Language of document : ECLI:EU:C:2021:143

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 25ης Φεβρουαρίου 2021 (1)

Υπόθεση C821/19

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ουγγαρίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 33, παράγραφος 2 – Λόγοι απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας – Εξαντλητική απαρίθμηση – Πρόσθετος λόγος απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει το εθνικό δίκαιο – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Πρόσβαση των οργανώσεων και των προσώπων που ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους αιτούντες διεθνή προστασία στα σημεία διέλευσης των συνόρων – Άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Δυνατότητα των αιτούντων διεθνή προστασία να επικοινωνήσουν με τις οργανώσεις και τα πρόσωπα που παρέχουν ενημέρωση και συμβουλές – Άρθρο 22, παράγραφος 1 – Δυνατότητα των αιτούντων διεθνή προστασία να συμβουλευθούν, ιδία δαπάνη, νομικό ή άλλο σύμβουλο – Οδηγία 2013/33/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 4 – Δυνατότητα των νομικών και των λοιπών συμβούλων να επικοινωνήσουν με τους αιτούντες διεθνή προστασία – Ποινικοποίηση, από το εθνικό δίκαιο, της δραστηριότητας οργανωμένης παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία – Απαγόρευση εισόδου των οργανώσεων και των προσώπων που ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους αιτούντες διεθνή προστασία στη ζώνη διέλευσης των συνόρων»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης για τους ακόλουθους λόγους:

–        θέσπισε έναν πρόσθετο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται εξαντλητικώς στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (2

–        ποινικοποίησε τη δραστηριότητα οργάνωσης η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα που δεν πληρούν τα οριζόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και προέβλεψε τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά των προσώπων εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί δίωξη ή έχουν επιβληθεί κυρώσεις για την τέλεση του αδικήματος αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 2, του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ (3).

2.        Κατά τη γνώμη μου, η πρώτη αιτίαση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και το ζήτημα μπορεί να επιλυθεί υπό το πρίσμα των πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2020, Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (Tompa) (4), καθώς και της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (5).

3.        Η δεύτερη αιτίαση εγείρει το καινοφανές ζήτημα αν ένα κράτος μέλος μπορεί να ποινικοποιήσει τη δραστηριότητα οργάνωσης η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα που δεν πληρούν τα οριζόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Διατάξεις σχετικές με τους λόγους απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας

4.        Το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:

α)      η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος·

β)      μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 35·

γ)      μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 38·

δ)      η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (6)]· ή

ε)      πρόσωπο εξαρτώμενο από τον αιτούντα υποβάλει αίτηση, αφού το πρόσωπο αυτό έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης υποβαλλόμενης για λογαριασμό του και δεν υπάρχουν γεγονότα σχετικά με την κατάσταση του προσώπου αυτού τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης.»

2.      Διατάξεις σχετικές με την παροχή συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία

α)      Η οδηγία 2013/32

5.        Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση και παροχή συμβουλών σε κέντρα κράτησης και στα σημεία διέλευσης των συνόρων», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι οργανώσεις και τα πρόσωπα που ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους αιτούντες να έχουν πραγματική πρόσβαση στους αιτούντες που βρίσκονται στα σημεία διέλευσης των συνόρων, περιλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης, στα εξωτερικά σύνορα. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την παρουσία τέτοιων οργανώσεων και προσώπων στα εν λόγω σημεία διέλευσης των συνόρων και, συγκεκριμένα, να εξαρτούν την πρόσβαση από συμφωνία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Περιορισμοί στην πρόσβαση αυτή μπορούν να επιβάλλονται μόνο όταν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, είναι αντικειμενικά απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση του συγκεκριμένου σημείου διέλευσης των συνόρων και εφόσον η πρόσβαση δεν περιορίζεται αυστηρά και δεν καθίσταται αδύνατη.»

6.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις για τους αιτούντες», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[…]

γ)      να μη στερούνται της ευκαιρίας να επικοινωνούν με [την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες] ή κάθε άλλη οργάνωση που παρέχει νομικές ή άλλες συμβουλές σε αιτούντες σύμφωνα με το δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

[…]».

7.        Το άρθρο 22 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Στους αιτούντες παρέχεται η δυνατότητα να συμβουλεύονται, ιδία δαπάνη και κατά τρόπο ουσιαστικό, νομικό ή άλλο σύμβουλο, που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου, σε θέματα σχετικά με τις οικείες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ακόμα και μετά από αρνητική απόφαση.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε μη κυβερνητικές οργανώσεις να παράσχουν νομική συνδρομή και/ή εκπροσώπηση σε αιτούντες στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στο κεφάλαιο III και στο κεφάλαιο V σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.»

β)      Η οδηγία 2013/33

8.        Το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνθήκες κράτησης», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μέλη της οικογένειας, νομικοί σύμβουλοι ή συνήγοροι και πρόσωπα που εκπροσωπούν συναφείς μη κυβερνητικές οργανώσεις που αναγνωρίζονται από το οικείο κράτος μέλος να έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν και να επισκέπτονται τους αιτούντες σε συνθήκες που σέβονται τα δικαιώματα ιδιωτικού βίου. Περιορισμοί στην πρόσβαση στην εγκατάσταση κράτησης μπορεί να επιβληθούν μόνον όταν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, είναι αντικειμενικά απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση της εγκαταστάσεως κράτησης, εφόσον η εν λόγω πρόσβαση δεν περιορίζεται υπερβολικά ούτε καθίσταται αδύνατη.»

Β.      Το ουγγρικό δίκαιο

1.      Διατάξεις σχετικές με τους λόγους απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας

9.        Το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του menedékjogról szóló 2007. évi LXXX. törvény (νόμου LXXX του 2007 περί του δικαιώματος ασύλου, στο εξής: νόμος περί του δικαιώματος ασύλου (7)), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του egyes törvényeknek a jogellenes bevándorlás elleni intézkedésekkel kapcsolatos módosításáról szóló 2018. évi VI. törvény (νόμου VI του 2018 σχετικά με την τροποποίηση ορισμένων νόμων που αφορούν τα μέτρα κατά της παράνομης μετανάστευσης, στο εξής: νόμος VI του 2018 (8)), προβλέπει έναν νέο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, διατυπωμένο ως εξής:

«Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ο αιτών αφίχθη στην Ουγγαρία μέσω χώρας στην οποία δεν είναι εκτεθειμένος σε διώξεις κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1[, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου] ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1[, του ίδιου νόμου], ή στην οποία εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας.»

2.      Διατάξεις σχετικές με την παροχή συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία

α)      Ο ποινικός κώδικας

10.      Το άρθρο 353/A του Büntető Törvénykönyvről szóló 2012. évi C. törvény (νόμου C του 2012 περί θεσπίσεως του ποινικού κώδικα, στο εξής: ποινικός κώδικας (9)), το οποίο φέρει τον τίτλο «Διευκόλυνση της παράνομης μετανάστευσης» και προστέθηκε με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου VI του 2018, προβλέπει τα εξής:

«1.      Όποιος ασκεί δραστηριότητες οργάνωσης οι οποίες αποσκοπούν

a)      είτε στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου στην Ουγγαρία από πρόσωπο που δεν υφίσταται διώξεις ούτε έχει βάσιμο φόβο άμεσων διώξεων στη χώρα της ιθαγένειάς του, στη χώρα της συνήθους διαμονής του ή σε άλλη χώρα μέσω της οποίας αφίχθη, λόγω της φυλής, της εθνικότητας, της ένταξής του σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή των θρησκευτικών ή πολιτικών του πεποιθήσεων,

b)      είτε στην παροχή συνδρομής για την απόκτηση άδειας διαμονής από πρόσωπο που εισέρχεται ή διαμένει παρανόμως στην Ουγγαρία,

τίθεται υπό περιορισμό, εκτός αν έχει διαπράξει σοβαρότερο ποινικό αδίκημα.

2.      Όποιος παρέχει υλικούς πόρους για την τέλεση του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή ασκεί κατ’ εξακολούθηση τέτοιες δραστηριότητες οργάνωσης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους.

3.      Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1

a)      για να αποκομίσει οικονομικό όφελος,

b)      παρέχοντας συνδρομή σε περισσότερα πρόσωπα ή

c)      σε απόσταση μικρότερη των οκτώ χιλιομέτρων από τα σύνορα ή τη συνοριακή γραμμή η οποία αντιστοιχεί στα εξωτερικά σύνορα κατά το άρθρο 2, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) [(10)], τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

4.      Η κύρωση η οποία επιβάλλεται στον αυτουργό του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να μειωθεί χωρίς περιορισμό ή, στις περιπτώσεις που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης, μπορεί να αρθεί εάν ο αυτουργός αποκαλύψει τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα το αργότερο κατά τον χρόνο απαγγελίας κατηγορίας εις βάρος του.

5.      Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και στο πλαίσιο ενός εκ των σκοπών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι δραστηριότητες οργάνωσης περιλαμβάνουν ειδικότερα:

a)      την επιτήρηση των συνόρων ή των συνοριακών γραμμών που αντιστοιχούν στα εξωτερικά σύνορα της Ουγγαρίας κατά το άρθρο 2, σημείο 2, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν,

b)      την κατάρτιση ή τη διάθεση ενημερωτικών εγγράφων ή την ανάθεση σε τρίτον της εκτέλεσης των συγκεκριμένων πράξεων και

c)      τη σύσταση ή την εκμετάλλευση δικτύου.»

β)      Ο νόμος περί αστυνομίας

11.      Το άρθρο 46/F του Rendőrségről szóló 1994. évi XXXIV. törvény (νόμου XXXIV του 1994 για την αστυνομία, στο εξής: νόμος περί αστυνομίας (11)), το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα απομάκρυνσης για την ασφάλεια των συνόρων» και προστέθηκε στο κεφάλαιο V του νόμου αυτού με το άρθρο 2 του νόμου VI του 2018, ορίζει τα εξής:

«1.      Προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη στα σύνορα του κράτους και να αποτραπεί το ενδεχόμενο διατάραξης της επιτήρησης των συνόρων, οι αστυνομικοί εμποδίζουν κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα της παράνομης διέλευσης του συνοριακού φράχτη (άρθρο 352/A του ποινικού κώδικα), της φθοράς του συνοριακού φράχτη (άρθρο 352/B του ποινικού κώδικα), της παρακώλυσης της κατασκευής ή της συντήρησης του συνοριακού φράχτη (άρθρο 352/C του ποινικού κώδικα), της παράνομης διακίνησης ανθρώπων (άρθρο 353 του ποινικού κώδικα), της υποβοήθησης της παράνομης διαμονής (άρθρο 354 του ποινικού κώδικα) ή της διευκόλυνσης της παράνομης μετανάστευσης (άρθρο 353/Α του ποινικού κώδικα), να προσεγγίσει σε ακτίνα οκτώ χιλιομέτρων τα σύνορα ή τη συνοριακή γραμμή που αντιστοιχεί στα εξωτερικά σύνορα της ουγγρικής επικράτειας, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, του [κανονισμού 2016/399], ή απαιτούν από κάθε τέτοιο πρόσωπο να απομακρυνθεί από την εν λόγω ζώνη εφόσον βρίσκεται ήδη εκεί.

[…]»

III. Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

12.      Στις 20 Ιουνίου 2018 το Ουγγρικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο VI του 2018. Με τον νόμο αυτό θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου, το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα και το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας.

13.      Η Επιτροπή απέστειλε στην Ουγγαρία προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνώμη στις 19 Ιουλίου 2018 και στις 24 Ιανουαρίου 2019 αντιστοίχως, προσάπτοντας στο κράτος μέλος τις δύο αιτιάσεις που συνοψίζονται στο σημείο 1 των παρουσών προτάσεων.

14.      Η Ουγγαρία απάντησε στις 19 Σεπτεμβρίου 2018 και στις 23 Μαρτίου 2019 αντιστοίχως, υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη ουγγρική ρύθμιση είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

15.      Με δικόγραφο της 8ης Νοεμβρίου 2019, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16.      Η Επιτροπή και η Ουγγαρία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Νοεμβρίου 2020.

17.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει, αφενός, ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, θεσπίζοντας έναν πρόσθετο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στην ως άνω διάταξη, και, αφετέρου, ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, ποινικοποιώντας τη δραστηριότητα οργάνωσης η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα που δεν πληρούν τα οριζόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και προβλέποντας τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά των προσώπων εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί δίωξη ή έχουν επιβληθεί κυρώσεις για την τέλεση του αδικήματος αυτού·

–        να καταδικάσει την Ουγγαρία στα δικαστικά έξοδα.

18.      Η Ουγγαρία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

V.      Ανάλυση

Α.      Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά τη θέσπιση ενός ασυμβίβαστου με το δίκαιο της Ένωσης λόγου απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας

19.      Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, θεσπίζοντας με το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου έναν πρόσθετο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

20.      Καταρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου, ο Ούγγρος νομοθέτης προέβλεψε ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας είναι απαράδεκτη σε περίπτωση που ο αιτών αφίχθη στην Ουγγαρία από χώρα στην οποία είτε δεν είναι εκτεθειμένος σε διώξεις ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης είτε εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας.

21.      Με τον νόμο αυτόν θεσπίστηκε, κατ’ ουσίαν, ένας λόγος απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας ο οποίος δεν προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

22.      Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν ο συγκεκριμένος λόγος απαραδέκτου μπορεί να θεωρηθεί ως απλή επεξήγηση των λόγων που ορίζονται στη διάταξη της οδηγίας, ιδίως δε του λόγου σχετικά με την «ασφαλή τρίτη χώρα» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/32, και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν ο νέος αυτός λόγος είναι ασυμβίβαστος με την ως άνω διάταξη.

23.      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνω ότι, στην πρόσφατη απόφαση Tompa, που αφορούσε την ίδια διάταξη της ουγγρικής ρύθμισης κατά της οποίας βάλλει η υπό κρίση αιτίαση, ήτοι το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής:

–        καταρχάς, επιβεβαίωσε ότι η απαρίθμηση των λόγων στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 είναι εξαντλητική (12

–        εν συνεχεία, απέκλεισε το ενδεχόμενο να συνιστούν οι προβλεπόμενοι από την ουγγρική ρύθμιση λόγοι απαραδέκτου εφαρμογή των λόγων εκείνων που ορίζονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής (13), περιλαμβανομένου του λόγου σχετικά με την «ασφαλή τρίτη χώρα» (14) καθώς και του λόγου σχετικά με την «πρώτη χώρα ασύλου» (15

–        τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 33 της οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης με την αιτιολογία ότι ο αιτών αφίχθη στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους από κράτος στο οποίο δεν εκτίθεται σε διώξεις ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή στο οποίο εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας (16).

24.      Το Δικαστήριο επανέλαβε την ερμηνεία αυτή στην απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, η οποία επίσης αφορούσε το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου (17).

25.      Επομένως, εφόσον η Ουγγρική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία ή σκόπιμη η μεταστροφή της ως άνω νομολογίας, εκτιμώ ότι το ζήτημα το οποίο εξετάζεται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως μπορεί να επιλυθεί οριστικώς βάσει της λύσης που εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο στις προαναφερθείσες υποθέσεις.

26.      Ως εκ τούτου, προτείνω να γίνει δεκτή η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής και να διαπιστωθεί ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, θεσπίζοντας έναν νέο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται εξαντλητικώς στη διάταξη αυτή.

Β.      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά τους περιορισμούς πρόσβασης οι οποίοι επιβάλλονται στους αιτούντες διεθνή προστασία, καθώς και στις οργανώσεις και στα πρόσωπα που τους παρέχουν ενημέρωση και συμβουλές

27.      Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, τυποποιώντας στο άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα ως αδίκημα τη δραστηριότητα οργάνωσης η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα που δεν πληρούν τα οριζόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, καθώς και προβλέποντας, με το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας, τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά των προσώπων εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί δίωξη ή έχουν επιβληθεί κυρώσεις για τη διάπραξη του αδικήματος αυτού.

28.      Συναφώς, επισημαίνω εκ προοιμίου ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες αφορούν την παροχή βοήθειας στους αιτούντες διεθνή προστασία (18) κατοχυρώνουν τόσο το δικαίωμα των αιτούντων διεθνή προστασία να συμβουλεύονται οργανώσεις και πρόσωπα που παρέχουν ενημέρωση και συμβουλές όσο και, αντίστοιχα, το δικαίωμα των εν λόγω οργανώσεων και προσώπων να έχουν πρόσβαση στους αιτούντες, περιλαμβανομένων όσων τελούν υπό κράτηση.

29.      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα και το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας συνιστούν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/32, καθώς και στο άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν το εμπόδιο αυτό δικαιολογείται υπό το πρίσμα των ως άνω διατάξεων.

1.      Επί του πρώτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα

α)      Επί του περιοριστικού χαρακτήρα του άρθρου 353/A του ποινικού κώδικα

30.      Το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα τυποποιεί ως αδίκημα κάθε «δραστηριότητα οργάνωσης» που διευκολύνει την κίνηση διαδικασίας ασύλου στην Ουγγαρία από πρόσωπο το οποίο, κατ’ ουσίαν, δεν δικαιούται διεθνή προστασία σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις. Το άρθρο αυτό φαίνεται prima facie ικανό να εμποδίσει την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, περιάγοντας κάθε πρόσωπο ή οργάνωση που προτίθεται να παράσχει συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία σε κατάσταση αβεβαιότητας, και δη πραγματικού κινδύνου να υποστεί κυρώσεις.

31.      Η Ουγγρική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η ποινικοποίηση περιορίζεται στις παραβάσεις που διαπράττονται με «κατάφωρη πρόθεση» και καλύπτει μόνον τις ενέργειες οι οποίες πραγματοποιούνται υπό τη μορφή «δραστηριότητας οργάνωσης»· δεύτερον, ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν έχει κανένα αποδεδειγμένο αποτρεπτικό αποτέλεσμα· και, τρίτον, ότι η ρύθμιση αυτή ισχύει αποκλειστικώς για ενέργειες που προηγούνται της κίνησης της διαδικασίας ασύλου και, επομένως, δεν αφορά τους υπό στενή έννοια «αιτούντες διεθνή προστασία», οι οποίοι είναι οι δικαιούχοι των παρεχόμενων από τις οδηγίες 2013/32 και 2013/33 δικαιωμάτων.

32.      Όσον αφορά, πρώτον, το υποκειμενικό στοιχείο του αδικήματος και της έννοιας της «δραστηριότητας οργάνωσης», όπως παρατηρεί η Ουγγρική Κυβέρνηση, το περιεχόμενο του άρθρου 353/A του ποινικού κώδικα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων που παρέσχε το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ουγγαρία) με την απόφασή του αριθ. 3/2019 (19), η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του άρθρου αυτού, κατά μείζονα δε λόγο διότι το εν λόγω άρθρο δεν έχει τύχει ακόμη συχνής εφαρμογής, όπερ επιβεβαιώθηκε από την Ουγγρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

33.      Κατά πρώτον, ως προς το υποκειμενικό στοιχείο του αδικήματος, το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο) κατέστησε σαφές με την απόφαση εκείνη ότι το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα δεν τιμωρεί τις πράξεις εξ αμελείας αλλά μόνον εκ δόλου, λόγω «κατάφωρης προθέσεως» τέλεσης του αδικήματος, καθώς και ότι απόκειται στις εθνικές αρχές να αποδείξουν την ύπαρξη τέτοιας προθέσεως. Εν πάση περιπτώσει, απέκλεισε από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού τις αλτρουιστικές συμπεριφορές οι οποίες εκπληρώνουν το καθήκον αρωγής προς τους απόρους και τους ενδεείς και δεν συνδέονται με τον σκοπό του συγκεκριμένου άρθρου, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι απόκειται στα δικαστήρια της ουσίας να κρίνουν, στο πλαίσιο της δικαστικής πρακτικής τους, υπό ποιες περιστάσεις η δραστηριότητα οργάνωσης μπορεί να εξομοιωθεί με ανθρωπιστική βοήθεια, ποιες μορφές συνδρομής δεν πρέπει να τιμωρούνται και πότε συντρέχει υπέρβαση του πλαισίου αυτού (20).

34.      Επισημαίνω πάντως ότι, καταρχήν, κάθε οργάνωση ή κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να παράσχει συνδρομή ενεργεί κατ’ ανάγκην με την πρόθεση να διευκολύνει το βοηθούμενο πρόσωπο να κινήσει διαδικασία ασύλου και ενδέχεται να έχει, τουλάχιστον, αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να τύχει διεθνούς προστασίας. Πράγματι, οι αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των ισχυρισμών των αιτούντων είναι εγγενές στοιχείο της διαδικασίας ασύλου, η οποία διεξάγεται ακριβώς με σκοπό να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Δεν είναι έργο των νομικών συμβούλων ούτε των οργανώσεων ή των προσώπων που προσφέρουν συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία, αλλά των αρμόδιων εθνικών αρχών να εκτιμήσουν αν οι λόγοι οι οποίοι προβάλλονται με τη σχετική αίτηση δικαιολογούν τη χορήγηση διεθνούς προστασίας βάσει των απαιτούμενων από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεων.

35.      Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, το πλέον σημαντικό εν προκειμένω είναι ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέσπιση του άρθρου 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης αιτιάσεως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή χωρίς να αντικρουστεί από την Ουγγαρία, οι διατάξεις που εισάγουν παρέκκλιση σε περίπτωση κατάστασης κρίσης λόγω μαζικής μετανάστευσης επιβάλλουν σε όσους επιθυμούν να ζητήσουν διεθνή προστασία να μεταβούν σε μία από τις ζώνες διέλευσης οι οποίες βρίσκονται στα σερβοουγγρικά σύνορα προκειμένου να υποβάλουν την αίτησή τους και, επομένως, να κινήσουν τη διαδικασία ασύλου. Η Σερβία αποτελεί όμως, υπό κανονικές συνθήκες, τρίτη χώρα στην οποία δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου. Από τον συνδυασμό των δύο αυτών στοιχείων προκύπτει ότι κάθε πρόσωπο ή οργάνωση που παρέχει συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία έχει πλήρη επίγνωση του ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας είναι πιθανότατα καταδικασμένες σε αποτυχία και ότι, ως εκ τούτου, εκτίθεται σε πραγματικό κίνδυνο ποινικής δίωξης (21).

36.      Εν πάση περιπτώσει, η ποινικοποίηση της παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία θα μπορούσε να έχει ιδιαιτέρως σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα για όλα τα πρόσωπα ή τις οργανώσεις που προσπαθούν συνειδητά να προωθήσουν μια αλλαγή της νομοθεσίας ή μια λιγότερο αυστηρή ερμηνεία του εθνικού δικαίου ή ακόμη να προβάλουν το ασυμβίβαστο των κρίσιμων διατάξεων του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, η «βελτίωση» της εθνικής νομοθεσίας ή η διευκόλυνση της πρόσβασης των αιτούντων στη διαδικασία ασύλου ή σε ανθρωπιστική βοήθεια, ακόμη και αν είναι πολύ αμφίβολο ή, όπως εν προκειμένω, μάλλον απίθανο το ενδεχόμενο να πληρούν οι αιτούντες όλες τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την παροχή διεθνούς προστασίας, καταλέγονται εν γένει στους νόμιμους σκοπούς μιας οργάνωσης παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία.

37.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η μόνη νόμιμη «κύρωση», σε περίπτωση που η δραστηριότητα των εν λόγω προσώπων ή οργανώσεων αποσκοπεί στη διευκόλυνση της πρόσβασης των αιτούντων στη διαδικασία ασύλου καθ’ υπέρβασιν των προϋποθέσεων τις οποίες νομίμως επιβάλλει η εθνική νομοθεσία τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι η απόρριψη των αιτήσεων ως απαράδεκτων ή αβάσιμων, και όχι η άσκηση ποινικών διώξεων κατά προσώπων ή οργανώσεων που διευκολύνουν την κίνηση των διαδικασιών ασύλου. Η ως άνω διαπίστωση, βεβαίως, επ’ ουδενί αποτελεί πρόκριμα για τη δυνατότητα θέσπισης και διατήρησης ποινικών κυρώσεων όταν η δραστηριότητα των προσώπων ή των οργανώσεων αυτών δεν περιορίζεται στην παροχή συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία προκειμένου να υποβάλουν τις αιτήσεις τους και να κινήσουν τις διαδικασίες ασύλου, αλλά συνιστά γνήσια δραστηριότητα διευκόλυνσης της παράνομης μετανάστευσης, ιδίως κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2002/90/ΕΚ (22).

38.      Κατά δεύτερον, ως προς την έννοια της «δραστηριότητας οργάνωσης», το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο) απέκλεισε το ενδεχόμενο η έννοια αυτή, καίτοι διατυπώνεται με γενικούς όρους, να παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας («nullum crimen, nulla poena sine lege»), λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης, στον ποινικό κώδικα, και άλλων διατάξεων που αναφέρονται στην έννοια της «οργάνωσης» ή της «δραστηριότητας οργάνωσης» και καθιστούν δυνατό να συναχθούν τα ουσιώδη συστατικά στοιχεία της (23).

39.      Ωστόσο, εκτιμώ ότι η επιβολή κυρώσεων μόνο σε περίπτωση που η δραστηριότητα ασκείται με οργανωμένο τρόπο δεν αρκεί για να εξαλειφθεί ο περιοριστικός χαρακτήρας του επίμαχου αδικήματος. Από τη μία πλευρά, το ίδιο το γράμμα του άρθρου 353/A του ποινικού κώδικα επιτρέπει πολύ ευρεία ερμηνεία του αδικήματος αυτού, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την απλή παροχή συνδρομής σε ένα και μόνον πρόσωπο για την κίνηση διαδικασίας ασύλου. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η «κατ’ εξακολούθηση» άσκηση και η παροχή συνδρομής «σε περισσότερα πρόσωπα» ανάγονται σε επιβαρυντικές περιστάσεις με το άρθρο 353/A, παράγραφοι 2 και 3, του ποινικού κώδικα συνεπάγεται ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής μπορεί να καλύπτει ακόμη και δραστηριότητα η οποία δεν ασκείται κατ’ εξακολούθηση και αποσκοπεί στην παροχή συνδρομής σε ένα και μόνον πρόσωπο. Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το σημαντικότερο, οι οργανώσεις οι οποίες παρέχουν συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία και αποτελούν τους κύριους αποδέκτες της διάταξης αυτής ασκούν εξ ορισμού «οργανωμένη δραστηριότητα». Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 353/A του ποινικού κώδικα περιορίζεται στις δραστηριότητες οργάνωσης υπό στενή έννοια, η διάταξη αυτή μπορεί να παρακωλύσει τη δραστηριότητα του συνόλου σχεδόν των προσώπων ή των οργανώσεων που παρέχουν συνδρομή στους αιτούντες διεθνή προστασία.

40.      Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Ουγγρική Κυβέρνηση, ότι η υπό εξέταση ρύθμιση έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και αμελητέες πρακτικές συνέπειες, στον βαθμό που έχει εφαρμοστεί σε ελάχιστες περιπτώσεις και δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε καταδικαστικές αποφάσεις κατά οργανώσεων ή προσώπων, με συνέπεια να μην έχει κανένα αποδεδειγμένο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, διαπιστώνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και, συνεπώς, η παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από τη Συνθήκη ή από το παράγωγο δίκαιο θεωρείται ότι υφίσταται ανεξάρτητα από τη συχνότητα και την έκταση των επικρινόμενων καταστάσεων (24).

41.      Τρίτον, αντιθέτως προς το επιχείρημα που προέβαλε η Ουγγρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πράξεις προγενέστερες της κίνησης της διαδικασίας ασύλου (25) δεν αφορούν τους «αιτούντες διεθνή προστασία», κατά την έννοια των οδηγιών 2013/32 και 2013/33. Ειδικότερα, δεδομένου ότι το καθεστώς του αιτούντος άσυλο έχει δηλωτικό χαρακτήρα και υφίσταται από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος έχει υποστεί διώξεις, ο τελευταίος μπορεί να θεωρηθεί ως «αιτών διεθνή προστασία» έστω και αν δεν έχει ακόμη υποβάλει τυπικώς την αίτησή του. Επιπλέον, με το επιχείρημά της, η Ουγγρική Κυβέρνηση εξομοιώνει εσφαλμένως την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας με την κατάθεσή της. Διαπιστώνεται συναφώς ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται ότι έχει υποβληθεί μόλις ο ενδιαφερόμενος εκδηλώσει, στις αρμόδιες εθνικές αρχές, τη βούλησή του να τύχει διεθνούς προστασίας, η δε εκδήλωση της βούλησης αυτής δεν μπορεί να υπόκειται σε οποιαδήποτε διοικητική διατύπωση (26). Εξάλλου, το να χορηγούνται τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην οδηγία 2013/32 μόνο μετά την κατάθεση αιτήσεως διεθνούς προστασίας θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό της οδηγίας αυτής, ο οποίος είναι να διασφαλιστεί η πρόσβαση των προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας σε νομικά ασφαλείς και αποτελεσματικές διαδικασίες ασύλου.

42.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την παροχή συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία.

β)      Επί των ενδεχόμενων δικαιολογητικών λόγων

43.      Ως προς τους λόγους που θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν τους προαναφερθέντες περιορισμούς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 προβλέπουν τη δυνατότητα δικαιολόγησης περιορισμών στην πρόσβαση των οργανώσεων και των προσώπων που παρέχουν ενημέρωση και συμβουλές καθώς και στην πρόσβαση νομικών συμβούλων και συνηγόρων στους αιτούντες διεθνή προστασία, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι αντικειμενικώς απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση των σημείων διέλευσης των συνόρων και δεν έχουν ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζουν σημαντικά ή να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση αυτή.

44.      Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί να επισημανθεί ότι το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα δεν προβλέπει κανέναν έλεγχο των κριτηρίων αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Αντιθέτως, η ρύθμιση αυτή, ιδίως σε συνδυασμό με το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου, εμποδίζει de facto ή, τουλάχιστον, περιορίζει σημαντικά κάθε δραστηριότητα παροχής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία η οποία ασκείται από πρόσωπα ή οργανώσεις (27).

45.      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/32, η επικοινωνία με κάθε οργάνωση που παρέχει νομικές ή άλλες συμβουλές πραγματοποιείται «σύμφωνα με το δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους», η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει στο κράτος μέλος να θέσει εν αμφιβόλω ή να περιορίσει δυσανάλογα την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει.

46.      Επομένως, φρονώ ότι τα εμπόδια τα οποία θέτει η εθνική ρύθμιση, ήτοι το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα, στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και στο άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, καθώς και στο άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, δεν δικαιολογούνται κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων.

47.      Ως εκ τούτου, προτείνω να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής και να διαπιστωθεί ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33.

2.      Επί του δεύτερου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας

48.      Το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας προβλέπει ότι οι αστυνομικοί μπορούν είτε να εμποδίσουν κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της διευκόλυνσης της παράνομης μετανάστευσης που προβλέπεται στο άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα, να προσεγγίσει σε ακτίνα οκτώ χιλιομέτρων τα σύνορα ή τη συνοριακή γραμμή που αντιστοιχεί στα εξωτερικά σύνορα της ουγγρικής επικράτειας είτε να απαιτήσουν από το πρόσωπο αυτό να εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη περιοχή αν βρίσκεται σε αυτήν.

49.      Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας, εισάγοντας πρόσθετη απαγόρευση κατά των προσώπων ή των οργανώσεων εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδικήματα εν στενή εννοία, επιτείνει αναμφισβήτητα τις αρνητικές συνέπειες των διατάξεων που συνδέονται με το άρθρο αυτό, περιλαμβανομένου του άρθρου 353/A του ποινικού κώδικα.

50.      Ωστόσο, φρονώ ότι το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας δεν εγείρει αυτοτελώς ζητήματα συμβατότητας με τις κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Τούτο διότι, κατά τη γνώμη μου, το ως άνω άρθρο συνιστά νόμιμη εφαρμογή ενός γενικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν σε πρόσωπα ύποπτα τέλεσης ποινικών αδικημάτων την πρόσβαση σε «ευαίσθητες» τοποθεσίες, ιδίως δε τοποθεσίες σε σχέση με τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα πρόσωπα αυτά διέπραξαν αδίκημα ή θα μπορούσαν να το επαναλάβουν εκεί.

51.      Επιπλέον, το γεγονός ότι η απαγόρευση αφορά πρόσωπα που είναι απλώς «ύποπτα» για την τέλεση αδικήματος συνάδει, κατά τη γνώμη μου, με τον προσωρινό χαρακτήρα της απαγόρευσης αυτής. Εξάλλου, ο αναλογικός χαρακτήρας της ρύθμισης απορρέει από το γεγονός ότι αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πρόσωπα «εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη» και ότι, όπως επισημαίνει η Ουγγρική Κυβέρνηση, για την άσκηση ποινικής δίωξης είναι αναγκαία η ύπαρξη σχετικά σοβαρών ή τεκμηριωμένων υπονοιών.

52.      Επιπροσθέτως, θεωρώ ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει επιχειρήματα που να καταδεικνύουν τον εγγενώς περιοριστικό χαρακτήρα του άρθρου 46/F του νόμου περί αστυνομίας, αλλά υπογραμμίζει απλώς ότι η διάταξη αυτή επιτείνει το περιοριστικό αποτέλεσμα του άρθρου 353/A του ποινικού κώδικα.

53.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, μολονότι το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα, είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας, συνιστά εμπόδιο στο δικαίωμα των αιτούντων διεθνή προστασία να συμβουλεύονται οργανώσεις, πρόσωπα ή νομικούς συμβούλους καθώς και στο συνακόλουθο δικαίωμα των εν λόγω οργανώσεων, προσώπων και συμβούλων να έχουν πρόσβαση στους αιτούντες διεθνή προστασία, τούτο δεν ισχύει, αντιθέτως, για το άρθρο 46/F του νόμου περί αστυνομίας, εξεταζόμενο μεμονωμένα και υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

54.      Κατά συνέπεια, καταλήγω ότι το δεύτερο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

55.      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, όπως εν προκειμένω, κάθε διάδικος φέρει καταρχήν τα δικαστικά έξοδά του. Εντούτοις, δυνάμει της δεύτερης περιόδου της διάταξης αυτής, εάν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

56.      Στο πλαίσιο της προτάσεως που διατυπώνεται, η προσφυγή της Επιτροπής γίνεται δεκτή κατά το μείζον μέρος, ενώ τα επιχειρήματα της Ουγγαρίας γίνονται δεκτά μόνον ως προς έλασσον μέρος του αντικειμένου της διαφοράς, ήτοι ως προς το δεύτερο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως. Ως εκ τούτου, δικαιολογείται, εν προκειμένω, να φέρει η Ουγγαρία, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής, ενώ η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της.

VII. Πρόταση

57.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία, αφενός, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, θεσπίζοντας νέο λόγο απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται εξαντλητικώς στη διάταξη αυτή και, αφετέρου, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, ποινικοποιώντας τη δραστηριότητα οργάνωσης που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κίνησης διαδικασίας ασύλου από πρόσωπα τα οποία δεν πληρούν τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας·

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά·

–        να καταδικάσει την Ουγγαρία στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και να καταδικάσει την Επιτροπή στο ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).


4      C‑564/18, στο εξής: απόφαση Tompa, EU:C:2020:218.


5      C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, στο εξής: απόφαση Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, EU:C:2020:367.


6      ΕΕ 2011, L 337, σ. 9.


7      Magyar Közlöny 2007/83.


8      Magyar Közlöny 2018/97.


9      Magyar Közlöny 2012/92.


10      ΕΕ 2016, L 77, σ. 1.


11      Magyar Közlöny 1994/41.


12      Απόφαση Tompa (σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Απόφαση Tompa (σκέψη 55).


14      Απόφαση Tompa (σκέψη 51).


15      Απόφαση Tompa (σκέψη 52).


16      Απόφαση Tompa (σκέψη 56 και διατακτικό).


17      Απόφαση Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság (σκέψεις 148 έως 165).


18      Βλ. σημεία 5 έως 8 των παρουσών προτάσεων.


19      Magyar Közlöny 2019/7.


20      Απόφαση αριθ. 3/2019 (σκέψεις 79 έως 82).


21      Το συμπέρασμα αυτό θα ίσχυε, ούτως ή άλλως, ακόμη και σε περίπτωση κατάργησης του άρθρου 51, παράγραφος 2, στοιχείο f, του νόμου περί του δικαιώματος ασύλου, δεδομένου ότι το άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση «προσώπου που δεν υφίσταται διώξεις […] σε άλλη χώρα μέσω της οποίας αφίχθη», έννοια ευρύτατη που θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει ότι αποκλείεται η παροχή διεθνούς προστασίας σε οποιονδήποτε αιτούντα ο οποίος διέρχεται (κατ’ ανάγκην) από τη Σερβία.


22      Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (ΕΕ 2002, L 328, σ. 17).


23      Απόφαση αριθ. 3/2019 (σκέψεις 68 έως 71).


24      Βλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2003, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑226/01, EU:C:2003:60, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 28ης Ιανουαρίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών) (C‑122/18, EU:C:2020:41, σκέψη 64).


25      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η αναφορά σε «κίνηση» της διαδικασίας ασύλου στο άρθρο 353/A του ποινικού κώδικα αφορά το στάδιο που έπεται της υποβολής της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.


26      Βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Pikamäe στις προτάσεις του στην υπόθεση εκείνη (C‑808/18, EU:C:2020:493, σημεία 53 και 68), η οδηγία 2013/32 διακρίνει μεταξύ, αφενός, της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας, η οποία αποτελεί απλώς εκδήλωση ή έκφραση εκ μέρους των ενδιαφερομένων, χωρίς καμία διοικητική διατύπωση, φόβου για την επιστροφή στη χώρα τους και, αφετέρου, της κατάθεσης της σχετικής αιτήσεως.


27      Βλ. σημεία 32 έως 41 των παρουσών προτάσεων.