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η ύπαρξη ζημίας, Αντιθέτως, μια απλή διαδικαστική παρατυπία μπορεί να καταστήσει πράξη ελαττωματική μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, η εν λόγω πράξη θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο. Πρέπει, επομένως, να καθορισθεί αν η μη τήρηση της υποχρεώσεως ενημερώσεως της επιτροπής προσωπικού σχετικά με διαδικασία καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου ή ως απλή διαδικαστική παρατυπία.

Από το γράμμα της επίμαχης εσωτερικής διατάξεως δεν προκύπτει ότι η διατύπωση γνώμης εκ μέρους της επιτροπής προσωπικού αποτελεί προϋπόθεση του κύρους των αποφάσεων περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλήφθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε η διάταξη αυτή θα έπρεπε να καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα έπρεπε να αποφανθεί η επιτροπή προσωπικού. Πράγματι, δεν είναι δυνατό η επιτροπή προσωπικού, με τη διατύπωση αρνητικής γνώμης ή χρονοτριβώντας, να παρακωλύσει την καταγγελία συμβάσεως εργασίας, η οποία είναι σύμφωνη με το άρθρο 47, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ.

Η μη τήρηση της τυπικής προϋποθέσεως της προηγούμενης ενημερώσεως της επιτροπής προσωπικού, την οποία προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός του Κοινοβουλίου, μολονότι η ενημέρωση αυτή είναι υποχρεωτική για το θεσμικό όργανο που την υιοθέτησε εκουσίως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου, στο μέτρο που η παράλειψή της, μολονότι συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα, δεν θα μπορούσε να έχει καθοριστική σημασία για την εξέλιξη της διαδικασίας που είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενδιαφερομένου.

Η παραβίαση της υποχρεώσεως προηγούμενης ενημερώσεως της επιτροπής προσωπικού δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως. Η παραβίαση αυτή συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα που συνεπάγεται την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 106, 107, 112, 113, 118 έως 120, 122 και 124 έως 126)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 1988, 68/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 855, σκέψεις 48 και 49· 6 Απριλίου 2000, C‑286/95 P, Επιτροπή κατά ICI, Συλλογή 2000, σ. I‑2341, σκέψη 52

ΓΔΕΕ: 19 Μαΐου 1994, T‑465/93, Consorzio gruppo di azione locale «Murgia Messapica» κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑361, σκέψη 56· 14 Ιουλίου 1997, T‑123/95, B κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑245 και II‑697, σκέψεις 34 και 39· 6 Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 143 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 16 Απριλίου 2008, F‑73/07, Doktor κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑91 και II‑A‑1‑479, σκέψη 88

6.      Σε περίπτωση μέτρου απολύσεως υπαλλήλου προσληφθέντος με σύμβαση αορίστου χρόνου, ιδιαιτέρως σημαντικό είναι οι λόγοι για τη λήψη του μέτρου αυτού να διατυπώνονται σαφώς και εγγράφως, κατά προτίμηση εντός του ιδίου του κειμένου της οικείας αποφάσεως. Πράγματι, η απόφαση του θεσμικού οργάνου υλοποιείται με την πράξη αυτή και μόνον, της οποίας η νομιμότητα εξετάζεται κατά τον χρόνο λήψεώς της.

Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση εκθέσεως των λόγων της απολύσεως έχει τηρηθεί και στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πληροφορήθηκε δεόντως, στο πλαίσιο συναντήσεων με τους ιεραρχικώς ανωτέρους, τους λόγους αυτούς και εφόσον η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή παρενέβη εντός συντόμου χρονικού διαστήματος κατόπιν των συναντήσεων αυτών. Η εν λόγω αρχή δύναται επίσης, ενδεχομένως, να συμπληρώσει την αιτιολογία αυτή κατά το στάδιο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος.

(βλ. σκέψη 133)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑123 και II‑A‑1‑459, σκέψη 79

7.      Η πολιτική ομάδα του Κοινοβουλίου είναι αποκλειστικώς αρμόδια να καθορίζει τις προϋποθέσεις που θεωρεί αναγκαίες για τη διατήρηση της σχέσεως αμοιβαίας εμπιστοσύνης η οποία είχε καθοριστική σημασία για την πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ.

Η ύπαρξη αυτής της σχέσεως εμπιστοσύνης δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και εκφεύγει, ως εκ της φύσεώς της, του δικαστικού ελέγχου. Η έλλειψη αυτή δυνατότητας ελέγχου της υπάρξεως ή της απώλειας της σχέσεως εμπιστοσύνης εκτείνεται εν μέρει και στον έλεγχο των λόγων που προβλήθηκαν προς αιτιολόγηση της ανυπαρξίας ή της απώλειας της σχέσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 147 έως 149)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: προπαρατεθείσα απόφαση B κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 73· 17 Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑213 και II‑A‑2‑1097, σκέψεις 50 και 51

8.      Οι διατάξεις του ΚΥΚ που έχουν κατ’ αναλογία εφαρμογή και στην περίπτωση του λοιπού προσωπικού μνημονεύονται ρητώς στο Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού. Καμία, όμως, διάταξη του ΚΛΠ δεν προβλέπει ότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το οποίο αφορά την επαγγελματική ανεπάρκεια των μονίμων υπαλλήλων, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και επί του λοιπού προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 154 και 155)

9.      Ακόμη και σε περίπτωση πταίσματος δυνάμενου να δικαιολογήσει την απόλυση εκτάκτου υπαλλήλου για πειθαρχικούς λόγους, ουδόλως υποχρεούται η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του ενδιαφερομένου, αντί να κάνει χρήση της δυνατότητας μονομερούς καταγγελίας ης συμβάσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ. Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η αρχή αυτή προτίθεται να απολύσει άνευ προειδοποιήσεως έκτακτο υπάλληλο ο οποίος υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του πρέπει, όπως προβλέπει το άρθρο 49, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, να κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία, κατά το παράρτημα IX του ΚΥΚ, η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και στους εκτάκτους υπαλλήλους.

(βλ. σκέψη 158)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 24 Απριλίου 2008, F‑74/06, Λογγινίδης κατά Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Καταρτίσεως (Cedefop), Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑125 και II‑A‑1‑655, σκέψη 116· 7 Οκτωβρίου 2009, F‑29/08, Υ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑393 και II‑A‑1‑2099, σκέψη 111

10.    Το καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει εγκαθιδρύσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων. Το καθήκον αυτό, όπως και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, συνεπάγεται μεταξύ άλλων ότι η αρχή, οσάκις αποφαίνεται επί της καταστάσεως υπαλλήλου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να καθορίσουν την απόφασή της, πράττοντας δε κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεκτικά όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και αυτό του οικείου υπαλλήλου.

Η διοίκηση δεν υποχρεούται να προτείνει τοποθέτηση εκ νέου σε έκτακτο υπάλληλο του οποίου η επαγγελματική απόδοση κρίθηκε ανεπαρκής. Εάν το καθήκον αρωγής είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέψει σε υποχρέωση τη δυνατότητα να τοποθετηθεί ο ενδιαφερόμενος σε άλλη θέση εργασίας, τότε θα μεταβαλλόταν η ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει εγκαθιδρύσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων, μολονότι ο ΚΥΚ σκοπεί στο να εκφράζει την ισορροπία αυτή.

Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται στην περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως διαλαμβανομένης στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ, λόγω απώλειας της σχέσεως εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη αποτελεί, κατά τη νομολογία, ουσιώδες στοιχείο τέτοιας συμβάσεως.

Επιπλέον, η διοίκηση διαθέτει ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των ικανοτήτων που θεωρεί αναγκαίες, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων, ευχέρεια η οποία είναι ακόμη μεγαλύτερη στην περίπτωση των συμβάσεων του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ.

(βλ. σκέψεις 165, 166 και 168)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 4 Φεβρουαρίου 1987, 417/85, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 551, σκέψη 12

ΔΔΔΕΕ: προπαρατεθείσα απόφαση Doktor κατά Συμβουλίου, σκέψη 41

11.    Από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προκύπτει ότι καθιερώνει την αρχή της αμεροληψίας κατά την ένδικη διαδικασία, χωρίς να αποφαίνεται επί της εφαρμογής της αρχής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι θεσμικό όργανο της Ενώσεως αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αποφάσεως με την οποία η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή προβαίνει στην καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 172 έως 174)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 7

ΓΔΕΕ: 14 Μαΐου 1998, T‑348/94, Enso Española κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1875, σκέψη 56

12.    Μολονότι ο ΚΥΚ δεν ρυθμίζει το ζήτημα της εκ μέρους των θεσμικών οργάνων χρήσεως των γλωσσών στο πλαίσιο των αποφάσεων με αποδέκτη το προσωπικό τους, στα θεσμικά όργανα απόκειται, βάσει του καθήκοντος αρωγής που υπέχουν, να κοινοποιούν σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού ατομική απόφαση που έχει συνταχθεί σε γλώσσα την οποία γνωρίζει πολύ καλά ο αποδέκτης. Η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση που έλαβε το θεσμικό όργανο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις όσον αφορά τη θέση εργασίας του μονίμου ή του εκτάκτου υπαλλήλου αυτού.

(βλ. σκέψη 199)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 46

13.    Το βάσιμο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας βάσει του άρθρου 236 ΕΚ εξαρτάται από το αν πληρούται σύνολο προϋποθέσεων, δηλαδή ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, η ύπαρξη ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ προβαλλόμενης συμπεριφοράς και ζημίας.

Η εκ μέρους του Κοινοβουλίου παραβίαση της υποχρεώσεώς του να ενημερώσει την επιτροπή προσωπικού, πριν την έκδοση αποφάσεως περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου, ότι πρόκειται να κινηθεί διαδικασία για τη λύση της συμβάσεως εργασίας του υπαλλήλου αυτού, δεν δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως, πλην όμως η παρατυπία αυτή συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα, το οποίο μπορεί να συνεπάγεται την ευθύνη του θεσμικού οργάνου.

Το υπηρεσιακό πταίσμα αυτό προκάλεσε οπωσδήποτε στον υπάλληλο την εντύπωση ότι απώλεσε την ευκαιρία να τύχει, ενδεχομένως, της υπέρ του παρεμβάσεως της επιτροπής προσωπικού και, ως εκ τούτου, προκάλεσε μετά βεβαιότητος στον υπάλληλο ηθική βλάβη.

(βλ. σκέψεις 213 έως 215)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 42· 21 Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψη 52

ΓΔΕΕ: προπαρατεθείσα απόφαση B κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 39