Language of document : ECLI:EU:C:2019:407

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια των “ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους” – Αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ των παρόχων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας – Έννοια των ενισχύσεων “που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές” και “νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό” – Έννοια του “επιλεκτικού πλεονεκτήματος” – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση των συμφυών με την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας εξόδων»

Στην υπόθεση C‑706/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

AB «Achema»,

AB «Orlen Lietuva»,

AB «Lifosa»

κατά

Valstybinė kainų ir energetikos kontrolės komisija (VKEKK),

παρισταμένων των:

Lietuvos Respublikos energetikos ministerija,

UAB «Baltpool»,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe, D. Šváby, S. Rodin και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Νοεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι AB «Achema», AB «Orlen Lietuva» και AB «Lifosa», εκπροσωπούμενες από τους G. Balčiūnas και V. Radvila, advokatai, τις E. Righini και G. Catti De Gasperi, avvocati, καθώς και από την C. Cluzel, avocate,

–        η UAB «Baltpool», εκπροσωπούμενη από τον A. Smaliukas και την E. Junčienė,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις R. Krasuckaitė και D. Stepanienė, καθώς και από τους R. Dzikovič και D. Kriaučiūnas,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Němečková, D. Recchia και A. Steiblytė,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των AB «Achema», AB «Orlen Lietuva» και AB «Lifosa» και της Valstybinė kainų ir energetikos kontrolės komisija (εθνικής επιτροπής για τον έλεγχο και τις τιμές της ενέργειας, στο εξής: ΕΕΕΤΕ) με αντικείμενο την απόφαση υπ’ αριθ. O3-442 της ΕΕΕΤΕ, της 11ης Οκτωβρίου 2013, περί καθορισμού, για το έτος 2014, των ποσών των κονδυλίων για την κάλυψη των δαπανών παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και των σχετικών χρεώσεων (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 46 και 50 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55), έχουν ως εξής:

«(46)      Η τήρηση των προδιαγραφών περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση της παρούσας οδηγίας, η δε παρούσα οδηγία θα πρέπει προπάντων να καθορίζει κοινά ελάχιστα πρότυπα τα οποία θα τηρούνται από όλα τα κράτη μέλη και τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της προστασίας των καταναλωτών, της ασφάλειας του εφοδιασμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και των ισοδύναμων επιπέδων ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό οι απαιτήσεις περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας να μπορούν να ερμηνεύονται σε εθνική βάση, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές συνθήκες και τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου.

[…]

(50)      Οι απαιτήσεις δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων της καθολικής υπηρεσίας, και τα κοινά ελάχιστα πρότυπα που αυτές συνεπάγονται θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω ώστε να διασφαλισθεί ότι όλοι οι καταναλωτές, και ιδιαίτερα οι πιο ευάλωτοι, έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τον ανταγωνισμό και τις δικαιότερες τιμές. Οι απαιτήσεις δημόσιας υπηρεσίας ορίζονται σε εθνικό επίπεδο, με συνεκτίμηση των εθνικών συνθηκών και με παράλληλο σεβασμό του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των κρατών μελών. […]»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/72 ορίζει τα εξής:

«Τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της [Συνθήκης ΛΕΕ], και ιδίως το άρθρο [106], τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείας, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές παροχής, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής αποδοτικότητας, της ενεργείας από ανανεώσιμες πηγές και της προστασίας του κλίματος. Οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας της Κοινότητας στους εθνικούς καταναλωτές. Όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού, την ενεργειακή αποδοτικότητα/διαχείριση της ζήτησης και την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων και των στόχων που αφορούν την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο τρίτα μέρη να ζητήσουν πρόσβαση στο δίκτυο.»

 Το λιθουανικό δίκαιο

 Οι ρυθμίσεις για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 51, του Lietuvos Respublikos Elektros energetikos įstatymas Nr. VIII‑1881 (νόμου υπ’ αριθ. VIII‑1881 περί ηλεκτρικής ενέργειας), της 20ής Ιουλίου 2000 (Žin., 2000, αριθ. 66‑1984, όπως ισχύει μετά τον νόμο υπ’ αριθ. XI‑1919, της 17ης Ιανουαρίου 2012, στο εξής: νόμος περί ηλεκτρικής ενέργειας) ορίζει ότι ως «κοινή ωφέλεια στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας» νοείται πράξη ή παράλειψη στον τομέα αυτό, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την ασφάλεια του κράτους στον τομέα της ενέργειας και/ή της δημόσιας ασφάλειας, με την ασφαλή λειτουργία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, με τη μείωση του αρνητικού περιβαλλοντικού αντίκτυπου του εν λόγω τομέα, με τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας και με τους λοιπούς σκοπούς βιώσιμης ανάπτυξης του ίδιου τομέα τους οποίους προβλέπει ο ως άνω νόμος.

6        Το άρθρο 2, παράγραφος 52, του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας ορίζει, αφενός, ότι ως υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: ΥΚΩ) νοούνται υπηρεσίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις και, αφετέρου, ότι η Λιθουανική Κυβέρνηση ή η εξουσιοδοτημένη από αυτήν αρχή καταρτίζει κατάλογο των εν λόγω υπηρεσιών και ορίζει τους παρόχους των υπηρεσιών αυτών και τον τρόπο παροχής τους, σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις του άρθρου 74 του ίδιου νόμου και το δημόσιο συμφέρον στον τομέα αυτόν.

7        Το άρθρο 74 του εν λόγω νόμου ορίζει στην παράγραφο 1 τις πράξεις ή παραλείψεις που είναι δυνατόν να θεωρηθούν ΥΚΩ και στην παράγραφο 2 αναθέτει στη Λιθουανική Κυβέρνηση την κατάρτιση του καταλόγου των ΥΚΩ και τον καθορισμό του τρόπου παροχής τους.

8        Το άρθρο 74, παράγραφος 4, του ίδιου νόμου προβλέπει ότι η Λιθουανική Κυβέρνηση ή η εξουσιοδοτημένη από αυτήν αρχή μπορεί να υποχρεώνει τους φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά να παρέχουν ΥΚΩ, υπό την επιφύλαξη της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους.

9        Βάσει του άρθρου 74 του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας, εκδόθηκε η Lietuvos Respublikos Vyriausybės nutarimas Nr. 916 «Dėl viešuosius interesus atitinkančių paslaugų elektros energetikos sektoriuje teikimo tvarkos aprašo patvirtinimo» (απόφαση υπ’ αριθ. 916 της Κυβερνήσεως περί εγκρίσεως της περιγραφής του καθεστώτος για την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας), της 18ης Ιουλίου 2012 (Žin., 2012, αριθ. 88-4609, όπως ισχύει μετά την κυβερνητική απόφαση υπ’ αριθ. 1216 της 18ης Δεκεμβρίου 2013, στο εξής: κυβερνητική απόφαση υπ’ αριθ. 916).

10      Τα σημεία 7 έως 7.6 της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα της ως άνω κυβερνητικής αποφάσεως ορίζουν τα εξής:

«7.      Στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας περιλαμβάνονται:

7.1      η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η εξισορρόπησή της·

7.2      η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με τη μέθοδο της συμπαραγωγής σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, στις περιπτώσεις που οι εγκαταστάσεις αυτές παρέχουν τη θερμότητα σε συστήματα θερμάνσεως και η εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας είναι τέτοια ώστε η συνδυασμένη παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας να μπορεί να θεωρηθεί αποδοτική·

7.3      η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε καθορισμένες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, με σκοπό την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια·

7.4      η διατήρηση της εφεδρικής δυναμικότητας των καθορισμένων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής των οποίων η δραστηριότητα είναι αναγκαία για την εθνική ενεργειακή ασφάλεια·

7.5      η ανάπτυξη της δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με στρατηγική σημασία για την ασφάλεια και την αξιοπιστία του ενεργειακού δικτύου και την ενεργειακή ανεξαρτησία του κράτους·

7.6      η υλοποίηση στρατηγικών σχεδίων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, σχετικών με τη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας διά της διασυνδέσεως με τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας άλλων κρατών και (ή) διά της συνδέσεως του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της Λιθουανίας με τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας άλλων κρατών μελών».

11      Το σημεία 8 έως 8.3, του παραρτήματος I της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα της εν λόγω κυβερνητικής αποφάσεως έχουν ως εξής:

«8.      Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας παρέχονται από τα εξής πρόσωπα:

8.1      τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας […] που παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας·

8.2.      τους παραγωγούς στους οποίους ανατίθεται από το κράτος η παροχή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας των σημείων 7.2 έως 7.4 [της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα]·

8.3.      τα πρόσωπα που ορίζονται στην εθνική στρατηγική ενεργειακής ανεξαρτησίας, στο σχέδιό της ή στα προγράμματα εφαρμογής της και (ή) στις κυβερνητικές αποφάσεις, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας των σημείων 7.5 και 7.6 [της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα]».

12      Τα σημεία 11 και 111 της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 916 ορίζουν τα εξής:

«11.      Πριν από την 1η Σεπτεμβρίου του έτους, η κυβέρνηση εγκρίνει, κατόπιν προτάσεως του αρμόδιου για την ενέργεια υπουργού και για τα επόμενα ημερολογιακά έτη, τα πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας των σημείων 7.2 έως 7.6 [της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα], τα σχέδια των σημείων 7.5 και 7.6 [της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα], καθώς και τον όγκο της επιδοτούμενης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τους παρόχους υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

111.      Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας του σημείου 7.2 [της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα] παρέχονται σύμφωνα με τους κατωτέρω κανόνες.

111.1.      Ο δημόσιος πάροχος, λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη για το επόμενο ημερολογιακό έτος ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από καταναλωτές για τους οποίους ισχύουν ρυθμιζόμενες από το κράτος τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και τον όγκο της επιδοτούμενης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τον οποίο ορίζει το κράτος για το επόμενο ημερολογιακό έτος και για κάθε παραγωγό, προτείνει το αργότερο την 15η Νοεμβρίου του έτους στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχουν την υπηρεσία κοινής ωφέλειας του σημείου 7.2 [της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα] τις μηνιαίες ποσότητες του επόμενου έτους όσον αφορά την επιδοτούμενη ηλεκτρική ενέργεια που θα προμηθεύεται ανά μήνα της περιόδου χρήσης της θέρμανσης, τις οποίες οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας διαπραγματεύονται με τον δημόσιο πάροχο το αργότερο εντός 30 ημερών από τη λήψη της προτάσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις προβλεπόμενες θερμικές ανάγκες για το επόμενο έτος και την ανάγκη διατηρήσεως της αποδοτικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής. Οι συμβάσεις πωλήσεως επιδοτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και του δημοσίου παρόχου, με τις οποίες καθορίζονται οι ποσότητες επιδοτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας που αυτός θα προμηθεύεται ανά μήνα της περιόδου χρήσης της θέρμανσης, συνάπτονται πριν την 31η Δεκεμβρίου του έτους·

[…]».

 Οι ρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση των ΥΚΩ

13      Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 3, του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας, η Λιθουανική Κυβέρνηση ορίζει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση και την κατανομή των κονδυλίων που προορίζονται για τις ΥΚΩ (στο εξής: διαχειριστής των κονδυλίων).

14      Η Vyriausybės nutarimas Nr. 1157 «Dėl viešuosius interesus atitinkančių paslaugų elektros energetikos sektoriuje lėšų administravimo tvarkos aprašo patvirtinimo» (απόφαση υπ’ αριθ. 1157 της Κυβερνήσεως περί εγκρίσεως της διαδικασίας για τη διαχείριση των κονδυλίων για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας) της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 (Žin., 2012, αριθ. 113-5704, όπως ισχύει μετά την κυβερνητική απόφαση υπ’ αριθ. 1537 της 19ης Δεκεμβρίου 2012, στο εξής: κυβερνητική απόφαση υπ’ αριθ. 1157), ορίζει τους κανόνες για την είσπραξη των ποσών που προορίζονται για τις ΥΚΩ και για τη διαχείριση και την κατανομή των σχετικών κονδυλίων μεταξύ των παρόχων ΥΚΩ.

15      Το σημείο 4.6 της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 1157 προβλέπει ότι ο διαχειριστής των κονδυλίων πρέπει να είναι φορέας ελεγχόμενος άμεσα ή έμμεσα από το κράτος.

16      Με τη Vyriausybės nutarimas Nr. 1338 «Dėl viešuosius interesus atitinkančių paslaugų elektros energetikos sektoriuje lėšų administratoriaus paskyrimo» (απόφαση υπ’ αριθ. 1338 της Κυβερνήσεως περί ορισμού του διαχειριστή των κονδυλίων για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας), της 7ης Νοεμβρίου 2012 (Žin., 2012, αριθ. 130-6560), η UAB «Baltpool» ορίστηκε διαχειριστής των κονδυλίων για αόριστο χρόνο.

17      Κατά γενικό κανόνα, οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς εισπράττουν τα ποσά των κονδυλίων για τις ΥΚΩ από τους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και τα αποδίδουν στον διαχειριστή των κονδυλίων ο οποίος με τη σειρά του τα καταβάλλει στους παρόχους ΥΚΩ, αφού αφαιρέσει ένα ποσό για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του.

18      Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, σημείο 7, του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας, η ΕΕΕΤΕ, που είναι δημόσιος φορέας, ορίζει τόσο τη μέθοδο υπολογισμού των χρεώσεων για τις ΥΚΩ όσο και το σχετικό τιμολόγιο, το οποίο καταρτίζεται κατ’ έτος λαμβανομένων υπόψη των κεφαλαιακών αναγκών των ΥΚΩ και της προβλεπόμενης ετήσιας καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας.

19      Με την απόφαση υπ’ αριθ. O3-279, της 28ης Σεπτεμβρίου 2012, η ΕΕΕΤΕ ενέκρινε τους ειδικούς κανόνες για τον καθορισμό των τιμολογίων ΥΚΩ, βάσει των οποίων εγκρίθηκε το τιμολόγιο ΥΚΩ για το 2014.

20      Με την επίμαχη απόφαση η ΕΕΕΤΕ καθόρισε για το 2014 τα συγκεκριμένα ποσά των κονδυλίων που προορίζονταν για κάθε κατηγορία παρόχων ΥΚΩ, καθώς και το τιμολόγιο των χρεώσεων ΥΚΩ τις οποίες όφειλαν να καταβάλουν οι τελικοί καταναλωτές.

 Οι ρυθμίσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές

21      Το άρθρο 20, με τίτλο «Προώθηση της χρήσεως ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας», του Lietuvos Respublikos atsinaujinančių išteklių energetikos įstatymo Nr. XI–1375 (λιθουανικού νόμου υπ’ αριθ. XI–1375 περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές), της 12ης Μαΐου 2011 (Žin., 2011, αριθ. 62-2936, όπως ισχύει μετά τον νόμο υπ’ αριθ. XII‑169 της 17ης Ιανουαρίου 2013), ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 3 και 6, τα εξής:

«1.      Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και η εξισορρόπησή της αποτελούν υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Το κράτος καθορίζει τις γενικές αρχές, τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για την καταβολή των προκαθορισμένων τιμών που ορίζονται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος νόμου και της διαδικασίας που θεσπίζει η κυβέρνηση καθώς και για την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, εγκρίνοντας τους ειδικούς κανόνες για την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και για την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

2.      Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές προωθείται, σύμφωνα με τη διαδικασία για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που καθορίζει η κυβέρνηση, μέσω της καταβολής, κατ’ εφαρμογήν των ειδικών κανόνων που ορίζει η κυβέρνηση, της διαφοράς μεταξύ της προκαθορισμένης τιμής που ορίζεται για τον παραγωγό και της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλεί ο παραγωγός αυτός και η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται της μέσης τιμής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τον προηγούμενο μήνα η οποία υπολογίζεται με τη διαδικασία που ορίζει η [ΕΕΕΤΕ].

3.      Για τις μονάδες εγκατεστημένης ισχύος άνω των 10 kW οι προκαθορισμένες τιμές και οι ποσοστώσεις για την προώθηση της παραγωγής ορίζονται μέσω δημοπρασιών με σκοπό την εκπλήρωση των σκοπών που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του παρόντος νόμου. Η κυβέρνηση ορίζει και εγκρίνει τις ποσοστώσεις για την προώθηση της παραγωγής και τις περιοχές που καλύπτουν οι δημοπρασίες, καθώς και τον τρόπο κατανομής των ποσοστώσεων, για τις μονάδες εγκατεστημένης ισχύος έως και 10 kW. Οργανώνονται χωριστές δημοπρασίες για τη σύνδεση με το δίκτυο ηλεκτροδοτήσεως σε περιφερειακό επίπεδο και για κάθε κατηγορία παραγωγών, εντός της τασσόμενης από την [ΕΕΕΤΕ] προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 180 ημέρες από την υποβολή, εκ μέρους παραγωγού, αιτήσεως για την οργάνωση δημοπρασίας για συγκεκριμένη περιφέρεια και κατηγορία παραγωγών. Δικαίωμα συμμετοχής στις δημοπρασίες έχουν οι παραγωγοί που έχουν υπογράψει την επιστολή προθέσεων του άρθρου 14, παράγραφος 11, και έχουν συστήσει την εγγύηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του παραγωγού κατά το άρθρο 14, παράγραφος 13, του παρόντος νόμου. Η [ΕΕΕΤΕ] καθορίζει το ανώτατο όριο της προκαθορισμένης τιμής ανά τρίμηνο. Η δημοπρασία κατακυρώνεται στον μετέχοντα που δήλωσε τη χαμηλότερη επιθυμητή προκαθορισμένη τιμή, εξυπακουομένου ότι η εγκατεστημένη μέγιστη ισχύς ενός πάρκου παραγωγής στην περιφέρεια που καλύπτει η δημοπρασία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40 % της μέγιστης συνδέσιμης ισχύος παραγωγής θερμότητας στην περιφέρεια αυτή. […]

[…]

6.      Η [ΕΕΕΤΕ] αξιολογεί, το πολύ ανά τρίμηνο, την ανάπτυξη της δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από διάφορες ανανεώσιμες πηγές, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο της ηλεκτρικής ενέργειας που πράγματι παρήχθη κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, τη συνολική εγκατεστημένη δυναμικότητα των λειτουργουσών μονάδων παραγωγής και τη συνολική εγκατεστημένη δυναμικότητα των προβλεπόμενων μονάδων παραγωγής. Τα ανώτατα ποσά των προκαθορισμένων τιμών αναθεωρούνται βάσει της αξιολογήσεως της δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από διάφορες ανανεώσιμες πηγές και του κατά πόσον αυτή συνάδει με τους σκοπούς και τις υποχρεώσεις που προβλέπει το εθνικό σχέδιο δράσεως για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα αναθεωρημένα ανώτατα ποσά των προκαθορισμένων τιμών ισχύουν μόνο για τους παραγωγούς των οποίων οι μονάδες λαμβάνουν άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μετά την έναρξη ισχύος των εν λόγω τιμών.»

22      Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, αφενός, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στους οποίους έχουν κατακυρωθεί οι δημοπρασίες που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 3, του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές συνάπτουν συμβάσεις με τις επιχειρήσεις που αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια, ήτοι τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς. Αφετέρου, οι ζημίες που υφίστανται οι επιχειρήσεις αυτές από την εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας την οποία προμηθεύθηκαν υπό το ως άνω πλαίσιο αντισταθμίζονται από τον διαχειριστή των κονδυλίων, μέσω των κονδυλίων που προορίζονται για τις ΥΚΩ.

23      Δυνάμει των ρυθμίσεων αυτών, οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς για την εξισορρόπηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αντισταθμίζονται μέσω των κονδυλίων αυτών.

 Οι ρυθμίσεις σχετικά με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής

24      Δυνάμει της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 916 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με τη μέθοδο της συμπαραγωγής, ήτοι σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, αποτελεί ΥΚΩ, εφόσον οι εγκαταστάσεις αυτές παρέχουν τη θερμότητα σε συστήματα θερμάνσεως και η συνδυασμένη παραγωγή μπορεί να θεωρηθεί αποδοτική.

25      Κατά την Elektros energijos supirkimo iš bendrų šilumos ir elektros energijos gamintojų taisyklės, patvirtintos Lietuvos Respublikos energetikos ministro įsakymu Nr. 1-219 (απόφαση υπ’ αριθ. 1-219 του Υπουργού Ενέργειας, περί εγκρίσεως των κανόνων για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από συμπαραγωγή από τους παραγωγούς της), της 24ης Νοεμβρίου 2009 (Žin., 2009, αριθ. 140‑6160), οι παραγωγοί που επιθυμούν να παρέχουν τέτοιες ΥΚΩ υποβάλλουν αίτηση στον Υπουργό Ενέργειας.

26      Η Λιθουανική Κυβέρνηση, κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Ενέργειας, εγκρίνει τον κατάλογο των επιχειρήσεων στις οποίες ανατίθεται η παροχή των ως άνω ΥΚΩ για το επόμενο ημερολογιακό έτος και ορίζει τον ανώτατο όγκο ηλεκτρικής ενέργειας που μπορεί να παραχθεί στο πλαίσιο αυτό.

27      Εν συνεχεία, ο δημόσιος πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας προτείνει, για το επόμενο ημερολογιακό έτος, στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχουν τις ως άνω ΥΚΩ τις προς αγορά μηνιαίες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας και τις διαπραγματεύεται με αυτούς, ενώ οι συμβάσεις πωλήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που θα παράγεται σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής ως ΥΚΩ πρέπει να υπογράφονται πριν από την 31η Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους. Δυνάμει των συμβάσεων αυτών, οι πάροχοι ΥΚΩ εισπράττουν απευθείας από τον διαχειριστή των κονδυλίων αντιστάθμιση για την ηλεκτρική ενέργεια που έχουν παραγάγει και παραδώσει στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς υπέρβαση του προβλεπόμενου όγκου.

 Οι ρυθμίσεις για την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια

28      Η «Lietuvos Elektrinė», θυγατρική της AB «Lietuvos energijos gamyba», ορίστηκε ως πάροχος των ΥΚΩ που σχετίζονται με την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια για το 2014.

29      Με την απόφαση υπ’ αριθ. O3-703, της 22ας Νοεμβρίου 2013, περί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Δημοκρατία της Λιθουανίας και καθορισμού της τιμής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει η Lietuvos Elektrinė, η ΕΕΕΤΕ όρισε την εν λόγω τιμή αγοράς για το 2014 διαχωρίζοντας δύο συνιστώσες που αντιστοιχούν η μεν πρώτη στο μεταβλητό η δε δεύτερη στο πάγιο κόστος.

 Οι ρυθμίσεις σχετικά με το σχέδιο NordBalt

30      Το άρθρο 3 του Lietuvos Respublikos elektros energetikos sistemos integracijos į Europos elektros energetikos sistemas įstatymas Nr. XI‑2052 (νόμου υπ’ αριθ. XI‑2052 περί ενσωματώσεως του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας στα ευρωπαϊκά συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας), της 12ης Ιουνίου 2012 (Žin., 2012, αριθ. 68-3465), προβλέπει ότι, για την πλήρη ενσωμάτωση του λιθουανικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας στα ευρωπαϊκά συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας, η εκμετάλλευση της συνδέσεως του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας με το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας του Βασιλείου της Σουηδίας (στο εξής: σχέδιο NordBalt) θα άρχιζε το 2015.

31      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του νόμου αυτού:

«Η υλοποίηση της ενσωματώσεως του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας στα ευρωπαϊκά συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας χρηματοδοτείται μέσω των κονδυλίων που προορίζονται για τις [ΥΚΩ], σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος περί ηλεκτρικής ενέργειας· επιτρέπεται επίσης η χρήση επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον νόμο, για τη μερική χρηματοδότηση της ενσωματώσεως, συμπεριλαμβανομένων και των διαθέσιμων πόρων για τα ενεργειακά σχέδια βάσει του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου της Ένωσης για την περίοδο 2014-2020, καθώς και (ή) άλλων νομίμων πόρων.»

32      Η παροχή των ΥΚΩ που συνδέονται με το σχέδιο NordBalt ανατέθηκε στην AB «Litgrid», φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου μεταφοράς.

 Οι ρυθμίσεις για τις αντισταθμίσεις υπέρ των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ηλεκτροπαραγωγικές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις

33      Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του Lietuvos Respublikos atsinaujinančių išteklių energetikos įstatymo 2, 11, 13, 14, 16, 20, 21 straipsnių pakeitimo ir papildymo įstatymo įgyvendinimo įstatymas Nr. XII‑170 (λιθουανικού νόμου υπ’ αριθ. XII–170 περί εφαρμογής, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρων 2, 11, 13, 14, 16, 20 και 21 του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές), της 17ης Ιανουαρίου 2013 (Žin., 2013, αριθ. 12-561), λογίζονται ως δαπάνες που συνδέονται με ΥΚΩ οι δαπάνες για την ανάπτυξη σχεδίων ηλεκτροπαραγωγικών φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, ως προς τα οποία οι άδειες επεκτάσεως δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με την κατασκευή τέτοιων εγκαταστάσεων υλοποιήθηκαν μετά την ημερομηνία την οποία προέβλεπε η αρχική νομοθεσία ή η ισχύς των αδειών αυτών δεν παρατάθηκε.

34      Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, όσοι έχουν αναπτύξει σχέδια ηλεκτροπαραγωγικών φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, τα οποία τέθηκαν εν αμφιβόλω λόγω της τροποποίησης της νομοθεσίας το 2013, έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από επιτροπή αντισταθμίσεων που έχει συστήσει η Λιθουανική Κυβέρνηση να ορίσει το ποσό της αντισταθμίσεως που τους οφείλεται για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν πριν την 1η Φεβρουαρίου 2013. Ο διαχειριστής των κονδυλίων καταβάλλει την ως άνω αντιστάθμιση απευθείας στους ως άνω δικαιούχους.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

35      Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης είναι εταιρίες που έχουν συσταθεί στη Λιθουανία και μεταξύ των δραστηριοτήτων τους περιλαμβάνεται η εκμετάλλευση εγκαταστάσεων συνδυασμένης παραγωγής, στις οποίες η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια καταναλώνεται για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους ή διοχετεύεται σε άλλα νομικά πρόσωπα στη ζώνη δραστηριότητάς τους. Για τη συμπλήρωση των αναγκών τους, προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από ανεξάρτητους παρόχους.

36      Δυνάμει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης επιβαρύνονται με χρεώσεις για τις ΥΚΩ. Τα οφειλόμενα ποσά υπολογίζονται βάσει της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας την οποία παράγουν οι ίδιες ή προμηθεύονται από ανεξάρτητους παρόχους και καταναλώνουν για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους.

37      Με την επίμαχη απόφαση, η ΕΕΕΤΕ καθόρισε τα κονδύλια για τις διάφορες ΥΚΩ για το έτος 2014, καθώς και τις σχετικές συνεισφορές που οφείλουν να καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας στη Λιθουανία και ορισμένοι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης.

38      Στις 11 Νοεμβρίου 2013, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης προσέφυγαν ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βίλνιους, Λιθουανία) ζητώντας την ακύρωση των σημείων 1.2 έως 1.4, 1.7, 2 και 3 της επίμαχης αποφάσεως.

39      Αμφισβήτησαν την απόφαση αυτή, προβάλλοντας ότι είναι εν μέρει παράνομη, επειδή αποτελεί τμήμα καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων, που θεσπίστηκε με τις ρυθμίσεις σχετικά με τις ΥΚΩ και εφαρμόστηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι το ποσό των συνεισφορών είναι υπερβολικά υψηλό και παράνομο.

40      Με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2016, το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Βίλνιους) απέρριψε την προσφυγή των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης.

41      Στις 23 Φεβρουαρίου 2016, οι αναιρεσείουσες προσέφυγαν ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Λιθουανίας), ζητώντας του να αναιρέσει την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2016 και να αποφανθεί επί της προσφυγής τους. Επιπλέον, ζήτησαν να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

42      Η ΕΕΕΤΕ, αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, καθώς και οι παρεμβαίνοντες, το Lietuvos Respublikos energetikos ministerija (Υπουργείο Ενέργειας της Λιθουανίας) και η Baltpool, ζήτησαν την απόρριψη των αιτημάτων των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης.

43      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ορισμένα στοιχεία του καθεστώτος των ΥΚΩ και της χρηματοδοτήσεώς τους πρέπει να χαρακτηριστούν ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, διερωτάται σχετικά με την έννοια των «κρατικών πόρων» στη διάταξη αυτή και στις προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Λιθουανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Πρέπει το κανονιστικό πλαίσιο για την παροχή [ΥΚΩ] και τη χρηματοδότηση (αντιστάθμιση) αυτών (στο εξής: καθεστώς ΥΚΩ) –που θεσπίζουν ο νόμος περί ηλεκτρικής ενέργειας, ο νόμος περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ο νόμος περί ενσωματώσεως του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας στα ευρωπαϊκά συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας, ο λιθουανικός νόμος περί εφαρμογής, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρων 2, 11, 13, 14, 16, 20 και 21 του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και οι κανονιστικές πράξεις εφαρμογής των ως άνω νομοθετημάτων, ιδίως της διαδικασίας για την παροχή [ΥΚΩ] που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 916 [κυβερνητική] απόφαση […], της διαδικασίας για τη διαχείριση των κονδυλίων για [τις ΥΚΩ] που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 1157 [κυβερνητική] απόφαση […]- ή μέρος αυτού, να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση (καθεστώς κρατικών ενισχύσεων) για τους σκοπούς του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, περιλαμβανομένων των ακόλουθων ερωτημάτων:

1)      Πρέπει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κονδύλια ΥΚΩ θα πρέπει να θεωρούνται κρατικοί πόροι;

2)      Πρέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που επιβάλλεται σε φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου (επιχειρήσεις) η υποχρέωση να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας με προκαθορισμένη τιμή και/ή να εξισορροπούν την ηλεκτρική ενέργεια και που οι ζημίες των φορέων εκμεταλλεύσεως δικτύου συνεπεία αυτής της υποχρεώσεως αντισταθμίζονται από κονδύλια που ενδέχεται να χαρακτηρίζονται ως κρατικοί πόροι, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι χορηγείται ενίσχυση σε παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας μέσω κρατικών πόρων;

3)      Πρέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, οι ακόλουθες ενισχύσεις, ήτοι: ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχείρηση η οποία υλοποιεί σχέδιο στρατηγικής σημασίας, όπως το σχέδιο NordBalt· ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις στις οποίες ανατίθεται να εξασφαλίσουν την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας για συγκεκριμένη χρονική περίοδο· ενισχύσεις που χορηγούνται σε αντιστάθμιση ζημιών που αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς και τις οποίες υπέστησαν εν προκειμένω επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, συνεπεία της αρνήσεως του κράτους να εκπληρώσει υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει (εξαιτίας τροποποιήσεων του εθνικού κανονιστικού πλαισίου)· ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις (φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου) με σκοπό να αντισταθμίσουν πραγματικές ζημίες τις οποίες υπέστησαν κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς τους να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια σε προκαθορισμένη τιμή από παραγωγούς που παρέχουν ΥΚΩ και να εξισορροπούν την ηλεκτρική ενέργεια, θα πρέπει να θεωρηθούν ως επιλεκτικές και/ή ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών;

4)      Πρέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, το επίμαχο καθεστώς ΥΚΩ (ή μέρος αυτού) θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 88 έως 93 της αποφάσεως […] της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, [C‑280/00, EU:C:2003:415];

5)      Πρέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, το καθεστώς ΥΚΩ (ή μέρος αυτού) θα πρέπει να θεωρηθεί ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

45      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως οι ΥΚΩ, αποτελούν κρατικούς πόρους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

46      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων και συγκεκριμένα, πρώτον, να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, τρίτον, να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη και, τέταρτον, να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1993, Sloman Neptun, C‑72/91 και C‑73/91, EU:C:1993:97, σκέψη18, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 15, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 17).

47      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει αφενός να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και αφετέρου να μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 16, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Πρώτον, προκειμένου να εκτιμηθεί η δυνατότητα καταλογισμού ενός μέτρου στο κράτος, πρέπει να εξετασθεί αν οι δημόσιες αρχές έχουν εμπλακεί στη λήψη του μέτρου (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 17, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 21).

49      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 5 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, τόσο οι διάφορες ΥΚΩ όσο και ο τρόπος χρηματοδοτήσεώς τους έχουν ορισθεί από το κράτος με διάφορους νόμους και αποφάσεις της κυβερνήσεως. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος, όπερ εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν από τους ενδιαφερομένους.

50      Δεύτερον, για τη διαπίστωση του αν το πλεονέκτημα παρασχέθηκε άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καλύπτει τόσο τις ενισχύσεις που χορηγούνται απευθείας από το κράτος ή με κρατικούς πόρους όσο και εκείνες που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που αυτό ιδρύει ή ορίζει ως υπεύθυνους για τη διαχείριση των ενισχύσεων (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike & Weinlig, 78/76, EU:C:1977:52, σκέψη 21, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 20, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 23).

51      Πράγματι, το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να επιτρέπει να καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων απλώς και μόνον διότι δημιουργούνται αυτοτελή όργανα επιφορτισμένα με τη κατανομή ενισχύσεων (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 23, και της 9ης Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά TV2/Danmark, C‑656/15 P, EU:C:2017:836, σκέψη 45).

52      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι μέτρο το οποίο συνίσταται, μεταξύ άλλων, σε υποχρέωση αγοράς ενέργειας μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της «ενισχύσεως», μολονότι δεν συνεπάγεται τη μεταβίβαση κρατικών πόρων (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 19, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 24).

53      Ειδικότερα, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία μπορούν πράγματι να χρησιμοποιούν οι δημόσιες αρχές προς στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να έχει σημασία συναφώς αν τα μέσα αυτά περιλαμβάνονται μονίμως στην περιουσία του Δημοσίου. Έστω και αν τα ποσά που αντιστοιχούν στο επίμαχο μέτρο ενισχύσεως δεν βρίσκονται διαρκώς στην κατοχή του Δημόσιου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως «κρατικοί πόροι» (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 21, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κεφάλαια τα οποία τροφοδοτούνται μέσω υποχρεωτικών εισφορών επιβαλλόμενων από την κρατική νομοθεσία και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή διέπεται από τη νομοθεσία αυτή μπορούν να θεωρούνται κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ακόμη και αν υπεύθυνοι για τη διαχείρισή τους είναι φορείς που διακρίνονται από τις δημόσιες αρχές (αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, EU:C:1974:71, σκέψη 35, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 25).

55      Το αποφασιστικό στοιχείο ως προς το ζήτημα αυτό είναι αν το κράτος έχει αναθέσει στους φορείς αυτούς τη διαχείριση κρατικών πόρων ή αν οι φορείς αυτοί απλώς υπέχουν υποχρέωση αγοράς με δικούς τους χρηματικούς πόρους (βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 74, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψεις 30 και 35, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψεις 26 και 30).

56      Εν προκειμένω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το καθεστώς ΥΚΩ έχει τα εξής χαρακτηριστικά.

57      Καταρχάς, στους τελικούς καταναλωτές επιβάλλεται η υποχρέωση να καταβάλλουν στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς εισφορά που ενσωματώνεται στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας προσαυξάνοντάς την και της οποίας το συγκεκριμένο ποσό ανά κιλοβατώρα καθορίζεται από την ΕΕΕΤΕ, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, σημείο 7, του νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας. Οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν για τις ανάγκες τους την παραγόμενη από τους ίδιους ηλεκτρική ενέργεια υπόκεινται επίσης στο εν λόγω καθεστώς και ισχύει και για αυτούς τιμολόγιο που καθορίζεται από την ΕΕΕΤΕ ανά κιλοβατώρα κατανάλωσης και διαφέρει από εκείνο που ισχύει για τους τελικούς καταναλωτές.

58      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, για τον καθορισμό των ως άνω τιμολογίων, η ΕΕΕΤΕ λαμβάνει υπόψη, για κάθε έτος, τις ανάγκες κονδυλίων για τις ΥΚΩ και τις προβλέψεις για την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που πρόκειται να καταναλωθεί για τη χρονική αυτή περίοδο.

59      Εν συνεχεία, τα ποσά που συγκεντρώνονται προς τον σκοπό αυτό από τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς αποδίδονται στον διαχειριστή των κονδυλίων, ο οποίος, όπως διευκρινίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τους διαδίκους της κύριας δίκης και τη Λιθουανική Κυβέρνηση, πρέπει, δυνάμει του σημείου 4.6 της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 1157, να είναι φορέας ελεγχόμενος άμεσα ή έμμεσα από το κράτος. Βάσει των ποσών αυτών, ο διαχειριστής των κονδυλίων υπολογίζει τα κονδύλια που προορίζονται για τις ΥΚΩ και τα κατανέμει μεταξύ των διαφόρων παρόχων ΥΚΩ, αφού αφαιρέσει ποσό το πολύ 500 000 λιθουανικών λίτας (LTL) (περίπου 145 000 ευρώ) κατ’ έτος, προς κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του.

60      Κατά συνέπεια, ο διαχειριστής των κονδυλίων καταβάλλει τα ως άνω κονδύλια στους διαφόρους παρόχους ΥΚΩ οι οποίοι έχουν λάβει τη σχετική έγκριση, σύμφωνα με το σημείο 11 της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 916, από τη Λιθουανική Κυβέρνηση, πλην των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές των οποίων η επιλογή γίνεται από την ΕΕΕΤΕ μέσω δημοπρασιών των ποσοστώσεων προωθήσεως της παραγωγής.

61      Στο πλαίσιο αυτό, στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς καταβάλλονται ποσά από τα κονδύλια που προορίζονται για τις ΥΚΩ προς αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών στις οποίες υποβάλλονται προς εκπλήρωση της υποχρεώσεώς τους να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και να την εξισορροπούν.

62      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η καταβολή των ως άνω ποσών στους παρόχους ΥΚΩ γίνεται με σκοπό την αντιστάθμιση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται από το κράτος στο πλαίσιο των ΥΚΩ.

63      Ως εκ τούτου, το καθεστώς ΥΚΩ στηρίζεται, αφενός, σε πλειάδα υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς και στους τελικούς καταναλωτές και, αφετέρου, στην παρέμβαση, ως μοναδικού αρμόδιου οργάνου για τη διαχείριση των κονδυλίων που προορίζονται για τις ΥΚΩ, ενός φορέα που ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος.

64      Ειδικότερα, οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς εισπράττουν τις χρεώσεις σχετικά με τα κονδύλια για τις ΥΚΩ από όλους τους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς να είναι νομικά δυνατή καμία παρέκκλιση. Η υποχρεωτική αυτή καταβολή, που επιβάλλεται από το καθεστώς των ΥΚΩ, έχει συνεπώς χαρακτήρα υποχρεωτικής εισφοράς. Επιπλέον, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου έχουν υποχρέωση, βάσει του καθεστώτος αυτού, να χρησιμοποιούν ΥΚΩ από διάφορους παρόχους, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή.

65      Πλην όμως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που εκτέθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, τα κονδύλια αυτά μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ακόμη και αν υπεύθυνοι για τη διαχείρισή τους είναι φορείς που διακρίνονται από τις δημόσιες αρχές.

66      Εξάλλου, τα κονδύλια που προορίζονται για τις ΥΚΩ κατανέμονται μεταξύ των παρόχων των υπηρεσιών αυτών, κατ’ εφαρμογήν του καθεστώτος ΥΚΩ, από φορέα υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, ο οποίος δεν έχει, σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό και τον προορισμό των ποσών των ως άνω κονδυλίων. Ειδικότερα, τόσο η κυβερνητική απόφαση υπ’ αριθ. 1157 όσο και οι αποφάσεις της ΕΕΕΤΕ, η οποία είναι δημόσιος φορέας, ορίζουν συγκεκριμένα τον τρόπο υπολογισμού των κονδυλίων για τις ΥΚΩ τα οποία πρέπει να καταβάλλονται στους παρόχους ΥΚΩ. Ως εκ τούτου, τα κονδύλια αυτά ακολουθούν αυστηρά, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, τη διαδρομή που έχει χαράξει το ως άνω καθεστώς.

67      Κατά συνέπεια, υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κονδύλια που προορίζονται για τις ΥΚΩ παραμένουν υπό δημόσιο έλεγχο.

68      Πλην όμως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μηχανισμός για την αντιστάθμιση επιπλέον κόστους του οποίου η χρηματοδότηση βαρύνει τους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας στην ημεδαπή και στο πλαίσιο του οποίου τα εισπραττόμενα ποσά κατανέμονται και διατίθενται στις δικαιούχους επιχειρήσεις, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους, από δημόσιο φορέα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 37, και διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, Elcogás, C‑275/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2314, σκέψη 30).

69      Επιπλέον, περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης διακρίνεται από εκείνες επί των οποίων το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρέμβαση με κρατικούς πόρους η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν σε καθορισμένες ελάχιστες τιμές το παραγόμενο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ηλεκτρικό ρεύμα, στον βαθμό που η υποχρέωση αυτή δεν συνεπαγόταν άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια αυτού του είδους (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 59, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 34).

70      Πράγματι, στις περιπτώσεις αυτές το Δικαστήριο επισήμανε ότι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν είχε ανατεθεί από το συγκεκριμένο κράτος μέλος η διαχείριση κρατικών πόρων, αλλά αυτές υπείχαν υποχρέωση αγοράς με δικούς τους χρηματικούς πόρους (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 74, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 35).

71      Εν προκειμένω, προκύπτει ότι, αφενός, στον διαχειριστή των κονδυλίων έχει ανατεθεί η διαχείριση υποχρεωτικής εισφοράς που βαρύνει όλους τους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και αποτελεί κρατικό πόρο, και αφετέρου, η υποχρέωση που επιβάλλεται στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς σχετικά με τη χρήση ΥΚΩ αντισταθμίζεται μέσω της καταβολής σε αυτούς ποσών από τα κονδύλια που προορίζονται για τις ΥΚΩ.

72      Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως οι ΥΚΩ, αποτελούν κρατικούς πόρους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

73      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς λαμβάνουν ποσά προερχόμενα από κονδύλια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των ΥΚΩ, ως αντιστάθμιση των ζημιών που υφίστανται λόγω της εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς τους να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από συγκεκριμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και να την εξισορροπούν, η αντιστάθμιση αυτή αποτελεί πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που παρέχεται στους ως άνω παραγωγούς.

74      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, δύνανται να ευνοήσουν, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν οικονομικό πλεονέκτημα του οποίου η επωφελούμενη επιχείρηση δεν θα ετύγχανε υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 79, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 65).

75      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι επιχειρήσεις (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66).

76      Εν προκειμένω, από το άρθρο 20 του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές προκύπτει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς, ως επιχειρήσεις που προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια, υποχρεούνται να αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές με προκαθορισμένη τιμή η οποία ενδέχεται να είναι υψηλότερη από το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλούν οι παραγωγοί της. Εντούτοις, οι ζημίες που υφίστανται οι ως άνω φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου αντισταθμίζονται από τον διαχειριστή των κονδυλίων, μέσω των κονδυλίων για τις ΥΚΩ.

77      Μολονότι τα ποσά που προορίζονται για την αντιστάθμιση των ζημιών καταβάλλονται στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς, είναι προφανές ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, πραγματικά ωφελούμενοι από την ενίσχυση που προκύπτει από τον μηχανισμό αντισταθμίσεως είναι εμμέσως οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

78      Πράγματι, αφενός, η αντιστάθμιση των ζημιών που υφίστανται οι ως άνω φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων μέσω των κονδυλίων για τις ΥΚΩ είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το πλεονέκτημα που προβλέπεται υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, δεδομένου ότι στη διάταξη αυτή τονίζεται ότι παραγωγή τέτοιας ηλεκτρικής ενέργειας προωθείται, σύμφωνα με τη διαδικασία για τις ΥΚΩ, «μέσω της καταβολής της διαφοράς μεταξύ της προκαθορισμένης τιμής που ορίζεται για τον παραγωγό και της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλεί ο παραγωγός αυτός». Πλην όμως, η διαφορά αυτή αντιστοιχεί στις επιπλέον δαπάνες ή στις ζημίες των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως, οι οποίες αντισταθμίζονται μέσω των κονδυλίων για τις ΥΚΩ.

79      Αφετέρου, καμία διάταξη του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν υποχρεώνει τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από τέτοιες πηγές να συμμετέχουν στις δημοπρασίες οι οποίες θα τους έδιναν τη δυνατότητα, κατά περίπτωση, να επωφεληθούν από την τιμή για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη. Στο πλαίσιο αυτό, η συμμετοχή τους στον ως άνω μηχανισμό πωλήσεως και η καταβολή αντισταθμίσεως στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς παρέχει στους παραγωγούς αυτούς τη δυνατότητα να πωλούν ορισμένες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή ανώτερη εκείνης της αγοράς και, σε κάθε περίπτωση, να πωλούν μεγαλύτερες ποσότητες.

80      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς λαμβάνουν ποσά προερχόμενα από κονδύλια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των ΥΚΩ, ως αντιστάθμιση των ζημιών που υφίστανται λόγω της εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς τους να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από συγκεκριμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και να την εξισορροπούν, η αντιστάθμιση αυτή αποτελεί πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που παρέχεται στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

81      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κεφάλαια, όπως τα κονδύλια που προορίζονται για ορισμένους παρόχους ΥΚΩ, παρέχουν σε αυτούς επιλεκτικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και μπορούν να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

82      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ειδικά τέσσερις κατηγορίες ωφελούμενων από τα κονδύλια για τις ΥΚΩ. Πρόκειται για την επιχείρηση που υλοποιεί το σχέδιο στρατηγικής σημασίας NordBalt, τις επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, οι οποίες θίγονται λόγω της αρνήσεως του κράτους να εκπληρώσει υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει και λαμβάνουν αποζημίωση για τις πραγματικές τους ζημίες που αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς και τους φορείς εκμεταλλεύσεως των δικτύων διανομής και μεταφοράς, λόγω της εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς τους να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια σε προκαθορισμένη τιμή από παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχουν ΥΚΩ και να την εξισορροπούν.

83      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 79, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 65).

84      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κατά την εκτίμηση της προϋποθέσεως σχετικά με την επιλεκτικότητα του πλεονεκτήματος πρέπει να εξετάζεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, ως αποτέλεσμα, διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως «εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις» (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψεις 53 έως 55, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 54).

85      Το σύνολο των οικονομικών φορέων που αναφέρθηκαν στο σημείο 82 της παρούσας αποφάσεως ωφελούνται από κονδύλια για τις ΥΚΩ, τα οποία, μολονότι σκοπό έχουν να αντισταθμίσουν το επιπλέον κόστος ή τις ζημίες των φορέων αυτών, μπορούν εντούτοις να χαρακτηριστούν ως «επιλεκτικό πλεονέκτημα χορηγούμενο με κρατικούς πόρους».

86      Πράγματι, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους και, επομένως, ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων τεχνικών (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 87, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 48).

87      Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και τις διευκρινίσεις που δόθηκαν από τους ενδιαφερομένους με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι σε κάθε κατηγορία φορέων της σκέψεως 82 της παρούσας αποφάσεως χορηγείται πλεονέκτημα σε επιλεκτική βάση. Πράγματι, όπως προκύπτει από την κυβερνητική απόφαση υπ’ αριθ. 916, οι ρυθμίσεις για τις ΥΚΩ ωφελούν μόνον ορισμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και εκείνους που συμβάλλουν στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και στην εθνική ενεργειακή ασφάλεια και ανεξαρτησία, στην ασφάλεια και στην αξιοπιστία του εθνικού ενεργειακού συστήματος ή ακόμη στην υλοποίηση στρατηγικών σχεδίων ενεργειακού εφοδιασμού. Επιπροσθέτως και με την εξαίρεση των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, οι οποίες θίγονται λόγω της αρνήσεως του κράτους να εκπληρώσει υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει, κάθε ένας από τους φορείς αυτούς έχει οριστεί ονομαστικά από τη Λιθουανική Κυβέρνηση ως πιθανός δικαιούχος των κονδυλίων για τις ΥΚΩ, κατ’ εφαρμογήν των σημείων 11 και 111 της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 916.

88      Με την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κεφάλαια όπως τα κονδύλια που προορίζονται για ορισμένους παρόχους ΥΚΩ παρέχουν σε αυτούς επιλεκτικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

89      Δεύτερον, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» απαιτείται να εξετασθεί μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και όχι να διαπιστωθεί αν οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν πραγματικές επιπτώσεις στις συναλλαγές (αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C‑211/15 P, EU:C:2016:798, σκέψη 64, και της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 29).

90      Ωστόσο, ο επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών δεν μπορεί να είναι αμιγώς υποθετικός ή να τεκμαίρεται. Ειδικότερα, πρέπει να διαπιστωθεί ο λόγος για τον οποίο το εξεταζόμενο μέτρο μπορεί να επηρεάσει, με τις προβλέψιμες συνέπειές του, τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και τις παρατηρήσεις της Baltpool κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι, το 2014, υπήρχαν ήδη συναλλαγές μεταξύ της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και άλλων κρατών μελών στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω συνδέσεων με τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τη Λιθουανική Κυβέρνηση, εξασθενούν το επιχείρημά της ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα αυτή ήταν σχετικά απομονωμένη.

92      Επιπλέον, όταν ενίσχυση χορηγούμενη από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, πρέπει να θεωρείται ότι οι συναλλαγές αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C‑222/04, EU:C:2006:8, σκέψη 141, και της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 31).

93      Δεν απαιτείται πάντως οι ίδιες οι ωφελούμενες επιχειρήσεις να μετέχουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Πράγματι, όταν κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχειρήσεις, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί εξ αυτού του λόγου να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο ή να αυξηθεί, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων να διεισδύσουν στην αγορά του συγκεκριμένου κράτους μέλους (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 67, και της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 32).

94      Εξάλλου, στην περίπτωση ελευθερώσεως, σε επίπεδο Ένωσης, ενός τομέα της οικονομίας, όπως του τομέα της ενέργειας, μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού, καθώς και για συνέπειές τους επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 51, και της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 34).

95      Επισημαίνεται συναφώς ότι η οδηγία 2009/72 ελευθέρωσε πλήρως την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ένωση και ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, τα κράτη μέλη έπρεπε να έχουν θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά της στο εσωτερικό τους δίκαιο.

96      Πλην όμως, στον βαθμό που η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί αντικείμενο διασυνοριακών εμπορικών συναλλαγών, η χορήγηση ποσών από τα κονδύλια που προορίζονται για τις ΥΚΩ στους παρόχους ΥΚΩ που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως ενδέχεται να έχει συνέπειες επί του εμπορίου μεταξύ των εν λόγω κρατών (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 35).

97      Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, προκειμένου να εκτιμήσει τις συνέπειες επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, να λάβει υπόψη για κάθε κατηγορία παρόχων ΥΚΩ που μνημονεύθηκε στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, τις ιδιαιτερότητες της ασκούμενης δραστηριότητας για την οποία χορηγείται η αντιστάθμιση μέσω της καταβολής ποσών από τα κονδύλια που προορίζονται για τους παρόχους αυτούς, ώστε να διαπιστώσει αν η καταβολή των ποσών αυτών στους εν λόγω παρόχους μπορεί να ενισχύσει τη θέση τους στη λιθουανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο πλαίσιο των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών.

98      Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κεφάλαια όπως τα κονδύλια που προορίζονται για ορισμένους παρόχους ΥΚΩ παρέχουν σε αυτούς επιλεκτικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και μπορούν να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

99      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κρατική παρέμβαση όπως το καθεστώς ΥΚΩ πρέπει να θεωρείται ως αντιστάθμιση που αποτελεί την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

100    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ως προς το ζήτημα αυτό ότι, εφόσον μια κρατική παρέμβαση θεωρείται αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα και να μη περιέρχονται, λόγω της ως άνω παρεμβάσεως, σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται, η παρέμβαση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 87, και της 8ης Μαρτίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, C‑660/15 P, EU:C:2017:178, σκέψη 25).

101    Σύμφωνα με τις σκέψεις 88 έως 93 της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), προκειμένου μια τέτοια παρέμβαση να μη χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση», πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη. Δεύτερον, οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Τέταρτον, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που επιβάλλονται σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να εκπληρώσει τις εν λόγω υποχρεώσεις.

102    O έλεγχος της πληρώσεως των προϋποθέσεων που θέτει η νομολογία που προκύπτει από την απόφαση αυτή γίνεται με σκοπό να διαπιστωθεί αν τα επίμαχα μέτρα πρέπει να χαρακτηριστούν ως «κρατικές ενισχύσεις», όπερ αποτελεί ζήτημα που προηγείται εκείνου της εξακριβώσεως, κατά περίπτωση, αν μια μη συμβατή ενίσχυση είναι παρά ταύτα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στον ωφελούμενο από το επίμαχο μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, C‑660/15 P, EU:C:2017:178, σκέψη 34).

103    Αντιθέτως, δεν υφίσταται λόγος εφαρμογής των προϋποθέσεων της εν λόγω νομολογίας όταν έχει διαπιστωθεί ότι είναι επιβεβλημένος ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως «ενισχύσεως», ιδίως επειδή η δικαιούχος επιχείρηση δεν πληροί το κριτήριο της συγκρίσεως με μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που επιβάλλονται σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, και πρέπει να εξεταστεί αν η ενίσχυση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, C‑660/15 P, EU:C:2017:178, σκέψη 35).

104    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, να καθορίζουν το περιεχόμενο και την οργάνωση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη σκοπούς που προσιδιάζουν στην εθνική τους πολιτική και διαθέτουν, προς τούτο, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως η οποία μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma del País Vasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑66/16 P έως C‑69/16 P, EU:C:2017:999, σκέψεις 69 και 70).

105    Επί του σημείου αυτού, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/72 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείας, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές παροχής, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής αποδοτικότητας, της ενεργείας από ανανεώσιμες πηγές και της προστασίας του κλίματος.

106    Ως προς το ζήτημα αυτό, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η Δημοκρατία της Λιθουανίας όρισε τις ΥΚΩ κατ’ ενάσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ιδίως ως προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με τις ως άνω ΥΚΩ, οι οποίοι πρέπει να συνδέονται με εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/72.

107    Κατά δεύτερον, από τη λογική της εξαιρέσεως που διατυπώθηκε με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), προκύπτει ότι η πρώτη προϋπόθεση που τέθηκε με την απόφαση αυτή εξαρτάται από τον όρο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών του, η ωφελούμενη επιχείρηση να υπέχει πραγματική υποχρέωση παροχής της επίμαχης υπηρεσίας υπό δεδομένες συνθήκες και όχι απλώς να έχει λάβει άδεια για την παροχή της υπηρεσίας αυτής.

108    Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο σχετικά τόσο με το εθνικό νομικό πλαίσιο όσο και με τα πραγματικά περιστατικά, εγείρονται αμφιβολίες ως προς το αν η προϋπόθεση αυτή συντρέχει εκ πρώτης όψεως για πολλές από τις ΥΚΩ.

109    Αυτό ισχύει, πρώτον, για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Πράγματι, αυτοί ουδόλως υποχρεούνται από την εθνική νομοθεσία να παρέχουν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν υπό συγκεκριμένους όρους οι οποίοι να αφορούν ιδίως την καθολικότητα ή τη διάρκεια της παρεχόμενης υπηρεσίας. Αντιθέτως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 του νόμου περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές απλώς δεσμεύονται να πωλούν την παραγόμενη ενέργεια και οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διαμονής και μεταφοράς να την αγοράζουν, οι δε συναλλαγές αυτές εξειδικεύονται με συμβάσεις που συνάπτονται ελεύθερα.

110    Δεύτερον, παρόμοια διαπίστωση μπορεί να γίνει όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής. Μπορεί να διαπιστωθεί και στην περίπτωση αυτή ότι οι παραγωγοί συμμετέχουν στο καθεστώς ΥΚΩ οικειοθελώς, δεδομένου ότι από την απόφαση υπ’ αριθ. 1-219 προκύπτει ότι υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στις ΥΚΩ ενώπιον του Υπουργού Ενέργειας της Λιθουανίας. Επιπλέον, κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεως αυτής, η παροχή της ηλεκτρικής ενέργειας από συνδυασμένη παραγωγή γίνεται στο πλαίσιο συμβάσεων που συνάπτονται με τον δημόσιο πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τις οποίες μόνο ο ανώτατος όγκος ηλεκτρικής ενέργειας που μπορεί να παρασχεθεί ετησίως επιβάλλεται με απόφαση της Λιθουανικής Κυβερνήσεως.

111    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι δύο αυτές κατηγορίες παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας υπόκεινται, παρά ταύτα, σε δεσμευτικές υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί από τη Λιθουανική Κυβέρνηση.

112    Τρίτον και σημαντικότερον, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κεφάλαια για τις ΥΚΩ τα οποία προορίζονται για την αντιστάθμιση των δαπανών για την ανάπτυξη σχεδίων ηλεκτροπαραγωγικών φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων δεν φαίνεται να συνδέονται με καμία παροχή υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τις εγκαταστάσεις αυτές προς τους τελικούς καταναλωτές ή τους φορείς του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στη Λιθουανία. Σκοπός αυτής της ΥΚΩ είναι η αντιστάθμιση των ζημιών που υπέστησαν οι επιχειρήσεις αυτές λόγω τροποποιήσεως, το 2013, της λιθουανικής νομοθεσίας η οποία είχε ως αποτέλεσμα οι άδειες εκμεταλλεύσεως των εγκαταστάσεων αυτών που τους είχαν χορηγηθεί να μην μπορούν να τύχουν εφαρμογής. Εξάλλου, δεν είναι εκ πρώτης όψεως προφανές ότι η αντισταθμιζόμενη «δραστηριότητα» συνδέεται με έναν από τους σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/72 με τους οποίους πρέπει να συνδέονται οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

113    Κατά τρίτον, η δεύτερη και η τρίτη προϋπόθεση που διατυπώνονται στην απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), επιβάλλουν οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια και η αντιστάθμιση να μην υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

114    Πλην όμως, από τις ενδείξεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι δυνατόν, ακόμη και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων, να διαπιστωθεί κατά πόσον πληρούνται εν προκειμένω οι δύο αυτές προϋποθέσεις οι οποίες διασφαλίζουν από κοινού ότι στις επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας δεν θα χορηγηθεί καμία υπεραντιστάθμιση.

115    Το αυτό ισχύει όσον αφορά τις ΥΚΩ σχετικά, αφενός, με τη διατήρηση της δυναμικότητας των καθορισμένων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής των οποίων η δραστηριότητα είναι αναγκαία για την εθνική ενεργειακή ασφάλεια και αφετέρου, με την ανάπτυξη της δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με στρατηγική σημασία για την ασφάλεια και την αξιοπιστία του ενεργειακού δικτύου και την ενεργειακή ανεξαρτησία του κράτους, για τις οποίες γίνεται λόγος στα σημεία 7.4 και 7.5 της περιγραφής που τίθεται ως παράρτημα της κυβερνητικής αποφάσεως υπ’ αριθ. 916. Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τον συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού των κεφαλαίων για τις ΥΚΩ.

116    Το ίδιο συμβαίνει και για την ΥΚΩ που αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια για την οποία μόνον η τιμή αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, με δύο συνιστώσες που αντιστοιχούν η μεν πρώτη στο μεταβλητό η δε δεύτερη στο πάγιο κόστος, προκύπτει από τις σχετικές ρυθμίσεις, όπως αυτές εκτέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.

117    Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, για τις κατηγορίες παρόχων ΥΚΩ που μνημονεύονται στις σκέψεις 115 και 116 της παρούσας αποφάσεως, οι εφαρμοστέες εθνικές ρυθμίσεις προβλέπουν ότι οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση που καταβάλλεται στους διαφόρους αυτούς παρόχους έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια και ότι η αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

118    Κατά τέταρτον, διαπιστώνεται ότι η τέταρτη προϋπόθεση που διατυπώνεται στην απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), δεν πληρούται, κατά τα φαινόμενα, όσον αφορά τις ΥΚΩ για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 115 και 116 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται τα κονδύλια για τις ως άνω ΥΚΩ έχει ως αναγκαίο επακόλουθο την αδυναμία να εξακριβωθεί αν το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως για τις υπηρεσίες αυτές καθορίστηκε βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που επιβάλλονται σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να εκπληρώσει τις εν λόγω υποχρεώσεις.

119    Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί επί του αν πληρούται η τέταρτη προϋπόθεση, δεδομένου ότι, αφενός, δεν μπορεί να διαπιστώσει αν οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν ο πάροχος ΥΚΩ που έχει αναλάβει το σχέδιο NordBalt και οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς, όσον αφορά την εξισορρόπηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, αντιστοιχούν σε εκείνες μιας μέσης επιχειρήσεως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη και, αφετέρου, από τις πληροφορίες που κοινοποίησε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι πάροχοι αυτοί δεν επιλέχθηκαν με διαδικασία διαγωνισμού.

120    Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, εν προκειμένω, οι πάροχοι ΥΚΩ επιλέχθηκαν με τρόπο ο οποίος να πληροί την τέταρτη προϋπόθεση που διατυπώθηκε με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

121    Κατά συνέπεια, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κρατική παρέμβαση όπως το καθεστώς ΥΚΩ δεν πρέπει να θεωρείται ως αντιστάθμιση που αποτελεί την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), εκτός αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάθε επιμέρους ΥΚΩ πληροί πράγματι τις τέσσερις προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 88 έως 93 της αποφάσεως αυτής.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

122    Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κρατική παρέμβαση όπως το καθεστώς ΥΚΩ πρέπει να θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

123    Επισημαίνεται ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τις επιπτώσεις των διαφόρων ΥΚΩ επί του ανταγωνισμού και όχι μόνο για τις επιπτώσεις ορισμένων από αυτές.

124    Για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» απαιτείται να εξετασθεί μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι να διαπιστωθεί αν οι ενισχύσεις αυτές νοθεύουν όντως τον ανταγωνισμό (απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

125    Εντούτοις, η πραγματική νόθευση του ανταγωνισμού δεν μπορεί να είναι αμιγώς υποθετική ή τεκμαιρόμενη. Ειδικότερα, πρέπει να διαπιστωθεί ο λόγος για τον οποίο το εξεταζόμενο μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

126    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η ίδια, στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, νοθεύουν κατά κανόνα τις συνθήκες του ανταγωνισμού (απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127    Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 95 και 96 της παρούσας αποφάσεως κατά την εξέταση της προϋποθέσεως σχετικά με τον επηρεασμό των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, το καθεστώς ΥΚΩ, όσον αφορά τις διάφορες υπηρεσίες που το αποτελούν, πρέπει να θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, με την επιφύλαξη ότι το αιτούν δικαστήριο θα προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις, όπως αυτές διευκρινίστηκαν στη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της δραστηριότητας που ασκούν οι διάφοροι πάροχοι ΥΚΩ επί του ανταγωνισμού στη λιθουανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

128    Κατά συνέπεια, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κρατική παρέμβαση όπως το καθεστώς ΥΚΩ πρέπει να θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

129    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούν κρατικούς πόρους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

2)      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων διανομής και μεταφοράς λαμβάνουν ποσά προερχόμενα από κονδύλια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ως αντιστάθμιση των ζημιών που υφίστανται λόγω της εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς τους να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από συγκεκριμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και να την εξισορροπούν, η αντιστάθμιση αυτή αποτελεί πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που παρέχεται στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.

3)      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κεφάλαια όπως τα κονδύλια που προορίζονται για ορισμένους παρόχους υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας παρέχουν σε αυτούς επιλεκτικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και μπορούν να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

4)      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κρατική παρέμβαση όπως το καθεστώς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν πρέπει να θεωρείται ως αντιστάθμιση που αποτελεί την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C280/00, EU:C:2003:415), εκτός αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάθε επιμέρους υπηρεσία κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας πληροί πράγματι τις τέσσερις προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 88 έως 93 της αποφάσεως αυτής.

5)      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κρατική παρέμβαση όπως το καθεστώς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.