Language of document : ECLI:EU:C:2011:465

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 7ης Ιουλίου 2011(1)

Υπόθεση C‑214/10

KHS AG

κατά

Winfried Schulte

[αίτηση του Landesarbeitsgerichts Hamm (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Όροι εργασίας – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/EΚ – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών – Απόσβεση του μη ασκηθέντος για λόγους ασθενείας δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μετά την παρέλευση προθεσμίας που ορίζεται με εθνική ρύθμιση»





Περιεχόμενα

I –   Εισαγωγή

II – Το νομικό πλαίσιο

Α –   Το δίκαιο της Ένωσης 

Β –   Το εθνικό δίκαιο

III – Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V –   Βασικά επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

VI – Νομική εκτίμηση

Α –   Γενικές παρατηρήσεις

Β –   Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

1.     Τα βασικά σημεία της νομολογίας μετά την απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ.

2.     Επί του ζητήματος εάν το νόημα και ο σκοπός του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 επιτάσσουν τη σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας

α)     Επιχειρήματα υπέρ της σωρεύσεως των δικαιωμάτων

β)     Επιχειρήματα κατά της σωρεύσεως των δικαιωμάτων

i)     Απαίτηση περί χρονικής εγγύτητας της λήψεως άδειας

ii)   Έλλειψη προφανούς αποτελεσματικότητας όσον αφορά την αναπλήρωση δυνάμεων

iii) Μειονεκτήματα για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του εργαζομένου

–       Κίνδυνοι για την επανένταξη του εργαζομένου στην παραγωγική διαδικασία

–       Κίνδυνος για τη διατήρηση της σχέσεως απασχολήσεως

iv)   Κίνδυνος δομικής και οικονομικής επιβαρύνσεως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

v)     Κίνδυνος αλλοιώσεως του νοήματος της αξιώσεως για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας

γ)     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

3.     Συμφωνία του χρονικού περιορισμού της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας με το δίκαιο της Ένωσης

α)     Η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. ως σημείο αφετηρίας

β)     Εκτιμήσεις ως προς τον χρονικό περιορισμό της περιόδου μεταφοράς

γ)     Διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών για τον καθορισμό της προθεσμίας

δ)     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

4.     Τελικά συμπεράσματα

VII – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.        Με την υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Landesarbeitsgericht Hamm (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο δυο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (2).

2.        Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ του W. Schulte, πρώην εργαζομένου ο οποίος κατέστη πλήρως ανίκανος προς εργασία κατόπιν σοβαρής ασθενείας, και της επιχειρήσεως KHS AG (στο εξής: KHS), πρώην εργοδότριάς του, με αντικείμενο χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια ασθενείας. Με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί εάν το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, επιβάλλει τη σώρευση των αξιώσεων του εργαζομένου για χρηματική αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας επί πλείονα έτη άδειας και μάλιστα στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αδυνατούσε να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών επειδή βρισκόταν επί μακρόν σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία.

3.        Το Δικαστήριο καλείται, επομένως, να εξειδικεύσει τη νομολογία του αναφορικά με τη σχέση μεταξύ ετήσιας άδειας και άδειας ασθενείας την οποία διέπλασε αρχικώς με την απόφαση στις υποθέσεις Schultz-Hoff και Stringer (3), και, εφόσον είναι αναγκαίο, να προσδιορίσει τα όρια του κατοχυρωμένου σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και της σύστοιχης προς αυτό αξιώσεως για χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, και μάλιστα εξετάζοντας τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί σύγκλιση των συμφερόντων, αφενός, του εργαζομένου και, αφετέρου, του εργοδότη.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης (4)

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 ορίζει τα εξής:

«Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1)      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2)      Εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους […] ετήσιας άδειας […]

[…]».

5.        Κατά το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας:

«Ετήσια άδεια

1)      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2)      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

6.        Κατά το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας.

 Το εθνικό δίκαιο

7.        Ο Bundesurlaubsgesetz της 8ης Ιανουαρίου 1963, ως είχε μετά την τροποποίησή του στις 7 Μαΐου 2002 (ομοσπονδιακός νόμος περί ετησίων αδειών, στο εξής: BUrlG), ορίζει, στο άρθρο 1 («δικαίωμα άδειας»), τα ακόλουθα:

«Κάθε εργαζόμενος δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος άδεια μετ’ αποδοχών.»

8.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, BUrlG («διάρκεια της άδειας»):

«Η άδεια ανέρχεται σε τουλάχιστον 24 εργάσιμες ημέρες ετησίως.»

9.        Κατά το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, BUrlG («χρόνος λήψεως της άδειας, δυνατότητα μεταφοράς και αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας»):

«3)      Η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά το αντίστοιχο ημερολογιακό έτος. Μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος επιτρέπεται μόνον αν αυτό δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την επιχείρηση ή το πρόσωπο του εργαζομένου. Σε περίπτωση μεταφοράς, η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά τους τρεις πρώτους μήνες του επομένου ημερολογιακού έτους.

4)      Αν η άδεια δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί εν όλω ή εν μέρει, λόγω λήξεως της σχέσεως εργασίας, τότε πρέπει να καταβληθεί αντίστοιχη αντισταθμιστική αποζημίωση.»

10.      Το άρθρο 13 BUrlG ορίζει ότι, σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, επιτρέπεται η παρέκκλιση από ορισμένες διατάξεις του νόμου, όπως επί παραδείγματι από το άρθρο 7, παράγραφος 3, BUrlG, εφόσον αυτό δεν αποβαίνει εις βάρος του εργαζομένου.

11.      Η ενιαία γενική συλλογική σύμβαση για τον τομέα της μεταλλουργίας και της ηλεκτρονικής βιομηχανίας του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας της 18ης Δεκεμβρίου 2003 (Einheitliche Manteltarifvertrag für die Metall- und Elektroindustrie Nordrhein-Westfalen, στο εξής: EMTV) ορίζει, στο άρθρο 11 («Αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας»), τα εξής:

«1)      Οι εργαζόμενοι/εκπαιδευόμενοι έχουν, βάσει των ακόλουθων διατάξεων, για κάθε έτος αναφοράς δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών. Έτος αναφοράς αποτελεί το οικείο ημερολογιακό έτος.

Το δικαίωμα άδειας αποσβέννυται τρεις μήνες μετά την εκπνοή του ημερολογιακού έτους, εκτός εάν προβλήθηκε χωρίς επιτυχία ή η άδεια δεν μπορούσε να ληφθεί για λόγους που αφορούν την επιχείρηση.

Εάν η άδεια δεν μπορούσε να ληφθεί λόγω ασθενείας, το δικαίωμα άδειας αποσβέννυται 12 μήνες μετά την εκπνοή του χρόνου της παραγράφου 2.

[…]

3)      Αντισταθμιστική αποζημίωση για το δικαίωμα άδειας μπορεί να ληφθεί μόνο κατά τη λύση της εργασιακής/εκπαιδευτικής σχέσεως.»

III – Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      Όπως προκύπτει από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το εάν, μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας, η KHS οφείλει στον W. Schulte χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας για τα έτη 2006 έως 2008.

13.      Ο W. Schulte εργαζόταν από τον Απρίλιο του 1964 στην επιχείρηση KHS, καθώς και στην προκάτοχό της, ως μηχανουργός. Η EMTV εφαρμοζόταν επί της συμβάσεως εργασίας του. Δυνάμει του κατοχυρούμενου στην EMTV δικαιώματος, η ετήσια άδειά του μετ’ αποδοχών ανερχόταν σε 30 εργάσιμες ημέρες.

14.      Στις 23 Ιανουαρίου 2002 ο W. Schulte υπέστη έμφραγμα. Κατά το χρονικό διάστημα από τις 26 Φεβρουαρίου έως τις 16 Απριλίου 2002 υποβλήθηκε σε πρόγραμμα αποκαταστάσεως, κατόπιν των οποίου κρίθηκε ανίκανος προς εργασία. Από το έτος 2002 ο W. Schulte είναι πρόσωπο με βαριά αναπηρία. Από την 1η Οκτωβρίου 2003 ελάμβανε σύνταξη, ορισμένης διάρκειας, λόγω πλήρους ανικανότητας προς βιοπορισμό καθώς και επίδομα αναπηρίας.

15.      Στις 25 Αυγούστου 2008 οι διάδικοι συνομολόγησαν τη λύση της σχέσεως εργασίας με ισχύ από τις 31 Αυγούστου 2008.

16.      Στις 18 Μαρτίου 2009 ο W. Schulte άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Dortmund αγωγή με αίτημα την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια κατά τα έτη 2006 έως 2008, βάσει 35 ημερών άδειας ετησίως, συνολικού ύψους 9 162,30 ευρώ. Το Arbeitsgericht, με την από 20 Αυγούστου 2009 απόφαση, επιδίκασε στον ενάγοντα το ακαθάριστο ποσό των 6 544,50 ευρώ απορρίπτοντας κατά τα λοιπά την αγωγή. Το εν λόγω ποσό αφορούσε την αντιστοιχούσα στα έτη 2006 έως 2008 χρηματική αποζημίωση για το κατά νόμο προβλεπόμενο δικαίωμα ελάχιστης άδειας 20 εργάσιμων ημερών ετησίως καθώς και για το δικαίωμα των ατόμων με βαριά αναπηρία σε άδεια 5 εργάσιμων ημερών.

17.      Η KHS άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα άδειας για τα έτη 2006 και 2007 είχαν ήδη αποσβεσθεί με τη λήξη της περιόδου μεταφοράς κατ’ εφαρμογή της συνομολογηθείσας διατάξεως του άρθρου 11, παράγραφος 1, σημείο 3, EMTV. Η παροχή πλήρους δικαιώματος άδειας σε ασθενούντα εργαζόμενο χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προθεσμίες μεταφοράς και οι αποσβεστικές προθεσμίες –εν προκειμένω για περίοδο αναφοράς τριών ετών– δεν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

18.      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το δικαίωμα άδειας του W. Schulte για το έτος 2006 αποσβέσθηκε στις 3 Μαρτίου 2008 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 1, σημείο 3, EMTV. Επιπλέον, με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, C‑350/06 και C‑520/06, Schultz-Hoff κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι η απώλεια του δικαιώματος άδειας μετά τη λήξη ορισμένης περιόδου αναφοράς ή της περιόδου μεταφοράς είναι μεν σύμφωνη με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει η οδηγία. Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, αυτό το δικαίωμα δεν παρέχεται σε όσους εργαζομένους απουσίαζαν λόγω ασθενείας από την εργασία τους καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της προσδιοριζόμενης στο εθνικό δίκαιο περιόδου μεταφοράς.

19.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο W. Schulte δεν είχε απλώς μειωμένη ικανότητα βιοπορισμού για λόγους υγείας αλλά ήταν και ανίκανος προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από την περίοδο μεταφοράς και έως τη λύση της εργασιακής του σχέσεως. Επομένως, όπως και στην υπόθεση Schultz-Hoff κ.λπ., δεν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών έως τη λύση της εργασιακής του σχέσεως.

20.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το εάν, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, οι εθνικές διατάξεις επιβάλλεται να μείνουν ανεφάρμοστες επειδή αντιβαίνουν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο φρονεί πως δεν δεσμεύεται από το γεγονός ότι, με την απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επί του εάν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει σε ασθενούντες επί μακρό χρονικό διάστημα εργαζομένους τη δυνατότητα σωρεύσεως χωρίς χρονικό περιορισμό των δικαιωμάτων άδειας. Επισημαίνει ότι, εάν τα ανωτέρω ίσχυαν, ο ενάγων της κύριας δίκης θα είχε αξίωση για αποζημίωση αντιστοιχούσα σε 60 ημέρες άδειας. Εάν ασκούσε πλήρως το δικαίωμά του σε άδεια αναφορικά με τον χρόνο της ανικανότητάς του προς εργασία, ο ενάγων θα είχε αξίωση για αποζημίωση αντιστοιχούσα σε 140 ημέρες άδειας.

21.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Landesarbeitsgericht Hamm αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Πρέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88[…] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνικές διατάξεις και/ή πρακτικές οι οποίες προβλέπουν ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή της περιόδου μεταφοράς, ακόμη και όταν ο εργαζόμενος είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα ανίκανος προς εργασία (αυτή δε η ανικανότητα προς εργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα θα είχε ως αποτέλεσμα τη σώρευση δικαιωμάτων για ετήσια, ίση προς το κατώτατο προβλεπόμενο όριο, άδεια μετ’ αποδοχών επί πολλά έτη αν δεν υπήρχε χρονικός περιορισμός της δυνατότητας μεταφοράς αυτών των δικαιωμάτων);

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, είναι δυνατή η μεταφορά αυτών των δικαιωμάτων τουλάχιστον για περίοδο 18 μηνών;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22.      Η από 15 Απριλίου 2010 αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2010.

23.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου η KHS, η Γερμανική και η Δανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

24.      Το Δικαστήριο, ασκώντας την εξουσία του να λαμβάνει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από τον W. Schulte και την KHS να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις του επί του ιστορικού της διαφοράς, οι δε απαντήσεις δόθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

25.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαΐου 2011, παρέστησαν οι δικαστικοί πληρεξούσιοι της KHS, του W. Schulte, της Γερμανικής και της Δανικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, για να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους.

V –    Βασικά επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

26.      Οι μετέχοντες στη διαδικασία συμφωνούν σε πολλά σημεία, τόσο όσον αφορά την προβαλλόμενη επιχειρηματολογία όσο και ως προς τα συναγόμενα συμπεράσματα.

27.      Ειδικότερα, όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία συμφωνούν ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Προτείνουν, κατ’ ουσία, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν αντίκειται σε εθνικές διατάξεις και/ή πρακτικές κατά τις οποίες, μετά παρέλευση ορισμένης προθεσμίας, αποσβέννυται το δικαίωμα άδειας και παραγράφεται η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας που δεν μπόρεσε να ασκήσει ο εργαζόμενος λόγω μακράς ασθενείας του και έως τη λύση της εργασιακής του σχέσεως.

28.      Τόσο η KHS όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση προκρίνουν τον περιορισμό της περιόδου μεταφοράς, κατά την οποία ο εργαζόμενος έχει ακόμη τη δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδειά του, σε 18 μήνες, δεδομένου ότι η οδηγία 2003/88 δεν επιβάλλει την άνευ περιορισμών σώρευση των δικαιωμάτων άδειας. Προς τούτο, στηρίζονται στη διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ), της 24ης Ιουνίου 1970, περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (νέα έκδοση) (στο εξής: Σύμβαση 132), η οποία ορίζει αντίστοιχη προθεσμία. Κατά την άποψή τους, η προθεσμία αυτή είναι σύμφωνη τόσο με τον προστατευτικό σκοπό της οδηγίας 2003/88 όσο και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και των εργοδοτών. Κατ’ αυτές, ο καθορισμός ορισμένης προθεσμίας όχι μόνο θα προστάτευε τους εργοδότες από τυχόν δυσκολίες όσον αφορά την οργάνωση εργασίας, αλλά και θα τους απέτρεπε από το να υποχρεωθούν να απομακρύνουν επί μακρόν ασθενούντες εργαζομένους τους.

29.      Η Δανική Κυβέρνηση τάσσεται επίσης υπέρ ενός εύλογου χρονικού περιορισμού, προκειμένου να αποτραπεί η άνευ περιορισμών σώρευση των αδειών. Κατά την άποψή της, ο σκοπός της οδηγίας 2003/88, ο οποίος συνίσταται στην εγγύηση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, δεν επιτάσσει την παροχή πλήρους δικαιώματος άδειας για περισσότερα διαδοχικά έτη. Όπως και η KHS, η Δανική Κυβέρνηση αναφέρεται στην οικονομική επιβάρυνση την οποία θα επωμίζονταν οι επιχειρήσεις, εάν η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, αξίωση αποζημιώσεως μπορούσε να προβληθεί χωρίς περιορισμούς. Σε αντίθεση με την KHS και τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Δανική Κυβέρνηση αποφεύγει να προσδιορίσει συγκεκριμένο χρονικό όριο, αλλά, αντ’ αυτού, επαφίεται στην ελευθερία δράσεως των κρατών μελών.

30.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, κατά τη θέσπιση της οδηγίας 2003/88, ήταν να εφαρμόσει κατ’ αναλογία την οριζόμενη στη Σύμβαση 132 μέγιστη προθεσμία μεταφοράς, δηλαδή περίοδο 18 μηνών μετά την παρέλευση του έτους αναφοράς, στις περιπτώσεις μακράς και συνεχούς ασθενείας και, με τον τρόπο αυτό, να λάβει μέτρα για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών. Επιπλέον, ο καθορισμός της μέγιστης περιόδου μεταφοράς εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών τα οποία οφείλουν να ορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88. Εξάλλου, ο καθορισμός της εν λόγω προθεσμίας πρέπει να διασφαλίζει την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας. Κατ’ αυτήν, η προθεσμία των 18 μηνών συνάδει, σε κάθε περίπτωση, προς την οδηγία. Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι οι ως άνω εκτιμήσεις συσχετίζονται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, υποχρέωση αποζημιώσεως, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι αυτή αποτελεί δευτερογενή και παρεπόμενη παροχή προς αντιστάθμιση της πρωτογενούς απαιτήσεως για λήψη άδειας, υφίσταται δε μόνο στον βαθμό που το δικαίωμα άδειας μπορεί να αντληθεί από τη διάταξη αυτή.

31.      Στις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ο W. Schulte επισήμανε ότι ζητεί μεν την καταβολή αποζημιώσεως για άδεια την οποία δεν μπορούσε να λάβει κατά τα έτη 2006 έως 2008, πλην όμως διευκρινίζει ότι, κατά την άποψη την οποία και ο ίδιος υιοθετεί, τα δικαιώματα άδειας, όπως κάθε δικαίωμα, δεν μπορούν να παρέχονται χωρίς περιορισμούς. Αναφέρθηκε, επ’ αυτού, στο γερμανικό δίκαιο κατά το οποίο η αξίωση για λήψη άδειας δεν μπορεί να προβληθεί μετά παρέλευση τριετίας. Στηριζόμενος στη ρύθμιση αυτή, τάχθηκε υπέρ της εξουσίας των δικαστηρίων που επιλήφθηκαν της διαφοράς της κύριας δίκης να περιορίσουν εν ανάγκη τις προβληθείσες αξιώσεις για αποζημίωση. Στο υπόμνημα απαντήσεώς της, η KHS απέκρουσε τα αντλούμενα από το γερμανικό δίκαιο επιχειρήματα και τάχθηκε κατά της εξουσίας των εθνικών δικαστηρίων να προβαίνουν σε περιορισμό των εν λόγω αξιώσεων.

32.      Ο W. Schulte προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, ότι δηλαδή εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν στην εθνική νομοθεσία τους πότε ακριβώς αποσβέννυνται τα δικαιώματα άδειας των εργαζομένων, προβλέποντας σε κάθε περίπτωση δυνατότητα μεταφοράς για περίοδο τουλάχιστον 18 μηνών.

VI – Νομική εκτίμηση

 Γενικές παρατηρήσεις

33.      Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, τα οποία κατωτέρω θα εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί εάν οι νομολογιακές αρχές τις οποίες διέπλασε το Δικαστήριο με την απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, ισχύουν και στην περίπτωση μακράς και πολυετούς ασθενείας του εργαζομένου η οποία διαρκεί μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας. Αντικείμενο των ερωτημάτων αυτών είναι, κατ’ ουσία, να διευκρινισθεί εάν το δίκαιο της Ένωσης παρέχει τη δυνατότητα σωρεύσεως των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας σε περίπτωση πολυετούς ασθενείας του εργαζομένου ή εάν, τουναντίον, τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να θέτουν χρονικούς περιορισμούς στα ως άνω δικαιώματα και αξιώσεις.

34.      Για την εξέταση του ως άνω ζητήματος πρέπει να γίνει ενδελεχής ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 υπό το πρίσμα της μέχρι τούδε νομολογίας του Δικαστηρίου όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του κατοχυρωμένου στο δίκαιο της Ένωσης δικαιώματος ετήσιας άδειας, αφενός, και της άδειας λόγω ασθενείας, αφετέρου. Καταρχάς, πρέπει να δοθεί έμφαση στα βασικά σημεία της νομολογίας αυτής –και ιδίως της προμνησθείσας αποφάσεως– και, στη συνέχεια, να διερευνηθεί εάν αυτή καθιστά δυνατή τη συναγωγή συμπερασμάτων στην υπό κρίση υπόθεση.

35.      Προηγουμένως, είναι απαραίτητες ορισμένες διευκρινιστικές παρατηρήσεις όσον αφορά το αντικείμενο της εξετάσεως. Όπως προκύπτει από τη διατύπωσή τους, αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν το κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έστω και εάν από τη διάταξη περί παραπομπής μπορεί σαφώς να συναχθεί ότι, στην πραγματικότητα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς την έκταση της αξιώσεως για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στην κύρια δίκη τίθεται αποκλειστικώς ζήτημα ως προς την αποζημίωση που ζητεί ο W. Schulte μετά τη λύση της εργασιακής του σχέσεως. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, σημείο αφετηρίας πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσουν τα ίδια τα προδικαστικά ερωτήματα και η εξέταση να βασισθεί στο δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1. Υπέρ αυτής της ερμηνευτικής προσεγγίσεως συνηγορεί το γεγονός ότι, όπως γίνεται δεκτό, από το δικαίωμα άδειας απορρέει πρωτογενής αξίωση, ενώ η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας κατατάσσεται στις δευτερογενείς αξιώσεις διότι μπορεί να ασκηθεί μόνο σε όσες περιπτώσεις δεν είναι πλέον δυνατή η άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατόπιν λύσεως σχέσεως εργασίας (5). Επιπλέον, η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας έχει, τρόπον τινά, παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι κανονικές αποδοχές του εργαζομένου, οι οποίες πρέπει να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπληρώσεως των δυνάμεων, η οποία αντιστοιχεί στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, έχουν, κατά το Δικαστήριο, καθοριστική σημασία και για τον υπολογισμό της χρηματικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα ετήσια άδεια κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας (6). Όσα συμπεράσματα έχουν συναχθεί από την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ασκούν κατ’ ανάγκη επιρροή και στην ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

1.      Τα βασικά σημεία της νομολογίας μετά την απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ.

36.      Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, θα μελετήσω καταρχάς τα συμπεράσματα που συνάγονται από την απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. όσον αφορά τον χρονικό περιορισμό της δυνατότητας ασκήσεως κεκτημένων δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας.

37.      Εισαγωγικώς, πρέπει να γίνει μνεία των σκέψεων 22 έως 25 της αποφάσεως Schultz-Hoff κ.λπ., στην οποία το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία που έχει προσδώσει η νομολογία του στο δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Κατά πάγια νομολογία, το ως άνω δικαίωμα πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή ιδιαίτερης σημασίας στο κοινωνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οποία δεν επιτρέπεται παρέκκλιση και την οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται να εφαρμόζουν μόνον εντός του πλαισίου που ορίζει ρητώς η οδηγία 2003/88 (7). Με τη νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε επίπεδο παραγώγου δικαίου, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εγγυηθεί την παροχή στην πράξη ελεύθερου χρόνου στους εργαζομένους όλων των κρατών μελών «χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους» (8). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στη νομολογία του, σκοπός του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών του εργαζομένου είναι η παροχή δυνατότητας για αναπλήρωση των δυνάμεών του και ελεύθερου χρόνου για χαλάρωση και ψυχαγωγία (9).

38.      Στη σκέψη 43 της αποφάσεως Schultz-Hoff κ.λπ., το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν αποκλείει, καταρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που απονέμεται ρητώς από την ως άνω οδηγία, «οι οποίοι περιλαμβάνουν ακόμη και την απώλεια του εν λόγω δικαιώματος κατά τη λήξη μιας περιόδου αναφοράς ή μιας περιόδου μεταφοράς». Με άλλη διατύπωση, κατά το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη είναι καταρχήν ελεύθερα να ορίζουν στην εθνική τους νομοθεσία ότι το δικαίωμα των εργαζομένων σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μπορεί να ασκηθεί μόνον εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και ότι, μετά τη λήξη του διαστήματος αυτού, το δικαίωμα αποσβέννυται. Το Δικαστήριο, στο σκεπτικό του, ασχολήθηκε ειδικώς με την εξουσία των κρατών μελών να καθορίζουν την περίοδο μεταφοράς στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται σε όσους εργαζομένους αδυνατούν να λάβουν την ετήσια άδειά τους εντός της περιόδου αναφοράς πρόσθετη δυνατότητα να τύχουν αργότερα της άδειας αυτής. Το Δικαστήριο αιτιολόγησε, κατ’ ουσία, την εκτίμησή του με το σκεπτικό ότι «[ο] καθορισμός μιας τέτοιας περιόδου συγκαταλέγεται στους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και συνεπώς εμπίπτει, καταρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών» (10). Επομένως, η οδηγία 2003/88 επιτρέπει καταρχήν την απόσβεση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

39.      Σημασία έχει επίσης να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο εξάρτησε την εξουσία των κρατών μελών να προβλέπουν τη δυνατότητα αποσβέσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από τη βασική προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος του οποίου το δικαίωμα αποσβέννυται «είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του απονέμει η οδηγία» (11).

40.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούνταν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. Στην υπόθεση αυτή ετίθετο ζήτημα ως προς τη δυνατότητα μεταφοράς για διάρκεια έξι μόνο μηνών (12). Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «εργαζόμενος ο οποίος […] ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου αναφοράς και πέραν της περιόδου μεταφοράς που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο στερείται οποιασδήποτε περιόδου παρέχουσας δυνατότητα λήψεως της ετήσιας άδειάς του μετ’ αποδοχών» (13). Στο σκεπτικό του Δικαστηρίου έχει προφανώς αποτυπωθεί η βούληση να διασφαλισθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η πρακτική αποτελεσματικότητα του κατοχυρωμένου στο δίκαιο της Ένωσης δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την άσκηση του οποίου δεν επιτρέπεται να κωλύουν μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο ακολουθεί δυο βασικές γραμμές επιχειρηματολογίας τις οποίες και εκθέτω συνοπτικά κατωτέρω.

41.      Αφενός, έχει ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η άδεια λόγω ασθενείας εξυπηρετεί αποκλειστικώς τον σκοπό της αναρρώσεως (14) και ότι, κατά τη διάρκεια της ασθενείας τους, οι εργαζόμενοι δεν έχουν κατά κανόνα τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τη σκέψη 45 της αποφάσεως, το να γίνει δεκτό ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ανικανότητας προς εργασία που περιγράφηκαν στην ανωτέρω σκέψη, οι σχετικές εθνικές διατάξεις, και ιδίως αυτές που καθορίζουν την περίοδο μεταφοράς, μπορούν να προβλέψουν την απόσβεση του κατοχυρωμένου με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δικαιώματος του εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, χωρίς να έχει δοθεί πραγματικά στον εργαζόμενο η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει η ως άνω οδηγία, θα σήμαινε ότι οι εν λόγω διατάξεις θίγουν το κοινωνικό δικαίωμα που το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας απονέμει ευθέως σε κάθε εργαζόμενο.

42.      Αφετέρου, το Δικαστήριο, στη σκέψη 48 της αποφάσεως, διευκρίνισε ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν ελεύθερα να αποκλείσουν τη γένεση δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε περίπτωση όπως αυτή του ενάγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου αναφοράς και της περιόδου μεταφοράς, επομένως, έχουν αντίστοιχες εξουσίες και όσον αφορά την απόσβεση αυτού του δικαιώματος. Αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας ανάγεται στη διαμορφωθείσα με βάση την απόφαση BECTU (15) νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία «τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν, στο εσωτερικό τους δίκαιο, τους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, [αλλά] δεν μπορούν ωστόσο να εξαρτούν από οποιονδήποτε όρο την ίδια τη γένεση αυτού του δικαιώματος που απορρέει ευθέως από την οδηγία 93/104».

43.      Επομένως, κατά το Δικαστήριο, το ζήτημα της χρονικής μεταφοράς των δικαιωμάτων άδειας συνιστά λεπτομέρεια εφαρμογής η εγγύτερη ρύθμιση της οποίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Πάντως, όριο στη ρυθμιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών συνιστά η υποχρέωση να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δεν επιτρέπεται να θίξει η επιλεγείσα ρύθμιση διακυβεύοντας την επίτευξη των σκοπούμενων με το δικαίωμα άδειας αποτελεσμάτων.

44.      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις το Δικαστήριο συνήγαγε, στη σκέψη 49 της αποφάσεως, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές κατά τις οποίες το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή μιας περιόδου μεταφοράς που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο ακόμη και όταν ο εργαζόμενος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου αναφοράς και η ανικανότητά του προς εργασία συνεχίσθηκε μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας, εξ αυτού δε του λόγου δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

45.      Το Δικαστήριο, στη σκέψη 62 της αποφάσεως, έκρινε ότι τούτο πρέπει να ισχύσει και για την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 χρηματική αποζημίωση. Προς αιτιολόγηση της εκτιμήσεώς του, στηρίχθηκε κατ’ ουσία στη λειτουργία που επιτελούν τα ρυθμιζόμενα στο άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δικαιώματα και αξιώσεις. Η χρηματική αποζημίωση η οποία πρέπει να καταβληθεί στον εργαζόμενο μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας αποτρέπει την κατάργηση των ωφελημάτων που απορρέουν από το δικαίωμα ετήσιας άδειας σε περίπτωση αδυναμίας ασκήσεώς του. Κατά το Δικαστήριο, το δικαίωμα ετήσιας άδειας και η αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας «αποτελούν τις δύο όψεις ενός ενιαίου δικαιώματος». Για τον λόγο αυτόν έκρινε ότι η ως άνω διάταξη της οδηγίας έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνικές ρυθμίσεις ή πρακτικές κατά τις οποίες εργαζόμενος υπό τις ανωτέρω περιγραφείσες συνθήκες δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας του ετήσια άδεια.

46.      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο, στην υπόθεση Schultz-Hoff κ.λπ., δεν έκρινε αναγκαίο να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν ο περιορισμός της περιόδου μεταφοράς σε 18 μήνες συνιστά σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος άδειας ελάχιστης διαρκείας υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι αντικείμενο της κύριας δίκης στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν δικαιώματα άδειας του εργαζομένου για τα έτη 2004 και 2005, ενώ η σχέση εργασίας λύθηκε τον Σεπτέμβρίο του 2005. Επομένως, στην υπόθεση εκείνη μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να τεθεί το ζήτημα εάν τα επίμαχα δικαιώματα άδειας για το έτος 2004 μπορούσαν να αποσβεσθούν σε διάστημα εννέα μηνών. Το ζήτημα αυτό όμως δεν αποτελούσε αντικείμενο της υποβληθείσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης διαφέρουν ουσιωδώς. Λαμβανομένου υπόψη ότι, στην κύρια δίκη, ο W. Schulte ζητεί χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας για τα έτη 2006 (από 1ης Ιανουαρίου 2006) (16) έως 2008 (μέχρι τη λύση της συμβατικής σχέσεως στις 31 Αυγούστου 2008) και ότι η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων προϋποθέτει περίοδο μεταφοράς άνω των 18 μηνών, το υποβληθέν στην παρούσα υπόθεση ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα χρονικού περιορισμού χρήζει απαντήσεως.

47.      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει μέχρι τούδε αποφανθεί ρητώς επί του ζητήματος εάν οι ισχύουσες ρυθμίσεις παρέχουν τη δυνατότητα σωρεύσεως, άνευ χρονικών περιορισμών, δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας που απορρέουν από απουσία του εργαζομένου λόγω ασθενείας, παρότι η απόφαση Schulz-Hoff κ.λπ. ερμηνεύεται ενίοτε υπ’ αυτή την έννοια. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξειδικεύσει τη μέχρι τούδε νομολογία του και να αποσαφηνίσει το αμφιλεγόμενο αυτό ζήτημα.

2.      Επί του ζητήματος εάν το νόημα και ο σκοπός του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 επιτάσσουν τη σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας

48.      Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, ιδίως των αντικρουόμενων συμφερόντων των διαδίκων της κύριας δίκης, τίθεται δικαιολογημένα το ζήτημα εάν η δυνατότητα σωρεύσεως των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας είναι, από νομικής προπαντός απόψεως, αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της οδηγίας. Εξειδικεύοντας τη νομολογία του επί του δικαιώματος άδειας, το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνήσει για την εξεύρεση της κατάλληλης λύσεως που να λαμβάνει υπόψη εξίσου τα συμφέροντα του εργαζομένου και του εργοδότη. Ενδείκνυται, κατά τη γνώμη μου, να διευκρινισθεί, διά της ερμηνευτικής οδού, η έκταση των δικαιωμάτων που παρέχει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 στον εργαζόμενο προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να πάψουν εν τέλει να εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο καθιερώθηκαν.

49.      Θα εξετάσω, στη συνέχεια, το ζήτημα αυτό εκθέτοντας σειρά επιχειρημάτων υπέρ και κατά της ανάγκης σωρεύσεως των δικαιωμάτων άδειας ελέγχοντάς τα συγχρόνως ως προς τη βασιμότητά τους και προβαίνοντας εν ανάγκη σε στάθμισή τους.

 α)     Επιχειρήματα υπέρ της σωρεύσεως των δικαιωμάτων

50.      Η ίδια η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. παρέχει ορισμένα επιχειρήματα υπέρ της απόψεως ότι, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις συνεχούς και μακράς περιόδου ασθενείας του εργαζομένου, επιβάλλεται η άνευ περιορισμών σώρευση δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας αναφορικά με μεγάλα χρονικά διαστήματα.

51.      Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί, αφενός, το γεγονός ότι στην εν λόγω απόφαση δεν δόθηκε απάντηση στο κεντρικής σημασίας ζήτημα εάν τα δικαιώματα αποσβέννυνται και εάν οι αξιώσεις παραγράφονται καθώς και πώς ασκούνται αμφότερα σε περίπτωση μακράς ασθενείας του εργαζομένου. Επιπλέον, δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι, στην εν λόγω υπόθεση, δεν υπήρξε αφορμή για να κριθεί το ζήτημα αυτό. Δεν βρίσκω πάντως πειστικό το επιχείρημα αυτό.

52.      Ως περαιτέρω επιχείρημα μπορεί να προβληθεί και η αβεβαιότητα η οποία είναι σύμφυτη με τις καταστάσεις ασθενείας. Μολονότι η πτυχή αυτή έχει αντικειμενική διάσταση, εντούτοις, πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά την εξέταση λόγω των εννόμων αποτελεσμάτων που συνεπάγεται. Την πτυχή αυτή έλαβε υπόψη και το Δικαστήριο στη σκέψη 51 της ως άνω αποφάσεως, κρίνοντας ορθώς ότι «η επέλευση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί». Επιπλέον, η εκδήλωση ασθενειών έχει συνήθως λιγοστές πιθανότητες προβλέψεως, όσες και η ίασή τους. Για αυτόν, και όχι μόνο, τον λόγο, η ανικανότητα προς εργασία, στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής (17), πρέπει να διαπιστώνεται ρητώς με ιατρικές εξετάσεις. Πρέπει δηλαδή να επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου στις σχέσεις μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη. Ελλείψει βεβαιότητας –όπως στη διαφορά της κύριας δίκης– ως προς την ανάρρωση του εργαζομένου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων η σώρευση δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας επί πλείονα έτη χωρίς να έχει προηγηθεί επανένταξη του εργαζομένου στο εργασιακό πεδίο. Σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι, όπως ακριβώς δεν μπορεί να προσαφθεί σε εργαζόμενο ότι απουσίασε από τη θέση του λόγω ασθενείας, έτσι και η ασθένεια δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αφαιρέσεως του κατοχυρωμένου στο δίκαιο της Ένωσης δικαιώματος άδειας. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, θα ήταν συνεπές, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, να μπορεί να ζητηθεί σώρευση των δικαιωμάτων άδειας.

53.      Η άποψη ότι επιβάλλεται η σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας δεν μπορεί, πάντως, να αναιρεθεί με το επιχείρημα ότι ο εργαζόμενος χάνει τη δυνατότητα να ασκήσει το παρεχόμενο από την οδηγία δικαίωμά του εξαιτίας αυτής καθαυτής της ασθενείας. Όπως σαφώς έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., τα δικαιώματα του άρθρου 7 της οδηγίας ισχύουν υπέρ του εργαζομένου ανεξαρτήτως του εάν αυτός ασθένησε διαρκούσης της περιόδου αναφοράς ή της περιόδου μεταφοράς. Τούτο προκύπτει από τη σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως στην οποία το Δικαστήριο εξήγησε ότι η οδηγία 2003/88 «δεν πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ των εργαζομένων που απουσιάζουν από την εργασία με σύντομη ή μακροχρόνια αναρρωτική άδεια κατά την περίοδο αναφοράς και εκείνων που πράγματι εργάστηκαν κατά την εν λόγω περίοδο». Όπως περαιτέρω διευκρινίζει το Δικαστήριο, στη σκέψη 41 της αποφάσεως, από τα ανωτέρω έπεται ότι, «όσον αφορά τους εργαζομένους που ευρίσκονται σε αναρρωτική άδεια η οποία έχει χορηγηθεί δεόντως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτήσουν το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, που παρέχεται από την ίδια την οδηγία 2003/88 σε όλους τους εργαζομένους […], από υποχρέωση πραγματικής παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που καθορίζει το εν λόγω κράτος» (18). Επομένως, η εν λόγω νομολογία μπορεί να ερμηνευθεί και υπό την έννοια ότι η μακρόχρονη ασθένεια εργαζομένου της οποίας η ίαση δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων δεν συνιστά νόμιμο λόγο για να αποκλεισθεί η άνευ περιορισμών σώρευση δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας.

54.      Στο σημείο μπορεί να γίνει και μια παρατήρηση διαφορετικού περιεχομένου με σκοπό να διαλυθεί η παρανόηση που γίνεται ενδεχομένως αντιληπτή στην επιχειρηματολογία της KHS. Δεδομένης της σαφούς εκτιμήσεως του Δικαστηρίου όσον αφορά τον αναπαλλοτρίωτο χαρακτήρα του δικαιώματος ετήσιας άδειας ιδίως σε περιπτώσεις μακράς ασθενείας, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της KHS ότι ο εργαζόμενος δεν δικαιούται άδεια λόγω απουσίας οφειλόμενης σε ασθένεια. Δεδομένου ότι, όπως σημειώθηκε ανωτέρω (19), το δικαίωμα άδειας συνδέεται στενά με την αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας, τα αντίστοιχα πρέπει να ισχύσουν και για την κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, αξίωση αυτή η οποία δεν μπορεί να αποκλεισθεί με το επιχείρημα ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκησή της λόγω ενδεχόμενης μακράς περιόδου ασθενείας (20).

55.      Ως εκ τούτου, αναλόγως της οπτικής γωνίας από την οποία ερμηνεύεται, η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. παρέχει στοιχεία υπέρ της απόψεως ότι, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις μακράς περιόδου ασθενείας του εργαζομένου, επιβάλλεται η άνευ περιορισμών σώρευση δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας ακόμη και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (21). Η υπ’ αυτή την έννοια εφαρμογή της ως άνω νομολογίας στη διαφορά της κύριας δίκης θα είχε ως συνέπεια ότι ο W. Schulte έχει αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας για τα έτη 2006 έως 2008.

 β)     Επιχειρήματα κατά της σωρεύσεως των δικαιωμάτων

56.      Προεξοφλώντας το συμπέρασμα της έρευνάς μου, φρονώ ότι, από νομικής απόψεως, δεν επιβάλλεται σώρευση των δικαιωμάτων άδειας προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός της αναπληρώσεως των δυνάμεων του εργαζομένου. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 θα ερχόταν, κατά τη γνώμη μου, εν τέλει σε αντίθεση με τα συμφέροντα τόσο του εργαζομένου όσο και του εργοδότη. Στη συνέχεια, θα παρατεθεί σειρά επιχειρημάτων προς στήριξη της απόψεώς μου.

i)      Απαίτηση περί χρονικής εγγύτητας της λήψεως άδειας

57.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Federale Nederlandse Vakbeweging (22), προκειμένου να διασφαλισθούν πλήρως οι ευεργετικές συνέπειες της άδειας για την ασφάλεια και την υγεία του εργαζομένου, η άδεια πρέπει να λαμβάνεται κατά τη διάρκεια του έτους για το οποίο προβλέπεται, δηλαδή κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, χωρίς βεβαίως ο χρόνος για την αναπλήρωση δυνάμεων να χάνει την αξία του εάν χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερη περίοδο, παραδείγματος χάριν κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς. Όπως παρατηρούν ορθώς η Γερμανική Κυβέρνηση (23), η Επιτροπή (24) και η KHS (25), η ως άνω νομολογία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτείται ως ένα βαθμό χρονική εγγύτητα μεταξύ της περιόδου αναφοράς και του χρόνου κατά τον οποίο λαμβάνεται πραγματικά η ετήσια άδεια (26). Όπως έχει κρίνει και η νομολογία, μολονότι οι περίοδοι ασθενείας δεν συνιστούν νομικώς παραδεκτό λόγο για την άρνηση χορηγήσεως ετήσιας άδειας από τον εργοδότη, εντούτοις, το δικαίωμα άδειας προορίζεται αναμφίβολα να εξυπηρετεί ένα σύμφυτο με την υπόστασή του σκοπό. Ειδικότερα, η σχέση αυτή συνίσταται, αφενός, στον χρονικό σύνδεσμο και, αφετέρου, στον αιτιώδη σύνδεσμο που πρέπει να υφίσταται μεταξύ της παρεχόμενης εργασίας και της άδειας. Από αυτή τη σκοπιά, δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς ακριβώς η άδεια θα παραγάγει τα θετικά της αποτελέσματα εάν ζητηθεί μετά από πολυετή απουσία από την εργασία. Εάν η άδεια ληφθεί μετά από πολλά έτη, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός της ετήσιας άδειας, ο οποίος συνίσταται στην απόδραση από την κόπωση και το άγχος του εργασιακού έτους καθώς και στην ανάκτηση δυνάμεων για το υπόλοιπο του έτους μέσω χαλαρώσεως και διαθέσεως ελεύθερου χρόνου κατά τη διάρκεια της άδειας.

ii)    Έλλειψη προφανούς αποτελεσματικότητας όσον αφορά την αναπλήρωση δυνάμεων

58.      Περαιτέρω, δεν είναι σαφές κατά πόσον η σώρευση των δικαιωμάτων άδειας επί πλείονα έτη είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να διασφαλισθεί ο σκοπός της αναπληρώσεως δυνάμεων. Κατά κανόνα, η σκοπούμενη μέσω της άδειας αναπλήρωση δυνάμεων μπορεί να επιτυγχάνεται και όταν παρέχεται εκ νέου άδεια για το επόμενο έτος. Δεν υποστηρίχθηκε από τους μετέχοντες στη διαδικασία και δεν μπορεί εξάλλου να υποστηριχθεί αντικειμενικά ότι ο διπλασιασμός ή ακόμη και ο τριπλασιασμός του προβλεπόμενου κατ’ ελάχιστο όριο χρόνου άδειας επιτρέπει την αναπλήρωση των δυνάμεων σε μεγαλύτερη έκταση (27). Αντιθέτως, κατά δίκαιη και εύλογη κρίση, η άδεια πρέπει, από ποσοτικής απόψεως, να τελεί σε εύλογη αναλογία προς την πραγματική ανάγκη για ανάπαυση. Αυτή η εύλογη αναλογία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παροχής άδειας της οποίας η διάρκεια να υπερβαίνει την οριζόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας (τέσσερις εβδομάδες) και χωρίς βεβαίως να προκύπτει από πολλαπλασιασμό της τελευταίας.

iii) Μειονεκτήματα για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του εργαζομένου

–       Κίνδυνοι για την επανένταξη του εργαζομένου στην παραγωγική διαδικασία

59.      Περαιτέρω, εξετάζοντας εάν από νομικής απόψεως επιβάλλεται ενδεχομένως η σώρευση των δικαιωμάτων άδειας, εκτιμώ πως είναι αναγκαίο να διερευνηθεί και μια άλλη πτυχή την οποία επισήμανε, ορθώς κατά τη γνώμη μου, η KHS. Από οικονομικής απόψεως, η επιδιωκόμενη με την ετήσια άδεια αναπλήρωση των δυνάμεων του εργαζομένου εξυπηρετεί εξίσου τα συμφέροντα του εργαζομένου και αυτά του εργοδότη. Στον βαθμό που η ανθρώπινη εργασία, είτε πρόκειται για χειρωνακτική εργασία είτε για εφαρμοσμένη γνώση (ανθρώπινο κεφάλαιο), θεωρείται ως συντελεστής παραγωγής, υφίσταται αναμφίβολα ουσιώδες συμφέρον του εργοδότη προς επανένταξη του εργαζομένου στην παραγωγική διαδικασία ώστε, μετά την άσκηση του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια, να θέσει και πάλι στη διάθεση της επιχειρήσεως τα προσόντα του. Το συμφέρον αυτό συμπίπτει απολύτως με αυτό του εργαζομένου, δεδομένου ότι μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι, κατά κανόνα, η επανένταξη του εργαζομένου στην εργασιακή ζωή κατόπιν μακράς απουσίας λόγω ασθενείας έχει πρωτεύουσα σημασία. Ως εκ τούτου, γίνεται δεκτό το επιχείρημα της KHS ότι πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στον αναρρώσαντα εργαζόμενο να επανενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Εάν ο εργαζόμενος μπορούσε, πέραν της εκάστοτε ετήσιας άδειας, να απομακρυνθεί από την παραγωγική διαδικασία μέσω μακροχρόνιας ή συνεχόμενης άδειας, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να καταστεί αντιπαραγωγικός και να υποστεί τις αντίστοιχες συνέπειες για την επαγγελματική του σταδιοδρομία (28).

60.      Εντούτοις, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης αποκλείεται να ήταν η παροχή στον εργαζόμενο κοινωνικού δικαιώματος του οποίου η άσκηση έχει εμμέσως ως συνέπεια τον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό του. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται απλώς ότι η οδηγία 2003/88 έχει εκδοθεί επί τη βάσει του άρθρου 137, παράγραφος 2, ΕΚ περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, κατά δε το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ, η ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης αποσκοπεί στην επίτευξη των σκοπών τους οποίους καθορίζει το άρθρο 136 ΕΚ. Μολονότι οι σχετικές διατάξεις της Συνθήκης έχουν προγραμματικό χαρακτήρα, εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι στερούνται παντελώς εννόμων συνεπειών. Όπως έχει κριθεί, έχουν όντως μεγάλη σημασία για την ερμηνεία άλλων διατάξεων της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου στον κοινωνικό τομέα (29). Η διάταξη αυτή της Συνθήκης ορίζει ως δεσμευτικούς σκοπούς την «κατάλληλη κοινωνική προστασία» των εργαζομένων, όπως επίσης την «προώθηση της απασχόλησης» και «την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού». Κατά συνέπεια, το άρθρο 7 τη οδηγίας 2003/88 δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αντίθετο προς την ανάγκη επανεντάξεως στην αγορά εργασίας των ασθενούντων επί μακρόν εργαζομένων.

–       Κίνδυνος για τη διατήρηση της σχέσεως απασχολήσεως

61.      Η ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 κατά την οποία είναι δυνατή η άνευ περιορισμών σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας θα είχε επίσης και άλλα ανεπιθύμητα αποτελέσματα, με συνέπεια να διακυβευτούν εν τέλει τα εκ πρώτης όψεως προστατευτικά για τον εργαζόμενο αποτελέσματα αυτής της ερμηνείας. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η σχέση απασχολήσεως είναι και παραμένει το «κλειδί» για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του εργαζομένου. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ελεγχθεί εάν τα μειονεκτήματα τα οποία επάγεται για τον εργοδότη τόσο η μακρόχρονη απουσία του εργαζομένου όσο και η οικονομική επιβάρυνση που προκαλεί η σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας –την οποία θα εξετάσω περαιτέρω στην ανάλυσή μου– μπορούν ενδεχομένως να δώσουν στον εργοδότη κίνητρο να απομακρύνει, το νωρίτερο δυνατό, όσους εργαζομένους βρίσκονται επί μακρόν σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία ώστε να μην υποστεί αυτά τα μειονεκτήματα (30). Επομένως, κατά το μέτρο αυτό, είναι βάσιμη η εκτίμηση της KHS (31) ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να προβούν σε καταγγελία των σχέσεων εργασίας ασθενούντων επί μακρόν εργαζομένων. Μια τέτοια εξέλιξη, η οποία θα ήταν επιζήμια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των εργαζομένων, θα ερχόταν σαφώς σε αντίθεση με τους προμνησθέντες σκοπούς του άρθρου 136 ΕΚ.

iv)    Κίνδυνος δομικής και οικονομικής επιβαρύνσεως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

62.      Όπως εύστοχα παρατηρεί η Δανική Κυβέρνηση (32), η απουσία ασθενούντων επί μακρόν εργαζομένων συνεπάγεται, κατά κανόνα, σημαντικές δυσχέρειες για την οργάνωση του χρόνου εργασίας στις επιχειρήσεις, και μάλιστα στον βαθμό που η περίσταση αυτή τις εξαναγκάζει να λάβουν τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα προκειμένου να προβούν στην κατάλληλη αναπλήρωση των ασθενούντων εργαζομένων (33). Εφόσον ο εργαζόμενος ζητήσει αμέσως μετά την επάνοδό του από την άδεια ασθενείας να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του ή να λάβει άπαξ το σύνολο της ετήσιας άδειας που αντιστοιχεί σε περισσότερα έτη αναφοράς, η θεωρούμενη αρχικώς ως παροδική κατάσταση κατ’ αποτέλεσμα θα διαιωνιστεί. Όσο μικρότερη είναι η επιχείρηση τόσο μεγαλύτερες θα γίνονται αυτές οι δυσκολίες (34).

63.      Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η οικονομική επιβάρυνση την οποία θα επωμίζονταν ενδεχομένως οι επιχειρήσεις εάν είχαν την υποχρέωση, μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας, να καταβάλουν σε ασθενούντα επί μακρόν εργαζόμενο αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας για όλα τα διαδοχικά έτη κατά τα οποία σωρεύτηκαν δικαιώματα άδειας (35). Όπως επισήμανε επανειλημμένως η KHS (36) στις γραπτές παρατηρήσεις της, η επιβάρυνση αυτή θα ήταν πολύ σημαντική.

64.      Από την εξέταση των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου περί κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης –προ πάντων του άρθρου 136 EΚ και του άρθρου 137, παράγραφος 2, EΚ– προκύπτει ότι, κατά την υλοποίηση των σκοπών κοινωνικής πολιτικής, τα οικονομικά στοιχεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Ειδικότερα, από αμφότερες τις διατάξεις προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί βελτίωση των συνθηκών εργασίας μέσω της προσεγγίσεως των νομοθεσιών χωρίς συγχρόνως να ληφθεί υπόψη η ανάγκη διατηρήσεως της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 137, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ, οι εκδιδόμενες κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής οδηγίες δεν πρέπει να προβλέπουν την «επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Τούτο προκύπτει και από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/88. Με την εν λόγω ρύθμιση ο νομοθέτης της Ένωσης εκφράζει τη βούλησή του να προστατεύσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (37), δεχόμενος σιωπηρώς ότι οι επιβαλλόμενες από το κράτος προδιαγραφές περί συνθηκών απασχολήσεως συνεπάγονται, για διαφόρους λόγους, συγκριτικά μεγαλύτερα οικονομικά βάρη για τις μικρές επιχειρήσεις (38). Οι προμνησθείσες διατάξεις καθιστούν σαφές ότι, κατά την έκδοση οδηγιών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές συνέπειες των θεσπιζόμενων ρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του να προσδιορίζει μέσω της ερμηνευτικής οδού τόσο το περιεχόμενο όσο και την έκταση εφαρμογής των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να λάβει υπόψη αυτές τις συνέπειες. Ως εκ τούτου, οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τις προμνησθείσες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, να ερμηνεύσει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 υπό την έννοια ότι πρέπει να επιτευχθεί εύλογη εξισορρόπηση των συμφερόντων του εργαζομένου και του εργοδότη.

65.      Λαμβανομένων υπόψη των πειστικών επιχειρημάτων της Δανικής Κυβερνήσεως και της KHS, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εάν το δικαίωμα σε λήψη πλήρους άδειας για πολλά διαδοχικά έτη δεν υπέκειτο σε κανέναν απολύτως περιορισμό, το γεγονός αυτό θα ισοδυναμούσε, αναλόγως της περιπτώσεως, με οικονομικό εξαναγκασμό υπό την έννοια του άρθρου 137, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ, με αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ενόψει των ως άνω περιγραφέντων μειονεκτημάτων για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του εργαζομένου καθώς και των στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι η σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας δεν εξυπηρετούν κατ’ ανάγκη τον σκοπό της αναπληρώσεως των δυνάμεων του εργαζομένου, δεν διακρίνω για ποιό λόγο πρέπει να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις τέτοιου είδους βάρη.

v)      Κίνδυνος αλλοιώσεως του νοήματος της αξιώσεως για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας

66.      Τα μέχρι στιγμής εκτεθέντα επιχειρήματα κατά της σωρεύσεως αφορούν κατά πρώτο λόγο το δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών και –μόνον καθό μέτρο κρίνεται αναγκαίο– την αξίωση για χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88. Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να συσχετισθούν περαιτέρω με τις συνέπειες της σωρεύσεως των αξιώσεων για αποζημίωση, λαμβανόμενης ιδίως υπόψη της αντιρρήσεως της KHS ότι μια τέτοια σώρευση θα είχε εν τέλει ως αποτέλεσμα την «αλλοίωση της άδειας και τη μετατροπή της σε κοινό οικονομικό αγαθό» (39). Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ερμηνεία των ως άνω διατάξεων της οδηγίας η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τη σύμφωνη με τον σκοπό της λειτουργία της χρηματικής αποζημιώσεως. Επομένως, η αντίρρηση της KHS δεν μπορεί να απορριφθεί άνευ ετέρου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του σκοπού της εν λόγω ρυθμίσεως.

67.      Κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας το δικαίωμα άδειας μετατρέπεται σε αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, αυτή δε η αξίωση δεν αποτελεί γενική αξίωση για χρηματική αποζημίωση ή χρηματική απαίτηση, αλλά υποκατάστατο (Surrogat) της άδειας η οποία, λόγω της λύσεως της σχέσεως εργασίας, δεν μπορεί πλέον να ζητηθεί (40). Η νομική φύση της αξιώσεως για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας ως υποκατάστατου προκύπτει επίσης από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88. Κατ’ αυτό, η άδεια μπορεί να «αντικαθίσταται» από χρηματική αποζημίωση και όχι να αποτελεί η ίδια αντικείμενο αποζημιώσεως. Η διάταξη αποσκοπεί στη δημιουργία των οικονομικών προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στον εργαζόμενο να επωφεληθεί τελικώς της ετήσιας άδειάς του και μάλιστα με τους ίδιους όρους με αυτούς που θα ίσχυαν εάν εξακολουθούσε να απασχολείται και να λαμβάνει αποδοχές κατά τη διάρκεια της άδειάς του δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 (41). Επομένως, για τον υπολογισμό της χρηματικής αποζημιώσεως μη ληφθείσας άδειας λαμβάνεται υπόψη ο συνήθης μισθός ο οποίος εξακολουθεί να καταβάλλεται κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου που αντιστοιχεί στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Τη σημαντική αυτή οικονομική πτυχή της χρηματικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια επισημαίνει το Δικαστήριο στη σκέψη 56 της αποφάσεως Schultz-Hoff κ.λπ., στην οποία διαπιστώνει ότι με την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, χρηματική αποζημίωση επιδιώκεται να μην αποκλεισθεί παντελώς η απόλαυση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από τον εργαζόμενο, «έστω και σε χρηματική μορφή», εξαιτίας της αδυναμίας του να λάβει πράγματι αυτή την άδεια μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

68.      Η άποψη ότι επιτρέπεται η άνευ περιορισμών σώρευση των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας ενδέχεται επίσης να ωθήσει όσους εργαζομένους δεν έχουν κατανοήσει πλήρως τη σχετική προβληματική να προβούν σε διαφορετική ερμηνεία της εν λόγω ρυθμίσεως φρονώντας ότι δεν πρόκειται για αντικατάσταση των οφειλόμενων κατά την άδεια αποδοχών αλλά για αποζημίωση καταβαλλόμενη επ’ αφορμή της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Εάν αυτή η ερμηνεία γινόταν δεκτή, η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας θα αποκτούσε νόημα διαφορετικό από αυτό το οποίο της προσδίδει ο νόμος. Η εσφαλμένη αυτή ερμηνεία της νομικής φύσεως της χρηματικής αποζημιώσεως θα είχε, αναλόγως της έννομης τάξεως και της εκάστοτε ένδικης διαφοράς, αρνητικές συνέπειες για τον εργοδότη. Παραδείγματος χάριν, ο εργαζόμενος, στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως συμφωνιών καταγγελίας ή δικαστικών συμβιβασμών με σκοπό τη λύση της σχέσεως εργασίας, θα μπορούσε να ασκήσει πίεση προκειμένου οι αξιώσεις για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας να μην αναφερθούν ρητώς ως τέτοιες, αλλά να ικανοποιηθούν υπό τη μορφή κανονικής αποζημιώσεως, ώστε να αποφευχθεί η φορολόγηση του αντίστοιχου ποσού ή η καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών. Εφόσον στον διακανονισμό κατόπιν συμβιβασμού οι αξιώσεις για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας δεν περιληφθούν ρητώς ως τέτοιες, ο εργαζόμενος θα διατηρεί τη δυνατότητα, και μετά την επίτευξη συμβιβασμού, να προβάλει εκ νέου τις ως άνω αξιώσεις (42). Επομένως, ο εργοδότης έχει συμφέρον, το οποίο χρήζει προστασίας, να διαλυθούν οι αμφιβολίες ως προς τη νομική φύση της αξιώσεως για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας και να εμπεδωθεί η ασφάλεια δικαίου κατά το στάδιο που έπεται της λύσεως της σχέσεως εργασίας.

69.      Οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να αποφευχθούν μέσω ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 στηριζόμενης αποκλειστικώς στο νόημα και στον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. Όπως προκύπτει εμμέσως από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, χρηματική αποζημίωση αποσκοπεί αποκλειστικώς και μόνο στην προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Το γεγονός ότι η καταβολή της εν λόγω χρηματικής αποζημιώσεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον σκοπό για τον οποίο καθιερώθηκε καταδεικνύει επίσης τον λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τη δυνατότητα να αντισταθμισθεί οικονομικά η αδυναμία ασκήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μόνο στην ειδική περίπτωση της λύσεως της σχέσεως εργασίας και δεν επέτρεψε καμία παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας (43). Επειδή λοιπόν, λαμβανομένου υπόψη του άρρηκτου συνδέσμου μεταξύ του περιεχομένου και του σκοπού της ρυθμίσεως, η σώρευση των δικαιωμάτων άδειας δεν διασφαλίζει, όπως επισημάνθηκε, σε μεγαλύτερο βαθμό την αναπλήρωση δυνάμεων, δεν μπορεί, για τον λόγο αυτό, να καταδειχθεί κατά πόσον η σώρευση των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί ο ως άνω σκοπός. Πάντως, η σώρευση των αξιώσεων για αποζημίωση θα είχε ως συνέπεια την ευνοϊκή μεταχείριση του εργαζομένου και την επιβάρυνση του εργοδότη, πράγμα που δεν δικαιολογείται από τον νομοθετικώς καθορισμένο σκοπό της εν λόγω ρυθμίσεως.

70.      Ως εκ τούτου, το ισχύον δίκαιο δεν επιβάλλει υποχρεωτικώς την άνευ χρονικών περιορισμών σώρευση αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας επί πλείονα έτη προκειμένου να επιτευχθεί ο συνιστάμενος στην αναπλήρωση δυνάμεων σκοπός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

 γ)     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

71.      Από τα ανωτέρω συνάγω το συμπέρασμα ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει την άνευ χρονικών περιορισμών σώρευση δικαιωμάτων άδειας και αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας ως προϋπόθεση για να διασφαλισθεί η επίτευξη των σκοπών του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88.

3.      Συμφωνία του χρονικού περιορισμού της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας με το δίκαιο της Ένωσης

 α)     Η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. ως σημείο αφετηρίας

72.      Στο πρώτο μέρος των αναπτύξεών μου, διαπίστωσα ότι το Δικαστήριο δεν απεφάνθη μέχρι στιγμής επί του ζητήματος εάν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει την άνευ χρονικών περιορισμών σώρευση των δικαιωμάτων άδειας και των αξιώσεων για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας λόγω απουσίας του εργαζομένου οφειλόμενης σε ασθένεια. Στο δεύτερο μέρος, ασχολήθηκα με το ζήτημα αυτό, συνάγοντας από τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει τέτοια σώρευση. Κατωτέρω, θα στραφώ στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα και θα εξετάσω εάν ο περιορισμός της περιόδου μεταφοράς σε 18 μήνες συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.

73.      Η αναγνώριση της δυνατότητας χρονικού περιορισμού του δικαιώματος άδειας εργαζομένων που ασθενούν επί μακρόν προϋποθέτει την περαιτέρω εξέλιξη της νομολογίας. Σημείο αφετηρίας των σχετικών εκτιμήσεων πρέπει να αποτελέσει η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., η οποία καθορίζει το σχετικό πλαίσιο. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στη βασική ιδέα ότι στον εργαζόμενο πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να ασκεί το αναγνωριζόμενο από την οδηγία δικαίωμα ετήσιας άδειας ώστε η άσκηση, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, του δικαιώματος αυτού, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί ως αρχή ιδιαίτερης σημασίας στην κοινωνική νομοθεσία της Ένωσης, τελικώς να μη θίγεται. Το κατά πόσον υφίσταται παραβίαση της αρχής αυτής δεν είναι ζήτημα γενικής και αφηρημένης εκτιμήσεως, αλλά κρίνεται κατά περίπτωση. Μολονότι η ασθένεια του εργαζομένου αποτελεί αναμφίβολα ουσιώδες στοιχείο, εξαιτίας του οποίου μπορεί να θιγεί η άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας, εντούτοις, δεν προκύπτει από την ως άνω απόφαση ότι η ασθένεια αποτελεί κατ’ ανάγκη το μοναδικό καθοριστικό στοιχείο. Αντιθέτως, υπάρχουν ενδείξεις ότι το όλο ζήτημα είναι, σε μεγάλο βαθμό, συνάρτηση των εθνικών νομικών διατάξεων ή πρακτικών που ισχύουν έναντι του εργαζομένου και, προ παντός, του εάν αυτές καθιστούν δυνατή την πραγματική άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας.

74.      Επομένως, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικών νομικών διατάξεων. Κρίσιμη για τον αποκλεισμό της δυνατότητας πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας ήταν, αφενός, η σχετικά σύντομη περίοδος μεταφοράς (οκτώ μήνες) και, αφετέρου, η συμφωνηθείσα μέσω συλλογικής συμβάσεως εργασίας απόσβεση του δικαιώματος άδειας, για τη ρύθμιση της οποίας δεν λήφθηκαν υπόψη ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπως η ανικανότητα προς εργασία του εργαζομένου.

75.      Από αυτήν την οπτική γωνία, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, εφόσον συντρέχουν άλλες περιστάσεις στο πλαίσιο των οποίων έχει ληφθεί υπόψη, στο εύλογο μέτρο, η ανάγκη του εργαζομένου για άδεια και δεν έχει εμποδιστεί η άσκηση του σχετικού δικαιώματός του, η απόσβεση του δικαιώματος μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας είναι, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης (44). Εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, συντρέχει η περίπτωση την οποία το Δικαστήριο χαρακτηρίζει ως κλασική και στην οποία αναφέρθηκα στο σημείο 38 των ανά χείρας προτάσεων. Ζήτημα τίθεται μόνον ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτό είναι δυνατό. Για την εξεύρεση της αρμόζουσας λύσεως, πρέπει να εξετασθούν τα όρια που θέτει το άρθρο 7 της οδηγίας στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

 β)     Εκτιμήσεις ως προς τον χρονικό περιορισμό της περιόδου μεταφοράς

76.      Σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στις ανά χείρας προτάσεις, απορρίπτεται κατηγορηματικώς η ολική απόσβεση των δικαιωμάτων άδειας καθόσον θα συνεπαγόταν ανεπανόρθωτη απώλεια για τον εργαζόμενο. Επομένως, η απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η άσκηση του δικαιώματος δεν μπορεί να εξαρτηθεί από προϋποθέσεις που δύσκολα μπορούν να πληρωθούν με συνέπεια να αποδυναμωθεί τόσο ώστε τελικώς να απολεσθεί. Εντούτοις, τέτοια είναι, κατά κανόνα, η περίπτωση της μακράς ασθενείας του εργαζομένου, δεδομένου ότι ο ασθενής εργαζόμενος δεν δύναται, μετά παρέλευση ορισμένου χρόνου, να αποτρέψει την αυτοδίκαιη και ολική απόσβεση των δικαιωμάτων άδειας. Η δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος άδειας εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τον χρόνο της αναρρώσεώς του. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη έχουν λάβει ορισμένα προληπτικά μέτρα. Προκειμένου να αποτραπεί η ακύρωση των σκοπών της οδηγίας, παρίσταται προφανώς ανάγκη να παρασχεθεί στον εργαζόμενο τουλάχιστον δικαίωμα για το υπόλοιπο της άδειας το οποίο θα μπορέσει ενδεχομένως να ασκήσει μετά την ανάρρωσή του και μετά την επιστροφή του στη θέση εργασίας του. Την ανάγκη αυτή επισημαίνει ορθώς, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, και η Γερμανική Κυβέρνηση (45). Επομένως, πρόκειται για μερική απόσβεση των δικαιωμάτων άδειας.

77.      Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις εγείρουν ζητήματα τόσο ως προς τη διάρκεια της προθεσμίας μετά την εκπνοή της οποίας αποσβέννυται το δικαίωμα άδειας όσο και ως προς την έκταση του υπολοίπου της άδειας. Από εγγύτερη εξέταση προκύπτει ότι οι δύο αυτές πτυχές είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, καθόσον ο καθορισμός προθεσμίας που υπερβαίνει, για παράδειγμα, το δωδεκάμηνο πέραν ενδεχομένως ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος στο οποίο η περίοδος μεταφοράς για το πρώτο έτος και η περίοδος αναφοράς για το αμέσως επόμενο έτος αλληλεπικαλύπτονται, θα είχε ως συνέπεια την επισώρευση των δικαιωμάτων άδειας για τουλάχιστον δυο έτη. Με την εκπνοή της αποσβεστικής προθεσμίας για την άδεια του πρώτου έτους, η έκταση των δικαιωμάτων άδειας θα περιοριζόταν σε όσες ημέρες άδειας αντιστοιχούν στην ελάχιστη ετήσια άδεια.

78.      Με την εξαίρεση του W. Schulte, οι μετέχοντες στη διαδικασία τάχθηκαν ομοφώνως υπέρ της ανάγκης χρονικού περιορισμού των δικαιωμάτων άδειας. Όπως πρότειναν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία, η κατ’ αναλογία εφαρμογή των ρυθμίσεων της Συμβάσεως 132 του ΔΟΕ παρέχει ένα πειστικό επιχείρημα. Η Σύμβαση αυτή, τη σημασία της οποίας για την ερμηνεία της οδηγίας 2003/88 υπογράμμισε ρητώς το Δικαστήριο με την απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (46), ορίζει, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών «[πρέπει να] χορηγείται και [να] λαμβάνεται το αργότερο από της λήξεως του έτους ως προς το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας». Η ρύθμιση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως εισάγουσα ένα ανώτατο χρονικό όριο (47), έχει δε ως συνέπεια ότι, εάν η από αυτήν τασσόμενη προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τα μέχρι τούδε αποκτηθέντα δικαιώματα αποσβέννυνται.

79.      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η επιβολή χρονικού περιορισμού για τη μεταφορά των δικαιωμάτων άδειας στο αμέσως επόμενο έτος ανήκει στην αρμοδιότητα που έχουν τα κράτη μέλη να καθορίζουν τον τρόπο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια, το Δικαστήριο έχει απλώς αρμοδιότητα να διαπιστώσει εάν ο χρονικός περιορισμός συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, οφείλοντας προς τούτο να εξετάσει εάν εξυπηρετούνται οι σκοποί της οδηγίας (48).

80.      Χρονικός περιορισμός των δικαιωμάτων άδειας του εργαζομένου, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132, δεν είναι κατά βάση αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δεν προβλέπει την παροχή δικαιώματος άδειας άνευ χρονικών περιορισμών. Όπως παρατήρησα, η διαπίστωση αυτή είναι σύμφωνη με την ερμηνεία του Δικαστηρίου το οποίο, στη σκέψη 43 της αποφάσεως Schultz-Hoff κ.λπ., έκρινε ότι τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να εκδίδουν διατάξεις που μπορούν να προβλέπουν ακόμη και την απώλεια του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι ο εργαζόμενος «είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του απονέμει η οδηγία». Υπέρ της αποδοχής, κατά βάση, της έννοιας του χρονικού περιορισμού, η οποία έχει από μακρού ενσωματωθεί στην ως άνω διεθνή ρύθμιση, συνηγορεί επίσης και η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας κατά την οποία, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, πρέπει να συνεκτιμηθούν οι αρχές του ΔΟΕ.

81.      Προθεσμία, όπως η τασσόμενη με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132, ανταποκρίνεται στον προστατευτικό σκοπό του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο αυτής της προθεσμίας, ο εργαζόμενος διαθέτει έως και δυόμισι χρόνια (49) για να λάβει την ελάχιστη άδειά του για ένα συγκεκριμένο έτος αναφοράς. Από αντικειμενικής απόψεως, η προθεσμία αυτή διαρκεί τόσο ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος. Πέραν τούτου, ο εργαζόμενος έχει τη διασφάλιση ότι, μετά την ανάρρωσή του από μακροχρόνια ασθένεια, θα έχει στη διάθεσή του μεγάλο χρονικό διάστημα για αναπλήρωση δυνάμεων. Με την επάνοδό του στη θέση εργασίας του θα έχει δικαίωμα άδειας τουλάχιστον 8 εβδομάδων (50), με την επάνοδό του κατά το πρώτο ήμισυ του τρίτου έτους θα έχει δικαίωμα άδειας 12 εβδομάδων για αναπλήρωση δυνάμεων (51). Σε κάθε περίπτωση, η παροχή δικαιώματος για το υπόλοιπο της άδειας είναι εξασφαλισμένη. Δεδομένων των πλεονεκτημάτων τα οποία αντλεί ο εργαζόμενος από τη θέσπιση μιας τέτοιας ρυθμίσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούται όντως η τεθείσα από το Δικαστήριο προϋπόθεση προς την οποία συναρτάται η εξουσία του εθνικού νομοθέτη να προβλέψει νομοθετικά τη δυνατότητα αποσβέσεως του δικαιώματος άδειας.

82.      Ο χρονικός περιορισμός της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων άδειας του εργαζομένου σε 18 μήνες λαμβάνει επίσης υπόψη τα συμφέροντα του εργοδότη και, κατ’ αποτέλεσμα, συμβάλλει στη δέουσα εξισορρόπηση των συμφερόντων αμφοτέρων των μερών. Ειδικότερα, ο εργαζόμενος έχει την εξασφάλιση ότι σε κάθε περίπτωση διαθέτει εύλογο χρονικό διάστημα για αναπλήρωση των δυνάμεών του, ενώ ο εργοδότης έχει τη βεβαιότητα ότι δεν τίθεται ζήτημα σωρεύσεως δικαιωμάτων άδειας επ’ αόριστον και, ως εκ τούτου, δυσχερειών κατά την οργάνωση της εργασίας. Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τη χρηματική αποζημίωση η οποία αφορά τις σωρευθείσες επί μακρά χρονικά διαστήματα αξιώσεις σχετικά με μη ληφθείσες άδειες. Ο χρονικός περιορισμός των δικαιωμάτων άδειας επιτρέπει την πρόβλεψη και τον υπολογισμό της εκάστοτε οικονομικής επιβαρύνσεως, πράγμα που παρέχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να δημιουργεί αποθέματα στα όρια του οικονομικώς ανεκτού. Λαμβανομένων υπόψη των πλεονεκτημάτων του χρονικού περιορισμού των δικαιωμάτων άδειας, οι εργοδότες δεν δύνανται πλέον υπό κανένα πρόσχημα να καταστρατηγήσουν τη ρήτρα του «κοινωνικού αυτοπεριορισμού» (52) την οποία τηρούσαν μέχρι σήμερα έναντι όσων εργαζομένων είναι σοβαρά ασθενείς και διανύουν ένα δύσκολο στάδιο της ζωής τους, ούτε να προβούν σε χρήση των ανεπιθύμητων από κοινωνικοπολιτικής απόψεως και από απόψεως διαχειρίσεως του προσωπικού μέτρων της μονομερούς καταγγελίας ή της συμφωνίας για την καταγγελία της συμβάσεως.

 γ)     Διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών για τον καθορισμό της προθεσμίας

83.      Μολονότι η ενσωμάτωση της γενικής έννοιας του χρονικού περιορισμού του δικαιώματος ετήσιας άδειας –όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132– δεν είναι αντίθετη προς το όλο πλαίσιο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, εντούτοις, υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το εάν, από νομικώς απόψεως, η προθεσμία αυτή πρέπει υποχρεωτικώς να είναι δεκαοκτάμηνη, όπως δηλαδή προβλέπεται στην ως άνω διάταξη. Πρόκειται, πάντως, για πολύ εξειδικευμένη ρύθμιση η οποία δεν έχει συγκεκριμένο δικαιολογητικό έρεισμα. Προφανώς αντικατοπτρίζει, ως ένα βαθμό, τον συμβιβασμό στον οποίο κατέληξαν τα κράτη που υπέγραψαν τη Σύμβαση. Κατά της ενσωματώσεως αυτούσιας της ως άνω διατάξεως –μόνο δηλαδή της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας– συνηγορεί και το γράμμα της έκτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2003/88, το οποίο, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, επιτάσσει «να συνεκτιμηθούν οι αρχές του ΔΟΕ». Όπως θα καταδείξω κατωτέρω, από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης αποκλείεται να ήταν η ενσωμάτωση όλων ανεξαιρέτως των θεσπιζόμενων σε διεθνές επίπεδο ρυθμίσεων για ζητήματα εργατικού δικαίου, και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν για τη θέσπιση των ρυθμίσεων αυτών λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της έννομης τάξεως της Ένωσης.

84.      Ως δικαιολογητική βάση μπορεί, καταρχάς, να προβληθεί το γεγονός ότι, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2003/88 στην εσωτερική έννομη τάξη, πρέπει απλώς να «συνεκτιμηθούν» οι αρχές του ΔΟΕ, πράγμα που, από σημασιολογικής απόψεως, υποδηλώνει την ύπαρξη ορισμένου περιθωρίου εκτιμήσεως κατά τη μεταφορά. Ως άλλο στοιχείο μπορεί να προβληθεί ο χρησιμοποιούμενος από την οδηγία όρος «αρχή». Στη μεθοδολογία του δικαίου οι «αρχές» (Grundsätze ή Prinzipien στα γερμανικά) διακρίνονται με βάση το ότι, ως κατευθυντήριες γραμμές, έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, είτε επιτάσσουν είτε επιτρέπουν είτε απαγορεύουν (53). Επιβάλλουν την τήρηση ορισμένης επιταγής στον ύψιστο δυνατό βαθμό σε συνάρτηση με το νομικώς και πρακτικώς δυνατό. Επομένως οι αρχές αποτελούν επιταγές οι οποίες αποσκοπούν στη βέλτιστη εξισορρόπηση των εννόμων αγαθών (Optimierungsgebote), χαρακτηρίζονται δε από το γεγονός ότι ο επιβαλλόμενος βαθμός τηρήσεώς τους, αφενός, μπορεί να ποικίλλει και, αφετέρου, εξαρτάται όχι μόνο από το πρακτικώς δυνατό αλλά και από το νομικώς δυνατό. Το πεδίο του νομικώς δυνατού καθορίζεται από αντιτιθέμενες αρχές και κανόνες (54).

85.      Κατά τη γνώμη μου, ουσιώδη περιορισμό συνιστά η αυτοτέλεια της δημιουργηθείσας με τη Συνθήκη έννομης τάξεως της Ένωσης (55) με τη διαφύλαξη της οποίας είναι επιφορτισμένο το Δικαστήριο. Πέραν της διαρκούς συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον ΔΟΕ στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής καθώς και της συμμετοχής πολλών κρατών μελών, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή καθεαυτή, ως υπερεθνικός οργανισμός, δεν είναι ούτε συμβαλλόμενο μέρος (56) ούτε παρατηρητής στο πλαίσιο του ΔΟΕ. Συνεπώς, οι νομικές πράξεις της Ένωσης μπορούν να υπόκεινται σε έλεγχο συμφωνίας με το δίκαιο του ΔΟΕ, με μοναδικό κατά βάση κριτήριο τον αυτοπεριορισμό της Ένωσης.

86.      Ανεξαρτήτως αυτών, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η ανάλογη εφαρμογή της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας θα είχε ως συνέπεια τη μερική εναρμόνιση των νομικών διατάξεων και πρακτικών των κρατών μελών, καίτοι από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 ουδόλως προκύπτει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να εξασφαλισθούν, σε περίπτωση διαρκούς και μακράς ασθενείας, η άσκηση του δικαιώματος άδειας και, εφόσον λυθεί η σχέση εργασίας, η καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως. Δύσκολα μπορούν να εντοπισθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει βούληση του νομοθέτη της Ένωσης για ανάλογη εφαρμογή, σε αυτήν την περίπτωση, της προβλεπόμενης στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132 μέγιστης περιόδου μεταφοράς διάρκειας 18 μηνών μετά την παρέλευση του έτους αναφοράς. Ελλείψει ενιαίας ρυθμίσεως του ζητήματος αυτού στο άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, η προθεσμία αυτή πρέπει να λογίζεται ως στοιχείο των λεπτομερειών εφαρμογής (57) της ως άνω διατάξεως και, επομένως, να καθορισθεί μέσω των επιμέρους εθνικών νομοθεσιών ή πρακτικών οι οποίες πρέπει να μπορούν να διασφαλίσουν την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας.

87.      Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση εάν η εθνική νομική διάταξη ή πρακτική παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει τα απορρέοντα από την οδηγία 2003/88 δικαιώματά του, η δε έκταση των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να καθορίζεται υπό το πρίσμα των σκοπών του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

88.      Ο περιορισμός της περιόδου μεταφοράς σε 18 μήνες, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132, μετά παρέλευση της οποίας τα δικαιώματα άδειας του εργαζομένου αποσβέννυνται, είναι προφανώς επαρκής και, εν τέλει, κατάλληλος να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας υπό την έννοια της αποφάσεως Schultz-Hoff κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι το ως άνω χρονικό διάστημα αποτελεί σημείο αναφοράς το οποίο πρέπει να ληφθεί, στο μέτρο του δυνατού, υπόψη από τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, επιτάσσουν τα όσα διαλαμβάνει η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/88 η οποία συσχετίζει το δίκαιο της Ένωσης με το δίκαιο του ΔΟΕ.

89.      Επιπλέον, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω (58), η συσχέτιση αυτή δεν είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο το καθοριζόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132 ανώτατο όριο είναι νομικώς δεσμευτικό για το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, από νομικής απόψεως, τα κράτη μέλη μπορούν προφανώς να αποκλίνουν από την ως άνω προθεσμία. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η οδηγία 2003/88, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, απλώς καθορίζει τις «στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας» και ότι, κατά το άρθρο 15, δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών «να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων», προφανώς δεν αντιφάσκει προς τη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της έννομης τάξεως της Ένωσης, να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ενδεχομένως ευνοϊκότερες προθεσμίες για τους εργαζομένους. Επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επικαλεσθούν το προβλεπόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132 ανώτατο όριο για να αποτρέψουν τον καθορισμό ευνοϊκότερων προθεσμιών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι Συμβάσεις του ΔΟΕ καθορίζουν απλώς πρότυπους διεθνείς κανόνες (59) με τους οποίους το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι υποχρεωτικό να ταυτίζεται. Τούτο ισχύει και για την οδηγία 2003/88, η οποία, σε ορισμένα σημεία, βαίνει πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων της Συμβάσεως 132, προβλέποντας, για παράδειγμα, ετήσια άδεια τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων αντί της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της Συμβάσεως άδειας τριών εργάσιμων εβδομάδων.

90.      Από τα ανωτέρω έπεται ότι, για τους σκοπούς της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η δυνατότητα μεταφοράς δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μπορεί, χωρίς να πρέπει υποχρεωτικά, να παρέχεται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 18 μηνών. Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει επίσης να δοθεί η ως άνω απάντηση.

 δ)     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

91.      Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία υπάρχει ζήτημα μακράς ασθενείας του εργαζομένου, είναι δυνατό, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας, να επιτευχθεί η βέλτιστη εξισορρόπηση των συμφερόντων του εργαζομένου και του εργοδότη μέσω του χρονικού περιορισμού της περιόδου μεταφοράς, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι τα δικαιώματα άδειας που αποκτήθηκαν κατά το αντίστοιχο έτος αναφοράς αποσβέννυνται μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι διασφαλίζεται ο σκοπός της ετήσιας άδειας και στην περίπτωση των ασθενούντων επί μακρόν εργαζομένων. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται ότι, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, παραγράφονται, κατά το μέτρο αυτό, και οι απαιτήσεις για χρηματική αποζημίωση. Απομένει, απλώς, το δικαίωμα άδειας που αντιστοιχεί στο επόμενο έτος.

92.      Ο καθορισμός προθεσμίας, μετά την παρέλευση της οποίας τα δικαιώματα άδειας αποσβέννυνται και οι αξιώσεις για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας παραγράφονται, συνιστά λεπτομέρεια εφαρμογής ρυθμιζόμενη από τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές, οι οποίες πρέπει να είναι κατάλληλες να διασφαλίσουν την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας. Η καταλληλότητα αυτή διαπιστώνεται κατά περίπτωση υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88. Ο χρονικός περιορισμός σε 18 μήνες ανταποκρίνεται επαρκώς σε αυτούς τους σκοπούς. Αντιθέτως, η δυνατότητα μεταφοράς για ένα μόνον εξάμηνο, όπως συνέβαινε στην υπόθεση Schultz-Hoff κ.λπ., δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις απαιτήσεις (60).

4.      Τελικά συμπεράσματα

93.      Κλείνοντας, τα ερμηνευτικά πορίσματα της ανωτέρω εξετάσεως πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο των εκτιμήσεων του Δικαστηρίου στην απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. προς τον σκοπό της περαιτέρω εξελίξεως της νομολογίας.

94.      Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ορθώς επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες προβλέπουν ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή μιας περιόδου μεταφοράς που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο ακόμη και όταν ο εργαζόμενος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους της περιόδου αναφοράς και η ανικανότητά του προς εργασία συνεχίσθηκε μέχρι τη λήξη της σχέσεως εργασίας, εξ αυτού δε του λόγου δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.»

95.      Κατά τη γνώμη μου, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου πρέπει να συμπληρωθεί από τις ακόλουθες διαπιστώσεις, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ειδικές περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης και να προβλεφθεί η δυνατότητα χρονικού περιορισμού των δικαιωμάτων:

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται σε εθνικές διατάξεις ή πρακτικές κατά τις οποίες το δικαίωμα άδειας αποσβέννυται και η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας παραγράφεται με την παρέλευση της περιόδου αναφοράς καθώς και ορισμένης περιόδου μεταφοράς, ακόμη και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος βρίσκεται επί μακρό χρονικό διάστημα σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος μεταφοράς έχει καθορισθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει τον σκοπό της πρωτογενούς αξιώσεως για αναπλήρωση των δυνάμεων.

Η δυνατότητα μεταφοράς για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 18 μηνών μετά τη λήξη του έτους αναφοράς ανταποκρίνεται επαρκώς σε αυτές τις απαιτήσεις, χωρίς όμως να επιβάλλεται υποχρεωτικώς από το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, λαμβάνοντας υπόψη τα όρια που θέτει η οδηγία, να εισάγουν διαφορετικές ρυθμίσεις.

96.      Η πρώτη διαπίστωση της προτάσεώς μου έχει γενικό χαρακτήρα και εκφράζει τη θέση ότι ο περιορισμός του δικαιώματος ετήσιας άδειας και της αξιώσεως για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας είναι κατά βάση δυνατός στο δίκαιο της Ένωσης, εφόσον συνάδει προς τον σκοπό της άδειας ο οποίος συνίσταται στην αναπλήρωση δυνάμεων. Καθιστά, μεταξύ άλλων, δυνατή τη μερική απόσβεση των ως άνω δικαιωμάτων μετά την εκπνοή προθεσμίας την οποία ορίζουν τα κράτη μέλη. Με τη δεύτερη διαπίστωση δίδεται στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου η απάντηση ότι ο περιορισμός της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων άδειας σε ένα χρονικό διάστημα 18 μηνών είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης.

VII – Πρόταση

97.      Ενόψει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Hamm ως εξής:

1)         Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνικές διατάξεις ή πρακτικές κατά τις οποίες το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή μιας περιόδου μεταφοράς που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο ακόμη και όταν ο εργαζόμενος είχε άδεια ασθενείας κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους της περιόδου αναφοράς και η ανικανότητά του προς εργασία συνεχίσθηκε μέχρι τη λήξη της σχέσεως εργασίας περιάγοντάς τον στην αδυναμία να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

2)         Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται σε εθνικές διατάξεις ή πρακτικές κατά τις οποίες το δικαίωμα άδειας αποσβέννυται και η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας παραγράφεται με την παρέλευση της περιόδου αναφοράς καθώς και ορισμένης περιόδου μεταφοράς, ακόμη και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος βρίσκεται επί μακρό χρονικό διάστημα σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος μεταφοράς έχει καθορισθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει τον σκοπό της πρωτογενούς αξιώσεως για αναπλήρωση των δυνάμεων.

3)         Η δυνατότητα μεταφοράς για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 18 μηνών μετά τη λήξη του έτους αναφοράς ανταποκρίνεται επαρκώς σε αυτές τις απαιτήσεις, χωρίς όμως να επιβάλλεται υποχρεωτικώς από το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, λαμβάνοντας υπόψη τα όρια που θέτει η οδηγία, να εισάγουν διαφορετικές ρυθμίσεις.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 299, σ. 9.


3 – Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, C‑350/06 και C‑520/06 (Συλλογή 2009, σ. I‑179).


4 – Σύμφωνα με τους όρους που περιλαμβάνονται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, χρησιμοποιείται ο όρος «δίκαιο της Ένωσης» ως γενική έννοια που καλύπτει το κοινοτικό δίκαιο και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οσάκις κατωτέρω γίνεται αναφορά σε κατ’ ιδίαν διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, παρατίθενται οι ισχύουσες ratione temporis διατάξεις.


5 – Βλ. αποφάσεις Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 23), της 26ης Ιουνίου 2001, C‑173/99, BECTU (Συλλογή 2001, σ. I‑4881, σκέψη 30), και της 18ης Μαρτίου 2004, C‑342/01, Merino Gómez (Συλλογή 2004, σ. I‑2605, σκέψη 30).


6 – Απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 61).


7 – Βλ. αποφάσεις BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 43), Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 29), και της 16ης Μαρτίου 2006, C‑131/04 και C‑257/04, Robinson-Steele κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑2531, σκέψη 48)· επί της οδηγίας 2003/88, βλ. αποφάσεις Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 22), της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑277/08, Vicente Pereda (Συλλογή 2009, σ. I‑8405, σκέψη 18), και της 22ας Απριλίου 2010, C‑486/08, Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).


8 – Βλ. αποφάσεις BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 44), Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 30), Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 23), και Vicente Pereda (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 21).


9 – Βλ. αποφάσεις Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 25), και Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 30).


10 – Απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 42).


11 – Όπ.π., σκέψη 43.


12 – Ο γερμανικός ομοσπονδιακός νόμος περί άδειας (Bundesurlaubsgesetz, BUrlG) της 8ης Ιανουαρίου 1963, ως είχε, κατόπιν τροποποιήσεως, στις 7 Μαΐου 2002 όριζε, στο άρθρο 7, παράγραφος 3, ότι, σε περίπτωση μεταφοράς, η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά τους τρεις πρώτους μήνες του επομένου ημερολογιακού έτους. Κρίσιμη στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν και η γενική συλλογική σύμβαση εργασίας για τους υπαλλήλους του ομοσπονδιακού ιδρύματος ασφαλίσεως ιδιωτικών υπαλλήλων (Manteltarifvertrag für die Angestellten der Bundesversicherungsanstalt für Angestellte, MTAng-BfA), η οποία, στο άρθρο 47, παράγραφος 7, όριζε ότι η άδεια πρέπει να έχει εξαντληθεί μέχρι το τέλος του έτους αναφοράς, ειδάλλως έως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους (δηλαδή έως και μετά από τέσσερις μήνες). Αν για λόγους αφορώντες την υπηρεσία ή λόγω ανικανότητας προς εργασία ή λόγω των κατά τον νόμο περιόδων προστασίας μετά από άδεια μητρότητας, η άδεια δεν μπορεί να εξαντληθεί έως τις 30 Απριλίου, τούτο πρέπει να γίνει έως τις 30 Ιουνίου (δηλαδή έως και μετά από έξι μήνες).


13 – Απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 44).


14 – Όπ.π., σκέψη 25.


15 – Απόφαση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 46).


16 – Σύμφωνα με τις απαντήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.


17 – Βλ. σ. 9 της διατάξεως περί παραπομπής.


18 – Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου συνάδει προς το διεθνές εργατικό δίκαιο, όπως αναλυτικώς επισήμανα και στις προτάσεις μου της 24ης Ιανουαρίου 2008 επί των υποθέσεων Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σημεία 66 επ.). Ειδικότερα, η σύνδεση του δικαιώματος άδειας με την ικανότητα προς εργασία του εργαζομένου προσκρούει στο σαφές γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ, κατά το οποίο «[α]πουσίες από την εργασία για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του οικείου απασχολούμενου προσώπου, όπως για παράδειγμα ασθένεια, ατύχημα ή μητρότητα, συνυπολογίζονται στον χρόνο υπηρεσίας». Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ίδιας Συμβάσεως ορίζει ρητώς ότι «χρονικά διαστήματα ανικανότητας προς εργασία συνεπεία ασθένειας ή ατυχήματος δεν πρέπει να συνυπολογίζονται στην υποχρεωτικώς προβλεπόμενη ετήσια άδεια ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας». Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. Leinemann, W., «Reformversuche und Reformbedarf im Urlaubsrecht», Betriebs-Berater, 1995, σ. 1958, κατά τον οποίο για την ύπαρξη του δικαιώματος δεν έχει σημασία εάν ο εργαζόμενος όντως παρέσχε μισθωτή εργασία. Ούτε το γερμανικό δίκαιο ούτε η Σύμβαση 132 της ΔΟΕ εξαρτά το δικαίωμα άδειας από προηγούμενη παροχή του εργαζομένου ή ορίζει ότι η άδεια οφείλεται ως αντιπαροχή για παρασχεθείσα εργασία.


19 – Βλ. σημείο 35 των προτάσεων αυτών.


20 – Βλ. Dornbusch, G. και Ahner, L., «Urlaubsanspruch und Urlaubsabgeltung bei fortdauernder Arbeitsunfähigkeit des Arbeitnehmers», Neue Zeitschrift für Arbeitsrecht, 4/2009, σ. 182, όπου επισημαίνεται ότι η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως δε ότι οι προϋποθέσεις ασκήσεως της υποκαθιστάμενης στο δικαίωμα άδειας αξιώσεως πρέπει να πληρούνται κατά τον χρόνο της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Κατά τους συγγραφείς, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος άδειας λόγω συνεχιζόμενης ανικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, δεν είναι εν τέλει δυνατό να πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αντισταθμιστικής αξιώσεως.


21 – Βλ. Eppinger, C., «Zur Bilanzierung von Urlaubsrückstellungen im Lichte der aktuellen arbeitsrechtlichen Rechtsprechung», Der Betrieb, 1/2010, σ. 10, ο οποίος ερμηνεύει τη νομολογία του Δικαστηρίου υπό την έννοια ότι ημέρες άδειας που δεν έχουν ζητηθεί από τον εργαζόμενο, άρα και ημέρες άδειας που δεν έχουν ζητηθεί λόγω απουσίας από την εργασία, μπορούν να μεταφερθούν στο επόμενο έτος. Κατά τους Bauckhage-Hoffer, F., Buhr, M. και Roeder, J.-J. («Aktuelle Entwicklungen im deutschen Urlaubsrecht unter europarechtlichem Einfluss», Betriebs-Berater, 8/2011, σ. 505), η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου οδηγεί σε άνευ περιορισμών επέκταση των δικαιωμάτων άδειας των ασθενούντων εργαζομένων. Οι Gaul, B., Josten, D. και Strauf, H. («EuGH: Urlaubsanspruch trotz Dauerkrankheit», Betriebs-Berater, 2009, σ. 489) εκτιμούν ότι τυχόν αποκλεισμός της αποσβέσεως των δικαιωμάτων άδειας λόγω συνεχιζόμενης ασθένειας του εργαζομένου θα είχε ως συνέπεια τα δικαιώματα αυτά μπορούν να μεταφέρονται στο αμέσως επόμενο έτος μετά τη λήξη της περιόδου μεταφοράς.


22 – Βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, C‑124/05 (Συλλογή 2006, σ. I‑3243, σκέψη 30), καθώς και απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 30).


23 – Βλ. σημείο 29 των παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβερνήσεως.


24 – Βλ. σημείο 27 των παρατηρήσεων της Επιτροπής.


25 – Βλ. σ. 11 και 12 των παρατηρήσεων της KHS.


26 – Έτσι και Dornbusch, G. και Ahner, L., υποσημείωση 20, σ. 182.


27 – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Gaul, B., Josten, D. και Strauf, H., υποσημείωση 21, σ. 501, οι οποίοι επισημαίνουν ότι ο πολλαπλασιασμός της ετήσιας άδειας του εργαζομένου δεν έχει ως συνέπεια την αναπλήρωση μεγαλύτερων δυνάμεων. Εξάλλου, δεν πρόκειται κατ’ ανάγκη για ανάπαυση δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της άδειας υπάρχει πάντοτε δυνατότητα για άλλες ασχολίες.


28 – Βλ. σ. 11 και 12 των παρατηρήσεων της KHS.


29 – Βλ. αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1993, C‑72/91, Sloman Neptun (Συλλογή 1993, σ. I‑927, σκέψη 26), και της 29ης Σεπτεμβρίου 1987, 126/86, Gimenez Zaera (Συλλογή 1987, σ. 3697, σκέψη 14). Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Krebber, S., EUV/EGV – Kommentar (υπό τη διεύθυνση των Christian Calliess και Matthias Ruffert), 3η έκδ., Μόναχο 2007, άρθρο 136 ΕΚ, σημεία 31 και 38, σ. 1578 επ., καθώς και Rebhahn, R. και Reiner, M., EU-Kommentar (υπό τη διεύθυνση του Jürgen Schwarze), 2η έκδ., άρθρο 136 EΚ, σημείο 6, σ. 1328, κατά τους οποίους η βασική λειτουργία του άρθρου 136 EΚ συνίσταται στην παροχή συνδρομής κατά την ερμηνεία του παράγωγου δικαίου και άλλων διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου.


30 – Κατά τους Dornbusch, G. και Ahner, L., υποσημείωση 20, σ. 183, οι εργοδότες θα πρέπει στο μέλλον να εξετάζουν κατά περίπτωση εάν επιθυμούν τη συνέχιση της σχέσεως απασχολήσεως με ευρισκόμενο επί μακρόν σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία εργαζόμενο ή εάν επιθυμούν να τον απομακρύνουν στην περίπτωση που ο εργαζόμενος εξακολουθεί να θεμελιώνει χωρίς διακοπή και χωρίς σαφή χρονικά όρια δικαίωμα άδειας ως προς το οποίο, μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση. Κατά τους συγγραφείς αυτούς, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schultz-Hoff κ.λπ. δεν παρέχει μεγάλη προστασία στους εργαζομένους, καθόσον υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο της άμεσης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας λόγω ασθενείας. Κατά τους Krieger, S. και Arnold, C., «Urlaub 1. + 2. Klasse – Das BAG folgt der Schutz-Holff-Entscheidung des EuGH», Neue Zeitschrift für Arbeitsrecht, 10/2009, σ. 533, οι επιχειρήσεις, σε περιπτώσεις χρόνιας ασθένειας εργαζομένου, οφείλουν να εξετάζουν εάν, προς αποφυγή μελλοντικών επιβαρύνσεων λόγω καταβολής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια και προς αποτροπή της υποχρεώσεως να δεσμεύσουν τα αντίστοιχα κονδύλια, επιθυμούν την πρόωρη λύση της σχέσεως εργασίας. Εντούτοις, οι συγγραφείς δεν αποκλείουν ότι και στο μέλλον ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες οι εργοδότες δεν θα πρέπει, για κοινωνικούς λόγους, να ζητούν τη λύση των συγκεκριμένων σχέσεων εργασίας. Οι Straube, G. και Hilgenstock, C., «Jeder Urlaub ist eine kleine Kündigung – Schultz-Hoff in der Praxis», Arbeitrecht Aktuell, 2010, σ. 333, θεωρούν αβάσιμους τους φόβους ότι οι εργοδότες θα προβαίνουν προκαταβολικά σε καταγγελία των σχέσεων εργασίας για λόγους υγείας προκειμένου να αντιπαρέλθουν την «επισώρευση πλειόνων αξιώσεων». Οι Glaser, R. και Lüders, H., «§ 7 BUrlG auf dem Prüfstand des EuGH», Betriebs-Berater, 2006, σ. 2692, έχουν την άποψη ότι, στην περίπτωση των μη ευρισκόμενων σε κατάσταση ανικανότητας εργαζομένων, η δυνατότητα μεταφοράς άνευ χρονικών περιορισμών θα είχε ως συνέπεια την άσκηση πιέσεως στους εργοδότες να απομακρύνουν πρόωρα τους επί μακρόν ασθενούντες εργαζομένους διά καταγγελίας. Σε διαφορετική περίπτωση, θα επερχόταν σε σημαντικό βαθμό σώρευση των δικαιωμάτων άδειας, ως προς τα οποία θα έπρεπε ενδεχομένως να καταβληθεί αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη σημαντική βλάβη των συμφερόντων της επιχειρήσεως.


31 – Βλ. σ. 11 των παρατηρήσεων της KHS.


32 – Βλ. σημείο 15 των παρατηρήσεων της Δανικής Κυβερνήσεως.


33 – Αυτό επισημαίνει και η γενική εισαγγελέας J. Kokott στο σημείο 32 των προτάσεών της της 12ης Ιανουαρίου 2006 στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22). Ειδικότερα, διευκρινίζει ότι η πέραν ορισμένου ορίου σώρευση των δικαιωμάτων άδειας μπορεί να δημιουργήσει στην πράξη δυσκολίες ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις μακρών αδειών εκτός των συνηθισμένων περιόδων διακοπών είναι συχνά πολύ δύσκολη η προσωρινή αντικατάσταση των αδειούχων.


34 – Βλ., σε αυτό το πλαίσιο, Durán López, F., «Notas sobre la incidencia de la situación de incapacidad temporal en el disfrute del derecho a vacaciones ‑ Comentario a las Sentencias del Tribunal de Justicia UE de 20 de enero de 2009 y de 10 de septiembre de 2009, y del Tribunal Supremo, Social, de 24 de junio de 2009», Revista española de Derecho del Trabajo, 2010, σ. 125, όπου γίνεται αναφορά στα αντικρουόμενα συμφέροντα εργαζομένων και εργοδοτών. Κατά την άποψη του συγγραφέα, το δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να ασκείται σε συμφωνία με τα συμφέροντα του εργοδότη. Επομένως, κατά τον καθορισμό, παραδείγματος χάριν, του χρόνου της άδειας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επιτακτικοί λόγοι οι οποίοι συνδέονται με τα συμφέροντα της επιχειρήσεως.


35 – Βλ. Eppinger, C., υποσημείωση 21, σ. 10, ο οποίος κάνει αναφορά στο επιπρόσθετο κόστος το οποίο θα συνεπαγόταν για τις επιχειρήσεις η τυχόν μελλοντική προβολή αξιώσεων συνδεόμενων με την άδεια. Επίσης, οι Straube, G. και Hilgenstock, C., υποσημείωση 30, σ. 333, επισημαίνουν ότι η δυνατότητα σωρεύσεως μεγάλου αριθμού δικαιωμάτων άδειας επί πλείονα έτη εγκυμονεί μεγάλους οικονομικούς κινδύνους για τους εργοδότες. Οι Gaul, B., Josten, D. και Strauf, H., υποσημείωση 21, σ. 500, δέχονται ότι η μεταφορά αποκτηθέντων επί πλείονα έτη δικαιωμάτων άδειας και οι εξ αυτών απορρέουσες αξιώσεις για αποζημίωση ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια σημαντικά οικονομικά βάρη.


36 – Βλ. σ. 10 έως 13 των παρατηρήσεων της KHS.


37 – Βλ. απόφαση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 60).


38 – Βλ. Rebhahn, R. και Reiner, M., υποσημείωση 29, άρθρο 137 EΚ, σημείο 73, σ. 1369.


39 – Βλ. σ. 14 των παρατηρήσεων της KHS.


40 – Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. Dornbusch, G. και Ahner, L., υποσημείωση 20, σ. 182, κατά τους οποίους η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας δεν αποτελεί γενική αξίωση χρηματικής αποζημιώσεως ή χρηματική απαίτηση. Οι Gaul, B., Josten, D. και Strauf, H., υποσημείωση 21, σ. 489, χαρακτηρίζουν την αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας ως υποκατάστατο του δικαιώματος άδειας. Κατά την άποψη των Glaser, R. και Lüders, H., υποσημείωση 30, σ. 2693, η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας αποτελεί υποκατάστατο του εκ του νόμου δικαιώματος σε χορήγηση άδειας. Δεν αποτελεί γενική αξίωση χρηματικής αποζημιώσεως, αλλά αξίωση προς καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού απορρέουσα από τις διατάξεις περί άδειας. Πρόκειται για αντιστάθμιση της αδυναμίας του εργαζομένου, η οποία οφείλεται στη λύση της σχέσεως εργασίας, να ασκήσει το δικαίωμά του σε ελεύθερο χρόνο από την εργασία. Επομένως, η αξίωση για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας –εξαιρουμένης της αδυναμίας να ζητηθεί ελεύθερος χρόνος εκτός εργασίας– υπόκειται στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ισχύουν για το δικαίωμα το οποίο αυτή αντικαθιστά.


41 – Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 60) και Robinson-Steele κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 58), στις οποίες το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο σκοπός της υποχρεώσεως καταβολής των αποδοχών ετήσιας άδειας έγκειται στο να εξασφαλίζεται στον εργαζόμενο, κατά τη διάρκεια αυτής της άδειας και όσον αφορά τις αποδοχές του, κατάσταση παρόμοια με εκείνη των περιόδων εργασίας του, καθώς και από τη διαπίστωση, στην απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (σκέψη 61), ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 χρηματική αποζημίωση πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται στον εργαζόμενο κατάσταση παρόμοια με εκείνη στην οποία θα βρισκόταν εάν είχε ασκήσει το δικαίωμα άδειας κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας.


42 – Οι Straube, G. και Hilgenstock, C., υποσημείωση 30, σ. 333, κάνοντας αναφορά στο γερμανικό δίκαιο, επισημαίνουν ότι η χρηματική αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας υπόκειται σε φορολόγηση καθώς και στην υποχρέωση καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών.


43 – Βλ. αποφάσεις Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 29), Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 30), και BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 44).


44 – Υπ’ αυτή την έννοια, Mestre, B., «Evolution in continuity – the ECJ reinforces its protection of the right to annual leave», European Law Reporter, τεύχος 2, 2009, σ. 62, κατά τον οποίο η απόσβεση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας δεν έρχεται κατ’ ανάγκη σε αντίθεση με το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ότι ο εργαζόμενος είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το απονεμόμενο από την οδηγία δικαίωμα.


45 – Βλ. σημείο 35 των παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβερνήσεως.


46 – Απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 38). Βλ. τη σχετική συζήτηση στη θεωρία όσον αφορά τη σημασία των Συμβάσεων του ΔΟΕ για την έννομη τάξη της Ένωσης. Κατά τους Korda, M. και Pennings, F., «The legal character of international social security standards», European Journal of Social Security, τόμος 10 (2008), τεύχος 2, σ. 132, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αρμοδιότητα να καθορίζει νομικώς δεσμευτικούς πρότυπους κανόνες για την κοινωνική ασφάλεια. Για τον λόγο αυτό, οι υπογραφείσες στο πλαίσιο του ΔΟΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης συμβάσεις είναι κεντρικής σημασίας για την ανάπτυξη διεθνών πρότυπων κανόνων για την κοινωνική ασφάλεια. Ο Bercusson, B., «The European Court of Justice, Labour Law and ILO Standards», 50 Jahre EU – 50 Jahre Rechtsprechung des Europäischen Gerichtshofs zum Arbeits- und Sozialrecht, Baden-Baden, 2008, σ. 58 επ., εκτιμά ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναπτύξει ενεργότερη δράση για τη συνταγματική κατοχύρωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, λαμβάνοντας υπόψη, κατά την ερμηνεία του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, τους πρότυπους κανόνες του ΔΟΕ. Κατά τον Murray, J., «The Working Time Directive and Future Prospects for ILO Rules on Working Time», Transnational Labour Regulation – The ILO and EC compared, σ. 175, η ευρωπαϊκή οδηγία για τον χρόνο εργασίας και οι κανόνες του ΔΟΕ συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό τόσο ως προς το αντικείμενο όσο και ως προς τον σκοπό των ρυθμίσεων.


47 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Dornbusch, G. και Ahner, L., υποσημείωση 20, σ. 182, Glaser, R. και Lüders, H., υποσημείωση 30, σ. 2692, και Leinemann, W., υποσημείωση 18, σ. 1959.


48 – Βλ. σημείο 43 των ανά χείρας προτάσεων.


49 – Δηλαδή 12 μήνες για το έτος αναφοράς (περίοδος αναφοράς) συν 18 μήνες μετά τη λήξη του έτους αναφοράς (περίοδος μεταφοράς).


50 – Διάρκεια που αντιστοιχεί στην άδεια για το τρέχον και το προηγούμενο έτος.


51 – Διάρκεια που αντιστοιχεί στην άδεια για το τρέχον και τα δυο προηγούμενα έτη.


52 – Έννοια χρησιμοποιούμενη από τους Gaul, B., Josten, D. και Strauf, H., υποσημείωση 21, σ. 501.


53 – Βλ. Alexy, R., Theorie der Grundrechte, Baden-Baden, 1985, σ. 72.


54 – Βλ. Alexy, R., υποσημείωση 53, σ. 75 επ.· ομοίως, Röthel, A., Europäische Methodenlehre (υπό τη διεύθυνση του Karl Riesenhuber), § 12, σημείο 37, σ. 289, η οποία επισημαίνει ότι οι αρχές δεν περικλείουν «άκαμπτα» κριτήρια και ότι κατά κανόνα μετεξελίσσονται στο πλαίσιο ενός «μη στατικού συστήματος». Κατά τον καθηγητή Larenz, K., Methodenlehre der Rechtswissenschaft, 6η έκδ., Χαϊδελβέργη, 1991, σ. 169, οι αρχές ισχύουν με τις αναγκαίες εξαιρέσεις ενώ μπορούν να έρχονται σε αντίθεση ή σε αντίφαση μεταξύ τους. Δεν έχουν αξιωματικό χαρακτήρα, δεν μπορούν δηλαδή να διατυπώνονται υπό τη μορφή «μόνον όταν, […] τότε». Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι το πραγματικό περιεχόμενο των αρχών γίνεται αντιληπτό μέσω μιας διαδικασίας αλληλοσυμπληρώσεως και αμοιβαίου περιορισμού. Για να εφαρμοστούν, πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν, αφενός, από επιμέρους αρχές και, αφετέρου, από μεμονωμένες εκτιμήσεις αναλόγως των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Κατά τον Frenz, W., Handbuch Europarecht, τόμος 4 (Europäische Grundrechte), Βερολίνο, 2009, §11, σ. 133, σημείο 438, χαρακτηριστικό των αρχών είναι ότι το περιεχόμενό τους δεν πρέπει να μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως και εξ ολοκλήρου. Αντιθέτως αποσκοπούν στη βέλτιστη εξισορρόπηση των εννόμων αγαθών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η λήψη μέτρων που προωθούν τους επιδιωκόμενους από τις αρχές σκοπούς.


55 – Βλ. αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, Van Gend & Loos (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 863), και της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191). Βλ. γνωμοδοτήσεις 1/91 της 14ης Δεκεμβρίου 1991 (Συλλογή 1991, σ. I‑6079, σκέψη 35), καθώς και 1/09 της 8ης Μαρτίου 2011 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 67).


56 – Βλ. Böhmert, S., Das Recht der ILO und sein Einfluss auf das deutsche Arbeitsrecht im Zeichen der europäischen Integration, σ. 211, ο οποίος πραγματεύεται το ζήτημα της πιθανής συμμετοχής της πρώην Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον ΔΟΕ.


57 – Βλ. σημείο 43 των ανά χείρας προτάσεων.


58 – Βλ. σημεία 84 και 85 των ανά χείρας προτάσεων.


59 – Βλ. Korda, M. και Pennings, F., υποσημείωση 46, σ. 134, κατά τους οποίους οι Συμβάσεις, οι οποίες συνήφθησαν μεταπολεμικά στο πλαίσιο του ΔΟΕ, καθορίζουν απλώς ελάχιστα πρότυπα. Ομοίως και Böhmert, S., υποσημείωση 56, σ. 211, κατά την οποία σκοπός του ΔΟΕ είναι η διασφάλιση ενός βασικού πλέγματος δικαιωμάτων σε όλα τα κράτη μέλη. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 8, του Καταστατικού του ΔΟΕ, κατά το οποίο «η έγκριση οποιασδήποτε συμβάσεως ή συστάσεως από τη διάσκεψη, ή η επικύρωση οποιασδήποτε συμβάσεως από οποιοδήποτε μέλος, δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση ότι επηρεάζει οποιοδήποτε δίκαιο, απόφαση, έθιμο ή συμφωνία η οποία εξασφαλίζει ευνοϊκότερους όρους στους οικείους εργαζόμενους από εκείνους που προβλέπονται από τη σύμβαση ή τη σύσταση». Επομένως, τα μέλη του ΔΟΕ έχουν, αφενός, τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες και, αφετέρου, να προσαρμόζουν τις απαιτήσεις των εθνικών ρυθμίσεων προς αυτές που επιβάλλουν τα πρότυπα του ΔΟΕ.


60 – Βλ. σημεία 40 και 74 των ανά χείρας προτάσεων.