Language of document : ECLI:EU:F:2007:128

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

της 11ης Ιουλίου 2007

Υπόθεση F-105/05

Dieter Wils

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Αύξηση του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ όπως τροποποιήθηκε από 1ης Μαΐου 2004»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο D. Wils ζητεί την ακύρωση του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών του Ιανουαρίου 2005, στον βαθμό που, κατ’ εφαρμογήν του ΚΥΚ, στο εν λόγω σημείωμα το ποσοστό εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα αυξάνεται σε 9,75 %, αναδρομικώς από 1ης Ιουλίου 2004.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Το Κοινοβούλιο φέρει τα έξοδά του και το ήμισυ των εξόδων του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων φέρει το ήμισυ των εξόδων του. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρεμβαίνοντες, φέρουν δικαστικά τους έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Έννομο συμφέρον

(Άρθρο 24 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XII)

2.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Κανονισμός περί τροποποιήσεως του ΚΥΚ – Προπαρασκευαστική διαδικασία

3.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος – Λεπτομερείς κανόνες για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XII)

4.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος – Λεπτομερείς κανόνες για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XII)

5.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος – Λεπτομερείς κανόνες για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XII)

6.      Υπάλληλοι – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις

1.      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 241 ΕΚ, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα να προβάλει δι’ ενστάσεως την έλλειψη νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων γενικής ισχύος που τον αφορούν κατά τρόπο όχι ατομικό, ειδικότερα δε του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), τούτο δε υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου. Η προϋπόθεση περί άμεσης και ατομικής σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και της πράξεως γενικής ισχύος την οποία προσβάλλει δεν μπορεί να αντιταχθεί σε παρεμπίπτουσα προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 241 ΕΚ. Το παραδεκτό της αμφισβητήσεως, παρεμπιπτόντως, της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως γενικής ισχύος εξαρτάται μόνον από τη ρητή προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη ατομική πράξη πρέπει να έχει εκδοθεί κατ’ άμεση εφαρμογή της πράξεως γενικής ισχύος και ότι ο προσφεύγων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή της ατομικής αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας προσφυγής. Δεδομένου ότι η αύξηση του ποσοστού εισφοράς για τις συντάξεις που περιλαμβάνεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα των αποδοχών του προσφεύγοντος αποφασίστηκε κατ’ άμεση εφαρμογή του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, που προβλέπει τους λεπτομερείς κανόνες για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος, και δεδομένου ότι ο προσφεύγων έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αυξήσεως αυτής, η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά του παραρτήματος αυτού είναι παραδεκτή.

Συναφώς, το γεγονός ότι οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος στηρίζονται σε θεσμικής, πολιτικής και συνδικαλιστικής φύσεως λόγους και δεν αφορούν μόνον την προσωπική του κατάσταση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο των αιτιάσεων αυτών.

(βλ. σκέψεις 35 έως 38, 40 και 41)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 30 Ιουνίου 1983, 85/82, Schloh κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 2105, σκέψη 14· 5 Οκτωβρίου 2000, C‑432/98 P και C‑433/98 P, Συμβούλιο κατά Chvatal κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑8535, σκέψη 33· 25 Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 40

ΠΕΚ: 29 Νοεμβρίου 2006, T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, Ι-Α-2-291 και ΙΙ-Α-2-1497, σκέψεις 42 και 43

2.      Η διαδικασία διαβουλεύσεως μπορεί να εφαρμόζεται μόνο στις προτάσεις που υποβάλλει στο Συμβούλιο η Επιτροπή και αφορούν την τροποποίηση του ΚΥΚ ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, ή αφορούν την εφαρμογή των σχετικών με τις αμοιβές ή τις συντάξεις διατάξεων του εν λόγω ΚΥΚ ή του εν λόγω καθεστώτος. Τούτο δεν απαγορεύει ωστόσο στην επιτροπή διαβουλεύσεως να περιλάβει στη διαβούλευση και άλλα στοιχεία πέραν αυτών που περιέχει η πρόταση της Επιτροπής και να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, που παρέχουν οι συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις, τα κράτη μέλη ή τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να επιτελέσει την αποστολή της που συνίσταται στην τριμερή διαβούλευση. Κατά συνέπεια, η επιτροπή διαβουλεύσεως μπορεί να εξετάσει τις τροποποιήσεις που το Συμβούλιο σχεδιάζει να ζητήσει από την Επιτροπή να επιφέρει στην πρώτη πρότασή της.

Επί πλέον, η διαδικασία διαβουλεύσεως εφαρμόζεται στις προτάσεις της Επιτροπής μόνον αν ένα μέλος της επιτροπής διαβουλεύσεως υποβάλει σχετική αίτηση. Ο κανόνας αυτός αποσκοπεί στο να αποφεύγεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής της διαδικασίας διαβουλεύσεως όταν η διαδικασία αυτή δεν φαίνεται να παρουσιάζει χρησιμότητα γι’ αυτούς ακριβώς που έχουν την ευθύνη της διεξαγωγής της. Τούτο παρέχει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα στην επιτροπή διαβουλεύσεως να παραλείψει την εξέταση των τροποποιητικών προτάσεων της Επιτροπής, όταν η πρώτη πρόταση έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαβουλεύσεως η οποία έχει κριθεί επαρκής.

Τέλος, μια διαδικαστική παρατυπία δεν μπορεί να καταστήσει ελαττωματική μια πράξη παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, η εν λόγω πράξη θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Έτσι, αν δεν αποδεικνύεται ότι, αν η διαδικασία διαβουλεύσεως είχε εφαρμοστεί σε τροποποιητική πρόταση της Επιτροπής, η οικεία πράξη θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. μια τέτοια παρατυπία δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να καταστήσει μη σύννομη την εν λόγω πράξη.

(βλ. σκέψεις 51 έως 56)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 5 Μαρτίου 2003, T‑24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑79 και II‑423, σκέψη 53

3.      Δεδομένου ότι η αναλογιστική ισορροπία του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, της οποίας το παράρτημα XII του ΚΥΚ ορίζει τους λεπτομερείς κανόνες, προϋποθέτει τη συνεκτίμηση μακροπρόθεσμα των οικονομικών εξελίξεων και χρηματοοικονομικών μεταβλητών και απαιτεί την πραγματοποίηση πολύπλοκων στατιστικών υπολογισμών, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες της αναλογιστικής ισορροπίας του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος. Έτσι, ο κοινοτικός δικαστής ασκεί, στις διατάξεις του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, μόνον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

Επιπλέον, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, το σύννομο μιας κοινοτικής ρυθμίσεως εξαρτάται επίσης από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που αυτή θέτει σε εφαρμογή είναι κατάλληλα για την υλοποίηση του σκοπού που θεμιτώς επιδιώκει η εν λόγω ρύθμιση και δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του, με δεδομένο ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, κατ’ αρχήν, το λιγότερο καταναγκαστικό. Ωστόσο, όσον αφορά έναν τομέα στον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, όπως εν προκειμένω, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως η οποία αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτει η Συνθήκη, ο έλεγχος της αναλογικότητας περιορίζεται στην εξέταση αποκλειστικά του προδήλως ακατάλληλου χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου σε σχέση με τον σκοπό που το αρμόδιο θεσμικό όργανο επιδιώκει.

Ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος, έστω και αν είναι περιορισμένου περιεχομένου, απαιτεί τα κοινοτικά όργανα να είναι σε θέση να αποδείξουν, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν αποτελεσματικής ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως, η οποία προϋποθέτει τη συνεκτίμηση όλων των κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών της καταστάσεως που η πράξη αυτή θέλησε να ρυθμίσει. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει, τουλάχιστον, να μπορεί να προσκομίσει και να εκθέσει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα βασικά στοιχεία που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να στηριχθούν τα αμφισβητούμενα μέτρα και από τα οποία εξηρτάτο η άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως.

Συναφώς, το γεγονός ότι ο προσφεύγων προσκόμισε, προς στήριξη των λόγων που αντλούνται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επαρκώς ακριβείς, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις δικαιολογεί την άμεση παρέμβαση του κοινοτικού δικαστή στην αναζήτηση των αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να ελέγξει αν το κοινοτικό όργανο έκανε προδήλως εσφαλμένη ή μη προσήκουσα χρήση της ευρείας εξουσίας του εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 70 έως 73 και 75 έως 77)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 113· 25 Οκτωβρίου 2001, C‑120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑7997, σκέψεις 44 και 45· 7 Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑7285, σκέψεις 122 και 123

ΠΕΚ: 5 Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑427, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και σκέψη 70· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-297 και ΙΙ-Α-2-1527, σκέψη 143

4.      Όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 83α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος XII του εν λόγω ΚΥΚ, ο σκοπός της μεθόδου υπολογισμού που εκτίθεται στο παράρτημα αυτό συνίσταται στην εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Δυνάμει του άρθρου 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 5 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων πρέπει να καθορίζεται σε επίπεδο επαρκές για τη χρηματοδότηση του ενός τρίτου της δαπάνης του συστήματος, υπολογιζομένης σε αναλογιστική βάση.

Συγκεκριμένα, το παράρτημα XII του ΚΥΚ χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αποκαλείται της «προβεβλημένης πιστωτικής μονάδας», σύμφωνα με την οποία, το σύνολο των αναλογιστικών αξιών των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν όλοι οι εν ενεργεία υπάλληλοι εντός ενός έτους, που οι αναλογιστές αποκαλούν «κόστος της υπηρεσίας», μεταφέρεται στο ετήσιο σύνολο των βασικών τους αποδοχών. Το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων ισούται προς το ένα τρίτο της μεταφοράς αυτής, λαμβανομένης υπόψη της αναλογίας κατανομής της χρηματοδότησης που προκύπτει από το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Για τον υπολογισμό του κόστους της υπηρεσίας απαιτούνται αναλογιστικές υποθέσεις, ήτοι εκτιμήσεις της μελλοντικής αξίας διαφόρων παραμέτρων (επιτοκίου, θνησιμότητας, μισθολογικής εξέλιξης κ.λπ.). Όσον αφορά το επιτόκιο, το άρθρο 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ ορίζει το επιτόκιο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον αναλογιστικό υπολογισμό ως τον μέσον όρο των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα προ του τρέχοντος έτους δώδεκα έτη.

Η επιλογή μιας περιόδου αναφοράς δώδεκα ετών δεν θίγει το κύρος της αναλογιστικής μεθόδου που όρισε το Συμβούλιο. Αφενός, η προβαλλόμενη στο μέλλον αξία ενός μέσου πραγματικού επιτοκίου υπολογιζομένου στη βάση μιας παρελθούσας περιόδου είναι εν πάση περιπτώσει κατά προσέγγιση, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Αφετέρου, η διάρκεια της περιόδου αναφοράς δεν μπορεί να επηρεάσει την αναλογιστική ισορροπία, υπό την επιφύλαξη ότι η παράμετρος δεν θα τροποποιηθεί σε μια μακρά διάρκεια. Μόνον αν, στο μέλλον, η διάρκεια της περιόδου αυτής, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως των επιτοκίων, αυξανόταν ή μειωνόταν, προκειμένου να διατηρηθεί σε χαμηλό επίπεδο το μέσο πραγματικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται κατά τον αναλογιστικό υπολογισμό και, κατά συνέπεια, σε υψηλό επίπεδο το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων, η αντικειμενικότητα της μεθόδου υπολογισμού θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση και να θιγεί ο σκοπός της εξασφαλίσεως της αναλογιστικής ισορροπίας σε διαφανείς και αναμφισβήτητες βάσεις. Κατά συνέπεια, η περίοδος των δώδεκα ετών, την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 6, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, δεν είναι ούτε προδήλως εσφαλμένη ούτε προδήλως ακατάλληλη.

(βλ. σκέψεις 84, 86, 88, 97 και 98)

5.      Κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως του νομοθέτη για την εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, η συνεκτίμηση οποιουδήποτε δημοσιονομικού στοιχείου δεν είναι αθέμιτη. Η συνεκτίμηση αυτή είναι μάλιστα αναγκαία, εφόσον, ελλείψει κοινοτικού συνταξιοδοτικού ταμείου, η καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστά επιβάρυνση του προϋπολογισμού των Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως έσοδο του προϋπολογισμού αυτού συνιστά και η εισφορά των υπαλλήλων.

(βλ. σκέψη 126)

6.      Οι υπάλληλοι δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να θέτουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα μιας νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως σε ένα τομέα του οποίου το αντικείμενο απαιτεί διαρκή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής κατάστασης.

Ωστόσο, ναι μεν ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιφέρει ανά πάσα στιγμή στους κανόνες του ΚΥΚ τις τροποποιήσεις που κρίνει σύμφωνες με το γενικό συμφέρον και να θεσπίσει διατάξεις του ΚΥΚ δυσμενέστερες για τους οικείους υπαλλήλους, υπό την επιφύλαξη της προβλέψεως ενδεχομένως μιας μεταβατικής περιόδου επαρκούς διάρκειας, πλην όμως οι τροποποιήσεις αυτές πρέπει να αφορούν το μέλλον, ήτοι η νέα ρύθμιση πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις νέες καταστάσεις και στα μελλοντικά αποτελέσματα των καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος της προτέρας ρυθμίσεως.

Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος να προβάλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά τροποποιήσεως του ΚΥΚ, με την οποία αποσκοπείται να τροποποιηθεί αναδρομικώς ο τρόπος κατανομής, μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των υπαλλήλων, των εισφορών στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

(βλ. σκέψεις 149, 150 και 153)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 16 Μαΐου 1979, 84/78, Tomadini, Συλλογή τόμος 1979, σ. 903, σκέψη 21· 5 Μαΐου 1981, 112/80, Dürbeck, Συλλογή 1981, σ. 1095, σκέψη 48· 11 Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni, Συλλογή 1991, σ. I‑3695, σκέψη 21

ΠΕΚ: 26 Οκτωβρίου 1993, T‑6/92 και T‑52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1047, σκέψη 85· 22 Ιουνίου 1994, T‑98/92 και T‑99/92, Di Marzio και Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑167 και II‑541, σκέψη 68· 11 Δεκεμβρίου 1996, T‑177/95, Barraux κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑541 και II‑1451, σκέψη 47· Campoli κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 85