Language of document : ECLI:EU:C:2019:252

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 26ης Μαρτίου 2019 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-95/18 και C-96/18

Sociale Verzekeringsbank

παρισταμένων των

F. van den Berg,

H.D. Giesen (C-95/18),

C.E. Franzen (C-96/18)

[αιτήσεις του Hoge Raad der Nederlanden
(Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Ήσσονες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο ωρών ή εισοδημάτων σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος κατοικίας – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Απόρριψη της αιτήσεως χορηγήσεως οικογενειακών επιδομάτων και περικοπή του ποσού της συντάξεως γήρατος εκ μέρους του κράτους κατοικίας– Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων – Άρθρο 17 – Συμφωνία μεταξύ δύο κρατών μελών προβλέπ ουσα , προς όφελος ορισμένων κατηγοριών προσώπων ή ορισμένων προσώπων, εξαίρε ση από τις διατάξεις του άρθρου  13 »






1.        Με τις παρούσες προδικαστικές παραπομπές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις των διαφορών των κυρίων δικών, τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον μόνο τη δυνατότητα (2), αλλά ενδεχομένως την υποχρέωση, παρά την αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους που προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (3), ως κράτη μέλη κατοικίας, να χορηγούν κοινωνικές παροχές σε διακινούμενο εργαζόμενο ο οποίος υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως.

I.      Το νομικό πλαίσιο, οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

2.        Οι π αρούσες προδικαστικές παραπομπές αποτελούν μια μάλλον ασυνήθιστη περίπτωση επειδή, κατόπιν μιας πρώτης αποφάσεως του Δικαστηρίου (4), το τελευταίο καλείται να εξετάσει εκ νέου ένα από τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αποφάσεως.

3.        Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να επανέλθω με τις παρούσες προτάσεις στο νομικό πλαίσιο, στη διαδικασία ή στα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κύριων δικών, τα οποία εκτέθηκαν τόσο στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar (5)όσο και στην απόφαση του Δικαστηρίου (6).

4.        Αντιθέτως, προκειμένου να καταστεί σαφές το διακύβευμα των παρουσών προδικαστικών παραπομπών, πρέπει να υπομνησθεί η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση και να εκτεθεί η συνέχεια των διαδικασιών στις κύριες δίκες καθώς και το σκεπτικό των παρουσών προδικαστικών παραπομπών.

5.        Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Franzen κ.λπ., το Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) είχε θέσει στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα.

6.        Σε απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι πρόσωπο που κατοικεί εντός κράτους μέλους, και το οποίο εργάζεται για κάποιες ημέρες τον μήνα, βάσει συμβάσεως περιστασιακής εργασίας, εντός άλλου κράτους μέλους, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως τόσο κατά τη διάρκεια των ημερών κατά τις οποίες ασκεί μισθωτή δραστηριότητα όσο και κατά τη διάρκεια των υπολοίπων ημερών.

7.        Σε απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε περιπτώσεις όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο διακινούμενος εργαζόμενος, ο οποίος υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως, να τυγχάνει, βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, παροχών σχετικών με το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος ή οικογενειακών επιδομάτων που χορηγεί το δεύτερο αυτό κράτος.

8.        Τέλος, λαμβανομέν ων υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και του γεγονότος ότι το αιτούν δικαστήριο σχεδίαζε, βάσει της λεγόμενης ρήτρας «επιείκειας» της σχετικής εθνικής νομοθεσίας (7), να αφήσει ανεφάρμοστη την εθνική διάταξη που είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό του F. van den Berg, του H. D. Giesen και της C.E. Franzen (8)από το ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

9.        Εν συνεχεία, στις 6 Ιουνίου 2016, το Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις) εξέδωσε δύο αποφάσεις με τις οποίες έκρινε ότι, υπό το πρίσμα της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο, μπορούσε να γίνει δεκτή μια εξαίρεση από την αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (9). Κατά συνέπεια, εφάρμοσε τη ρήτρα επιείκειας και δέχθηκε τα αιτήματα των ενδιαφερόμενων των κύριων δικών.

10.      Το SVB  (10) άσκησε ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών), αιτούντος δικαστηρίου εν προκειμένω, αναιρέσεις κατά των αποφάσεων αυτών, προβάλλοντας ότι η ρήτρα επιείκειας δεν καθιστά δυνατό να αποκλεισθεί η εφαρμογή των άρθρων 6bis, αρχή και στοιχείο b, του AKW και του AOW.

11.      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Franzen κ.λπ., δεν είναι σε θέση να απαντήσει, χωρίς εύλογη αμφιβολία, στο ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης συνεπάγεται ότι, υπό τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή.

12.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία στις δύο υποθέσεις και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

Υπόθεση van den Berg και Giesen (C–95/18):

«1)      α)      Πρέπει τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές, σε περιπτώσεις όπως οι επίμαχες, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως εκείνη του άρθρου 6bis, αρχή και στοιχείο b, του AOW; Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται ότι κάτοικος των Κάτω Χωρών δεν είναι ασφαλισμένος στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του εν λόγω κράτους κατοικίας σε περίπτωση κατά την οποία αυτός ο κάτοικος ημεδαπής εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος και υπόκειται, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1408/71, στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως. Οι υπό κρίση περιπτώσεις χαρακτηρίζονται από το ότι οι ενδιαφερόμενοι, βάσει της νομοθετικής ρυθμίσεως του κράτους απασχολήσεως, δεν δικαιούνται σύνταξη γήρατος λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της εκεί εργασίας τους.

1)      β)      Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το ότι, για κάτοικο αναρμόδιου βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1408/71 κράτους κατοικίας, δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής εισφορών στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του εν λόγω κράτους κατοικίας; Πράγματι, για τις περιόδους κατά τις οποίες αυτός ο κάτοικος ημεδαπής εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται, βάσει του [ως άνω άρθρου 13], αποκλειστικά στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους απασχολήσεως και, επιπλέον, η ολλανδική εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει, σε τέτοιες περιπτώσεις, υποχρέωση καταβολής εισφορών.

2)      Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν σε προαιρετική ασφάλιση σύμφωνα με τον AOW ή το ότι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν από το SVB να συνάψει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού 1408/71;

3)      Αποκλείει το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71 το ενδεχόμενο να θεμελιώνεται για κάποιον όπως η σύζυγος του H. D. Giesen, η οποία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1989 ήταν ασφαλισμένη, βάσει μόνον της εθνικής νομοθεσίας, στη χώρα κατοικίας της, δηλαδή στις Κάτω Χώρες, σύμφωνα με τον AOW, δικαίωμα παροχών γήρατος δυνάμει της ασφαλίσεως αυτής, καθόσον πρόκειται για περιόδους κατά τις οποίες, βάσει αυτής της διατάξεως του κανονισμού [αυτού], υπαγόταν, λόγω της εργασίας της σε άλλο κράτος μέλος, στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους απασχολήσεως; Ή πρέπει το δικαίωμα παροχής δυνάμει του AOW να χαρακτηριστεί ως δικαίωμα παροχής το οποίο, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις που αφορούν τη μισθωτή εργασία ή την ασφάλιση κατά την έννοια της αποφάσεως Bosmann, έτσι ώστε το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής να μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της;»

Υπόθεση Franzen (C-96/18):

«1)      Πρέπει τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές, σε περίπτωση όπως η επίμαχη, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως εκείνη του άρθρου 6bis, αρχή και στοιχείο b, του AΚW; Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται ότι κάτοικος των Κάτω Χωρών δεν είναι ασφαλισμένος στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του εν λόγω κράτους κατοικίας σε περίπτωση κατά την οποία αυτός ο κάτοικος ημεδαπής εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος και υπόκειται, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1408/71, στη κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως. Η υπό κρίση περίπτωση χαρακτηρίζεται από το ότι η ενδιαφερόμενη, βάσει της νομοθετικής ρυθμίσεως του κράτους απασχολήσεως, δεν δικαιούται οικογενειακό επίδομα λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της εκεί εργασίας της.

2)      Έχει σημασία για την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα το ότι η ενδιαφερόμενη είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από το SVB να συνάψει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού 1408/71;»

13.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο F. van den Berg, το SVB, η Τσεχική, η Ολλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με εξαίρεση την Τσεχική Κυβέρνηση, οι ως άνω μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία καθώς και η C. E. Franzen, παρέστησαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 23 Ιανουαρίου 2019 και υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις.

II.    Ανάλυση

1.      Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18)

14.      Ο F. van den Berg υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18) δεν είναι παραδεκτή. Προς τούτο, ισχυρίζεται ότι, εφόσον στις υποθέσεις που αφορούν το άρθρο 6bis του AOW δεν μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το τελευταίο δεν έπρεπε να εξετάσει την υπόθεση επί της ουσίας και δεν είναι αρμόδιο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

15.      Επειδή , κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου (11), φρονώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί και ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18) είναι παραδεκτή.

2.      Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18) καθώς και επί των ερωτημάτων στην υπόθεση Franzen (C-96/18)

16.      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18) καθώς και με τα δύο ερωτήματα στην υπόθεση Franzen (C‑96/18), τα οποία προτείνω να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας διακινούμενος εργαζόμενος που κατοικεί στο κράτος μέλος αυτό, ο οποίος υπόκειται στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως για τις επίμαχες χρονικές περιόδους, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1408/71, δεν είναι ασφαλισμένος στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και, ως εκ τούτου, δεν δικαιούται ούτε σύνταξη γήρατος ούτε οικογενειακά επιδόματα, μολονότι το εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους απασχολήσεως δεν του παρέχει κανένα δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή οικογενειακά επιδόματα βάσει των εν λόγω περιόδων. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης το Δικαστήριο αν η δυνατότητα του εν λόγω προσώπου να υπαχθεί σε προαιρετική ασφάλιση βάσει του AOW ή η δυνατότητα να ζητήσει τη σύναψη συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού 1408/71 ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

17.      Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να διατυπωθούν ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

18.      Πρώτον, όσον αφορά τις περιστάσεις και την κατάσταση των ενδιαφερόμενων των κύριων δικών, υπενθυμίζω κατ’ αρχάς ότι, λόγω του ήσσονος χαρακτήρα των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο ωρών ή εισοδημάτων, οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών είναι υποχρεωτικώς ασφαλισμένοι μόνο στο Unfallversicherung (γερμανικό σύστημα εκ του νόμου ασφαλίσεως κατά των εργατικών ατυχημάτων), το οποίο κατά πάσα πιθανότητα προστατεύει περισσότερο τον εργοδότη παρά τον μισθωτό, χωρίς πρόσβαση σε κανένα άλλο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των επίμαχων περιόδων. Περαιτέρω, από τις συζητήσεις κατά την προφορική διαδικασία προέκυψε ότι οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών ενθαρρύνθηκαν από τις ολλανδικές αρχές να δεχθούν θέσεις εργασίας στη Γερμανία, παρά την έλλειψη κοινωνικής προστασίας που απορρέει από τη φύση των εν λόγω θέσεων εργασίας, αντί να μείνουν άνεργοι στις Κάτω Χώρες. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επισημάνθηκε επίσης ότι, αν οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών είχαν παραμείνει στις Κάτω Χώρες χωρίς να ασκούν εκεί επαγγελματική δραστηριότητα, θα είχαν υπαχθεί στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του εν λόγω κράτους μέλους και θα είχαν λάβει οικογενειακές παροχές ή θα είχαν συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα, δεδομένου ότι οι εισφορές καλύπτονται από το ίδιο το κράτος. Τέλος, όσον αφορά την C. E. Franzen, αυτή έχει απολέσει πλήρως το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγούνταν για τη θυγατέρα της, την οποία ανέτρεφε μόνη της, ενώ οι συντάξεις γήρατος ή το επίδομα συντρόφου των F. van den Berg και H. D. Giesen μειώθηκαν κατά 10 % και 16 % αντίστοιχα, πράγμα που αναμφισβήτητα αποτελεί σημαντική μείωση (12).

19.      Δεύτερον, όσον αφορά το νομικό πλαίσιο των παρουσών αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση βεβαίωσε ότι η ολλανδική ρήτρα αποκλεισμού, σύμφωνα με την οποία δεν θεωρείται ασφαλισμένο το πρόσωπο που υπόκειται στη νομοθεσία άλλου κράτους δυνάμει διεθνούς συμβάσεως ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού, θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71.

20.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι ο μηχανισμός συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τον οποίο προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός έχει ως σκοπό, όπως αναφέρεται στη δεύτερη και στην τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ταυτόχρονη τήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως (13). Κατά συνέπεια, οι θεμελιώδεις αρχές του εν λόγω κανονισμού καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού προστασίας των εργαζομένων χωρίς να υπάρξει εναρμόνιση στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (14).

21.      Σε αυτό το πλαίσιο, δυνάμει της αρχής της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους, έκφραση της οποίας αποτελεί, ιδίως, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο εργαζόμενος επί του οποίου έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός υπόκειται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους (15).

22.      Επιπλέον , το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, κατά το οποίο το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, προβλέπει την εφαρμογή της lex loci laboris.

23.      Η αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1408/71 (16) αποτελεί κανόνα συγκρούσεως νόμων ο οποίος, όπως οι άλλοι κανόνες συγκρούσεως που περιέχονται στον τίτλο II του κανονισμού αυτού, αποβλέπει στην αποφυγή συγκρούσεων νόμων οι οποίες διαφορετικά ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία.

24.      Συγκεκριμένα, η αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους αποσκοπεί, αφενός, στην αποφυγή της εφαρμογής περισσότερων της μιας εθνικών νομοθεσιών κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου εργασίας και των περιπλοκών που μπορούν να ανακύψουν εντεύθεν (17) και, αφετέρου, στην «αποφυγή του ενδεχομένου τα υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω ανυπαρξίας οποιασδήποτε εφαρμοστέας νομοθεσίας» (18).

25.      Ο συντονισμός που θεσπίζεται με τον κανονισμό 1408/71 και ιδίως με το άρθρο του 13 στηρίζεται επίσης στην αντίληψη ότι, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, ο διακινούμενος εργαζόμενος θα έχει στη διάθεσή του, σύμφωνα με κάθε μία από τις νομοθεσίες αυτές, περίπου ισοδύναμη συνολική προστασία καλύπτουσα λίγο ή πολύ όλους τους κινδύνους τους οποίους καλύπτει ο εν λόγω κανονισμός (19).

26.      Από τη νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους δεν είναι τόσο άκαμπτη όσο οι πρώτες αποφάσεις του Δικαστηρίου είχαν αφήσει να νοηθεί, ιδίως όσον αφορά το λεγόμενο «μη αρμόδιο» κράτος μέλος, δηλαδή το κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία δεν έχει εφαρμογή.

27.      Ασφαλώς, σε ένα πρώτο στάδιο, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσδιορισμός της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ως της εφαρμοστέας νομοθεσίας επί ορισμένου εργαζομένου έχει ως αποτέλεσμα ότι μόνον η εν λόγω νομοθεσία έχει εφαρμογή στον εργαζόμενο αυτόν, εμποδίζοντας ένα μη αρμόδιο κράτος μέλος να του χορηγήσει παροχές (20). Κατά συνέπεια, έκρινε επίσης ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71 αποκλείει το ενδεχόμενο ένα μη αρμόδιο κράτος να επιβάλλει εισφορές για την αμοιβή που εισπράττει εργαζόμενος στο πλαίσιο δραστηριότητας που ασκείται σε άλλο κράτος μέλος και επομένως αυτός υπόκειται στην κοινωνική νομοθεσία του τελευταίου κράτους (21).

28.      Ωστόσο, σε δεύτερο στάδιο, το Δικαστήριο μετρίασε κάπως τη θέση αυτή.

29.      Συγκεκριμένα , στην απόφαση Bosmann, μολονότι έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει το κράτος μέλος που δεν είναι αρμόδιο δυνάμει του κανονισμού 1408/71 να χορηγεί παροχές, το Δικαστήριο προσέθεσε, εντούτοις, ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού δεν απαγορεύει σε διακινούμενο εργαζόμενο, ο οποίος υπάγεται στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους απασχολήσεως, να λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, οικογενειακές παροχές εντός του τελευταίου αυτού κράτους. Το Δικαστήριο επανέλαβε τη θέση αυτή στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, von Chamier‑Glisczinski (22), στην οποία έκρινε επίσης ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των συστημάτων και της νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας μπορεί να είναι κατά το μάλλον ή ήττον ευνοϊκή ή δυσμενής όσον αφορά την κοινωνική προστασία και ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν μπορούν να εγγυηθούν σε ένα πρόσωπο που έχει κοινωνική ασφάλιση ότι μια μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος θα είναι ουδέτερη ως προς το θέμα αυτό. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται δυσμενή διάκριση ή μειονέκτημα απλώς και μόνον επειδή έχει δυσμενείς συνέπειες όταν εφαρμόζεται, σύμφωνα με τους μηχανισμούς συντονισμού, σε συνδυασμό με το σύστημα άλλου κράτους μέλους (23).

30.      Τέλος, η απόφαση της 12ης Ιουνίου 2012, Hudzinski και Wawrzyniak (24), διεύρυνε τις δυνατότητες που απορρέουν από την απόφαση Bosmann για το μη αρμόδιο κράτος μέλος καθόσον οι περιπτώσεις των W. Hudzinski και J. Wawrzyniak ήταν πολύ διαφορετικές από εκείνη της B. Bosmann. Αφενός, από την απόφαση εκείνη προκύπτει ότι το γεγονός ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν απώλεσαν δικαιώματα για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε μειώθηκαν οι παροχές αυτές στο αρμόδιο κράτος μέλος (στη Δημοκρατία της Πολωνία) λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, δεν μπορεί από μόνο του να αποκλείσει το ενδεχόμενο ένα μη αρμόδιο κράτος μέλος να μπορεί να χορηγήσει κοινωνικές παροχές. Αφετέρου, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η κατοικία δεν αποτελεί το μοναδικό συνδετικό στοιχείο με το μη αρμόδιο κράτος μέλος, αλλά ότι άλλα συνδετικά στοιχεία, όπως η υπαγωγή των εισοδημάτων σε φόρο, μπορούν να θεωρηθούν αρκούντως ισχυρά ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση της παροχής.

31.      Είναι προφανές ότι στις αποφάσεις εκείνες δεν αμφισβητήθηκε η αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε καμία υποχρέωση του μη αρμόδιου κράτους μέλους να χορηγήσει κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, ανάλυση των αποφάσεων αυτών και, ιδίως, της αποφάσεως της 12ης Ιουνίου 2012, Hudzinski και Wawrzyniak (25), πέραν της περιπτωσιολογίας που απορρέει από τις διαφορές όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, δείχνει ότι το Δικαστήριο εξαρτά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1408/71 από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (26).

32.      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

33.      Εν προκειμένω, οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών, Ολλανδοί υπήκοοι οι οποίοι κατοικούν στις Κάτω Χώρες, άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο αναγνωρίζεται από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ προκειμένου να μεταβούν να εργαστούν στη Γερμανία.

34.      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων «αποσκοπεί στη διευκόλυνση της εκ μέρους των υπηκόων της Ένωσης, ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων οποιασδήποτε φύσεως στο έδαφος της Ένωσης και αποκλείει μέτρα που θα μπορούσαν να είναι δυσμενή για τους εν λόγω υπηκόους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πλην του κράτους μέλους καταγωγής τους». Επομένως, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε κάθε εθνικό μέτρο, του κράτους μέλους υποδοχής ή του κράτους μέλους καταγωγής, το οποίο δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης, της θεμελιώδους ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο αυτό (27).

35.      Όπως ισχυρίστηκαν οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να εγγυηθεί στον ασφαλισμένο ότι η μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος θα είναι ουδέτερη όσον αφορά τον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι η εφαρμογή, ενδεχομένως δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1408/71, εθνικής ρυθμίσεως που είναι λιγότερο ευνοϊκή όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί, κατ’ αρχήν, να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων (28).

36.      Η ως άνω θέση του Δικαστηρίου βασίζεται στο γεγονός ότι το άρθρο 48 ΣΛΕΕ προβλέπει συντονισμό των νομοθεσιών των κρατών μελών, και όχι εναρμόνισή τους. Επομένως, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που είναι ασφαλισμένα σε αυτά δεν επηρεάζονται από τη διάταξη αυτή, καθόσον κάθε κράτος μέλος παραμένει αρμόδιο να καθορίζει με τη νομοθεσία του, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

37.      Τούτου λεχθέντος, κατά τον καθορισμό αυτών των προϋποθέσεων χορηγήσεως τα κράτη μέλη περιορίζονται, μεταξύ άλλων, από την αρχή της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή εθνικών μέτρων αποκλεισμού. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή καθιστά δυνατή την εύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ της αρχής της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους η οποία διατυπώνεται στον κανονισμό 1408/71 και της προστασίας που πρέπει να παρέχεται στους διακινούμενους εργαζομένους, μέσω της δυνατότητας του μη αρμόδιου κράτους, όπως αυτή ήδη αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, να χορηγεί παροχές.

38.      Επισημαίνω συναφώς ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις των συγκεκριμένων υποθέσεων, η εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού δεν δημιουργεί για τους ενδιαφερομένους των κύριων δικών ένα απλώς και μόνον μειονέκτημα, αλλά καταλήγει στο να τους στερεί από την κάλυψη στο κράτος μέλος κατοικίας απλώς και μόνον επειδή εργάστηκαν σε άλλο κράτος μέλος, έστω και αν αποκλείονταν, στο κράτος μέλος απασχολήσεως, από οποιαδήποτε κοινωνική προστασία κατά τη διάρκεια των επίμαχων χρονικών περιόδων (29). Επομένως, οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών υφίστανται όχι μόνο δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με έναν εργαζόμενο που έχει πραγματοποιήσει όλη τη σταδιοδρομία του στις Κάτω Χώρες, αλλά και μεταχείριση που βαίνει πέραν των ορίων της αρχής της αναλογικότητας.

39.      Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού που προβλέπεται από την ολλανδική νομοθεσία για την υλοποίηση της αρχής της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους έχει συνέπειες σαφώς δυσανάλογες και (μάλιστα προφανώς) έχει ως αποτέλεσμα να θίγει ή να καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης που κατοικούν στις Κάτω Χώρες, της ελευθερίας κυκλοφορίας των εργαζομένων. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί ένα απλώς και μόνον μειονέκτημα που απορρέει από την έλλειψη εναρμονίσεως των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως εντός της Ένωσης. Είναι η άμεση συνέπεια της εφαρμογής της ολλανδικής ρήτρας αποκλεισμού.

40.      Επιπλέον, ένας τέτοιος περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις αυτής της κλασικής αρχής του δικαίου της Ένωσης (30).

41.      Συναφώς, η Ολλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση ισχυρίστηκαν, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι κανόνες συγκρούσεως και κατανομής αρμοδιοτήτων που θέσπισε ο κανονισμός 1408/71 αποσκοπούν, πέραν της προστασίας των εργαζομένων, στη διασφάλιση δίκαιης και ισότιμης κατανομής του οικονομικού βάρους μεταξύ των κρατών μελών, μέσω αντιστοιχίσεως μεταξύ της χρηματοδοτήσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και των σχετικών δαπανών στο μέτρο που, αν ένα κράτος μέλος είναι, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, το αρμόδιο κράτος μέλος για την κοινωνική ασφάλιση ενός εργαζομένου, τότε οι εισφορές καθώς και οι παροχές πρέπει να χρηματοδοτούνται και να καταβάλλονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού.

42.      Μολονότι δεν αμφισβητώ τη νομιμότητα ενός τέτοιου σκοπού πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι οι αρχές του κανονισμού 1408/71 και ο συντονισμός που ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει διασφαλίζουν επίσης την ακεραιότητα των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και, ειδικότερα, τις διαφορές τους όσον αφορά τόσο την κάλυψη όσο και τη χρηματοδότηση (31), φρονώ ότι, ούτως ή άλλως, η ολλανδική νομοθεσία υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξή του όρια.

43.      Είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, το κράτος μέλος που δεν είναι αρμόδιο δυνάμει του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να επιβάλλει εισφορές και ότι οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών δεν έχουν, κατά συνέπεια, καταβάλει εισφορές στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως για τις περιόδους κατά τις οποίες εργάστηκαν στη Γερμανία.

44.      Ωστόσο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θα μπορούσε να προβλέψει μέτρα εναλλακτικά της εφαρμογής της ρήτρας αποκλεισμού, προσαρμοσμένα στην κατάσταση των ενδιαφερόμενων των κύριων δικών ώστε να καταστήσει δυνατή την ένταξή τους στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής προστασίας έναντι καταβολής εισφορών.

45.      Μ ολονότι το Δικαστήριο δέχεται κατά πάγια νομολογία ότι τα μη αρμόδια κράτη δεν μπορούν να επιβάλλουν υποχρέωση καταβολής εισφορών, κατά την άποψή μου, ο περιορισμός αυτός δεν τους απαγορεύει να προτείνουν τη χορήγηση παροχών έναντι προαιρετικών εισφορών, αν μια τέτοια δυνατότητα πράγματι ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις χορηγήσεως για τα άλλα πρόσωπα που καλύπτονται από την εθνική νομοθεσία. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, αν είχαν παραμείνει άνεργοι στις Κάτω Χώρες, οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν υπαχθεί στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, τούτο δε με έξοδα του εν λόγω κράτους μέλους (32).

46.      Επιπλέον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία να κινήσει τη σχετική διαδικασία και να διαπραγματευθεί μια συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού 1408/71 (33), με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να προβλέπει την ένταξη των ενδιαφερόμενων των κύριων δικών στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, την καταβολή εισφορών προσαρμοσμένων στο, ιδιαίτερα χαμηλό, επίπεδο εισοδημάτων τους καθώς και μια ρύθμιση μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το μέρος των εισφορών που συνήθως επιβαρύνει τον εργοδότη.

47.      Ομοίως, η δυνατότητα υπαγωγής σε προαιρετική ασφάλιση δυνάμει του AOW δεν μπορεί να διασφαλίσει τη συμβατότητα της ρήτρας αποκλεισμού με το δίκαιο της Ένωσης, αν η δυνατότητα αυτή δεν είναι διαμορφωμένη κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση εργαζομένων όπως ο F. van den Berg και η σύζυγος του H. D. Giesen, και, ιδίως, τα χαμηλά εισοδήματά τους.

48.      Υπό αυτές τις συνθήκες, η εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού και ο άνευ ετέρου αποκλεισμός των ενδιαφερόμενων των κύριων δικών από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες υπερβαίνουν τα όρια που είναι αναγκαία για την διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

49.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ αντιτίθενται στην εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού του άρθρου 6bis, αρχή και στοιχείο b, του AKW και του άρθρου 6bis, αρχή και στοιχείο b, του AOW.

3.      Επί του τρίτου ερωτήματος στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18)

50.      Με το τρίτο ερώτημα στην υπόθεση van den Berg και Giesen (C-95/18), το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν το δικαίωμα λήψεως παροχής δυνάμει του AOW πρέπει να χαρακτηριστεί ως δικαίωμα λήψεως παροχής το οποίο, κατά την εθνική νομοθεσία, δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις σχετικές με την απασχόληση ή την ασφάλιση.

51.      Συγκεκριμένα, με το ερώτημα αυτό, το οποίο αφορά την κατάσταση της συζύγου του H. D. Giesen (34), το εθνικό δικαστήριο διερωτάται ως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως Bosmann. Ειδικότερα, ζητεί να διευκρινιστεί αν το Δικαστήριο, με την απόφαση εκείνη και την απόφαση Franzen κ.λπ., εξάρτησε τη δυνατότητα του κράτους μέλους κατοικίας να χορηγεί τις επίμαχες παροχές από το γεγονός ότι, κατά τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους, οι παροχές αυτές δεν υπόκεινται σε προϋποθέσεις σχετικές με την απασχόληση ή την ασφάλιση.

52.      Μολονότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει ποιες ήταν οι προϋποθέσεις, κατά την επίμαχη περίοδο, για τη χορήγηση παροχών γήρατος, ο καθορισμός του περιεχομένου και της ερμηνείας των αποφάσεων Bosmann και Franzen κ.λπ. εναπόκειται, όπως είναι φυσικό, στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των προνομιών του όσον αφορά τις προδικαστικές αποφάσεις.

53.      Είναι αληθές ότι, στην απόφαση Bosmann, το Δικαστήριο έδωσε μεγάλη σημασία στις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 28 της εν λόγω αποφάσεως, υπογράμμισε ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες έπρεπε να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η B. Bosmann μπορούσε, βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, να λαμβάνει οικογενειακές παροχές απλώς και μόνον λόγω του ότι κατοικούσε στη Γερμανία. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης, στη σκέψη 32 της εν λόγω αποφάσεως, στο γεγονός ότι το δικαίωμα λήψεως οικογενειακής παροχής δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις σχετικές με την ασφάλιση ή την απασχόληση. Ωστόσο, το γεγονός ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός αυτό στο πλαίσιο των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως εκείνης δεν σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι εξάρτησε τη δυνατότητα χορηγήσεως των παροχών αυτών από τέτοιες προϋποθέσεις.

54.      Η ανάλυση αυτή, κατά την άποψή μου, ενισχύεται από την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2012, Hudzinski και Wawrzyniak (35), στην οποία το γεγονός ότι η επίμαχη παροχή δεν εξηρτάτο από προϋποθέσεις σχετικές με την απασχόληση ή την ασφάλιση δεν επηρέασε την ερμηνεία την οποία έδωσε το Δικαστήριο και, κατά τη γνώμη μου, δεν μεταβλήθηκε με την απόφαση Franzen κ.λπ.

55.      Συγκεκριμένα, πρώτον, οι περιστάσεις που επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αποφάσεως Franzen κ.λπ. συνιστούν προέκταση της αναλύσεως στην προηγούμενη σκέψη, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνταν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις χορηγήσεως παροχών δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας και ότι η χορήγηση των παροχών αυτών δεν θα είχε ως αποτέλεσμα τη σώρευση παροχών.

56.      Δεύτερον, επισημαίνω ότι από το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στη σκέψη 65 της αποφάσεως Franzen κ.λπ. (ότι, κατά τρόπο ανάλογο με την απόφαση Bosmann, το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71 δεν αντιτίθεται στη χορήγηση τέτοιων παροχών από το κράτος μέλος κατοικίας) προκύπτει εμμέσως, αλλά κατ’ ανάγκην, ότι η εξαίρεση από την αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους που αναγνωρίζεται με την τελευταία αυτή απόφαση δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος κατοικίας δεν συνδέει τη χορήγηση κοινωνικών παροχών με προϋποθέσεις που αφορούν την απασχόληση ή την ασφάλιση.

57.      Ωστόσο, από τις αποφάσεις εκείνες προκύπτει ότι αυτή η δυνατότητα του κράτους μέλους κατοικίας υφίσταται μόνον κατά το μέτρο που η χορήγηση της επίμαχης παροχής απορρέει από τη νομοθεσία του κράτους αυτού και ο εργαζόμενος πληροί τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις, αρκεί οι εν λόγω προϋποθέσεις να είναι αναλογικές με την κατάσταση του εργαζομένου αυτού και να μην είναι αυστηρότερες από τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους άλλους δικαιούχους της εν λόγω παροχής.

58.      Συναφώς, επισημαίνω ότι, στη σκέψη 64 της αποφάσεως Franzen κ.λπ., το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπόθεση εκείνη, επιβεβαιώθηκε ότι η προϋπόθεση κατοικίας αρκούσε για την υπαγωγή στο εκ του νόμου ολλανδικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος. Επιπλέον, από τις σκέψεις 63 και 64 της αποφάσεως εκείνης προκύπτει ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υπαγωγή στην ασφάλιση αποτελούσε προϋπόθεση για τη χορήγηση παροχών γήρατος. Αντιθέτως, η Ολλανδική Κυβέρνηση επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις υπό κρίση υποθέσεις ότι, μολονότι η προϋπόθεση κατοικίας είναι πράγματι επαρκής για την υπαγωγή στο εκ του νόμου ολλανδικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, για τη χορήγηση παροχών γήρατος θα ήταν αναγκαία η καταβολή εισφορών. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει ποιες ήταν, για την επίμαχη περίοδο, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των παροχών γήρατος.

59.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε στο σημείο 18 των παρουσών προτάσεων, ότι, προφανώς, για τα πρόσωπα που κατοικούν στις Κάτω Χώρες και είναι άνεργα, το ίδιο το κράτος καταβάλλει τις εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

60.      Επομένως φρονώ ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71 δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο να χορηγηθεί σε ένα πρόσωπο, το οποίο θεωρούνταν ασφαλισμένο στο κράτος μέλος κατοικίας του κατ’ εφαρμογήν των εθνικών διατάξεων, δικαίωμα παροχών γήρατος για περίοδο κατά την οποία το πρόσωπο αυτό εργαζόταν σε άλλο κράτος μέλος. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει ότι η χορήγηση της επίμαχης παροχής απορρέει από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και ότι ο εργαζόμενος πληροί τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις.

III. Πρόταση

61.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) ως εξής:

1)      Τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ αντιτίθενται στην εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου κράτους μέλους δυνάμει της οποίας διακινούμενος εργαζόμενος κάτοικος του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος, βάσει του άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1997, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, υπόκειται στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως, δεν είναι ασφαλισμένος στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και, ως εκ τούτου, δεν δικαιούται ούτε σύνταξη γήρατος ούτε οικογενειακά επιδόματα, ακόμη και αν το εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους απασχολήσεως δεν του παρέχει κανένα δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές πέραν της προστασίας, κατά τη διάρκεια των περιόδων απασχολήσεώς του, έναντι εργατικών ατυχημάτων.

2)      Το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1992/2006, δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο να χορηγηθεί σε ένα πρόσωπο, το οποίο θεωρούνταν ασφαλισμένο στο κράτος μέλος κατοικίας του κατ’ εφαρμογήν των εθνικών διατάξεων, δικαίωμα παροχών γήρατος για περίοδο κατά την οποία το πρόσωπο αυτό εργαζόταν σε άλλο κράτος μέλος. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει ότι η χορήγηση της επίμαχης παροχής απορρέει από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και ότι ο εργαζόμενος πληροί τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Δυνατότητα που αναγνωρίζεται με την απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, Bosmann (C-352/06, στο εξής: απόφαση Bosmann, EU:C:2008:290). Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


3      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 392, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71).


4      Απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Franzen κ.λπ. (C-382/13, στο εξής: απόφαση Franzen κ.λπ., EU:C:2015:261).


5      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση Franzen κ.λπ. (C-382/13, EU:C:2014:2190). Το νομικό πλαίσιο εκτίθεται στα σημεία 3 έως 24 των προτάσεων εκείνων, ενώ τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα εκτίθενται στα σημεία 25 έως 42 των εν λόγω προτάσεων.


6      Το νομικό πλαίσιο εκτίθεται στις σκέψεις 3 έως 22 της αποφάσεως Franzen κ.λπ., οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα εκτίθενται στις σκέψεις 23 έως 38 της αποφάσεως εκείνης.


7      Υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα επιείκειας προβλέπεται από τα Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen (διατάγματα περί διευρύνσεως και περιορισμού του κύκλου των ασφαλισμένων στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως) της 3ης Μαΐου 1989 (Stb. 1989, αριθ. 164, στο εξής: BUB 1989) και της 24ης Δεκεμβρίου 1998 (Stb. 1998, αριθ. 746, στο εξής: BUB 1999). Τα εν λόγω διατάγματα, τα οποία έχουν εφαρμογή επί των ενδιαφερομένων προσώπων, επιτρέπουν στο Raad van Bestuuur van de Sociale Verzekeringsbank (διοικητικό συμβούλιο του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, Κάτω Χώρες, στο εξής: SVB), στο πλαίσιο του BUB 1989, να παρεκκλίνει σε ορισμένες περιπτώσεις από τις άλλες διατάξεις του διατάγματος αυτού, ώστε να αποκαθιστά ιδιαιτέρως σοβαρές αδικίες δυνάμενες να οφείλονται στην υποχρέωση ασφαλίσεως ή στην εξαίρεση από αυτήν βάσει του εν λόγω διατάγματος, ή, στο πλαίσιο του BUB 1999, να μην εφαρμόζει διατάξεις του διατάγματος αυτού ή ακόμη και να παρεκκλίνει από αυτές, εφόσον αυτή η εφαρμογή τους, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της διευρύνσεως και του περιορισμού του κύκλου των ασφαλισμένων, θα είχε ως αποτέλεσμα ιδιαιτέρως σοβαρή αδικία οφειλόμενη αποκλειστικά στην υποχρέωση ασφαλίσεως ή στην εξαίρεση από αυτήν βάσει του δευτέρου αυτού διατάγματος.


8      Στο εξής, από κοινού: ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών.


9      Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει των ρητρών αποκλεισμού που προβλέπονται στα άρθρα 6bis, αρχή και στοιχείο b, του Algemene Kinderbijslagwet (γενικού νόμου περί οικογενειακών επιδομάτων), της 26ης Απριλίου 1962 (Stb. 1962, αριθ. 160, στο εξής: AKW), και του Algemene Ouderdomswet (γενικού νόμου περί ασφαλίσεως γήρατος), της 31ης Μαΐου 1956 (Stb. 1956, αριθ. 281, στο εξής: AOW), κατά τα οποία οι ενδιαφερόμενοι των κύριων δικών, εφόσον υπόκεινται στη νομοθεσία άλλου κράτους δυνάμει διεθνούς συμβάσεως ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού, δεν θεωρούνται ασφαλισμένοι στις Κάτω Χώρες.


10      Βλ. υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.


11      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Promociones y Construcciones BJ 200 (C-125/12, EU:C:2013:392, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι σε μια τέτοια περίπτωση η σύνταξη μειώνεται κατά 2 % για κάθε έτος για το οποίο ο εργαζόμενος δεν ήταν ασφαλισμένος στις Κάτω Χώρες. Εν προκειμένω, η σύνταξη του F. van den Berg μειώθηκε αρχικά κατά 14 %, λαμβανομένου υπόψη ότι επί επτά έτη εργάστηκε στη Γερμανία. Με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2008, η διοικητική ένστασή του κατά της αποφάσεως χορηγήσεως μειωμένης συντάξεως γήρατος κρίθηκε εν μέρει βάσιμη και η μείωση καθορίστηκε στο 10 %. Στην περίπτωση του H. D. Giesen, το επίδομα συντρόφου που λαμβάνει για τη σύζυγό του μειώθηκε κατά 16 %.


13      Βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Nikula (C-50/05, EU:C:2006:493, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Βλ. Kessler, F., «Sécurité sociale: Coordination des régimes de base – Champ d’application – Principes généraux», Répertoire de droit européen, Encyclopédie juridique Dalloz, Dalloz, Παρίσι, Ιανουάριος 2016, σημείο 153.


15      Βλ. απόφαση Franzen κ.λπ. (σκέψεις 41 και 42).


16      Ο κανονισμός 3 του Συμβουλίου περί της κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων (JO 1958, P 30, σ. 561) δεν θέσπιζε την αρχή αυτή ως τέτοια. Ωστόσο, στην απόφαση της 9ης Ιουνίου 1964, Nonnenmacher (92/63, EU:C:1964:40), το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση να προβλεφθεί η υποχρεωτική εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας αποτελεί το βασικό στοιχείο του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού.


17      Βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, Ten Holder (302/84, EU:C:1986:242, σκέψη 19).


18      Απόφαση της 3ης Μαΐου 1990, Kits van Heijningen (C-2/89, EU:C:1990:183, σκέψη 12), η υπογράμμιση δική μου.


19      Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι οι κανόνες συγκρούσεως δεν δίνουν, κατ’ αρχήν, σημασία στην προστασία που παρέχεται με τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και είναι ουδέτεροι έναντι των εθνικών νομοθεσιών.


20      Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1986, Ten HolderTen HolderTen Holder (302/84, EU:C:1986:242, σκέψεις 19 έως 23), και της 10ης Ιουλίου 1986, Luijten (60/85, EU:C:1986:307, σκέψεις 12 έως 16).


21      Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 1977, Perenboom (102/76, EU:C:1977:71, σκέψεις 10 έως 15).


22      C-208/07 (EU:C:2009:455, σκέψεις 55 και 56).


23      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, von Chamier-Glisczinski (C-208/07, EU:C:2009:455, σκέψεις 84, 85 και 87).


24      C-611/10 και C-612/10 (EU:C:2012:339).


25      C-611/10 και C-612/10 (EU:C:2012:339).


26      Rennuy, N., «The emergence of a parallel system of social security coordination», Common market law review, τόμος 50, αριθ. 5, Kluwer Law International, Alphen aan de Rijn, 2013, σ. 1221 έως 1266, ιδίως, σ. 1256 επ.


27      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Erzberger (C-566/15, EU:C:2017:562, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η υπογράμμιση δική μου.


28      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, von Chamier-Glisczinski (C-208/07, EU:C:2009:455, σκέψη 85), και της 12ης Ιουνίου 2012, Hudzinski και Wawrzyniak (C-611/10 και C-612/10, EU:C:2012:339, σκέψεις 42 και 43 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


29      Εκτός από την υποχρεωτική ασφάλιση που καλύπτει τους κινδύνους εργατικών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια αυτών των ίδιων σαφώς καθορισμένων περιόδων. Υπενθυμίζω, ούτως ή άλλως, ότι δεν υποβλήθηκε στο Δικαστήριο το ζήτημα της συμβατότητας της γερμανικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, οπότε το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επ’ αυτού ούτε να λάβει θέση σχετικά με ένα πιθανό φαινόμενο κοινωνικού ντάμπινγκ της εν λόγω νομοθεσίας. Σχετικά με το ζήτημα του κοινωνικού ντάμπινγκ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βλ. Mazuyer, E., Carpano, E., και Chastagnaret, M., La concurrence réglementaire, sociale et fiscale dans l’Union européenne, Larcier, Βρυξέλλες, 2016, καθώς και Defossez, A., Le dumping social dans l’Union européenne, Larcier, Βρυξέλλες, 2014.


30      Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να γίνει δεκτό μόνον υπό την προϋπόθεση ότι επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, ότι είναι κατάλληλο για τη διασφάλιση της υλοποιήσεως του σκοπού αυτού και ότι δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαΐου 2013, Wencel, C‑589/10, EU:C:2013:303,σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Σχετικά με τα μοντέλα κοινωνικής ασφαλίσεως, βλ., μεταξύ άλλων, Omarjee, I., Droit européen de la protection sociale, Bruylant, Βρυξέλλες, 2018, σ. 5 και υποσημειώσεις 29 και 30· Paolillo, M., και Morsa, M., La sécurité sociale des travailleurs salariés, Larcier, Βρυξέλλες, 2010, σ. 174. Βλ., επίσης, Pennings, F., «Co-ordination of social security on the basis of the State-of-employment principle: Time for an alternative?», Common Market Law Review, τόμος 42, αριθ. 1, Kluwer Law International, Alphen aan de Rijn, 2005, σ. 67 έως 89, ιδίως σ. 77. Για πλήρη εικόνα των συστημάτων χρηματοδοτήσεως στα κράτη μέλη της Ένωσης, βλ. Omarjee, Ι., όπ.π., σ. 6 και υποσημειώσεις 34 έως 38.


32      Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


33      Στο μέτρο που η διάταξη αυτή είναι, κατ’ ουσίαν, η ίδια με εκείνη του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1), βλ., για σχολιασμό, Steinmeyer, H-D., «Article 16 Exceptions to articles 11 to 15», EU Social Security Law: a Commentary on EU Regulations 883/2004 and 987/2009, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2015, σ. 188 έως 192.


34      Υπενθυμίζω ότι, κατά την περίοδο από τις 19 Μαΐου 1988 έως την 1η Ιανουαρίου 1989, η σύζυγος του H. D. Giesen ήταν ασφαλισμένη βάσει του AOW ως κάτοικος ημεδαπής, καθόσον το άρθρο 6a, αρχή και στοιχείο b, του AOW θεσπίστηκε με τον wet tot wijziging van een aantal sociale verzekeringswetten strekkend tot verduidelijking van het in die wetten opgenomen begrip verzekerde en de met het verzekerd zijn onlosmakelijk verbonden premieplicht (wet verduidelijking verzekerings- en premieplicht) [νόμο περί τροποποιήσεως ορισμένων νόμων περί κοινωνικής ασφαλίσεως προκειμένου να αποσαφηνιστούν η έννοια του ασφαλισμένου σε αυτούς τους νόμους και η υποχρέωση καταβολής εισφορών που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιδιότητα του «ασφαλισμένου» (νόμος που αποσαφηνίζει τις υποχρεώσεις ασφαλίσεως και καταβολής εισφορών)], της 29ης Απριλίου 1998 (Stb. 1998, αριθ. 267), και ισχύει αναδρομικά μόνον από την 1η Ιανουαρίου 1989. Κατά την ίδια αυτή περίοδο, η σύζυγος του H. D. Giesen εργαζόταν στη Γερμανία και, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, υπαγόταν στη γερμανική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς ωστόσο να επωφελείται ενός νομικού καθεστώτος παροχών γήρατος στο εν λόγω κράτος μέλος.


35      C-611/10 και C-612/10 (EU:C:2012:339).