Language of document : ECLI:EU:T:2019:57

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 5ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Φυτικές ποικιλίες – Αίτηση για τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας για τη φυτική ποικιλία Braeburn 78 (11078) – Ανάθεση σε άλλο γραφείο εξέτασης – Έκταση του ελέγχου που οφείλει να ασκήσει τοτμήμα προσφυγών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑177/16,

Mema GmbH L.G., με έδρα το Terlan (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους B. Breitinger και S. Kirschstein-Freund, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), εκπροσωπούμενου από τους M. Ekvad και F. Mattina, καθώς και από τις O. Lamberti και U. Braun‑Mlodecka, επικουρούμενους από τους A. von Mühlendahl και H. Hartwig, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ, της 15ης Δεκεμβρίου 2015 (υπόθεση A 001/2015), σχετικά με αίτηση χορηγήσεως κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας για τη φυτική ποικιλία Braeburn 78,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, V. Kreuschitz και N. Półtorak, δικαστές,

γραμματέας: R. Ükelyté, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Απριλίου 2016,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2016,

έχοντας υπόψη τη μεταβολή της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας της 24ης Οκτωβρίου 2016,

έχοντας υπόψη την απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας της 22ας Μαρτίου 2018,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Βασικός κανονισμός

1        Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας παρέχεται στις ποικιλίες που είναι διακριτές, ομοιογενείς, σταθερές και νέες.

2        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού μια ποικιλία θεωρείται ότι είναι διακριτή όταν μπορεί να διακρίνεται σαφώς, βάσει της εκδήλωσης των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από έναν ιδιαίτερο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων, από κάθε άλλη ποικιλία η ύπαρξη της οποίας είναι κοινώς γνωστή κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως χορηγήσεως κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών.

3        Το ζήτημα του κατά πόσον πληρούνται τα κριτήρια της διάκρισης, της ομοιογένειας και της σταθερότητας ελέγχεται σε κάθε περίπτωση μέσω τεχνικής εξέτασης, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 του βασικού κανονισμού.

4        Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1. Εάν το γραφείο [Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών] δεν διαπιστώσει προσκόμματα για την παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας βάσει της εξέτασης που γίνεται [όσον αφορά τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις] δυνάμει των άρθρων 53 και 54, τότε λαμβάνει μέτρα ώστε η τεχνική εξέταση του κατά πόσον πληρούνται [τα κριτήρια της διάκρισης, της ομοιογένειας και της σταθερότητας] να διενεργηθεί, σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, από το αρμόδιο γραφείο ή τα αρμόδια γραφεία στα οποία έχει ανατεθεί η τεχνική εξέταση των ποικιλιών του σχετικού είδους από το διοικητικό συμβούλιο [του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών], το οποίο εφεξής αναφέρεται ως “γραφείο ή γραφεία εξέτασης”.»

5        Κατά το άρθρο 56 του βασικού κανονισμού, η διεξαγωγή κάθε τεχνικής εξέτασης ακολουθεί κατευθυντήριες αρχές τις οποίες ορίζει το διοικητικό συμβούλιο και κάθε ενδεχόμενη οδηγία του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ). Οι κατευθυντήριες αυτές αρχές περιγράφουν, μεταξύ άλλων, το φυτικό υλικό που απαιτείται για την τεχνική εξέταση, τις λεπτομέρειες διενέργειας των δοκιμών, τις εφαρμοστέες μεθόδους, τις παρατηρήσεις που γίνονται, την ομαδοποίηση των ποικιλιών που εντάσσονται στις δοκιμές, καθώς επίσης και τον εξεταζόμενο πίνακα χαρακτηριστικών. Στο πλαίσιο του τεχνικού ελέγχου, τα φυτά της οικείας ποικιλίας καλλιεργούνται πλησίον των φυτών των ποικιλιών τις οποίες το ΚΓΦΠ και το οριζόμενο εξεταστικό κέντρο θεωρούν εγγύτερες προς την υποψήφια ποικιλία, βάσει της τεχνικής περιγραφής της τελευταίας που αποτελεί μέρος της αιτήσεως χορηγήσεως κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών.

6        Το άρθρο 57, παράγραφοι 1 έως 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Το γραφείο εξέτασης, κατόπιν αιτήσεως του [ΚΓΦΠ] ή εφόσον κρίνει ότι τα αποτελέσματα της τεχνικής εξέτασης είναι επαρκή για την αξιολόγηση της ποικιλίας, στέλνει στο [ΚΓΦΠ] έκθεση εξέτασης και, εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 7, 8 και 9, περιγραφή της ποικιλίας.

2. Το [ΚΓΦΠ] ανακοινώνει τα αποτελέσματα της τεχνικής εξέτασης και την περιγραφή της ποικιλίας στον αιτούντα και του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει επ’ αυτών θέση.

3. Εάν το [ΚΓΦΠ] κρίνει ότι η έκθεση εξέτασης δεν παρέχει επαρκή βάση για τη λήψη αποφάσεως, μπορεί να ορίσει συμπληρωματική εξέταση με δική του πρωτοβουλία, και αφού διαβουλευθεί με τον αιτούντα ή μετά από αίτηση του αιτούντα. Για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων, κάθε συμπληρωματική εξέταση που διεξάγεται μέχρις ότου καταστεί οριστική η απόφαση που λαμβάνεται κατά τα άρθρα 61 και 62, θεωρείται μέρος της εξέτασης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 56 παράγραφος 1.»

7        Όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ, το άρθρο 72 του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Το τμήμα προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής βάσει της εξέτασης που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 71. Το τμήμα προσφυγών μπορεί να ασκήσει όλες τις εξουσίες που περιέχονται στις αρμοδιότητες του [ΚΓΦΠ], είτε να διαβιβάσει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα του [ΚΓΦΠ] για περαιτέρω ενέργειες. Το γραφείο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά είναι τα ίδια, δεσμεύεται από τη νομική εκτίμηση του τμήματος προσφυγών.»

8        Το άρθρο 75 του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις του [ΚΓΦΠ] συνοδεύονται από το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται. Το σκεπτικό βασίζεται μόνον σε λόγους και αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους προφορικώς ή γραπτώς.»

9        Το άρθρο 76 του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Στις ενώπιόν του διαδικασίες, το [ΚΓΦΠ] διερευνά τα πραγματικά περιστατικά αυτεπαγγέλτως, καθ’ όσον αυτά υπόκεινται σε εξέταση σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55. Δεν λαμβάνει υπόψη του γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν υποβλήθηκαν εντός της προθεσμίας που έθεσε το [ΚΓΦΠ].»

 Πρωτόκολλο ΚΓΦΠ-TP/14/2 final

10      Το σημείο I του πρωτοκόλλου TP/14/2 final του ΚΓΦΠ, της 14ης Μαρτίου 2006, σχετικά με την εξέταση της διάκρισης, της ομοιογένειας και της σταθερότητας (μήλο) (στο εξής: πρωτόκολλο ΚΓΦΠ-TP/14/2) προβλέπει τα εξής:

«Το πρωτόκολλο καθορίζει τις τεχνικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε συμμόρφωση με τον βασικό κανονισμό. Οι τεχνικές διαδικασίες εγκρίθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο και βασίζονται στο έγγραφο TG/1/3 της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών και στις κατευθυντήριες γραμμές της [Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών] TG/14/9 της 6ης Απριλίου 2005 για τη διενέργεια των δοκιμών ΔΟΣ. Το πρωτόκολλο αυτό έχει εφαρμογή στις ποικιλίες καρπών Malus domestica Borkh.»

11      Το σημείο III.5, τελευταίο εδάφιο, του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ-TP/14/2 προβλέπει τα εξής:

«Οι παρατηρήσεις σχετικά με τον καρπό πρέπει να υποβληθούν […] κατά το χρονικό σημείο ωρίμανσης αυτού.»

12      Το σημείο Ad-56 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ-TP/14/2 προβλέπει τα εξής:

«Χρόνος συγκομιδής

Ο χρόνος συγκομιδής είναι ο βέλτιστος χρόνος για τη συλλογή ενός καρπού προκειμένου αυτός να είναι κατάλληλος προς βρώση (βλ. [σημείο] Ad-57).»

13      Το σημείο Ad-57 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ-TP/14/2 προβλέπει τα εξής:

«Χρόνος ωρίμανσης των καρπών

Ο χρόνος ωρίμανσης των καρπών είναι η περίοδος κατά την οποία ο καρπός έχει χρώμα, συνεκτικότητα σάρκας, υφή, άρωμα και γεύση βέλτιστα προς τον σκοπό καταναλώσεως. Ανάλογα με τον τύπο καρπών, η περίοδος αυτή μπορεί να ακολουθεί αμέσως μετά τη συγκομιδή από το δέντρο (π.χ. για πρώιμες ποικιλίες) ή μετά από μια περίοδο αποθηκεύσεως ή συσκευασίας (π.χ. για όψιμες ποικιλίες).»

 Ιστορικό της διαφοράς

14      Στις 20 Μαΐου 2009, ο Johann Huber, ιδιοκτήτης της προσφεύγουσας Mema GmbH LG, υπέβαλε στο ΚΓΦΠ αίτηση χορηγήσεως κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, δυνάμει του βασικού κανονισμού. Η φυτική ποικιλία για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση χορηγήσεως δικαιώματος είναι η ποικιλία Braeburn 78, που ανήκει στο είδος Malus domestica Borkh.

15      Το ΚΓΦΠ ανέθεσε στην Groupe d’étude et de contrôle des variétés et des semences (ομάδα μελέτης και ελέγχου των ποικιλιών και των σπόρων προς σπορά, GEVES), κέντρο εξέτασης του Institut national de la recherche agronomique (INRA) που βρίσκεται στην Angers-Beaucouzé (Γαλλία), να προβεί σε τεχνική εξέταση της υποψήφιας ποικιλίας, σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

16      Η τεχνική εξέταση πραγματοποιήθηκε βάσει του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ‑TP/14/2.

17      Η GEVES, της οποίας η έκθεση εξέτασης διαβιβάστηκε στο ΚΓΦΠ στις 21 Μαΐου 2014, έκρινε ότι η ποικιλία Braeburn 78 δεν ήταν αρκούντως διακριτή σε σχέση με την ποικιλία συγκρίσεως Royal Braeburn επί τη βάσει των ακόλουθων διαπιστώσεων:

«Βάσει των παρατηρήσεων DUS 2012-2013, η υποψήφια ποικιλία δεν είναι σαφώς διακριτή από την Royal Braeburn και την X9466. Το συμπέρασμα αυτό ερείδεται στα ακόλουθα στοιχεία:

2012: πρώτη σημαντική συγκομιδή καρπών

Ποικιλία/

Χαρακτηριστικό

Ημερομηνία

συγκομιδής

Αποδόμηση του

αμύλου


Συνεκτικότητα σάρκας

(kg/cm²)

Δείκτης

διάθλασης (%)

Οξύτητα

(g/l μηλικού οξέος)

Χρώμα

(Φασματοχρωματομετρία) *

Υποψήφια ποικιλία

11/10

5,5

9,2

12,8

7,39

18,64

Royal Braeburn

11/10

-

-

-

-

20,19

X9466 (1)

11/10

6,3

9,3

12,8

7,31

18,71

* Διαφορά κατά 2 τόνους είναι σαφώς ορατή διά γυμνού οφθαλμού

(1) δένδρα μεγαλύτερα κατά ένα έτος σε σχέση με την υποψήφια ποικιλία


Η υποψήφια ποικιλία έχει καρπούς λείους και με ραβδώσεις, όπως η Royal Braeburn και η X9466. Η απόχρωση του φλοιού και το χρώμα της υποψήφιας ποικιλίας προσεγγίζει εκείνο της Royal Braeburn και της X9466. Η ωρίμανση της υποψήφιας ποικιλίας προσεγγίζει εκείνη των λοιπών μεταλλάξεων της Royal Braeburn με τυπική περίοδο ωρίμανσης.

2013: δεύτερη σημαντική συγκομιδή καρπών

Ποικιλία/Χαρακτηριστικό

Ημερομηνία συγκομιδής

Αποδόμηση του αμύλου


Συνεκτικότητα σάρκας (kg/cm²)

Δείκτης διάθλασης (%)

Οξύτητα

(g/l μηλικού οξέος)

Χρώμα (Φασματοχρωματομετρία) *

Υποψήφια ποικιλία

11/10

5,5

10,5

11,7

7,8

22,49

Royal Braeburn

11/10

6,0

10,0

11,6

8,08

23,55

X9466 (1)

11/10

5,7

10,2

11,2

7,53

22,07

* Διαφορά κατά 2 τόνους είναι σαφώς ορατή διά γυμνού οφθαλμού

(1) δένδρα μεγαλύτερα κατά ένα έτος σε σχέση με την υποψήφια ποικιλία


Η υποψήφια ποικιλία έχει καρπούς λείους και με ραβδώσεις, όπως η Royal Braeburn και η X9466. Η απόχρωση και το χρώμα του φλοιού της υποψήφιας ποικιλίας προσεγγίζει υπερβολικά εκείνο της Royal Braeburn και της X9466. Η ωρίμανση της υποψήφιας ποικιλίας προσεγγίζει εκείνη των λοιπών μεταλλάξεων της Royal Braeburn με τυπική περίοδο ωρίμανσης. Η μικρή διαφορά όσον αφορά το σχήμα του καρπού, την οποία επισημαίνει ο αιτών, σε σύγκριση με τη Royal Braeburn δεν παρατηρείται.

Η ποικιλία απορρίπτεται ως μη διακριτή σε σχέση με τη Royal Braeburn και την X9466.»

18      Με βάση την έκθεση αυτή, και αφού έλαβε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, το ΚΓΦΠ απέρριψε την αίτηση χορηγήσεως κοινοτικού δικαιώματος με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014.

19      Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως του ΚΓΦΠ. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη από το τμήμα προσφυγών του ΚΓΦΠ, με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 22 Φεβρουαρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

20      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο τόπος εξετάσεως, ήτοι η Angers-Beaucouzé, που αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, ήταν ο τόπος στον οποίο έπρεπε να πραγματοποιηθεί η τεχνική εξέταση σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

21      Δεύτερον, όσον αφορά την ημερομηνία συγκομιδής και την ημερομηνία ωρίμανσης, σε σχέση με τις οποίες η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν τους όρους και τα αρχεία της τεχνικής εξέτασης, το τμήμα προσφυγών έκρινε τα εξής:

«Τα χαρακτηριστικά “ημερομηνία συγκομιδής” και “ημερομηνία ωρίμανσης” καθορίστηκαν μάλλον αόριστα στις κατευθυντήριες γραμμές UPOV (TG/14/9) και στο πρωτόκολλο δοκιμής μήλων που στηρίζεται σε αυτές [ΚΓΦΠ-TP/14/2], στο μέτρο που οι οδηγίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ωρίμανσης, από πρώιμη έως όψιμη, και από κατάλληλη για άμεση κατανάλωση έως κατάλληλη για αποθήκευση επί μακρό χρονικό διάστημα. Η αποτελεσματική χρήση των κατευθυντήριων γραμμών του πρωτοκόλλου απαιτεί εμπειρία όσον αφορά τις δοκιμές ΔΟΣ και λεπτομερή γνώση του σπόρου.

Στο τμήμα “Επεξηγήσεις και μέθοδοι” του πίνακα των χαρακτηριστικών του πρωτοκόλλου δοκιμής μήλων, δίδονται οδηγίες. Οι σχετικές με το χρονικό σημείο συγκομιδής και το χρονικό σημείο ωρίμανσης οδηγίες δίδονται στα [σημεία] Ad‑56 και Ad-57, στη σελίδα 32.

Κατά την άποψη του τμήματος προσφυγών, οι οδηγίες αυτές εφαρμόστηκαν ορθά από το γραφείο εξέτασης. Προκειμένου να γίνει σωστή σύγκριση, οι καρποί των υποψήφιων ποικιλιών και της ποικιλίας αναφοράς συγκομίστηκαν κατά την ίδια ημερομηνία και (στην περίπτωση αυτή) αμέσως μόλις ο δείκτης αποδόμησης του αμύλου ήταν περίπου 5 για όλες τις σχετικές ποικιλίες.

Το “χρονικό σημείο ωρίμανσης” μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά στο μέτρο που οι εξεταστές της GEVES διαθέτουν εμπειρία όσον αφορά τον σπόρο αυτό, το τμήμα προσφυγών στηρίζεται στην εκτίμησή τους αναφορικά με το χρονικό σημείο της ωρίμανσης που αντιστοιχεί στη φάση κατά την οποία αξιολογήθηκαν όλα τα χαρακτηριστικά των καρπών. Τα χαρακτηριστικά των ώριμων καρπών των μεταλλάξεων της Braeburn βαθμολογήθηκαν και/ή μετρήθηκαν κατά την ίδια ημερομηνία (ει δυνατόν), δηλαδή περίπου στα μέσα Νοεμβρίου, όπως απαιτείται.»

22      Τέλος, τρίτον, όσον αφορά τα στοιχεία διακρίσεως που αφορούν τις ραβδώσεις των καρπών, το σχήμα και το μέγεθός τους, στοιχεία σε σχέση με τα οποία η προσφεύγουσα αμφισβητούσε τις παρατηρήσεις του γραφείου εξέτασης, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο «μέγεθος του καρπού», «σχήμα του καρπού», «βασικό χρώμα του καρπού», «σχετική επέκταση του χρώματος του φλοιού», «ένταση του χρώματος του φλοιού», «σχέδιο του χρώματος του φλοιού» και «πλάτος των ραβδώσεων» μπορούσαν γενικά να αξιολογηθούν οπτικά, ενώ άλλα χαρακτηριστικά, όπως «το ύψος του καρπού», «η διάμετρος του καρπού» και «η αναλογία ύψος/διάμετρος», απαιτούσαν μετρήσεις, τα δε οπτικώς παρατηρούμενα χαρακτηριστικά ενίοτε επιβεβαιώνονταν, από την άποψη αυτή, από τις μετρήσεις. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γραφείο εξέτασης είχε διενεργήσει όλες τις δοκιμές σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές και το πρωτόκολλο.

 Αιτήματα των διαδίκων

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών προκειμένου αυτό να αποφανθεί, υποδεικνύοντάς του να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να υποχρεώσει το ΚΓΦΠ να διενεργήσει περαιτέρω εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν κάνει δεκτά το πρώτο και το δεύτερο αίτημα της προσφυγής, να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της προσφυγής με αίτημα την ανάκληση του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας που χορηγήθηκε για την ποικιλία αναφοράς «Royal Braeburn» (υπ’ αριθ. 1998/1082 αίτηση· υπ’ αριθ. 11960 ποικιλία)·

–        να καταδικάσει το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα.

24      Εντούτοις, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από το δεύτερο αίτημά της που είχε υποβληθεί επικουρικώς, γεγονός το οποίο καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

25      Το ΚΓΦΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει εν μέρει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος σε κατάχρηση εξουσίας και παράβαση του άρθρου 57, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ο δεύτερος στο γεγονός ότι η τεχνική εξέταση ενέχει διάφορα σφάλματα (δεύτερος λόγος ακυρώσεως) και, τέλος, ο τρίτος σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και έλλειψη αιτιολογίας (τρίτος λόγος ακυρώσεως).

27      Αφού εξετασθεί το παραδεκτό του πρώτου αιτήματος της προσφεύγουσας, πρέπει να εξετασθεί, καταρχάς, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως τα οποία αμφότερα αφορούν την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του παραδεκτού του πρώτου αιτήματος της προσφεύγουσας

28      Με το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο αντιστοίχως «να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών προκειμένου αυτό να αποφανθεί, υποδεικνύοντάς του να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να υποχρεώσει το ΚΓΦΠ να διενεργήσει περαιτέρω εξέταση κατά το άρθρο 57, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού».

29      Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο προσφυγής η οποία ασκείται ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ το τελευταίο υποχρεούται, κατά το άρθρο 73, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να απευθύνει διαταγές στο ΚΓΦΠ, το οποίο όμως υποχρεούται να συμμορφώνεται προς το διατακτικό και το σκεπτικό των αποφάσεων που εκδίδει ο δικαστής της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), T‑443/05, EU:T:2007:219, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Επομένως, το πρώτο αίτημα είναι απαράδεκτο καθόσον ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών προκειμένου αυτό να αποφανθεί, υποδεικνύοντάς του να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να υποχρεώσει το ΚΓΦΠ να διενεργήσει περαιτέρω εξέταση κατά το άρθρο 57, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζονται σε έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

31      Προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, έλλειψη αιτιολογίας.

32      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους, αφενός, δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αυτή είχε υποβάλει και βάσει των οποίων μπορούσε να αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, ότι ο χρωματισμός της υποψήφιας ποικιλίας που σχημάτιζε σαφέστατα νερά διακρινόταν κατά τρόπο αρκούντως σαφή από την ποικιλία αναφοράς ώστε να τις διαφοροποιεί (τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως) και, αφετέρου, θεώρησε ότι έπρεπε να δείξει εμπιστοσύνη στις εκτιμήσεις των εξεταστών του γραφείου εξέτασης και, συνακόλουθα, να μη λάβει υπόψη τα τεχνικά στοιχεία και τις γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων που η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί προς στήριξη της προσφυγής της (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως).

33      Καταρχάς πρέπει να υπομνησθούν οι αρχές που καθορίζουν την έκταση του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το τμήμα προσφυγών του ΚΓΦΠ.

34      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το έργο του ΚΓΦΠ διακρίνεται από επιστημονική και τεχνική πολυπλοκότητα όσον αφορά τους όρους εξέτασης των αιτήσεων για την παροχή κοινοτικού δικαιώματος, οπότε πρέπει να του αναγνωρίζεται περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων του (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga, C‑534/10 P, EU:C:2012:813, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως καλύπτει, μεταξύ άλλων, και τον έλεγχο του χαρακτήρα της ποικιλίας ως διακριτής, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Schniga κατά ΚΓΦΠ, C‑625/15 P, EU:C:2017:435, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Εντούτοις, το ΚΓΦΠ, ως οργανισμός της Ένωσης, υπόκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, βάσει της οποίας υποχρεούται να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία κάθε αιτήσεως παροχής κοινοτικού δικαιώματος και να συγκεντρώνει όλα τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει. Επιπροσθέτως οφείλει να εξασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών που εφαρμόζει (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Schniga κατά ΚΓΦΠ, C‑625/15 P, EU:C:2017:435, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 76 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, «[σ]τις ενώπιόν του διαδικασίες, το [ΚΓΦΠ] διερευνά τα πραγματικά περιστατικά αυτεπαγγέλτως, καθόσον αυτά υπόκεινται σε εξέταση σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55».

37      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΚ) 874/2009 της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του βασικού κανονισμού όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του ΚΓΦΠ (ΕΕ 2009, L 251, σ. 3), οι διατάξεις που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον του ΚΓΦΠ έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στις διαδικασίες προσφυγής (απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 46).

38      Ως εκ τούτου, αφενός, η αρχή της αυτεπάγγελτης διερεύνησης των πραγματικών περιστατικών πρέπει να εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών (απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑546/12 P, EU:C:2015:332, σκέψη 46). Αφετέρου, το τμήμα προσφυγών δεσμεύεται επίσης από την αρχή της χρηστής διοίκησης, που συνεπάγεται υποχρέωσή του να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως της οποίας επιλαμβάνεται [απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Aurora κατά ΚΓΦΠ – SESVanderhave (M 02205), T‑140/15, EU:T:2017:830, σκέψη 74].

39      Δεύτερον, το άρθρο 72 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί είτε να ασκήσει όλες τις εξουσίες που περιέχονται στις αρμοδιότητες του γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είτε να διαβιβάσει την υπόθεση στο εν λόγω τμήμα του γραφείου για περαιτέρω ενέργειες σε σχέση με την προσφυγή.

40      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1), του οποίου η διατύπωση είναι παρόμοια με εκείνη του άρθρου 72 του βασικού κανονισμού, έχει επανειλημμένως κριθεί ότι από τη διάταξη αυτή, καθώς και από την οικονομία του κανονισμού 2017/1001, προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, προκειμένου να αποφανθεί επί προσφυγής, διαθέτει τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η εκ μέρους του εξέταση αφορά το σύνολο της διαφοράς, ως έχει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει επίσης ότι υπάρχει λειτουργική συνέχεια μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωση (EUIPO) και των τμημάτων προσφυγών από την οποία συνάγεται ότι, στο πλαίσιο της επανεξετάσεως των αποφάσεων των υπηρεσιών του EUIPO που αποφαίνονται σε πρώτο βαθμό, τα τμήματα προσφυγών πρέπει να στηρίξουν την απόφασή τους σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέβαλαν οι διάδικοι είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον της υπηρεσίας που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό είτε κατά τη διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής [βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2006, La Baronia de Turis κατά ΓΕΕΑ – Baron Philippe de Rothschild (LA BARONNIE), T‑323/03, EU:T:2006:197, σκέψεις 56 έως 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Επιπροσθέτως, όσον αφορά την έκταση του ελέγχου που οφείλουν να διενεργήσουν τα τμήματα προσφυγών του EUIPO σε σχέση με την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή, έχει κριθεί ότι η έκταση αυτή δεν εξαρτάται από το αν ο προσφεύγων προβάλλει συγκεκριμένο λόγο, επικρίνοντας την ερμηνεία ή την εφαρμογή μιας διατάξεως στην οποία προέβη η υπηρεσία του EUIPO που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό ή ακόμη την εκ μέρους της υπηρεσίας αυτής εκτίμηση ενός αποδεικτικού στοιχείου. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ο προσφεύγων ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν προέβαλε κάποιον συγκεκριμένο λόγο, το τμήμα προσφυγών οφείλει να εξετάσει, υπό το φως όλων των διαθέσιμων λυσιτελών νομικών και πραγματικών στοιχείων, αν μια νέα απόφαση έχουσα το ίδιο διατακτικό με την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή μπορεί νομίμως να ληφθεί κατά τον χρόνο εκδικάσεως της προσφυγής [βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Sunrider κατά ΓΕΕΑ – Espadafor Caba (VITAFRUIT), T‑203/02, EU:T:2004:225, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των διατάξεων του κανονισμού 2017/1001 και του βασικού κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι παρόμοιες αρχές έχουν εφαρμογή στις διαδικασίες που εφαρμόζονται από το ΚΓΦΠ.

43      Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του βασικού κανονισμού, οι αποφάσεις του ΚΓΦΠ πρέπει να αιτιολογούνται. Η κατά τα ανωτέρω θεσπιζόμενη υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση την οποία καθιερώνει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, έχει δε διττό σκοπό, δηλαδή να παράσχει τη δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να προασπίζουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, στον δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως [βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2018, Schniga κατά ΚΓΦΠ (Gala Schnico), T‑445/16, EU:T:2018:95, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν απαιτεί να δίδεται απάντηση ρητώς και κατά διεξοδικό τρόπο σε όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων, υπό την προϋπόθεση ότι το ΚΓΦΠ εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2018, Gala Schnico, T‑445/16, EU:T:2018:95, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι το ζήτημα αν, μεταξύ άλλων, πληρούται το κριτήριο του διακριτού χαρακτήρα αξιολογείται στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 56 του βασικού κανονισμού, πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές τις οποίες ορίζει το διοικητικό συμβούλιο του ΚΓΦΠ και κάθε ενδεχόμενη οδηγία του ΚΓΦΠ. Οι κατευθυντήριες αυτές αρχές περιγράφουν, μεταξύ άλλων, το φυτικό υλικό που απαιτείται για την τεχνική εξέταση, τις εφαρμοστέες μεθόδους, τις παρατηρήσεις που γίνονται, καθώς επίσης και τον εξεταζόμενο πίνακα χαρακτηριστικών.

46      Το πρωτόκολλο ΚΓΦΠ-TP/14/2 καθορίζει τις τεχνικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε συμμόρφωση με τον βασικό κανονισμό.

47      Κατά το σημείο III.5, τελευταίο εδάφιο, του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ-TP/14/2, τα χαρακτηριστικά του καρπού πρέπει να παρατηρούνται κατά το χρονικό σημείο ωρίμανσης το οποίο, κατά τους όρους του σημείου Ad-57 του εν λόγω πρωτοκόλλου, είναι «η περίοδος κατά την οποία ο καρπός έχει χρώμα, συνεκτικότητα σάρκας, υφή, άρωμα και γεύση βέλτιστα προς τον σκοπό καταναλώσεως». Ανάλογα με τον τύπο καρπών, η περίοδος αυτή μπορεί να ακολουθεί αμέσως μετά τη συγκομιδή από το δέντρο (για τις πρώιμες ποικιλίες) ή μετά από μια περίοδο αποθηκεύσεως ή συσκευασίας (για τις όψιμες ποικιλίες). Ο χρόνος συγκομιδής, εξάλλου, ορίζεται ως «ο βέλτιστος χρόνος για τη συλλογή ενός καρπού προκειμένου αυτός να είναι κατάλληλος προς βρώση», σύμφωνα με το σημείο Ad-56 του ίδιου πρωτοκόλλου.

48      Επομένως, προκειμένου περί όψιμης ποικιλίας όπως στην προκείμενη περίπτωση, για να εκτιμηθεί σωστά η διάκριση μεταξύ της υποψήφιας ποικιλίας και της ποικιλίας αναφοράς, πρέπει, αφενός, η συγκομιδή των καρπών των αντίστοιχων ποικιλιών να πραγματοποιηθεί τη βέλτιστη χρονική στιγμή για τη συλλογή καρπών στη βέλτιστη προς κατανάλωση κατάσταση και, αφετέρου, η παρατήρηση των χαρακτηριστικών των καρπών να πραγματοποιηθεί όταν αυτοί έχουν φθάσει σε ωριμότητα, δηλαδή έχουν αποκτήσει χρώμα, συνεκτικότητα σάρκας, υφή, άρωμα και γεύση βέλτιστα προς τον σκοπό καταναλώσεως.

49      Εξ αυτού συνάγεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η συγκομιδή πραγματοποιείται σε χρονικό σημείο το οποίο δεν επιτρέπει να επιτευχθεί βέλτιστο χρώμα, συνεκτικότητα σάρκας, υφή, άρωμα και γεύση των καρπών και η παρατήρηση των χαρακτηριστικών πραγματοποιείται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο καρπός δεν έχει φθάσει στην ωριμότητά του, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι τα κριτήρια που αφορούν τον χρόνο συγκομιδής και τον χρόνο ωρίμανσης δεν πληρούνται, γεγονός το οποίο αποκλείει, συνεπώς, τη σωστή συγκριτική εξέταση της υποψήφιας ποικιλίας και της ποικιλίας αναφοράς.

50      Εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι επικρίσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά τη φερόμενη μη τήρηση των κριτηρίων του πρωτοκόλλου σχετικά με τον χρόνο συγκομιδής και τον χρόνο ωρίμανσης, να είναι ικανές, εφόσον αποδεικνύονται, να έχουν αντίκτυπο στο ζήτημα κατά πόσον η εκτίμηση του διακριτού χαρακτήρα είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Ως εκ τούτου, απέκειτο στο τμήμα προσφυγών να αποφανθεί επ’ αυτών, δεδομένου ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις έχουν πράγματι ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως την οποία το τμήμα προσφυγών όφειλε να εκδώσει μετά την εξέταση στην οποία έπρεπε να προβεί σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 34 έως 42 ανωτέρω.

51      Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι απαντώντας στα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα προέβαλε κατά των αξιολογήσεων της GEVES όσον αφορά, ειδικότερα, αφενός, την ημερομηνία συγκομιδής και τις σχετικές με τον δείκτη αποδόμησης του αμύλου εκτιμήσεις και, αφετέρου, την ημερομηνία ωρίμανσης προς κατανάλωση, το τμήμα προσφυγών (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) περιορίστηκε, αφενός, να κρίνει ότι τα εφαρμοστέα κριτήρια είχαν μεν προσδιοριστεί ασφαλώς κατά τρόπο αόριστο πλην όμως ότι, κατά την άποψή του, είχαν «εφαρμοστεί» και, αφετέρου, να επισημάνει ότι είχε εμπιστοσύνη στις διαπιστώσεις των εμπειρογνωμόνων χωρίς, εντούτοις, να διευκρινίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τους λόγους για τους οποίους τα τεχνικά επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως δε οι εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, ήταν αλυσιτελή και έπρεπε, συνεπώς, να απορριφθούν.

52      Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του τμήματος προσφυγών που το οδήγησε να στηριχθεί στις ελλιπείς διαπιστώσεις της GEVES και να απορρίψει τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

53      Συναφώς επισημαίνεται επίσης ότι, όσον αφορά την ποικιλία αναφοράς, ο πίνακας που κατήρτισε η GEVES προς στήριξη της εκθέσεώς της εξέτασης (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω) δεν περιλαμβάνει, όσον αφορά το έτος 2012, καμία ένδειξη σχετική, αντιστοίχως, με τον δείκτη αποδόμησης του αμύλου –μολονότι το ΚΓΦΠ παραδέχθηκε ότι επρόκειτο για καθοριστικό κριτήριο– με τη συνεκτικότητα της σάρκας, με την οξύτητα και με τον δείκτη διάθλασης.

54      Επιπροσθέτως, το ΚΓΦΠ, το οποίο ερωτήθηκε συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση προκειμένου να γίνει κατανοητή η απουσία των εν λόγω στοιχείων.

55      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία το ΚΓΦΠ διενήργησε τις εξετάσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ώριμων καρπών όσον αφορά τις μεταλλάξεις της Braeburn, ημερομηνία η οποία δεν εμφανίζεται στην έκθεση της GEVES και σε σχέση με την οποία το ΚΓΦΠ δεν κατόρθωσε να διαφωτίσει το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

56      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι η συλλογιστική που οδήγησε το τμήμα προσφυγών να απορρίψει τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα επιχειρήματα είναι σε τέτοιο βαθμό ανεπαρκής ώστε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας ή ότι η αιτιολογία είναι, τουλάχιστον, ανεπαρκής.

57      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 75 του βασικού κανονισμού υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν τα λοιπά σκέλη που προβάλλονται προς στήριξη του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως ούτε ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΚΓΦΠ ηττήθηκε κατά το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της 15ης Δεκεμβρίου 2015 (υπόθεση A 001/2015), σχετικά με αίτηση χορηγήσεως κοινοτικού δικαιώματος για τη φυτική ποικιλία Braeburn 78.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα.


Frimodt Nielsen

Kreuschitz

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.