Language of document : ECLI:EU:F:2013:36

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2013

Υπόθεση F‑63/08

Eugen Christoph

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Μη μόνιμο προσωπικό — Άρθρα 2, 3α και 3β του ΚΛΠ — Έκτακτοι υπάλληλοι — Συμβασιούχοι υπάλληλοι — Συμβασιούχοι υπάλληλοι με επικουρικά καθήκοντα — Διάρκεια ισχύος της συμβάσεως — Άρθρα 8 και 88 του ΚΛΠ — Απόφαση της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, περί της μέγιστης διάρκειας χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της Επιτροπής — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Εφαρμoγή στην περίπτωση των θεσμικών οργάνων»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο E. Christoph και εννέα άλλοι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί καθορισμού των όρων προσλήψεώς τους, καθόσον με τις αποφάσεις αυτές η διάρκεια ισχύος των συμβάσεών τους ή η παράτασή τους περιορίζεται σε ορισμένο χρόνο.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως νόμω αβάσιμη. Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και καταδικάζονται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως — Προϋποθέσεις — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Πράξεις των θεσμικών οργάνων — Οδηγίες — Οδηγία 1999/70 περί εφαρμογής της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP — Απευθείας επιβολή υποχρεώσεων στα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσον αφορά τις σχέσεις αυτών με το προσωπικό τους — Αποκλείεται — Δυνατότητα επικλήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 8 και 88· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1)

3.      Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70 — Σταθερότητα της απασχολήσεως — Περιεχόμενο — Δικαίωμα ανανεώσεως της ισχύος συμβάσεως — Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 30· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι — Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού — Συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα — Δυνατότητα ανανεώσεως αναλόγως των αναγκών του οικείου θεσμικού οργάνου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 88)

1.      Κατά το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

Στη δεύτερη περίπτωση που διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή εμπίπτει κάθε προσφυγή προδήλως απορριπτέα για λόγους που άπτονται της ουσίας της υποθέσεως. Η απόρριψη τέτοιας προσφυγής με αιτιολογημένη διάταξη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου του Κανονισμού Διαδικασίας, όχι μόνο συμβάλλει στη μείωση της χρονικής διάρκειας της δίκης, ιδίως οσάκις η διάρκεια αυτή είναι ασυνήθιστα μακρά, αλλά απαλλάσσει και τους διαδίκους από τα έξοδα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Η λύση αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση κατά την οποία η κατάσταση προσφεύγοντος όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και οι προβαλλόμενοι λόγοι και νομικοί ισχυρισμοί, δεν διαφέρουν από εκείνους ετέρας υποθέσεως στην οποία το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης απέρριψε την προσφυγή.

(βλ. σκέψεις 30 και 31)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2011, F‑105/06, Lübking κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41

2.      Αποδέκτες των οδηγιών είναι τα κράτη μέλη και όχι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP, και της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου επιβάλλουν αφεαυτών υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το προσωπικό τους. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70 δεν μπορούν αφεαυτών να αποτελέσουν το έρεισμα ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας στρεφομένης κατά των άρθρων 8 και 88 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Το στοιχείο αυτό, πάντως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επικλήσεως των διατάξεων της οδηγίας και της συμφωνίας‑πλαισίου κατά θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο των σχέσεων με τους μόνιμους υπαλλήλους του και το λοιπό προσωπικό, εφόσον οι διατάξεις αυτές αποτελούν έκφανση γενικής αρχής του δικαίου.

Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση των ελάχιστων απαιτήσεων που διαλαμβάνονται στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, προκειμένου να αποτρέπεται η καταχρηστική σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι απαιτήσεις αυτές αποτελούν, βεβαίως, κανόνες του εργατικού δικαίου της Ένωσης με ιδιαίτερη σημασία, πλην όμως δεν εκφράζουν εξ αυτού του λόγου γενικές αρχές του δικαίου.

Πάντως, χωρεί επίκληση των διατάξεων της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας‑πλαισίου στρεφόμενη κατά θεσμικού οργάνου προκειμένου οι κανόνες του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο, στο μέτρο του δυνατού, με τους σκοπούς και τις ελάχιστες απαιτήσεις της συμφωνίας‑πλαισίου.

(βλ. σκέψεις 44, 46, 49 και 75)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Adjemian II), σκέψεις 52 και 56

ΔΔΔΕΕ: 4 Ιουνίου 2009, F‑134/07, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Adjemian I), σκέψεις 87, 96, 97 και 117· 11 Ιουλίου 2012, F‑85/10, AI κατά Δικαστηρίου, σκέψη 133

3.      Μολονότι η σταθερότητα της απασχολήσεως νοείται ως κύριο στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, δεν συνιστά γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας μπορεί να εκτιμηθεί η νομιμότητα πράξεως θεσμικού οργάνου. Ειδικότερα, ουδόλως προκύπτει από την οδηγία 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP, και από την εν λόγω συμφωνία‑πλαίσιο ότι η σταθερότητα της απασχολήσεως έχει αναχθεί σε γενική αρχή του δικαίου. Εξάλλου, οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 της οδηγίας, καθώς και το πρώτο εδάφιο του προοιμίου και η αιτιολογική σκέψη 5 της συμφωνίας‑πλαισίου, τονίζουν την αναγκαιότητα επιτεύξεως ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Επιπροσθέτως, η συμφωνία‑πλαίσιο δεν επιβάλλει ούτε γενική υποχρέωση στον εργοδότη να προβλέπει, κατόπιν ορισμένου αριθμού ανανεώσεων της ισχύος των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας, τη μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Αντιθέτως, η σταθερότητα της απασχολήσεως αποτελεί σκοπό που επιδιώκουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία‑πλαίσιο, της οποίας η ρήτρα 1, στοιχείο β΄, ορίζει ότι σκοπεί στην καθιέρωση πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση την οποία συνιστά η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, εντούτοις το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει τη διαδοχική σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Επιπλέον, η λύση συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, απλώς λόγω της λήξεως της χρονικής διάρκειας της ισχύος της, δεν συνιστά απόλυση, η οποία πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη όσον αφορά την ικανότητα και τη διαγωγή του εργαζομένου ή τις λειτουργικές ανάγκες του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 51, 52 και 55)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 30 Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 115· προμνημονευθείσα απόφαση Adjemian I, σκέψεις 98 και 99

4.      Κάθε περίπτωση απασχολήσεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα πρέπει να ανταποκρίνεται σε παροδικές ή περιοδικές ανάγκες. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των συμβάσεων εργασίας συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα είναι η προσωρινότητά τους που αντιστοιχεί στον σκοπό των συμβάσεων αυτών, ο οποίος συνίσταται στην εκτέλεση από το περιστασιακό προσωπικό καθηκόντων που ως εκ της φύσεώς τους ή ελλείψει μονίμου υπαλλήλου είναι προσωρινά. Σε υπηρεσία με πολυάριθμο προσωπικό είναι αναπόφευκτο τέτοιες ανάγκες να επαναλαμβάνονται, λόγω ιδίως της ελλείψεως διαθέσιμων μονίμων υπαλλήλων, του οφειλόμενου στις περιστάσεις υπερβολικού φόρτου εργασίας ή της ανάγκης κάθε γενικής διευθύνσεως να στελεχωθεί περιστασιακά με προσωπικό ειδικών προσόντων ή γνώσεων. Οι περιστάσεις αυτές αποτελούν αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τόσο τον ορισμένο χρόνο των συμβάσεων των επικουρικών υπαλλήλων όσο και την ανανέωσή τους σε συνάρτηση με την επέλευση των εν λόγω αναγκών.

(βλ. σκέψη 69)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: προμνημονευθείσα απόφαση Adjemian II, σκέψη 86

ΔΔΔΕΕ: προμνημονευθείσα απόφαση Adjemian I, σκέψη 132