Language of document : ECLI:EU:C:2000:674

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2000 (1)

«Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 79/409/ΕΟΚ - Διατήρηση των αγρίων πτηνών - Περίοδοι θήρας»

Στην υπόθεση C-38/99,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. Stancanelli, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και O. Couvert-Castéra, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην ίδια υπηρεσία, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον D. Colas, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph II,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), παραλείποντας να κοινοποιήσει όλα τα μέτρα μεταφοράς για το σύνολο του εδάφους της και παραλείποντας να εφαρμόσει ορθά τη διάταξη αυτή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Gulmann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Β. Σκουρή, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer


γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, προϊσταμένη τμήματος

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου 2000, κατά την οποία η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον R. Tricot, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και η Γαλλική Δημοκρατία από την K. Rispal-Bellanger και τον D. Colas,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Φεβουαρίου 1999, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202, στο εξής: οδηγία περί πτηνών), παραλείποντας να κοινοποιήσει όλα τα μέτρα μεταφοράς για το σύνολο του εδάφους της και παραλείποντας να εφαρμόσει ορθά τη διάταξη αυτή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

Το κανονιστικό πλαίσιο

2.
    Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας περί πτηνών:

«Τα κράτη μέλη υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε ένα επίπεδο που να ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις.»

3.
    Το άρθρο 7 της οδηγίας περί πτηνών ορίζει:

«1.    Ανάλογα με το επίπεδο του πληθυσμού τους, τη γεωγραφική κατανομή και το ρυθμό αναπαραγωγής τους σε όλη την Κοινότητα, τα αναφερόμενα στο παράρτημα ΙΙ είδη είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η θήρα αυτών των ειδών να μην υπονομεύει τις προσπάθειες διατηρήσεως που αναλαμβάνονται στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

2.    Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μέρος 1 είναι δυνατόν να θηρεύονται στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη εφαρμογής της παρούσης οδηγίας.

3.     Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μέρος 2 είναι δυνατόν να θηρεύονται μόνο στα κράτη μέλη, για τα οποία έχουν σημειωθεί.

4.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η θηρευτική δραστηριότητα στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ιερακοθηρία, όπως προκύπτει από την εφαρμογή των ισχυουσών εθνικών διατάξεων, σέβεται τις αρχές μιάς ορθολογικής χρησιμοποιήσεως και μιας οικολογικά ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη πτηνών που αφορά, και ότι η πρακτική αυτή είναι συμβιβάσιμη, ως προς τον πληθυσμό των ειδών αυτών, και ιδιαίτερα των αποδημητικών, με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη στα οποία εφαρμόζεται η θηρευτική νομοθεσία να μην θηρεύονται κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, ούτε κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως. Όταν πρόκειται για αποδημητικά είδη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη που υπόκεινται στη θηρευτική νομοθεσία να μη θηρεύονται κατά την περίοδο αναπαραγωγής και κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποιήσεως. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή όλες τις χρήσιμες πληροφορίες για την πρακτική εφαρμογή της θηρευτικής νομοθεσίας τους.»

Η διοικητική διαδικασία

4.
    Στις 12 Νοεμβρίου 1997 η Επιτροπή απηύθυνε στη Γαλλική Κυβέρνηση έγγραφο οχλήσεως για μη τήρηση της οδηγίας και συγκεκριμένα του άρθρου 7.

5.
    Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή παρατήρησε, πρώτον, ότι οι γαλλικές αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο εφαρμογής της καλούμενης αρχής της «πλήρους προστασίας» των ειδών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερη και τρίτη περίοδος, της οδηγίας περί πτηνών και ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοιο μέτρο, οι εν λόγω αρχές δεν το κοινοποίησαν στην Επιτροπή.

6.
    Δεύτερον, παρατήρησε ότι λόγω της μη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της αρχής αυτής, η γαλλική νομοθεσία έδινε τη δυνατότητα στον αρμόδιο υπουργό να καθορίζει κατά διακριτική ευχέρεια νωρίτερα την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου θήρας υδρόβιων πτηνών, ενδεχομένως κατά παράβαση της απαγορεύσεως της θήρας κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως και αναπαραγωγής που θεσπίζει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περί πτηνών. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος της 29ης Μαΐου 1997 (JORF της 30ής Μαΐου 1997, σ. 8303, στο εξής: υπουργικές αποφάσεις), που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου R. 224-6 του νέου αγροτικού κώδικα, καθόρισαν, για 69 γαλλικά μητροπολιτικά διαμερίσματα, την ημερομηνία ενάρξεως θήρας υδρόβιων πτηνών πριν από τη γενική έναρξη της θηρευτικής περιόδου και χωρίς να είναι δυνατό να προσδιοριστούν τα επιστημονικά στοιχεία βάσει των οποίων οι γαλλικές αρχές καθόρισαν τις ημερομηνίες αυτές με πλήρη σεβασμό της αρχής της πλήρους προστασίας των ειδών.

7.
    Τρίτον, η Επιτροπή παρατήρησε, αφενός, ότι οι ημερομηνίες λήξεως που ορίζει ρητά ο νόμος 94-591, της 15ης Ιουλίου 1994, περί καθορισμού των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου για τα αποδημητικά πτηνά (JORF της 16ης Ιουλίου 1994, σ. 10246), ήταν προδήλως πολύ όψιμες για μεγάλο αριθμό ειδών πτηνών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο θήρας, σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθετε η τράπεζα δεδομένων ΟRNIS και, αφετέρου, ότι η δυνατότητα που παρεχόταν στη διοικητική αρχή να παρεκκλίνει, στο επίπεδο του διαμερίσματος, από τις ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου που ορίζει ο εν λόγω νόμος δεν εξασφάλιζαν τον σεβασμό των απαιτήσεων της οδηγίας περί πτηνών.

8.
    Τέταρτον, οι γαλλικές αρχές ουδέποτε κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις ημερομηνίες της θηρευτικής περιόδου για τα αποδημητικά πτηνά στα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle.

9.
    Απαντώντας στην αιτιολογημένη γνώμη, η Γαλλική Κυβέρνηση απλώς απέστειλε στην Επιτροπή, στις 17 Ιουνίου 1998, αντίγραφο του «Rapport du Gouvernement au Parlement sur l'application de la loi no 94-591 du 15 juillet 1994» (έκθεση της κυβέρνησης προς το Κοινοβούλιο) που κατατέθηκε στο γαλλικό Κοινοβούλιο στις 16 Ιουνίου 1998, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2 του ίδιου νόμου.

10.
    Με έγγραφο της 5ης Αυγούστου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπίστωσε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7 της οδηγίας περί πτηνών, παραλείποντας να κοινοποιήσει όλα τα μέτρα μεταφοράς για το σύνολο του εδάφους της και παραλείποντας να εφαρμόσει ορθά την εν λόγω διάταξη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Η Επιτροπή επισήμανε την παράλειψηεφαρμογής της αρχής της πλήρους προστασίας τόσο με τον νόμο 94-591 όσο και με τον νόμο 98-549, της 3ης Ιουλίου 1998, περί πρόωρης έναρξης και λήξης της θηρευτικής περιόδου για τα αποδημητικά πτηνά (JORF της 4ης Ιουλίου 1998, σ. 10208), που αντικατέστησαν εν μέρει τον παλαιότερο νόμο. Παρατήρησε επίσης ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά ήταν πάρα πολύ πρώιμες, τόσο υπό το κράτος του νόμου 94-591 όσο και του νόμου 98-549. Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου που όριζαν οι δύο αυτοί νόμοι ήταν πολύ όψιμες. Επιπλέον, επισημάνθηκε η παράλειψη κοινοποιήσεως των διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας περί πτηνών για τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle. Η Επιτροπή κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

11.
    Με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 1998, η Γαλλική Κυβέρνηση παρατήρησε ότι στην έκθεση της κυβέρνησης προς το Κοινοβούλιο, σχετικά με την εφαρμογή του νόμου 94-591, υπογράμμισε, σχετικά με τα διάφορα νομοσχέδια που ρύθμιζαν τις ημερομηνίες πρόωρης έναρξης και λήξης της θηρευτικής περιόδου για τα αποδημητικά πτηνά, ότι περιείχαν διατάξεις που φαίνονται να έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει η οδηγία περί πτηνών και ότι δεν μπορούσε να τις δεχθεί. Επισήμανε επίσης ότι η εξέταση του φακέλου της θήρας που διενεργείτο τόσο στους κόλπους του γαλλικού Κοινοβουλίου όσο και στο επίπεδο της κυβέρνησης θα κατέληγε, με τον καιρό, σε αναθεώρηση του νόμου 98-549 προς την κατεύθυνση μιας καλύτερης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των αρχών που θεσπίζει η οδηγία περί πτηνών.

12.
    Ωστόσο, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί πλήρως προς τις υποχρεώσεις που υπείχε από την οδηγία περί πτηνών, και ιδίως από το άρθρο 7, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

Επί της ουσίας

13.
    Η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία:

-    πρώτον, ότι δεν μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την αρχή της πλήρους προστασίας·

-    δεύτερον, ότι καθόρισε πολύ πρόωρες ημερομηνίες ενάρξεως της θηρευτικής περιόδου·

-    τρίτον, ότι καθόρισε πολύ όψιμες ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου, και

-    τέταρτον, ότι δεν της κοινοποίησε τις διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας περί πτηνών στο εσωτερικό δίκαιο, και συγκεκριμένα για τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle.

14.
    Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, η δεύτερη αιτίαση, στη συνέχεια η τρίτη, η τέταρτη και τέλος η πρώτη.

Ως προς τις ημερομηνίες ενάρξεως της θηρευτικής περιόδου

15.
    Το άρθρο R. 224-6 του νέου αγροτικού κώδικα ορίζει:

«Ο αρμόδιος για τη θήρα υπουργός μπορεί, με απόφαση που δημοσιεύεται τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν από την ημερομηνία θέσεώς της σε ισχύ, να επιτρέψει τη θήρα υδρόβιων πτηνών πριν από την ημερομηνία γενικής ενάρξεως της θηρευτικής περιόδου και μέχρι αυτής:

1.    στις ζώνες θαλάσσιας θήρας·

2.    στους ποταμούς, διαύλους, δεξαμενές, λίμνες και μη αποξηραμένα έλη, με τη διευκρίνιση ότι επιτρέπονται μόνον οι βολές πάνω από την επιφάνεια του νερού.»

16.
    Οι υπουργικές αποφάσεις καθόρισαν, για 69 γαλλικά μητροπολιτικά διαμερίσματα, τις ημερομηνίες ενάρξεως της θήρας υδρόβιων πτηνών πριν την ημερομηνία ενάρξεως της γενικής θηρευτικής περιόδου, ημερομηνίες που τοποθετούνται μέσα στην περίοδο από 19 Ιουλίου μέχρι 31 Αυγούστου 1997.

17.
    Το άρθρο L. 224-2, δεύτερο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, που ίσχυε μέχρι την έκδοση του νόμου 2000-698, της 26ης Ιουλίου 2000, περί θήρας (JORF της 27ης Ιουλίου 2000, σ. 11542), καθόρισε απευθείας, για 68 από τα 69 διαμερίσματα του μητροπολιτικού εδάφους που αφορούσαν οι προαναφερθείσες υπουργικές αποφάσεις, τις πρόωρες ημερομηνίες ενάρξεως της θηρευτικής περιόδου για τα είδη υδρόβιων πτηνών στους θαλάσσιους δημόσιους χώρους και σε άλλα εδάφη. Το διαμέρισμα του Moselle, που αποτελούσε αντικείμενο μιας των υπουργικών αποφάσεων, εξαιρέθηκε ρητά από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

18.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά που καθορίζουν οι υπουργικές αποφάσεις δεν είχαν επιστημονικό έρεισμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν ασυμβίβαστες με την απαγόρευση της θήρας σε περιόδους φωλεοποιήσεως και κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως των οικείων ειδών που θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών. Υποστηρίζει επίσης ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου των υδροβίων ειδών που ορίζει το άρθρο L. 224-2, δεύτερο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, είναι κατά τα ουσιώδη ανάλογες αυτών που προέβλεπε η προϊσχύσασα ρύθμιση. Κατά συνέπεια, είναι και αυτές πολύ πρόωρες.

19.
    Η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά που ορίζουν οι υπουργικές αποφάσεις είχαν επιστημονικό έρεισμα. Συγκεκριμένα, καθορίστηκαν βάσει μεθόδου που στηρίζεται σε ετήσιες παρατηρήσεις οι οποίες συλλέγονται και αξιοποιούνται σύμφωνα με το πρωτόκολλο που έχει καταρτίσει το Muséum national d'histoire naturelle (εθνικό μουσείο φυσικής ιστορίας) και το Office national de la chasse, πρωτόκολλο το οποίο υποβλήθηκε με μια έκθεση του 1989, τιτλοφορούμενη «Répartition et chronologie de la migration prénuptiale et de la reproduction en France des oiseaux d'eau gibier». Η μέθοδος αυτή καθιστά δυνατή τη διατήρηση των ειδών κατά τη φάση της φωλεοποιήσεως και μόνον ένας μικρός αριθμός ατόμων είναι δυνατό να μην καλυφθεί από την προστασία αυτή. Κατ' αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η μεγάλης εκτάσεως απομείωση του πληθυσμού των πτηνών. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια είδη που καθορίζει το άρθρο L. 224-2, δεύτερο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, καθορίστηκαν βάσει των αποτελεσμάτων που απέδωσε η επί πέντε έτη εφαρμογή της μεθόδου αυτής. Η εν λόγω κυβέρνηση αναγνωρίζει πάντως, υπό το φως των τελευταίων επιστημονικών δεδομένων που εκτίθενται στην έκθεση της επιστημονικής επιτροπής του εθνικού μουσείου φυσικής ιστορίας, της 30ής Σεπτεμβρίου 1999, ότι η μέθοδος αυτή καταλήγει, για ορισμένα από τα οικεία είδη και σε ορισμένα εδάφη, σε πάρα πολύ πρόωρη έναρξη της θηρευτικής περιόδου.

20.
    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της προθεσμίας που έταξε η αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Μαρτίου 1999, C-166/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-1719, σκέψη 18).

21.
    Όμως, κατά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας, το σύστημα ημερομηνιών πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά, όπως διαμορφώθηκε με τις υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογήν του άρθρου R. 224-6 του νέου αγροτικού κώδικα, είχε αντικατασταθεί από το σύστημα του άρθρου L. 224-2 του ίδιου κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549. Όσον αφορά όμως την επιλογή των ημερομηνιών πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά, το τελευταίο σύστημα δεν εμφάνιζε, σε σχέση με το προηγούμενο, παρά μόνον ελάχιστες διαφορές.

22.
    Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί η αιτίαση αυτή σε σχέση με το σύστημα των ημερομηνιών πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά όπως καταρτίστηκε με τον νόμο 98-549, που τροποποίησε το άρθρο L. 224-2 του νέου αγροτικού κώδικα.

23.
    Συναφώς, διευκρινίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών έχει, μεταξύ άλλων, ως στόχο να επιβάλλει απαγόρευση της θήρας οποιουδήποτε είδους αγρίου πτηνού κατά την περίοδο της φωλεοποιήσεως ή κατά τις διάφορεςφάσεις της αναπαραγωγής και της εξαρτήσεως ή, ακόμη, προκειμένου για αποδημητικά είδη, κατά τη φάση της επιστροφής στον τόπο φωλεοποιήσεως. Βάσει αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο αποβλέπει στη διασφάλιση πλήρους συστήματος προστασίας κατά τη διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες η επιβίωση των αγρίων πτηνών απειλείται ιδιαιτέρως (βλ. τις αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1991, C-157/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1991, σ. Ι-57, σκέψη 14, και της 19ης Ιανουαρίου 1994, C-435/92, Association pour la protection des animaux sauvages κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-67, σκέψη 9). Περαιτέρω, έκρινε επίσης ότι η προστασία από τις θηρευτικές δραστηριότητες δεν μπορεί να περιορίζεται στην πλειονότητα των πτηνών συγκεκριμένου είδους, όπως αυτή καθορίζεται με βάση ένα μέσο όρο των κύκλων αναπαραγωγής και μετακινήσεων προς αποδημία (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 14, και Association pour la protection des animaux sauvages κ.λπ., σκέψη 10).

24.
    Εν προκειμένω, η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά που καθορίζει το άρθρο L. 224-2, δεύτερο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, δεν δίνει τη δυνατότητα διατηρήσεως όλων των ατόμων των ειδών κατά την περίοδο της φωλεοποιήσεως. Δέχεται μάλιστα ότι, για ορισμένα από τα οικεία είδη και σε ορισμένα εδάφη, η έναρξη της θηρευτικής περιόδου είναι πάρα πολύ πρόωρη.

25.
    Εξάλλου, τα στοιχεία που προκύπτουν από μια μελέτη του Office nationale de la chasse του Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με δύο είδη πτηνών που μπορούν να θηρευτούν δείχνουν ότι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου που προβλέπουν οι υπουργικές αποφάσεις εμπίπτουν συχνά στις περιόδους κατά τις οποίες ένας σημαντικός αριθμός νεαρών πτηνών βρίσκονται υπό εξάρτηση διότι δεν μπορούν ακόμη να πετάξουν. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρασινοκέφαλη, σε 8 διαμερίσματα, μόνον το 80 % κατά μέγιστο όριο των νεαρών πτηνών μπορούσαν να πετάξουν κατά την ημερομηνία πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου· την ίδια ημερομηνία σε 26 άλλα διαμερίσματα την ικανότητα να πετούν είχαν το 90 % κατά μέγιστο όριο των νεαρών πτηνών. Όσον αφορά τη φαλαρίδα, σε 8 διαμερίσματα, το 80 %, στην καλύτερη περίπτωση, των νεαρών πτηνών είχαν την εν λόγω ικανότητα κατά την πρόωρη έναρξη της θηρευτικής περιόδου· σε 15 άλλα διαμερίσματα μπορούσαν να πετούν κατά την ημερομηνία εκείνη το 90 % κατά μέγιστο όριο των νεαρών πτηνών.

26.
    Δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, το σύστημα των ημερομηνιών πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά, όπως διαμορφώνεται με τον νόμο 98-549, δεν εμφανίζει, όσον αφορά την επιλογή των ημερομηνιών, παρά μόνον πολύ μικρές διαφορές σε σχέση με το σύστημα που προέβλεπαν οι υπουργικές αποφάσεις, τα στοιχεία που περιέχονται στη μελέτη που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης εξακολουθούν, κατά τα ουσιώδη, να είναι κατάλληλα και για την εκτίμηση του συμβατού του νέου συστήματος με τις απαιτήσεις της οδηγίας περί πτηνών.

27.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το σύστημα των ημερομηνιών πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια πτηνά, όπως καταρτίστηκε με τον νόμο 98-549 που τροποποίησε το άρθρο L. 224-2 του νέου αγροτικού κώδικα, δεν είναι ικανό να εξασφαλίσει το επιβαλλόμενο, από το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών, όπως έχει ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή το Δικαστήριο, πλήρες σύστημα προστασίας των αγρίων πτηνών, σε μια περίοδο κατά την οποία η επιβίωσή τους απειλείται ιδιαίτερα.

28.
    Διαπιστώνεται συνεπώς ότι, όσον αφορά την επιλογή των ημερομηνιών πρόωρης έναρξης της θηρευτικής περιόδου για ορισμένα υδρόβια είδη, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθά στο εσωτερικό δίκαιο την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών. Κατά συνέπεια, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή ως προς αυτό το σημείο.

Ως προς τις ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου

29.
    Το άρθρο L. 224-2 του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 94-591, όριζε:

«Ουδείς δύναται να θηρεύσει εκτός της θηρευτικής περιόδου όπως αυτή καθορίζεται από τη διοικητική αρχή.

Ωστόσο, για τα υδρόβια είδη και τα διερχόμενα πτηνά, οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου είναι οι ακόλουθες, στο σύνολο του μητροπολιτικού εδάφους, με εξαίρεση τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle:

-    πρασινοκέφαλη: 31 Ιανουαρίου·

-    μαριλόπαπια, αργυροπούλι: 10 Φεβρουαρίου·

-    σταχτόχηνα, φλυαρόπαπια, κιρκίρι, σαρσέλλα, κουδουνόπαπια, νερόκοτα, βροχοπούλι, μαυρότρυγγας, χοντροσκαλίνδρα, ψευτομαχητής, σπαρήθρα, γερακότσιχλα: 20 Φεβρουαρίου·

-    άλλα είδη υδρόβιων πτηνών και διερχόμενα πτηνά: τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου.

Η διοικητική αρχή μπορεί, με απόφαση που εκδίδεται κατόπιν γνωμοδοτήσεως του νομαρχιακού συμβουλίου θήρας και άγριας πανίδας, να ορίσει αργότερα τις ημερομηνίες λήξεως που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια υπό τον όρο ότι θα είναι προγενέστερες της 31ης Ιανουαρίου.»

30.
    Το άρθρο L. 224-2, τρίτο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, που ίσχυε μέχρι την έκδοση του νόμου 2000-698, όριζε:

«Για τα είδη των υδροβίων και των διερχομένων πτηνών, στο σύνολο του μητροπολιτικού εδάφους με εξαίρεση τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle, οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου είναι οι ακόλουθες:

-    πρασινοκέφαλη: 31 Ιανουαρίου·

-    κυνηγόπαπια, τσικνόπαπια, αργυροπούλι: 10 Φεβρουαρίου·

-    σταχτόχηνα, φλυαρόπαπια, κιρκίρι, σαρσέλλα, φαλαρίδα, κουδουνόπαπια, ροπαλόπαπια, βροχοπούλι, μαυρότρυγκας, χοντροσκαλίνδρα, ψευτομαχητής, σιταρήθρα: 20 Φεβρουαρίου·

-    άλλα είδη υδρόβιων πτηνών και διερχόμενων πτηνών: τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου.»

31.
    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου για τα υδρόβια και τα διερχόμενα πτηνά, που καθορίζει ρητά ο νόμος 94-591, καθιστούσαν δυνατή τη μερική σύμπτωση της θηρευτικής περιόδου και της περιόδου της αποδημίας επιστροφής, όπως είναι επιστημονικά γνωστή, για 31 είδη. Για 12 από αυτά, η μερική σύμπτωση υπερβαίνει τα δύο δεκαήμερα. Ο νόμος 98-549 δεν επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις ως προς αυτό το σημείο. Η εν λόγω μερική σύμπτωση αφορά 29 είδη και είναι σε διάρκεια μεγαλύτερη ή ίση των 20 ημερών για 12 είδη, όπως προαναφέρθηκε.

32.
    Στην πραγματικότητα ένα τέτοιο σύστημα δεν εξασφαλίζει την πλήρη προστασία των πτηνών κατά τη φάση της μεταβάσεως στον τόπο φωλεοποιήσεως, κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο.

33.
    Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, εφόσον οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου κλιμακώνονται και εφόσον μπορούν να θηρευτούν ή όχι, ανάλογα με την οικεία ημερομηνία λήξεως της θηρευτικής περιόδου διάφορα είδη που παρουσιάζουν ομοιότητες, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως. Οι ημερομηνίες αυτές πρέπει, επομένως, να καθοριστούν με τρόπο που θα εξασφαλίζει την πλήρη προστασία των ειδών, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος συγχύσεώς τους. Ακριβώς όμως τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τέτοια δεν είναι η παρούσα κατάσταση στη Γαλλία.

34.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω ότι η μέθοδος ORNIS στην οποία αναφέρεται η Γαλλική Κυβέρνηση στηρίζεται στη ρητή αποδοχή μιας μερικής συμπτώσεως, που χαρακτηρίζεται ως ασήμαντη, θυρευτικών περιόδων και περιόδων αποδημίας για ορισμένα είδη, με εξαίρεση τα είδη όψιμης αποδημίας και τα τελούντα σε κακή κατάσταση διατηρήσεως, για τα οποία η θήρα πρέπει να σταματά κατά το δεκαήμερο που προηγείται του δεκαημέρου κατά το οποίο αρχίζει η διέλευση. Όμως, το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών δεν μπορεί να εφαρμοστεί ορθά με τη χρησιμοποίηση μιας τέτοιας μεθόδου, όπως το Δικαστήριο έκρινε με την προαναφερθείσα απόφαση Association pour la protection des animaux sauvages κ.λπ. Πράγματι, η οδηγία, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, επιβάλλει την απόλυτη παύση της θήρας αμέσως μόλις αρχίσει το φαινόμενο της αποδημίας, με μόνη εξαίρεση ορισμένα μεμονωμένα φαινόμενα (μεμονωμένα άτομα που αρχίζουν την αποδημία). Συνεπώς, κάθε χρονική σύμπτωση των περιόδων πρέπει να απαγορεύεται και κανένα άλλο κριτήριο, όπως η κατάσταση διατηρήσεως των ειδών, δεν μπορεί νααποτελέσει λόγο που θα επιτρέπει τη θήρα των πτηνών τα οποία έχουν αρχίσει την αποδημία τους.

35.
    Η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι ορισμένες από τις ημερομηνίες που καθορίζουν οι νόμοι 94-591 και 98-549 είναι ενδεχομένως αμφισβητήσιμες από πλευράς του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο. Ωστόσο, η εν λόγω κυβέρνηση διευκρινίζει ότι ο νόμος 94-591 προέβλεπε κλιμάκωση ανά δεκαήμερο των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου με βάση τη μέθοδο ΟRNIS, όπως περιγράφεται στη «note sur certaines notions biologiques abordées dans la directive oiseaux» (παρατηρήσεις επί ορισμένων εννοιών της βιολογίας που περιέχονται στην οδηγία περί πτηνών) που εκδόθηκε στις 28 Απριλίου 1993 από την επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο που είναι επίσης γνωστή ως «επιτροπή ORNIS», η οποία ιδρύθηκε κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16 της οδηγίας περί πτηνών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις δημοσιεύτηκαν από την Επιτροπή στις 24 Νοεμβρίου 1993 στη «Δεύτερη έκθεση επί της εφαρμογής της οδηγίας περί πτηνών». Οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου που καθορίστηκαν με τον νόμο 98-549 είναι και αυτές κατά τα ουσιώδη το αποτέλεσμα της εφαρμογής της μεθόδου αυτής.

36.
    Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η μέθοδος ORNIS δέχεται τη σύλληψη λίγων πτηνών κατά την περίοδο χρονικής συμπτώσεως της θηρευτικής περιόδου και της αρχής της αποδημίας που δεν λαμβάνει μεγάλη έκβαση, εφόσον η κατάσταση διατηρήσεως του είδους το επιτρέπει, οπότε να εξασφαλίζεται η πλήρης προστασία του είδους και όχι κάθε ατόμου. Οι λίγες περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου από τις γαλλικές αρχές δεν καταλήγει σε αποτέλεσμα ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις της οδηγίας περί πτηνών οφείλονται στην κακή εφαρμογή της μεθόδου αυτής και όχι σε εγγενές ελάττωμά της.

37.
    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η πρακτική της κλιμακώσεως των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου είναι ικανή να βλάψει τον στόχο της πλήρους προστασίας των ειδών λόγω του κινδύνου συγχύσεως ορισμένων, η εν λόγω κυβέρνηση παρατηρεί ότι δεν αρκεί, στο πλαίσιο μιας προσφυγής λόγω παραβάσεως, να επικαλεστεί η Επιτροπή την ύπαρξη κινδύνου, αλλά πρέπει να αποδείξει τη συγκεκριμένη επέλευση του κινδύνου, αποδεικνύοντας ότι η πρακτική, που ισχυρίζεται ότι δεν είναι η πρέπουσα, αντιστρατεύεται, στην πραγματικότητα, την επιθυμητή προστασία. Λόγω του γεγονότος ότι η κλιμάκωση των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου δεν αποτελεί νέα πρακτική, η Επιτροπή όφειλε να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι πρακτικές αυτές είχαν επίδραση στο επίπεδο του πληθυσμού των οικείων ειδών.

38.
    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί πρώτον ότι, κατόπιν των προεκτεθέντων στη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης, η αιτίαση αυτή πρέπει να εξεταστεί μόνον ως προς το ζήτημα των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου υδροβίων και διερχομένων πτηνών που θεσπίζει το άρθρο L. 224-2, τρίτο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549. Συγκεκριμένα, όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, το σύστημα αυτό αντικατέστησε το σύστηματου άρθρου L. 224-2, δεύτερο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως είχε τροποποιηθεί με τον νόμο 94-591.

39.
    Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση δέχεται ότι το εν λόγω σύστημα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας περί πτηνών.

40.
    Τέλος, όπως προκύπτει από τον πίνακα που καταρτίστηκε βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα στην τράπεζα δεδομένων ORNIS και τα οποία κατατέθηκαν στη δικογραφία, για 29 αποδημητικά είδη που μπορούν αν θηρευτούν στη Γαλλία, οι ημερομηνίες λήξεως της θηρευτικής περιόδου καθορίζονται, αναλόγως των ειδών, με καθυστέρηση δέκα, είκοσι ή και τριάντα ημερών σε σχέση με την ημερομηνία ενάρξεως της αποδημίας επιστροφής (που λέγεται επίσης αποδημία προς ανεύρεση συντρόφου) του είδους. Τα είδη που εμπλέκονται στην κατάσταση αυτή είναι η πρασινοκέφαλη, το αργυροπούλι, η σταχτόχηνα, η φλυαρόπαπια, το κιρκίρι, η φαλαρίδα, η σουβλόπαπια, ο χουλιαράς, το σφυριχτάρι, η ασπρομετωπόχηνα, χωραφόχηνα, η μαριλόπαπια, το φασοπερίστερο, η φάσσα, η νεροκοτσέλα, του κουφομπεκάτσινο, η βελουδόπαπια, ο συγλίγουρος, το βροχοπούλι, η πουπουλόπαπια, η τουρλίδα, η κοκκινότσιχλα, ο κότσυφας, η τσίχλα, η κεδρότσιχλα, ο ψευτομαχητής, η σιταρήθρα, η γερακότσιχλα και το μπεκατσίνι.

41.
    Επομένως, ένα ποσοστό πουλιών, μικρότερο ή μεγαλύτερο αναλόγως του είδους, δεν προστατεύονται από τις θηρευτικές δραστηριότητες κατά την περίοδο της μετακινήσεως προς εύρεση συντρόφου, κατά την οποία απειλείται ιδιαίτερα η επιβίωσή τους.

42.
    Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η μέθοδος που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα ότι ορισμένο ποσοστό των πτηνών ενός είδους δεν έχουν πλήρη προστασία κατά την περίοδο της αποδημίας προς αναζήτηση συντρόφου δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών (βλ. απόφαση Association pour la protection des animaux sauvages κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 13).

43.
    Όσον αφορά την κλιμάκωση των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία δεν παρέχει στις εθνικές αρχές την εξουσία να καθορίζουν ημερομηνίες λήξεως της θήρας κυμαινόμενες ανάλογα με τα είδη πτηνών, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να προσκομίσει στοιχεία στηριζόμενα σε επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα που προσιδιάζουν σε κάθε ειδική περίπτωση και αποδεικνύοντα ότι τυχόν κλιμάκωση των ημερομηνιών λήξεως της θήρας δεν εμποδίζει την πλήρη προστασία των ειδών πτηνών που ενδέχεται να επηρεάζει η εν λόγω κλιμάκωση (βλ. απόφαση Association pour la protection des animaux sauvages κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 22).

44.
    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε καμία τέτοια απόδειξη.

45.
    Βάσει των προεκτεθέντων διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά την επιλογή των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου για ορισμένα είδη υδροβίων και διερχομένων πτηνών, η Γαλλική Δημοκρατία δεν εφάρμοσε ορθά, και εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών. Κατά συνέπεια, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή και ως προς αυτό το σημείο.

Όσον αφορά την κοινοποίηση των διατάξεων μεταφοράς της οδηγίας περί πτηνών στο εσωτερικό δίκαιο, σχετικά με τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle

46.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι γαλλικές αρχές δεν της κοινοποίησαν τις ημερομηνίες της θηρευτικής περιόδου για τα αποδημητικά πτηνά στα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle.

47.
    Η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη δεν είχε διαβιβάσει κανένα σχετικό στοιχείο.

48.
    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της θηρευτικής περιόδου για τα αποδημητικά πτηνά στα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών. Η προσφυγή της Επιτροπής είναι επομένως βάσιμη και ως προς αυτό το σημείο.

Όσον αφορά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερη και τρίτη φράση, της οδηγίας περί πτηνών

49.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της αρχής της πλήρους προστασίας σε σχέση με τις θηρευτικές περιόδους, όπως απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερη και τρίτη περίοδος, της οδηγίας περί πτηνών, που δεν πραγματοποιήθηκε, είναι αναγκαία για να είναι σε θέση οι αρχές, οι αρμόδιες για τον καθορισμό των ημερομηνιών ενάρξεως και λήξεως της θηρευτικής περιόδου, να επιτελέσουν το έργο αυτό σύμφωνα με τις σαφείς διατάξεις της εν λόγω οδηγίας και για να έχουν πλήρη αποτελεσματικότητα οι διατάξεις αυτές για κάθε ενδιαφερόμενο.

50.
    Όσον αφορά ειδικότερα το σύστημα που ίσχυε όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, καίτοι οι ημερομηνίες πρόωρης έναρξης και λήξης της θηρευτικής περιόδου καθορίζονται έκτοτε από τον νομοθέτη, ο τελευταίος άφησε πάντως ορισμένο περιθώριο στις διοικητικές αρχές όσον αφορά τον καθορισμό των ημερομηνιών για την οργάνωση των θηρευτικών δραστηριοτήτων εντός των περιόδων που καθορίζει ο νόμος. Συγκεκριμένα, οι ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της θηρευτικής περιόδου που καθόρισε ο νομοθέτης με το άρθρο L. 224-2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του νέου αγροτικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, δεν έχουν εφαρμογή στα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle. Οι περιφερειάρχες αυτών των διαμερισμάτων είναι αρμόδιοινα καθορίσουν τις ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της θηρευτικής περιόδου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου R. 229-2 του εν λόγω κώδικα, που καθορίζει για τα τρία αυτά διαμερίσματα τη γενική θηρευτική περίοδο. Όσον αφορά τα μέτρα οργανώσεως της θήρας, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, βάσει των τριών τελευταίων εδαφίων του άρθρου L. 224-2 του ίδιου κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 98-549, οι διοικητικές αρχές καταρτίζουν ενδεχομένως προγράμματα διαχειρίσεως. Ακριβώς όμως τα προγράμματα αυτά έχουν πολύ στενό σύνδεσμο, μεταξύ άλλων, με τον καθορισμό των ημερομηνιών λήξεως της θηρευτικής περιόδου.

51.
    Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η αιτίαση της παραλείψεως μεταφοράς στη γαλλική έννομη τάξη της αρχής της πλήρους προστασίας είναι καθαρά τυπική, διότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες τόσο του νόμου 94-591 όσο και του νόμου 98-549 αποδεικνύουν ότι ο νομοθέτης θέλησε να κινηθεί εντός του πλαισίου του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας περί πτηνών όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο και τούτο παρά το γεγονός ότι ορισμένες από τις ημερομηνίες που καθορίστηκαν δεν φαίνονται να συνάδουν προς τη διάταξη αυτή. Στην πραγματικότητα, η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της αρχής αυτής είναι περιττή, δεδομένου ότι το ισχύον δίκαιο εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της. Η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η οδηγία περί πτηνών αποτελεί κείμενο γνωστό, όσο γνωστή θα ήταν μια διάταξη αρχής που θα προσετίθετο στον αγροτικό κώδικα και οι πολίτες γνωρίζουν ότι μπορούν να την επικαλεστούν, όπως αποδεικνύει ο πολλαπλασιασμός των διοικητικών ενστάσεων που στηρίζονται σ' αυτό το κείμενο. Εξάλλου, τα γαλλικά δικαστήρια ουδέποτε αρνήθηκαν να εξετάσουν το συμβατό των πράξεων της διοικήσεως με την οδηγία περί πτηνών και ιδίως με την αρχή της πλήρους προστασίας.

52.
    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι δεν αμφισβητείται ότι κατά το τέλος της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερη και τρίτη φράση, της οδηγίας περί πτηνών δεν είχαν περιληφθεί ρητά στο γαλλικό δίκαιο.

53.
    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει βεβαίως ότι η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί τυπική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων της οδηγίας σε ειδική και ρητή νομοθετική διάταξη, αλλά αρκεί ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό εξασφαλίζει αποτελεσματικά την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο. Η ακριβής μεταφορά της οδηγίας έχει πάντως ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη όσον αφορά το έδαφος του καθενός (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 8ης Ιουλίου 1987, 262/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 3073, σκέψη 9).

54.
    Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle, το άρθρο R. 229-2 του νέου αγροτικού κώδικα ορίζει:

«Η θηρευτική περίοδος εν γένει πρέπει να περιλαμβάνεται μεταξύ των ακολούθων ημερομηνιών:

-    ημερομηνία γενικής ενάρξεως, το νωρίτερο η 23η Αυγούστου·

-    ημερομηνία γενικής λήξεως το αργότερο η 1η Φεβρουαρίου.»

Κατά τον ίδιο κώδικα ο περιφερειάρχης είναι αρμόδιος να εκδίδει κατ' έτος την απόφαση περί ενάρξεως της θηρευτικής περιόδου.

55.
    Εφόσον όμως το εσωτερικό δίκαιο δεν περιέχει καμία διάταξη υποχρεώνουσα τους περιφερειάρχες των εν λόγω διαμερισμάτων να λάβουν υπόψη, κατά την έκδοση της ετήσιας απόφασης περί ενάρξεως της θηρευτικής περιόδου, την απαγόρευση της θήρας κάθε είδους πτηνού, κατά τις κρίσιμες περιόδους που μνημονεύονται στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, ενέχει ένα στοιχείο ανασφάλειας δικαίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν οι περιφερειάρχες με τις οικείες πράξεις. Επομένως, δεν εξασφαλίζεται ότι η θήρα των αγρίων πτηνών απαγορεύται κατά την περίοδο της φωλεοποιήσεως ή κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως ή ακόμη, όσον αφορά τα αποδημητικά είδη, κατά την επιστροφή στον τόπο φωλεοποιήσεως (βλ., κατ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 39).

56.
    Επομένως, ουσιώδεις διατάξεις της οδηγίας περί πτηνών όπως οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερη και τρίτη φράση, δεν μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο πλήρως, σαφώς και απεριφράστως (βλ., κατ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 39).

57.
    Διαπιστώνεται συνεπώς ότι, όσον αφορά τα διαμερίσματα Bas-Rhin, Haut-Rhin και Moselle, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθά και εντός της ταχθείας προθεσμίας το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερη και τρίτη περίοδος, της οδηγίας περί πτηνών στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά συνέπεια η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως προς αυτό το σημείο.

Επί των δικαστικών εξόδων

58.
    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διατύπωσε σχετικό αίτημα και η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, παραλείποντας να κοινοποιήσει όλα τα μέτρα μεταφοράς για το σύνολο του εδάφους της και παραλείποντας να εφαρμόσει ορθά τη διάταξη αυτή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

2)    Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Gulmann
Σκουρής
Puissochet

Schintgen

Macken

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

R. Grass

C. Gulmann


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.