Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνία) στις 10 Μαρτίου 2020 – BM, DM, EN κατά Getin Noble Bank S.A.

(Υπόθεση C-132/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Najwyższy

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: ΒΜ, DM, EN

Αντίδικος κατʼ αναίρεση: Getin Noble Bank S.A.

Προδικαστικά ερωτήματα

1.    Έχουν το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΣΕΕ), σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 38 του Χάρτη, και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές1 , την έννοια ότι αποτελεί ανεξάρτητο, αμερόληπτο και παρέχον τα απαραίτητα εχέγγυα δικαστήριο, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το όργανο στου οποίου τη σύνθεση μετέχει πρόσωπο διορισθέν στη θέση δικαστή είτε για πρώτη φορά είτε εκ νέου (σε ανώτερο δικαστήριο) από πολιτικό όργανο της εκτελεστικής εξουσίας κράτους με ολοκληρωτικό, αντιδημοκρατικό, κομμουνιστικό σύστημα εξουσίας (ήτοι το Κρατικό Συμβούλιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας) κατόπιν πρότασης του Υπουργού Δικαιοσύνης του κράτους αυτού, λαμβανομένων συγκεκριμένα υπόψη 1) της έλλειψης διαφάνειας των κριτηρίων του διορισμού, 2) της δυνατότητας παύσης του δικαστή ανά πάσα στιγμή, 3) του γεγονότος ότι στη διαδικασία διορισμού δεν συμμετέχουν ούτε τα όργανα της δικαστικής αυτοδιοίκησης αλλά ούτε 4) αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας που προέκυψαν από δημοκρατικές εκλογές, γεγονός που θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέει το δικαστικό σύστημα σε μία δημοκρατική κοινωνία;

2.    Έχει σημασία για την επίλυση του ζητήματος που εκτίθεται στο ερώτημα 1 το γεγονός ότι ο διορισμός προσώπου στη θέση δικαστή σε διαδοχικές θέσεις (σε ανώτερα δικαστήρια) κατέστη δυνατός μέσω αναγνώρισης προσήκουσας περιόδου εργασίας (προϋπηρεσίας) και κατόπιν αξιολόγησης της εργασίας στη θέση στην οποία το πρόσωπο αυτό διορίστηκε τουλάχιστον για πρώτη φορά από τα πολιτικά όργανα που αναφέρονται στο ερώτημα 1 και βάσει της διαδικασίας που περιγράφεται στο ερώτημα αυτό, γεγονός που θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει το δικαστικό σύστημα σε μια δημοκρατική κοινωνία;

3.    Έχει σημασία για την επίλυση του ζητήματος που εκτίθεται στο ερώτημα 1 το γεγονός ότι προϋπόθεση για τον διορισμό προσώπου στη θέση δικαστή σε διαδοχικές θέσεις [σε ανώτερα δικαστήρια, με την εξαίρεση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] δεν ήταν η δόση όρκου του δικαστή ότι θα τηρεί τις αξίες της δημοκρατικής κοινωνίας, ενώ το πρόσωπο που διορίστηκε για πρώτη φορά είχε υποσχεθεί να προστατεύει το πολιτικό καθεστώς κομμουνιστικού κράτους και το λεγόμενο «λαϊκό κράτος δικαίου», γεγονός που θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει το δικαστικό σύστημα σε μια δημοκρατική κοινωνία;

4.    Έχουν το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη και με το άρθρο 267, τρίτη περίοδος, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 38 του Χάρτη και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/12, την έννοια ότι αποτελεί ανεξάρτητο, αμερόληπτο και παρέχον τα απαραίτητα εχέγγυα δικαστήριο, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το όργανο στου οποίου τη σύνθεση μετέχει πρόσωπο διορισθέν στη θέση δικαστή είτε για πρώτη φορά είτε εκ νέου (σε ανώτερο δικαστήριο) κατά κατάφωρη παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της κάλυψης με τρόπο αντίθετο προς το Σύνταγμα κράτους μέλους των θέσεων του οργάνου που επιλέγει το πρόσωπο αυτό ως υποψήφιο για τον ακόλουθο διορισμό του στη θέση δικαστή [Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο)], όπως κρίθηκε από συνταγματικό δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που θα μπορούσε κατά συνέπεια να κλονίσει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει το δικαστικό σύστημα σε μια δημοκρατική κοινωνία;

5.    Έχουν το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη και με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 38 του Χάρτη, και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/12 την έννοια ότι αποτελεί ανεξάρτητο, αμερόληπτο και παρέχον τα απαραίτητα εχέγγυα δικαστήριο, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το όργανο στου οποίου τη σύνθεση μετέχει πρόσωπο διορισθέν στη θέση δικαστή είτε για πρώτη φορά είτε εκ νέου (σε ανώτερο δικαστήριο), το οποίο επελέγη ως υποψήφιο για τον διορισμό του στην εν λόγω θέση σύμφωνα με διαδικασία διεξαχθείσα ενώπιον του οργάνου αξιολόγησης των υποψηφίων [Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο)], λαμβανομένου υπόψη ότι η διαδικασία αυτή δεν πληρούσε τα κριτήρια της δημοσιότητας και της διαφάνειας των κανόνων επιλογής υποψηφίων, γεγονός που θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει το δικαστικό σύστημα σε μια δημοκρατική κοινωνία;

6.    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη και με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 38 του Χάρτη και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/12 την έννοια ότι το δικαστήριο του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] υποχρεούται, για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από πωλητές και προμηθευτές με καταναλωτές, να αξιολογεί αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης εάν:

α)    το δικαστήριο για το οποίο γίνεται λόγος στα ερωτήματα 1 και 4 πληροί τα κριτήρια ανεξάρτητου και αμερόληπτου και παρέχοντος τα απαραίτητα εχέγγυα δικαστηρίου, κατά την έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από την επιρροή που μπορεί να έχει η αξιολόγηση των αναφερόμενων στα ερωτήματα αυτά κριτηρίων στο περιεχόμενο της απόφασης όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας και

β)    η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου που αναφέρεται στα ερωτήματα 1 και 4 είναι έγκυρη;

7.    Έχουν το άρθρο 2, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη και με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 38 του Χάρτη και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/13, την έννοια ότι οι συνταγματικές διατάξεις κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί οργάνωσης των δικαστηρίων ή διορισμού των δικαστών οι οποίες καθιστούν αδύνατη την εκτίμηση της εγκυρότητας του διορισμού δικαστή ενδέχεται, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εμποδίζουν τη διαπίστωση της έλλειψης ανεξαρτησίας του δικαστηρίου ή του δικαστή που μετέχει στη σύνθεσή του, εξαιτίας των περιστάσεων που μνημονεύονται στα ερωτήματα 1 έως 5;

____________

1 ΕΕ 1993, L 95, σελ. 29.