Language of document : ECLI:EU:F:2009:88

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2009

Υπόθεση F-62/08

Roberto Sevenier

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία – Παραίτηση – Αίτηση ανακλήσεως της παραιτήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο R. Sevenier ζητεί, ιδίως, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του, αφενός, να μη ληφθεί υπόψη η παραίτησή του της 19ης Οκτωβρίου 1983 και, αφετέρου, να συγκληθεί η επιτροπή αναπηρίας.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως παρεμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ της Επιτροπής. Το Συμβούλιο φέρει τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμία για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως – Υπολογισμός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 §§ 1 και 2· κανονισμός 1182/71 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως μη προσβληθείσα εμπροθέσμως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Ελλείψει ειδικών κανόνων στον ίδιο τον Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) σχετικά με τις προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 90, πρέπει να γίνει αναφορά στον κανονισμό 1182/71, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες, ο οποίος εφαρμόζεται, όπως διευκρινίζει το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, σε όλες τις πράξεις του Συμβουλίου, «[ε]κτός αντιθέτων διατάξεων». Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι προθεσμία που προσδιορίζεται κατά μήνες «αρχίζει με την έναρξη της πρώτης ημέρας της προθεσμίας και λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της ημέρας [...] του τελευταίου μήνα [...] που είναι κατά την ονομασία ή τον αριθμό αντίστοιχη με την ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας». Οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται εν αναφορά προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας είναι η ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε χώρα το γεγονός, με αποτέλεσμα, αν ένα γεγονός, συνιστών το σημείο ενάρξεως προθεσμίας μιας εβδομάδας, λαμβάνει χώρα τη Δευτέρα, η προθεσμία να λήγει την επόμενη Δευτέρα.

(βλ. σκέψεις 27 και 28)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Νοεμβριου 2004, C‑171/03, Toeters και Verberk, Συλλογή 2004, σ. I‑10945, σκέψεις 31 έως 37

ΠΕΚ: 11 Ιουνίου 1998, T‑173/97, Fichtner κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑293 και II‑873, σκέψη 28

2.      Το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει μεν ότι, «σε περίπτωση που κατόπιν σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ληφθεί ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου», δεν μπορεί όμως να εφαρμοσθεί στο στάδιο της αιτήσεως και πριν την υποβολή ενστάσεως. Πράγματι, η ειδική αυτή διάταξη, που αφορά τους τρόπους υπολογισμού των προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, πρέπει να ερμηνεύεται κατά γράμμα και συσταλτικώς. Αυτό σημαίνει ότι η έχουσα χαρακτήρα αμιγώς βεβαιωτικής πράξεως ρητή απόρριψη αιτήσεως μετά από σιωπηρή απόρριψη της ίδιας αιτήσεως δεν μπορεί να επιτρέψει στον υπάλληλο να συνεχίσει την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία παρέχοντάς του νέα προθεσμία για την υποβολή ενστάσεως.

(βλ. σκέψη 33)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 17 Νοεμβρίου 2000, T‑200/99, Martinelli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑253 και II‑1161, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία