Language of document : ECLI:EU:T:2013:32

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2013 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Μεταποίηση εσπεριδοειδών, βαμβάκι, βόειο κρέας και ελαιόλαδο – Δημοσιονομικός έλεγχος – Βασικοί έλεγχοι – Αναλογικότητα – Υποτροπή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑46/09,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Β. Κοντόλαιμο, Ι. Χαλκιά, Σ. Χαριτάκη και σ. Παπαϊωάννου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις A. Μαρκουλλή και Ε. Τσερέπα-Lacombe, επικουρούμενες από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/960/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) (ΕΕ L 340, σ. 99), καθόσον αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Η γενική κανονιστική ρύθμιση περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής

1        Ο κανονισμός (EΟK) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), θέσπισε γενικούς κανόνες για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (EK) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της ΚΓΠ (ΕΕ L 160, σ. 103), ο οποίος διέπει τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 2006 στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως της ΚΓΠ.

2        Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999 προβλέπει ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφασίζει για μηνιαίες προκαταβολές έναντι του καταλογισμού των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τους εγκεκριμένους οργανισμούς πληρωμών, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού αφορά τις αποφάσεις περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών.

3        Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 ορίζει τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης δαπανών βάσει των άρθρων 2 και 3.

Πριν από οποιαδήποτε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του κράτους μέλους κοινοποιούνται εκατέρωθεν γραπτώς, κατόπιν τούτου δε τα δύο μέρη επιχειρούν να έλθουν σε συμφωνία για τη συνέχεια που θα δοθεί.

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας για συμβιβασμό των αντίστοιχων θέσεων· τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει την απόρριψη της χρηματοδότησης.

Η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας έλλειψης συμμόρφωσης. Η Επιτροπή εκτιμά εν προκειμένω το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.

Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

α)      δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και είναι προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων·

[…]».

4        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1258/1999 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α)      να βεβαιώνονται για την πραγματικότητα και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο [ΕΓΤΠΕ] πράξεων·

β)      να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες·

γ)      να ανακτούν τα απωλεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά.

[…]»

5        Ο κανονισμός (EK) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ (ΕΕ L 209, σ. 1), καταργεί τον κανονισμό 1258/1999 και εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 (άρθρο 49 του κανονισμού 1290/2005). Εντούτοις, προβλέπει ότι ιδίως το άρθρο 31, σχετικά με την «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», έχει εφαρμογή από τις 16 Οκτωβρίου 2006 για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από τις 16 Οκτωβρίου 2006.

6        Το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες διατάξεις όπως και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999.

7        Ο κανονισμός (EK) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 729/70 όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε ιδίως με τον κανονισμό (EK) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5), προβλέπει, στο άρθρο 8, τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση που, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των ελέγχων της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων.

Στην ανακοίνωση γίνεται μνεία του παρόντος κανονισμού. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε [δικαιολογημένες] περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προαναφερθείσα προθεσμία.

Μετά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγείται για την απάντηση, η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος σε διάλογο και τα δύο μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της χρηματοοικονομικής ζημίας που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μετά τη διεξαγωγή διαλόγου και τη λήξη κάθε προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το κράτος μέλος, μετά τον διάλογο για την κοινοποίηση πρόσθετων πληροφοριών ή, αν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται την πρόσκληση εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή κοινοποιεί επίσημα τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος κάνοντας μνεία της απόφασης 94/442/ΕΚ της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου 4 της παρούσας παραγράφου, στην κοινοποίηση αυτή θα περιλαμβάνεται εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή προτίθεται να εξαιρέσει βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού [...] 729/70.

Το κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή, σε εύθετο χρονικό διάστημα, για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινοτικών κανόνων καθώς και για την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους. Η Επιτροπή εκδίδει, ανάλογα με την περίπτωση, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70 για την εξαίρεση των δαπανών που δεν είναι σύμφωνες με τους κοινοτικούς κανόνες μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διορθωτικών μέτρων.

2.      Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70, λαμβάνονται μετά την εξέταση οποιασδήποτε έκθεσης του οργάνου συμβιβασμού σύμφωνα με την απόφαση 94/442/ΕΚ.»

8        Ο κανονισμός (EK) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού [...] 1290/2005 [...] σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90), εφαρμόζεται από τις 16 Οκτωβρίου 2006, το δε άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 3, αυτού προβλέπει, κατ’ ουσίαν, την ίδια διαδικασία με εκείνη την οποία προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 1663/95.

2.     Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής

9        Οι κατευθυντήριες οδηγίες για την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων προσδιορίστηκαν με το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – [τμήμα] Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97).

10      Από το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, με τίτλο «Δημοσιονομικές επιπτώσεις στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τμήμα Εγγυήσεων, για τους ελλιπείς ελέγχους που διεξήχθησαν από τα κράτη μέλη», προκύπτει ότι οι δημοσιονομικές διορθώσεις υπολογίζονται με βάση, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας ελλείψεως συμμορφώσεως και ότι η Επιτροπή εκτιμά, προς τούτο, το είδος και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα (παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, δεύτερο εδάφιο).

11      Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 προβλέπει, πρώτον, έναν τρόπο εκτιμήσεως της δημοσιονομικής διορθώσεως βάσει των «σφαλμάτων σε μεμονωμένους φακέλους». Ο εν λόγω τρόπος εκτιμήσεως εστιάζεται σε μεμονωμένες παρατυπίες –ενδεχομένως με συναγωγή εξ αυτών γενικότερων συμπερασμάτων– και καταλήγει σε διόρθωση επί τούτου. Tο ίδιο παράρτημα προβλέπει, δεύτερον, έναν τρόπο εκτιμήσεως της δημοσιονομικής διορθώσεως βάσει των κινδύνων προκλήσεως οικονομικής ζημίας. Ο ως άνω τρόπος εκτιμήσεως εστιάζεται σε συστημικές παρατυπίες και έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή κατ’ αποκοπή διορθώσεως (παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, όγδοο έως εικοστό πέμπτο εδάφιο).

12      Σύμφωνα με τον τελευταίο αυτό τρόπο εκτιμήσεως, που ακολουθείται στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου συστημάτων, η Επιτροπή επιβάλλει κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 2 %, 5 %, 10 % ή 25 % των δηλωθεισών δαπανών, σε συνάρτηση με την έκταση του κινδύνου προκλήσεως οικονομικής ζημίας στην Κοινότητα απορρέουσας από πλημμέλειες των συστημάτων ελέγχου (παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, όγδοο εδάφιο).

13      Η Επιτροπή κατατάσσει τους ελέγχους που διενεργούνται από τα κράτη μέλη σε δύο κατηγορίες (παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, δέκατο τέταρτο εδάφιο).

14      Αφενός, «βασικοί έλεγχοι» είναι οι επιτόπιοι και οι διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως του υποστατού του αντικειμένου της αιτήσεως, της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τηρήσεως των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων υποχρεωτικής κατοχής, κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως τα κτηματολόγια.

15      Αφετέρου, «επικουρικοί έλεγχοι» είναι οι διοικητικές ενέργειες που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων, όπως η επαλήθευση της τηρήσεως των προθεσμιών υποβολής τους, ο εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο αντικείμενο , η ανάλυση κινδύνου, η επιβολή κυρώσεων και η κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.

16      Προς υπολογισμό των μη επιλεξίμων δαπανών, το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει τέσσερις κατηγορίες κατ’ αποκοπή διορθώσεων:

–        25 % των δαπανών όταν η εφαρμογή συστήματος ελέγχου είναι ανύπαρκτη ή όταν το σύστημα αυτό παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν ενδείξεις περί πολύ συχνών ανωμαλιών και περί αμελειών στην αντιμετώπιση των παράτυπων ή δολίων πρακτικών, οπότε υπάρχει κίνδυνος ιδιαίτερα υψηλών ζημιών σε βάρος του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ)·

–        10 % των δαπανών όταν ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι δεν διενεργούνται ή διενεργούνται τόσον ελλιπώς ή με τόσο περιορισμένη συχνότητα ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας μιας αιτήσεως ή προς αποφυγή παρατυπιών, οπότε ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι υφίσταται αυξημένος κίνδυνος εκτεταμένων ζημιών για το ΕΓΤΠΕ·

–        5 % των δαπανών όταν πραγματοποιούνται μεν όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά χωρίς να τηρείται ο αριθμός, η συχνότητα ή η αυστηρότητα που απαιτούν οι κανονισμοί, οπότε ευλόγως μπορεί να συναχθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν τα προβλεπόμενα εχέγγυα όσον αφορά το νομότυπο των αιτήσεων και ότι ο κίνδυνος ζημίας για το ΕΓΤΠΕ είναι σημαντικός·

–        2 % των δαπανών όταν το κράτος μέλος διενήργησε ορθώς τους βασικούς ελέγχους, αλλά παρέλειψε εντελώς να πραγματοποιήσει έναν ή περισσότερους επικουρικούς ελέγχους, οπότε ο κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ είναι περιορισμένος και η παράβαση δεν είναι τόσο σοβαρή.

17      Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 προβλέπει τέλος ότι «η αδυναμία ενός κράτους μέλους να τελειοποιήσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις» (παράρτημα 2, δέκατο έκτο εδάφιο, in fine).

18      Το έγγραφο AGRI/61495/2002 αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής μεταχείριση, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως λογαριασμών του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, περιπτώσεων καθ’ υποτροπή πλημμελειών όσον αφορά τα συστήματα ελέγχου και διευκρινίζει την αρχή της υποτροπής που προβλέπεται στο έγγραφο VI/5330/97. Το έγγραφο αυτό ορίζει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση που

–        η απουσία ή η ανεπάρκεια ενός συστήματος ελέγχου ή ενός στοιχείου αυτού του συστήματος αποτέλεσε αντικείμενο μιας ή πολλών αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τμήμα Εγγυήσεων, και

–        διαπιστώθηκε ότι συνεχίζουν να υπάρχουν οι ίδιες αδυναμίες σε μία μεταγενέστερη περίοδο από αυτήν που έχει ήδη διορθωθεί,

η Επιτροπή αποφασίζει με την επιφύλαξη της εξέτασης ενδεχομένων διορθωτικών ή αντισταθμιστικών μέτρων που ελήφθησαν από το κράτος μέλος ότι κανονικά δικαιολογείται να εφαρμόσει προσαύξηση του ποσοστού της κατ’ αποκοπή διόρθωσης που εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη διόρθωση, λόγω αυξημένου κινδύνου δημοσιονομικής απώλειας για το ΕΓΤΠΕ.

[…]

Προκειμένου να διασφαλισθεί ο κατ’ αποκοπή χαρακτήρας των διορθώσεων, ο οποίος προβλέπεται στο έγγραφο C 3909 της 8ης Δεκεμβρίου 1997 (VI/5330/97) όταν το πραγματικό επίπεδο των παράτυπων δαπανών, και συνεπώς το ποσό των δημοσιονομικών απωλειών που υπέστη η Κοινότητα, δεν μπορεί να καθοριστεί, [πρέπει] να χρησιμοποιηθούν ως προσανατολισμός τα ακόλουθα ποσοστά:

[...]

–        στην περίπτωση προηγούμενης διόρθωσης ύψους 5 %, ποσοστό 10 % στη νέα σχετική περίοδο·

–        σε περίπτωση προηγούμενης διόρθωσης ύψους 10 %, ποσοστό τουλάχιστον 15 % ανάλογα με τη σοβαρότητα μεγαλύτερου κινδύνου, στη νέα σχετική περίοδο·

[…]».

 Ιστορικό της διαφοράς

19      Με την απόφαση 2008/960/ΕΚ, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, και στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ (ΕΕ L 340, σ. 99, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή εξαίρεσε από την κοινοτική χρηματοδότηση, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, στους τομείς των οπωροκηπευτικών, του βαμβακιού, του βοείου κρέατος, του ελαιολάδου και του οικονομικού ελέγχου, συνολικό ποσό 179 140 594,66 ευρώ για τα οικονομικά έτη 2002 έως 2006.

20      Οι λόγοι των δημοσιονομικών διορθώσεων της Επιτροπής παρατίθενται περιληπτικά στη συνοπτική έκθεση AGRI-63130-00-2008 της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επέβαλε τις ακόλουθες διορθώσεις:

–        στον τομέα «οπωροκηπευτικών – μεταποιήσεως εσπεριδοειδών»: επιβλήθηκαν δύο κατ’ αποκοπή διορθώσεις 10 %, λόγω πληρωμών με επιταγή και πλημμελειών κατά τους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους, ύψους 2 289 213 ευρώ για το οικονομικό έτος 2005 και 385 748 ευρώ για το οικονομικό έτος 2006·

–        στον τομέα του βαμβακιού: εκτός από δύο μεμονωμένες διορθώσεις για υπέρβαση της επιλέξιμης παραγωγής ύψους 4 870 264,97 ευρώ για το οικονομικό έτος 2003 και ύψους 2 143 945,63 ευρώ για το οικονομικό έτος 2004, που δεν αμφισβητούνται, η Επιτροπή επέβαλε δύο κατ’ αποκοπή διορθώσεις 5 %, η μία ύψους 27 731 557,37 ευρώ για το οικονομικό έτος 2002 και η άλλη ύψους 32 655 464,17 ευρώ για το οικονομικό έτος 2003·

–        στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοείου κρέατος, η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπή διορθώσεις λόγω πλημμελειών σχετικών με τη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως βοοειδών και με τους επιτόπιους ελέγχους 10 % για το οικονομικό έτος 2003, 5 % και 10 % για το οικονομικό έτος 2004, 5 % και 10 % για το οικονομικό έτος 2005 και 5 % και 10 % για το οικονομικό έτος 2006, συνολικού ύψους 14 341 429,92 ευρώ·

–        στον τομέα των ενισχύσεων στην παραγωγή ελαιολάδου, η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπή διορθώσεις 10 % και 15 % για τα οικονομικά έτη 2003 έως 2006, λόγω επαναλαμβανόμενων ελλείψεων κατά τον έλεγχο ελαιόδενδρων, ελαιοτριβείων και αποδόσεων, συνολικού ύψους 83 641 370,78 ευρώ, και

–        στον τομέα του οικονομικού ελέγχου, για το οικονομικό έτος 2005, η Επιτροπή επέβαλε μια μεμονωμένη διόρθωση ύψους 4 521 536,62 ευρώ λόγω μη τηρήσεως των προθεσμιών πληρωμής· επέβαλε επίσης μια μεμονωμένη διόρθωση λόγω υπερβάσεως των δημοσιονομικών ανωτάτων ορίων ύψους 6 326 450,77 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2004, και ύψους 233 613,43 ευρώ για το οικονομικό έτος 2005.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 6 Φεβρουαρίου 2009, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή.

23      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου τροποποιήθηκε, η υπόθεση ανατέθηκε στο πέμπτο τμήμα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Στις 15 Φεβρουαρίου 2011 ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής, επειδή δε ο δικαστής αυτός τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, η υπόθεση ανατέθηκε στο τμήμα αυτό.

24      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι τελευταίοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εμπροθέσμως. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Ιουνίου 2012.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με όσα η ίδια εκθέτει με τα υπομνήματά της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του περιεχομένου της προσφυγής

27      Με το δικόγραφο της προσφυγής η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε, ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δώδεκα λόγους. Οι δύο πρώτοι λόγοι αφορούν τον τομέα της μεταποιήσεως εσπεριδοειδών. Ο τρίτος λόγος αφορά τον τομέα του βαμβακιού. Ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αφορούν τον τομέα του βοείου κρέατος. Ο έβδομος, ο όγδοος και ο ένατος λόγος αφορούν τον τομέα του ελαιολάδου και ο δέκατος, ο ενδέκατος και ο δωδέκατος λόγος αφορούν τον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι παραιτείται από τον τέταρτο και τον έβδομο λόγο, που στηρίζονται σε αναρμοδιότητα ratione temporis της Επιτροπής και σε παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου λόγω της υπερβολικά μεγάλης διάρκειας της διαδικασίας, όσον αφορά, αντιστοίχως, τους τομείς του βοείου κρέατος και του ελαιολάδου.

29      Η προσφεύγουσα παραιτήθηκε επίσης από τον πέμπτο και τον όγδοο λόγο, που στηρίζονται σε μη τήρηση της προθεσμίας 24 μηνών την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, όσον αφορά, αντιστοίχως, τους τομείς του βοείου κρέατος και του ελαιολάδου.

30      Όσον αφορά τον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου, παραιτήθηκε από τον δωδέκατο λόγο, σχετικά με την έρευνα υπό τα στοιχεία FA/2006/137/GR, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας. Επιπροσθέτως, όσον αφορά τον δέκατο λόγο, σχετικά με την έρευνα υπό τα στοιχεία FA/2005/70/GR, για τις διορθώσεις που αφορούν, πρώτον, τις μειονεκτικές περιοχές, δεύτερον, την αναδιάρθρωση και μετατροπή αμπελώνων και, τρίτον, τις συμπληρωματικές πληρωμές στον τομέα του βοείου κρέατος, δήλωσε ότι εμμένει στον λόγο αυτό αποκλειστικά καθόσον αφορά τις μειονεκτικές περιοχές.

31      Τέλος, δήλωσε ότι παραιτείται από τα αιτήματά της περί μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32      Οι δηλώσεις αυτές σημειώθηκαν στα πρακτικά τής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

2.     Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου, σχετικά με τις διορθώσεις στον τομέα «οπωροκηπευτικών – μεταποιήσεως εσπεριδοειδών»

 Η κοινοτική ρύθμιση

33      Ο κανονισμός (EK) 2202/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, περί καθεστώτος ενίσχυσης των παραγωγών ορισμένων εσπεριδοειδών (ΕΕ L 297, σ. 49), συνέστησε ένα μηχανισμό οικονομικής ενισχύσεως των παραγωγών, ο οποίος στηρίζεται ιδίως στη σύναψη συμβάσεων μεταξύ, αφενός, των αναγνωρισμένων ή προαναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών δυνάμει του κανονισμού (EK) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 297, σ. 1), και, αφετέρου, των μεταποιητών ή των νομίμως συσταθεισών ενώσεών τους.

34      Ο κανονισμός (EK) 2111/2003 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2202/96 (ΕΕ L 317, σ. 5), προβλέπει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, ότι οι συμβάσεις περιλαμβάνουν ιδίως την καταβλητέα στην οργάνωση παραγωγών για την πρώτη ύλη τιμή, ενδεχομένως διαφοροποιούμενη ανά ποικιλία ή/και ανά ποιότητα ή/και περίοδο παράδοσης, και ότι η πληρωμή πραγματοποιείται μόνο με τραπεζικό ή ταχυδρομικό έμβασμα.

35      Το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 2111/2003 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ελέγχονται οι φάκελοι των οργανώσεων παραγωγών και μεταποιητών, που προβλέπονται στα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού αυτού, καθώς και η συμφωνία τους προς τη λογιστική παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στις οργανώσεις παραγωγών και στους μεταποιητές.

36      Το άρθρο 27 του κανονισμού 2111/2003, σχετικά με τους ελέγχους, προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Για κάθε οργάνωση παραγωγών που παραδίδει γλυκά πορτοκάλια, μανταρίνια, κλημεντίνες, σατσούμας, λεμόνια, φράπες και γκρέιπ-φρούτ για μεταποίηση, για κάθε προϊόν και για κάθε περίοδο εμπορίας, διενεργούνται οι ακόλουθοι έλεγχοι:

[…]

β)      διοικητικοί και λογιστικοί έλεγχοι τουλάχιστον επί:

i)      ποσοστού 5 % των παραγωγών που καλύπτονται από συμβάσεις, προκειμένου να επαληθεύεται ιδίως η συμφωνία, ανά παραγωγό, μεταξύ, αφενός, των εκτάσεων, της συνολικής συγκομιδής, της ποσότητας που παραδόθηκε στην οργάνωση παραγωγών και της ποσότητας που παραδόθηκε προς μεταποίηση και, αφετέρου, των καταβληθεισών ενισχύσεων όπως προβλέπονται στο άρθρο 23 και των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν,

[…]

γ)      διοικητικοί και λογιστικοί έλεγχοι προκειμένου να επαληθεύεται η συμφωνία μεταξύ, αφενός, των ποσοτήτων που παραδόθηκαν στην οργάνωση παραγωγών από τους παραγωγούς που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, των ποσοτήτων που παραδόθηκαν προς μεταποίηση, των πιστοποιητικών παράδοσης που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, και των ποσοτήτων που αναφέρονται στις αιτήσεις παροχής ενισχύσεων με την καταβληθείσα ενίσχυση βάσει του άρθρου 23, καθώς και τα ποσά που κατέβαλε ο μεταποιητής·

2.      Για τους μεταποιητές που μεταποιούν γλυκά πορτοκάλια, μανταρίνια, κλημεντίνες, σατσούμας, λεμόνια, φράπες και γκρέιπ-φρουτ, για κάθε εργοστάσιο, για κάθε προϊόν και για κάθε περίοδο εμπορίας, διενεργούνται οι ακόλουθοι έλεγχοι:

α)      διοικητικοί και λογιστικοί έλεγχοι τουλάχιστον επί:

i)      ποσοστού 5 % των παρτίδων που παρελήφθησαν στο πλαίσιο καθεμιάς εκ των δύο τύπων συμβάσεων (περιοδικών και πολυετών) προκειμένου να εξακριβωθεί ότι οι εν λόγω ποσότητες καλύπτονται από σύμβαση καθώς και από πιστοποιητικά παράδοσης βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, [επί των] επακριβ[ών] στοιχεί[ων] ταυτοποίησης του χρησιμοποιηθέντος μεταφορικού μέσου και [επί της τηρήσεως] των ελάχιστων απαιτήσεων που παρατίθενται στο παράρτημα I,

[…]

γ)      διοικητικοί και λογιστικοί έλεγχοι προκειμένου να επαληθεύεται, με βάση τιμολόγια που έχουν εκδοθεί και παραληφθεί και με βάση λογιστικά δεδομένα, η συνέπεια μεταξύ, αφενός, της ποσότητας τελικών προϊόντων από πρώτες ύλες που παραλήφθηκαν και των ποσοτήτων τελικών προϊόντων που αγοράσθηκαν και, αφετέρου, των ποσοτήτων τελικών προϊόντων που πωλήθηκαν·

[…]».

37      Το παράρτημα 16 του εγγράφου 17933/2000 της Επιτροπής ορίζει τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στον τομέα των εσπεριδοειδών. Ειδικότερα, το ως άνω παράρτημα προσδιορίζει έξι βασικούς ελέγχους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως οι έλεγχοι της ορθής τηρήσεως των φακέλων και της συμφωνίας τους προς τη λογιστική παρακολούθηση που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στις οργανώσεις παραγωγών και μεταποιητών.

 Η συνοπτική έκθεση

38      Στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία FV/2006/315/GR, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα από τις 3 μέχρι τις 7 Απριλίου 2006. Κατόπιν ανταλλαγής επιστολών, πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ Επιτροπής και ελληνικών αρχών στις 27 Φεβρουαρίου 2007. Με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2008 η Επιτροπή γνωστοποίησε τα συμπεράσματά της στις ελληνικές αρχές. Κατόπιν της γνώμης που εξέδωσε το όργανο συμβιβασμού στις 19 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή γνωστοποίησε την τελική της θέση με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 2008.

39      Στη συνοπτική έκθεση γίνεται λόγος για ορισμένες πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν κατά τους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που προβλέπονται από το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, περίπτωση i, και παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2111/2003, καθώς και από το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση i, και παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2111/2003. Επιπλέον, η συνοπτική έκθεση αναφέρει ότι οι έλεγχοι που προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του ίδιου κανονισμού δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας σε μία τουλάχιστον περίπτωση. Εξάλλου, διαπιστώθηκε ότι συχνά δεν υπήρχαν τα σχετικά με τους ελέγχους δικαιολογητικά έγγραφα. Οι εν λόγω πλημμέλειες οφείλονταν κυρίως σε έλλειψη σαφών κατευθυντήριων οδηγιών και στις περιορισμένες λογιστικές δεξιότητες των ελεγκτών. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν ότι οι εν λόγω πλημμέλειες αφορούσαν ουσιαστικές πτυχές του συστήματος ελέγχου και ότι η μη εκτέλεση των ελέγχων ή η ανεπαρκής εκτέλεσή τους συνιστούσε μεγάλο κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παρόμοιες πλημμέλειες είχαν εντοπιστεί ιδίως μετά από έλεγχο αφορώντα τη μεταποίηση εσπεριδοειδών το 2003.

40      Επιπλέον, από τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής προκύπτει ότι μία από τις πληρωμές ενός μεταποιητή στην οργάνωση παραγωγών πραγματοποιήθηκε με επιταγή, ενώ οι σχετικές πληρωμές πρέπει να γίνονται με τραπεζικό ή ταχυδρομικό έμβασμα, και ότι τούτο είχε ήδη αποτελέσει το αντικείμενο παρατηρήσεων της Επιτροπής στο παρελθόν. Από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει επίσης ότι οι επιθεωρητές που διενήργησαν τους ελέγχους αγνοούσαν τις σχετικές κοινοτικές και εθνικές διατάξεις.

41      Η Επιτροπή έκρινε ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που περιλαμβάνονται στο έγγραφο VI/5330/97, βασικοί έλεγχοι δεν είχαν διενεργηθεί στον αριθμό και με την αυστηρότητα που προέβλεπαν οι εφαρμοστέοι κανονισμοί και ότι, επιπλέον, η ως άνω παρατυπία εμφανιζόταν καθ’ υποτροπή. Διαπίστωσε ότι η προηγούμενη διόρθωση ήταν 5 % και επέβαλε εν προκειμένω κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 % για τα οικονομικά έτη 2005 και 2006, δεδομένου ότι η σχετική περίοδος εκτεινόταν από τις 30 Αυγούστου 2004 μέχρι και την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

42      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έναν πρώτο λόγο, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών της Επιτροπής που περιέχονται στα έγγραφα VI/5330/97 και 17933/2000, και ένα δεύτερο λόγο, στηριζόμενο σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος των διορθώσεων.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εγγράφων VI/5330/97 και 17933/2000

43      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ αρχάς ότι οι βασικοί έλεγχοι όντως διενεργήθηκαν. Κατ’ αυτήν, μεταξύ των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν, μόνον εκείνες που αφορούν τον έλεγχο της ορθής τηρήσεως των φακέλων και τη συμφωνία τους προς τον λογιστικό έλεγχο αφορούν βασικό έλεγχο. Κατά συνέπεια, η διόρθωση δεν έπρεπε να υπερβεί το 2 %.

44      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή επέβαλε τις ως άνω δημοσιονομικές διορθώσεις λόγω, ιδίως, πλημμελειών των διοικητικών και λογιστικών ελέγχων που προβλέπονται στα άρθρα 24 και 27 του κανονισμού 2111/2003.

45      Πρώτον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει πράγματι ότι οι εν λόγω πλημμέλειες διαπιστώθηκαν, ειδικότερα, όσον αφορά τους ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 2111/2003, σχετικά με την τήρηση των φακέλων των οργανώσεων παραγωγών και μεταποιητών και τη συμφωνία τους προς τη λογιστική παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η εθνική νομοθεσία. Πρέπει να σημειωθεί ότι το είδος αυτό ελέγχου λογίζεται ως βασικός έλεγχος κατά το παράρτηματα 16 του εγγράφου 17933/2000, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία.

46      Δεύτερον, οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις επίσης επιβλήθηκαν λόγω πλημμελειών όσον αφορά τους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του κανονισμού 2111/2003. Όμως, οι έλεγχοι αυτοί είναι ομοίως βασικοί έλεγχοι. Πράγματι, με αυτούς σκοπείται ιδίως η εξακρίβωση της αντιστοιχίας μεταξύ των ποσοτήτων των προϊόντων που παραδίδονται προς μεταποίηση και των καταβαλλομένων ενισχύσεων, καθώς και η εξακρίβωση, βάσει των εκδιδόμενων και παραλαμβανόμενων τιμολογίων και βάσει λογιστικών στοιχείων, της αντιστοιχίας της ποσότητας τελικών παραγόμενων ή αγοραζόμενων προϊόντων προς τις πωλούμενες ποσότητες τελικών προϊόντων. Πρόκειται, επομένως, για ελέγχους που απαιτούνται για την επαλήθευση της αντιστοιχίας των διαφόρων στοιχείων επί της ουσίας.

47      Επομένως, με γνώμονα το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 και το παράρτημα 16 του εγγράφου 17933/2000, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω αφορούσαν βασικούς ελέγχους.

48      Όσον αφορά το ποσοστό της επιβληθείσας διορθώσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι για τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στους βασικούς ελέγχους είχε επιβληθεί προηγούμενη διόρθωση κατά 5 % και, λαμβανομένης υπόψη της καθ’ υποτροπή εμφανίσεως των εν λόγω πλημμελειών, όρισε το ποσοστό των κατ’ αποκοπή διορθώσεων σε 10 %.

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες που περιλαμβάνονται στο έγγραφο VI/5330/97, ότι, οσάκις η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη η Κοινότητα είναι ανέφικτη, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα επιβολής κατ’ αποκοπή διορθώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2008, C‑418/06 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑3047, σκέψη 136).

50      Προς υπολογισμό των μη επιλεξίμων δαπανών, το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει ποσοστό κατ’ αποκοπήν 5 % επί των δαπανών όταν διενεργούνται μεν όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά χωρίς να τηρείται ο αριθμός, η συχνότητα ή η αυστηρότητα που επιτάσσουν οι κανονισμοί, οπότε ευλόγως μπορεί να συναχθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν τα προβλεπόμενα εχέγγυα όσον αφορά το νομότυπο των αιτήσεων και ότι ο κίνδυνος ζημίας για το ΕΓΤΠΕ είναι σημαντικός (βλ. σκέψεις 14 και 16 ανωτέρω).

51      Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, διότι πρόκειται για πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στους βασικούς ελέγχους, οι οποίοι δεν διενεργήθηκαν με την αυστηρότητα που επιτάσσουν οι κανονισμοί, και όχι αποκλειστικά για παράλειψη διενέργειας επικουρικών έλεγχων.

52      Κατά συνέπεια, κακώς η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έπρεπε να οριστεί εν προκειμένω ποσοστό 2 %. Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών της Επιτροπής που περιέχονται στα έγγραφα VI/5330/97 και 17933/2000 δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

53      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο διπλασιασμός του ποσοστού διορθώσεως στερείται εννόμου βάσεως και αμφισβητεί την καθ’ υποτροπή διάπραξη πλημμελειών.

54      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι καμία ρύθμιση δεν προβλέπει την έννοια της «υποτροπής», που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έγγραφο AGRI/60637/2006, οπότε δεν έχει εφαρμογή για τα οικονομικά έτη 2005/2006.

55      Η ως άνω επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

56      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 (βλ. σκέψεις 3 και 6 ανωτέρω) προβλέπουν ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως για να εκτιμήσει το ποσό που πρέπει να εξαιρεθεί από τη χρηματοδότηση κατόπιν της διαπιστώσεως παρατυπιών.

57      Στο πλαίσιο αυτό, επομένως, η καθ’ υποτροπή εμφάνιση των εν λόγω παρατυπιών μπορεί να λογίζεται ως επιβαρυντικό στοιχείο, ικανό να δικαιολογήσει αύξηση της δημοσιονομικής διορθώσεως. Η αύξηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη που εντάσσεται στο πλαίσιο του καθορισμού του γενικού συντελεστή διορθώσεως που πρέπει να επιβληθεί στην Ελληνική Δημοκρατία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑54/95, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑35, σκέψη 13).

58      Επομένως, είναι απορριπτέα η αιτίαση ότι η συνεκτίμηση της καθ’ υποτροπή διαπράξεως των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν δεν ευρίσκει επαρκές εννόμο έρεισμα στις εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις.

59      Ακόμη, οι κανόνες που έθεσε η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες οδηγίες, ήτοι με τα έγγραφα VI/5330/97, AGRI/61495/2002 και AGRI/60637/2006, μπορούν να αποτελούν το γενικό πλαίσιο των συνεπειών που έχει η διαπίστωση καθ’ υποτροπή εμφανίσεως παρατυπιών.

60      Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η «υποτροπή», ως επιβαρυντική περίσταση, προβλέφθηκε για πρώτη φορά με το έγγραφο AGRI/60637/2006 είναι εσφαλμένο. Πράγματι, αφενός, το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 προβλέπει ότι «η αδυναμία ενός κράτους μέλους να τελειοποιήσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις». Αφετέρου, το έγγραφο AGRI/61495/2002, στο οποίο αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία με το δικόγραφο της προσφυγής, αφορά τη μεταχείριση εκ μέρους της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως λογαριασμών του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, περιπτώσεων καθ’ υποτροπή πλημμελειών στα συστήματα ελέγχου και αποσκοπεί στο να διευκρινίσει την αρχή της υποτροπής που προβλέπεται στο έγγραφο VI/5330/97. Προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι, αν εξακολουθούν να εμφανίζονται οι ίδιες πλημμέλειες, είναι δυνατή η αύξηση του ποσοστού της κατ’ αποκοπή διορθώσεως που είχε επιβληθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης διορθώσεως και ότι, σε περίπτωση προηγούμενης διορθώσεως 5 %, επιβάλλεται για τη νέα σχετική περίοδο ποσοστό 10 % (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

61      Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε έλλειψη εννόμου βάσεως για την αύξηση της διορθώσεως σε περίπτωση καθ’ υποτροπή διαπράξεως παρατυπιών πρέπει να απορριφθεί.

62      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, για να υπάρξει επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια, πρέπει να διαπιστωθούν οι ίδιες ακριβώς πλημμέλειες με αυτές που σημειώθηκαν στο παρελθόν. Κατ’ αυτήν, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω, διότι το σύστημα βελτιώθηκε στο σύνολό του και διότι δεν χωρεί αύξηση της διορθώσεως αν ορισμένοι λόγοι για τη διόρθωση αυτή έχουν εκλείψει.

63      Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι, για να συναγάγει καθ’ υποτροπή εμφάνιση πλημμελειών, η Επιτροπή στηρίχθηκε ιδίως στην έρευνα FV/302/2003, σχετικά με το καθεστώς μεταποιήσεως εσπεριδοειδών (παράρτημα 4 του δικογράφου της προσφυγής), η οποία οδήγησε στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, T‑33/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 56 έως 58). Στο πλαίσιο της έρευνας FV/302/2003, είχαν διαπιστωθεί πλημμέλειες ιδίως στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους, ειδικότερα ως προς την επαλήθευση της αντιστοιχίας μεταξύ των στοιχείων των μητρώων των οργανώσεων παραγωγών και μεταποιητών και της λογιστικής παρακολούθησης που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία, εξαιτίας ιδίως της ελλείψεως οδηγιών εκ μέρους του ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων) στις νομαρχίες και της ελλείψεως εμπειρίας του προσωπικού που ήταν επιφορτισμένο με τους ελέγχους (βλ. έγγραφο της 4ης Μαρτίου 2003 της Επιτροπής σχετικά με τα συμπεράσματα της έρευνας FV/302/2003, ιδίως σημείο 8, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 58).

64      Οι πλημμέλειες, όμως, αυτές που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας FV/302/2003 και εκείνες που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω είναι παρόμοιες, όπως τούτο προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω) και όπως τούτο διαπιστώθηκε από το όργανο συμβιβασμού.

65      Eπιπροσθέτως, όπως διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, οι πλημμέλειες στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους αφορούν ουσιαστικές πτυχές του συστήματος ελέγχου και η μη εκτέλεση ή η ανεπαρκής εκτέλεσή τους δημιουργούσε μεγάλο κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω). Οι ως άνω πλημμέλειες ήταν, επομένως, αποφασιστικής σημασίας για την επιβολή του προσαυξημένου ποσοστού διορθώσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑352/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 327).

66      Επομένως, οι πλημμέλειες είναι παρόμοιες, αφορούν τον ίδιο τομέα (των εσπεριδοειδών), γι’ αυτές ευθύνεται το ίδιο κράτος μέλος και κρίθηκαν ως αποφασιστικής σημασίας για την επιβολή προαυξημένου ποσοστού διορθώσεως. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε καθ’ υποτροπή διάπραξη των εν λόγω πλημμελειών.

67      Καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία στηρίζεται στα αποτελέσματα της έρευνας FV/2004/312, όσον αφορά το καθεστώς ενισχύσεως στη μεταποίηση ντομάτας, για να αμφισβητήσει την υποτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή και όπως τούτο προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση που συνοψίζει τη θέση της Επιτροπής πριν από τη διαδικασία συμβιβασμού, η εν λόγω υποτροπή δεν στηρίζεται στα αποτελέσματα της ως άνω έρευνας, αλλά σε εκείνα της έρευνας FV/302/2003 όσον αφορά τη μεταποίηση εσπεριδοειδών.

68      Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι δεν υπάρχει καθ’ υποτροπή διάπραξη πλημμελειών πρέπει να απορριφθεί εν προκειμένω.

69      Επιπλέον, το επιχείρημα ότι η ύπαρξη βελτιώσεων εμποδίζει τη διαπίστωση υποτροπής πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται γενικά ότι το όλο σύστημα βελτιώθηκε, χωρίς να αποδεικνύει ότι οι βελτιώσεις αυτές αφορούσαν ακριβώς τις επίμαχες καθοριστικής σημασίας πλημμέλειες. Ακόμη, παραθέτει τα συμπεράσματα των υπηρεσιών της Επιτροπής, που συντάχθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας FV/2004/312 όσον αφορά τη μεταποίηση ντομάτας, τα οποία δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω).

70      Επομένως, τα επιχειρήματα κατά τα οποία οι δημοσιονομικές διορθώσεις δεν μπορούσαν να προσαυξηθούν εν προκειμένω πρέπει να απορριφθούν.

71      Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσαύξηση της διορθώσεως δεν μπορεί να είναι αυτόματη και πρέπει να είναι αιτιολογημένη, πράγμα το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω.

72      Όσον αφορά το παραδεκτό του ως άνω επιχειρήματος, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε στο σημείο 18 του δικογράφου της προσφυγής και είναι, επομένως, παραδεκτό, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

73      Όσον αφορά το βάσιμο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο ειδικό πλαίσιο της καταρτίσεως των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται ως επαρκής εφόσον το κράτος στο οποίο απευθύνεται η οικεία πράξη συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεώς της και εγνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το σχετικό ποσόν (βλ., ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6063, σκέψη 98· της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑7699, σκέψη 67· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑55/07, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 125).

74      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε μετάσχει στη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι είχε γίνει λόγος για το ζήτημα της καθ’ υποτροπή διαπράξεως πλημμελειών στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, ειδικότερα στο έγγραφο της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2008, στα πρακτικά της συσκέψεως της 4ης Απριλίου 2007, στη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού και στη συνοπτική έκθεση. Έτσι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία εγνώριζε τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την επίμαχη προσαύξηση και, ειδικότερα, τις πλημμέλειες για τις οποίες επιβλήθηκαν διορθώσεις, την προηγούμενη απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως, το προηγούμενο ποσοστό διορθώσεως και την προβλεπόμενη προσαύξηση, καθώς και την ύπαρξη αυξημένου κινδύνου προκλήσεως οικονομικής ζημίας στο ΕΓΤΠΕ.

75      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την προσαύξηση των διορθώσεων πρέπει επίσης να απορριφθεί, όπως, επομένως, και ο πρώτος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος των επιβληθεισών διορθώσεων

76      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι διοικητικοί και λογιστικοί έλεγχοι που προβλέπονται στα άρθρα 24 και 27 του κανονισμού 2111/2003 διενεργήθηκαν σε ποσοστά μεγαλύτερα από τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις, έστω και αν δεν τεκμηριώνονται με στοιχεία σχετικά με την ιχνηλασιμότητά τους.

77      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις παρεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C‑278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1501, σκέψη 38, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑1341, σκέψη 32· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2008, T‑266/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 97).

78      Επιπλέον, όσον αφορά τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως στον τομέα της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προς απόδειξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως γεωργικών αγορών, στην Επιτροπή εναπόκειται όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό τον ανεπαρκή χαρακτήρα των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Οι ως άνω ελαστικότερες προϋποθέσεις όσον αφορά τη βαρύνουσα την Επιτροπή υποχρέωση αποδείξεως εξηγούνται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ στοιχεία και σε αυτό εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή το ακριβές των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, C‑247/98, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1, σκέψεις 7 έως 9, και της 19ης Ιουνίου 2003, C‑329/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6103, σκέψη 68).

79      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ειδικότερα από τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως, προκύπτει ότι οι πλημμέλειες στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω δεν διαψεύστηκαν από αποδεικτικά στοιχεία στηρίζοντα τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

80      Επίσης από τη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού προκύπτει ότι οι εξηγήσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία, κατά τις οποίες οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιήθηκαν, αλλά δεν αποδεικύονταν δεόντως, δεν στηρίζονται σε απτά αποδεικτικά στοιχεία. Η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται η ίδια ότι η ιχνηλασιμότητα των ελέγχων δεν είναι αμέσως απεικονιστέα. Παραδέχεται επίσης τις πλημμέλειες που αφορούν του λογιστικούς ελέγχους.

81      Ακόμη, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι εξέδωσε νέες οδηγίες το 2006 προς αντιμετώπιση των διαπιστωθεισών πλημμελειών.

82      Εντούτοις, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι ικανό να καλύψει την ανεπάρκεια των ελέγχων που διαπιστώθηκε για τις περιόδους εμπορίας προ της επίμαχης εν προκειμένω.

83      Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις πλημμέλειες που παρατηρήθηκαν στον τομέα των διοικητικών και λογιστικών ελέγχων είναι εσφαλμένες και ότι οι σχετικές διορθώσεις δεν είναι δικαιολογημένες.

84      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η καταβολή με επιταγή αφορά μία μεμονωμένη περίπτωση και ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

85      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων στον τομέα των προηγουμένως εξετασθέντων διοικητικών και λογιστικών ελέγχων, αρκεί να σημειωθεί ότι η διαπίστωση ότι μια πληρωμή έγινε με επιταγή δεν αποτέλεσε το μόνο έρεισμα για τις επιβληθείσες εν προκειμένω διορθώσεις

86      Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία για να αποδείξει ότι ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας η επιβληθείσα διόρθωση λόγω της πληρωμής με επιταγή πρέπει να απορριφθούν.

87      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

88      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να κλονίσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή επέβαλε τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις 10 % όσον αφορά τον τομέα της μεταποιήσεως εσπεριδοειδών.

3.     Επί του τρίτου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα του βαμβακιού

 Η κοινοτική ρύθμιση

89      Η ενίσχυση στην παραγωγή βαμβακιού διέπεται ιδίως από τον κανονισμό (EK) 1051/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την ενίσχυση της βαμβακοπαραγωγής (ΕΕ L 148, σ. 3), που καταργεί τον κανονισμό (EK) 1554/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για τον καθορισμό των γενικών κανόνων του καθεστώτος ενίσχυσης στο βαμβάκι και για την κατάργηση του κανονισμού (EΟK) 2169/81 (ΕΕ L 148, σ. 48). Κατά το άρθρο του 23, ο κανονισμός 1051/2001 αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι την 1η Ιουνίου 2001, και έχει εφαρμογή από 1ης Σεπτεμβρίου 2001.

90      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1051/2001, η περίοδος εμπορίας διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου.

91      Το άρθρο 11, στοιχείο δ΄, και το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1051/2001 προβλέπουν ότι τα εκκοκκιστήρια, προκειμένου να λάβουν την ενίσχυση στην παραγωγή βαμβακιού, πρέπει να αποδεικνύουν ότι για την οικεία ποσότητα βαμβακιού υφίσταται δήλωση εκτάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

92      Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1051/2001 ορίζει ότι τα κράτη μέλη παραγωγής προβλέπουν σύστημα δηλώσεως των βαμβακόφυτων εκτάσεων, ώστε να μπορεί να πιθανολογηθεί η καταγωγή του βαμβακιού για το οποίο ζητείται ενίσχύση.

93      Για να ληφθούν υπόψη οι στόχοι που αφορούν το περιβάλλον, τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν και να λαμβάνουν τα δέοντα περιβαλλοντικά μέτρα για τη χρησιμοποίηση γεωργικών γαιών στην παραγωγή βαμβακιού (αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1051/2001). Ειδικότερα, το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη ορίζουν, για τον τομέα του βαμβακιού:

–        τις δράσεις για βελτίωση του περιβάλλοντος, και ιδίως τις καλλιεργητικές τεχνικές που θα μπορούσαν να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον,

–        τα ερευνητικά προγράμματα με στόχο την ανάπτυξη μεθόδων καλλιέργειας περισσότερο συμβατών με το περιβάλλον,

–        τα μέσα για τη διάδοση μεταξύ των παραγωγών των πορισμάτων των ερευνών και των ευεργετικών συνεπειών των εν λόγω τεχνικών.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα περιβαλλοντικά μέτρα, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης κατάστασης των γεωργικών εκτάσεων βαμβακοπαραγωγής. Εξάλλου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να υπενθυμίσουν στους παραγωγούς την αναγκαιότητα τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

3.      Τα κράτη μέλη περιορίζουν, ενδεχομένως, τις εκτάσεις που είναι επιλέξιμες για ενίσχυση στην παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζουν τα ίδια και αναφέρονται:

–        στη γεωργική οικονομία των περιφερειών, για τις οποίες η παραγωγή βαμβακιού είναι σημαντική,

–        στις εδαφοκλιματικές συνθήκες που επικρατούν στις εν λόγω εκτάσεις,

–        στη διαχείριση των υδάτων άρδευσης,

–        στις εναλλαγές καλλιεργειών και τις καλλιεργητικές τεχνικές που μπορούν να βελτιώσουν το περιβάλλον.

4.      Πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2004, η Ελληνική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την περιβαλλοντική κατάσταση του τομέα του βάμβακα και τα αποτελέσματα των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.»

94      Ο κανονισμός (EK) 1591/2001 της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2001, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης για το βαμβάκι (ΕΕ L 210, σ. 10), καταργεί τον κανονισμό (EΟK) 1201/89 της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 1989, περί λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης για το βαμβάκι (ΕΕ L 123, σ. 23), και, σύμφωνα με το άρθρο 19 αυτού, έχει εφαρμογή από 1ης Σεπτεμβρίου 2001.

95      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1591/2001, σχετικά με τις δηλώσεις των σπαρμένων εκτάσεων, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Στο πλαίσιο της δήλωσης των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων, κάθε κοινοτικός παραγωγός βαμβακιού υποβάλλει, για την επόμενη περίοδο εμπορίας, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται από το κράτος μέλος, το έντυπο της αίτησης ενίσχυσης για τις “εκτάσεις” που προβλέπεται στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου. Το ή τα σχετικό(-ά) αγροτεμάχιο(-α) αναγνωρίζεται(-ονται) σύμφωνα με το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων που προβλέπεται στο ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου. Ο παραγωγός υποβάλλει κατά την ημερομηνία που καθορίζεται από το κράτος μέλος και το αργότερο στις 31 Μαΐου που προηγείται της σχετικής περιόδου εμπορίας διορθωμένη δήλωση για να λάβει υπόψη τις εκτάσεις που έχουν πράγματι σπαρεί.»

96      Το άρθρο 17 του κανονισμού 1591/2001 προβλέπει ότι, για την περίοδο εμπορίας 2001/2002, οι δηλώσεις εκτάσεως περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 8 του κανονισμού 1201/89 που κατατέθηκαν πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2001 λογίζονται ως ισοδύναμες προς τις δηλώσεις των εκτάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 9 του κανονισμού 1591/2001.

97      Το σχετικό με τους ελέγχους άρθρο 13 του κανονισμού 1591/2001, όπως αυτό είχε από 1ης Σεπτεμβρίου 2001 μέχρι 23 Αυγούστου 2002, ορίζει τα εξής:

«1.      Ο οργανισμός που ορίζεται γι’ αυτό το σκοπό από το κράτος μέλος παραγωγής εξακριβώνει:

α)      την ακρίβεια των δηλώσεων των εκτάσεων βαμβακιού με έναν επιτόπιο έλεγχο ο οποίος αφορά τουλάχιστον το 5 % των δηλώσεων·

[…]

στ)      με διασταυρούμενους ελέγχους, η αντιστοιχία των αγροτεμαχίων που αναφέρονται στις συμβάσεις με αυτά που έχουν δηλωθεί από τους παραγωγούς στις δηλώσεις των εκτάσεων βαμβακιού.

2.      Σε περίπτωση παρατυπιών που αφορούν τη δήλωση εκτάσεων που αναφέρεται στο άρθρο 9, με την επιφύλαξη της επιβολής των ποινών που προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, η ενίσχυση χορηγείται για την ποσότητα βαμβακιού για την οποία πληρούνται όλοι οι άλλοι όροι.

3.      Σε περίπτωση που το καθεστώς ελέγχων υπάγεται σε πολλούς οργανισμούς, το κράτος μέλος καθιερώνει γι’ αυτό το σκοπό σύστημα συντονισμού.»

98      Ο κανονισμός (EK) 1486/2002 της Επιτροπής, της 19ης Αυγούστου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1591/2001 (ΕΕ L 223, σ. 3), εφαρμοστέος από τις 23 Αυγούστου 2002, αντικαθιστά, στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1591/2001, τη διάταξη του στοιχείου α΄ με το ακόλουθο κείμενο:

«την ακρίβεια των δηλώσεων των εκτάσεων βαμβακιού με επιτόπιο έλεγχο ο οποίος αφορά τουλάχιστον 5 % των δηλώσεων και ο οποίος πρέπει να πραγματοποιείται το αργότερο στις 15 Νοεμβρίου της σχετικής περιόδου εμπορίας».

 Η συνοπτική έκθεση

99      Στο πλαίσιο των ερευνών με τα στοιχεία OT/2003/01/GR και OT/2003/03/GR, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ελλάδα, αντιστοίχως από τις 31 Μαρτίου μέχρι τις 4 Απριλίου 2003 και από τις 20 Οκτωβρίου μέχρι τις 24 Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τις ενισχύσεις στην παραγωγή βαμβακιού για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 και 2002/2003. Κατόπιν ανταλλαγής αλληλογραφίας, πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ Επιτροπής και ελληνικών αρχών στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Με έγγραφο της 3ης Ιουλίου 2007 η Επιτροπή γνωστοποίησε τα συμπεράσματά της στις ελληνικές αρχές. Κατόπιν της γνώμης του οργάνου συμβιβασμού της 21ης Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή γνωστοποίησε την τελική της θέση με έγγραφο της 6ης Αυγούστου 2008.

100    Επιπλέον των σχετικών με τις υπερβάσεις της επιλέξιμης παραγωγής διαπιστώσεων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκαναν λόγο για πλημμέλειες των ελέγχων, που συνοψίζονται στη συνοπτική έκθεση.

101    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ), οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν ότι, μολονότι οι δηλώσεις σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων περιλαμβάνονταν στη δήλωση εκτάσεων ΟΣΔΕ, η συμβατότητα των δύο συστημάτων δεν εξασφαλιζόταν επαρκώς, όπως τούτο είχε διαπιστωθεί για τις περιόδους εμπορίας 1997/98 έως 2000/2001. Ειδικότερα:

–        εντοπίστηκαν αναντιστοιχίες μεταξύ των διαφόρων εγγράφων (συμβάσεων γεωργών-εκκοκιστών, δηλώσεων ΟΣΔΕ εκτάσεων με βαμβάκι), οι οποίες προδήλως δεν είχαν διαπιστωθεί από τις ελληνικές αρχές και οι οποίες γεννούσαν αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα των διασταυρωτικών ελέγχων και, κατά συνέπεια, την αξιοπιστία των πληροφοριών που χρησιμοποιούσαν οι εκκοκιστές για να εξακριβώνουν ότι το παραδιδόμενο βαμβάκι καλυπτόταν από δήλωση εκτάσεων·

–        η επικοινωνία μεταξύ των υπηρεσιών που ήταν υπεύθυνες για τη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ και των υπηρεσιών που ήταν υπευθυνες για την ενίσχυση στην παραγωγή βαμβακιού κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής· πράγματι, οι υπηρεσίες του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είχαν στη διάθεσή τους παρά τις σχετικές με το βαμβάκι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις δηλώσεις εκτάσεων, πράγμα το οποίο δεν απέτρεπε τον κίνδυνο δηλώσεως μικρότερων εκτάσεων σπαρμένων με βαμβάκι· ομοίως, οι υπεύθυνες για το ΟΣΔΕ υπηρεσίες δεν γνωστοποίησαν καμία ανωμαλία στις υπεύθυνες για το βαμβάκι υπηρεσίες κατά τις περιόδους 2001/2002 και 2002/2003, ενώ η τηλεπισκόπηση έδειχνε εκτάσεις που δεν είχαν δηλωθεί ή είχαν δηλωθεί ανακριβώς.

102    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά τον έλεγχο των περιβαλλοντικών μέτρων, η συνοπτική έκθεση τονίζει ότι η μεταρρύθμιση του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού το 2001 προέβλεψε περιβαλλοντικά μέτρα των οποίων τη φύση και τον μηχανισμό ελέγχων και κυρώσεων έπρεπε να καθορίσει το κράτος μέλος. Διαπιστώθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε εισαγάγει, μεταξύ των μέτρων αυτών, τον περιορισμό της επιφάνειας παραγωγής, τον καθορισμό μιας μέγιστης αποδόσεως και την τήρηση ενός κώδικα ορθών πρακτικών, ο οποίος προέβλεπε μεταξύ άλλων την υποχρεωτική εναλλαγή καλλιεργειών.

103    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επισήμαναν την έλλειψη μηχανισμού ελέγχου των περιβαλλοντικών αυτών μέτρων και τη μη επιβολή κυρώσεων. Ειδικότερα, ο διοικητικός έλεγχος της μη υπερβάσεως της μέγιστης αποδόσεως που καθορίζεται για κάθε παραγωγό κρίθηκε ανεπαρκής. Ομοίως, οι επιτόπιοι έλεγχοι εκτάσεων, που πραγματοποιούνταν μετά την τελευταία εσοδεία και, επομένως, πολύ καθυστερημένα για να μπορεί να ελεγχθεί η ακρίβεια της δηλωθείσας αποδόσεως, έπρεπε να εστιάζονται στον προσδιορισμό των αδήλωτων εκτάσεων με βαμβάκι και στον έλεγχο της τηρήσεως του κώδικα ορθών πρακτικών. Για παράδειγμα, ελέγχονταν μόνον οι εκτάσεις που είχαν δηλωθεί ως σπαρμένες με βαμβάκι, πράγμα το οποίο δεν παρείχε τη δυνατότητα εντοπισμού των αγροτεμαχίων με βαμβάκι που είχαν δηλωθεί ως αγροτεμάχια με σιτάρι ή με άλλη καλλιέργεια. Τέλος, τονίστηκε ότι δεν είχε διενεργηθεί κανένας έλεγχος τηρήσεως του κώδικα ορθών πρακτικών.

104    Στο πλαίσιο της από 21 Ιανουαρίου 2008 γνώμης του, το όργανο συμβιβασμού κάλεσε την Επιτροπή να βεβαιωθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος των περιβαλλοντικών όρων στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεως, η συμφωνία προς τις διατάξεις αυτές μπορούσε να προβληθεί ως νομικά δεσμευτικό κριτήριο για τη χορήγηση της κοινοτικής ενισχύσεως όσον αφορά το βαμβάκι που καλλιεργήθηκε κατά την περίοδο εμπορίας 2001/2002.

105    Στο από 6 Αυγούστου 2008 έγγραφο οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική τους θέση, κατά την οποία διετηρείτο η προτεινόμενη διόρθωση. Υπογράμμισαν ότι η 1η Σεπτεμβρίου ήταν η ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου εμπορίας, πράγμα το οποίο δεν σημαίνει ότι τα μέτρα ελέγχων των εκτάσεων (και ειδικότερα των περιβαλλοντικών περιορισμών) ήταν προαιρετικά το πρώτο έτος, δεδομένου ότι όλα τα κριτήρια επιλεξιμότητας τα σχετικά με πράξεις αφορώσες το προ της διαθέσεως στην αγορά διάστημα έπρεπε να ελέγχονται πριν από την έναρξη της περιόδου εμπορίας. Τόνισαν επίσης ότι το περιεχόμενο των συζητήσεων περί μεταρρυθμίσεως της αγοράς βαμβακιού ήταν γνωστό πριν από την 1η Ιουνίου 2001 και ότι οι ελληνικές αρχές επέλεξαν αυτοβούλως να εφαρμόσουν ήδη από την πρώτη περίοδο εμπορίας το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1051/2001, εκδίδοντας υπουργική απόφαση ήδη από τον Φεβρουάριο του 2001, προβλέπουσα ιδίως υποχρεωτική εναλλαγή καλλιεργειών και μείωση των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων, στοιχεία για τα οποία δεν διεξήχθη κανένας έλεγχος σε επίπεδο γεωργών.

106    Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους εκτάσεων, πρώτον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν ότι, για την περίοδο εμπορίας 2001/2002, η επιλογή των προς έλεγχο γεωργικών εκμεταλλεύσεων στο πλαίσιο της ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού δεν στηριζόταν σε καμία ανάλυση κινδύνου, καθόσον η μέθοδος επιλογής δεν ήταν προσαρμοσμένη στους κινδύνους που συνδέονταν με τη σχετική περίοδο εμπορίας (προσδιορισμός των αδήλωτων εκτάσεων με βαμβάκι, προσδιορισμός των παραβάσεων των ορθών γεωργικών πρακτικών). Μολονότι η διαδικασία επιλογής όπως φαίνεται τροποποιήθηκε για την περίοδο εμπορίας 2002/2003, η διαδικασία αυτή κρίθηκε μη ικανοποιητική, διότι ελάμβανε υπόψη στοιχεία κινδύνων που δεν συνδέονται με το βαμβάκι (επιλογή ΟΣΔΕ) και δεν παρείχε τη δυνατότητα επαρκούς συνεκτιμήσεως των μη τυπικών αποδόσεων που διαπιστώνονταν κατά την περίοδο εμπορίας. Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι οι επελθούσες τροποποίησεις όσον αφορά την επιλογή δεν είχαν ως αποτέλεσμα την επαρκή βελτίωση του σχετικού μηχανισμού ώστε αυτός να αποκλείει τους κινδύνους που συνδέονται με τη δήλωση μικρότερης επιφάνειας καλλιέργειας.

107    Δεύτερον, κρίθηκε ότι οι επιτόπιοι ελέγχοι διενεργήθηκαν με υπερβολική καθυστέρηση και ότι αυτοί δεν παρείχαν τη δυνατότητα προσδιορισμού των ορίων πολλών μικρών αγροτεμαχίων βαμβακιού, τα οποία προέκυπταν συχνά μόνον από τις αλλαγές της ποικιλίας βαμβακιού, αλλαγές οι οποίες διαπιστώνονταν από τις διαφορές στα φύλλα και στον καρπό, ενώ η μέτρηση της καλλιεργούμενης εκτάσεως δεν μπορεί να πραγματοποιείται με επαρκή ακρίβεια παρά μόνον όταν η καλλιέργεια δεν έχει ακόμη συγκομιστεί, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ. Επιπροσθέτως, μόλις στις 22 Ιανουαρίου 2008, κατόπιν προσκλήσεως του οργάνου συμβιβασμού, οι ελληνικές αρχές προσκόμισαν στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες πραγματοποιήσεως των επιτόπιων ελέγχων, από τις οποίες δεν προκύπτει, κατά τις υπηρεσίες της Επιτροπής, καμία αξιόπιστη ένδειξη για το ποσοστό των καθυστερημένων ελέγχων, δεδομένου ότι πολλές ημερομηνίες (τουλάχιστον δεκαέξι περιπτώσεις) ήταν μάλλον απίθανο να είναι ακριβείς. Ακόμη, εκτός των αναντιστοιχιών αυτών, η διενέργεια υπερβολικά καθυστερημένων ελέγχων (μετά τον Ιανουάριο) φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται για πέντε νομούς το 2001/2002 και επτά νομούς το 2002.

108    Τρίτον, διαπιστώθηκε επίσης ότι, το 2001/2002, οι οδηγίες προς τους ελεγκτές δεν προέβλεπαν καμία τυποποίηση των μετρήσεων και καμία ιχνηλασιμότητα των αποδεκτών τεχνικών ανοχών και ότι η κατάσταση αυτή ελάχιστα βελτιώθηκε το 2002/2003 όταν ο ΟΠΕΚΕΠΕ άρχισε να διενεργεί τους επιτόπιους ελέγχους.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

109    Όσον αφορά τον τομέα του βαμβακιού, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ένα λόγο που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο χαρακτήρα και στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος της κατ’ αποκοπή διορθώσεως 5 % που επιβλήθηκε για τα οικονομικά έτη 2002 και 2003 και σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

110    Ο ως άνω λόγος υποδιαιρείται σε πέντε σκέλη. Το πρώτο και το δεύτερο σκέλος στηρίζονται στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος στηρίζονται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά, αντιστοίχως, τις πλημμέλειες του ΟΣΔΕ, τα περιβαλλοντικά μέτρα και τον επιτόπιο έλεγχο των εκτάσεων.

111    Το Γενικό Δικαστήριο θα προβεί στην εξέταση του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου σκέλους πριν εξετάσει τα δύο πρώτα σκέλη του παρόντος λόγου.

 Επί του τρίτου σκέλους, που στηρίζεται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τις πλημμέλειες του ΟΣΔΕ

112    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής επί των πλημμελειών του ΟΣΔΕ και επικαλείται την αποτελεσματικότητα των διασταυρωτικών ελέγχων. Περιγράφει τη διαδικασία με την οποία οι παραγωγοί δηλώνουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις στο ΟΣΔΕ και υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση για το βαμβάκι δεν συνδέεται με την έκταση, αλλά καταβάλλεται ανάλογα με την ποσότητα του βαμβακιού που παραδίδουν οι παραγωγοί στα εκκοκκιστήρια, η οποία ελέγχεται. Προσθέτει ότι το γεγονός ότι το ΟΣΔΕ εμφάνιζε κάποιες ελλείψεις, που επεξηγούνται στο από 26 Νοεμβρίου 2004 έγγραφό της, το οποίο απεστάλη στην Επιτροπή, ουδόλως επηρέασε την κανονικότητα των καταβολών στους δικαιούχους.

113    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εναρμόνιση του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού προς το ΟΣΔΕ εισήχθη με τον κανονισμό 1201/89, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1740/97 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 1997 (ΕΕ L 244, σ. 1), για να ενισχυθεί η διαχείριση και ο έλεγχος του καθεστώτος και να αποφευχθεί ο κίνδυνος διπλών πληρωμών για τις ίδιες εκτάσεις. Η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 1591/2001, που κατάργησε τον κανονισμό 1201/89, προβλέπει επίσης ότι, για να διασφαλισθεί η πιθανολόγηση της καταγωγής του βαμβακιού που αποτελεί αντικείμενο των αιτήσεων ενίσχυσης, είναι αναγκαίο να μπορούν να αναγνωρίζονται οι καλλιεργούμενες με βαμβάκι εκτάσεις, μέσω ενός συστήματος αναγνώρισης των αγροτεμαχίων που προβλέπεται από τον κανονισμό (EΟK) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1). Τούτο σημαίνει ότι τα δύο συστήματα επικοινωνούν μεταξύ τους και παρέχουν τη δυνατότητα ανταλλαγής στοιχείων, ιδίως μέσω των διασταυρωτικών ελέγχων, που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1591/2001 (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω).

114    Κατά τη νομολογία, το κράτος μέλος έναντι του οποίου η Επιτροπή δικαιολόγησε την απόφασή της περί διαπιστώσεως ανυπαρξίας ελέγχου ή περί πλημμελειών στους ελέγχους που διενεργούνται στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων λειτουργίας του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, δεν μπορεί να ανασκευάζει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C‑46/97, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5719, σκέψη 58).

115    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί εμπεριστατωμένα τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στο επίμαχο σύστημα ελέγχου. Περιορίζεται στην προβολή του επιχειρήματος ότι οι ανεπάρκειες του ΟΣΔΕ δεν επηρέασαν την κανονικότητα των πληρωμών στους δικαιούχους και ότι οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν ήταν επαρκείς, διότι αφορούσαν τις ποσότητες βαμβακιού που παρέδιδαν οι παραγωγοί στα εκκοκκιστήρια και τις αποδόσεις.

116    Εντούτοις, η ύπαρξη των ελέγχων αυτών δεν αρκεί για να καλύψει τις πλημμέλειες που διαπιστώνονται στη συνοπτική έκθεση (βλ. σκέψη 101 ανωτέρω). Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν ένας κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το βάσιμο της απόψεώς τους σύμφωνα με την οποία ένα άλλο σύστημα ελέγχου θα ήταν πιο αποτελεσματικό (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2002, C‑130/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3005, σκέψη 87).

117    Εξάλλου, όσον αφορά τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο των αγροτεμαχίων, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται το από 26 Νοεμβρίου 2004 έγγραφο, που είχε αποστείλει στην Επιτροπή. Με το έγγραφο αυτό εκθέτει ιδίως ότι οι ως άνω πλημμέλειες εξηγούνται από λανθασμένη μεταφορά των αποτελεσμάτων των επιτόπιων ελέγχων στη συγκεντρωτική κατάσταση που χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για την ενημέρωση του μηχανογραφικού αρχείου των επιτόπιων ελέγχων (σημείο 27 του εγγράφου της 26ης Νοεμβρίου 2004).

118    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει με τον τρόπο αυτόν τις αιτίες των σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν, χωρίς όμως να αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής και χωρίς να διαλύει τις υφιστάμενες αμφιβολίες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου.

119    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η «ακρίβεια της δήλωσης της έκτασης» κατέστη κριτήριο επιλεξιμότητας με την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1486/2002, εφαρμοστέου από την περίοδο εμπορίας 2002/2003, ο οποίος, επομένως, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω

120    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η δήλωση της εκτάσεως βαμβακιού προβλέφθηκε από το άρθρο 9 του κανονισμού 1591/2001 (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω) ήδη πριν από την τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού με τον κανονισμό 1486/2002 και ότι προβλεπόταν εξάλλου στο άρθρο 8 του κανονισμού 1201/89, που τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1740/97 (βλ. σκέψη 96 ανωτέρω). Ομοίως, η επαλήθευση της ακρίβειας των δηλώσεων των εκτάσεων βαμβακιού με επιτόπιους ελέγχους αφορώντες τουλάχιστον το 5 % των δηλώσεων επίσης προβλεπόταν από το άρθρο 13 του κανονισμού 1591/2001 (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω) ήδη πριν από την τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού με τον κανονισμό 1486/2002 και πριν από αυτόν από το άρθρο 12 του κανονισμού 1201/89. Η σχετική τροποποίηση που επήλθε με τον κανονισμό 1486/2002 συνίσταται μόνο στη διευκρίνιση ότι ο ως άνω επιτόπιος έλεγχος πραγματοποιείται το αργότερο στις 15 Νοεμβρίου της οικείας περιόδου εμπορίας (βλ. σκέψη 98 ανωτέρω).

121    Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

122    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, που στηρίζεται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τα περιβαλλοντικά μέτρα

123    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η μεταρρύθμιση του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού το 2001, με το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001, εισήγαγε την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν τα περιβαλλοντικά μέτρα που αυτά κρίνουν πρόσφορα (βλ. σκέψη 93 ανωτέρω). Η Ελληνική Δημοκρατία επέβαλε, στο πλαίσιο των μέτρων αυτών, τον περιορισμό της επιφάνειας παραγωγής, τον καθορισμό μιας μέγιστης αποδόσεως και την τήρηση ενός κώδικα ορθών πρακτικών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρεωτική εναλλαγή καλλιεργειών. Τα ως άνω μέτρα απορρέουν από υπουργικές αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2001 και της 4ης και της 10ης Μαΐου 2001, εκδοθείσες μετά από ευρείας εκτάσεως διάλογο με τους παραγωγούς, όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Δημοκρατία.

124    Καταρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν μπορούσαν να διαγνωσθούν αμέσως, καθόσον τα περιβαλλοντικά μέτρα θεσπίστηκαν το 2001.

125    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας την κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % λόγω της ανεπάρκειας των ελέγχων των περιβαλλοντικών όρων, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα ή το βάσιμο των ληφθέντων περιβαλλοντικών μέτρων, αλλά επισημαίνει την έλλειψη ελέγχου της τηρήσεώς τους αμέσως μετά τη λήψη τους. Επομένως, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά την οποία η αποτελεσματικότητα των περιβαλλοντικών αυτών μέτρων απαιτούσε χρόνο για να αποφέρει καρπούς, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

126    Στη συνέχεια, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των περιβαλλοντικών μέτρων διενεργήθηκαν με τον κατάλληλο τρόπο.

127    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα στοιχεία της δικογραφίας δεν στηρίζουν την άποψη αυτή.

128    Πράγματι, όσον αφορά, πρώτον, τον έλεγχο αποδόσεων, η Ελληνική Δημοκρατία επισήμανε ότι διενήργησε ελέγχους με τηλεπισκόπηση για να επαληθεύσει τις αποδόσεις στις περιοχές όπου παρατηρούνταν υπερβάσεις. Ωστόσο, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι για την περίοδο εμπορίας 2001/2002 δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο και ότι για την περίοδο εμπορίας 2002/2003 τα παρασχεθέντα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ελέγχθηκε μόνον το 7,5 % των περιπτώσεων μη τυπικών αποδόσεων. Επιπροσθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία κάνει μνεία της μεθόδου του μέσου όρου αποδόσεων κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων ετών και του ελέγχου των αποδόσεων ανά στρέμμα. Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη ελέγχων που να παρέχουν τη δυνατότητα εξακριβώσεως σε κάθε επί μέρους περίπτωση του αν οι δικαιούχοι είχαν τηρήσει τις υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν με τα εν λόγω μέτρα. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, δεν αποκλείεται, επομένως, οι ενισχύσεις να χορηγήθηκαν σε παραγωγούς που δεν είχαν οπωσδήποτε τηρήσει τα περιβαλλοντικά μέτρα.

129    Ομοίως, όταν επικαλείται, δεύτερον, τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων με βαμβάκι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει την ύπαρξη εξατομικευμένου ελέγχου στο πλαίσιο αυτό.

130    Τρίτον, όσον αφορά, τον έλεγχο των ορθών πρακτικών, η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία εξέθεσε, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, ότι ο άμεσος έλεγχός τους ήταν δυσχερής, ή ακόμα και αδύνατος. Υποστηρίζει ότι προέβλεψε σχετικούς δείκτες, όπως το μέτρο της «ενδεικτικής ηρτημένης παραγωγής», ώστε να διεξάγεται πλήρης έλεγχος προς περιορισμό της χρησιμοποιήσεως φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Εντούτοις, αυτά είναι γενικά μέτρα βελτιώσεως των περιβαλλοντικών δεικτών που δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη εξατομεκευμένου ελέγχου ανά παραγωγό της τηρήσεως των ληφθέντων μέτρων.

131    Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των περιβαλλοντικών μέτρων είχε πραγματοποιηθεί με τον πρόσφορο τρόπο πρέπει να απορριφθεί.

132    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, τις επιφυλάξεις του οργάνου συμβιβασμού όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής στο βαμβάκι που είχε ήδη σπαρεί των περιβαλλοντικών μέτρων τα οποία εισήγαγε το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001, εφαρμοστέο από 1ης Σεπτεμβρίου 2001.

133    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της από 21 Ιανουαρίου 2008 γνώμης του, το όργανο συμβιβασμού κάλεσε την Επιτροπή να εξετάσει αν, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος των περιβαλλοντικών όρων στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων, η συμφωνία προς τις διατάξεις αυτές μπορούσε να προβληθεί ως νομικά δεσμευτικό κριτήριο για τη χορήγηση κοινοτικής ενισχύσεως για το βαμβάκι που καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας 2001/2002.

134    Με την τελική της θέση η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της ότι το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001 ήταν εφαρμοστέο στα περιβαλλοντικά μέτρα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2001/2002. Υποστήριξε, κατά βάση, ότι η 1η Σεπτεμβρίου 2001 είναι η ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου εμπορίας του βαμβακιού που είχε σπαρεί το 2001 και διατέθηκε στο εμπόριο το φθινόπωρο του 2001, επιβαλλόταν όμως προηγουμένως ο έλεγχος όλων τα κριτηρίων επιλεξιμότητας τα οποία αφορούσαν τις πράξεις, όπως η σπορά, που προηγούνταν της διαθέσεως στο εμπόριο.

135    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τη συλλογιστική αυτή. Πράγματι, απλώς επικαλείται, στο υπόμνημα απαντήσεως, τις επιφυλάξεις του οργάνου συμβιβασμού χωρίς να διατυπώνει βάσιμα επιχειρήματα προς αντίκρουση της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής.

136    Στον βαθμό που το επιχείρημά της, το οποίο δεν προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με την αφορώσα τα περιβαλλοντικά μέτρα αιτίαση και ότι είναι, επομένως, παραδεκτό υπό την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προσκομίζεται κανένα στοιχείο προς στήριξή του.

137    Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι τα συγκεκριμένα μέτρα του κανονισμού 1051/2001 δεν ήταν ακόμη γνωστά. Πράγματι, η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε τα σχετικά περιβαλλοντικά μέτρα και δεν αμφισβητεί ότι τα μέτρα αυτά ήταν αμέσως εφαρμοστέα. Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν ήδη το αντικείμενο επαρκών ελέγχων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ήταν όντως εφαρμοστέα. Αφού λοιπόν είχε αποφασίσει να λάβει τα μέτρα αυτά προς εφαρμογή του κανονισμού 1051/2001 ήδη από την περίοδο εμπορίας 2001/2002, όφειλε, κατά συνέπεια, να ελέγχει την εκ μέρους των παραγωγών βαμβακιού τήρησή τους. Ακόμη, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού (EK) 1398/2002 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2002, που καθορίζει, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2001/2002, την πραγματική παραγωγή μη εκκοκκισμένου βάμβακος στην Ελλάδα καθώς και την προκύπτουσα μείωση της τιμής στόχου και προβλέπει, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2001/2002, τις εξαιρέσεις από ορισμένους κανόνες διαχείρισης και χορήγησης της ενίσχυσης στην Ελλάδα (ΕΕ L 203, σ. 24), προκύπτει ότι οι ίδιες οι ελληνικές αρχές έκριναν ότι η τήρηση των περιβαλλοντικών μέτρων που προβλέπονταν στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1051/2001 αποτελούσε κριτήριο επιλεξιμότητας όσον αφορά την είσπραξη της ενισχύσεως για την περίοδο εμπορίας 2001/2002.

138    Επιπλέον, το ζήτημα του ελέγχου των περιβαλλοντικών μέτρων για την προ της 1ης Σεπτεμβρίου 2001 περίοδο αφορά μόνον την περίοδο εμπορίας 2001/2002 και αποτελεί, επομένως, απλώς ένα μέρος της σχετικής με τα περιβαλλοντικά μέτρα αιτιάσεως στην οποία στηρίζεται η κατ’ αποκοπή διόρθωση, που αφορά επίσης την περίοδο εμπορίας 2002/2003.

139    Τέλος, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, χωρίς όμως να προβάλλει αποδεικτικά στοιχεία, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι σχετικοί με τα περιβαλλοντικά μέτρα έλεγχοι ήταν βασικοί έλεγχοι υπό την έννοια του παραρτήματος 2 του εγγράφου VI/5330/97. Πράγματι, οι έλεγχοι αυτοί αφορούν τις επιτόπιες και διοικητικές επαληθεύσεις που ήταν αναγκαίες προς εξακρίβωση ουσιαστικών στοιχείων, σχετικών εν προκειμένω με την επιφάνεια παραγωγής, τον καθορισμό μέγιστης αποδόσεως και την τήρηση των ορθών πρακτικών που προέβλεψε η Ελληνική Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001.

140    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, που στηρίζεται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τον επιτόπιο έλεγχο των εκτάσεων

141    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την καθυστερημένη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων. Υποστηρίζει ότι οι κανονισμοί 1051/2001 και 1591/2001 δεν προβλέπουν προθεσμία προς διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων στο 5 % των σχετικών εκτάσεων, καθόσον η ημερομηνία της 15ης Νοεμβρίου ορίστηκε ως χρονικό όριο μόλις από το έτος 2003 με τον κανονισμό 1486/2002. Κατ’ αυτήν, καίτοι ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται σε πρόσφορο χρόνο, ήτοι σε τέτοια χρονική περίοδο που να μπορεί να διαπιστωθεί ότι η ελεγχόμενη έκταση έχει σπαρεί με βαμβάκι, ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργείται όταν το στέλεχος της βαμβακιάς εξακολουθεί να υφίσταται στον αγρό, δηλαδή τον Αύγουστο, τον Οκτώβριο ή ακόμα και τον Ιανουάριο ή μέχρι την άνοιξη που γίνεται η επόμενη σπορά. Προσθέτει ότι η βάση δεδομένων των επιτόπιων ελέγχων δεν περιελάμβανε ημερομηνία, διότι τούτο δεν επιβαλλόταν από τους κανονισμούς. Υπογραμμίζει ότι τα σχετικά πρακτικά αναφέρουν την ημερομηνία διεξαγωγής τους, ότι εξ αυτού συνάγεται ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν κυρίως στο διάστημα μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου και ότι ελάχιστοι έλεγχοι εκτείνονται πέραν της χρονικής αυτής περιόδου.

142    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1591/2001, η ακρίβεια των δηλώσεων των εκτάσεων βαμβακιού εξακριβώνεται με επιτόπιο έλεγχο.

143    Όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Δημοκρατία, πριν από τις 23 Αυγούστου 2002, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1486/2002, που προβλέπει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται το αργότερο μέχρι τις 15 Νοεμβρίου της οικείας περιόδου εμπορίας, ο κανονισμός 1591/2001 δεν προέβλεπε προθεσμία για τη διεξαγωγή των ελέγχων αυτών. Επομένως, η ως άνω προθεσμία της 15ης Νοεμβρίου ίσχυε από την περίοδο εμπορίας 2002/2003.

144    Για την περίοδο εμπορίας 2001/2002, οι έλεγχοι αυτοί, εντούτοις, έπρεπε να διαξάγονται σε πρόσφορο χρόνο, όπως παραδέχεται η Ελληνική Δημοκρατία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 196), ήτοι σε χρόνο δυνάμενο να προσδιορισθεί επακριβώς και διασφαλίζοντα ότι η ελεγχόμενη έκταση είχε σπαρεί με βαμβάκι, άρα πριν από τη συγκομιδή ή κατά τη διάρκειά της.

145    Εν προκειμένω, στις 22 Ιανουαρίου 2008, κατόπιν προσκλήσεως του οργάνου συμβιβασμού, οι ελληνικές αρχές παρέσχαν στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες πραγματοποιήσεως των επιτόπιων ελέγχων. Ωστόσο, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, τα στοιχεία αυτά δεν παρείχαν τη δυνατότητα διαπιστώσεως της χρονολογικής κατανομής των επιτόπιων ελέγχων και δεν περιελάμβαναν αξιόπιστες ενδείξεις περί της αναλογίας των καθυστερημένων ελέγχων. Επιπλέον, ορισμένες ημερομηνίες δεν φαίνονταν να είναι ορθές και ορισμένοι έλεγχοι ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένοι (μετά τον Ιανουάριο) για πέντε νομούς το 2001/2002 και επτά νομούς το 2002.

146    Κατά τη νομολογία (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 51), στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον λεπτομερή και πλήρη απόδειξη περί του αληθούς χαρακτήρα των ελέγχων του και, ενδεχομένως, περί της ανακρίβειας όσων διατείνεται η Επιτροπή.

147    Η Ελληνική Δημοκρατία, αφού εξέθεσε ότι δεν υπήρχε ένδειξη ημερομηνίας στη βάση δεδομένων των επιτόπιων ελέγχων, προσκόμισε ημερομηνίες ελέγχων από τις οποίες προκύπτουν, αφενός, ορισμένες ανακρίβειες (μερικές ημερομηνίες αναφέρουν τα έτη 1901 ή 1902) και, αφετέρου, ότι οι ημερομηνίες των ελέγχων είναι ενίοτε μεταγενέστερες του μηνός Ιανουαρίου της σχετικής περιόδου εμπορίας.

148    Συναφώς, έστω και αν το στέλεχος της βαμβακιάς μπορεί να αποδείξει το υποστατό μιας καλλιέργειας βαμβακιού, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ούτε τα ακριβή όρια των αγροτεμαχίων ούτε η απόδοσή τους μπορούσαν να προσδιοριστούν με βεβαιότητα βάσει των ως άνω στελεχών της βαμβακιάς. Η προθεσμία για την πραγματοποίηση των επιτόπιων ελέγχων προσδιορίστηκε εξάλλου στις 15 Νοεμβρίου της σχετικής περιόδου εμπορίας με τον κανονισμό 1486/2002.

149    Ακόμη, η Ελληνική Δημοκρατία επισυνάπτει, στο παράρτημα 2 του υπομνήματος απαντήσεως, στοιχεία που βεβαιώνουν ότι η πλειονότητα των ελέγχων διενεργήθηκε μέχρι τον Νοέμβριο για τις δύο περιόδους εμπορίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει, εντούτοις, ότι τα στοιχεία αυτά δεν της είχαν διαβιβαστεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από τις απαντήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας σε ένα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας και στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το κύρος, όμως, αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν εξέδωσε τη σχετική απόφαση (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2011, T‑232/08, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 54 και 55, και της 14ης Φεβρουαρίου 2012, T‑267/06, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 έως 48· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑333/07, Regie Networks, Συλλογή 2008, σ. I‑10807, σκέψη 81). Επομένως, τα στοιχεία αυτά που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς εκτίμηση του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως.

150    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής επ’ αυτού είναι εσφαλμένες. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το ζήτημα των καθυστερημένων ελέγχων αποτελεί απλώς μία από τις σχετικές με τους βασικούς ελέγχους αιτιάσεις στις οποίες στηρίζεται η κατ’ αποκοπή διόρθωση (βλ. σκέψεις 101 έως 108 ανωτέρω).

151    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είχε πραγματοποιηθεί ανάλυση κινδύνου και ότι αυτή οδήγησε στον αποκλεισμό ορισμένων ποσοτήτων βαμβακιού άγνωστης προελεύσεως. Η βελτίωση του μηχανογραφημένου συστήματος και ο έλεγχος σε πραγματικό χρόνο των παραδόσεων βαμβακιού στα εκκοκκιστήρια συνέβαλε στη βελτίωση της διαδικασίας επιλογής των δειγμάτων και, επομένως, της αναλύσεως του κινδύνου.

152    Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν κλονίζει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, κατά τις οποίες, για την περίοδο εμπορίας 2001/2002, η ανάλυση του κινδύνου στηριζόταν σε μια τυχαία επιλογή στρωματοποιημένου πληθυσμού, μη προσαρμοσμένη στους κινδύνους που συνδέονται με την επίμαχη περίοδο εμπορίας. Ομοίως, για την περίοδο εμπορίας 2002/2003, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής που συνοψίζονται στις σκέψεις 106 και 108 ανωτέρω.

153    Κατά συνέπεια, το πέμπτο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει επίσης να απορριφθεί.

154    Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αμφισβητούμενη δημοσιονομική διόρθωση 5 % οφείλεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου σκέλους, που στηρίζονται στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως

155    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του παρόντος λόγου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 %, που ήταν υπερδιπλάσια των προγενέστερων διορθώσεων 2 %, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας διότι δεν λαμβάνει υπόψη την καθυστερημένη τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεως στο βαμβάκι το 2001 με τον κανονισμό 1051/2001, που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο, ήτοι στα μέσα της καλλιεργητικής περιόδου. Υπογραμμίζει ότι καμία μεταβατική διάταξη δεν μετρίασε το κόστος του νέου τρόπου υπολογισμού της συνυπευθυνότητας και επικαλείται το υψηλό κόστος των ληφθέντων μέτρων.

156    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνείται να καλύπτει το σύνολο των πραγματοποιούμενων δαπανών όταν διαπιστώνει ότι δεν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου (βλ., ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2000, C‑242/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑3421, σκέψη 122).

157    Εν προκειμένω, προκύπτει ότι οι πλημμέλειες που διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής αφορούν σημαντικά στοιχεία του συστήματος ελέγχου, καθώς και τη διενέργεια ελέγχων, οι οποίοι έχουν θεμελιώδη σημασία για τον προσδιορισμό της κανονικότητας της δαπάνης και, επομένως, ευλόγως συνήχθη ότι ο κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ ήταν σημαντικός.

158    Επομένως, επιβάλλοντας, εν προκειμένω, κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους μόνον 5 % των επίμαχων δαπανών, ενώ οι έλεγχοι των ελληνικών αρχών δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα από την κοινοτική ρύθμιση, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, T‑184/09, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

159    Το επιχείρημα που στηρίζεται στην τροποποίηση που επέφερε ο κανονισμός 1051/2001 δεν κλονίζει την ως άνω διαπίστωση. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι οι υποχρεώσεις που αφορούν το ΟΣΔΕ και τους επιτόπιους ελέγχους εκτάσεων περιλαμβάνονταν στην προηγούμενη κανονιστική ρύθμιση (βλ. σκέψη 113 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 1051/2001 δεν τροποποίησε τα στοιχεία σχετικά με τα οποία διαπιστώθηκαν πλημμέλειες εν προκειμένω. Επιπλέον, όπως σημειώθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω), εφόσον αποφάσισε να λάβει περιβαλλοντικά μέτρα προς εφαρμογή του κανονισμού 1051/2001 ήδη από την περίοδο εμπορίας 2001/2002, η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να ελέγχει την εκ μέρους των παραγωγών βαμβακιού τήρησή τους.

160    Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στην τροποποίηση του καθεστώτος αυτού πρέπει να απορριφθεί.

161    Τέλος, το κόστος των ληφθέντων μέτρων λόγω του νέου αυτού κανονισμού δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν και, επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς εκτίμηση του αν η επίμαχη δημοσιονομική διόρθωση ήταν ή όχι δυσανάλογα υψηλή.

162    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου αυτού σκέλους δεν αποδεικνύουν ότι η διόρθωση αυτή είχε δυσανάλογα μεγάλο ύψος.

163    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε βελτιώσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 2002 και 2003 και ότι η διόρθωση για την εν λόγω περίοδο έπρεπε, επομένως, να είναι χαμηλότερη από εκείνη που επιβλήθηκε στο πλαίσιο της περιόδου μεταξύ 2001 και 2002.

164    Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι η Επιτροπή διαπίστωσε στο έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2004 βελτιώσεις όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2002/2003, οι υπηρεσίες της Επιτροπής επίσης διαπίστωσαν, στο ίδιο έγγραφο, πλημμέλειες όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους εκτάσεων και το ΟΣΔΕ, κάνοντας λόγο για σοβαρές εκ πρώτης όψεως ελλείψεις. Οι ως άνω πλημμέλειες προκύπτουν επίσης από τη συνοπτική έκθεση.

165    Επομένως, βάσει και μόνον του στοιχείου ότι διαπιστώθηκαν βελτιώσεις δεν μπορεί η Ελληνική Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι το ποσοστό διορθώσεως 5 % έπρεπε να είναι χαμηλότερο.

166    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % των σχετικών δαπανών ήταν δυσανάλογα μεγάλου ύψους.

167    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος, σχετικά με την κατ’ αποκοπή διόρθωση στον τομέα του βαμβακιού, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.     Επί του έκτου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοοειδών και των πριμοδοτήσεων εκτατικοποιήσεως

 Η κοινοτική ρύθμιση

168    Ο κανονισμός (EK) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 160, σ. 21), διέπει τη χορήγηση πριμοδοτήσεων στον τομέα αυτό.

 Οι έλεγχοι

169    Ο κανονισμός 3508/92 προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος δημιουργεί ένα ΟΣΔΕ σχετικό με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων. Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη του, η διαχείριση των συλλεγόμενων στοιχείων και η επεξεργασία τους προς επαλήθευση των αιτήσεων για ενισχύσεις απαιτούν τη δημιουργία αξιόπιστων μηχανογραφημένων βάσεων δεδομένων που επιτρέπουν ιδίως διασταυρωτικούς ελέγχους.

170    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει, ιδίως, ότι κάθε κράτος μέλος δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο ΟΣΔΕ το οποίο εφαρμόζεται στα καθεστώτα πριμοδότησης και πληρωμών υπέρ των παραγωγών βοείου κρέατος.

171    Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 3508/92, το ολοκληρωμένο σύστημα περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία, ιδίως μια μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, ένα σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των ζώων, αιτήσεις ενίσχυσης και ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου. Το άρθρο 3 του κανονισμού 3508/92 προβλέπει ιδίως ότι, στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων καταγράφονται, για κάθε γεωργική εκμετάλλευση, τα στοιχεία που προέρχονται από τις αιτήσεις ενίσχυσης.

172    Κατά το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, το κράτος μέλος προβαίνει σε διοικητικό έλεγχο των αιτήσεων ενίσχυσης και οι διοικητικοί έλεγχοι συμπληρώνονται από επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται δειγματοληπτικά σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

173    Όσον αφορά τους ελέγχους αυτούς, το άρθρο 15 του κανονισμού (EK) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ΟΣΔΕ για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 3508/92 (ΕΕ L 327, σ. 11), προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για την παροχή των ενισχύσεων.»

174    Το άρθρο 16 του κανονισμού 2419/2001 ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι διοικητικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 3508/92 περιλαμβάνουν ιδίως:

α)      διασταυρούμενους ελέγχους στα δηλωθέντα αγροτεμάχια και ζώα, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη πολλαπλή χορήγηση της ίδιας ενίσχυσης για το ίδιο ημερολογιακό έτος ή την ίδια περίοδο εμπορίας και να προλαμβάνεται η αδικαιολόγητη σώρευση ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει κοινοτικών καθεστώτων ενίσχυσης που προϋποθέτουν δηλώσεις εκτάσεων·

β)      διασταυρούμενους ελέγχους με τη βοήθεια της μηχανογραφημένης βάσης δεδομένων, για να επαληθεύεται η επιλεξιμότητα για την ενίσχυση.»

175    Το άρθρο 25 του κανονισμού 2419/2001 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλα τα ζώα για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις ενίσχυσης δυνάμει των καθεστώτων ενίσχυσης που ελέγχονται και, στην περίπτωση ελέγχων των καθεστώτων ενίσχυσης για βοοειδή, επίσης τα βοοειδή για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση.

2.      Οι επιτόπιοι έλεγχοι περιλαμβάνουν ιδίως:

α)      έλεγχο για να εξακριβωθεί ότι ο συνολικός αριθμός των ζώων που βρίσκονται στην εκμετάλλευση, για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις, ή ο αριθμός των βοοειδών για τα οποία δεν έχουν υποβληθεί αιτήσεις, αντιστοιχεί προς τον αριθμό των ζώων που είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα και, στην περίπτωση των βοοειδών, προς τον αριθμό των ζώων που έχουν δηλωθεί στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων·

β)      σε σχέση με τα καθεστώτα ενισχύσεων για τα βοοειδή, ελέγχους

–        της ορθότητας των εγγραφών στο μητρώο και των δηλώσεων στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων βάσει δείγματος [δειγματοληπτικά] των δικαιολογητικών εγγράφων, όπως τα τιμολόγια αγορών και πωλήσεων, τα πιστοποιητικά σφαγής, τα κτηνιατρικά πιστοποιητικά και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα διαβατήρια, σε σχέση με τα ζώα για τα οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις ενίσχυσης κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο·

–        του ότι οι πληροφορίες που τηρούνται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων αντιστοιχούν στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο μητρώο, βάσει δείγματος [δειγματοληπτικά], σε σχέση με τα ζώα, για τα οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις ενίσχυσης κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο·

–        του ότι όλα τα ζώα που είναι παρόντα στην εκμετάλλευση και τα οποία ακόμη διανύουν το διάστημα υποχρεωτικής κατοχής είναι επιλέξιμα για την ενίσχυση που ζητείται·

–        του ότι όλα τα βοοειδή τα οποία βρίσκονται στην εκμετάλλευση αναγνωρίζονται με τη βοήθεια ενωτίων και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, έχουν ταυτοποιηθεί με διαβατήρια και έχουν εγγραφεί στο μητρώο και έχουν δεόντως δηλωθεί στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται ατομικά σε κάθε ένα αρσενικό βοοειδές που διανύει ακόμη το διάστημα υποχρεωτικής κατοχής, για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ειδικής πριμοδότησης για το βόειο κρέας, με εξαίρεση τις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού […] 1254/1999. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο έλεγχος της ορθής εγγραφής στο διαβατήριο ζώου και της δήλωσης στη βάση δεδομένων μπορούν να γίνουν βάσει δείγματος [δειγματοληπτικά]·

[…]».

 Η πριμοδότηση σφαγής

176    Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ένας παραγωγός που διατηρεί βοοειδή στην εκμετάλλευσή του μπορεί να δικαιούται, κατόπιν αιτήσεως, πριμοδότησης σφαγής. Η πριμοδότηση αυτή χορηγείται κατά τη σφαγή των επιλέξιμων ζώων ή κατά την εξαγωγή τους σε τρίτη χώρα και εντός εθνικών ανώτατων ορίων που θα καθοριστούν.

Για την πριμοδότηση σφαγής είναι επιλέξιμα:

α)      οι ταύροι, τα βόδια, οι αγελάδες και οι δαμαλίδες από την ηλικία των οκτώ μηνών·

β)      οι μόσχοι ηλικίας τουλάχιστον ενός μηνός και το πολύ επτά μηνών και βάρους σφαγίου το πολύ 160 χιλιογράμμων,

εφόσον έχουν διατηρηθεί από τον παραγωγό επί διάστημα που θα καθοριστεί.»

177    Το άρθρο 26 του κανονισμού 2419/2001 προβλέπει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά την ειδική πριμοδότηση για το βόειο κρέας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού […] 1254/1999 και την πριμοδότηση σφαγής σύμφωνα με το άρθρο 11 του ίδιου κανονισμού, διενεργούνται επιτόπιοι έλεγχοι και στα σφαγεία. Στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη πραγματοποιούν επιτόπιους ελέγχους:

α)      είτε στο 30 % τουλάχιστον των σφαγείων και έχουν επιλεγεί βάσει ανάλυσης κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή, οι έλεγχοι καλύπτουν δείγμα ίσο με το 5 % του συνολικού αριθμού των βοοειδών που έχουν σφαγεί στο συγκεκριμένο σφαγείο κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο·

β)      είτε στο 20 % τουλάχιστον εκείνων των σφαγείων, τα οποία έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων σύμφωνα με ιδιαίτερα κριτήρια αξιοπιστίας που καθορίζονται από τα κράτη μέλη και έχουν επιλεγεί βάσει ανάλυσης κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή, οι έλεγχοι καλύπτουν δείγμα ίσο με το 2 % του συνολικού αριθμού των βοοειδών που έχουν σφαγεί στο συγκεκριμένο σφαγείο κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο.

Οι εν λόγω επιτόπιοι έλεγχοι περιλαμβάνουν εκ των υστέρων εξέταση των εγγράφων, σύγκριση με τα στοιχεία της μηχανογραφημένης βάσης δεδομένων και ελέγχους των περιλήψεων που αφορούν τα πιστοποιητικά σφαγής (ή αντίστοιχες πληροφορίες) που έχουν αποσταλεί στα άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2342/1999.

2.      Οι επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία περιλαμβάνουν φυσικούς ελέγχους των διαδικασιών σφαγής που πραγματοποιούνται την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου βάσει δείγματος [δειγματοληπτικά]. Εφόσον είναι αναγκαίο, ελέγχεται κατά πόσον τα σφάγια που προσκομίζονται για ζύγιση είναι επιλέξιμα για ενίσχυση.»

178    Ο κανονισμός (EK) 2342/1999 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1999, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1254/1999, προβλέπει ιδίως, στο άρθρο 37, όπως τροποποιήθηκε [κανονισμός (EK) 1042/2000 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2000 (ΕΕ L 118, σ. 4)], ότι η πριμοδότηση καταβάλλεται στον παραγωγό ο οποίος έχει διατηρήσει στην εκμετάλλευσή του το ζώο κατά τη διάρκεια ελάχιστης περιόδου δύο μηνών, η οποία λήγει τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη σφαγή ή λήγει τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την εξαγωγή του ζώου και ότι, για τους μόσχους που σφάζονται πριν από την ηλικία των τριών μηνών, η περίοδος διατήρησης είναι ένας μήνας.

 Η ενίσχυση εκτατικοποιήσεως

179    Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 ορίζει τα ακόλουθα:

«Στους παραγωγούς που λαμβάνουν ειδική πριμοδότηση ή/και πριμοδότηση θηλάζουσας αγελάδας είναι δυνατόν να χορηγείται ενίσχυση εκτατικοποίησης.»

180    Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η ενίσχυση εκτατικοποιήσεως ισούται προς 100 ευρώ ανά χορηγούμενη ειδική πριμοδότηση και πριμοδότηση θηλάζουσας αγελάδας, υπό την προϋπόθεση ότι, για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος, ο δείκτης πυκνότητας της συγκεκριμένης εκμετάλλευσης δεν υπερβαίνει τις 1,4 μονάδες μεγάλων ζώων (ΜΜΖ) ανά εκτάριο (με την επιφύλαξη καθορισμού μικρότερων ποσών από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού).

181    Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999, ο δείκτης πυκνότητας εκφράζεται σε αριθμό ΜΜΖ, σε σχέση με τη διαθέσιμη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση της εκμετάλλευσης που διατίθεται για τη διατροφή των ζώων της εκμετάλλευσης.

182    Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1254/1999, για τον καθορισμό του δείκτη πυκνότητας στην εκμετάλλευση λαμβάνονται υπόψη:

«[…]

α)      τα αρσενικά βοοειδή, οι θηλάζουσες αγελάδες και δαμαλίδες, τα αιγοπρόβατα για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις πριμοδότησης, καθώς και οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής που χρειάζονται για την παραγωγή της συνολικής ποσότητας αναφοράς γάλακτος του παραγωγού. Ο αριθμός των ζώων μετατρέπεται σε ΜΜΖ βάσει του πίνακα μετατροπής του παραρτήματος III·

β)      ως καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση νοείται η έκταση της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για την εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων. Στην έκταση αυτή δεν περιλαμβάνονται:

–        οι κτιριακές εγκαταστάσεις, τα δάση, οι λίμνες, οι δρόμοι,

–         οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για άλλες καλλιέργειες επιλέξιμες για κοινοτική ενίσχυση ή για μόνιμες καλλιέργειες ή για καλλιέργειες κηπευτικών, εξαιρουμένων των μόνιμων λειμώνων για τους οποίους πραγματοποιούνται πληρωμές για εκτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού και σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού […] 1255/1999,

–        οι εκτάσεις που υπάγονται στο καθεστώς στήριξης που προβλέπεται για τους παραγωγούς ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών ή χρησιμοποιούνται για το καθεστώς ενίσχυσης για τις ξηρές χορτονομές ή υπάγονται σε εθνικό ή κοινοτικό πρόγραμμα προσωρινής παύσης της καλλιέργειας.

Η καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση περιλαμβάνει τις εκτάσεις που χρησιμοποιούνται από κοινού και τις εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μεικτές καλλιέργειες.»

183    Το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1254/1999 ορίζει τα ακόλουθα:

«κατά παρέκκλιση του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο α), ο δείκτης πυκνότητας της εκμετάλλευσης προσδιορίζεται λαμβανομένων υπόψη των αρσενικών βοοειδών, των αγελάδων και των δαμαλίδων που υπάρχουν στην εκμετάλλευση κατά το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος, καθώς και των αιγοπροβάτων για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις πριμοδότησης για το ίδιο ημερολογιακό έτος. Ο αριθμός των ζώων μετατρέπεται σε ΜΜΖ βάσει του πίνακα μετατροπής του παραρτήματος III».

184    Το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/1999 προβλέπει ότι, προκειμένου να ελεγχθεί ότι ο αριθμός των ζώων που υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1254/1999 τηρεί τους δείκτες πυκνότητας που καθορίζονται από τον εν λόγω κανονισμό, τα κράτη μέλη καθορίζουν κάθε έτος τουλάχιστον πέντε ημερομηνίες καταμετρήσεως των ζώων και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

185    Η καταμέτρηση των ζώων στις ημερομηνίες αυτές μπορεί να γίνεται, κατ’ επιλογή των κρατών μελών, με μια από τις δύο μεθόδους που προβλέπει το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/1999. Κατά την πρώτη μέθοδο, το κράτος μέλος ζητεί από τον παραγωγό να δηλώσει, με βάση το μητρώο του σταύλου, πριν από την ημερομηνία που θα καθορισθεί από το κράτος μέλος τον αριθμό των ΜΜΖ ή τον αριθμό των ζώων κάθε μιας από τις δύο κατηγορίες βοοειδών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 1254/1999 (ήτοι, αφενός, της κατηγορίας των αρσενικών βοοειδών και των δαμαλίδων άνω των 24 μηνών, των θηλαζουσών αγελάδων και των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής και, αφετέρου, εκείνης των αρσενικών βοοειδών και των δαμαλίδων 6 έως 24 μηνών). Η δεύτερη μέθοδος, που προορίζεται μόνο για τα κράτη μέλη τα οποία έχουν μηχανογραφημένη βάση δεδομένων σύμφωνη προς τον κανονισμό (EK) 820/97 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1997, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας (ΕΕ L 117, σ. 1), και τα οποία εκτιμούν ότι η εν λόγω βάση δεδομένων παρέχει τα απαιτούμενα εχέγγυα ακριβείας όσον αφορά την εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων εκτατικοποιήσεως, συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στη βάση αυτή προς προσδιορισμό του αριθμού των ΜΜΖ.

186    Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 2342/1999, στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος αποφασίζει ότι οι ημερομηνίες καταμετρήσεως είναι όλες οι μέρες του έτους, μπορεί να προβλέψει ότι ο υπολογισμός του δείκτη πυκνότητας πραγματοποιείται pro rata temporis της διάρκειας παρουσίας των ζώων.

187    Το άρθρο 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 2342/1999 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, το κράτος μέλος μπορεί να δώσει στον παραγωγό τη δυνατότητα να επιλέξει ένα απλουστευμένο καθεστώς.

Στην περίπτωση αυτή ο παραγωγός πρέπει να αναγράφει στην αίτηση ενισχύσεως “εκτάσεις”:

α)      ότι δηλώνει ότι έχει τηρήσει κάθε μέρα τον ανώτατο δείκτη πυκνότητας που καθορίζεται στο άρθρο 13 του κανονισμού [...] 1254/1999 έως την ημέρα υποβολής της αίτησης ενίσχυσης “εκτάσεις”,

και

β)      ότι δεσμεύεται να τηρήσει κάθε μέρα τον εν λόγω δείκτη πυκνότητας μεταξύ της ημέρας υποβολής της αίτησης ενίσχυσης “εκτάσεις” και της 31ης Δεκεμβρίου.

[…]

Η δήλωση και η δέσμευση που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο υπόκεινται στις διατάξεις ελέγχου και στις κυρώσεις που προβλέπονται από το ολοκληρωμένο σύστημα.

[…]»

 Η συνοπτική έκθεση

188    Στο πλαίσιο των ερευνών με τα στοιχεία ΑΡ/2003/09a, ΑΡ/2003/11, ΑΡ/2004/04 και ΑΡ/2005/05, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ελλάδα, αντιστοίχως τον Μάιο του 2003, τον Σεπτέμβριο του 2003, τον Μάρτιο του 2004 και τον Απρίλιο του 2005. Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95 διατυπώθηκαν, αντιστοίχως, με τα έγγραφα της 19ης Σεπτεμβρίου 2003, της 22ας Ιανουαρίου 2004, της 5ης Αυγούστου 2004 και της 29ης Ιουλίου 2005. Την 1η Οκτωβρίου 2004 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη όσον αφορά τις δύο πρώτες έρευνες, στις 11 Μαρτίου 2005 άλλη σύσκεψη όσον αφορά την τρίτη έρευνα και στις 7 Ιουνίου 2006 άλλη σύσκεψη όσον αφορά την τέταρτη έρευνα. Η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές τα πρακτικά των ως άνω συσκέψεων αντιστοίχως στις 30 Νοεμβρίου 2004, στις 22 Ιουνίου 2005 και στις 22 Σεπτεμβρίου 2006. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν, αντιστοίχως, στις 28 Δεκεμβρίου 2004, στις 21 Ιουλίου 2005 και στις 20 Οκτωβρίου 2006. Στις 3 Μαΐου 2007 η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στις ελληνικές αρχές για τις τέσσερις έρευνες.

189    Κατόπιν της γνώμης του οργάνου συμβιβασμού της 8ης Ιανουαρίου 2008 και μετά από ορισμένες πληροφορίες που παρέσχαν οι ελληνικές αρχές, η Επιτροπή γνωστοποίησε την τελική της θέση της 16ης Ιουνίου 2008, η οποία επαναλαμβάνεται στη συνοπτική έκθεση.

190    Πρώτον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις βοοειδών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν πλημμέλειες στον τομέα των διασταυρωτικών και των επιτόπιων ελέγχων.

191    Όσον αφορά, αφενός, τους διασταυρωτικούς ελέγχους (βλ. σκέψεις 169 και 174 ανωτέρω), από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, κατά την περίοδο 2002, οι μηχανογραφημένοι διασταυρωτικοί έλεγχοι μεταξύ της βάσεως δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως και της βάσεως δεδομένων των αιτήσεων πριμοδοτήσεων χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα ως διοικητικοί έλεγχοι. Μολονότι το σύστημα αυτό κρίθηκε ότι συνιστά πρόοδο, η εφαρμογή του χαρακτηρίστηκε ως μη ικανοποιητική. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι ουσιώδη κριτήρια επιλεξιμότητας δεν είχαν αποτελέσει το αντικείμενο διασταυρωτικών ελέγχων το 2002. Κατά συνέπεια, υφίστατο κίνδυνος να ληφθούν υπόψη για τις σχετικές πληρωμές ζώα μη επιλέξιμα. Επιπλέον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι υφίσταντο ορισμένες ανωμαλίες (έλλειψη καταχωρίσεως ή μη ορθή καταχώριση στη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως) όσον αφορά μεγάλο αριθμό ζώων για τα οποία ζητείτο ενίσχυση και έκριναν ότι οι πολυάριθμες μεταβολές της βάσεως δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως χωρίς δικαιολογητικά έγγραφα επηρέαζαν την επιλεξιμότητα όλων των ζώων που είχαν αποτελέσει το αντικείμενο αιτήσεως ενισχύσεως. Σημειώθηκε επίσης ότι οι ελληνικές αρχές δεν ήταν σε θέση να παράσχουν αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των ζώων για τα οποία είχαν διαπιστωθεί ανωμαλίες, μαζί με έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη μεταβολή της σχετικής καταχωρίσεώς τους. Επομένως, υπήρχε κίνδυνος οι αδικαιολόγητες μεταβολές του συστήματος να έχουν ως αποτέλεσμα υπερβολικές πληρωμές.

192    Όσον αφορά, αφετέρου, τους επιτόπιους ελέγχους, αυτοί κρίθηκαν ως ανεπαρκούς ποιότητας. Ειδικότερα, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι οι εν λόγω έλεγχοι αποκάλυψαν πολλά κενά και ότι αυτοί δεν ήταν σύμφωνοι προς το άρθρο 25 του κανονισμού 2419/2001 (βλ. σκέψη 175 ανωτέρω). Ειδικότερα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν την ανυπαρξία ελέγχου των ζώων για τα οποία δεν είχε υποβληθεί αίτηση ενισχύσεως, την έλλειψη επαληθεύσεως των δικαιολογητικών εγγράφων και των πληροφοριών που αφορούσαν τα ζώα για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ενισχύσεως κατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνταν του ελέγχου, την έλλειψη ελέγχου του τόπου στον οποίο βρίσκονταν τα ζώα, την ανεπαρκή επαλήθευση των εγγράφων ελέγχου και της κατηγορίας στην οποία υπάγονταν τα ελεγχόμενα ζώα, καθώς και τις δυσχέρειες όσον αφορά τη σύγκριση με τα αποτελέσματα προηγούμενων ελέγχων.

193    Ακόμη, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκαναν λόγο περί της ανυπαρξίας επιτόπιου ελέγχου των ζώων για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση πριμοδοτήσεως σφαγής. Συναφώς, το όργανο συμβιβασμού πρότεινε επανεξέταση της προταθείσας διορθώσεως, υπογραμμίζοντας την περιορισμένη αξία των επιτόπιων ελέγχων προκειμένου περί της πριμοδοτήσεως σφαγής, διότι, για τα βοοειδή που σφάζονταν, οι σημαντικότεροι έλεγχοι είναι εκείνοι που πραγματοποιούνται στα σφαγεία και οι έλεγχοι ex post των μητρώων του γεωργού.

194    Η Επιτροπή ενέμεινε ωστόσο στην άποψή της, επειδή ο συνδυασμός διαφόρων πλημμελειών είχε επιπτώσεις επί των βασικών ελέγχων που πραγματοποιούνταν για όλες τις πριμοδοτήσεις βοοειδών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η πριμοδότηση σφαγής. Κατ’ αυτήν, η ανυπαρξία επιτόπιων ελέγχων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις για τις πριμοδοτήσεις σφαγής αποτελεί επιπρόσθετο κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ όσον αφορά το καθεστώς αυτό, ο οποίος δεν μπορεί να αντισταθμιστεί πλήρως με τη διενέργεια ελέγχων στο σφαγείο και με διοικητικούς ελέγχους (οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να διενεργούνται στο πλαίσιο οποιουδήποτε συστήματος ελέγχου πριμοδοτήσεων σφαγής), καθόσον μάλιστα οι διενεργηθέντες έλεγχοι στα σφαγεία κατά τη διάρκεια της έρευνας AP/2003/09 αποκάλυψαν σημαντικές πλημμέλειες. Δέχθηκε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις είναι λιγότερο καθοριστικοί σε σχέση με άλλα καθεστώτα ενισχύσεων και είναι συνήθως έλεγχοι εγγράφων μόνο, πράγμα το οποίο εξηγεί το ότι το ποσοστό διορθώσεως για την πριμοδότηση σφαγής δεν είναι μεγαλύτερο έναντι των άλλων πριμοδοτήσεων βοοειδών.

195    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν επίσης έλλειψη ελέγχων της κατηγορίας στην οποία υπάγονταν τα ζώα και της αναλογίας αγελάδων/δαμαλίδων όσον αφορά την πριμοδότηση θηλάζουσας αγελάδας.

196    Δεύτερον, σχετικά με τις πριμοδοτήσεις εκτατικοποιήσεως, ο ορθός προσδιορισμός της επιλέξιμης επιφάνειας που καλλιεργείται για ζωοτροφές και του αριθμού των ΜΜΖ της γεωργικής εκμεταλλεύσεως λογίζεται ως βασικός έλεγχος. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου του αριθμού των ΜΜΖ δεν ήταν πάντοτε σύμφωνο προς τους προβλεπόμενους κανόνες το 2002 και το 2003 (όσον αφορά είτε τη μέθοδο υπολογισμού pro rata temporis που στηρίζεται στη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως είτε το απλοποιημένο σύστημα που περιλαμβάνει πέντε ημερομηνίες καταμετρήσεως), ενώ δεν εκάλυπτε το 100 % των αιτούντων πέντε φορές κατ’ έτος, όπως είχε προβλέψει η Ελληνική Δημοκρατία, μολονότι είχε σημειωθεί κάποια πρόοδος το 2003 λόγω της αυξημένης χρήσεως της βάσεως δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως. Η κατάσταση θεωρήθηκε ότι σημείωσε ελαφρά βελτίωση το 2003, δεν αποδείχθηκε όμως καμία πραγματική πρόοδος όσον αφορά την καταμέτρηση της επιλέξιμης χρησιμοποιούμενης για ζωοτροφές επιφάνειας για την περίοδο 2002/2003. Όσον αφορά τον προσδιορισμό των ΜΜΖ, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπογράμμισαν ότι η Ελλάδα συνέχισε να εφαρμόζει διαφορετικό σύστημα ελέγχων (το οποίο πιθανώς είχε επηρεαστεί από τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν κατά τους επιτόπιους ελέγχους στην Ελλάδα).

197    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επέβαλε μια κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % για την περίοδο εμπορίας 2002 λόγω των πλημμελειών στους βασικούς ελέγχους όσον αφορά τις κύριες πριμοδοτήσεις βοοειδών και 5 % για την περίοδο εμπορίας 2003, λόγω του ανεπαρκούς αριθμού των ελέγχων των ζώων για τα οποία δεν είχε υποβληθεί αίτηση ενισχύσεως και λόγω πλημμελειών των επιτόπιων ελέγχων, τούτο δε για ολόκληρη την Ελλάδα, καθόσον η ύπαρξη των σχετικών προβλημάτων είχε διαπιστωθεί σε πολλές περιοχές. Βάσει των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν όσον αφορά την ενίσχυση εκτατικοποιήσεως, επιβλήθηκε μια κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % για τις περιόδους εμπορίας 2002 και 2003. Εντούτοις, οι διορθώσεις προσαρμόστηκαν αναλόγως προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διορθώσεις που είχαν ήδη επιβληθεί στο πλαίσιο των ίδιων πιστώσεων του προϋπολογισμού λόγω των καθυστερημένων πληρωμών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

198    Όσον αφορά τον τομέα του βοείου κρέατος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έναν έκτο λόγο, που στηρίζεται στον εσφαλμένο χαρακτήρα των διορθώσεων που επιβλήθηκαν στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοοειδών και της ενισχύσεως εκτατικοποιήσεως, καθώς και σε έλλειψη αιτιολογίας.

199    Καταρχάς, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει την αιτίαση που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προβάλλεται κανένα επιχείρημα που να τη στηρίζει και ότι, εν πάση περιπτώσει, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατέθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω), η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα των βοοειδών κρίνεται εν προκειμένω επαρκής, διότι η Ελληνική Δημοκρατία παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τη διαδικασία καταρτίσεώς της και εγνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμούσε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το σχετικό ποσόν. Επομένως, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

200    Στη συνέχεια, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διορθώσεις που επιβλήθηκαν για τον τομέα των βοοειδών, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανονισμού 1258/1999 και του εγγράφου VI/5330/97, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Κατ’ ουσίαν, αμφισβητεί τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά τους ελέγχους που αφορούσαν, αφενός, τις πριμοδοτήσεις βοοειδών και, αφετέρου, την ενίσχυση εκτατικοποιήσεως.

201    Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω αν η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω), την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

 Επί των ελέγχων στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοοειδών

–       Επί των διασταυρωτικών ελέγχων

202    Η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ότι η διενέργεια των διασταυρωτικών ελέγχων έπασχε από ορισμένα τεχνικά προβλήματα, ιδίως ασυμφωνίες στοιχείων μεταξύ, αφενός, της βάσεως δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως και, αφετέρου, της βάσεως των αιτήσεων ενισχύσεως για τα βοοειδή, λόγω της πολυπλοκότητας του συστήματος που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2002. Παρατηρεί εντούτοις ότι, το 2003, επήλθαν βελτιώσεις στην κτηνιατρική βάση δεδομένων και ότι προστέθηκαν συμπληρωματικοί διασταυρωτικοί έλεγχοι

203    Εντούτοις, αρκεί η διαπίστωση συναφώς ότι η ύπαρξη βελτιώσεων το 2003 δεν αρκεί για να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής εν προκειμένω, οι οποίες συνοψίζονται στη συνοπτική έκθεση, είναι ανακριβείς (βλ. σκέψη 191 ανωτέρω).

204    Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το ποσοστό των ζώων που απορρίφθηκαν το 2003 λόγω των συμπληρωματικών ελέγχων οι οποίοι είχαν προστεθεί στους ελέγχους του 2002 ήταν μόλις 8,04 %, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι η πλειοψηφία των απορριφθέντων ζώων ήταν αποτέλεσμα των ήδη υφισταμένων το 2002 ελέγχων.

205    Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό, που φαίνεται ότι επιβεβαιώνει την ύπαρξη πλημμελειών κατά τους προηγούμενους ελέγχους, δεν αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής.

206    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η έλλειψη ορισμένων βασικών διασταυρωτικών ελέγχων δημιούργησε τον κίνδυνο πληρωμών για μη επιλέξιμα ζώα.

207    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, εξάλλου, ότι δεν υπήρξε κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ. Κατ’ αυτήν, όταν διενεργήθηκαν οι διασταυρωτικοί έλεγχοι για τα έτη 2004 και 2005, ο μηχανογραφικός έλεγχος επεκτάθηκε και στο έτος 2002 και τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συμψηφίστηκαν με την πληρωμή των ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005.

208    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων, εντούτοις, εφόσον αποδειχθεί η παράβαση αυτή, στο κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει ενδεχομένως ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη συγκεκριμένη παράβαση. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής ζημίας, αλλά μπορεί να αρκεστεί να παράσχει σοβαρές ενδείξεις επ’ αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2005, C‑5/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5925, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

209    Εν προκειμένω, όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτήθηκαν διά του συμψηφισμού τους με την καταβολή ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005.

210    Ανταποκρινόμενη σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία εξέθεσε ότι η βάση υπολογισμού των κατ’ αποκοπή διορθώσεων ήταν οι δαπάνες ύψους 182 380 702,09 ευρώ που δήλωσε ο ΟΠΕΚΕΠΕ για την περίοδο 2002/2003 και ότι δεν είχε αφαιρεθεί από αυτές το ποσό των 10,8 εκατομμυρίων ευρώ.

211    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία επιχειρηματολογεί χωρίς να δικαιολογεί το προβαλλόμενο ποσό των 10,8 εκατομμυρίων. Επικαλείται συναφώς τη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού. Όμως, με τη γνώμη του της 8ης Ιανουαρίου 2008, το όργανο συμβιβασμού τόνισε ότι οι ελληνικές αρχές είχαν αναφέρει ότι αναζήτησαν αχρεωστήτως καταβληθείσες για την περίοδο 2002/2003 ενισχύσεις ύψους 10,8 εκατομμυρίων ευρώ και ότι, αν η πληροφορία αυτή ήταν επιβεβαιωμένη και δεν είχε ακόμη ληφθεί υπόψη, θα δικαιολογούσε ανάλογη προσαρμογή του ποσού της διορθώσεως. Επομένως, η ως άνω γνώμη ουδόλως αποδεικνύει ότι το ποσό αυτό είχε πράγματι αναζητηθεί διά συμψηφισμού με την καταβολή ενισχύσεων για τα έτη 2004 και 2005.

212    Ακόμη, η Επιτροπή υπογράμμισε, στην τελική θέση της, ότι έλαβε υπόψη τις επιστροφές ενισχύσεων που είχαν δηλώσει στο ΕΓΤΠΕ οι ελληνικές αρχές κατά τον υπολογισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων. Προσέθεσε ότι έπρεπε να διευκρινιστούν ορισμένες πτυχές, όπως ο τρόπος με τον οποίο είχε πραγματοποιηθεί η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από τους γεωργούς που δεν υπέβαλαν αίτηση ενισχύσεως μετά το 2002. Όμως, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές προσκόμισαν περισσότερο συγκεκριμένες αποδείξεις επ’ αυτού.

213    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε, προσκομίζοντας σχετικά έγγραφα προς στήριξη των επιχειρημάτων της, ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτήθηκαν διά συμψηφισμού με την καταβολή των ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται το βάσιμο της προκείμενης της επιχειρηματολογίας της περί ανυπαρξίας κινδύνου για το ΕΓΤΠΕ.

214    Επομένως, η επιχειρηματολογία σχετικά με τους διασταυρωτικούς ελέγχους είναι αστήρικτη και πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των επιτόπιων ελέγχων

215    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους.

216    Πρώτον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι ως άνω επιτόπιοι έλεγχοι κρίθηκαν ως ανεπαρκούς ποιότητας από την άποψη των διατάξεων του άρθρου 25 του κανονισμού 2419/2001 για πολλούς λόγους (βλ. σκέψη 192 ανωτέρω).

217    Έτσι, τα ζώα για τα οποία δεν υποβλήθηκε αίτηση ενισχύσεως δεν ελέγχθηκαν. Όμως, ένας τέτοιος έλεγχος προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 2419/2001. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είχαν δοθεί σχετικές οδηγίες στους ελεγκτές ήδη από το 2002 και ότι η κατάσταση βελτιώθηκε το 2003 και το 2004. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή δεν αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των σχετικών διαπιστώσεων της Επιτροπής.

218    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν επίσης έλλειψη ελέγχου των δικαιολογητικών εγγράφων. Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται συναφώς ότι επρόκειτο για μεμονωμένες πλημμέλειες, που δεν μπορούν να γενικευθούν όσον αφορά όλη τη χώρα και υποστηρίζει ότι με δευτεροβάθμιους ελέγχους ήταν δυνατόν να εξακριβωθεί αν οι παραγωγοί τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αρκεί για να άρει τις αμφιβολίες της Επιτροπής έναντι της ποιότητας των ελέγχων αυτών.

219    Εξάλλου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν έλλειψη επαληθεύσεως των πληροφοριών που αφορούν ζώα για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ενισχύσεως κατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνταν του ελέγχου. Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται τις εγκυκλίους σχετικά με το καθεστώς πριμοδοτήσεως βοείου κρέατος του 2002 και του 2003, που απεστάλησαν στις αρμόδιες για τους ελέγχους διευθύνσεις, εγκύκλιοι οι οποίες, όπως υπογραμμίζει, διευκρινίζουν τις διατάξεις του άρθρου 25 του κανονισμού 2419/2001. Ομοίως, όσον αφορά τους ελέγχους του τόπου διατηρήσεως των ζώων, που προβλέπονται από το άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι η σχετική εγκύκλιος ορίζει ότι οι παραγωγοί υποχρεούνται να αναφέρουν την ακριβή τοποθεσία του σταύλου τους και, αφετέρου, ότι διασφαλιζόταν ο έλεγχος του τόπου διατηρήσεως των ζώων.

220    Εντούτοις, με τα επιχειρήματα αυτά η Ελληνική Δημοκρατία απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας ανταλλαγής επιχειρημάτων, χωρίς να στηρίζεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων και, επομένως, χωρίς να αίρει τις αμφιβολίες της Επιτροπής επ’ αυτού.

221    Επιπροσθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις δυσχέρειες συγκρίσεως με τα αποτελέσματα των προηγουμένων ελέγχων, διότι οι αρχικώς διαπιστωθείσες διαφορές ήταν ελάχιστες. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν αποδεικνύει ωστόσο τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής.

222    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά την ανεπαρκή ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων από την άποψη των διατάξεων του άρθρου 25 του κανονισμού 2419/2001.

223    Δεύτερον, όσον αφορά ειδικότερα την πριμοδότηση σφαγής, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τα συμπεράσματα της Επιτροπής και υποστηρίζει ότι, από το 2002, διενεργούνταν επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία, σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού 2419/2001 και σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που επιτάσσουν οι εφαρμοστέες διατάξεις.

224    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις επιβλήθηκαν εν προκειμένω λόγω πλημμελειών στη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως και λόγω πλημμελειών στους επιτόπιους ελέγχους. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, οι προηγουμένως διαπιστωθείσες πλημμέλειες σχετικά με τη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως και με τους διασταυρωτικούς ελέγχους (βλ. σκέψεις 202 έως 214 ανωτέρω), καθώς και με τους επιτόπιους ελέγχους (βλ. σκέψεις 215 έως 222 ανωτέρω), αφορούν επίσης τους ελέγχους που διενεργούνταν όσον αφορά ζώα για τα οποία είχαν υποβληθεί αιτήσεις πριμοδοτήσεως σφαγής.

225    Ειδικότερα, η έλλειψη επιτόπιων ελέγχων κρίθηκε, στο πλαίσιο αυτό, ως ιδιαίτερα ανησυχητική όσον αφορά τους γεωργούς που ζητούσαν μόνον πριμοδοτήσεις σφαγής, καθόσον οι μόνοι διενεργούμενοι γι’ αυτούς έλεγχοι ήταν οι διασταυρωτικοί έλεγχοι, που δεν ήταν πλήρως λειτουργικοί, τουλάχιστον για την περίοδο εμπορίας 2002.

226    Επομένως, τα ανωτέρω εκτιθέμενα συμπεράσματα όσον αφορά την ανεπαρκή ποιότητα των ελέγχων στον τομέα των ενισχύσεων για τα βοοειδή ισχύουν και στον τομέα της πριμοδοτήσεως σφαγής. Το γεγονός ότι το άρθρο 26 του κανονισμού 2419/2001 προβλέπει μέτρα ελέγχου αφορώντα, ειδικότερα, τους επιτόπιους ελέγχους στα σφαγεία δεν σημαίνει ότι δεν έχουν εφαρμογή οι επαληθεύσεις που προβλέπονται, ως προς τα καθεστώτα ενισχύσεως για τα βοοειδή, από το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.

227    Στο πλαίσιο αυτό, ακόμα και αν οι έλεγχοι εγγράφων μπορούν να λογίζονται ως αποφασιστικής σημασίας για την πριμοδότηση σφαγής, όπως υπογράμμισε το όργανο συμβιβασμού και όπως παραδέχεται η Επιτροπή, τούτο ουδόλως θέτει εν αμφιβόλω τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω.

228    Επιπλέον, οι επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία περιλαμβάνουν επίσης δειγματοληπτικώς διενεργούμενους ελέγχους, σχετικούς με τις διαδικασίες σφαγής που ακολουθούνταν την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001.

229    Τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν κλονίζουν το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, υποστηρίζει ότι ο ελεγκτής αντιπαραβάλλει την αίτηση σφαγής, η οποία περιλαμβάνει τα ζώα για τα οποία ζητείται πριμοδότηση, καθώς και τους αριθμούς των ενωτίων τους με το μητρώο της οικείας γεωργικής εκμεταλλεύσεως προς εξακρίβωση της τηρήσεως της περιόδου διατηρήσεως των ζώων. Εκθέτει περαιτέρω ότι, μετά από μια εγκύκλιο του 2003, ο έλεγχος μητρώου της γεωργικής εκμεταλλεύσεως προβλέπεται σαφώς για την πριμοδότηση σφαγής.

230    Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να άρουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι έλεγχοι που διενήργησαν οι υπηρεσίες στο λειτουργούν σφαγείο κατά τη διάρκεια της έρευνας AP/2003/09a απεκάλυψαν σημαντικά κενά, που δεν αμφισβητούνται εν προκειμένω.

231    Ομοίως, το γεγονός ότι οι έλεγχοι στα σφαγεία φέρεται ότι διενεργήθηκαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του προβλεπόμενου από τις σχετικές διατάξεις ουδόλως αναιρεί την ποιοτική ανεπάρκειά τους.

232    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η ανυπαρξία επιτόπιων ελέγχων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις για τις πριμοδοτήσεις σφαγής συνιστούσε επιπρόσθετο κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, κίνδυνο που δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί πλήρως με τους ελέγχους στο σφαγείο και με τους διοικητικούς ελέγχους.

233    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας που προβάλλονται προς αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοοειδών, περιλαμβανομένης της πριμοδοτήσεως σφαγής, δεν αποδεικνύουν τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διορθώσεων που επιβλήθηκαν εν προκειμένω.

 Επί των διορθώσεων σχετικά με τις πριμοδοτήσεις εκτατικοποιήσεως

234    Κατά τα άρθρα 12 και 13 του κανονισμού 1254/1999, οι παραγωγοί μπορούν να λάβουν πριμοδότηση εκτατικοποιήσεως μόνον αν η γεωργική τους εκμετάλλευση δεν υπερβαίνει ένα δείκτη πυκνότητας, που καθορίζεται σε συνάρτηση με τον αριθμό ΜΜΖ σε σχέση με τη διαθέσιμη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση που διατίθεται για τη διατροφή των ζώων της γεωργικής εκμεταλλεύσεως. Από αυτό προκύπτει ότι η χορήγηση πριμοδοτήσεως εκτατικοποιήσεως προϋποθέτει τον ακριβή προσδιορισμό, αφενός, της διαθέσιμης για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεως και, αφετέρου, του αριθμού και της κατηγορίας των ζώων στην εκμετάλλευση αυτή.

235    Πρώτον, όσον αφορά τον προσδιορισμό των διαθέσιμων για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεων, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι υφίσταται από το 2002 χαρτογραφική υποδομή και ότι είχε δώσει οδηγίες όσον αφορά την επιλεξιμότητα των εκτάσεων από το 2000, που ελέγχονταν από το πρόγραμμα του ΟΣΔΕ. Επιπλέον, τονίζεται επίσης η ύπαρξη των επιτόπιων ελέγχων.

236    Όμως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι έλεγχοι των διαθέσιμων για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεων κρίθηκαν ανεπαρκείς τόσο για το 2002 όσο και για το 2003. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι ορεινές περιοχές είχαν δηλωθεί εσφαλμένα ως διαθέσιμες για την παραγωγή ζωοτροφών επιλέξιμες εκτάσεις, οι δε ελληνικές αρχές δεν προσκόμισαν αποδείξεις σχετικές με τη βελτίωση των συναφών ελέγχων. Τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και, ειδικότερα, η ύπαρξη σαφών οδηγιών για τους επιτόπιους ελέγχους, ουδόλως αποδεικνύουν τον εσφαλμένο χαρακτήρα των σχετικών διαπιστώσεων για τα επίμαχα έτη.

237    Δεύτερον, όσον αφορά τον έλεγχο των ΜΜΖ, πρέπει να υπομνησθεί ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει, προς εξακρίβωση της τηρήσεως του δείκτη πυκνότητας που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1254/1999, μεταξύ δύο μεθόδων. Η πρώτη προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/1999 (βλ. σκέψεις 185 και 186 ανωτέρω). Η δεύτερη μέθοδος, παρεκκλίνουσα από την πρώτη, προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 2342/1999 (βλ. σκέψη 187 ανωτέρω). Πρόκειται για το απλουστευμένο καθεστώς, το οποίο περιλαμβάνει μια δήλωση και μια δέσμευση του παραγωγού να τηρεί τον μέγιστο δείκτη πυκνότητας. Στην περίπτωση αυτή, έχουν εφαρμογή οι μηχανισμοί ελέγχου και επιβολής κυρώσεων τους οποίους προβλέπει το ολοκληρωμένο σύστημα (κανονισμοί 3508/92 και 2419/2001).

238    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι εφάρμοσε τη μέθοδο του απλουστευμένου καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 2342/1999 και ότι όλοι οι παραγωγοί υπέβαλαν αίτηση ενισχύσεως σύμφωνα με το καθεστώς αυτό. Προσθέτει ότι το καθεστώς το οποίο προβλέπει το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/1999 επέβαλλε μόνον τον έλεγχο του αριθμού των ζώων κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου που προβλέπεται από το ολοκληρωμένο σύστημα και ότι οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε πέντε εβδομαδιαίες περιόδους, διότι ήταν αδύνατη η διεξαγωγή όλων των καταμετρήσεων σε μία ημέρα. Για το 2003, η σχετική καταμέτρηση πραγματοποιήθηκε μέσω της βάσεως δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως και κάλυψε το 100 % των αιτήσεων. Κατά την προσφεύγουσα, δεν υφίστατο κανένας κίνδυνος διπλής καταμετρήσεως των ζώων και ο έλεγχος ήταν αξιόπιστος.

239    Συναφώς, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την εφαρμογή του απλουστευμένου καθεστώτος του άρθρου 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 2342/1999, αρκεί η διαπίστωση ότι οι έλεγχοι των ΜΜΖ στηρίζονταν στους επιτόπιους ελέγχους τους οποίους προέβλεπε το ολοκληρωμένο σύστημα και στη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως του ΟΣΔΕ. Κατά συνέπεια, οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν προηγουμένως σχετικά με τους επιτόπιους ελέγχους (βλ. σκέψεις 216 έως 222 ανωτέρω) και οι ανωμαλίες που εκτίθενται στη συνοπτική έκθεση όσον αφορά τη βάση δεδομένων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως ήταν ικανές να επηρεάσουν τους ελέγχους των ΜΜΖ.

240    Επιπλέον, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επιχειρήματα σχετικά με το καθεστώς του άρθρου 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/1999, τα επιχειρήματά της αυτά πρέπει να απορριφθούν. Πράγματι, υποστηρίζει ότι όρισε πέντε εβδομαδιαίες περιόδους για πρακτικούς λόγους λόγω του αριθμού των εκτατικών καλλιεργειών στην Ελλάδα. Όμως, το σύστημα αυτό δεν είναι σύμφωνο προς το «κανονικό» καθεστώς το οποίο προβλέπει το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/1999, διότι δεν στηρίζεται σε πέντε ημερομηνίες ή ημέρες καταμετρήσεως των ζώων σε διάστημα ενός έτους, αλλά σε πέντε περιόδους επιτόπιων καταμετρήσεων διάρκειας μιας εβδομάδας η καθεμία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑344/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 94).

241    Εξάλλου, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία για να υποστηρίξει και για να αποδείξει ότι η εφαρμογή ενός συστήματος ελέγχου του δείκτη πυκνότητας τον οποίο προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση προσέκρουε σε δυσχέρειες πρακτικής φύσεως στην Ελλάδα. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται δυσχέρειες πρακτικής φύσεως για να δικαιολογούν τη μη διενέργεια κατάλληλων ελέγχων που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C‑28/89, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑581, σκέψη 18, και απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 240 ανωτέρω, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

242    Επομένως, η Επιτροπή δικαίως συνεπέρανε ότι οι έλεγχοι στον τομέα της ενισχύσεως εκτατικοποιήσεως δεν παρείχαν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας. Η διαπίστωση κάποιας βελτιώσεως το 2003 λόγω της αυξημένης χρησιμοποιήσεως των αυτοματοποιημένων διασταυρωτικών ελέγχων των στοιχείων εξακριβώσεως και καταχωρίσεως, που διαπίστωσε η Επιτροπή, κρίθηκε ανεπαρκής για να δικαιολογήσει κάποια διαφοροποίηση μεταξύ 2002 και 2003, ενώ και τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που είχαν προβληθεί ήδη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας με δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων, δεν κλονίζουν το συμπέρασμα αυτό.

243    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή είχε εύλογες και σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την τήρηση από την Ελληνική Δημοκρατία των υποχρεώσεών της στον τομέα του ελέγχου όσον αφορά τις αιτήσεις για πριμοδότηση εκτατικοποιήσεως στο πλαίσιο των ετών 2002 και 2003.

244    Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων ή σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, ο έκτος λόγος, σχετικά με τις πριμοδοτήσεις βοοειδών και εκτατικοποιήσεως, πρέπει να απορριφθεί.

5.     Επί του ενάτου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα του ελαιολάδου

 Η κοινοτική ρύθμιση

245    Η κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα των λιπαρών ουσιών δημιουργήθηκε με τον κανονισμό 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33).

246    Το άρθρο 5 του κανονισμού 136/66, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1638/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 210, σ. 32), προβλέπει μια ενίσχυση στην παραγωγή ελαιολάδου που προορίζεται να συμβάλει στην επίτευξη ενός δικαίου εισοδήματος για τους παραγωγούς. Η ενίσχυση χορηγείται στους ελαιοκαλλιεργητές σε συνάρτηση με την ποσότητα ελαιόλαδου που έχει πράγματι παραχθεί.

247    Το άρθρο 11α του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ιδίως ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιβάλλουν κυρώσεις για τις παραβάσεις του καθεστώτος ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5. Σε περίπτωση παραβάσεως που γνωστοποιείται από τους οργανισμούς ελέγχου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν απόφαση σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί εντός των δώδεκα μηνών που ακολουθούν τη γνωστοποίηση και ενημερώνουν σχετικώς την Επιτροπή.

 Επί των μηχανογραφικών αρχείων

248    Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΟK) 2261/84 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1984, για τον καθορισμό των γενικών κανόνων σχετικά με τη χορήγηση ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιολάδου και στις οργανώσεις παραγωγών ελαιολάδου (ΕΕ L 208, σ. 3), επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος παραγωγής να καταρτίσει και να τηρεί διαρκή μηχανογραφημένα αρχεία ελαιοκομικών στοιχείων.

249    Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 2261/84 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα αρχεία αυτά πρέπει να περιέχουν τουλάχιστον:

α)      όσον αφορά κάθε ελαιοκαλλιεργητή και για κάθε περίοδο για την οποία ο ελαιοκαλλιεργητής αυτός υπέβαλε αίτηση για ενίσχυση:

–        τα στοιχεία που περιέχονταν στη δήλωση καλλιέργειας που προβλέπεται στο άρθρο 3,

–        τις ποσότητες λαδιού που παρήγαγε και για τις οποίες υπέβαλε αίτηση ενίσχυσης στην παραγωγή καθώς και τις ποσότητες για τις οποίες καταβάλλεται η ενίσχυση,

–        τα στοιχεία που προκύπτουν από τους επιτόπιους ελέγχους στους οποίους έχει υποβληθεί ο ελαιοκαλλιεργητής·

β)      όσον αφορά τις οργανώσεις παραγωγών και τις ενώσεις τους, όλα τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση των δραστηριοτήτων τους στα πλαίσια του παρόντος καθεστώτος, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη·

γ)      όσον αφορά τα ελαιοτριβεία και για κάθε περίοδο εμπορίας τα στοιχεία που περιέχονται στα λογιστικά βιβλία υλικού [αποθήκης], τα στοιχεία που αφορούν τον τεχνικό εξοπλισμό και το δυναμικό σύνθλιψης, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποιούνται βάσει του παρόντος κανονισμού·

δ)      τις ενδεικτικές ετήσιες αποδόσεις κάθε ομοιογενούς ζώνης παραγωγής.»

250    Το άρθρο 27 του κανονισμού (EK) 2366/98 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1998, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιόλαδου για τις περιόδους εμπορίας 1998/1999 έως 2004/2005 (ΕΕ L 293, σ. 50), όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα μόνιμα ηλεκτρονικά δελτία ελαιοκομικών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 16 του κανονισμού […] 2261/84 περιλαμβάνουν:

α)      τη βάση αλφαριθμητικών δεδομένων και τη βάση γραφικών αναφοράς του ΣΓΠ που αναφέρονται στα άρθρα 23 και 24, και τα αποτελέσματα των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 25·

β)      το δελτίο των νέων φυτεύσεων που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5 και τα αποτελέσματα των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 29·

γ)      το δελτίο των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους, που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 16, παράγραφος, 2 στοιχείο β΄, του κανονισμού […] 2261/84·

δ)      το δελτίο των ελαιοτριβείων, που περιλαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με τους όρους έγκρισης που αναφέρονται στο άρθρο 7, τη λογιστική αποθήκης που αναφέρεται στο άρθρο 8 και τα αποτελέσματα των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 30·

ε)      το δελτίο των ομοιογενών ζωνών παραγωγής που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6.

2.      Τα δελτία που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εξαιρέσει της βάσης γραφικών αναφοράς, επιτρέπουν τουλάχιστον να συμβουλεύεται κανείς απευθείας και αμέσως τα στοιχεία σχετικά με την τρέχουσα περίοδο εμπορίας και τις τέσσερις τελευταίες περιόδους […]

Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργήσουν αποκεντρωμένα δελτία, υπό τον όρο ότι αυτά έχουν δημιουργηθεί κατά ομοιογενή τρόπο, είναι συμβατά μεταξύ τους και η πρόσβαση σ’ αυτά εξασφαλίζεται συγκεντρωτικά σε επίπεδο οργανισμού πληρωμών και υπηρεσί[α]ς ελέγχου. Οι βάσεις δεδομένων του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα πρέπει να είναι συμβατές με αυτές του ολοκληρωμένου συστήματος.

Οι κωδικοί αναγνώρισης των ελαιοκαλλιεργητών, των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους, των ελαιοτριβείων και των ομοιογενών ζωνών παραγωγής είναι [μονοσήμαντοι] και μόνιμοι ή μετατρέψιμοι με μέσα πληροφορικής κατά τρόπο ώστε να καθίστανται αμέσως δυνατές οι συγκεντρώσεις στοιχείων ή έρευνες για τις πέντε περιόδους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Με την επιφύλαξη των ελέγχων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, κυρίως των χιαστί [διασταυρωτικών] ελέγχων μεταξύ των δεδομένων των δελτίων, ή των αποτελεσμάτων που πρόκειται να ανακοινωθούν, τα δελτία περιλαμβάνουν την αρχειοθέτηση του ιστορικού για τις περιόδους που προηγούνται αυτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και, τουλάχιστον από τις 31 Οκτωβρίου 2001 […], επιτρέπουν για τις πληροφορίες που περιέχουν:

–        την αυτόματη συγκέντρωση σε επίπεδο περιφερειών και σε επίπεδο του κράτους μέλους,

–        τον αυτόματο συσχετισμό μεταξύ δελτίων.»

 Επί του ελαιοκομικού μητρώου

251    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΟK) 154/75 του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 1975, περί καταρτίσεως ελαιοκομικού κτηματολογίου στα κράτη μέλη παραγωγής ελαιολάδου (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/011, σ. 158), επιβάλλει στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη την υποχρέωση να δημιουργήσουν ένα ελαιοκομικό κτηματολόγιο [ελαιοκομικό μητρώο] που να αφορά όλες τις ελαιοκομικές εκμεταλλεύσεις που ευρίσκονται στο έδαφός τους.

252    Ο κανονισμός 1638/98, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1513/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001 (ΕΕ L 201, σ. 4), ορίζει, στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, αυτού, τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση από τον κανονισμό […] 154/75, οι εργασίες που αφορούν το ελαιοκομικό μητρώο προσανατολίζονται προς τη σύσταση, ενημέρωση και χρησιμοποίηση, κατά τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03, ενός συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών (ΣΓΠ).

Το ΣΓΠ θεσπίζεται με βάση τα στοιχεία του ελαιοκομικού μητρώου. Τα συμπληρωματικά στοιχεία παρέχονται με τις δηλώσεις καλλιέργειας, οι οποίες επισυνάπτονται στις αιτήσεις για χορήγηση ενίσχυσης. Οι πληροφορίες του ΣΓΠ τοποθετούνται γεωγραφικά με βάση αεροφωτογραφίες που καταχωρούνται ηλεκτρονικά.

2.      Τα κράτη μέλη επαληθεύουν την αντιστοιχία των πληροφοριών που αναφέρονται στις δηλώσεις καλλιέργειας και των πληροφοριών που περιέχονται στο ΣΓΠ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει αντιστοιχία, το κράτος μέλος προβαίνει σε επαληθεύσεις καθώς και σε επιτόπιους ελέγχους.

[…]

3.      Σε περίπτωση που, κατά τις επαληθεύσεις και τους ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τα στοιχεία που περιέχονται στη δήλωση καλλιέργειας αποδειχθούν ανακριβή, ιδίως όσον αφορά τον αριθμό των ελαιοδένδρων, το κράτος μέλος εφαρμόζει, για μία ή περισσότερες περιόδους εμπορίας, ανάλογα με τη σημασία των διαπιστούμενων διαφορών:

–        μείωση της ποσότητας ελαιολάδου που δικαιούται την ενίσχυση

ή

–        για τα εν λόγω ελαιόδενδρα, τον αποκλεισμό τους από την ενίσχυση,

σύμφωνα με τις λεπτομέρειες και τα κριτήρια που καθορίζονται από την Επιτροπή.»

253    Το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, στις περιφέρειες για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η σύσταση του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, το ποσοστό του συνόλου των δηλώσεων καλλιέργειας μιας περιόδου εμπορίας, που αποτελούν αντικείμενο επιτόπου ελέγχων, είναι 10 % για τις περιόδους εμπορίας 2000/2001 έως 2002/2003.

 Επί των δηλώσεων καλλιέργειας και επί των ελέγχων

254    Το άρθρο 1 του κανονισμού 2366/98 προβλέπει ότι, για τον σκοπό της χορηγήσεως της ενισχύσεως στην παραγωγή ελαιόλαδου, κάθε ελαιοκαλλιεργητής καταθέτει, πριν από την 1η Δεκεμβρίου κάθε περιόδου εμπορίας, δήλωση καλλιέργειας που αντιστοιχεί στα ελαιόδενδρα σε παραγωγή και στην κατάσταση των ελαιώνων που εκμεταλλεύεται κατά την 1η Νοεμβρίου της περιόδου για την οποία έχει πραγματοποιηθεί η δήλωση.

255    Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 2366/98:

«[…] η δήλωση καλλιέργειας περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)      το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του ελαιοκαλλιεργητή·

β)      την ή τις τοποθεσίες της εκμετάλλευσης·

γ)      τον συνολικό αριθμό ελαιοδένδρων σε παραγωγή, συμπεριλαμβανομένων των διάσπαρτων ελαιοδένδρων·

δ)      τις αναφορές στο κτηματολόγιο των ελαιοκομικών αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης ή, απουσία κτηματολογίου, λεπτομερή περιγραφή της εκμετάλλευσης και των ελαιοκομικών αγροτεμαχίων·

ε)      για κάθε ελαιοκομικό αγροτεμάχιο, τον αριθμό των ελαιοδένδρων σε παραγωγή, την επικρατούσα ποικιλία, καθώς και την ύπαρξη άρδευσης ή συνδεομένων καλλιεργειών.»

256    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Προκειμένου να υπάρξει δικαίωμα ενίσχυσης στους παραγωγούς ελιών στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς των λιπαρών ουσιών που θα ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 2001, τα επιπλέον ελαιόδενδρα που έχουν φυτευθεί μετά την 1η Μαΐου 1998 πρέπει να προσδιορίζονται γεωγραφικά και να εντάσσονται σε ένα εθνικό ή περιφερειακό πρόγραμμα, τα οποίο να εγκρίνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 του κανονισμού [136/66].

Τα ελαιόδενδρα προσδιορίζονται γεωγραφικά εφόσον εμφαίνονται στη βάση γραφικών αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 24, ή, ελλείψει αυτής, εφόσον ο αρμόδιος οργανισμός του κράτους μέλους διαθέτει χαρτογραφικές πληροφορίες που επιτρέπουν τον εντοπισμό τους.»

257    Το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού 2366/98 προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια ενός επιτόπου ελέγχου, πραγματοποιείται επαλήθευση όλων των πληροφοριών της δήλωσης καλλιέργειας και της αίτησης ενίσχυσης, καθώς και:

–        της τοποθεσίας και του αριθμού των ελαιοδένδρων κάθε αγροτεμαχίου,

–        του προορισμού των λαδιών στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1,

–        της αντιστοιχίας μεταξύ των ελαιοδένδρων της εκμετάλλευσης και της ποσότητας ελαιόλαδου, για την οποία έχει ζητηθεί η ενίσχυση.

Απορρίπτονται οι αιτήσεις ενίσχυσης στις οποίες υπάρχει ασυνέπεια όσον αφορά μια ποσότητα λαδιού.»

 Επί των ελαιοτριβείων

258    Κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2366/98, τα κράτη μέλη προβλέπουν, από την περίοδο εμπορίας 1998/1999, την τήρηση λογιστικής αποθήκης που συνδέεται με τη γενική λογιστική. Το άρθρο 8, στοιχείο δ΄, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ένα σύστημα συμπληρωματικών ελέγχων όσον αφορά τις παραχθείσες ποσότητες λαδιού και πλακούντων, τα υπάρχοντα αποθέματα λαδιού και την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.

259    Κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98, τα κράτη μέλη προβλέπουν, από την περίοδο εμπορίας 1998/1999, εμπεριστατωμένο έλεγχο της αντιστοιχίας των παρεχομένων από τα ελαιοτριβεία πληροφοριών και στοιχείων. Η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής ορίζει τι περιλαμβάνει ο εμπεριστατωμένος αυτός έλεγχος.

260    Το άρθρο 9α του κανονισμού 2366/98 προβλέπει τις κυρώσεις (ανάκληση εγκρίσεως, οικονομικές ή άλλες κυρώσεις) σε περίπτωση μη τηρήσεως από τα ελαιοτριβεία των υποχρεώσεών τους τις οποίες προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όπως διευκρινίζονται στα άρθρα 7, 8 και 9 του ίδιου κανονισμού.

 Η συνοπτική έκθεση

261    Στο πλαίσιο των ερευνών με τα στοιχεία OT/2004/02/GR και OT/2004/05/GR, η Επιτροπή διενήργησε στην Ελλάδα ελέγχους σχετικούς με την ενίσχυση στην παραγωγή ελαιολάδου, αντιστοίχως από τις 16 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2004 στους νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας και από τις 29 Νοεμβρίου μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου 2004 στους νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95 διατυπώθηκαν αντιστοίχως με δύο έγγραφα της 17ης Νοεμβρίου 2004 και της 7ης Σεπτεμβρίου 2005. Η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της στις 9 Μαρτίου και στις 21 Νοεμβρίου 2005. Διμερής σύσκεψη μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και Επιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2005 όσον αφορά την πρώτη έρευνα και στις 22 Ιουνίου 2006 όσον αφορά τη δεύτερη έρευνα. Η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές τα πρακτικά των δύο αυτών συσκέψεων αντιστοίχως στις 17 Φεβρουαρίου και στις 13 Σεπτεμβρίου 2006. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν σε αυτά αντιστοίχως στις 20 Μαρτίου και στις 26 Οκτωβρίου 2006. Στις 10 Αυγούστου 2007 η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στις ελληνικές αρχές σχετικά με τις δύο έρευνες. Στις 11 Οκτωβρίου 2007 οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν αίτημα συμβιβασμού και διαβίβασαν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με την κατανομή ανά περίοδο εμπορίας των δηλωθεισών το 2006 δαπανών, τα οποία η Επιτροπή έλαβε υπόψη στην τελική της θέση, η οποία γνωστοποιήθηκε στις εν λόγω αρχές στις 6 Αυγούστου 2008, κατόπιν της γνώμης του οργάνου συμβιβασμού της 12ης Φεβρουαρίου 2008.

262    Στη συνοπτική έκθεση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν το γεγονός ότι τα μηχανογραφικά αρχεία δεν ήταν «λειτουργικά», με αποτέλεσμα την αδυναμία χρησιμοποιήσεώς τους, την έλλειψη ελαιοκομικού μητρώου, την έλλειψη αξιοπιστίας των δηλώσεων καλλιέργειας, ελλείψεις στους επιτόπιους ελέγχους των δηλώσεων καλλιέργειας και στους ελέγχους των ελαιοτριβείων, καθώς και την ανεπαρκή παρακολούθηση των κυρώσεων που προτείνει η Αυτοτελής Υπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Ενισχύσεων Ελαιολάδου (στο εξής: ΑΥΜΕΕΕ). Οι ως άνω πλημμέλειες κατά την πραγματοποίηση βασικών ελέγχων και οι πλημμέλειες των επικουρικών έλεγχων (πάροδος υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος για τη λήψη αποφάσεως περί κυρώσεων όσον αφορά τα ελαιοτριβεία, έλλειψη ελέγχων των επιπλέον ελαιόδενδρων, μη εφαρμογή της κατ’ αποκοπή μειώσεως, έλλειψη εποπτείας από τον οργανισμό πληρωμών) θεωρήθηκαν ότι δικαιολογούν τις επιβληθείσες κατ’ αποκοπή διορθώσεις.

263    Πρώτον, όσον αφορά την αδυναμία χρησιμοποιήσεως των μηχανογραφικών αρχείων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν ότι μηχανογραφικά αρχεία υφίσταντο σε διαφόρους οργανισμούς, χωρίς όμως να πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98, καθόσον δεν παρείχαν τη δυνατότητα απευθείας και άμεσης μελέτης των δεδομένων που αφορούσαν την τρέχουσα περίοδο εμπορίας και τις τέσσερις τελευταίες περιόδους, εν προκειμένω τις περιόδους εμπορίας 1998/1999 έως 2002/2003. Υπενθύμισαν ότι τα αρχεία αυτά μπορούσαν να είναι αποκεντρωμένα, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατά μεταξύ τους και η πρόσβαση σε αυτά εξασφαλίζεται συγκεντρωτικά σε επίπεδο οργανισμού πληρωμών και υπηρεσιών ελέγχου (άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98). Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ είχε όντως τέτοια κεντρική πρόσβαση. Επιπλέον, τα δεδομένα ήταν αποκεντρωμένα σε επίπεδο οργανώσεων παραγωγών χωρίς να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των διαφόρων συστημάτων.

264    Ακόμη, οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν ότι τα αρχεία δεν περιελάμβαναν τα στοιχεία που επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και γ΄, του κανονισμού 2261/84 (δεν υπήρχε μηχανογραφικό αρχείο των αγροτεμαχίων αναφέρον, για κάθε αγροτεμάχιο, την τοποθεσία του και τον αριθμό ελαιόδενδρων) και παρουσίαζαν ανακολουθίες. Ομοίως, τα δεδομένα περί ελαιοτριβείων κρίθηκαν ανεπαρκή (λογιστικά βιβλία υλικών [αποθήκης] σχετικά μόνο με τα ελεγχθέντα ελαιοτριβεία) και δεν παρείχαν τη δυνατότητα κεντρικής εξετάσεως των αποδόσεων λαδιού/ελαιών, για παράδειγμα.

265    Όσον αφορά τους διασταυρωτικούς ελέγχους, κατόπιν της διμερούς συσκέψεως της 15ης Νοεμβρίου 2005 οι ελληνικές αρχές προσκόμισαν, με το από 20 Μαρτίου 2006 έγγραφο, διάφορα αποτελέσματα διασταυρωτικών ελέγχων πραγματοποιηθέντων μεταξύ των μηχανογραφικών αρχείων. Εντούτοις, τα δεδομένα αυτά κρίθηκαν ανεπαρκή. Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν ιδίως ότι, λόγω της ελλείψεως κεντρικής βάσεως δεδομένων των αγροτεμαχίων μέχρι και την περίοδο εμπορίας 2001/2002, οι δηλώσεις καλλιέργειας 2002/2003 που χρησιμοποιήθηκαν για την καταβολή της ενισχύσεως ήταν εκείνες των προηγούμενων περιόδων εμπορίας και περιελάμβαναν, επομένως, μια εντελώς ασαφή ένδειξη των σχετικών αγροτεμαχίων. Επομένως, δεν κατέστη δυνατό να διενεργηθούν διασταυρωτικοί έλεγχοι ούτε μεταξύ των δηλώσεων ελαιοκαλλιέργειας ούτε με τις δηλώσεις εκτάσεων που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο άλλων καθεστώτων ενισχύσεως. Επιπλέον, οι διασταυρωτικοί έλεγχοι μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας 2002/2003 και των δηλώσεων καλλιέργειας για τη σύσταση του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα που είχαν υποβληθεί το 2003 διενεργήθηκαν από τις ελληνικές αρχές καθυστερημένα το 2004/2005 και αφορούν, για την περίοδο 2002/2003, μόλις ένα μέρος των παραγωγών. Επιπροσθέτως, η διαπίστωση δηλώσεων αριθμού ελαιόδενδρων μεγαλύτερου του πραγματικού, που οδήγησε στον αποκλεισμό της κοινοτικής ενισχύσεως για 773 παραγωγούς, δεν ήταν αποτέλεσμα των διασταυρωτικών ελέγχων, αλλά συνδεόταν με την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπει στον τομέα αυτό το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98. Τέλος, δεν προσκομίστηκαν τα αποτελέσματα των ελέγχων ορισμένων ανωμαλιών για την περίοδο 2002/2003.

266    Οι ελληνικές αρχές εξέθεσαν στο όργανο συμβιβασμού ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ είχε κεντρική πρόσβαση στα μηχανογραφικά αρχεία των πληρωμών των ενισχύσεων και των διασταυρωτικών ελέγχων και ότι η ΑΥΜΕΕΕ διατηρούσε τα δεδομένα που αφορούσαν όλα τα ελαιοτριβεία. Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι τούτο δεν επαρκούσε για την εξασφάλιση της συμφωνίας του ελληνικού συστήματος με τον ορισμό των μηχανογραφικών αρχείων στο άρθρο 16 του κανονισμού 2261/84 και το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98, που επιτάσσει λογιστική αποθήκης για όλα τα ελαιοτριβεία και όχι μόνο για τα ελεγχόμενα και απαιτεί, για κάθε ελαιοκαλλιεργητή, τα λεπτομερή στοιχεία της δηλώσεως καλλιέργειας και τις ποσότητες ελαίου που παρήχθησαν και για τις οποίες καταβλήθηκε ενίσχυση, καθώς και το αποτέλεσμα των επιτόπιων ελέγχων.

267    Δεύτερον, προσάπτεται στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν τήρησε την υποχρέωση συστάσεως λειτουργικού ελαιοκομικού μητρώου και ότι άρχισε καθυστερημένα τις εργασίες συστάσεως του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα (πλήρης χρήση από την περίοδο εμπορίας 2003/2004).

268    Τρίτον, οι δηλώσεις καλλιέργειας κρίθηκαν μη αξιόπιστες. Η συνοπτική έκθεση διαπιστώνει την έλλειψη προσδιορισμού των αγροτεμαχίων και έλλειψη κτηματολογίου (συχνή έλλειψη ορίων μεταξύ των αγροτεμαχίων, αγροτεμάχια που καλλιεργούνταν από πολλούς παραγωγούς, αγροτεμάχια αποτελούμενα ενίοτε από απομακρυσμένα μεταξύ τους τμήματα, ονομασία ενός μεγάλου αγροτεμαχίου χρησιμοποιούμενη για πολλά αγροτεμάχια καλλιεργούμενα από διαφόρους γεωργούς), πράγμα το οποίο καθιστά ασαφείς τις πληροφορίες που περιέχονταν στις δηλώσεις καλλιέργειας, όσον αφορά είτε την τοποθεσία είτε τον προσδιορισμό των αγροτεμαχίων. Σημειώνονται επίσης και άλλες πλημμέλειες στις δηλώσεις καλλιέργειας (έλλειψη ενδείξεως ημερομηνίας φυτεύσεως των ελαιόδενδρων, πληροφορίες περί αρδεύσεως που δεν συμφωνούσαν με τα πραγματικά δεδομένα της οικείας εκτάσεως οι οποίες ελήφθησαν υπόψη για τους ελέγχους αποδόσεως, αριθμός παραγωγικών δένδρων πάντοτε ίσος προς το σύνολο των δηλωθέντων δένδρων, πράγμα το οποίο είναι πολύ απίθανο να είναι ακριβές). Το 2002 και το 2003 τα αγροτεμάχια ελαιοκαλλιέργειας δεν προσδιορίζονταν με μορφότυπο σύμφωνο προς το υπό δημιουργία σύστημα αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων (SIPA).

269    Τέταρτον, ο επιτόπιος έλεγχος των δηλώσεων καλλιέργειας κρίθηκε πλημμελής. Η συνοπτική έκθεση σημειώνει ότι, ελλείψει λειτουργικού ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα το 2002 και το 2003, διενεργούνταν εναλλακτικοί έλεγχοι, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2366/98. Διαπιστώθηκε ότι δεν είχε τηρηθεί το ελάχιστο όριο ελέγχου σε εθνικό επίπεδο και ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν ήταν σύμφωνοι προς τα απαιτούμενα στον τομέα αυτό (γενικές οδηγίες προβλέπουσες αποκλειστικά την επαλήθευση της τοποθεσίας και του αριθμού των ελαιόδενδρων σε κάθε αγροτεμάχιο, ελάχιστες κατά τον αριθμό επαληθεύσεις του ευλόγου χαρακτήρα των αποδόσεων, καμία ιχνηλασιμότητα των ελέγχων, μη οποιόμορφη στάση των ελεγκτών όσον αφορά τα μη παραγωγικά ελαιόδενδρα) για την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Διευκρινίζεται ότι οι ελληνικές αρχές περιέλαβαν τα στοιχεία αυτά στις εφαρμοστέες από την περίοδο εμπορίας 2003/2004 οδηγίες προς τους ελεγκτές.

270    Πέμπτον, ο έλεγχος των ελαιοτριβείων επίσης κρίθηκε ανεπαρκής. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν την έλλειψη σχέσεως μεταξύ της λογιστικής αποθήκης και της οικονομικής λογιστικής. Επίσης, υπογράμμισαν τη δυσχέρεια πραγματοποιήσεως αποδεικτικών ελέγχων συνεκτικότητας προκειμένου να εξασφαλιστεί η απουσία πλασματικής υπερτίμησης των παραγόμενων ποσοτήτων, λόγω των οικογενειακών σχέσεων με το προσωπικό, της ελλείψεως αποθεμάτων, του γεγονότος ότι οι υπηρεσίες του ελαιοτριβείου εξοφλούνται συχνά σε λάδι και λόγω της ελλείψεως μετρητή ηλεκτρικού ρεύματος. Δεν διεξήχθη έλεγχος του κύκλου εργασιών και των αποθεμάτων που αναφέρονταν στις φορολογικές δηλώσεις, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να καταστήσει αξιόπιστες τις σχετικές επαληθεύσεις των ελέγχων.

271    Έκτον, όσον αφορά την παρακολούθηση των κυρώσεων που προτείνει η ΑΥΜΕΕΕ, η συνοπτική έκθεση επισημαίνει ότι δεν δόθηκε καμία συνέχεια σε διαπιστώσεις που δικαιολογούσαν ανάκληση εγκρίσεως, πράγμα το οποίο καθιστούσε αναποτελεσματικό τον έλεγχο των ελαιοτριβείων. Κατόπιν της ακροάσεώς τους από το όργανο συμβιβασμού, οι ελληνικές αρχές παρέσχαν συνοπτικά στοιχεία σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων των ελαιοτριβείων στο πλαίσιο της περιόδου εμπορίας 2002/2003. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, τα στοιχεία αυτά δεν είναι σύμφωνα προς τον λεπτομερή κατάλογο που είχε αποστείλει η ΑΥΜΕΕΕ το 2006. Δεν τελούσε σε αντιστοιχία ούτε ο συνολικός αριθμός των ελεγχθέντων ελαιοτριβείων ούτε ο αριθμός των ελαιοτριβείων στα οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις, είτε αυτά είχαν λάβει προειδοποίηση είτε τους είχε επιβληθεί πρόστιμο. Δεδομένου ότι τα σχετικά στοιχεία ήταν υπερβολικά συνοπτικά, δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθεί από πού προέρχονταν οι διαφορές. Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά ανέφεραν ότι επιβλήθηκαν κυρώσεις σε ελαιοτριβεία, χωρίς να παρατίθενται οι αρχικές προτάσεις της ΑΥΜΕΕΕ ούτε η ημερομηνία επιβολής των κυρώσεων. Εντούτοις, οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν κυρίως τον χρόνο επιβολής των κυρώσεων και τη μείωση της βαρύτητας των κυρώσεων σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις.

272    Δεδομένου ότι οι ως άνω πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στον τομέα των βασικών ελέγχων για την περίοδο εμπορίας 2002/2003 είχαν ήδη κοινοποιηθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ερευνών και είχαν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο μιας κατ’ αποκοπή διορθώσεως 10 % για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 έως 2001/2002, το ποσοστό διορθώσεως καθορίστηκε σε 15 % κατ’ εφαρμογήν της αρχής της υποτροπής για το έτος εμπορίας 2002/2003.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

273    Όσον αφορά τον τομέα του ελαιολάδου, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έναν ένατο λόγο, που στηρίζεται στον εσφαλμένο χαρακτήρα των διορθώσεων που επιβλήθηκαν, σε ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του εσφαλμένου χαρακτήρα των διορθώσεων που επιβλήθηκαν

274    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκαν οι διορθώσεις, ήτοι την αδυναμία χρησιμοποιήσεως των μηχανογραφικών αρχείων, την έλλειψη ελαιοκομικού μητρώου, την έλλειψη αξιοπιστίας των δηλώσεων καλλιέργειας, τις πλημμέλειες στον τομέα των επιτόπιων ελέγχων των δηλώσεων καλλιέργειας, τις πλημμέλειες στον τομέα των ελέγχων των ελαιοτριβείων και την ανεπαρκή παρακολούθηση των κυρώσεων που πρότεινε η ΑΥΜΕΕΕ.

275    Πρέπει να εξεταστεί, εν προκειμένω, αν η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω), την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

–       Επί της αδυναμίας χρησιμοποιήσεως των μηχανογραφικών αρχείων

276    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την ύπαρξη βάσεων δεδομένων σε κάθε εθνική υπηρεσία σε συνάρτηση με τους τομείς αρμοδιοτήτων της. Διατείνεται ότι απέδειξε ότι τα σχετικά αρχεία περιελάμβαναν όλες τις απαιτούμενες από τις εφαρμοστέες διατάξεις πληροφορίες και υποστηρίζει ότι το άρθρο 16 του κανονισμού 2261/84 δεν επιβάλλει την τήρηση όλων των αρχείων σε μια κεντρική υπηρεσία. Προσθέτει ότι, από την περίοδο εμπορίας 2002/2003, ο ΟΠΕΚΕΠΕ έχει κεντρική πρόσβαση στα μηχανογραφικά αρχεία.

277    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα μηχανογραφικά αρχεία πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμένες πληροφορίες. Επιπλέον, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2366/98, τα αρχεία αυτά, όταν είναι αποκεντρωμένα, πρέπει να είναι ομοιογενή, συμβατά μεταξύ τους, η δε πρόσβαση σε αυτά να εξασφαλίζεται συγκεντρωτικά σε επίπεδο οργανισμού πληρωμών και υπηρεσιών ελέγχου. Επιπλέον, κατά το πρώτο εδάφιο της προαναφερθείσας διατάξεως, τα αρχεία πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα μελέτης, απευθείας και αμέσως, των στοιχείων των σχετικών με την τρέχουσα περίοδο εμπορίας και με τις τέσσερις τελευταίες περιόδους (βλ. σκέψη 250 ανωτέρω).

278    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία έκανε λόγο για διάφορες σχετικές ελληνικές βάσεις δεδομένων στο πλαίσιο διαφόρων υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτό, δεν αποδεικνύει όμως ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι ανακριβείς, ειδικότερα ως προς την έλλειψη συμβατότητας των αρχείων μεταξύ τους. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν προσήψε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι τηρούσε τα αρχεία αυτά αποκεντρωμένα, αλλά ότι τα διάφορα συστήματα δεν ήταν συμβατά μεταξύ τους, χωρίς να αποδεικνύεται ο εσφαλμένος χαρακτήρας της διαπιστώσεως αυτής εν προκειμένω. Ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι αποδεικνύεται η κεντρική πρόσβαση του ΟΠΕΚΕΠΕ στα μηχανογραφικά αρχεία για την επίμαχη περίοδο εμπορίας 2002/2003.

279    Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι τα μηχανογραφικά αρχεία ήταν ελλιπή και ότι δεν παρείχαν τη δυνατότητα μελέτης απευθείας και αμέσως των στοιχείων που αφορούσαν την τρέχουσα περίοδο εμπορίας και τις τέσσερις τελευταίες περιόδους, εν προκειμένω τις περιόδους εμπορίας 1998/1999 έως 2002/2003 (βλ. σκέψη 263 ανωτέρω), αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98.

280    Ομοίως, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, το άρθρο 16 του κανονισμού 2261/84 (βλ. σκέψη 249 ανωτέρω) επιτάσσει λογιστική αποθήκης για όλα τα ελαιοτριβεία και όχι μόνο για τα ελεγχόμενα και, για κάθε ελαιοκαλλιεργητή, αναλυτικά στοιχεία της δηλώσεως καλλιέργειας και των ποσοτήτων ελαίου που παρήχθησαν και για τις οποίες καταβλήθηκε ενίσχυση, καθώς και το αποτέλεσμα των επιτόπιων ελέγχων, πράγμα το οποίο απαιτούσε ιδίως την ύπαρξη μηχανογραφικών αρχείων των αγροτεμαχίων με επαρκή πληρότητα και λογιστικής αποθήκης όλων των ελαιοτριβείων, στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν.

281    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι όντως διενεργήθηκαν διασταυρωτικοί έλεγχοι. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατόπιν των πληροφοριών που παρέσχαν οι ελληνικές αρχές με το έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2006 και τις διευκρινίσεις που δόθηκαν κατά τη διμερή σύσκεψη της 22ας Ιουνίου 2006, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη διασταυρωτικών ελέγχων. Ωστόσο, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι οι έλεγχοι αυτοί ήταν ανεπαρκείς έναντι των εφαρμοστέων διατάξεων στον τομέα αυτό. Τα γενικής φύσεως επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, επομένως, δεν κλονίζουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής (βλ. σκέψη 265 ανωτέρω).

282    Τέλος, το συμπέρασμα αυτό ουδόλως επηρεάζεται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπήρξαν βελτιώσεις.

283    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες όσον αφορά την αδυναμία χρησιμοποιήσεως των μηχανογραφικών αρχείων και, κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της μη ολοκληρώσεως του ελαιοκομικού μητρώου

284    Η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει το γενικό κανονιστικό πλαίσιο του ελαιοκομικού μητρώου και του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα. Υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1638/98, οι σχετικές με το ελαιοκομικό μητρώο εργασίες θα προσανατολίζονταν προς τη σύσταση ενός ΣΓΠ. Υποστηρίζει ότι οι διενεργηθέντες έλεγχοι (διοικητικοί, επιτόπιοι, στα ελαιοτριβεία, κ.λπ.) επί του 10 % των παραγωγών, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2366/98, αντιστάθμισαν τη μη ολοκλήρωση του ελαιοκομικού μητρώου.

285    Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την έλλειψη ελαιοκομικού μητρώου για την επίμαχη περίοδο εμπορίας 2002/2003.

286    Στη συνέχεια, η υποχρέωση προσανατολισμού των σχετικών με το ελαιοκομικό μητρώο εργασιών προς τη σύσταση, την ενημέρωση και τη χρησιμοποίηση του ΣΓΠ, που απορρέει ιδίως από τον κανονισμό 1638/98 (βλ. σκέψη 252 ανωτέρω), απλώς συμπληρώνει την υποχρέωση δημιουργίας ενός τέτοιου μητρώου, η οποία βαρύνει τους παραγωγούς δυνάμει του κανονισμού 154/75. Πράγματι, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1638/98 προκύπτει ότι το ΣΓΠ δημιουργείται με βάση τα δεδομένα του ελαιοκομικού μητρώου (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑387/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63, και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 94).

287    Όσον αφορά το ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι οι ίδιες οι ελληνικές αρχές έκριναν ότι το ΣΓΠ τους στον ελαιοκομικό τομέα ολοκληρώθηκε μόλις για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είχε ολοκληρωθεί όσον αφορά την επίμαχη περίοδο εμπορίας 2002/2003.

288    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι διενεργήθηκαν έλεγχοι (διοικητικοί έλεγχοι, επιτόπιοι, στα ελαιοτριβεία) προς αντιστάθμιση της ελλείψεως ολοκληρωμένου ελαιοκομικού μητρώου, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98.

289    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αύξηση του αριθμού των ελέγχων που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98, όσον αφορά τις περιοχές για τις οποίες δεν είχε ολοκληρωθεί το ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, αποσκοπεί στο να αντισταθμίσει την έλλειψη στοιχείων τα οποία θα μπορούσε να παράσχει το σύστημα αυτό, όπως οι αεροφωτογραφίες, δεν αντικαθιστά όμως τα στοιχεία που έπρεπε να είναι ήδη διαθέσιμα (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 286 ανωτέρω, σκέψη 65, και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 95).

290    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει, επομένως, τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά την έλλειψη ελαιοκομικού μητρώου και, κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ελλείψεως αξιοπιστίας των δηλώσεων καλλιέργειας

291    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον προσδιορισμό των αγροτεμαχίων στο πλαίσιο των δηλώσεων καλλιέργειας. Υποστηρίζει ότι κάθε αγροτεμάχιο προσδιορίζεται με έναν αριθμό και ότι, προς διευκόλυνση των επιτόπιων ελέγχων, οι παραγωγοί οριοθετούν τα αγροτεμάχια και προβαίνουν σε σήμανση των δένδρων που τα περικλείουν. Ομοίως, είναι δυνατή η επιβεβαίωση της ημερομηνίας φυτεύσεως των ελαιόδενδρων μετά την 1η Μαΐου 1998, ακόμη και πέντε ή έξι έτη αργότερα.

292    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η δήλωση καλλιέργειας, που απαιτείται για την αίτηση ενισχύσεως, πρέπει να περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2366/1998, ιδίως τις αναφορές στο κτηματολόγιο των ελαιοκομικών αγροτεμαχίων της γεωργικής εκμεταλλεύσεως ή, απουσία κτηματολογίου, λεπτομερή περιγραφή της εκμεταλλεύσεως και των ελαιοκομικών αγροτεμαχίων και, για κάθε ελαιοκομικό αγροτεμάχιο, τον αριθμό των ελαιοδένδρων σε παραγωγή, την επικρατούσα ποικιλία, καθώς και την ύπαρξη αρδεύσεως ή συνδεομένων καλλιεργειών. Ομοίως, το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, για να δικαιολογήσουν ενίσχυση, τα επιπλέον ελαιόδενδρα που έχουν φυτευθεί μετά την 1η Μαΐου 1998 πρέπει να προσδιορίζονται γεωγραφικώς.

293    Εν προκειμένω, από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι οι δηλώσεις καλλιέργειας παρουσίαζαν, για την επίμαχη περίοδο εμπορίας, πολλές πλημμέλειες, που περιγράφονται στη συνοπτική έκθεση (βλ. σκέψη 268 ανωτέρω). Τα επιχειρήματα, όμως, της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αποδεικνύουν τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων αυτών. Ειδικότερα, η ασάφεια των πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στις δηλώσεις καλλιέργειας, είτε σχετικά με την τοποθεσία είτε σχετικά με τον προσδιορισμό των αγροτεμαχίων, δεν αναιρείται με τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις λοιπές πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στις δηλώσεις καλλιέργειας οι οποίες συνδέονται ειδικότερα με τα ελαιόδενδρα. Τέλος, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το 2002 και το 2003, τα ελαιοκομικά αγροτεμάχια δεν προσδιορίζονταν με μορφότυπο συμβατό με το υπό δημιουργία σύστημα αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων, πράγμα που δεν αμφισβητείται καθαυτό.

294    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποδεικνύουν τον εσφαλμένο χαρακτήρα των σχετικών διαπιστώσεων.

295    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των πλημμελειών των επιτόπιων ελέγχων

296    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι διενεργήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10 % των δηλώσεων καλλιέργειας και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο υπολογισμός της Επιτροπής, που καταλήγει σε ποσοστό ελαφρώς μικρότερο (9,91 %), αντιπροσωπεύει μια αμελητέα διαφορά η οποία δεν ασκεί επιρροή επί των σχετικών πληρωμών.

297    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98 (βλ. σκέψη 253 ανωτέρω), στις περιφέρειες για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η σύσταση του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, έπρεπε να διενεργηθούν επιτόπιοι έλεγχοι επί ποσοστού 10 % του συνόλου των δηλώσεων καλλιέργειας για την περίοδο εμπορίας 2002/2003.

298    Τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αποδεικνύουν τον εσφαλμένο χαρακτήρα του υπολογισμού της Επιτροπής, κατά τον οποίο δεν τηρήθηκε το ελάχιστο αυτό όριο του 10 % εν προκειμένω.

299    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατά τρόπο ικανοποιητικό. Κατ’ αυτήν, ο ελαιοκαλλιεργητής υποχρεούται να δίδει πληροφορίες σχετικές με την παραγωγή, τη διάθεση του ελαιολάδου και την κατάσταση των αποθεμάτων. Οι εν λόγω πληροφορίες, συνδυαζόμενες μεταξύ τους, παρέχουν τη δυνατότητα διασταυρώσεως της δηλώσεως καλλιέργειας με την αίτηση ενισχύσεως και απορρίψεως της τελευταίας σε περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ των σχετικών στοιχείων.

300    Εντούτοις, με τα επιχειρήματα αυτά, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απαντά στις επικρίσεις της Επιτροπής, που παρατίθενται περιληπτικά στη συνοπτική έκθεση (βλ. σκέψη 269 ανωτέρω), από τις οποίες προκύπτει ότι ορισμένες επαληθεύσεις, όπως αυτές του ευλόγου χαρακτήρα των αποδόσεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού 2366/98 (βλ. σκέψη 257 ανωτέρω), ήταν ελάχιστες. Ομοίως, η Επιτροπή προσάπτει στην προσφεύγουσα έλλειψη ιχνηλασιμότητας των ελέγχων, ειδικότερα έλλειψη χαρτών και σχεδίων, καθώς και ανεπάρκειες των ελέγχων και της ιχνηλασιμότητας των ελέγχων αυτών κατά την καταμέτρηση των ελαιόδενδρων ανά αγροτεμάχιο. Προσάπτει επίσης τη μη ομοιόμορφη στάση των ελεγκτών όσον αφορά τα μη παραγωγικά ελαιόδενδρα για την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Οι εν λόγω διαπιστώσεις δεν κλονίζονται με τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

301    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε τον εσφαλμένο χαρακτήρα των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν στον τομέα των επιτόπιων ελέγχων. Το επιχείρημά της, το οποίο προέβαλε με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η ανεπάρκεια του ποσοστού ελέγχων δεν ασκεί επιρροή επί των σχετικών πληρωμών είναι απορριπτέο διότι, εν πάση περιπτώσει, η διόρθωση που επιβλήθηκε δεν προκύπτει από την πλημμέλεια αυτή και μόνον (βλ., ιδίως, σκέψεις 283, 290 και 294 ανωτέρω).

302    Επομένως, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των πλημμελειών στον τομέα των ελέγχων των ελαιοτριβείων

303    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο των ελέγχων των ελαιοτριβείων, οι ελεγκτές λαμβάνουν υπόψη διάφορα στοιχεία όσον αφορά ιδίως τη λογιστική αποθήκης, ελέγχουν την ορθή τήρηση των βιβλίων και των μητρώων και προβαίνουν σε συσχετισμό με τις πληροφορίες που αφορούν την παραγωγή, την κατανάλωση ηλεκτρικής ενεργείας, τη λογιστική αποθήκης και τη «φυσική» αποθήκη. Στους εν λόγω ελέγχους λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συγγενικές σχέσεις μεταξύ των παραγωγών.

304    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα αυτά ουδόλως κλονίζουν τις σχετικές διαπιστώσεις της Επιτροπής.

305    Πράγματι, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία την έλλειψη σχέσεως μεταξύ λογιστικής αποθήκης και γενικής οικονομικής λογιστικής, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2366/98, και τη δυσχέρεια διενέργειας των ελέγχων συνεκτικότητας προκειμένου να εξασφαλιστεί η απουσία πλασματικής υπερτίμησης των παραγόμενων ποσοτήτων (βλ. σκέψη 270 ανωτέρω).

306    Όμως, με τα επιχειρήματα αυτά, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής. Ειδικότερα, οι εκ μέρους των υπηρεσιών ελέγχου συσχετισμοί δεν αποτελούν απάντηση στις επικρίσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη διαπίστωση ελλείψεως λογιστικής αποθήκης συνδεόμενης με τη γενική οικονομική λογιστική. Ομοίως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει την ανακρίβεια όσων εκθέτει η Επιτροπή σχετικά με τις διαπιστωθείσες δυσχέρειες στον τομέα των ελέγχων των ελαιοτριβείων.

307    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ανεπαρκούς παρακολουθήσεως των κυρώσεων που προτείνει η ΑΥΜΕΕΕ

308    Όσον αφορά την έλλειψη παρακολουθήσεως των κυρώσεων που προτείνει η ΑΥΜΕΕΕ σχετικά με τα ελαιοτριβεία, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τήρησε τη νόμιμη διαδικασία, που παρέχει τη δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως μέχρι τη λήψη οριστικής αποφάσεως

309    Αρκεί η διαπίστωση ότι, με τον τρόπο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τα προσαπτόμενα εν προκειμένω στοιχεία, ήτοι την καθυστέρηση της επιβολής κυρώσεων, κατά παράβαση του άρθρου 11α του κανονισμού 136/66 (βλ. σκέψη 247 ανωτέρω) και τη μείωση της βαρύτητας των κυρώσεων σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις (βλ. σκέψη 271 ανωτέρω).

310    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί.

311    Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε τον εσφαλμένο χαρακτήρα των επιβληθεισών διορθώσεων.

 Επί του επιπέδου της επιβληθείσας διορθώσεως, της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας και της ανεπάρκειας αιτιολογίας

312    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την αυτόματη αύξηση της διορθώσεως 10 έως 15 %, που δεν λαμβάνει υπόψη τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας των ελέγχων. Διατείνεται ότι έτσι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τον προβλεπόμενο στα έγγραφα VI/5330/97 και AGRI/61495/2002.

313    Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς (βλ. σκέψεις 274 έως 310 ανωτέρω).

314    Στη συνέχεια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν είχαν κοινοποιηθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ερευνών και είχαν αποτελέσει το αντικείμενο κατ’ αποκοπή διορθώσεως 10 % για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 έως 2001/2002.

315    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 προβλέπει ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως για να εκτιμήσει το ποσό που πρέπει να εξαιρεθεί από τη χρηματοδότηση κατόπιν της διαπιστώσεως παρατυπιών.

316    Όπως σημειώθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω), η καθ’ υποτροπή διάπραξη των εν λόγω παρατυπιών μπορεί να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο, ικανό να δικαιολογήσει αύξηση της δημοσιονομικής διορθώσεως.

317    Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να ληφθούν υπόψη οι παρατηρούμενες βελτιώσεις. Το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει ότι η παράβαση καθίσταται σοβαρότερη αν το κράτος παραλείπει να βελτιώσει τους ελέγχους του, το δε έγγραφο AGRI/61495/2002 εκθέτει ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη ενδεχόμενων διορθωτικών ή αντισταθμιστικών μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος (βλ. σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω).

318    Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η ίδια η Επιτροπή έκανε λόγο για βελτιώσεις σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους εμπορίας, όπως τούτο προκύπτει από τα πρακτικά της συσκέψεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με την έρευνα OTS/2004/05/GR.

319    Εντούτοις, στα πρακτικά αυτά, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω βελτιώσεις δεν αντιστάθμιζαν τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν. Ειδικότερα, η ύπαρξη διασταυρωτικών ελέγχων και κεντρικών αρχείων κρίθηκε ότι παρέμεινε στο ίδιο γενικό επίπεδο, χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα συστηματικών και διασταυρωτικών ελέγχων των αγροτεμαχίων, το δε περιεχόμενό τους κρίθηκε μη σύμφωνο προς την ισχύουσα ρύθμιση. Επιπλέον, σε ορισμένες διαπιστωθείσες πλημμέλειες δεν σημειώθηκε βελτίωση, όπως στους τομείς του ελέγχου των ελαιοτριβείων και της παρακολουθήσεως των συστάσεων της ΑΥΜΕΕΕ.

320    Έτσι, παρά τις βελτιώσεις που σημειώθηκαν, εξακολούθησαν να υφίστανται πλημμέλειες, αφορώσες βασικούς ελέγχους. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση που δεν έχουν διενεργηθεί ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι ή οι έλεγχοι αυτοί έχουν διενεργηθεί τόσο πλημμελώς ή τόσο σπανίως ώστε να είναι αναποτελεσματικοί για τον καθορισμό του επιλεξίμου μιας αιτήσεως ή για την αποτροπή ατασθαλιών, η Επιτροπή δικαιούται να εκτιμήσει ότι υφίστατο υψηλός κίνδυνος σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΠΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 286 ανωτέρω, σκέψη 105).

321    Επομένως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι διαπιστώθηκαν βελτιώσεις δεν δικαιολογεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το ποσοστό διορθώσεως 10 % που είχε επιβληθεί προηγουμένως δεν μπορούσε να αυξηθεί εν προκειμένω, ειδικότερα λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των διαπιστωθεισών πλημμελειών, των επιπτώσεών τους επί του προσδιορισμού της κανονικότητας των δαπανών και της καθ’ υποτροπή εμφανίσεώς τους.

322    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η ύπαρξη ορισμένων βελτιώσεων δεν εμποδίζει μια αύξηση του ποσοστού της διορθώσεως, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη η επανάληψη των διαπιστωνόμενων πλημμελειών και η αύξηση του κινδύνου προκλήσεως οικονομικής ζημίας σε βάρος του ΕΓΤΠΕ.

323    Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής που προκύπτουν από τα έγγραφα VI/5330/97 και AGRI/61495/2002 πρέπει να απορριφθεί.

324    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο τέλος των πρακτικών της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, των σχετικών με τη δεύτερη έρευνα, η Επιτροπή, λόγω των βελτιώσεων που είχαν διαπιστωθεί, απέκλεισε το ενδεχόμενο να κάνει χρήση των διατάξεων περί υποτροπής όσον αφορά πλημμέλειες των συστημάτων ελέγχου για την περίοδο 2002/2003.

325    Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατόπιν της διμερούς συσκέψεως της 22ας Ιουνίου 2006 σχετικά με τη δεύτερη έρευνα, τα πρακτικά της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 αναφέρουν ότι η Επιτροπή «δεν βλέπει στο παρον στάδιο της διαδικασίας κανένα λόγο μείωσης του ύψους της δημοσιονομικής διόρθωσης που επιβλήθηκε [για τα] παρελθόντα έτη, ακόμα και αν αποκλείει, λόγω των βελτιωτικών παρεμβάσεων που διαπιστώθηκαν στους ελέγχους όσον αφορά τις αποδόσεις και στους διασταυρωτικούς ελέγχους, τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που προβλέπονται σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης ανεπάρκειας των συστημάτων ελέγχου για το 2002/2003 (έγγραφο AGRI 60637/2006)».

326    Εντούτοις, σε αντίθεση με τα πρακτικά αυτά, τα πρακτικά της 17ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με την πρώτη έρευνα με τα στοιχεία OTS/2004/02, αναφέρουν ρητώς ότι η Επιτροπή δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να εφαρμόσει, στο στάδιο εκείνο, τις διατάξεις που προβλέπονται σε περίπτωση υποτροπής.

327    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 προβλέπει ότι η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας έλλειψης συμμορφώσεως, ακολουθώντας μια λεπτομερή διαδικασία εκατέρωθεν ακροάσεως. Αν μετά τη διαδικασία αυτή η σχετική εκτίμηση διαφέρει από εκείνη στην οποία είχε καταλήξει μια προγενέστερη διαδικασία, ορθώς η Επιτροπή καθορίζει το ποσό που προτίθεται να απορρίψει στηριζόμενη στην πλέον πρόσφατη εκτίμησή της. Διαφορετικά, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να είναι βέβαιη ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως γεωργικών αγορών (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 175).

328    Εν προκειμένω, το έγγραφο της 10ης Αυγούστου 2007, μεταγενέστερο από τα πρακτικά της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 και κοινό για τις δύο έρευνες, υπογραμμίζει τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων περί υποτροπής και εκθέτει τους λόγους προς τούτο. Ομοίως, η τελική θέση της 6ης Αυγούστου 2008 επιβεβαιώνει την εφαρμογή των διατάξεων περί υποτροπής. Το ίδιο το όργανο συμβιβασμού αναγνώρισε ότι η απόφαση να ληφθεί υπόψη η καθ’ υποτροπή εμφάνιση πλημμελειών, με αποτέλεσμα την προσαύξηση του ποσοστού διορθώσεως εν προκειμένω, δεν ήταν αντίθετη προς μια αυστηρή ερμηνεία του εγγράφου AGRI/61495/2002/GR.

329    Επομένως, εν προκειμένω, το επιχείρημα που στηρίζεται σε όσα εκθέτει η Επιτροπή στα πρακτικά της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 δεν κλονίζει το συμπέρασμα ότι οι διαπιστωθείσες βελτιώσεις δεν εμπόδιζαν, εν προκειμένω, την επιβολή διορθώσεως ύψους 15 %.

330    Καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι ο κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ κατέστη σημαντικότερος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά το ύψος της διορθώσεως, στο κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τις διαπιστούμενες πλημμέλειες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1999, C‑59/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1683, σκέψη 55, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 37· απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 168). Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως στηρίζει τα επιχειρήματά της.

331    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εν προκειμένω αύξηση επιβλήθηκε αυτομάτως και χωρίς ειδική αιτιολογία.

332    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αύξηση του ποσοστού της διορθώσεως σε 15 % δεν έπρεπε να επέλθει αυτομάτως, αλλά μόνο μετά από εξέταση των ενδεχόμενων διορθωτικών ή αντισταθμιστικών μέτρων του κράτους μέλους και χωρίς να παραβλέπονται οι επελθούσες βελτιώσεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, T‑214/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 90). Επιπλέον, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται ως επαρκής εφόσον το κράτος στο οποίο αυτή απευθύνεται συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεώς της και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το οικείο ποσόν (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 73 ανωτέρω).

333    Εν προκειμένω, αρκεί να σημειωθεί ότι η καθ’ υποτροπή διάπραξη των διαπιστωθεισών πλημμελειών υπογραμμίστηκε κατά τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως, στην οποία μετέσχε η Ελληνική Δημοκρατία (βλ. σκέψεις 326 έως 328 ανωτέρω).

334    Επιπροσθέτως, κατά τη διαδικασία αυτή αναφέρθηκε (βλ. σκέψη 319 ανωτέρω) ότι οι επελθούσες βελτιώσεις στον τομέα των διασταυρωτικών ελέγχων και των κεντρικών αρχείων εξακολουθούσαν να είναι ανεπαρκείς.

335    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 73 ανωτέρω.

336    Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα διόρθωση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

337    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία γίνεται δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνείται να καλύπτει το σύνολο των πραγματοποιούμενων δαπανών όταν διαπιστώνει ότι δεν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑318/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

338    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει, οι πλημμέλειες που διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής αφορούν σημαντικά στοιχεία του συστήματος ελέγχου, καθώς και τη διενέργεια ελέγχων που έχουν σημαντικό ρόλο για τον προσδιορισμό της κανονικότητας των σχετικών δαπανών, οπότε ευλόγως συνήχθη το συμέρασμα ότι ο κίνδυνος ζημίας σε βάρος του ΕΓΤΠΕ ήταν σημαντικός.

339    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το ποσοστό διορθώσεως 15 % των σχετικών δαπανών δεν είναι υπερβολικό, ούτε αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

340    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύουν ότι κακώς η Επιτροπή καθόρισε ποσοστό διορθώσεως 15 % ή ότι αυτή παρέβη συναφώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

341    Επομένως, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

342    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των λόγων που στρέφονται κατά των δημοσιονομικών διορθώσεων στον τομέα του ελαιολάδου.

6.     Επί του δέκατου και του ενδέκατου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στις δαπάνες στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου

 Η κοινοτική ρύθμιση

 Οι προθεσμίες πληρωμής

343    Ο κανονισμός (EK) 296/96 της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τα στοιχεία που πρέπει να διαβιβάζουν τα κράτη μέλη και για τη μηνιαία ανάληψη των δαπανών που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2776/88 (ΕΕ L 39, σ. 5), ορίζει, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη, τα ακόλουθα:

«[…] η κοινοτική γεωργική κανονιστική ρύθμιση περιλαμβάνει προθεσμίες για την πληρωμή των ενισχύσεων στους δικαιούχους από τα κράτη μέλη· […] κάθε πληρωμή που πραγματοποιείται αδικαιολογήτως μετά από αυτές τις κανονιστικές προθεσμίες θεωρείται αντικανονική δαπάνη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει, κατ’ αρχήν, αντικείμενο προκαταβολής βάσει ανάληψης· […] ωστόσο, για να ρυθμιστεί ο οικονομικός αντίκτυπος σε συνάρτηση με την καθυστέρηση της πληρωμής, πρέπει να κλιμακωθεί η μείωση των προκαταβολών ανάλογα με το ύψος της διαπιστωθείσας υπέρβασης».

344    Το άρθρο 4 του κανονισμού 296/96, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η Επιτροπή, με βάση τα δεδομένα που έχουν διαβιβασθεί σύμφωνα με το άρθρο 3, αποφασίζει και καταβάλλει τις μηνιαίες προκαταβολές για την ανάληψη των δαπανών με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 2040/2000.

2.      Κάθε δαπάνη που καταβάλλεται εκτός των καθορισμένων όρων ή προθεσμιών θα αποτελέσει αντικείμενο μειωμένης ανάληψης στο πλαίσιο των προκαταβολών σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)      μέχρι του ορίου του 4 % των δαπανών που καταβλήθηκαν εντός των ορίων και προθεσμιών, δεν γίνεται καμία μείωση, δεδομένου ότι ο αριθμός των καθυστερημένων μηνών δεν έχει καμία επίπτωση·

β)      μετά τη χρησιμοποίηση του περιθωρίου του 4 %, κάθε επιπλέον δαπάνη που πραγματοποιείται με καθυστέρηση έως:

–        ενός μήνα, θα μειώνεται κατά 10 %,

–        δύο μηνών, θα μειώνεται κατά 25 %,

–        τριών μηνών, θα μειώνεται κατά 45 %,

–        τεσσάρων μηνών, θα μειώνεται κατά 70 %,

–        [...] πέντε ή περισσοτέρων μηνών, θα μειώνεται κατά 100 %.

Εντούτοις, εάν για ορισμένα μέτρα αντιμετωπίζονται ιδιαίτερες συνθήκες διαχείρισης ή τα κράτη μέλη παρέχουν βάσιμες αιτιολογ[ίες], η Επιτροπή θα εφαρμόσει […] κλιμάκωση των ποσοστών ή/και ποσοστά μείωσης κατώτερα ή μηδενικά.

Οι μειώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 2040/2000.»

 Οι προθεσμίες πληρωμής στον τομέα των μειονεκτικών περιοχών

345    Το άρθρο 51 του κανονισμού (EK) 817/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΠΕ (ΕΕ L 153, σ. 30, διορθωτικό ΕΕ 2004, L 231, σ. 24), που περιλαμβάνει, ιδίως, τη στήριξη των μειονεκτικών περιοχών, προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε τροποποίηση των εγγράφων προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης και των ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού βάσει του στόχου αριθ. 2, όσον αφορά τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, αιτιολογείται δεόντως, ειδικότερα με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      τους λόγους και τις ενδεχόμενες δυσχέρειες εφαρμογής που ανέκυψαν, τα οποία δικαιολογούν την αναπροσαρμογή του εγγράφου προγραμματισμού·

β)      τις αναμενόμενες επιπτώσεις των τροποποιήσεων·

γ)      τις συνέπειες ως προς τη χρηματοδότηση και τον έλεγχο των ανειλημμένων υποχρεώσεων.

2.      Η Επιτροπή εγκρίνει με τη διαδικασία […] κάθε τροποποίηση των εγγράφων προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης, του πίνακα χρηματοδοτικού προγραμματισμού, ο οποίος προσαρτάται στην απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του παρόντος κανονισμού και των ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού βάσει του στόχου αριθ. 2 ως προς τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, η οποία αφορά:

α)      τις προτεραιότητες·

β)      τα κύρια χαρακτηριστικά των μέτρων στήριξης που αναφέρονται στο παράρτημα II·

γ)      το συνολικό ανώτατο ποσό κοινοτικής στήριξης […]·

δ)      την κατανομή του κονδυλίου μεταξύ των μέτρων του εγγράφου προγραμματισμού, όταν αυτό υπερβαίνει:

–        το 15 % του συνολικού ποσού του συνολικού επιλέξιμου κόστους που προβλέπεται για το δεδομένο πρόγραμμα για το σύνολο της περιόδου προγραμματισμού, εάν η κοινοτική συνεισφορά βασίζεται στο επιλέξιμο συνολικό κόστος,

–        το 20 % του συνολικού ποσού των επιλέξιμων δημοσίων δαπανών που προβλέπονται για το δεδομένο πρόγραμμα για το σύνολο της περιόδου προγραμματισμού, εάν η κοινοτική συνεισφορά βασίζεται στις επιλέξιμες δημόσιες δαπάνες,

λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού την τελευταία στήλη (σύνολο) του πίνακα χρηματοδοτικού προγραμματισμού που προσαρτάται στην απόφαση της Επιτροπής με την οποία εγκρίνεται το έγγραφο προγραμματισμού […] όπως αυτή τροποποιήθηκε τελευταία.

3.      Οι τροποποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υποβάλλονται στην Επιτροπή με μία μόνο πρόταση ανά πρόγραμμα και κατ’ ανώτατο όριο μία φορά ανά ημερολογιακό έτος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται:

α)      σε περίπτωση αναγκαίων τροποποιήσεων μετά από φυσικές θεομηνίες ή άλλα έκτακτα συμβάντα που έχουν σημαντική επίπτωση στον προγραμματισμό του κράτους μέλους·

β)      σε περίπτωση τροποποίησης του πίνακα χρηματοδοτικού προγραμματισμού, ο οποίος προσαρτάται στην απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, ύστερα από τροποποίηση περιφερειακού εγγράφου προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης.

4.      Οι τροποποιήσεις οικονομικής φύσεως που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 2, στοιχείο δ), καθώς και οι τροποποιήσεις του ποσοστού της κοινοτικής συνεισφοράς που αναφέρεται στο σημείο 9.2.B του παραρτήματος II κοινοποιούνται στην Επιτροπή μαζί με τον χρηματοδοτικό πίνακα που έχει τροποποιηθεί σύμφωνα με το σημείο 8 του παραρτήματος II. Αρχίζουν να ισχύουν την ημερομηνία παραλαβής τους από την Επιτροπή.

Οι τροποποιήσεις οικονομικής φύσεως που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, αθροιζόμενες κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση ημερολογιακού έτους, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχείο δ).

5.      Οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση πλην των αναφερόμενων στις παραγράφους 2 και 4 κοινοποιείται στην Επιτροπή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη ισχύος της.

Η έναρξη ισχύος πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία είναι δυνατή, εφόσον η Επιτροπή ενημερώσει το κράτος μέλος, πριν από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας, ότι η τροποποίηση που κοινοποιήθηκε είναι σύμφωνη με την κοινοτική νομοθεσία.

Εάν η τροποποίηση που κοινοποιήθηκε δεν είναι σύμφωνη με την κοινοτική νομοθεσία, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος και η τρίμηνη προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αναστέλλεται, μέχρι να λάβει η Επιτροπή τροποποίηση σύμφωνη με την κοινοτική νομοθεσία.»

 Η συνοπτική έκθεση

346    Η συνοπτική έκθεση κάνει λόγο για τρεις έρευνες, με τα στοιχεία FA/2005/70/GR, FA/2006/108/GR και FA/2006/137/GR, τα αποτελέσματα των οποίων κοινοποίησε η Επιτροπή, αντιστοίχως, τον Ιανουάριο, τον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 2006. Μετά από ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ Επιτροπής και Ελληνικής Δημοκρατίας για καθεμία από τις σχετικές διαδικασίες, μετά από κοινή πρόσκληση συμμετοχής σε διμερή σύσκεψη που απεστάλη στις 15 Ιανουαρίου 2007 και μετά τη διεξαγωγή της ως άνω συσκέψεως, η Επιτροπή απέστειλε, με έγγραφο της 28ης Ιουνίου 2007, τα πρακτικά της συσκέψεως για κάθε διαδικασία. Με τρία έγγραφα της 24ης Ιανουαρίου 2008 η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία. Μετά από τη γνώμη 08/GR/360 του οργάνου συμβιβασμού της 10ης Ιουλίου 2008, κοινή για τις τρεις διαδικασίες, η Επιτροπή γνωστοποίησε την τελική της θέση στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφα της 8ης Οκτωβρίου, της 6ης Οκτωβρίου και της 19ης Σεπτεμβρίου 2008, αντιστοίχως.

347    Αφενός, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2005/70/GR, διαπιστώθηκε ιδίως ότι, σχετικά με τις μειονεκτικές περιοχές, το ανώτατο όριο δαπανών είχε καθοριστεί σε 115 770 000 ευρώ, ενώ οι συνολικές δαπάνες ανήλθαν σε 121 992 923,70 ευρώ, πράγμα το οποίο συνεπάγεται υπέρβαση κατά 6 222 923,70 ευρώ. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 51, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004, τροποποίησεις οικονομικής φύσεως που δεν καλύπτονται από το άρθρο 51, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή και αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία της εκ μέρους της Επιτροπής παραλαβής της σχετικής γνωστοποιήσεως. Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή για την τροποποίηση αυτή μόλις στις 29 Σεπτεμβρίου 2004. Κατά συνέπεια, το ποσό των 6 222 923,70 ευρώ δεν μπορεί να καλυφθεί, καθόσον οι σχετικές δαπάνες πραγματοποιήθηκαν πριν υποβληθεί στην Επιτροπή το αίτημα περί τροποποιήσεως. Το επιχείρημα κατά το οποίο το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε για το 2004 (ήτοι 125,6 εκατομμύρια ευρώ) ήταν χαμηλότερο από το ποσό που προέβλεπε ο δημοσιονομικός πίνακας χρηματοδοτήσεως του 2004 (ήτοι 145 εκατομμύρια ευρώ) δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι το ποσό των 145 εκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχεί στο συνολικό διαθέσιμο για το πρόγραμμα αυτό ποσό και, επομένως, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για ένα ειδικό μέτρο.

348    Αφετέρου, στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία FA/2006/108/GR, διαπιστώθηκαν καθυστερήσεις όσον αφορά πληρωμές κατά το οικονομικό έτος 2005 σχετικά με τις αροτραίες καλλιέργειες και με συμπληρωματικές ενισχύσεις στον τομέα του βοείου και του μοσχαρίσιου κρέατος. Προς αποφυγή μιας διπλής διορθώσεως μαζί με τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις που επιβλήθηκαν για το ίδιο οικονομικό έτος και την ίδια πίστωση του προϋπολογισμού, η διόρθωση μειώθηκε. Ανήλθε, τελικά, σε 4 521 536,62 ευρώ και λαμβάνει υπόψη τις ήδη επιβληθείσες κατ’ αποκοπή διορθώσεις έτσι ώστε να αποφευχθούν οι διπλές διορθώσεις.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

349    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ένα δέκατο λόγο, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2005/70/GR, και έναν ενδέκατο λόγο, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2006/108/GR.

 Επί του δέκατου λόγου, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2005/70/GR, που στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών και του κανονισμού 817/2004, σε έλλειψη αιτιολογίας και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

350    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τη διόρθωση σχετικά με τις μειονεκτικές περιοχές, η οποία επιβλήθηκε λόγω υπερβάσεως του ανωτάτου δημοσιονομικού ορίου. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ενημερώθηκε περί της τροποποιήσεως αυτής και ότι το ποσό της υπερβάσεως εξακολουθεί να είναι επιλέξιμη δαπάνη, διότι δεν υπήρξε υπέρβαση όσον αφορά το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε κατά το σχετικό δημοσιονομικό έτος.

351    Το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των αρχικώς προβλεπομένων δαπανών για τις μειονεκτικές περιοχές ύψους 6 222 923,70 ευρώ (βλ. σκέψη 347 ανωτέρω).

352    Από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ακόμη, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί, ότι η τροποποίηση αυτή υπαγόταν στο άρθρο 51, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004, που προβλέπει ότι οι δημοσιονομικές τροποποίησεις πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή και αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία της εκ μέρους της Επιτροπής παραλαβής της σχετικής γνωστοποιήσεως.

353    Από τα στοιχεία, όμως, της δικογραφίας, ιδίως από τη συνοπτική έκθεση, συνάγεται ότι η ως άνω υπέρβαση προκύπτει από μια τροποποίηση για την οποία η Επιτροπή ενημερώθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 και ότι οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν από τη σχετική γνωστοποίηση στην Επιτροπή, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

354    Επομένως, οι δαπάνες που υπερβαίνουν το αρχικώς προβλεπόμενο για το μέτρο αυτό ποσό και πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 29 Σεπτεμβρίου 2004 δεν μπορούν να λογίζονται ως πραγματοποιηθείσες σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

355    Ασφαλώς, το άρθρο 51, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004, εφαρμοστέο εν προκειμένω, δεν απαιτεί την έγκριση της Επιτροπής για την έναρξη της ισχύος της τροποποιήσεως αυτής, όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Δημοκρατία.

356    Εντούτοις, καίτοι η εν λόγω διάταξη προβλέπει την ανακοίνωση των δημοσιονομικών τροποποιήσεων στην Επιτροπή μόνο προς ενημέρωσή της, οι αφορώντες τη σχετική γνωστοποίηση όροι τους οποίους αυτή προβλέπει δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω.

357    Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ο κανονισμός 817/2004 επιτρέπει στα κράτη μέλη να τροποποιούν τα έγγραφα προγραμματισμού και τους πίνακες χρηματοδοτήσεως δεν κλονίζει το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού προβλέπουν ακριβώς τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται δυνατότητα για τέτοιες τροποποιήσεις, όσον αφορά τόσο το περιεχόμενό τους όσο και την ακολουθητέα διαδικασία, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι δεν τηρήθηκε το άρθρο 51, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004.

358    Επιπλέον, πρέπει επίσης να απορριφθεί η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία η τελική έκθεση δεν περιλαμβάνει καμία αιτιολογία σχετική με τις μειονεκτικές περιοχές και ότι, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

359    Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεως της αποφάσεως αυτής ενώ, κατά τη διάρκεια των διαφόρων επαφών με την Επιτροπή, είχε γίνει λόγος τόσο για τα σχετικά ποσά όσο και για την έννομη βάση της διορθώσεως αυτής (άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 817/2004). Επομένως, εγνώριζε τους λόγους της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε αυτή είναι αρκούντως αιτιολογημένη από την άποψη της εφαρμοστέας εν προκειμένω νομολογίας που υπομνήσθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω).

360    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Υποστηρίζει ότι σημειώθηκε μεν υπέρβαση του ανωτάτου ορίου όσον αφορά τις μειονεκτικές περιοχές, αλλά δεν υπήρξε υπέρβαση σχετικά με το ανώτατο όριο που είχε καθοριστεί για το πρόγραμμα αγροτικής αναπτύξεως για το 2004, επικαλείται δε έλλειψη ζημίας σε βάρος του ΕΓΤΠΕ.

361    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1258/1999 προβλέπει ότι χρηματοδοτούνται δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού τα μέτρα για την αγροτική ανάπτυξη που δεν περιλαμβάνονται στα προγράμματα του στόχου 1 και που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

362    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις παρεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη φέρουν κάθε άλλη δαπάνη, ιδίως δε τα ποσά που οι εθνικές αρχές κακώς έκριναν ότι μπορούν να καταβάλουν στο πλαίσιο της κοινής αυτής οργανώσεως (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 2002, C‑332/00, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3609, σκέψεις 44 και 45· βλ. επίσης, επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1988, 347/85, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1749, σκέψεις 52 και 53).

363    Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στις σκέψεις 354 και 356 ανωτέρω, σημειώθηκε υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των δαπανών των σχετικών με τις μειονεκτικές περιοχές χωρίς η Επιτροπή να ενημερωθεί με τρόπο σύμφωνο προς τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 51, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004.

364    Κατά συνέπεια, αφού διαπίστωσε την παρατυπία αυτή, η Επιτροπή νομίμως εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο δε παρά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι δεν υπήρξε υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του συνολικού ποσού που είχε καθοριστεί για το πρόγραμμα αγροτικής αναπτύξεως για το 2004. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του καθεστώτος στήριξης της αγροτικής αναπτύξεως και η επίτευξη των σκοπών τους οποίους αυτό επιδιώκει, πρέπει τα μέτρα που είναι επιλέξιμα προς στήριξη να είναι σύμφωνα προς την κοινοτική νομοθεσία και τα κράτη μέλη να συνεργάζονται για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού συμμορφούμενα προς το ρυθμιστικό πλαίσιο που προβλέπουν οι κανονισμοί οι οποίοι θέτουν τους κανόνες για τη στήριξη της αγροτικής αναπτύξεως, αποτέλεσμα που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να αναδιανέμουν τους σχετικούς πόρους κατά παράβαση των εφαρμοστέων διατάξεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 118).

365    Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

366    Κατά συνέπεια, ο δέκατος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ενδέκατου λόγου, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2006/108/GR, που στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, σε εσφαλμένη εφαρμογή του κανονισμού 296/96, σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, σε έλλειψη αιτιολογίας και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

367    Η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι οι εκπρόθεσμες πληρωμές οφείλονται, αφενός, για τις αροτραίες καλλιέργειες, στην εξέταση ενστάσεων οι οποίες έγιναν δεκτές και, αφετέρου, για το βόειο κρέας, σε συμψηφισμούς με μεταγενέστερες πληρωμές.

368    Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως που βαρύνουν το ΕΓΤΠΕ πρέπει να υπολογίζονται με βάση την υπόθεση ότι τηρήθηκαν οι προθεσμίες που προβλέπει η εφαρμοστέα γεωργική κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, οσάκις οι εθνικές αρχές προβαίνουν στην πληρωμή των ενισχύσεων μετά την εκπνοή της οικείας προθεσμίας, καταλογίζουν στο ΕΓΤΠΕ, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 296/96, δαπάνες παράτυπες και, ως εκ τούτου, μη επιλέξιμες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑7529, σκέψη 126, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑243/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3475, σκέψη 116).

369    Επιπλέον, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 296/96 (βλ. σκέψη 344 ανωτέρω), κάθε δαπάνη που καταβάλλεται εκπροθέσμως αποτελεί το αντικείμενο μειωμένης αναλήψεως στο πλαίσιο των προκαταβολών σύμφωνα με τους κανόνες που εκτίθενται στο εν λόγω άρθρο. Μόνον αν οι εκπροθέσμως πραγματοποιηθείσες δαπάνες δεν υπερβαίνουν το 4 % των δαπανών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τηρουμένων των σχετικών προθεσμιών δεν επιβάλλεται καμία μείωση, ενώ ο αριθμός των μηνών καθυστερήσεως δεν ασκεί καμία επιρροή.

370    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την ύπαρξη εκπροθέσμων πληρωμών. Δεν αμφισβητεί ούτε ότι οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν με καθυστέρηση υπερέβαιναν το ως άνω περιθώριο του 4 %.

371    Επομένως, ουδόλως αποδεικνύει εν προκειμένω την εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση του κανονισμού 296/96 ή των κανόνων της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών.

372    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ως άνω διόρθωση απαιτούσε ειδική αιτιολογία.

373    Εντούτοις, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς δικαιολόγηση των εκπρόθεσμων πληρωμών ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή με έγγραφο της 3ης Ιουλίου 2006 και απορρίφθηκαν από αυτήν επειδή οι προβληθέντες λόγοι δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις εκπρόθεσμες πληρωμές. Επιπροσθέτως, τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως αναφέρουν ότι η διόρθωση διατηρήθηκε με την αιτιολογία ότι, όσον αφορά τις περιπτώσεις που είχαν παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη, το όριο του 4 % θα έπρεπε να είναι επαρκές. Επιπλέον, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα του βοείου κρέατος, από τη διοικητική διαδικασία προκύπτει ότι η Επιτροπή μείωσε το ύψος της διορθώσεως λόγω υπερβάσεων των πληρωμών για να αποφύγει το ενδεχόμενο να επιβάλει διπλή διόρθωση και ότι συνήγαγε τις εξ αυτού συνέπειες επί των εκπρόθεσμων πληρωμών. Ένας αναλυτικός πίνακας αφορών την οικονομική επίπτωση των ήδη πραγματοποιηθεισών σε σχέση με τις εκπρόθεσμες πληρωμές μειώσεων περιλαμβάνεται στη συνοπτική έκθεση.

374    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία μετέσχε στενά στη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εγνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμούσε ότι η διόρθωση αυτή ήταν νόμιμη. Εξάλλου, δεν προβάλλει κανένα λόγο ούτε επικαλείται κάποια έννομη βάση που να απαιτεί ειδικότερη αιτιολογία έναντι αυτής η οποία επιβάλλεται στον τομέα αυτό βάσει της προηγουμένως υπομνησθείσας πάγιας νομολογίας (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω). Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί.

375    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επίσης παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επειδή η Επιτροπή ακολούθησε την κλίμακα που προβλέπει ο κανονισμός 296/96 χωρίς να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεώς της.

376    Όπως, όμως, υπογραμμίζει η Επιτροπή, το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 296/96 δεν παρέχει καμία εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή.

377    Ασφαλώς, το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 296/96 παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ορίσει διαφορετικά ποσοστά μειώσεως αν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις ή αν το κράτος μέλος προβάλλει βάσιμες αιτιολογίες.

378    Ωστόσο, πρόκειται για διάταξη προβλέπουσα παρέκκλιση, η οποία, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 368 ανωτέρω, σκέψη 115).

379    Επιπλέον, εναπόκειται στην Ελληνική Δημοκρατία να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 296/96, δηλαδή να αποδείξει ότι για ορισμένα μέτρα αντιμετωπίζονται ιδιαίτερες συνθήκες διαχείρισης ή να επικαλεστεί βάσιμες δικαιολογίες. Η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει ιδίως να αποδείξει ότι οι καθυστερήσεις δεν υπερέβησαν τα εύλογα όρια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑331/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9085, σκέψη 117, και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 372).

380    Εν προκειμένω, σε αυτήν εναπόκειτο να αποδείξει την ύπαρξη προηγούμενων ενστάσεων σχετικών με τις αροτραίες καλλιέργειες, των οποίων η εξέταση θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις εκπρόθεσμες πληρωμές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 375). Όμως, δεν συνέβη κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν δικαιολόγησε τις εκπρόθεσμες πληρωμές όσον αφορά τους συμψηφισμούς στον τομέα του βοείου κρέατος.

381    Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

382    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται έλλειψη ζημίας σε βάρος του ΕΓΤΠΕ, επειδή είχε επιβληθεί μια μείωση ύψους 4 678 975,85 ευρώ δυνάμει του κανονισμού 296/96 στο στάδιο των προκαταβολών, ήτοι για ποσό μεγαλύτερο από αυτό της τελικής διορθώσεως.

383    Το επιχείρημα αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 368 ανωτέρω), οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως που βαρύνουν το ΕΓΤΠΕ πρέπει να υπολογίζονται με βάση την υπόθεση ότι τηρήθηκαν οι σχετικές προθεσμίες. Κατά συνέπεια, όταν οι ελληνικές αρχές καταβάλλουν ενισχύσεις μετά τη λήξη της οικείας προθεσμίας, καταλογίζουν στο ΕΓΤΠΕ μη επιλέξιμες δαπάνες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 368 ανωτέρω, σκέψη 126, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2006, T‑251/04, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 78). Το επιχείρημα που στηρίζεται στο ότι η διόρθωση η οποία επιβλήθηκε τελικά (ήτοι 4 521 536,62 ευρώ) είναι μικρότερη από την αρχικώς προβλεφθείσα (ήτοι 4 678 975,85 ευρώ) δεν ασκεί επιρροή επ’ αυτού.

384    Κατά συνέπεια, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο ενδέκατος λόγους πρέπει να απορριφθεί.

385    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

386    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Ιανουαρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1. Η γενική κανονιστική ρύθμιση περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής

2. Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του περιεχομένου της προσφυγής

2. Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου, σχετικά με τις διορθώσεις στον τομέα «οπωροκηπευτικών – μεταποιήσεως εσπεριδοειδών»

Η κοινοτική ρύθμιση

Η συνοπτική έκθεση

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εγγράφων VI/5330/97 και 17933/2000

Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος των επιβληθεισών διορθώσεων

3. Επί του τρίτου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα του βαμβακιού

Η κοινοτική ρύθμιση

Η συνοπτική έκθεση

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους, που στηρίζεται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τις πλημμέλειες του ΟΣΔΕ

Επί του τετάρτου σκέλους, που στηρίζεται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τα περιβαλλοντικά μέτρα

Επί του πέμπτου σκέλους, που στηρίζεται στον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τον επιτόπιο έλεγχο των εκτάσεων

Επί του πρώτου και του δευτέρου σκέλους, που στηρίζονται στο δυσανάλογα μεγάλο ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως

4. Επί του έκτου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοοειδών και των πριμοδοτήσεων εκτατικοποιήσεως

Η κοινοτική ρύθμιση

Οι έλεγχοι

Η πριμοδότηση σφαγής

Η ενίσχυση εκτατικοποιήσεως

Η συνοπτική έκθεση

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των ελέγχων στον τομέα των πριμοδοτήσεων βοοειδών

– Επί των διασταυρωτικών ελέγχων

– Επί των επιτόπιων ελέγχων

Επί των διορθώσεων σχετικά με τις πριμοδοτήσεις εκτατικοποιήσεως

5. Επί του ενάτου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα του ελαιολάδου

Η κοινοτική ρύθμιση

Επί των μηχανογραφικών αρχείων

Επί του ελαιοκομικού μητρώου

Επί των δηλώσεων καλλιέργειας και επί των ελέγχων

Επί των ελαιοτριβείων

Η συνοπτική έκθεση

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εσφαλμένου χαρακτήρα των διορθώσεων που επιβλήθηκαν

– Επί της αδυναμίας χρησιμοποιήσεως των μηχανογραφικών αρχείων

– Επί της μη ολοκληρώσεως του ελαιοκομικού μητρώου

– Επί της ελλείψεως αξιοπιστίας των δηλώσεων καλλιέργειας

– Επί των πλημμελειών των επιτόπιων ελέγχων

– Επί των πλημμελειών στον τομέα των ελέγχων των ελαιοτριβείων

– Επί της ανεπαρκούς παρακολουθήσεως των κυρώσεων που προτείνει η ΑΥΜΕΕΕ

Επί του επιπέδου της επιβληθείσας διορθώσεως, της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας και της ανεπάρκειας αιτιολογίας

6. Επί του δέκατου και του ενδέκατου λόγου, όσον αφορά τις διορθώσεις στις δαπάνες στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου

Η κοινοτική ρύθμιση

Οι προθεσμίες πληρωμής

Οι προθεσμίες πληρωμής στον τομέα των μειονεκτικών περιοχών

Η συνοπτική έκθεση

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δέκατου λόγου, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2005/70/GR, που στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών και του κανονισμού 817/2004, σε έλλειψη αιτιολογίας και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί του ενδέκατου λόγου, όσον αφορά την έρευνα με τα στοιχεία FA/2006/108/GR, που στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, σε εσφαλμένη εφαρμογή του κανονισμού 296/96, σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, σε έλλειψη αιτιολογίας και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.