Language of document : ECLI:EU:C:2017:935

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Δεκεμβρίου 2017 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Εξωτερική δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ – Καθορισμός των θέσεων που θα πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο που έχει συσταθεί δυνάμει διεθνούς συμφωνίας – Αναθεωρητική επιτροπή της Διακυβερνητικής Οργάνωσης Διεθνών Σιδηροδρομικών Μεταφορών (OTIF) – Τροποποιήσεις της Συμβάσεως περί των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών (COTIF) και των προσαρτημάτων της – Συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της – Εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης σε τομέα στον οποίο δεν έχουν θεσπιστεί ακόμη κοινοί κανόνες – Κύρος της αποφάσεως 2014/699/ΕΕ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑600/14,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2014,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους D. Colas και G. de Bergues καθώς και από την Μ. Hours, στη συνέχεια από τον D. Colas και την M.‑L. Kitamura,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την C. Brodie καθώς και από τους M. Holt και D. Robertson, επικουρούμενους από τον J. Holmes, QC,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τις E. Finnegan και Z. Kupčová, καθώς και από τον J.‑P. Hix,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Erlbacher και W. Mölls, καθώς και από την J. Hottiaux,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, J. L. da Cruz Vilaça, J. Malenovský και C. Vajda (εισηγητή), προέδρους τμήματος, A. Borg Barthet, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev, S. Rodin, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: K. Malacek, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2016,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί τη μερική ακύρωση της απόφασης 2014/699/ΕΕ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό της θέσης που θα ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, όσον αφορά ορισμένες τροπολογίες στη σύμβαση για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (σύμβαση COTIF) και στα προσαρτήματά της (ΕΕ 2014, L 293, σ. 26, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

 Η COTIF

2        Η Σύμβαση περί των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών, της 9ης Μαΐου 1980, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του Βίλνιους στις 3 Ιουνίου 1999 (convention relative aux transports internationaux ferroviaires, στο εξής: COTIF), τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2006. Τα 49 κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην COTIF, στα οποία συγκαταλέγονται όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εξαίρεση την Κυπριακή Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Μάλτας, συναποτελούν τον Διακυβερνητικό Οργανισμό για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (Organisation intergouvernementale pour les transports internationaux ferroviaires, OTIF).

3        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της COTIF, ο OTIF έχει ως σκοπό να ευνοήσει, να βελτιώσει και να διευκολύνει, από κάθε άποψη, τη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία, κυρίως καταρτίζοντας ενιαία νομικά καθεστώτα σε διάφορους νομικούς κλάδους σχετικούς με τη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία.

4        Κατά το άρθρο 6 της COTIF, το οποίο τιτλοφορείται «Ενιαίοι νομικοί κανόνες»:

«§1.      Εφόσον δεν έχουν γίνει ή διατυπωθεί δηλώσεις ή επιφυλάξεις σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης φράσης [του άρθρου 42, παράγραφος 1,] της κυρίως Σύμβασης COTIF 1999, η διεθνής σιδηροδρομική κυκλοφορία και η αποδοχή του σιδηροδρομικού υλικού προς χρήση στη διεθνή κυκλοφορία, διέπονται από:

[…]

β)      τους “Ενιαίους Νομικούς Κανόνες (ΕΝΚ) σχετικά με το συμβόλαιο διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων (CΙΜ)”, που αποτελούν το Προσάρτημα Β στην [COTIF],

[…]

δ)      τους “Ενιαίους Νομικούς Κανόνες (ΕΝΚ) σχετικά με τα συμβόλαια χρήσης οχημάτων στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία (CUV)”, που αποτελούν το Προσάρτημα Δ στην [COTIF],

ε)      τους “Ενιαίους Νομικούς Κανόνες (ΕΝΚ) σχετικά με το συμβόλαιο χρήσης της υποδομής στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία (CUI)”, που αποτελούν το Προσάρτημα Ε στην [COTIF],

[…]

2.      Οι Ενιαίοι Νομικοί Κανόνες, ο Κανονισμός και τα νομικά καθεστώτα που απαριθμούνται στην [παράγραφο] 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένων των Παραρτημάτων τους, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της [COTIF].»

5        Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 5, της COTIF:

«Τα σιδηροδρομικά οχήματα δύνανται να κατασχεθούν μόνο στο έδαφος του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο εδρεύει ο κάτοχός τους και μόνο δυνάμει δικαστικής απόφασης που εκδίδεται από δικαστική αρχή του κράτους αυτού. Με τον όρο “κάτοχος” προσδιορίζεται αυτός που εκμεταλλεύεται οικονομικά κατά τρόπο διαρκή, ως μέσο μεταφοράς, σιδηροδρομικό όχημα του οποίου είναι ιδιοκτήτης ή νομέας.»

6        Η αναθεωρητική επιτροπή της OTIF απαρτίζεται καταρχήν από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της COTIF.

7        Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της COTIF, η αναθεωρητική επιτροπή της OTIF αποφασίζει, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, για τις προτάσεις τροποποίησης των διατάξεων της COTIF και εξετάζει, επιπλέον, τις προτάσεις που πρόκειται να υποβληθούν προς απόφαση στη γενική συνέλευση της OTIF. Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των δύο αυτών οργάνων της OTIF όσον αφορά την τροποποίηση της COTIF καθορίζονται στο άρθρο 33 της σύμβασης.

 Η συμφωνία προσχώρησης

8        Η Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διακυβερνητικής Οργάνωσης Διεθνών Σιδηροδρομικών Μεταφορών σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Σύμβαση περί των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών (COTIF) της 9ης Μαΐου 1980, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του Βίλνιους της 3ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ 2013, L 51, σ. 8, στο εξής: συμφωνία προσχώρησης), η οποία υπεγράφη στις 23 Ιουνίου 2011 στη Βέρνη, τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτής, την 1η Ιουλίου 2011.

9        Το άρθρο 2 της συμφωνίας προσχώρησης ορίζει:

«Με την επιφύλαξη του στόχου και του σκοπού της [COTIF] για την προώθηση, βελτίωση και διευκόλυνση των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και με την επιφύλαξη της πλήρους εφαρμογής της έναντι των λοιπών μερών της [COTIF], στις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα μέρη της [COTIF] που είναι κράτη μέλη της Ένωσης εφαρμόζουν τους κανόνες της Ένωσης και, συνεπώς, δεν εφαρμόζουν τους κανόνες που απορρέουν από την [COTIF] παρά μόνο στον βαθμό που δεν υπάρχει κανόνας της Ένωσης ο οποίος διέπει το συγκεκριμένο ζήτημα.»

10      Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας:

«1.      Όσον αφορά τις αποφάσεις επί θεμάτων τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, η Ένωση ασκεί τα δικαιώματα ψήφου των κρατών μελών της δυνάμει της [COTIF].

2.      Όσον αφορά τις αποφάσεις επί θεμάτων για τα οποία η Ένωση έχει [συντρέχουσα] αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη της, ψηφίζουν είτε η Ένωση, είτε τα κράτη μέλη της.

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, παράγραφος 7, της [COTIF], η Ένωση διαθέτει αριθμό ψήφων ίσο με τον αριθμό των κρατών μελών της, τα οποία είναι επίσης μέρη της [COTIF]. Όταν ψηφίζει η Ένωση, τα κράτη μέλη δεν ψηφίζουν.

4.      Η Ένωση πληροφορεί κατά περίπτωση τα λοιπά μέρη της [COTIF] για τις περιπτώσεις όπου, αναφορικά με τα διάφορα θέματα που είναι εγγεγραμμένα στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης και των λοιπών οργάνων λήψης αποφάσεων, θα ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης και όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται με αλληλογραφία. Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να παρέχονται εγκαίρως στο Γενικό Γραμματέα της OTIF έτσι ώστε να επιτρέπεται η διανομή τους μαζί με τα έγγραφα της συνεδρίασης ή η λήψη απόφασης με αλληλογραφία.»

11      Το άρθρο 7 της συμφωνίας προσχώρησης ορίζει:

«Το εύρος των αρμοδιοτήτων που εκχωρούνται στην Ένωση περιγράφεται με γενικούς όρους σε γραπτή δήλωση που πραγματοποιείται από την Ένωση κατά τη σύναψη της παρούσας συμφωνίας. Η εν λόγω δήλωση μπορεί να τροποποιηθεί, εφόσον κριθεί σκόπιμο, με κοινοποίηση της Ένωσης προς την OTIF. Η δήλωση δεν αντικαθιστά ούτε περιορίζει κατά οιονδήποτε τρόπο τα θέματα που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο των κοινοποιήσεων ενωσιακής αρμοδιότητας που προηγούνται της λήψης αποφάσεων στους κόλπους [της] OTIF, με επίσημη ψηφοφορία ή με άλλη διαδικασία.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

12      Η συμφωνία προσχώρησης εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ένωσης με την απόφαση 2013/103/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2011, για την υπογραφή και τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διακυβερνητικής Οργάνωσης για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σύμβαση για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (COTIF), της 9ης Μαΐου 1980, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του Βίλνιους της 3ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 2013, L 51, σ. 1).

13      Το παράρτημα Ι της απόφασης 2013/103 περιλαμβάνει δήλωση της Ένωσης σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η οποία διατυπώθηκε κατά την υπογραφή της συμφωνίας προσχώρησης.

14      Η δήλωση αυτή έχει ως εξής:

«Στον σιδηροδρομικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει, μαζί με τα κράτη μέλη της Ένωσης, [συντρέχουσα] αρμοδιότητα, δυνάμει των άρθρων 90 και 91 [ΣΛΕΕ], σε συνδυασμό με το άρθρο 100, παράγραφος 1, και τα άρθρα 171 και 172 της [εν λόγω] Συνθήκης.

[…]

Με βάση [τα άρθρα 91 και 171 ΣΛΕΕ], η Ένωση ενέκρινε σημαντικό αριθμό νομικών πράξεων που ισχύουν στις σιδηροδρομικές μεταφορές.

Δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας, η Ένωση έχει αποκτήσει αποκλειστική αρμοδιότητα σε θέματα σιδηροδρομικών μεταφορών στις περιπτώσεις όπου η [COTIF] ή οι νομικές πράξεις που εγκρίθηκαν σύμφωνα με αυτήν δύνανται να έχουν αντίκτυπο στους υφιστάμενους ενωσιακούς κανόνες, ή να μεταβάλλουν το πεδίο εφαρμογής τους.

Όσον αφορά τα θέματα που διέπονται από την [COTIF] και στα οποία η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, τα κράτη μέλη δεν έχουν καμία αρμοδιότητα.

Στις περιπτώσεις που υφίστανται ενωσιακοί κανόνες αλλά δεν επηρεάζονται από την [COTIF] ή νομικές πράξεις που εγκρίθηκαν σύμφωνα με αυτήν, η Ένωση έχει [συντρέχουσα] αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη, σε θέματα που αφορούν την [COTIF].

Ένας κατάλογος των σχετικών ενωσιακών πράξεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία σύναψης της παρούσας συμφωνίας περιλαμβάνεται στο προσάρτημα του παρόντος παραρτήματος. Το αντικείμενο της ενωσιακής αρμοδιότητας που απορρέει από τα εν λόγω κείμενα πρέπει να αποτιμηθεί σε σχέση με τις συγκεκριμένες διατάξεις κάθε κειμένου, ιδιαίτερα ο βαθμός στον οποίο οι εν λόγω διατάξεις θεσπίζουν κοινούς κανόνες. Η ενωσιακή αρμοδιότητα υπόκειται σε συνεχή διαδικασία εξέλιξης. Στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της [Συνθήκης ΛΕΕ], τα αρμόδια όργανα της Ένωσης δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις που καθορίζουν το βαθμό αρμοδιότητας της Ένωσης. Συνεπώς, η Ένωση διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιήσει την παρούσα δήλωση ανάλογα, χωρίς αυτό να συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση της αρμοδιότητάς της σε θέματα που καλύπτονται από την [COTIF].»

15      Στο προσάρτημα του παραρτήματος Ι της απόφασης 2013/103 απαριθμούνται οι πράξεις της Ένωσης οι οποίες σχετίζονται με θέματα που αφορούν την COTIF.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

16      Τον Απρίλιο του 2014, ο γενικός γραμματέας της OTIF κοινοποίησε στα συμβαλλόμενα κράτη της OTIF προτάσεις τροποποιήσεων της σύμβασης, οι οποίες έπρεπε να υποβληθούν στην αναθεωρητική επιτροπή της OTIF κατά την 25η σύνοδό της, η οποία θα διεξαγόταν στη Βέρνη από τις 25 έως τις 27 Ιουνίου 2014. Οι εν λόγω προτάσεις τροποποιήσεων αφορούσαν μεταξύ άλλων το προσάρτημα Β της COTIF, περί ενιαίων νομικών κανόνων σχετικά με τη σύμβαση διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων (CΙΜ) [στο εξής: προσάρτημα Β (CIM)], το προσάρτημα Δ της COTIF, περί ενιαίων νομικών κανόνων σχετικά με τις συμβάσεις χρήσης οχημάτων στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία (CUV) [στο εξής: προσάρτημα Δ (CUV)], σε συνδυασμό με το άρθρο 12 της COTIF, καθώς και το προσάρτημα Ε της COTIF, περί ενιαίων νομικών κανόνων σχετικά με τη σύμβαση χρήσης της υποδομής στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία (CUI) [στο εξής: προσάρτημα Ε (CUI)]. Στις 25 Απριλίου και στις 27 Μαΐου 2014 αντίστοιχα, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέθεσαν προτάσεις τροποποιήσεων σχετικά με το προσάρτημα Δ (CUV), που επίσης υποβλήθηκαν στην αναθεωρητική επιτροπή της OTIF κατά την ίδια σύνοδο.

17      Στις 26 Μαΐου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στην ομάδα εργασίας «Χερσαίες μεταφορές» του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγγραφο εργασίας, ενόψει της προετοιμασίας της εν λόγω συνόδου, σχετικά με ορισμένες τροποποιήσεις της COTIF. Στις 5 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό της θέσης της Ένωσης κατά την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF [COM(2014) 338 τελικό, στο εξής: πρόταση απόφασης]. Μετά το πέρας των εργασιών των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συμβουλίου, το Συμβούλιο εξέδωσε κατά τη σύνοδό του της 24ης Ιουνίου 2014 την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία καθορίζονταν οι θέσεις που θα λαμβάνονταν εξ ονόματος της Ένωσης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις προτάσεις τροποποίησης του άρθρου 12 της COTIF, καθώς και των προσαρτημάτων B (CIM), Δ (CUV) και E (CUI) της σύμβασης (στο εξής, από κοινού: επίμαχες τροποποιήσεις).

18      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καταψήφισε την εν λόγω πρόταση και προέβη, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στην εξής δήλωση:

«Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι της γνώμης ότι η [Ευρωπαϊκή Ένωση] δεν είναι αρμόδια για τις τροποποιήσεις του προσαρτήματος Β ([…] CIM), του προσαρτήματος Δ ([…] CUV) και του προσαρτήματος E ([…] CUI) της [COTIF], και συνεπώς εκτιμά ότι δεν πρέπει να συντονιστεί η θέση της [Ένωσης] κατά την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, η οποία θα λάβει χώρα από τις 25 έως τις 27 Ιουνίου 2014. Μέχρι στιγμής, η [Ένωση] δεν έχει ασκήσει τη νομοθετική της αρμοδιότητα στους τομείς του ιδιωτικού δικαίου των μεταφορών οι οποίοι διέπονται από τα προαναφερθέντα προσαρτήματα. Επομένως, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να μπορούν να ασκούν την αρμοδιότητά τους, συμφώνως προς τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 2, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ]. Επιπλέον, στις περιπτώσεις [συντρέχουσας] αρμοδιότητας, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της συμφωνίας μεταξύ της OTIF και της [Ένωσης], σχετικά με την προσχώρησης της Ένωσης στην [COTIF], προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να μπορούν να ασκούν ανεξάρτητα το δικαίωμα ψήφου τους στους εν λόγω τομείς. Διά της παρούσης, η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] δηλώνει προληπτικώς ότι αρνείται την άσκηση του δικαιώματος ψήφου της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

19      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6, 9 και 11 της προσβαλλόμενης απόφασης:

«Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη [Συνθήκη ΛΕΕ], και ιδίως το άρθρο 91, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 9,

[…]

εκτιμώντας τα ακόλουθα:

[…]

(3)      Η αναθεωρητική επιτροπή που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της [COTIF], κατά την 25η σύνοδό της που πρόκειται να πραγματοποιηθεί από 25 έως 27 Ιουνίου 2014, αναμένεται να αποφασίσει σχετικά με ορισμένες τροπολογίες [της COTIF] και ορισμένα προσαρτήματά της, ήτοι τα προσαρτήματα Β ([…] CIM), Δ ([…] CUV), E ([…] CUI)

(4)      Οι τροπολογίες [στην COTIF] αποσκοπούν στην επικαιροποίηση των καθηκόντων της επιτροπής τεχνικών εμπειρογνωμόνων και του ορισμού του “κατόχου” σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και στην τροποποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τη χρηματοδότηση [της OTIF], τους ελέγχους των λογαριασμών [της] και τις εκθέσεις [της], καθώς και σε διοικητικές αλλαγές ήσσονος σημασίας.

(5)      Στόχος των τροπολογιών στο προσάρτημα Β (CIM) είναι να χρησιμοποιείται κατά προτίμηση η ηλεκτρονική μορφή της φορτωτικής και των εγγράφων που τη συνοδεύουν και να διασαφηνιστούν ορισμένες διατάξεις του συμβολαίου μεταφοράς.

(6)      Οι τροποποιήσεις του προσαρτήματος Δ (CUV), που κατέθεσε ο γενικός γραμματέας της OTIF, αποσκοπούν στη διασαφήνιση των ρόλων του κατόχου και του υπεύθυνου για τη συντήρηση στα συμβόλαια χρήσης οχημάτων στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία. Η [Γαλλική Δημοκρατία] υπέβαλε χωριστή πρόταση σχετικά με την ευθύνη για τις ζημίες που προκαλούνται από τα οχήματα. Η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] υπέβαλε χωριστή πρόταση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των ενιαίων νομικών κανόνων CUV.

[…]

(9)      Στόχος των τροπολογιών στο προσάρτημα Ε (CUI), που πρότεινε η Διεθνής Επιτροπή Σιδηροδρομικών Μεταφορών (CIT), είναι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ενιαίων κανόνων σχετικά με το συμβόλαιο χρήσης της υποδομής στις εγχώριες σιδηροδρομικές μεταφορές, η δημιουργία νομικής βάσης για τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και η επέκταση της ευθύνης του διαχειριστή της υποδομής για ζημίες ή απώλειες που οφείλονται στην υποδομή.

[…]

(11)      Οι περισσότερες από τις προτεινόμενες τροπολογίες είναι σύμφωνες με το δίκαιο και τους στρατηγικούς στόχους της Ένωσης, η οποία θα πρέπει, επομένως, να τις υποστηρίξει. Για ορισμένες τροπολογίες που δεν έχουν επιπτώσεις στο δίκαιο της Ένωσης, δεν χρειάζεται να συμφωνηθεί θέση σε επίπεδο Ένωσης. Τέλος, ορισμένες τροπολογίες πρέπει να συζητηθούν διεξοδικότερα στην Ένωση και θα πρέπει να απορριφθούν κατά τη συγκεκριμένη συνεδρίαση της αναθεωρητικής επιτροπής. Σε περίπτωση που οι τελευταίες εγκριθούν χωρίς αποδεκτή για την Ένωση μεταβολή, η Ένωση θα πρέπει να διατυπώσει αντίρρηση με τη διαδικασία του άρθρου 35, παράγραφος 4, της [COTIF]».

20      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζει ότι «[η] θέση που θα ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής που έχει θεσπισθεί από [την COTIF] είναι σύμφωνη με το παράρτημα της παρούσας απόφασης».

21      Στο σημείο 3 του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης παρατίθενται, όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, ο επιμερισμός των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, καθώς και η συνιστώμενη συντονισμένη θέση. Το θέμα 4 εν μέρει, καθώς και τα θέματα 5, 7 και 12 της ως άνω ημερήσιας διάταξης αφορούν τις επίμαχες τροποποιήσεις.

22      Όσον αφορά το θέμα 4 της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, σχετικά με τη μερική αναθεώρηση της COTIF, το σημείο 3 του παραρτήματος της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπει:

«[…]

Αρμοδιότητα: [συντρέχουσα].

Άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου: κράτη μέλη.

Συνιστώμενη συντονισμένη θέση: […]

[…]

Να υποστηριχθούν οι τροπολογίες στο άρθρο 12 (Εκτέλεση αποφάσεων. Κατασχέσεις), δεδομένου ότι τροποποιούν τον ορισμό του “κατόχου” καθιστώντας τον σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης.

[…]»

23      Όσον αφορά το θέμα 5 της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, σχετικά με τη μερική αναθεώρηση του προσαρτήματος Β (CIM), το σημείο 3 του παραρτήματος της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπει:

«[…]

Αρμοδιότητα: [συντρέχουσα].

Άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου: Ένωση για τα άρθρα 6 και 6α, κράτη μέλη για τα υπόλοιπα άρθρα.

Συνιστώμενη συντονισμένη θέση:

Οι τροπολογίες στο άρθρο 6 και το άρθρο 6α αφορούν το δίκαιο της Ένωσης, λόγω της χρήσης της φορτωτικής (δελτίο αποστολής) και των εγγράφων που τη συνοδεύουν σε τελωνειακές, υγειονομικές και φυτοϋγειονομικές διαδικασίες. Η Ένωση συμφωνεί με την πρόθεση της OTIF να δώσει προτεραιότητα στην ηλεκτρονική μορφή των φορτωτικών. Ωστόσο, η έγκριση των τροπολογιών αυτών στην παρούσα φάση θα μπορούσε να έχει ανεπιθύμητες συνέπειες. Η ισχύουσα απλουστευμένη διαδικασία τελωνειακής διαμετακόμισης σε περίπτωση σιδηροδρομικής μεταφοράς είναι δυνατή μόνο με έντυπα έγγραφα. Επομένως, εάν οι εταιρείες σιδηροδρόμων επιλέξουν την ηλεκτρονική φορτωτική, θα υποχρεούνται να ακολουθούν την κανονική διαδικασία διαμετακόμισης και να χρησιμοποιούν το νέο μηχανογραφημένο σύστημα διαμετακόμισης (New Computerised Transit System/NCTS).

Η Επιτροπή έχει αρχίσει τις προετοιμασίες για τη συζήτηση, σε ομάδα εργασίας, της χρήσης ηλεκτρονικών εγγράφων μεταφοράς για τη διαμετακόμιση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1)]. Η πρώτη συνεδρίαση της εν λόγω ομάδας εργασίας έχει προγραμματιστεί για τις 4‑5 Ιουνίου 2014. Η Ένωση συμφωνεί επίσης με την επιδίωξη να υποβάλλονται τα συνοδευτικά έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή. Ωστόσο, η ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης δεν παρέχει νομική βάση για την ηλεκτρονική υποβολή των εγγράφων που πρέπει να συνοδεύουν τα υποκείμενα σε υγειονομικές και φυτοϋγειονομικές διαδικασίες εμπορεύματα (π.χ. κοινό κτηνιατρικό έγγραφο εισόδου, κοινό έγγραφο εισόδου) και, ως εκ τούτου, τα έγγραφα αυτά πρέπει να υποβάλλονται σε έντυπη μορφή. Η Επιτροπή έχει καταρτίσει σχέδιο κανονισμού που θα καλύπτει την ηλεκτρονική πιστοποίηση, το οποίο συζητείται επί του παρόντος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ο εν λόγω κανονισμός (κανονισμός για τον επίσημο έλεγχο) προβλέπεται να εκδοθεί στα τέλη του 2015 ή στις αρχές του 2016· ωστόσο, θα υπάρξει μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή του.

Ως εκ τούτου, [η Ένωση] εισηγείται να μη ληφθεί απόφαση σχετικά με τα θέματα αυτά κατά την παρούσα σύνοδο της [αναθεωρητικής επιτροπής] και να εξακολουθήσει [η] OTIF να συνεργάζεται με την Ένωση στο συγκεκριμένο ζήτημα, ώστε να διατυπωθεί μια εμπεριστατωμένη λύση για την επόμενη αναθεώρηση του προσαρτήματος CIM, η οποία, στην ιδανική περίπτωση, θα συμπέσει χρονικά με τον κανονισμό (ΕΕ) 952/2013 και τις διατάξεις εφαρμογής του, που θα αρχίσουν να ισχύουν από 1ης Μαΐου 2016. Ορισμένες ηλεκτρονικές διαδικασίες είναι δυνατόν να εφαρμοστούν σταδιακά από το 2016 έως το 2020, σύμφωνα με το άρθρο 278 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013.

[…]»

24      Όσον αφορά το θέμα 7 της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, σχετικά με τη μερική αναθεώρηση του προσαρτήματος Δ (CUV), το σημείο 3 του παραρτήματος της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπει:

«[…]

Αρμοδιότητα: [συντρέχουσα].

Άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου: Ένωση.

Συνιστώμενη ενωσιακή θέση: Να υποστηριχθούν οι τροπολογίες στα άρθρα 2 και 9, δεδομένου ότι διασαφηνίζουν τους ρόλους του κατόχου και του υπεύθυνου για τη συντήρηση σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (οδηγία 2008/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (ΕΕ 2008, L 345, σ. 62)]). Ωστόσο, η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 7 –η οποία υποβλήθηκε από τη [Γαλλική Δημοκρατία] και αφορά την ευθύνη του προσώπου που έχει προμηθεύσει το όχημα για χρήση ως μέσο μεταφοράς, σε περίπτωση ζημίας οφειλόμενης σε ελάττωμα του οχήματος– πρέπει να μελετηθεί διεξοδικότερα στην Ένωση προτού ληφθεί απόφαση [στην] OTIF. Συνεπώς, η Ένωση δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει την εν λόγω πρόταση τροποποίησης κατά την επικείμενη σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής [της OTIF] και προτείνει την αναβολή της απόφασης για την επόμενη Γενική Συνέλευση με σκοπό την περαιτέρω εξέταση του εν λόγω ζητήματος. Η Ένωση λαμβάνει την ίδια θέση, ήτοι αναβολή της απόφασης για την επόμενη Γενική Συνέλευση με σκοπό την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος, όσον αφορά την πρόταση της [Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της] Γερμανίας για ένα νέο άρθρο 1α που παρουσιάστηκε [στην] OTIF κατά τον ενωσιακό συντονισμό.

Επιπρόσθετη συνιστώμενη ενωσιακή θέση: Στο έγγραφο CR 25/7 ADD 1, σελίδα 6, στο τέλος της παραγράφου 8α, να προστεθεί η ακόλουθη πρόταση: “The amendment to Article 9, paragraph 3, first indent, does not affect the existing allocation of liabilities between ECM and the keeper of the vehicles” [η τροποποίηση του άρθρου 9, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, δεν επηρεάζει τον υφιστάμενο καταμερισμό ευθυνών μεταξύ του αρμόδιου για τη συντήρηση φορέα και κατόχου των οχημάτων].»

25      Όσον αφορά το θέμα 12 της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, σχετικά με τη μερική αναθεώρηση του προσαρτήματος E (CUI), το σημείο 3 του παραρτήματος της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπει:

«[…]

Αρμοδιότητα: [συντρέχουσα].

Άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου: Ένωση.

Συνιστώμενη συντονισμένη θέση: να απορριφθούν οι τροπολογίες. Οι εν λόγω τροπολογίες που πρότεινε η [Διεθνής Επιτροπή Σιδηροδρομικών Μεταφορών] περιλαμβάνουν την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του [προσαρτήματος Ε (CUI)] στις εγχώριες δραστηριότητες, την εισαγωγή συμβατικά δεσμευτικών γενικών όρων και προϋποθέσεων και την επέκταση της ευθύνης του διαχειριστή της υποδομής για ζημίες. Χρειάζεται ενδεχομένως να μελετηθούν διεξοδικότερα, πλην όμως, εφόσον δεν συζητήθηκαν σε κανένα εσωτερικό φόρουμ της OTIF πριν από τη σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής [της OTIF], δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις τους με επαρκείς λεπτομέρειες. Κρίνεται πρόωρη η τροποποίηση του [προσαρτήματος Ε (CUI)] (που, επί του παρόντος, είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης) κατά την επικείμενη σύνοδο της [αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF], χωρίς να έχει προηγηθεί κατάλληλη προετοιμασία.»

 Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το σημείο 3 του παραρτήματος αυτής, κατά το μέτρο που το συγκεκριμένο σημείο αφορά, αφενός, το θέμα 4 της ημερήσιας διάταξης της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, καθόσον το θέμα αυτό σχετίζεται με την τροποποίηση του άρθρου 12 της COTIF, καθώς και, αφετέρου, τα θέματα 5, 7 και 12 της ίδιας ημερήσιας διάταξης, τα οποία σχετίζονται με τις τροποποιήσεις των προσαρτημάτων B (CIM), Δ (CUV) και E (CUI), και

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει τα αποτελέσματά της.

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

28      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Μαΐου 2015, έγιναν δεκτές οι αιτήσεις παρέμβασης της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υπέρ των αιτημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθώς και η αίτηση παρέμβασης της Επιτροπής υπέρ των αιτημάτων του Συμβουλίου.

 Επί της προσφυγής

29      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της.

30      Ο πρώτος λόγος αφορά έλλειψη αρμοδιότητας της Ένωσης και παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, σχετικά με έλλειψη αρμοδιότητας της Ένωσης και παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει ότι η Ένωση δεν διέθετε, βάσει του άρθρου 91 ΣΛΕΕ και του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, την αρμοδιότητα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις επίμαχες τροποποιήσεις και ότι, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση αυτή κατά παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ.

32      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τονίζει ότι στον τομέα των μεταφορών, στον οποίον εμπίπτουν η COTIF εν γένει και οι επίμαχες τροποποιήσεις ειδικότερα, η Ένωση και τα κράτη μέλη διαθέτουν, τόσο σε εσωτερικό όσο και, καταρχήν, σε εξωτερικό επίπεδο, συντρέχουσα αρμοδιότητα, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΣΛΕΕ.

33      Για να διαπιστωθεί εάν η Ένωση έχει, βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση για τον καθορισμό της θέσης της Ένωσης σε διεθνές όργανο, σε περίπτωση που η πράξη που εκδίδει το όργανο αυτό αποσκοπεί στην τροποποίηση των διατάξεων μικτής συμφωνίας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί εάν οι τροποποιήσεις αφορούν διατάξεις της συμφωνίας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης. Εάν τούτο δεν ισχύει, δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση για τον καθορισμό της θέσης της Ένωσης.

34      Στο πλαίσιο της εξακρίβωσης αυτής, πρέπει να εξεταστεί εάν η επίμαχη απόφαση του διεθνούς οργάνου έχει άμεσο αντίκτυπο στο ενωσιακό κεκτημένο, κατά τα διευκρινιζόμενα με τη σκέψη 64 της απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2014, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑399/12, EU:C:2014:2258), και, επομένως, εάν υφίσταται κίνδυνος να επηρεαστούν κοινοί κανόνες της Ένωσης ή να μεταβληθεί η εμβέλειά τους εξαιτίας της απόφασης αυτής, κατά την έννοια της νομολογίας που αναπτύχθηκε βάσει της απόφασης της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (22/70, EU:C:1971:32). Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τέτοιος κίνδυνος υφίσταται όταν οι τροποποιήσεις των διατάξεων της διεθνούς συμφωνίας εμπίπτουν σε τομέα στον οποίο η Ένωση έχει ήδη θεσπίσει κοινούς κανόνες.

35      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τονίζει ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως όφειλε εν προκειμένω, ότι οι επίμαχες τροποποιήσεις αφορούν τομέα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής υφιστάμενων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου των συμβάσεων με αντικείμενο τις σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων και προσώπων, στον οποίον εμπίπτουν οι επίμαχες τροποποιήσεις, η Ένωση δεν έχει έως σήμερα κάνει χρήση της εσωτερικής αρμοδιότητάς της, θεσπίζοντας κοινούς κανόνες. Η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει ακόμη ότι δεν επίκειται καμία πρωτοβουλία της Ένωσης στους τομείς τους οποίους αφορούν οι επίμαχες τροποποιήσεις.

36      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραδέχεται ότι, σε τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, οι θέσεις που θα πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο διεθνούς οργάνου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συντονισμού, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Ωστόσο, φρονεί ότι δεν μπορεί να εκδοθεί στο πλαίσιο αυτό απόφαση του Συμβουλίου λαμβανόμενη βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ.

37      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι, στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου των συμβάσεων με αντικείμενο τις μεταφορές, στον οποίο ισχύει συντρέχουσα αρμοδιότητα, η Ένωση δεν μπορεί να ασκήσει αρμοδιότητα σε εξωτερικό επίπεδο εφόσον δεν έχει κάνει χρήση της αρμοδιότητάς της σε εσωτερικό επίπεδο, διότι υφίσταται έτσι κίνδυνος καταστρατήγησης της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και παραβίασης των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης επίσης υπόψη της «ρήτρας αποσύνδεσης» που προβλέπεται στο άρθρο 2 της συμφωνίας προσχώρησης, οι πράξεις της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF θα είχαν, στο δίκαιο της Ένωσης, τα ίδια αποτελέσματα με τους κανονισμούς και τις οδηγίες.

38      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει ακόμη ότι, στον τομέα των μεταφορών, στον οποίον ισχύει συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της, οι περιπτώσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δηλαδή οι περιπτώσεις στις οποίες η Ένωση διαθέτει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα, είναι οι μόνες κατά τις οποίες η Ένωση μπορεί να συνάψει διεθνή συμφωνία. Πάντως, εν προκειμένω, η αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα δεν απορρέει από καμία από τις περιπτώσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το εν λόγω κράτος μέλος προσθέτει ότι, πέραν των περιπτώσεων αυτών, η Ένωση δεν διαθέτει εξωτερική αρμοδιότητα.

39      Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑459/03, EU:C:2006:345), την οποία επικαλείται το Συμβούλιο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο περιόρισε την εμβέλεια της απόφασης αυτής με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie (C‑240/09, EU:C:2011:125). Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να αντληθεί κανένα δίδαγμα από την πρώτη από τις ως άνω αποφάσεις, διότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο συνεκτίμησε την ιδιαιτερότητα του τομέα του περιβάλλοντος, ως προς τον οποίον οι Συνθήκες απονέμουν ρητώς εξωτερική αρμοδιότητα στην Ένωση. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον τομέα αυτόν, η ανάπτυξη διεθνούς πολιτικής δεν συγκαταλέγεται στους σκοπούς της πολιτικής των μεταφορών.

40      Το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ και της νομολογίας του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (22/70, EU:C:1971:32), η Ένωση διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να καθορίσει τη θέση της Ένωσης όσον αφορά τις επίμαχες τροποποιήσεις, οι οποίες προτάθηκαν κατά την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής της COTIF.

41      Επικουρικώς, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, επικαλείται τη γνωμοδότηση 2/00 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία), της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664, σκέψεις 44 έως 47), καθώς και τις αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑239/03, EU:C:2004:598, σκέψη 30), και της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψη 95), και φρονεί ότι η Ένωση έχει αρμοδιότητα να καθορίσει τη θέση της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της συντρέχουσας με τα κράτη μέλη αρμοδιότητας που διαθέτει, ακόμη και αν δεν έχουν θεσπιστεί ενωσιακοί κανόνες στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου των συμβάσεων με αντικείμενο τις μεταφορές. Κατά τα εν λόγω θεσμικά όργανα, η δράση της Ένωσης στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων δεν περιορίζεται, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στους τομείς που ρυθμίζονται ήδη με κοινούς κανόνες της Ένωσης, αλλά εκτείνεται και σε τομείς που δεν έχουν αποτελέσει ή έχουν αποτελέσει εν μέρει μόνον αντικείμενο ενωσιακής κανονιστικής ρύθμισης, η οποία, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επηρεαστεί. Ακόμη και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Ένωση θα είχε αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση, βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, ενεργώντας στο πλαίσιο συντρέχουσας εξωτερικής αρμοδιότητας, η οποία περιορίζεται, σύμφωνα με το προσαρτημένο στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ πρωτόκολλο (αριθ. 25) σχετικά με την άσκηση των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, στα συγκεκριμένα σημεία που καλύπτονται από την επίμαχη απόφαση της Ένωσης.

42      Η Επιτροπή προβάλλει, επιπλέον, ότι η ύπαρξη συντρέχουσας εξωτερικής αρμοδιότητας δεν εξαρτάται από την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής σε εσωτερικό επίπεδο, αλλά απορρέει απευθείας από τις Συνθήκες και, συγκεκριμένα, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, καμία διάταξη των Συνθηκών σχετική με τις συντρέχουσες αρμοδιότητες δεν προβλέπει ότι, όταν η αρμοδιότητα αυτή ασκείται για πρώτη φορά, πρέπει πρώτα να εκδίδονται πράξεις της Ένωσης οι οποίες δεν αφορούν τις εξωτερικές σχέσεις.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43      Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το θέμα 4 της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, κατά το μέτρο που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 12 της COTIF, καθώς και τα θέματα 5, 7 και 12 της εν λόγω ημερήσιας διάταξης, σχετικά με την τροποποίηση των προσαρτημάτων B (CIM), Δ (CUV) και E (CUI) της COTIF, ως προς τα οποία καθορίστηκαν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι θέσεις που θα πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Ένωσης, δεν εμπίπτουν στην εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης, διότι η Ένωση δεν έχει προηγουμένως θεσπίσει κοινούς κανόνες δυνάμενους να επηρεαστούν από τις επίμαχες τροποποιήσεις, οπότε το Συμβούλιο δεν είχε αρμοδιότητα να καθορίσει, βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, τις προαναφερθείσες θέσεις. Το Συμβούλιο παραβίασε έτσι την αρχή της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ.

44      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ, «[η] οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας». Το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ ορίζει, αφενός, ότι, «[σ]ύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν» και, αφετέρου, ότι, «[κάθε] αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη». Από τη νομολογία προκύπτει ότι η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλεται τόσο για την εσωτερική όσο και τη διεθνή δράση της Ένωσης [γνωμοδότηση 2/94 (Προσχώρηση της Κοινότητας στην ΕΣΔΑ), της 28ης Μαρτίου 1996, EU:C:1996:140, σκέψη 24].

45      Όπως το Δικαστήριο υπενθύμισε μεταξύ άλλων με τη γνωμοδότηση 1/03 (Νέα Σύμβαση του Λουγκάνο), της 7ης Φεβρουαρίου 2006 (EU:C:2006:81, σκέψη 114), η αρμοδιότητα της Ένωσης να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες μπορεί να απορρέει όχι μόνο ρητώς από σχετική διάταξη της Συνθήκης, αλλά και σιωπηρώς από άλλες διατάξεις των Συνθηκών ή από πράξεις που έχουν εκδώσει στο πλαίσιο αυτών των διατάξεων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Ειδικότερα, οσάκις το δίκαιο της Ένωσης δημιουργεί υπέρ των θεσμικών οργάνων αρμοδιότητες στο εσωτερικό πεδίο προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, η Ένωση καθίσταται αρμόδια να αναλαμβάνει τις διεθνείς υποχρεώσεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, έστω και αν δεν υπάρχει καμιά ρητή διάταξη προς τούτο. Η τελευταία αυτή περίπτωση καλύπτεται πλέον από το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [γνωμοδότηση 1/13 (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης), της 14ης Οκτωβρίου 2014, EU:C:2014:2303, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

46      Επιπλέον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ύπαρξης εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης και της αποκλειστικής ή συντρέχουσας φύσης της αρμοδιότητας αυτής [γνωμοδότηση 1/76 (Συμφωνία σχετική με την ίδρυση ευρωπαϊκού ταμείου ακινητοποιήσεως πλοίων εξυπηρετούντων εσωτερικές γραμμές), της 26ης Απριλίου 1977, EU:C:1977:63, σκέψεις 3 και 4· γνωμοδότηση 2/91 (Σύμβαση υπ’ αριθ. 170 ΔΟΕ), της 19ης Μαρτίου 1993, EU:C:1993:106, σκέψεις 13 έως 18· γνωμοδότηση 1/03 (Νέα Σύμβαση του Λουγκάνο), της 7ης Φεβρουαρίου 2006, EU:C:2006:81, σκέψεις 114 και 115, καθώς και απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψεις 93 και 94· συναφώς, βλ., επίσης, γνωμοδότηση 2/00 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία), της 6ης Δεκεμβρίου 2001, EU:C:2001:664, σκέψεις 44 έως 47].

47      Η διάκριση αυτή μεταξύ της ύπαρξης εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης και της αποκλειστικής ή μη φύσης της αρμοδιότητας αυτής αποτυπώνεται στη Συνθήκη ΛΕΕ.

48      Κατά το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «[η] Ένωση μπορεί να συνάπτει συμφωνία με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς όταν το προβλέπουν οι Συνθήκες ή όταν η σύναψη συμφωνίας είναι αναγκαία για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες, ή προβλέπεται σε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης ή ακόμη ενδέχεται να επηρεάσει κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους».

49      Από το κείμενο της διάταξης αυτής, το οποίο δεν διακρίνει μεταξύ αποκλειστικής και συντρέχουσας εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης, προκύπτει ότι η Ένωση διαθέτει τέτοια αρμοδιότητα σε τέσσερις περιπτώσεις. Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η περίπτωση κατά την οποία η σύναψη συμφωνίας ενδέχεται να επηρεάσει κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους, οπότε η αρμοδιότητα της Ένωσης είναι αποκλειστική βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αποτελεί απλώς μία μόνον από τις ως άνω τέσσερις περιπτώσεις.

50      Εξάλλου, από τη σύγκριση του περιεχομένου του άρθρου 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ένωση διαθέτει εξωτερική αρμοδιότητα βάσει της πρώτης από τις διατάξεις αυτές δεν είναι μόνον εκείνες ως προς τις οποίες η Ένωση διαθέτει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα βάσει της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές.

51      Επομένως, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης μπορεί να υφίσταται και πέραν των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

52      Στο πλαίσιο αυτό, η εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης στη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία η σύναψη συμφωνίας είναι «αναγκαία για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες», αντικατοπτρίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης.Η εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης στη δεύτερη αυτή περίπτωση δεν εξαρτάται, όπως συμβαίνει με την τέταρτη περίπτωση που προβλέπει η διάταξη αυτή, από την προϋπόθεση της προηγούμενης θέσπισης ενωσιακών κανόνων δυνάμενων να επηρεαστούν.

53      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εν προκειμένω εάν η ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων από την Ένωση όσον αφορά τις επίμαχες τροποποιήσεις είναι «αναγκαία για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες», κατά την έννοια του άρθρου 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εφόσον συμβαίνει αυτό, η Ένωση διαθέτει την εξωτερική αρμοδιότητα που απαιτείται για τον καθορισμό θέσης ως προς τις επίμαχες τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως του αν έχει προηγουμένως θεσπίσει στους οικείους τομείς κοινούς κανόνες δυνάμενους να επηρεαστούν από αυτές.

54      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποσκοπεί στον καθορισμό της θέσης που πρόκειται να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την 25η σύνοδο της προαναφερθείσας αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF σχετικά με ορισμένες τροποποιήσεις της COTIF. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της COTIF, ο OTIF «έχει ως σκοπό να ευνοήσει, να βελτιώσει και να διευκολύνει, από κάθε άποψη, τη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία», κυρίως με την κατάρτιση ενιαίων κανόνων σε διάφορους σχετικούς με τη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία τομείς.

55      Οι επίμαχες τροποποιήσεις αφορούν, αφενός, τους ενιαίους κανόνες σχετικά με τη σύμβαση διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων, τις συμβάσεις χρήσης οχημάτων στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία, καθώς και τη σύμβαση χρήσης της υποδομής στη διεθνή σιδηροδρομική κυκλοφορία και, αφετέρου, τη διάταξη της COTIF σχετικά με την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται βάσει διατάξεων της σύμβασης αυτής και την κατάσχεση σιδηροδρομικών οχημάτων.

56      Συνεπώς, αφορούν το ιδιωτικό δίκαιο των συμβάσεων με αντικείμενο τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές, δηλαδή έναν τομέα ο οποίος καλύπτεται, όπως παραδέχονται όλοι οι διάδικοι, από κοινή πολιτική της Ένωσης –συγκεκριμένα δε την κοινή πολιτική μεταφορών που αποτελεί αντικείμενο του τίτλου VI της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος επιγράφεται «Μεταφορές» και περιλαμβάνεται στο τρίτο μέρος της Συνθήκης που φέρει τον τίτλο «Εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης»– και ο οποίος πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι αντιστοιχεί σε έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης ΛΕΕ.

57      Ο τίτλος VI του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 91, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι, για την εφαρμογή της κοινής πολιτικής μεταφορών και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία των μεταφορών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζουν, μεταξύ άλλων, «α) κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών» και «δ) κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη». Ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει επίσης το άρθρο 100 ΣΛΕΕ, στην παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται ότι οι διατάξεις του τίτλου αυτού εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και στις σιδηροδρομικές μεταφορές.

58      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 103 των προτάσεών του, οι επίμαχες τροποποιήσεις κατατείνουν στην επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης ΛΕΕ, στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών.

59      Ειδικότερα, οι κοινοί κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ εφαρμόζονται «στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών». Με την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (22/70, EU:C:1971:32, σκέψεις 26 και 27), το Δικαστήριο επισήμανε, ως προς τον συγκεκριμένο τομέα, ότι η διάταξη αυτή, η οποία αφορά επίσης, για το μέρος της διαδρομής που περιλαμβάνεται στο έδαφος της Ένωσης, τις μεταφορές από ή προς τρίτες χώρες και, συνεπώς, προϋποθέτει ότι οι αρμοδιότητες της Ένωσης εκτείνονται στις σχέσεις που υπάγονται στο διεθνές δίκαιο, συνεπάγεται την ανάγκη συμφωνιών με τα τρίτα ενδιαφερόμενα κράτη στον εν λόγω τομέα.

60      Δεδομένου ότι οι διατάξεις της COTIF και των προσαρτημάτων της τις οποίες αφορούν οι επίμαχες τροποποιήσεις αποσκοπούν στη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σε διεθνές επίπεδο, ώστε να καλύπτονται και οι διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, για το μέρος της διαδρομής εκτός του εδάφους της Ένωσης και, καταρχήν, για τα μέρη επίσης της διαδρομής εντός του εδάφους της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο καθορισμός της θέσης της Ένωσης επί των τροποποιήσεων αυτών συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών της κοινής πολιτικής μεταφορών, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που της απονέμει το άρθρο 91, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και η οποία, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 59 της παρούσας απόφασης, περιλαμβάνει και μια εξωτερική πτυχή. Επομένως, ο καθορισμός θέσης της Ένωσης είναι αναγκαίος για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες, κατά την έννοια του άρθρου 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

61      Βάσει των προεκτεθέντων, κρίνονται απορριπτέα, πρώτον, τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τα οποία, σε τομέα που εμπίπτει στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της, εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης μπορεί να υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

62      Δεύτερον, το επιχείρημα με το οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλική Δημοκρατία επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχει την έννοια ότι, στον τομέα των μεταφορών, στον οποίον ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΣΛΕΕ, συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, η Ένωση δεν μπορεί να ενεργήσει στο εξωτερικό πεδίο προτού ενεργήσει στο εσωτερικό πεδίο θεσπίζοντας κοινούς κανόνες, σε τομείς στους οποίους έχουν αναληφθεί διεθνείς υποχρεώσεις.

63      Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όσον αφορά το εάν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης διάταξη μικτής συμφωνίας στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, στον οποίον η Ένωση και τα κράτη μέλη της διαθέτουν συντρέχουσα αρμοδιότητα, η Ένωση δύναται να συνάπτει συμφωνίες στον εν λόγω τομέα, ακόμη και αν, σε εσωτερικό επίπεδο, τα ειδικά ζητήματα που διέπουν οι συμφωνίες αυτές δεν αποτελούν ήδη αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης ή έχουν αποτελέσει σε ελάχιστο βαθμό αντικείμενο τέτοιας ρύθμισης, η οποία δεν μπορεί ως εκ τούτου να επηρεαστεί.

64      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Δικαστήριο δεν περιόρισε την εμβέλεια της νομολογίας αυτής με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie (C‑240/09, EU:C:2011:125). Συγκεκριμένα, το ζήτημα που τέθηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 34 και 35 της απόφασης, όχι την ύπαρξη εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, αλλά το εάν, στον συγκεκριμένο τομέα που καλύπτεται από διάταξη μικτής συμφωνίας, η Ένωση άσκησε τις αρμοδιότητές της, θεσπίζοντας διατάξεις σχετικές με την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτήν.

65      Η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 63 και 64 της παρούσας απόφασης αφορά, βέβαια, τον τομέα του περιβάλλοντος, στον οποίον η Ένωση διαθέτει, βάσει του άρθρου 191, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ρητή εξωτερική αρμοδιότητα, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στον τομέα των μεταφορών.

66      Ωστόσο, επισημαίνεται ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ, σχετικά με τις συντρέχουσες αρμοδιότητες, προκύπτει πλέον ότι, «[όταν] οι Συνθήκες απονέμουν στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένο τομέα, η Ένωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για να έχει η Ένωση συντρέχουσα εξωτερική αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη της δεν απαιτείται να υπάρχει στις Συνθήκες διάταξη που να απονέμει ρητώς τέτοια εξωτερική αρμοδιότητα στην Ένωση.

67      Το ότι η ύπαρξη εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από την προηγούμενη άσκηση, εκ μέρους της Ένωσης, της εσωτερικής κανονιστικής αρμοδιότητάς της στον οικείο τομέα προκύπτει επίσης από τη σκέψη 243 της γνωμοδότησης 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376), από την οποία προκύπτει ότι οι διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας σχετικά με τις ξένες επενδύσεις πλην των άμεσων εμπίπτουν στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της, παρά το γεγονός ότι οι διάδικοι συμφωνούσαν, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 229 και 230 της γνωμοδότησης, ότι η Ένωση δεν είχε ενεργήσει σε εσωτερικό επίπεδο, θεσπίζοντας κανόνες παράγωγου δικαίου στον τομέα αυτόν.

68      Βέβαια, στη σκέψη 244 της γνωμοδότησης αυτής το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διατάξεις της συμφωνίας σχετικά με τις ξένες επενδύσεις πλην των άμεσων, οι οποίες εμπίπτουν στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της, δεν μπορούσαν να εγκριθούν από μόνη την Ένωση. Ωστόσο, αφορμή για τη διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου ήταν απλώς και μόνον η επισήμανση στην οποία προέβη το Συμβούλιο κατά τη σχετική με τη γνωμοδότηση διαδικασία, περί αδυναμίας επίτευξης στο εσωτερικό του Συμβουλίου της πλειοψηφίας που απαιτούνταν προκειμένου η Ένωση να μπορεί να ασκήσει μόνη τη συντρέχουσα με τα κράτη μέλη εξωτερική αρμοδιότητά της.

69      Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα από την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C‑399/12, EU:C:2014:2258). Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 51 και 52 της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο τομέας της κοινής γεωργικής πολιτικής και, ειδικότερα, η κοινή οργάνωση των αμπελοοινικών αγορών έχουν ρυθμιστεί σε πολύ μεγάλη έκταση από τον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 43 ΣΛΕΕ, ώστε εν συνεχεία να αποφανθεί εάν η Ένωση μπορούσε να εφαρμόσει το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη διεθνή συμφωνία που αποτέλεσε αντικείμενο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση. Ωστόσο, δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η Ένωση προσχώρησε στην COTIF την 1η Ιουλίου 2011.

70      Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παρακάμψεως της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και περί παραβάσεως των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, λόγω της εφαρμογής εκ μέρους του Συμβουλίου του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ σε τομείς στους οποίους η Ένωση δεν έχει ακόμη θεσπίσει εσωτερικούς κανόνες σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή.

71      Πέραν των επισημάνσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 63 έως 69 της παρούσας απόφασης, το επιχείρημα αυτό απορρίπτεται βάσει του γράμματος του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, εκδίδει απόφαση που «καθορίζει τις θέσεις που θα πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο που συνιστάται από δεδομένη συμφωνία, όταν το εν λόγω όργανο καλείται να θεσπίσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα». Συγκεκριμένα, το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ δεν περιορίζει τη δράση της Ένωσης μόνο στις περιπτώσεις όπου η Ένωση έχει προηγουμένως θεσπίσει εσωτερικούς κανόνες σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

72      Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, σχετικά με τις επίμαχες τροποποιήσεις, ως προς τα οποία το Συμβούλιο καθόρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις θέσεις που θα πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Ένωσης, εμπίπτουν στην εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης. Επομένως, το Συμβούλιο δεν παραβίασε, με την έκδοση της απόφασης αυτής, την αρχή της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ.

73      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, σχετικά με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που επιβάλλεται από το άρθρο 296 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

74      Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, διότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι τα θέματα επί των οποίων έλαβε θέση η Ένωση αφορούσαν τομέα ο οποίος έχει ήδη αποτελέσει σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης στο δίκαιο της Ένωσης. Η σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση των μικτών συμφωνιών, αφενός, διότι οι διατάξεις των συμφωνιών αυτών εφαρμόζονται τόσο στο δίκαιο της Ένωσης όσο και στο εθνικό δίκαιο και, αφετέρου, προκειμένου να προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες των διαφόρων παραγόντων στα όργανα των διεθνών οργανισμών. Εν προκειμένω, όμως, το Συμβούλιο δεν μνημόνευσε καμία νομική πράξη της Ένωσης, αναφέρθηκε δε αποκλειστικά σε πράξεις σχετικές με το δημόσιο δίκαιο, ενώ οι προτεινόμενες τροποποιήσεις αφορούσαν αποκλειστικά το ιδιωτικό δίκαιο των συμβάσεων με αντικείμενο τις μεταφορές.

75      Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση την ουσιαστική νομική βάση στην οποία στηρίζεται η ουσιαστική εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης, δεδομένου ότι επικαλείται το άρθρο 91 ΣΛΕΕ, το οποίο, όμως, απονέμει στην Ένωση εσωτερική μόνον αρμοδιότητα.

76      Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατύπωσε κατά του Συμβουλίου την αιτίαση ότι δικαιολόγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση την ύπαρξη εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης, επικαλούμενο τη δεύτερη περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενώ είχε παραλείψει να παραθέσει τη διάταξη αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

77      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προβάλλει ότι η αιτιολόγηση της αρμοδιότητας της Ένωσης προκύπτει σαφώς από την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι προτάσεις τροποποίησης της COTIF και των προσαρτημάτων της που αφορούν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες οι τροποποιήσεις αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν παρατίθενται στην εν λόγω απόφαση. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η αιτιολογία που παρατίθεται στα έγγραφα εργασίας της OTIF. Το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί μη κρίσιμες τις μνημονευόμενες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν σημαίνει ότι μπορεί να αμφισβητηθεί η επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, σε έναν τομέα που υπάγεται σε συντρέχουσα τουλάχιστον αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών, το Συμβούλιο εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, μνημονεύοντας απλώς τη νομική βάση της δράσης του και περιγράφοντας τη θέση του.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

78      Από την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προκύπτει ότι τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, σχετικά με τις επίμαχες τροποποιήσεις, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτό εάν υφίσταται στον οικείο τομέα εσωτερική κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης που ενδέχεται να επηρεαστεί από τις εν λόγω τροποποιήσεις. Επομένως, είναι απορριπτέο το επιχείρημα με το οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν δικαιολόγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ότι οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν τομέα ο οποίος έχει ήδη αποτελέσει σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης της Ένωσης.

79      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να παρατεθεί, εκτός του άρθρου 91, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και η δεύτερη περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως, όπως αυτή θεσπίζεται με το άρθρο 296 ΕΚ, επιβάλλει ότι όλες οι οικείες πράξεις πρέπει να εκθέτουν τους λόγους που οδήγησαν το θεσμικό όργανο στην έκδοσή τους, ούτως ώστε να μπορούν το μεν Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του, τα δε κράτη μέλη αλλά και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι να λαμβάνουν γνώση των συνθηκών υπό τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφάρμοσαν τη Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Η αναφορά της νομικής βάσης επιβάλλεται επίσης από την αρχή των κατ’ απονομήν αρμοδιοτήτων, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Συγκεκριμένα, η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσης ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα, καθόσον η Ένωση, δεδομένου ότι διαθέτει μόνον κατ’ απονομήν αρμοδιότητες, πρέπει να συνδέει τις πράξεις που εκδίδει με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ οι οποίες την εξουσιοδοτούν να εκδώσει τις πράξεις αυτές [απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR‑15), C‑687/15, EU:C:2017:803, σκέψεις 48 και 49].

81      Η αναφορά της νομικής βάσης έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να διαφυλαχθούν οι αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων τα οποία εμπλέκονται στη διαδικασία έκδοσης μιας πράξης [απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR‑15), C‑687/15, EU:C:2017:803, σκέψη 50]

82      Επιβάλλεται, ακόμη, βάσει της υποχρέωσης αιτιολόγησης που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δικαιολογείται ιδίως από την ανάγκη να έχει το Δικαστήριο δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου, ισχύει, καταρχήν, για κάθε πράξη της Ένωσης που παράγει έννομα αποτελέσματα [απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR‑15), C‑687/15, EU:C:2017:803, σκέψη 52].

83      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει κάθε πράξη η οποία σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων να αντλεί την υποχρεωτική της ισχύ από διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει ρητώς να αναφέρεται ως νομική βάση της και η οποία ορίζει τη νομική μορφή που πρέπει να έχει η εν λόγω πράξη [αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 39, και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR‑15), C‑687/15, EU:C:2017:803, σκέψη 53].

84      Εξάλλου, από επίσης πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η παράλειψη αναφοράς συγκεκριμένης διάταξης της Συνθήκης, όπως είναι εν προκειμένω το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ το οποίο επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν συνιστά ουσιώδες ελάττωμα όταν η νομική βάση της οικείας πράξης μπορεί να καθοριστεί βάσει άλλων στοιχείων αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι και το Δικαστήριο δεν τελούν σε αβεβαιότητα ως προς την ακριβή νομική βάση [βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR‑15), C‑687/15, EU:C:2017:803, σκέψη 55 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

85      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, διότι η ουσιαστική και η διαδικαστική νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης μπορούν να προσδιοριστούν με σαφήνεια.

86      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 91 ΣΛΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι το Συμβούλιο παρέθεσε στην απόφαση αυτή την ορθή ουσιαστική νομική βάση. Κατά το μέτρο που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει το επιχείρημα ότι το άρθρο 91 ΣΛΕΕ δεν απονέμει εξωτερική αρμοδιότητα στην Ένωση, αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα αφορά αυτή καθαυτή την ύπαρξη αρμοδιότητας και, συνεπώς, δεν είναι λυσιτελής η επίκλησή του προς στήριξη λόγου σχετικού με παραβίαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

87      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με το κριτήριο της αναγκαιότητας που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ότι η αιτιολόγηση που απαιτεί η εν λόγω δεύτερη περίπτωση διαφέρει από αυτή που απαιτεί το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

88      Συγκεκριμένα, η πρώτη και η τρίτη περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με την παρατιθέμενη στις σκέψεις 22 έως 25 της παρούσας απόφασης αιτιολογία που συνοδεύει τη διατύπωση των θέσεων που πρόκειται να ληφθούν εξ ονόματος της Ένωσης επί των θεμάτων 4, 5, 7 και 12 της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF και διατυπώνεται στο παράρτημα της εν λόγω απόφασης, εμφαίνουν την ανάγκη διασφάλισης της συνοχής μεταξύ των κανόνων του διεθνούς δικαίου στον τομέα των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών και του δικαίου της Ένωσης και, συνεπώς, την ανάγκη εξωτερικής δράσης της Ένωσης για τον σκοπό αυτόν.

89      Εξάλλου, στο άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαριθμούνται μεν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ένωση έχει αρμοδιότητα σύναψης διεθνούς συμφωνίας, πλην όμως, σε αντίθεση με το άρθρο 352 ΣΛΕΕ, δεν προβλέπεται κάποιος τύπος ούτε κάποια διαδικασία για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής. Συνεπώς, η μορφή της πράξης και η τηρητέα διαδικασία πρέπει να καθοριστούν βάσει άλλων διατάξεων των Συνθηκών.

90      Επισημαίνεται, τρίτον, ότι το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, το οποίο παρατίθεται ως διαδικαστική νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί κατά την έκδοση της απόφασης.

91      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επισημαίνεται, τέταρτον, ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR 15) (C‑687/15, EU:C:2017:803). Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, στην υπόθεση εκείνη το Συμβούλιο είχε παραλείψει να αναφέρει τη διαδικαστική και την ουσιαστική νομική βάση της προσβαλλόμενης πράξης, η δε πράξη αυτή δεν περιείχε κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της νομικής βάσης της.

92      Συνεπώς, βάσει των προεκτεθέντων, η μη ρητή παράθεση, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της δεύτερης περίπτωσης που προβλέπει το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν προκαλεί σύγχυση όσον αφορά τη φύση και το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης ούτε όσον αφορά τη διαδικασία έκδοσής της, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιφέρει τη μερική ακύρωσή της.

93      Επομένως, ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, σχετικά με παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

94      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακύρωσης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπενθυμίζει ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, δεν υποχρεώνει μόνο τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την εμβέλεια και αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αλλά επιβάλλει και στα θεσμικά της όργανα αμοιβαία καθήκοντα καλόπιστης συνεργασίας με τα κράτη μέλη.

95      Στενή συνεργασία απαιτείται ιδιαίτερα κατά την άσκηση, από την Ένωση και τα κράτη μέλη της, των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους διεθνούς οργανισμού. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της με αντικείμενο την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, πράγματι, να συνεργάζονται με καλή πίστη, για την αποσαφήνιση της κατάστασης και την υπέρβαση των δυσχερειών που ανακύπτουν. Επομένως, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να οργανώνουν τη διαδικασία έκδοσης νομικής πράξης κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα του κράτους μέλους που αμφισβητεί την αρμοδιότητα της Ένωσης να προσφύγει στο Δικαστήριο εγκαίρως προς αποσαφήνιση του ζητήματος της αρμοδιότητας.

96      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει ακόμη ότι η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, την οποία μπορούν να επικαλούνται και τα κράτη μέλη, επιτάσσει επίσης να οργανώνεται η διαδικασία έκδοσης νομικής πράξης κατά τρόπον ώστε τα κράτη μέλη να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο, από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης αυτής έως την ημερομηνία από την οποία η πράξη παράγει μη αναστρέψιμα έννομα αποτελέσματα, προκειμένου να απευθυνθούν στα δικαστήρια της Ένωσης, ζητώντας ενδεχομένως αναστολή εκτέλεσης της επίμαχης πράξης.

97      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη προνομιακό δικαίωμα προσφυγής, θα στερούνταν συνεπώς την πρακτική αποτελεσματικότητά του σε περίπτωση που το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας έκδοσης της νομικής πράξης και της ημερομηνίας από την οποία η πράξη αυτή παράγει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα είναι τόσο σύντομο ώστε να είναι αδύνατη η έγκαιρη προσφυγή στον δικαστή της Ένωσης.

98      Εν προκειμένω, μολονότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξέφρασε τις επιφυλάξεις της σχετικά με τις αρμοδιότητες της Ένωσης αμέσως μετά την παρουσίαση από την Επιτροπή, στις 5 Ιουνίου 2014, της πρότασης απόφασης, το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόλις στις 24 Ιουνίου 2014, δηλαδή την παραμονή της έναρξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, αφήνοντας έτσι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιθώριο μικρότερο των 24 ωρών για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Το εν λόγω κράτος μέλος τονίζει ότι δεν ήταν δυνατόν, σε τόσο σύντομο διάστημα, να προβεί στις εσωτερικές ενέργειες που προβλέπονται για την άσκηση προσφυγής και την υποβολή αίτησης αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του Δικαστηρίου.

99      Ελλείψει δικαστικής προστασίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεώθηκε να ψηφίσει διαφορετικά από τη θέση της Ένωσης, προκειμένου να διαφυλάξει τις αρμοδιότητές της και, για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κίνησε σε βάρος της διαδικασία «EU Pilot», την οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να ακολουθήσει διαδικασία λόγω παράβασης δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

100    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προβάλλει ότι δεν ήταν δυνατόν να αρχίσει ή να ολοκληρώσει τις εργασίες του νωρίτερα. Τα περισσότερα από τα έγγραφα εργασίας με τις προτάσεις τροποποίησης που είχαν συμπεριληφθεί στην ημερήσια διάταξη της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF είχαν διαβιβαστεί από τον γενικό γραμματέα της OTIF στις 25 Απριλίου 2014. Ορισμένα έγγραφα παρελήφθησαν στις 6 και 12 Μαΐου 2014, η δε πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με το προσάρτημα Δ (CUV) παρελήφθη στις 3 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή υπέβαλε στις 26 Μαΐου 2014 στην αρμόδια ομάδα εργασίας του Συμβουλίου ένα πρώτο έγγραφο εργασίας που περιείχε ορισμένες λύσεις σχετικά με τη συντονισμένη θέση της Ένωσης. Οι εργασίες στο πλαίσιο της εν λόγω ομάδας εργασίας συνεχίστηκαν στις 5 και στις 16 Ιουνίου 2014, βάσει της πρότασης απόφασης που είχε στο μεταξύ υποβάλει η Επιτροπή. Η πρόταση αυτή, αφού εγκρίθηκε στις 17 Ιουνίου 2014 από την Επιτροπή μονίμων αντιπροσώπων, ψηφίστηκε από το Συμβούλιο στις 24 Ιουνίου 2014, ήτοι πριν από την έναρξη της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF στις 25 Ιουνίου 2014.

101    Το Συμβούλιο τονίζει ότι η διαδικασία έκδοσης της απόφασης διήρκεσε ένα μήνα, διάστημα εξαιρετικά σύντομο για την εξέταση πολύπλοκων τεχνικών και νομικών ζητημάτων. Κατά τη διαδικασία αυτή και με τη συνδρομή της Επιτροπής, η θέση της Ένωσης συζητήθηκε διεξοδικότατα με τις αντιπροσωπείες, προκειμένου ιδίως να πειστεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι η Ένωση διέθετε την απαιτούμενη αρμοδιότητα για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, ως προς τα οποία το κράτος μέλος αυτό είχε εκφράσει αμφιβολίες. Επομένως, το Συμβούλιο κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου η θέση της Ένωσης να καθοριστεί τηρουμένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας.

102    Επιπλέον, η άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι η θέση της Ένωσης έπρεπε να καθοριστεί εγκαίρως, ώστε η ίδια να μπορέσει να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης από το Δικαστήριο, είναι υπερβολική και μη ρεαλιστική. Το γεγονός ότι το κράτος μέλος αυτό κίνησε την παρούσα ένδικη διαδικασία αποδεικνύει ότι τηρήθηκε η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

103    Το Συμβούλιο επισημαίνει, ακόμη, ότι δεν διαπιστώθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα παρήγαγε μη αναστρέψιμα αποτελέσματα όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες, οι τροποποιήσεις που εξετάστηκαν κατά την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF είτε εν τέλει δεν εγκρίθηκαν κατά τη σύνοδο αυτή είτε εγκρίθηκαν αλλά δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ισχύ. Εξάλλου, κατά τους ίδιους κανόνες, η έναρξη της ισχύος των τροποποιήσεων αυτών μπορεί να εμποδιστεί, εφόσον διατυπωθεί σχετική αντίρρηση από το ένα τέταρτο των κρατών μελών της OTIF. Εν πάση περιπτώσει, αν το Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο θα υποχρεωθεί, βάσει του άρθρου 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η εκτέλεση αυτή είναι απολύτως εφικτή, δεδομένου ότι η Ένωση κατέχει την πλειοψηφία στους κόλπους της OTIF.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

104    Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν τήρησε την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας κατά την οργάνωση της διαδικασίας έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή δεν της παρέσχε επαρκή χρόνο προκειμένου να αμφισβητήσει την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου προτού αυτή αρχίσει να παράγει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα. Το Συμβούλιο παραβίασε έτσι την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

105    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, με το οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, ορίζει ότι η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντά τους βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

106    Συνεπώς, πρέπει να διαπιστωθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης της διαδικασίας έκδοσης απόφασης, όπως αυτή περιγράφεται από το Συμβούλιο και αμφισβητείται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το εν λόγω θεσμικό όργανο παρέβη το καθήκον της καλόπιστης συνεργασίας.

107    Εν προκειμένω, προκύπτει ότι οι συζητήσεις στην ομάδα εργασίας του Συμβουλίου ενόψει του καθορισμού της θέσης της Ένωσης άρχισαν στις 26 Απριλίου 2014, δηλαδή την επομένη της ημερομηνίας διαβίβασης της πλειονότητας των εγγράφων από τη γενική γραμματεία της OTIF, και συνεχίστηκαν κατά τις δύο επόμενες συνεδριάσεις, με βάση την πρόταση απόφασης που είχε υποβάλει η Επιτροπή. Εξάλλου, από την εξέλιξη της διαδικασίας, όπως περιγράφεται από το Συμβούλιο και εκτίθεται συνοπτικά στη σκέψη 100 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε αρχίσει τις προκαταρκτικές συζητήσεις ενόψει του καθορισμού της θέσης της Ένωσης, χωρίς να περιμένει να του διαβιβαστεί το σύνολο των εγγράφων εργασίας που είχαν καταρτιστεί για την 25η σύνοδο της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF. Οι τέσσερις συνεδριάσεις της αρμόδιας ομάδας εργασίας του Συμβουλίου και της Επιτροπής μονίμων αντιπροσώπων αφιερώθηκαν ιδίως στην αποσαφήνιση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF, ως προς τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε διατυπώσει επιφυλάξεις. Τέλος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν απέδειξε ότι το διάστημα της μίας εβδομάδας που μεσολάβησε μεταξύ της έγκρισης της πρότασης από την Επιτροπή μονίμων αντιπροσώπων και της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από το Συμβούλιο ήταν υπερβολικό σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το εάν το εν λόγω θεσμικό όργανο τήρησε το καθήκον του καλόπιστης συνεργασίας έναντι των κρατών μελών.

108    Όσον αφορά το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της προσβαλλόμενης απόφασης και να ζητήσει, στο πλαίσιο αυτό, την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, προτού αυτή αρχίσει να παράγει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα κατά τη διεξαγωγή της 25ης συνόδου της αναθεωρητικής επιτροπής της OTIF. Είναι ωστόσο εσφαλμένη η παραδοχή στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα αυτό. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος, αφενός, δεν απέδειξε ότι, κατά την εν λόγω σύνοδο, η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε τέτοια αποτελέσματα και, αφετέρου, δεν αντέκρουσε τα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο προς υπεράσπισή του, τα οποία παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 103 της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα του κράτους μέλους περί παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

109    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

110    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

111    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

112    Δυνάμει του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που έχουν παρέμβει στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, αποφασίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.