Language of document : ECLI:EU:C:2020:121

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2020 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Μεταβίβαση επιχείρησης – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Εκμετάλλευση λεωφορειακών γραμμών – Ανάληψη του προσωπικού – Μη ανάληψη των μέσων λειτουργίας της επιχείρησης – Λόγοι»

Στην υπόθεση C-298/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Arbeitsgericht Cottbus – Kammern Senftenberg (δικαστήριο εργατικών διαφορών Cottbus – μεταβατική έδρα Senftenberg, Γερμανία) με απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Reiner Grafe,

Jürgen Pohle

κατά

Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH,

OSL Bus GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, D. Šváby, K. Jürimäe και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH, εκπροσωπούμενη από τους A.‑K. Pfeifer, M. Sandmaier και O. Grimm, Rechtsanwälte,

–        η OSL Bus GmbH, εκπροσωπούμενη από τους A. Braun και D. Ledwon, Rechtsanwälte,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και C. Hödlmayr,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Reiner Grafe και Jürgen Pohle και, αφετέρου, των Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH (στο εξής: SBN) και OSL Bus GmbH (στο εξής: OSL) σχετικά με τη νομιμότητα της απόλυσης των πρώτων από την SBN.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16), η οποία άρχισε να ισχύει στις 11 Απριλίου 2001, κωδικοποίησε, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική της σκέψη 1, την οδηγία 77/187.

4        Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2001/23, «[ε]ίναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους».

5        Στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας αναφέρεται ότι «[η] ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου» και ότι «η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [77/187], σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου».

6        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 προβλέπει τα εξής:

«α)      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

β)      Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

[…]»

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      “[μεταβιβάζων]”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης·

β)      “[διάδοχος]”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης·

[…]

δ)      “εργαζόμενος”: πρόσωπο το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η SBN εκτελούσε, για λογαριασμό της Landkreis Oberspreewald-Lausitz (περιφέρειας Oberspreewald-Lausitz, Γερμανία), τις τοπικές δημόσιες μεταφορές επιβατών με λεωφορεία από την 1η Αυγούστου 2008, έως ότου η περιφέρεια αυτή προκήρυξε, τον Σεπτέμβριο του 2016, νέο διαγωνισμό για την ανάθεση της εκτέλεσης των μεταφορών αυτών.

9        Η SBN δεν συμμετέσχε στον διαγωνισμό αυτόν, εκτιμώντας ότι δεν μπορούσε να υποβάλει οικονομικά βιώσιμη προσφορά. Αποφάσισε την παύση των δραστηριοτήτων της και ενημέρωσε τους εργαζομένους της για την επικείμενη απόλυσή τους. Στις 19 Ιανουαρίου 2017, η εταιρία αυτή και το συμβούλιο εργαζομένων της συνήψαν συμφωνία εξισορρόπησης συμφερόντων και κοινωνικών μέτρων, στο πλαίσιο του οποίου προβλεπόταν η καταβολή αποζημίωσης λύσης της εργασιακής σχέσης εφόσον ο νέος ανάδοχος δεν προσέφερε θέση εργασίας στους εργαζομένους ή τους επαναπροσλάμβανε με μειωμένες αποδοχές.

10      Η σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών τοπικών δημόσιων μεταφορών επιβατών με λεωφορεία από την 1η Αυγούστου 2017 ανατέθηκε στην Kraftverkehrsgesellschaft Dreiländereck mbH. Για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών, η εταιρία αυτή ίδρυσε θυγατρική, την OSL, η οποία της ανήκει εξ ολοκλήρου. Η OSL προσέλαβε την πλειονότητα των οδηγών και των διοικητικών στελεχών της SBN.

11      Τον Απρίλιο του 2017, η Kraftverkehrsgesellschaft Dreiländereck ενημέρωσε την SBN ότι δεν είχε την πρόθεση να αγοράσει ή να μισθώσει τα λεωφορεία, τα αμαξοστάσια και τις λοιπές επαγγελματικές εγκαταστάσεις της, ούτε να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες συνεργείου που παρείχε.

12      Ο R. Grafe εργαζόταν με πλήρες ωράριο από τον Ιούλιο του 1978 για την SBN και την προκάτοχό της ως οδηγός λεωφορείου και επικεφαλής ομάδας. Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2017, η SBN κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του με ισχύ από την 31η Αυγούστου 2017. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2017, o R. Grafe εργάζεται στην OSL ως οδηγός. Η OSL δεν αναγνώρισε την προϋπηρεσία του και τον κατέταξε στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας.

13      Στο πλαίσιο αυτό, ο R. Grafe αμφισβητεί την απόλυσή του από την SBN και ισχυρίζεται ότι η OSL οφείλει να αναγνωρίσει τον χρόνο προϋπηρεσίας του για την κατάταξή του σε μισθολογικό κλιμάκιο. Ο ως άνω ενάγων της κύριας δίκης και η προηγούμενη εργοδότριά του θεωρούν ότι η σύμβαση εργασίας του μεταβιβάστηκε στην OSL στο πλαίσιο μεταβίβασης επιχείρησης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23.

14      Ο J. Pohle εργαζόταν επίσης με πλήρες ωράριο από τον Νοέμβριο του 1979 για την SBN ως οδηγός λεωφορείου και επικεφαλής ομάδας. Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2017, η SBN του γνωστοποίησε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με ισχύ από την 31η Αυγούστου 2017. Η νέα ανάδοχος δεν τον προσέλαβε. Στο πλαίσιο αυτό, προσέβαλε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και ζητεί, επικουρικώς, να του καταβληθεί αποζημίωση 68 034,56 ευρώ βάσει του προγράμματος κοινωνικών μέτρων που εφάρμοσε η SBN. H SBN υποστηρίζει, με την ανταγωγή της, ότι η σύμβαση εργασίας του J. Pohle μεταβιβάστηκε στην OSL στο πλαίσιο της μεταβίβασης επιχείρησης και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης.

15      Η OSL επικαλείται την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C-172/99, EU:C:2001:59), και υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι δεν ανέλαβε εν προκειμένω τα ενσώματα παραγωγικά μέσα, και ιδίως τα λεωφορεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.

16      Η SBN υποστηρίζει ότι, λόγω των νέων τεχνικών και περιβαλλοντικών προτύπων που ισχύουν, δεν ήταν δυνατή η ανάληψη των λεωφορείων από τη νέα ανάδοχο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού η ηλικία των λεωφορείων δεν έπρεπε να υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 15 ετών. Επίσης, τα λεωφορεία έπρεπε να πληρούν τις απαιτήσεις του περιβαλλοντικού προτύπου «Euro 6». Πλην όμως, κατά τον χρόνο διεξαγωγής του διαγωνισμού, ο οποίος αφορούσε τη σύναψη δημόσιας σύμβασης δεκαετούς διάρκειας, η μέση ηλικία των λεωφορείων της SBN ήταν 13 έτη, σύμφωνα με την ίδια. Επιπλέον, αυτά πληρούσαν μόνον τις απαιτήσεις των προτύπων «Euro 3» ή «Euro 4». Εξάλλου, δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές προσβασιμότητας για τα άτομα με αναπηρία. Η SBN προσθέτει ότι δεν είναι πλέον απαραίτητη η χρήση υπηρεσιών αμαξοστασίου λεωφορείων, κατά το μέτρο που η συντήρηση ή η επισκευή των λεωφορείων μπορεί να ανατεθεί σε εξειδικευμένα συνεργεία.

17      Κατά την SBN, από την προκήρυξη του διαγωνισμού προκύπτει ότι οι οδηγοί λεωφορείου πρέπει να είναι κάτοχοι ισχύουσας άδειας οδήγησης, να έχουν γνώσεις σχετικά με το ισχύον νομικό πλαίσιο και τους ειδικούς κανόνες για το επάγγελμά τους, να είναι σε θέση να παρέχουν πληροφορίες στους επιβάτες και να γνωρίζουν καλά το συγκοινωνιακό δίκτυο και τις διαδρομές, τα δρομολόγια και τα ωράρια στην εξυπηρετούμενη ζώνη, τις περιφερειακές λεωφορειακές γραμμές, τις ανταποκρίσεις καθώς και τις σιδηροδρομικές γραμμές και τις τιμές των εισιτηρίων. Προσθέτει ότι οι οδηγοί αυτοί αποτελούν «δυσεύρετο πόρο» στις αγροτικές περιοχές. Λόγω της τεχνογνωσίας τους και της γνώσης του δικτύου, οι οδηγοί λεωφορείων που απασχολούνταν από την SBN ήταν σε θέση να παρέχουν κανονικά τις υπηρεσίες τους ήδη από την 1η Αυγούστου 2017 και, με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίστηκε η αδιάλειπτη παροχή υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Βάσει των ανωτέρω, η SBN συνάγει ότι χαρακτηριστικό στοιχείο της οικονομικής οντότητας είναι οι οδηγοί.

18      Στο ανωτέρω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο κρίνει ότι η παρουσίαση του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου από την SBN είναι ακριβής, διερωτάται αν η λύση που δόθηκε με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C-172/99, EU:C:2001:59), μπορεί να έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeitsgericht Cottbus – Kammern Senftenberg (δικαστήριο εργατικών διαφορών Cottbus – μεταβατική έδρα Senftenberg, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Θεωρείται η μεταβίβαση της λειτουργίας των γραμμών λεωφορείων από μια επιχείρηση μεταφορών με λεωφορεία σε μια άλλη, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως σύμφωνα με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών [(ΕΕ 1992, L 209, σ. 1),] ως μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας [77/187], ακόμη και αν δεν μεταβιβάστηκαν σημαντικά στοιχεία, ιδίως λεωφορεία, από τη μία επιχείρηση στην άλλη;

2)      Αρκεί η διαπίστωση, που συνάγεται βάσει ορθολογικών τεχνικοοικονομικών σταθμίσεων κατά τη σύναψη συμβάσεως υπηρεσιών ορισμένου χρόνου, ότι τα λεωφορεία δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αξία της επιχειρήσεως λόγω της ηλικίας τους και των αυξημένων τεχνικών απαιτήσεων (εκπομπές καυσαερίων, χαμηλοδάπεδα οχήματα) για να δικαιολογήσει παρέκκλιση του [Δικαστηρίου] από την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2001 (C-172/99, EU:C:2001:59), υπό την έννοια ότι ακόμη και η μεταφορά ενός σημαντικού τμήματος του προσωπικού μπορεί, υπό τις συνθήκες αυτές, να οδηγήσει σε εφαρμογή της οδηγίας [77/187];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

20      Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, μολονότι ζητείται η ερμηνεία της οδηγίας 77/187, εφαρμοστέα κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης ήταν η οδηγία 2001/23, της οποίας σκοπός είναι ακριβώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 8, η κωδικοποίηση της οδηγίας 77/187, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η έννοια της μεταβίβασης επιχείρησης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου.

21      Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, όταν μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει ορισμένη δραστηριότητα κατόπιν διαδικασίας διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, η μη ανάληψη, εκ μέρους της, των μέσων λειτουργίας που ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη δραστηριότητα αυτή αποκλείει τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης πράξης ως μεταβίβασης επιχείρησης.

22      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ως άνω οδηγίας, ως μεταβίβαση θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η δε οικονομική οντότητα νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Η έννοια της οντότητας αναφέρεται επομένως σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό.

23      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το αποφασιστικό κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας μεταβίβασης είναι το εάν η εν λόγω οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την πραγματική συνέχιση της εκμετάλλευσης ή από την ανάληψη της εκμετάλλευσης αυτής (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Για να κριθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, το είδος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των υλικών στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια τυχόν αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν, πάντως, επιμέρους μόνον πτυχές της γενικής αξιολόγησης που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμώνται μεμονωμένα (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Ειδικότερα, η σημασία που πρέπει να προσδοθεί στα διάφορα κριτήρια ποικίλλει κατ’ ανάγκην ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα, ή ακόμη τις μεθόδους παραγωγής και λειτουργίας που εφαρμόζονται στην επιχείρηση, στην εγκατάσταση ή στο τμήμα της εγκατάστασης περί των οποίων πρόκειται (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Διευκρινίζεται επίσης ότι από το γεγονός ότι μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει απλώς την οικονομική δραστηριότητα άλλης οντότητας δεν μπορεί να συναχθεί ότι διατηρείται η ταυτότητα της τελευταίας αυτής οντότητας. Πράγματι, μια τέτοια οντότητα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικώς με τη δραστηριότητα που ασκεί. Η ταυτότητα αυτή προκύπτει από διάφορα στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι της λειτουργίας ή και, ενδεχομένως, τα μέσα λειτουργίας που διαθέτει (αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2011, CLECE, C‑463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 41, και της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo, C-416/16, EU:C:2017:574, σκέψη 43).

27      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός της μεταβίβασης ως τέτοιας προϋποθέτει ορισμένες πραγματικές διαπιστώσεις και, επομένως, το ζήτημα αυτό πρέπει να εκτιμάται in concreto από το εθνικό δικαστήριο με γνώμονα τα κριτήρια που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Colino Siguënza, C-472/16, EU:C:2018:646, σκέψη 45) και τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2001/23, οι οποίοι εκτίθενται, ιδίως, στην αιτιολογική της σκέψη 3.

28      Στο ως άνω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα αν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση η λύση που δόθηκε με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C-172/99, EU:C:2001:59), η οποία αφορούσε διαγωνισμό για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών όσον αφορά επτά τοπικές λεωφορειακές γραμμές για περίοδο τριών ετών. Ο νέος φορέας εκμετάλλευσης είχε αγοράσει από τον προηγούμενο τις στολές ορισμένων οδηγών τους οποίους προσέλαβε και, εν αναμονή της παράδοσης των οχημάτων που είχε παραγγείλει, μίσθωσε δύο μόνο λεωφορεία του προηγούμενου φορέα εκμετάλλευσης για λίγους μήνες.

29      Το Δικαστήριο, το οποίο ερωτήθηκε αν υπήρχε μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, τόνισε κατ’ αρχάς, στη σκέψη 39 της απόφασης της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C-172/99, EU:C:2001:59), ότι η μεταφορά με λεωφορείο δεν μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα στηριζόμενη κυρίως στο εργατικό δυναμικό, στο μέτρο που απαιτεί σημαντικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, ως εκ τούτου, η μη μεταβίβαση, από τον παλαιό στον νέο ανάδοχο, ενσώματων περιουσιακών στοιχείων για την εκμετάλλευση των οικείων λεωφορειακών γραμμών συνιστά περίσταση που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να διαπιστωθεί αν υπάρχει μεταβίβαση. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 42 της απόφασης αυτής, ότι, δεδομένου ότι τα ενσώματα στοιχεία συμβάλλουν σημαντικά στην άσκηση της δραστηριότητας αυτής, η μη μεταβίβαση, από τον παλαιό στον νέο ανάδοχο της σύμβασης για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών με λεωφορεία, τέτοιων στοιχείων απαραίτητων για την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης οντότητας επιτρέπει να συναχθεί ότι η οντότητα αυτή δεν διατήρησε την ταυτότητά της. Τέλος, στη σκέψη 43 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη, η οδηγία 77/187 δεν είχε εφαρμογή ελλείψει μεταβιβάσεως σημαντικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων από τον παλαιό στον νέο ανάδοχο.

30      Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να επισημάνει, στη σκέψη 39 της απόφασης της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C-172/99, EU:C:2001:59), ότι η μη μεταβίβαση, από τον παλαιό στον νέο ανάδοχο, ενσώματων περιουσιακών στοιχείων τα οποία χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση των οικείων λεωφορειακών γραμμών συνιστά περίσταση που πρέπει να ληφθεί υπόψη, δεν μπορεί να συναχθεί από τη σκέψη αυτή ότι η ανάληψη των λεωφορείων πρέπει να θεωρηθεί in abstracto ως ο μόνος καθοριστικός παράγων για να διαπιστωθεί η μεταβίβαση επιχείρησης της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στη δημόσια μεταφορά επιβατών με λεωφορεία.

31      Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστώσει αν η μη μεταβίβαση μέσων λειτουργίας, όπως τα λεωφορεία, αποκλείει την ύπαρξη μεταβίβασης επιχείρησης, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της ενώπιόν του υπόθεσης.

32      Ως προς το ζήτημα αυτό, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η τήρηση των νέων τεχνικών και περιβαλλοντικών προτύπων την οποία επέβαλε η αναθέτουσα αρχή όσον αφορά τα μέσα λειτουργίας δεν επέτρεπε, τόσο από οικονομική όσο και από νομική άποψη, στην ανάδοχο να αναλάβει τα μέσα λειτουργίας της προηγούμενης αναδόχου της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης παροχής υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών. Πράγματι, δεν θα ήταν εύλογη από οικονομική άποψη η εκ μέρους του νέου φορέα ανάληψη υφιστάμενου στόλου λεωφορείων αποτελούμενου από οχήματα τα οποία δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, επειδή συμπλήρωναν την επιτρεπόμενη διάρκεια εκμετάλλευσης και δεν πληρούσαν τους περιορισμούς που επέβαλε η αναθέτουσα αρχή.

33      Με άλλα λόγια, η απόφαση του νέου φορέα εκμετάλλευσης να μην αναλάβει τα μέσα λειτουργίας της προηγούμενης αναδόχου υπαγορεύθηκε από εξωτερικούς περιορισμούς, ενώ, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών της, στα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C-172/99, EU:C:2001:59), δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτό συνέβαινε στην υπόθεση εκείνη.

34      Εξάλλου, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και συνοψίστηκαν στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών και περιβαλλοντικών προτύπων των οποίων την τήρηση επέβαλε η αναθέτουσα αρχή, η προηγούμενη ανάδοχος της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης παροχής υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών θα ήταν και η ίδια υποχρεωμένη να αντικαταστήσει στο προσεχές μέλλον τα μέσα λειτουργίας της, εάν είχε υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο του διαγωνισμού και της είχε ανατεθεί η σύμβαση.

35      Στο πλαίσιο αυτό, η μη μεταβίβαση των μέσων λειτουργίας, κατά το μέτρο που απορρέει από νομικούς, περιβαλλοντικούς ή τεχνικούς περιορισμούς, δεν αποκλείει συνεπώς κατ’ ανάγκην τον χαρακτηρισμό της ανάληψης της συγκεκριμένης δραστηριότητας ως «μεταβίβασης επιχείρησης», κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.

36      Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν άλλες πραγματικές περιστάσεις μεταξύ εκείνων που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 24 έως 26 της παρούσας απόφασης συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι διατηρήθηκε η ταυτότητα της συγκεκριμένης οντότητας και, άρα, ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης.

37      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όπως εξέθεσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών της, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο νέος φορέας εκμετάλλευσης παρείχε ουσιαστικά παρόμοιες υπηρεσίες τοπικής συγκοινωνίας με εκείνες που παρέχονταν από την προηγούμενη επιχείρηση, η δε παροχή των υπηρεσιών αυτών δεν διακόπηκε και αφορούσε πιθανώς την εκτέλεση εν πολλοίς των ίδιων δρομολογίων για τους ίδιους επιβάτες.

38      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, σε μια αγροτική περιοχή όπως η περιφέρεια Oberspreewald-Lausitz, η ύπαρξη πεπειραμένων οδηγών λεωφορείου έχει ουσιώδη ρόλο στη διασφάλιση της ποιότητας των συγκεκριμένων υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών. Επισημαίνει επίσης ότι οι οδηγοί αυτοί πρέπει να γνωρίζουν με επάρκεια το δίκτυο, τα ωράρια των δρομολογίων και τις τιμές των εισιτηρίων, καθώς και τις λοιπές περιφερειακές λεωφορειακές γραμμές, τις σιδηροδρομικές γραμμές και τις υφιστάμενες ανταποκρίσεις, προκειμένου να είναι σε θέση όχι μόνο να πωλούν εισιτήρια, αλλά και να δίνουν στους επιβάτες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουν.

39      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά το μέτρο που ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα μπορεί να αντιστοιχεί σε μια οικονομική οντότητα, μια τέτοια οντότητα μπορεί να διατηρεί την ταυτότητά της και μετά τη μεταβίβασή της όταν ο νέος επιχειρηματικός φορέας δεν περιορίζεται στη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας, αλλά επιπλέον αναλαμβάνει σημαντικό, από απόψεως αριθμού και δεξιοτήτων, τμήμα του προσωπικού το οποίο χρησιμοποιούσε ο προκάτοχός του ειδικώς για το έργο αυτό. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, ο νέος επιχειρηματικός φορέας αποκτά το οργανωμένο σύνολο στοιχείων το οποίο θα του παράσχει τη δυνατότητα να συνεχίσει κατά τρόπο σταθερό τις δραστηριότητες ή ορισμένες δραστηριότητες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2011, CLECE, C-463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Συνεπώς, στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά το μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 32 και 35 της παρούσας απόφασης, η μη ανάληψη των απαραίτητων μέσων λειτουργίας για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το ενδεχόμενο η επίμαχη οντότητα στην κύρια δίκη να έχει διατηρήσει την ταυτότητά της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρόσληψη των περισσότερων οδηγών αποτελεί πραγματική περίσταση που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης πράξης ως μεταβίβασης επιχείρησης. Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα επίμαχα περιστατικά της κύριας δίκης προκύπτει ότι στο προσωπικό που ανέλαβε ο νέος φορέας εκμετάλλευσης έχουν ανατεθεί πανομοιότυπα ή παρόμοια καθήκοντα και ότι το προσωπικό αυτό έχει ειδικά προσόντα και δεξιότητες τα οποία ήταν απαραίτητα για την άσκηση, χωρίς διακοπή, της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, όταν μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει, κατόπιν διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, δραστηριότητα για την άσκηση της οποίας απαιτούνται σημαντικά μέσα λειτουργίας, η μη ανάληψη, εκ μέρους της, των μέσων αυτών, τα οποία ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη δραστηριότητα αυτή, λόγω επιβεβλημένων από την αναθέτουσα αρχή νομικών, περιβαλλοντικών και τεχνικών περιορισμών, δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τον χαρακτηρισμό της ως άνω ανάληψης της δραστηριότητας ως μεταβίβασης επιχείρησης, εφόσον από άλλες πραγματικές περιστάσεις, όπως η ανάληψη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού και η άσκηση, χωρίς διακοπή, της εν λόγω δραστηριότητας, μπορεί να συναχθεί η διατήρηση της ταυτότητας της συγκεκριμένης οικονομικής οντότητας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, έχει την έννοια ότι, όταν μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει, κατόπιν διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, δραστηριότητα για την άσκηση της οποίας απαιτούνται σημαντικά μέσα λειτουργίας, η μη ανάληψη, εκ μέρους της, των μέσων αυτών, τα οποία ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη δραστηριότητα αυτή, λόγω επιβεβλημένων από την αναθέτουσα αρχή νομικών, περιβαλλοντικών και τεχνικών περιορισμών, δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τον χαρακτηρισμό της ως άνω ανάληψης της δραστηριότητας ως μεταβίβασης επιχείρησης, εφόσον από άλλες πραγματικές περιστάσεις, όπως η ανάληψη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού και η άσκηση, χωρίς διακοπή, της εν λόγω δραστηριότητας, μπορεί να συναχθεί η διατήρηση της ταυτότητας της συγκεκριμένης οικονομικής οντότητας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.