Language of document : ECLI:EU:C:2020:253

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 2ας Απριλίου 2020(1)

Υπόθεση C343/19

Verein für Konsumenteninformation

κατά

Volkswagen AG

[αίτηση του Landesgericht Klagenfurt (πρωτοδικείου Klagenfurt, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας – Τόπος του ζημιογόνου γεγονότος – Χειραγώγηση των τιμών εκπομπής ρύπων των κινητήρων μηχανοκίνητων οχημάτων»






1.        Το 1976, το Δικαστήριο αντιμετώπισε για πρώτη φορά ένα ζήτημα το οποίο ο νομοθέτης είχε αφήσει ανοικτό στο άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (2). Κλήθηκε να αποφανθεί εάν, για τους σκοπούς του καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, ο «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» ήταν εκείνος στον οποίον είχε επέλθει η οικεία ζημία, ή μάλλον εκείνος του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος (3).

2.        Προκειμένου να παράσχει χρήσιμη ερμηνεία στο σύστημα κατανομής διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών μελών, το Δικαστήριο διατήρησε τη δυνατότητα προσφυγής σε αμφότερα τα σημεία συνδέσεως. Η λύση (η οποία, στην υπόθεση εκείνη, ήταν η πλέον εύλογη) κατέστη πρότυπο. Σε αμιγώς θεωρητικό επίπεδο, δεν στερείται νοήματος, λαμβανομένου υπόψη ότι οποιαδήποτε αδικοπρακτική ευθύνη προϋποθέτει ένα γεγονός, μια ζημία και έναν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ τους.

3.        Στην πράξη, η λύση δεν είναι τόσο σαφής, εκτός από απλές υποθέσεις, όπως αυτή επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Bier. Δεν είναι σαφής, ιδίως όταν η ζημία, ως εκ της ιδίας φύσεώς της, δεν έχει υλική διάσταση: αυτό συμβαίνει με τις προσβολές που δεν θίγουν τη φυσική ακεραιότητα συγκεκριμένου προσώπου ή πράγματος, αλλά, γενικώς, την περιουσία.

4.        Το Δικαστήριο, το οποίο έχει εξετάσει τα προβλήματα αυτά σε διαφορετικές περιπτώσεις και υπό διαφορετικά πρίσματα (4), έχει, πλέον, τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τη νομολογία του ως προς το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (5).

I.      Νομικό πλαίσιο. Κανονισμός 1215/2012

5.        Η δέκατη έκτη αιτιολογική του σκέψη έχει ως εξής:

«Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης».

6.        Το κεφάλαιο II («Διεθνής δικαιοδοσία») περιλαμβάνει ένα τμήμα υπό τον τίτλο «Γενικές διατάξεις» (άρθρα 4, 5 και 6) και ένα άλλο επιγραφόμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες» (άρθρα 7, 8 και 9).

7.        Κατά το άρθρο 4:

«1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

[…]»

8.        Κατά το άρθρο 7:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[…]

2)      ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός·

[…]».

II.    Διαφορά της κύριας δίκης και προδικαστικό ερώτημα

9.        Η Verein für Konsumenteninformation (στο εξής: VKI) είναι οργάνωση προστασίας των καταναλωτών με έδρα στην Αυστρία. Στα καταστατικά καθήκοντά της περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η δικαστική επιδίωξη των αξιώσεων των καταναλωτών, που οι τελευταίοι της εκχωρούν προς τον σκοπό αυτόν.

10.      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018, η VKI ενήγαγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου την Volkswagen AG, εταιρία γερμανικού δικαίου με έδρα στη Γερμανία, όπου κατασκευάζει μηχανοκίνητα οχήματα.

11.      Με την αγωγή της, η VKI επιδιώκει την ικανοποίηση των αξιώσεων προς αποζημίωση που της έχουν εκχωρήσει 574 αγοραστές οχημάτων. Ζητεί, επιπλέον, την αναγνώριση της ευθύνης της Volkswagen για μη δυνάμενες να υπολογιστούν ακόμη μελλοντικές ζημίες. Αμφότερες οι αξιώσεις συνδέονται με την εγκατάσταση, στα αγορασθέντα οχήματα, ενός συστήματος αναστολής (λογισμικού χειραγωγήσεως εκπομπών ρύπων) το οποίο απέκρυπτε, σε συνθήκες εργαστηρίου, τις πραγματικές τιμές εκπομπής ρύπων, κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης (6).

12.      Η VKI υποστηρίζει ότι το σύνολο των καταναλωτών που της έχουν εκχωρήσει τις απαιτήσεις τους είχαν αγοράσει στην Αυστρία, είτε από εμπορικό διανομέα οχημάτων είτε από ιδιώτη πωλητή, οχήματα εξοπλισμένα με κινητήρα κατασκευασμένο από την Volkswagen. Οι αγορές αυτές είχαν πραγματοποιηθεί πριν από τις 18 Σεπτεμβρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία έγινε γνωστή η χειραγώγηση των εκπομπών ρύπων από τον κατασκευαστή.

13.      Κατά την άποψη της VKI, η ζημία που υπέστησαν οι ιδιοκτήτες των οχημάτων συνίσταται στο ότι πιθανώς δεν θα είχαν αγοράσει τα οχήματα ή θα τα είχαν αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή εάν γνώριζαν την προβαλλόμενη χειραγώγηση. Η διαφορά μεταξύ της τιμής ενός οχήματος με εγκατεστημένο λογισμικό χειραγωγήσεως εκπομπών ρύπων και του τιμήματος που πραγματικά καταβλήθηκε για την αγορά του συνίσταται στη δυνάμενη να αποκατασταθεί ζημία που προκύπτει από την απώλεια εμπιστοσύνης. Επικουρικώς, η VKI στηρίζει την απαίτησή της στο γεγονός ότι η αξία ενός τέτοιου οχήματος τόσο στην αγορά καινούργιων όσο και στην αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με αυτήν των οχημάτων στα οποία δεν έχει εγκατασταθεί τέτοιο λογισμικό.

14.      Η VKI υποστηρίζει επίσης ότι η ζημία των αγοραστών έχει αυξηθεί περαιτέρω λόγω της υψηλότερης καταναλώσεως καυσίμων, της χαμηλότερης αποδόσεως των οχημάτων αυτών ή του κινητήρα τους ή της ταχύτερης φθοράς. Εξάλλου, είναι πιθανή και η περαιτέρω μείωση της αγοραίας αξίας των οικείων οχημάτων, τα οποία διατρέχουν τον κίνδυνο να περιέλθουν σε δυσμενέστερη θέση λόγω, για παράδειγμα, απαγόρευσης της κυκλοφορίας τους ή ανάκλησης της άδειας κυκλοφορίας τους. Κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ορισμένες από τις ζημίες αυτές δεν μπορούσαν ακόμη να υπολογιστούν ή δεν είχαν επέλθει, λόγος για τον οποίον το αίτημα της αγωγής της VKI είναι, ως προς το σημείο αυτό, απλώς αναγνωριστικό.

15.      Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος της αγωγής δικαστηρίου, η VKI επικαλείται το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού.

16.      Η Volkswagen ζητεί την απόρριψη της αγωγής της VKI και αμφισβητεί τη διεθνή δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου.

17.      Στο πλαίσιο αυτό, το Landesgericht Klagenfurt (πρωτοδικείο Klagenfurt, Αυστρία) υποβάλλει το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, ως “[τόπος] όπου συνέβη […] το ζημιογόνο γεγονός” μπορεί να θεωρηθεί ο τόπος που βρίσκεται σε ορισμένο κράτος μέλος και στον οποίο επήλθε η ζημία, όταν η ζημία αυτή συνίσταται αποκλειστικά σε οικονομική απώλεια η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια αδικοπραξίας που έλαβε χώρα σε άλλο κράτος μέλος;»

III. Ανάλυση

1.      Εισαγωγή

18.      Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού, το οποίο θεσπίζει υπέρ του ενάγοντος εναλλακτική δωσιδικία, παραλλήλως προς τη γενική (ήτοι, τη δωσιδικία που αντιστοιχεί στην κατοικία του εναγομένου σε κράτος μέλος, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1), αποτελούσε πάντοτε πρόκληση για τον ερμηνευτή (7).

19.      Λόγω της πολλαπλότητας και της ετερογένειας των καταστάσεων στις οποίες μπορεί να στηριχθεί μια αγωγή λόγω «ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», το Δικαστήριο χρειάστηκε να ερμηνεύσει το άρθρο σε πολύ διαφορετικά πλαίσια τα οποία, με το πέρασμα του χρόνου, αποδείχθηκαν διαφορετικά και από εκείνα που είχαν ληφθεί υπόψη κατά τη θέσπισή του (8). Κλήθηκε να το προσαρμόσει και να το εμπλουτίσει, επ’ ευκαιρία των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που είχαν υποβληθεί από τα κράτη μέλη (9).

20.      Υφίστανται, ωστόσο, κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία του άρθρου που έχουν παραμείνει αμετάβλητες: η κεντρική λειτουργία των αρχών που διέπουν την ερμηνεία αυτή, ήτοι η αρχή της προβλεψιμότητας των κανόνων (για τους διαδίκους) και η αρχή της εγγύτητας μεταξύ του αρμοδίου δικαστηρίου και της διαφοράς· η μέριμνα να διατηρείται η χρησιμότητα του ειδικού κανόνα στο πλαίσιο του συστήματος οριοθετήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, χωρίς, ωστόσο, αυτό να επιτρέπει μια διασταλτική ερμηνεία (10)· και η ουδετερότητα του κανόνα αυτού σε σχέση με τους διαδίκους. Η ερμηνεία είναι, σε κάθε περίπτωση, αυτοτελής, ανεξάρτητη τόσο από τον ορισμό του «γεγονότος» και της «ζημίας» κατά τα εθνικά δίκαια όσο και από το ουσιαστικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην αστική ευθύνη (11).

21.      Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού προϋποθέτει έναν ιδιαιτέρως στενό σύνδεσμο μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς. Με αυτόν επιδιώκεται να διαφυλαχθεί η ασφάλεια δικαίου και να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Διευκολύνει, επιπλέον, την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την αποτελεσματική οργάνωση της δίκης (12).

22.      Όταν η παράνομη συμπεριφορά και οι συνέπειές της τοποθετούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, το κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας διασπάται στα δύο, με το σκεπτικό ότι, σε περιπτώσεις ενοχών εξ αδικοπραξίας, αμφότεροι οι τόποι παρουσιάζουν σημαντικό σύνδεσμο με τη διαφορά. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ενάγων δύναται, κατά την άσκηση της αγωγής του, να επιλέξει μεταξύ δύο δικαστηρίων.

23.      Το κριτήριο του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού διατηρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρακτικό αποτέλεσμά του, το οποίο θα έπαυε να υπάρχει εάν το άρθρο ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τον τόπο του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, καθόσον ο τελευταίος συμπίπτει συνήθως με την κατοικία του εναγομένου (13). Η διπλή δωσιδικία δεν έχει, σε καμία περίπτωση, εγκαταλειφθεί (14).

24.      Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού δεν έχει σχεδιαστεί ως δωσιδικία για την προστασία του ενάγοντος. Καίτοι, από συστηματικής απόψεως, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντιστάθμισμα έναντι του κανόνα actor sequitor rei (15), τούτο, εντούτοις, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, υπέρ των δικαστηρίων του κράτους κατοικίας του ζημιωθέντος (forum actoris) (16). Κάτι τέτοιο επιτρέπεται μόνον όταν και (διότι) ο τόπος κατοικίας του ζημιωθέντος είναι, επιπλέον, ο τόπος επελεύσεως της ζημίας (17).

25.      Βάσει των παραγόντων αυτών, σε συνδυασμό, το Δικαστήριο έχει καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού όσον αφορά τον «τόπο επελεύσεως της ζημίας», ορισμένες γενικού χαρακτήρα και άλλες σε ειδικούς τομείς:

–      γενικώς, και καθ’ ο μέρος ενδιαφέρει εν προκειμένω, έχει απορρίψει μη κρίσιμες κατηγορίες ζημιών: σημασία, για τους σκοπούς του άρθρου, έχει μόνον η αρχική ζημία και όχι η επακόλουθη (18)· μόνον αυτή την οποία υπέστη ο άμεσα ζημιωθείς, και όχι αυτή που υφίσταται άλλος «εξ αντανακλάσεως» (19).

–      Όσον αφορά ορισμένους ειδικούς τομείς (παραδείγματος χάριν, την ευθύνη λόγω προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω Διαδικτύου) έκανε δεκτό το κριτήριο του κέντρου των κύριων συμφερόντων του ζημιωθέντος (20). Επιχείρησε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να βρει μια ισορροπία υπέρ του κατόχου του δικαιώματος σε αντιστάθμισμα προς την παγκόσμια διάσταση του Διαδικτύου (21).

26.      Σε σχέση με την οικονομική απλώς ζημία, το Δικαστήριο έχει καθιερώσει ορισμένα κριτήρια στα οποία αναφέρομαι εν συνεχεία.

2.      Απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος

27.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, παρόμοιο με εκείνο στο οποίο αναγόταν η απόφαση Universal, πρέπει να αποσαφηνιστεί, καταρχάς, η φύση της προβαλλόμενης ζημίας: εάν είναι αρχική ή επακόλουθη, και εάν είναι υλική ή αμιγώς οικονομική (22). Πρέπει, επιπλέον, να διαπιστωθεί εάν τα υποκείμενα που έχουν εκχωρήσει τις απαιτήσεις τους στην VKI, ως δικαιούχοι της αξιωθείσας αποζημιώσεως, είναι άμεσα ή έμμεσα ζημιωθέντες.

28.      Εν συνεχεία, σε συνάρτηση με τον χαρακτηρισμό της ζημίας, θα πρέπει να προσδιοριστεί ο τόπος που είναι κρίσιμος για τους σκοπούς της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας.

29.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επιπλέον, ως προς τη δυνατότητα διορθώσεως του αποτελέσματος που θα προκύψει κατόπιν της ως άνω διαδικασίας λαμβανομένων υπόψη εκτιμήσεων προβλεψιμότητας και εγγύτητας. Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω, ήδη από το σημείο αυτό, ότι ενδεχόμενη καταφατική απάντηση θα σήμαινε σημαντική μεταστροφή στην επικρατούσα έως σήμερα ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού.

30.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι παρεμβαίνοντες εξέφρασαν περαιτέρω επιφυλάξεις ως προς την ερμηνεία του άρθρου, καθόσον, όμως, αυτές δεν μνημονεύονται στη διάταξη περί παραπομπής, δεν θα υπεισέλθω στην εξέτασή τους (23).

1.      Φύση της ζημίας: αρχική ή επακόλουθη, υλική ή περιουσιακή. Άμεσα ή έμμεσα ζημιωθέντες

31.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ζημία έγκειται στο ίδιο το λογισμικό το οποίο, αφ’ ης στιγμής έχει ενσωματωθεί στο όχημα, αποτελεί ελάττωμά του. Χαρακτηρίζει τη ζημία αρχική, με τη μείωση της περιουσίας των αγοραστών να αποτελεί απλώς επακόλουθη ζημία (24).

32.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στα πρόσωπα που έχουν υποστεί τη ζημία, διερωτώμενο εάν πρόκειται για τους εκπροσωπούμενους από την VKI καταναλωτές ή για το σύνολο των αγοραστών των οχημάτων, αρχής γενομένης από τους αρχικούς διανομείς και εισαγωγείς. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, τα υποκείμενα των οποίων τα δικαιώματα υπερασπίζεται η VKI και τα οποία είναι τελευταία στην αλυσίδα δεν θα ήταν άμεσα ζημιωθέντες.

33.      Σκόπιμη, κατά την εξέταση της φύσεως της ζημίας, είναι η διάκριση του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται τα γενεσιουργά της ζημίας γεγονότα από αυτό στο οποίο εντάσσονται οι συνέπειες (ζημίες) που προκαλούνται:

–      η κατασκευή ενός αντικειμένου, ανεξαρτήτως ελαττωμάτων, εντάσσεται στο πρώτο πλαίσιο. Ούτως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Zuid-Chemie, για τους σκοπούς της ευθύνης για ζημίες προκληθείσες από ελαττωματικό προϊόν (25).

–      Οι ζημίες (ορθότερα, οι προς αποκατάσταση ζημίες) είναι οι αρνητικές συνέπειες των γεγονότων στη σφαίρα των προστατευόμενων εννόμων συμφερόντων των εναγόντων (26).

34.      Βάσει της παραδοχής αυτής, το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός θα συνίστατο, εν προκειμένω, στην εγκατάσταση, κατά τη διαδικασία κατασκευής του οχήματος, του λογισμικού που αλλοιώνει τα δεδομένα σχετικά με τους εκπεμπόμενους ρύπους.

35.      Η εκ του γεγονότος αυτού ζημία έχει, κατά την άποψή μου, αρχικό και περιουσιακό χαρακτήρα.

36.      Υπό κανονικές συνθήκες (απουσία οποιουδήποτε ελαττώματος), η αγορά ενός αντικειμένου εισφέρει στην περιουσία στην οποία ενσωματώνεται αντίστοιχη, τουλάχιστον, αξία με εκείνη που εξέρχεται από αυτήν (και που, σε περίπτωση πωλήσεως, αντιπροσωπεύεται από το τίμημα που καταβάλλεται για το αντικείμενο).

37.      Όταν η αξία του οχήματος είναι χαμηλότερη από το καταβληθέν τίμημα, ήδη κατά τον χρόνο της αγοράς, διότι αυτό αγοράζεται με εγγενές ελάττωμα, το καταβαλλόμενο τίμημα δεν αντιστοιχεί στη ληφθείσα αξία. Η διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αξίας του ληφθέντος σε αντάλλαγμα υλικού αντικειμένου προκαλεί περιουσιακή βλάβη ταυτόχρονη με την αγορά του οχήματος (η οποία ανακαλύπτεται, ωστόσο, πολύ αργότερα).

38.      Εμποδίζει η ύπαρξη του οχήματος, ως υλικού αντικειμένου, τον χαρακτηρισμό της βλάβης ως περιουσιακής; Φρονώ πως όχι. Όταν οι πραγματικές ιδιότητες του αυτοκινήτου έγιναν γνωστές, οι αγοραστές του δεν ανακάλυψαν ότι είχαν λιγότερο όχημα ή άλλο όχημα, αλλά ένα όχημα με μικρότερη αξία: σε τελική ανάλυση, μικρότερη περιουσία. Το όχημα, ως υλικό αντικείμενο, συμβολίζει τη μείωση της περιουσίας και επιτρέπει τον εντοπισμό της πηγής της βλάβης αυτής. Δεν μεταβάλλει, όμως, στην περίπτωση αυτή, την άυλη φύση της ζημίας την οποία προκάλεσε στους αγοραστές η παραποίηση του λογισμικού.

39.      Η περιουσιακή αυτή απώλεια είναι, επιμένω, αρχική και όχι επακόλουθη: απορρέει ευθέως από το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός (την παραποίηση του κινητήρα) και όχι από προηγούμενη ζημία που είχε προκληθεί στον ενάγοντα από το ίδιο γεγονός.

40.      Όσον αφορά την ιδιότητα των ζημιωθέντων, φρονώ ότι εκείνοι που αγόρασαν τα αυτοκίνητα (και εκχώρησαν τις αξιώσεις τους στην VKI για τη δικαστική επιδίωξή τους) είναι άμεσα ζημιωθέντες κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού. Η απώλεια που προβάλλουν δεν απορρέει από προηγούμενη ζημία την οποία, πριν από αυτούς, είχαν υποστεί άλλα υποκείμενα.

41.      Πράγματι, μέχρι να γίνει γνωστή η παραποίηση των κινητήρων, η απώλεια της αξίας των οχημάτων δεν είχε αποτυπωθεί. Οι ενάγοντες ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι οι τελικοί χρήστες που έχουν αποκτήσει το όχημα από προηγούμενο αγοραστή: ο τελευταίος όμως δεν υπέστη κανενός είδους ζημία, καθόσον η ζημία, λανθάνουσα κατά τον χρόνο εκείνον, διαπιστώθηκε πολύ αργότερα, θίγοντας τον νυν ιδιοκτήτη. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να γίνει λόγος για μετακύλιση των ζημιών των αρχικών αγοραστών στους μεταγενέστερους.

2.      Τόπος όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός

42.      Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται μόνον ως προς τον καθορισμό του τόπου όπου επήλθε η ζημία και όχι ως προς τον τόπο στον οποίον συνέβη το γεγονός που την προκάλεσε. Στη διάταξη περί παραπομπής καθιστά σαφές ότι, κατά την άποψή του, το γενεσιουργό των ζημιών γεγονός (αιτιώδες γεγονός) συνέβη εκεί όπου κατασκευάστηκαν τα οχήματα με το παράνομο λογισμικό, ήτοι, στη Γερμανία.

43.      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, ο κατασκευαστής των οχημάτων, ως πρόσωπο με έδρα στη Γερμανία, θα υπόκειται, κατ’ αρχήν, στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού. Όμως, καθόσον η αξίωση ανάγεται σε αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, το πρόσωπο αυτό μπορεί επίσης να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, και συγκεκριμένα ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου επελεύσεως της ζημίας.

3.      Τόπος επελεύσεως της ζημίας

1)      Γενική προσέγγιση

1)      Η κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου οικονομική απλώς ζημία

44.      Η αξίωση της VKI δεν βασίζεται, όπως έχω ήδη αναφέρει, σε υλική βλάβη σε πρόσωπο ή πράγμα, αλλά σε μια οικονομική απλώς ζημία.

45.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο τόπος επελεύσεως της ζημίας είναι εκείνος στον οποίο εμφανίζονται με συγκεκριμένο τρόπο οι επιζήμιες συνέπειες ορισμένης πράξεως (27).

46.      Η απουσία φυσικής βλάβης δυσχεραίνει τον εντοπισμό του τόπου αυτού και γεννά αβεβαιότητες, ήδη από την έναρξη της δίκης. Ταυτόχρονα, η ίδια αυτή απουσία εγείρει αμφιβολίες ως προς τη λυσιτέλεια της επιλογής του τόπου αυτού ως κανόνα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, για τους σκοπούς του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, στο πλαίσιο προηγουμένων προδικαστικών ερωτημάτων, είχε προταθεί στο Δικαστήριο να εγκαταλείψει, για περιπτώσεις περιουσιακής απλώς ζημίας, την επιλογή μεταξύ του τόπου του γεγονότος και του τόπου της ζημίας (28).

47.      Υφίστανται, στην πραγματικότητα, επιχειρήματα υπέρ της προτάσεως αυτής. Η διάσπαση της δικαιοδοσίας δεν είναι επιτακτική κατά την εφαρμογή του άρθρου· δικαιολογείται διότι, και εφόσον, η απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας ανταποκρίνεται σε «[κάποια] αντικειμενική ανάγκη από πλευράς διεξαγωγής αποδείξεων ή οργανώσεως της δίκης» (29). Σκοπός της ερμηνείας που καθιερώθηκε με την απόφαση Bier δεν ήταν η σώρευση δικαιοδοσιών για αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, αλλά, μάλλον, ο μη αποκλεισμός κρίσιμων σημείων συνδέσεως κατά την εξέταση των σημαντικών στοιχείων –του γεγονότος και της ζημίας– των αγωγών αυτών.

48.      Υπό την έννοια αυτή, η επιλογή του «τόπου επελεύσεως της ζημίας» ενδεχομένως να μην πρέπει να έχει εφαρμογή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (30): α) όταν, κατ’ εφαρμογή μιας απλής δοκιμής, η φύση της οικείας ζημίας δεν επιτρέπει να διαπιστωθεί ο τόπος όπου αυτή συνέβη (31)· β) όταν ο τόπος καθορίζεται κατά πλάσμα δικαίου (32)· και γ) όταν η εξέταση τείνει να καταλήξει σε τυχαίο τόπο ή σε τόπο καθοδηγούμενο από τον ενάγοντα (33).

49.      Στην κατεύθυνση αυτή, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix, απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (νυν άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού) σε σχέση με υποχρέωση που «δεν μπορεί […] να συνδεθεί ούτε με συγκεκριμένο τόπο ούτε με κάποιο δικαστήριο που θα ήταν ειδικώς αρμόδιο να επιληφθεί της σχετικής με την εν λόγω παροχή διαφοράς» (34).

50.      Καθόσον τα σημεία 1 και 2 του άρθρου 7 του κανονισμού επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς εγγύτητας και προβλεψιμότητας, η λύση που ισχύει για το σημείο 1 θα μπορούσε να ισχύει επίσης για το σημείο 2.

51.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο δεν έχει αποκλείσει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τόπου επελεύσεως της ζημίας όταν αυτή είναι απλώς περιουσιακή (35). Ωστόσο, καίτοι δεν απορρίπτει κατηγορηματικά τη διατήρηση της επιλογής αυτής, προσεγγίζει, εντούτοις, συχνά τη λύση αυτή. Η συλλογιστική δεν είναι ενιαία, όπως γίνεται αντιληπτό στις υποθέσεις στις οποίες η περιουσιακή απώλεια είναι το αποτέλεσμα παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού (36), σε αντιπαραβολή με εκείνες στις οποίες η απώλεια αυτή απορρέει από ανεπιτυχείς επενδύσεις.

52.      Ενίοτε, το Δικαστήριο συνδέει τη ζημία με παράλειψη ή πράξη προκαλούμενη από τη δραστηριότητα του εναγομένου, η οποία προηγείται άμεσα και λογικώς της ζημίας και έχει μεγαλύτερη, αν και όχι απόλυτη ικανότητα –όπως συμβαίνει όταν η ζημία προκύπτει από κάτι που δεν συμβαίνει–, να γίνει αντιληπτή από τις αισθήσεις.

–      Αυτό συνέβη με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Concurrence, στο πλαίσιο δικτύου επιλεκτικής διανομής: η ζημία την οποία μπορούσε να προβάλει ο διανομέας συνίστατο στη μείωση του όγκου πωλήσεων και τη συνακόλουθη απώλεια κερδών (37).

–      Στην ίδια κατεύθυνση, με την απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, AB flyLAL-Lithuanian Airlines, η οικονομική απώλεια εξετάστηκε από κοινού με τη μείωση των πωλήσεων της εταιρίας (38).

–      Με την απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Tibor-Trans, κρίθηκε ότι η ζημία συνίστατο σε επιπλέον δαπάνες που είχαν καταβληθεί κατά την αγορά φορτηγών εξαιτίας τεχνηέντως υψηλής τιμής: το Δικαστήριο δεν επικεντρώθηκε στον τόπο στον οποίον καταβλήθηκαν οι επιπλέον δαπάνες, αλλά στο γεγονός ότι η απόκτηση του φορτηγού πραγματοποιήθηκε σε αγορά που επηρεάζεται από συμπράξεις (39).

53.      Η παρουσίαση της περιουσιακής ζημίας με αναφορά σε εμφανή δραστηριότητα ή πράξη συμβάλλει στη τοποθέτησή της φυσικώς σε ορισμένο έδαφος ή, ευθέως, αποτρέπει την ανάγκη αυτή. Δεν υφίστανται, κατά την άποψή μου, λόγοι για τους οποίους η μέθοδος αυτή δεν θα έπρεπε να γενικευθεί (40), αν και κρίνω σκόπιμο να επισημάνω του κινδύνους της: η ανακατεύθυνση της περιουσιακής ζημίας στην εγγύτερή της υλική ζημία μπορεί να οδηγήσει σε περίπλοκες συζητήσεις περί των κατηγοριών της ζημίας ως «αρχικής» και «επακόλουθης» (41).

54.      Η ίδια η περιουσιακή ζημία περνά σε πρώτο πλάνο σε άλλες αποφάσεις, με τις οποίες το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η επέλευση της ζημίας συμβαίνει στον λογαριασμό στον οποίο αποτυπώνεται λογιστικώς η οικονομική απώλεια. Αυτή είναι, κατά κανόνα, η περίπτωση των επενδύσεων (42).

55.      Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές, λόγοι εγγύτητας μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου, ή η προβλεψιμότητα για τους διαδίκους, απαιτούν, για τους σκοπούς της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, η καταλληλότητα του τόπου επελεύσεως της ζημίας να επιβεβαιώνεται από διαφορετικά από τον τόπο αυτόν από κοινού εκτιμώμενα στοιχεία της υποθέσεως. Ο τόπος στον οποίον συνέβησαν, ή βρίσκονται, τα στοιχεία αυτά, θα επιτρέψει να επιβεβαιωθεί (ή, αντιθέτως, να ανατραπεί) η πεποίθηση ότι το επιλεγέν μέρος αποτελεί τον τόπο της οικονομικής ζημίας.

56.      Κατά την (πρόσφατη) αυτή νομολογία του Δικαστηρίου η οποία, μέχρι στιγμής, περιορίζεται σε τρεις αποφάσεις (43), η διαλεκτική διαδικασία στο πλαίσιο του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού περιλαμβάνει δύο στάδια: η επαλήθευση του τόπου στον οποίον επήλθε η ζημία είναι ένα μόνον εξ αυτών. Ο τόπος αυτός, μετά τον προσδιορισμό του, δεν είναι αυτομάτως αντιπροσωπευτικός της απαιτούμενης εγγύτητας και προβλεψιμότητας, αλλά αποτελεί μάλλον σημείο αφετηρίας που πρέπει να επιβεβαιωθεί από τις λοιπές ιδιαίτερες περιστάσεις της διαφοράς, από κοινού εκτιμώμενες (44).

57.      Καίτοι η συλλογιστική αυτή του Δικαστηρίου είναι περίπλοκη και αποκλίνει από αυτήν που εφαρμόζεται σε άλλα είδη ζημιών, δεν έχει, εντούτοις, κατά την άποψή μου, μεταβληθεί ουσιωδώς. Η ανάλυση δεν τοποθετεί σε πρώτο πλάνο την εγγύτητα ή την προβλεψιμότητα ούτε επιτρέπει στον ερμηνευτή να προβεί, το δίχως άλλο, σε στάθμιση των περιστάσεων της υποθέσεως, για να εντοπίσει το πλέον κατάλληλο, υπό το πρίσμα των παραμέτρων αυτών, δικαστήριο. Το σημείο αυτό έχει προκαλέσει αμφιβολίες στο αιτούν δικαστήριο (45), λόγος για τον οποίον θα το εξετάσω ενδελεχέστερα στη συνέχεια.

2)      Περιεχόμενο του κριτηρίου «ιδιαίτερες περιστάσεις»

58.      Κατά την έως τώρα νομολογία του, το Δικαστήριο προσφεύγει στις «ιδιαίτερες περιστάσεις» της υποθέσεως για να εξειδικεύσει το κριτήριο δικαιοδοσίας σχετικά με τον «τόπο της ζημίας».

59.      Όπως έχω εξηγήσει, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει έλεγχο περί της υπάρξεως δεδομένων που διασφαλίζουν ότι ο τόπος που έχει προσδιορισθεί ως τόπος «της ζημίας» είναι εγγύς και προβλέψιμος, σύμφωνα με τα πρότυπα του κανονισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ικανοποιούνται οι επιταγές της δικαστικής προστασίας αμφοτέρων των διαδίκων και οι σχετικές με τη διεξαγωγή της δίκης. Η ανάγκη του ελέγχου αυτού δεν είναι γενική, ήτοι, για όλα τα είδη ζημίας· υφίσταται, ή ενδέχεται να υφίσταται, στις αμιγώς περιουσιακές ζημίες.

60.      Το κριτήριο δεν εφαρμόζεται ούτε προκειμένου το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει αχθεί η διαφορά να συγκρίνει τον «τόπο του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος» και του «τόπου της ζημίας» και να επιλέξει τον πλέον πρόσφορο μεταξύ αυτών.

61.      Δεν αμφισβητώ ότι η ισοδυναμία, υπό όρους εγγύτητας και προβλεψιμότητας, μεταξύ των τόπων του γεγονότος και της ζημίας, όπως έχει καθιερωθεί μετά την απόφαση Bier, είναι θεωρητική ή ιδεατή. Η ίδια αυτή απόφαση επισημαίνει ότι δεν είναι ενδεδειγμένη η επιλογή του ενός εξ αυτών και ο αποκλεισμός του άλλου, διότι έκαστος μπορεί, «αναλόγως των περιστάσεων» (46), να παράσχει χρήσιμες ενδείξεις για τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την οργάνωση της δίκης.

62.      Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα των περιστάσεων της υποθέσεως δεν αποτελεί έγκυρο κριτήριο (ούτε το Δικαστήριο το έχει υιοθετήσει) επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος και αυτού της ζημίας. Η επιλογή αυτή καταλείπεται συνειδητώς στον ενάγοντα, όπερ συνεπάγεται την παραδοχή ότι ανταποκρίνεται, κατά κύριο λόγο, στα συμφέροντά του.

63.      Ο σχετικός χαρακτήρας των σκοπών της εγγύτητας και της ασφάλειας δικαίου αποτελεί, κατά τα λοιπά, δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού. Έκαστη εκ των δωσιδικιών του άρθρου 7 αντικατοπτρίζει μία εκ των προτέρων και αφηρημένη στάθμιση από τον νομοθέτη των απαιτήσεων προβλεψιμότητας και εγγύτητας.

64.      Το αποτέλεσμα της σταθμίσεως αυτής εκφράζει την εύλογη ισορροπία μεταξύ αμφοτέρων των αρχών, η οποία πρέπει να τηρείται κατά την πρακτική εφαρμογή του κανόνα. Έτσι, κατά το παρελθόν, το Δικαστήριο είχε επισημάνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το αποτέλεσμα στο οποίο ενδέχεται να οδηγήσει η εφαρμογή του τυπικώς προβλεπόμενου στο άρθρο 7 του κανονισμού κριτηρίου, ακόμη και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οδηγεί σε δικαστήριο στερούμενο συνδέσεως με τη διαφορά. Ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου που ορίζει ο κανόνας ακόμη και αν το ούτως καθοριζόμενο δικαστήριο δεν έχει τη πλέον στενή σύνδεση με τη διαφορά (47).

65.      Η κατά λέξη αναφορά στο «δικαστήριο που είναι αντικειμενικά σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγόμενου προσώπου» (48) δεν επάγεται, ούτε από απόψεως μεθόδου ούτε από απόψεως αποτελέσματος, σύγκριση μεταξύ των διαφόρων δικαστηρίων που θα μπορούσαν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του τόπου του γεγονότος και της ζημίας, σε αναζήτηση του δικαστηρίου που βρίσκεται, σε κάθε περίπτωση, στη καλύτερη θέση να επιληφθεί της διαφοράς.

66.      Η έκφραση αυτή αντικατοπτρίζει τη στάθμιση μεταξύ της ασφάλειας δικαίου και της εγγύτητας προς τη διαφορά, η οποία αποτυπώνεται στο προβλεπόμενο από την εν λόγω νομική διάταξη κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας. Σε άλλες αποφάσεις, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί διαφορετικές εκφράσεις, όπως αυτή του «ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου» (49), που δεν περιλαμβάνουν την ιδέα της συγκρίσεως. Στον βαθμό κατά τον οποίον δεν οδηγούν σε παραπλάνηση ως προς το έργο της αρχής που εφαρμόζει τον κανόνα, οι διαφορετικές αυτές εκφράσεις είναι, κατά την άποψή μου, πιο ενδεδειγμένες.

3)      Διευκρινίσεις ως προς τις «λοιπές ιδιαίτερες περιστάσεις»

67.      Η απάντηση στο ερώτημα ως προς το ποιες είναι οι «λοιπές ιδιαίτερες περιστάσεις» που πρέπει να συντρέχουν προς στήριξη του τόπου εκδηλώσεως της ζημίας, όταν αυτή είναι αμιγώς οικονομική, εξαρτάται, όπως είναι προφανές, από την οικεία διαφορά: η έκφραση αυτή περικλείει την ιδέα της έκτακτης ανάγκης και παραπέμπει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Συνεπώς, ως τέτοιες μπορούν, γενικώς, να θεωρηθούν, κατά την κρίση μου:

–      στοιχεία κρίσιμα για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την αποτελεσματική οργάνωση της δίκης· και

–      παράγοντες που ενδεχομένως έχουν οδηγήσει τους διαδίκους να σχηματίσουν πεποίθηση ως προς το πού θα ασκήσουν αγωγή ή ως προς το πού θα μπορούσαν να εναχθούν συνεπεία των πράξεών τους (50).

68.      Γίνονται, έτσι, καλύτερα κατανοητά τα στοιχεία που απαριθμεί το Δικαστήριο στην απόφαση Löber (51), παράδειγμα της νέας αυτής συλλογιστικής. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται η προέλευση των πληρωμών (τοποθεσία των προσωπικών και ειδικών τραπεζικών λογαριασμών)· η αγορά διανομής του ενημερωτικού φυλλαδίου και εμπορίας και αποκτήσεως των πιστοποιητικών· η τοποθεσία των απευθείας συνομιλητών του επενδυτή, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της κατοικίας τους.

69.      Κατά πάσα πιθανότητα, τα στοιχεία αυτά θα συμβάλουν στην απόδειξη της παράνομης συμπεριφοράς, της ζημίας και της αιτιώδους σχέσεως μεταξύ αυτών. Αποτελούν, κατά τα λοιπά, περιστάσεις που λαμβάνουν υπόψη την οπτική των διαδίκων στη διαφορά: ως προς την H. Löber –ενάγουσα– αποτελούσαν ενδείξεις περί του ότι η επένδυσή της δεν είχε διασυνοριακό χαρακτήρα (52)· ως προς την Barclays Bank –εναγομένη–, έπρεπε να την έχουν προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο ανεπαρκώς ενημερωμένοι ιδιώτες σε ορισμένα κράτη μέλη να πραγματοποιήσουν επιζήμιες επενδύσεις.

2)      Στη διαφορά της κύριας δίκης

1)      Τόπος επελεύσεως της ζημίας

70.      Βάσει των ανωτέρω, απαιτείται προσοχή όταν επιχειρείται να επεκταθεί σε κάθε είδους αγωγή για αμιγώς περιουσιακές ζημίες ένα modus operandi που, κατά την εφαρμογή του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού, επιβάλλει, πρώτον, τον εντοπισμό του τόπου επελεύσεως της ζημίας και, εν συνεχεία, την επιβεβαίωση (ή όχι) της καταλληλότητάς του ως κριτηρίου διεθνούς δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο συνολικής εκτιμήσεως των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως.

71.      Όσον αφορά την υπό κρίση διαφορά, φρονώ ότι υφίστανται ομοιότητες με τις υποθέσεις στις οποίες ανάγονται οι αποφάσεις Kolassa, Universal ή Löber. Εκτιμώ, επίσης, ότι το στοιχείο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εφαρμογή της ιδίας μεθόδου δεν είναι το όχημα.

72.      Όταν η περιουσιακή απώλεια συνδέεται με συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι το αντικείμενο αυτό και η θέση του αποτελούν σημείο αφετηρίας για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας στο πλαίσιο του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού (53). Ωστόσο, ο τόπος στον οποίον βρίσκεται φυσικώς το αντικείμενο κατά τον χρόνο της απώλειας (54) είναι, όπως στην περίπτωση του τραπεζικού λογαριασμού, ανεπαρκής: τούτο δε, κατά μείζονα λόγο, όταν πρόκειται για κάτι κινητό.

73.      Η θέση του οχήματος δεν είναι κάτι που μπορεί να προβλεφθεί από τον ενάγοντα. Υπό όρους εγγύτητας μεταξύ δικαστηρίου και διαφοράς, το αυτοκίνητο έχει μικρότερη σημασία απ’ ό, τι η απόδειξη του ιδιοκτήτη του και του χρόνου αγοράς του, ιδίως εάν, όπως αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής, δεν είναι αναγκαία η εξέταση κάθε συγκεκριμένου αυτοκινήτου για τον υπολογισμό της ζημίας (καθόσον αυτή έχει αποτιμηθεί στο ίδιο ποσοστό του τιμήματος για το σύνολο των θιγομένων) (55).

74.      Το ορθό σημείο αφετηρίας βρίσκεται, αντιθέτως, στην πράξη δυνάμει της οποίας το αγαθό πέρασε στην περιουσία του θιγομένου και προκάλεσε την απώλεια. Ο τόπος επελεύσεως της ζημίας είναι εκείνος όπου ολοκληρώθηκε η οικεία συναλλαγή· τα δικαστήρια του εν λόγω τόπου θα έχουν διεθνή δικαιοδοσία και κατά τόπον αρμοδιότητα, εφόσον οι λοιπές συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως συνηγορούν ομοίως υπέρ της απονομής αυτής της διεθνούς δικαιοδοσίας.

75.      Μεταξύ των περιστάσεων αυτών, ο εντοπισμός και η στάθμιση των οποίων εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να περιλαμβάνονται όχι μόνον όσες αφορούν τον ζημιωθέντα (56), αλλά και ορισμένες ενδείξεις σχετικά με την πρόθεση του εναγομένου να πωλήσει τα οχήματά του στο κράτος μέλος η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του οποίου αμφισβητείται (57) (και, κατά το δυνατόν, σε συγκεκριμένες περιφέρειες εντός του κράτους αυτού) (58).

2)      «Λοιπές ιδιαίτερες περιστάσεις» και διεθνής δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων

76.      Έχω ήδη επισημάνει ότι δεν είναι ευχερής ο αφηρημένος προσδιορισμός των περιστάσεων που πρέπει να συντρέχουν προς στήριξη του τόπου «της ζημίας», ή των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διενέργεια της συνολικής αναλύσεως. Η έλλειψη, όμως, βεβαιότητας ως προς τις μεν και τις δε ενέχει τον κίνδυνο μη ομοιόμορφης εφαρμογής του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού και, επιπλέον, οδηγεί σε σύγχυση ως προς τη μέθοδο. Αυτό επισημαίνεται στις τελικές παρατηρήσεις της διατάξεως περί παραπομπής.

77.      Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν η αγορά και η παράδοση των οχημάτων στην Αυστρία αρκούν για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας των αυστριακών δικαστηρίων. Κατά την κρίση του, άλλα στοιχεία, εμπίπτοντα στη σφαίρα των πραγματικών περιστατικών, θα συνηγορούσαν υπέρ της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός (των γερμανικών). Τα τελευταία «από την άποψη της αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης, ιδίως της εγγύτητας προς το αντικείμενο της διαφοράς και της διευκόλυνσης της διεξαγωγής αποδείξεων […] προφανώς θα ήταν […] αντικειμενικώς καταλληλότερα να αποφανθούν επί της ευθύνης από τις προβαλλόμενες ζημίες» (59).

78.      Κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ως προς τις αμιγώς οικονομικές ζημίες, με τις οποίες καθιερώνεται η υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη, για τους σκοπούς τους άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού, το πλαίσιο και οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, συνηγορούν υπέρ της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων άλλου κράτους (Γερμανίας). Προσθέτει ότι το κριτήριο του τόπου αγοράς και παραδόσεως των οχημάτων θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα προβλέψεως από τον εναγόμενο του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, ιδίως διότι, στην περίπτωση αυτή, ορισμένα αυτοκίνητα αγοράσθηκαν μεταχειρισμένα.

79.      Συμμερίζομαι την άποψη του Landesgericht Klagenfurt (πρωτοδικείου Klagenfurt) ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού, δεν αρκεί το γεγονός ότι η Αυστρία ήταν το έδαφος όπου αγοράσθηκαν και παραδόθηκαν τα οχήματα, εάν η Volkswagen δεν μπορούσε, ευλόγως, να υποπτευθεί το ενδεχόμενο η αγορά αυτή να πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος.

80.      Διαφωνώ, αντιθέτως, με την προσέγγισή του όσον αφορά την ανάλυση των «ιδιαίτερων περιστάσεων» της υπό κρίση υποθέσεως:

–      αφενός, ένας κατασκευαστής οχημάτων όπως η Volkswagen βρίσκεται σε θέση να προβλέψει, με ευκολία, ότι τα οχήματά της θα διατεθούν προς εμπορία στην Αυστρία (60

–      αφετέρου, η εξέταση του συνόλου των εν λόγω περιστάσεων πρέπει να έχει ως μοναδικό σκοπό την κατάφαση (ή την άρνηση) της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου της ζημίας, όπως αυτός έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τον τρόπο που ανέφερα προηγουμένως. Η εξέταση αυτή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, αντιθέτως, με σκοπό την επιλογή του δικαστηρίου (του αιτούντος δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός) που θα όφειλε, λόγω της μεγαλύτερης εγγύτητας και προβλεψιμότητάς του, να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως.

IV.    Πρόταση

81.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο Landesgericht Klagenfurt (πρωτοδικείο Klagenfurt, Αυστρία) η ακόλουθη απάντηση:

«1)      Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν μια αδικοπραξία που έχει διαπραχθεί σε κράτος μέλος συνίσταται στην παραποίηση προϊόντος του οποίου οι πραγματικές ιδιότητες αποκρύπτονται και γίνονται εμφανείς μόνο μετά την αγορά του, σε άλλο κράτος μέλος, σε τιμή υψηλότερη της πραγματικής αξίας του:

–        ο αγοραστής του προϊόντος αυτού, ο οποίος το διατηρεί στην περιουσία του όταν γίνεται γνωστό το ελάττωμα, είναι άμεσα ζημιωθείς·

–        ο τόπος όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός είναι εκείνος στον οποίον πραγματοποιήθηκε η πράξη που έχει χειροτερέψει το ίδιο προϊόν· και

–        η ζημία επέρχεται στον τόπο, εντός κράτους μέλους, όπου ο ζημιωθείς απέκτησε το προϊόν από τρίτον, υπό τον όρο ότι οι λοιπές περιστάσεις επιβεβαιώνουν την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια του εν λόγω κράτους. Μεταξύ αυτών πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να συντρέχουν μία ή περισσότερες περιστάσεις βάσει των οποίων ο εναγόμενος θα μπορούσε, ευλόγως, να προβλέψει το ενδεχόμενο να ασκηθεί κατ’ αυτού αγωγή για αστική ευθύνη λόγω των πράξεών του από τους μελλοντικούς αγοραστές που αποκτούν το προϊόν στον τόπο αυτόν.

2)      Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στο δικαστήριο του τόπου επελεύσεως της ζημίας να θεμελιώσει ή να αρνηθεί τη δικαιοδοσία του κατόπιν σταθμίσεως των λοιπών περιστάσεων της υποθέσεως, η οποία έχει ως σκοπό να προσδιορισθεί ποιο δικαστήριο –το ίδιο, ή το δικαστήριο του τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος– βρίσκεται σε καλύτερη θέση, υπό όρους εγγύτητας και προβλεψιμότητας, να τάμει τη διαφορά.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).


3      Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, Bier (21/76, EU:C:1976:166· στο εξής: απόφαση Bier).


4      Μεταξύ άλλων, με τις αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 1990, Dumez France και Tracoba (C‑220/88, EU:C:1990:8· στο εξής: απόφαση Dumez), της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Marinari (C-364/93, EU:C:1995:289· στο εξής: απόφαση Marinari), της 10ης Ιουνίου 2004, Kronhofer (C-168/02, EU:C:2004:364· στο εξής: απόφαση Kronhofer). Προσφάτως, με τις αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide (C-352/13, EU:C:2015:335· στο εξής: απόφαση CDC), της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C-375/13, EU:C:2015:37· στο εξής: απόφαση Kolassa), της 16ης Ιουνίου 2016, Universal Music International Holding (C-12/15, EU:C:2016:449· στο εξής: απόφαση Universal), και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, Löber (C‑304/17, EU:C:2018:701· στο εξής: απόφαση Löber).


5      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1· στο εξής: κανονισμός).


6      Κατά την VKI, οι κινητήρες ήταν εξοπλισμένοι με παράνομο σύστημα αναστολής κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1), χάρις στο οποίο το όχημα εξέπεμπε, σε συνθήκες εργαστηρίου, «καθαρούς ρύπους», ήτοι ρύπους εντός των ορίων των προβλεπόμενων τιμών. Αντιθέτως, σε συνθήκες κανονικής οδηγήσεως, η ποσότητα ρυπογόνων αερίων ήταν ανώτερη των εν λόγω οριακών τιμών.


7      Τόσο κατά τον εν λόγω κανονισμό όσο και κατά τη Σύμβαση του 1968 και τον διάδοχο αυτής, ήτοι τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2000, L 12, σ. 1). Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των νομοθετικών αυτών κειμένων, η αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού υπενθυμίζει την ανάγκη ερμηνευτικής συνέχειας, όπερ επιτρέπει, κατά κανόνα, την αναλογική εφαρμογή στο άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του άρθρου 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του 1968 και του κανονισμού 44/2001.


8      Η έκθεση P. Jenard σχετικά τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29) αναφέρει (σ. 26) ότι, κατά τον χρόνο εκείνον, η συνήθης περίπτωση ήταν τα τροχαία ατυχήματα. Ουδείς μπορούσε τότε να φανταστεί τον εικονικό χώρο ως πλαίσιο για τη διάπραξη αδικοπραξίας ή ως χώρο επελεύσεως της ζημίας.


9      Η μοναδική τροποποίηση του κειμένου, μετά τη θέσπισή του, έγκειται στην εισαγωγή ρητής αναφοράς στον τόπο όπου «ενδέχεται να συμβεί» το ζημιογόνο γεγονός, καθιστώντας σαφές ότι ο κανονισμός έχει εφαρμογή σε αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων.


10      Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Coty Germany (C-360/12, EU:C:2014:1318· στο εξής: απόφαση Coty Germany, σκέψη 45), και απόφαση Universal (σκέψη 25). Η ερμηνεία δεν πρέπει να είναι περιοριστική, αλλά αυστηρή.


11      Ούτως, ήδη με την απόφαση Marinari (σκέψη 19)· μεταγενέστερα, με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C-51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 15), και με την απόφαση Coty Germany (σκέψη 43), μεταξύ άλλων.


12      Απόφαση Bier (σκέψεις 11 και 17), απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Hejduk (C-441/13, EU:C:2015:28, σκέψη 19), και απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan (C-194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 26).


13      Απόφαση Bier (σκέψεις 20 και 23), και απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Zuid-Chemie (C‑189/08, EU:C:2009:475· στο εξής: απόφαση Zuid-Chemie, σκέψη 31).


14      Ούτε σε σχέση με την αμιγώς οικονομική ζημία. Βλ. υποσημείωση 28 των παρουσών προτάσεων.


15      Ο οποίος αποτυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού.


16      Αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2012, Folien Fischer και Fofitec (C-133/11, EU:C:2012:664, σκέψη 46), και της 16ης Ιανουαρίου 2014, Kainz (C-45/13, EU:C:2014:7, σκέψη 31).


17      Απόφαση Kolassa (σκέψη 50). Με την απόφαση Löber (σκέψη 32), έγινε δεκτό ότι η κατοικία στην Αυστρία του κατόχου του τραπεζικού λογαριασμού (στον οποίον είχε επέλθει η περιουσιακή ζημία) αποτελούσε, για τους σκοπούς της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας στα αυστριακά δικαστήρια του «τόπου της ζημίας», ένα ακόμη στοιχείο προς επίρρωση της δικαιοδοσίας αυτής.


18      Απόφαση Marinari (σκέψεις 14 και 15). Στην πραγματικότητα, μια ζημία μπορεί να είναι «επακόλουθη» υπό δύο έννοιες: α) στον βαθμό που απορρέει από προηγούμενη ζημία (το γεγονός που έχει προκαλέσει ζημία επελθούσα πράγματι σε άλλο τόπο: απόφαση Marinari, σκέψη 14 και 15· «ζημία παρακολουθηματική μιας επελθούσας ζημίας την οποία υπέστη κάποιος αμέσως ζημιωθείς», σύμφωνα με τη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα Ph. Léger, προτάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2004, Kronhofer, C-168/02, EU:C:2004:24, σημείο 45)· και β) στον βαθμό που προκαλείται σε «εξ αντανακλάσεως» ζημιωθέντα, ήτοι σε έμμεσα ζημιωθέντα (απόφαση Dumez, σκέψεις 14 και 22). Στις παρούσες προτάσεις χρησιμοποιώ τον όρο υπό την πρώτη έννοια.


19      Απόφαση Dumez (σκέψεις 14 και 22). Η γλαφυρή έκφραση «εξ αντανακλάσεως» απαντάται ενίοτε στη νομολογία του Δικαστηρίου προκειμένου να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών που δικαιούνται αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία έχουν υποστεί προσωπικώς και των προσώπων έκτος του «άμεσα ζημιωθέντος» που μπορούν «να επιτύχ[ουν] αποκατάσταση της βλάβης την οποία αυτ[ά] υπέστη[σαν] “εξ ανακλάσεως”, ως συνέπεια της ζημίας του θύματος». Ούτως, στην απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Lazard (C-350/14, EU:C:2015:802, σκέψη 27).


20      Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising και Martínez (C-509/09 και C-161/10, EU:C:2011:685· στο εξής: απόφαση eDate).


21      Απόφαση eDate (σκέψη 47).


22      Το ερώτημα είναι διατυπωμένο κατά τρόπο ώστε η πτυχή αυτή να μην εγείρει αμφιβολίες στο αυστριακό δικαστήριο. Το αντίθετο, ωστόσο, φαίνεται να προκύπτει από το περιεχόμενο της διατάξεως περί παραπομπής.


23      Αφορούν τον τόπο στον οποίο συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός και την επιλογή μεταξύ του τόπου αυτού και του τόπου επελεύσεως της ζημίας όταν η αγωγή δεν ασκείται από τους ίδιους τους ζημιωθέντες, αλλά από ένωση που έχει υπεισέλθει στα δικαιώματά τους.


24      Οι αμφιβολίες του αυστριακού δικαστηρίου δεν αφορούν την αξίωση αναγνωρίσεως ευθύνης για μελλοντικές ή μη δυνάμενες να υπολογιστούν ακόμη ζημίες, την οποία η VKI αποδίδει σε ενημέρωση του λογισμικού μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία κατέστη γνωστή η παραποίηση των κινητήρων. Δεδομένου ότι το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά τις αμφιβολίες αυτές, δεν θα τις σχολιάσω. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην επισημάνω ότι η δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων βάσει του τόπου επελεύσεως της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού θα μπορούσε, για πολλούς λόγους, να αμφισβητηθεί.


25      Απόφαση Zuid-Chemie (σκέψη 27): «[…] δεν μπορεί να γίνει σύγχυση μεταξύ του τόπου επελεύσεως της ζημίας και του τόπου όπου έλαβε χώρα το γεγονός που έβλαψε το ίδιο το προϊόν, ο δε τόπος αυτός είναι ο τόπος όπου έλαβε χώρα το αιτιώδες γεγονός».


26      Στη Γερμανία υπήρξε εκτεταμένη συζήτηση ως προς το εάν οι ιδιοκτήτες των οχημάτων με παραποιημένους κινητήρες μπορούν να ασκήσουν αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης κατά του κατασκευαστή (ήτοι: ως προς το εάν πρόκειται για έχοντες έννομο συμφέρον προστατευόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο). Αυτό προκύπτει από διάφορες δικαστικές αποφάσεις: η απάντηση ήταν καταφατική στις αποφάσεις του Landgericht Stuttgart (πρωτοδικείου Στουτγάρδης, Γερμανία) της 17ης Ιανουαρίου 2019 (23 O 180/18)· του Landgericht Frankfurt (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) της 29ης Απριλίου 2019 (2-07 O 350/18), και του Oberlandesgericht Koblenz (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Κόμπλεντζ, Γερμανία) της 12ης Ιουνίου 2019 (Az.: 5 U 1318/18), κατά της οποίας εκκρεμεί επί του παρόντος αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γερμανία)· αντιθέτως, ήταν αρνητική στην απόφαση του Landgericht Braunschweig (πρωτοδικείου Μπράουνσβαϊγκ, Γερμανία) της 29ης Δεκεμβρίου 2016 (1 O 2084/15).


27      Απόφαση Zuid-Chemie (σκέψη 27), και απόφαση CDC (σκέψη 52), μεταξύ πολλών άλλων.


28      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση Universal Music International Holding (C-12/15, EU:C:2016:161, σημείο 38): «Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι έννοιες του “Handlungsort” και του “Erfolgsort” δεν μπορούν να διακριθούν». Η άποψη αυτή χαίρει στηρίξεως και από τη θεωρία: Hartley, T. H. C., «Jurisdiction in Tort Claims for Non-Physical Harm under Brussels 2012, Article 7(2)», ICLQ, τόμος 67, σ. 987 έως 1003· και Oberhammer, P., «Deliktsgerichsstand am Erfolgsort reiner Vermögensschäden», JBl 2018, σ. 750 έως 768.


29      Απόφαση Kronhofer (σκέψη 18).


30      Με τις προτάσεις του στην υπόθεση CDC (C-352/13, EU:C:2014:2443, σημείο 47), ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen υποστήριξε ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 δεν πρέπει να εφαρμόζεται όταν όσοι υπέστησαν τις προβαλλόμενες ζημίες βρίσκονται διάσπαρτοι σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών, διότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πολλαπλασιασμό παράλληλων δικών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις, πράγμα που θα ερχόταν σε αντίθεση με τον γενικό σκοπό του κανονισμού. Το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την πρόταση αυτή (η οποία θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον και για την υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των θιγομένων, του γεγονότος ότι η εκχώρηση των δικαιωμάτων τους δεν μεταβάλλει την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας καθώς και του γεγονότος ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού καθορίζει, πέραν της διεθνούς δικαιοδοσίας, και την κατά τόπο αρμοδιότητα). Το κριτήριο περί αποφυγής του πολλαπλασιασμού δικών δεν πρέπει, συνεπώς, να κατισχύσει της εφαρμογής του άρθρου, επιβάλλοντας τον προληπτικό αποκλεισμό δικαστηρίων με εγγύτητα στη διαφορά, τα οποία μπορούν να προβλεφθούν από τους διαδίκους και τα οποία έχουν, βάσει του ιδίου νομοθετικού κειμένου, αρμοδιότητα να επιληφθούν της διαφοράς. Έναντι του κινδύνου πολλών ταυτόχρονων δικών, η λύση θα έπρεπε να δοθεί μέσω των μηχανισμών της εκκρεμοδικίας ή της συνάφειας που επίσης προβλέπει ο κανονισμός (ή των εθνικών μηχανισμών, για την περίπτωση πολλαπλών δικών στο ίδιο κράτος).


31      Με την απόφαση Universal, το Δικαστήριο ακολούθησε μια συλλογιστική η οποία θα είχε, κατ’ αρχήν, ως αποτέλεσμα η ζημία να τοποθετείται εκεί όπου ο ενάγων είχε αναλάβει την υποχρέωση η οποία βάρυνε τελικώς την περιουσία του (σκέψεις 31 και 32). Κατά την κρίση μου, η προσφυγή στον «τόπο αναλήψεως της υποχρεώσεως» δεν βοηθά ιδιαιτέρως στον εντοπισμό της ζημίας, εάν αυτό σημαίνει ότι απαιτείται εξέταση του εφαρμοστέου δικαίου. Ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6), διασφαλίζει θεωρητικώς ότι το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής θα είναι το ίδιο στο σύνολο των κρατών μελών, δεν μπορούν, ωστόσο, να αποκλειστούν αποκλίσεις, αν μη τι άλλο λόγω της διαφορετικής προσεγγίσεως που τυχόν ακολουθείται σε κάθε κράτος για την απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου και για την εναλλακτική λύση σε περίπτωση ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, πρόκειται για δυσκολίες που είναι γνωστές και λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή άλλων κριτηρίων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας τόσο του κανονισμού όσο και των προηγουμένων αυτού νομοθετικών κειμένων.


32      Όπως ο τόπος στον οποίον βρίσκεται το «επίκεντρο της περιουσίας του ζημιωθέντος», ο οποίος ανταποκρίνεται στην ιδέα της ζημίας με ταυτόχρονη επίπτωση στο σύνολο της περιουσίας του ενάγοντος. Η σύνδεση αυτή απορρίφθηκε με την απόφαση Kronhofer.


33      Παραδείγματος χάριν, στις περιπτώσεις τραπεζικών λογαριασμών του ενάγοντος, τους οποίους ο τελευταίος μπορεί να επιλέξει μετά τη γένεση της υποχρεώσεως με την οποία συνδέει την περιουσιακή ζημία: βλ. απόφαση Universal (σκέψη 38). Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο τόπος όπου τηρείται ο λογαριασμός στον οποίον αποτυπώνεται λογιστικώς η συναλλαγή είναι ο τόπος στον οποίον επέρχεται η άμεση περιουσιακή ζημία: όπως, όμως, πρόκειται να εξηγήσω, εκτιμά ότι το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η επιλογή του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού.


34      Απόφαση στην υπόθεση C-256/00 (EU:C:2002:99, σκέψη 49). Η υπόθεση αφορούσε παροχή συνιστάμενη σε παράλειψη που έπρεπε να εκπληρωθεί χωρίς γεωγραφικό περιορισμό.


35      Βλ. τη μνημονευόμενη στην υποσημείωση 4 νομολογία. Το ερώτημα περί του εάν ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» μπορεί να χαρακτηριστεί εκείνος στον οποίον προκλήθηκε ορισμένη ζημία η οποία, προς στιγμήν, είναι μόνον περιουσιακή, ετέθη στο Δικαστήριο στην υπόθεση Zuid-Chemie, στο πλαίσιο της ευθύνης για ελαττωματικά προϊόντα. Καθόσον στην υπόθεση εκείνη είχε επέλθει φυσική βλάβη, το Δικαστήριο θεώρησε το ερώτημα υποθετικό και, ως εκ τούτου, δεν έδωσε απάντηση. Από την απουσία αυτή απαντήσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι, σε περίπτωση συνυπάρξεως μιας περιουσιακής ζημίας και μιας φυσικής βλάβης (μεταγενέστερης και όχι επακόλουθης), ο τόπος της δεύτερης εκτοπίζει, για τους σκοπούς της θεμελιώσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, τον τόπο της πρώτης.


36      Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση CDC φαίνεται να αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen, με τις προτάσεις του (EU:C:2014:2443, σημείο 50), είχε υποδείξει ως έναν από τους τόπους επελεύσεως της ζημίας, από οικονομικής απόψεως, εκείνον στον οποίον εκτελέστηκαν οι συμβάσεις των οποίων το περιεχόμενο είχε νοθευθεί από τη σύμπραξη. Ο τόπος που επελέγη τελικώς από το Δικαστήριο –η έδρα εκάστης των θιγομένων, η οποία είχε προταθεί εναλλακτικώς από τον γενικό εισαγγελέα– δεν υιοθετείται σε μεταγενέστερες αποφάσεις.


37      Απόφαση στην υπόθεση C-618/15 (EU:C:2016:976, σκέψη 33): «[…] σε περίπτωση παραβιάσεως, μέσω ιστοτόπου, των όρων δικτύου επιλεκτικής διανομής, η ζημία την οποία δύναται να προβάλει διανομέας συνίσταται στη μείωση του όγκου των πωλήσεών του συνεπεία των πωλήσεων που πραγματοποιούνται κατά παράβαση των όρων του δικτύου και στη συνακόλουθη απώλεια κερδών».


38      Απόφαση στην υπόθεση C-27/17 (EU:C:2018:533· στο εξής: απόφαση: flyLAL, σκέψεις 35 και 36).


39      Απόφαση στην υπόθεση C-451/18 (EU:C:2019:635· στο εξής: απόφαση: Tibor-Trans, σκέψεις 30, 32 και 33).


40      Η προσέγγιση αυτή εμφανίζεται και στην απόφαση Universal (σκέψεις 31 και 32), με την οποία επιδιώκεται να ανευρεθεί στήριξη σε δραστηριότητες κατά το μάλλον ή το ήττον αντιληπτές (στην υπόθεση εκείνη, στην επίτευξη διακανονισμού στην Τσεχική Δημοκρατία, στο πλαίσιο εκεί διεξαχθείσας διαιτησίας).


41      Με τις προτάσεις του της 28ης Φεβρουαρίου 2018 στην υπόθεση flyLAL (EU:C:2018:136, σημείο 70), ο γενικός εισαγγελέας Μ. Bobek εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι η μείωση των πωλήσεων και η επακόλουθη απώλεια εσόδων δεν επέρχονται κατ’ ανάγκην στον ίδιο τόπο. Χαρακτήρισε την πρώτη ως «αρχική ζημία» και τη δεύτερη ως «επακόλουθη». Το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή τη θέση αυτή, τουλάχιστον όχι ρητώς.


42      Όχι μόνον: βλ. απόφαση Universal, στην οποία το ζημιογόνο γεγονός ήταν η αμέλεια του δικηγόρου ο οποίος είχε συντάξει μια δεσμευτική για τον πελάτη του σύμβαση.


43      Αποφάσεις Kolassa, Universal και, κυρίως, Löber.


44      Απόφαση Löber (σκέψεις 31 και 36, καθώς και διατακτικό).


45      Βλ. σ. 9 και 10 της διατάξεως περί παραπομπής.


46      Σκέψη 17 (η υπογράμμιση δική μου).


47      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, Custom Made Commercial [C-288/92, EU:C:1994:268, σκέψεις 17 (σε συνδυασμό με την σκέψη 16) και 21]. Η απόφαση αφορά την ειδική δωσιδικία για διαφορές εκ συμβάσεως, η ίδια, όμως, αρχή απαντάται στη σκέψη σχετικά με τις αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης. Πρβλ., ως προς την εξωσυμβατική ευθύνη, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C-51/97, EU:C:1998:509, σκέψεις 34 και 35).


48      Παραδείγματος χάριν, στην απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Kainz (C-45/13, EU:C:2014:7, σκέψη 24).


49      Απόφαση flyLAL (σκέψη 27).


50      Η επιλογή των μεν και των δε ποικίλει αναλόγως, τουλάχιστον, της αδικοπραξίας και του τρόπου διαρθρώσεως της δίκης. Η περίπτωση κατά την οποία έχει διαπιστωθεί μια παράβαση σε προηγούμενη δικαιοδοτική βαθμίδα και το αντικείμενο της διαφοράς είναι να αποσαφηνιστεί εάν, και πώς, έχει θιγεί συγκεκριμένος ενάγων, διαφέρει, λογικά, από την περίπτωση κατά την οποία δεν έχει ακόμη λάβει χώρα η διαπίστωση αυτή. Επιπλέον, οι προσδοκίες των υποκειμένων σε σχέση με τις έννομες συνέπειες των πράξεών τους καθορίζονται με αναφορά στις κατηγορίες πράξεων και τη ρύθμισή τους κατά το οικείο εθνικό δίκαιο.


51      Απόφαση Löber (σκέψεις 32 και 33).


52      Στη νομολογία του επί του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού, το Δικαστήριο συνδέει την έννομη προστασία των εγκατεστημένων στην Ένωση προσώπων με δύο σκοπούς: ότι ο ενάγων μπορεί να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου δύναται να ασκήσει αγωγή και ότι ο εναγόμενος μπορεί να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί (βλ., παραδείγματος χάριν, αποφάσεις Kolassa, σκέψη 56, και Löber, σκέψη 35). Φαίνεται ότι όποιος κατέχει ενεργητική θέση στη δίκη απολαύει μόνον ex post facto προστασίας και ότι, για τον εναγόμενο, αντιθέτως, το σημείο αναφοράς είναι προηγούμενο. Στην πραγματικότητα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο: κάθε πρόσωπο πρέπει να μπορεί να προβλέπει (ευλόγως) τις συνέπειες των ενεργειών του, προτού προβεί σε αυτές· η σφαίρα της έννομης προστασίας δεν μπορεί να περιορίζεται βάσει ορισμένης ιδιότητας –αυτής του ενάγοντος, ή, αντιθέτως, του εναγομένου– η οποία δεν είναι γνωστή κατά τον χρόνο κατά τον οποίον εκδηλώνεται ή παραλείπεται μια συμπεριφορά. Εξ ου, στην απόφαση Löber, πολλές από τις «ιδιαίτερες περιστάσεις» αφορούσαν την H. Löber (ενάγουσα) και τις πρότερες της εκδηλώσεως της ζημίας ενέργειές της.


53      Οι παρατηρήσεις της VKI, της Επιτροπής ή του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες φθάνουν στο σημείο να χαρακτηρίζουν ως «υβριδική» τη ζημία (σε αντιδιαστολή προς την αμιγώς περιουσιακή ζημία), φαίνεται να κινούνται στην κατεύθυνση αυτή, αν και δεν είναι σαφές ποιες συνέπειες αντλούν από τον χαρακτηρισμό αυτόν όσον αφορά την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας.


54      Πρόκειται για τον χρόνο κατά τον οποίο αγοράστηκε το όχημα από εκείνον που είναι ιδιοκτήτης του όταν γίνεται γνωστό το ελάττωμα στον κινητήρα.


55      Διάταξη περί παραπομπής, σ. 9.


56      Από πλευράς ζημιωθέντος, θα μπορούσαν, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Löber, να αποτελούν κρίσιμες περιστάσεις, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις για την αγορά διεξάγονται στον ίδιο τόπο, καθώς και ότι ο τελευταίος είναι επίσης ο τόπος της παραδόσεως του οχήματος και (σύμφωνα πάντοτε με την απόφαση Löber) της κατοικίας του αγοραστή.


57      Από πλευράς ενάγοντος, κρίσιμες περιστάσεις θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να αποτελούν η εισαγωγή (ευθέως ή μέσω συνδεόμενου με αυτόν γενικού εισαγωγέα) των οχημάτων στο κράτος στο οποίο αυτός ενάγεται· η εμπορία στο κράτος αυτό από επίσημους αντιπροσώπους ή διανομείς· η προώθηση των πωλήσεων μέσω διαφημίσεων από τον ίδιο ή για λογαριασμό του στο κράτος αυτό· ή η έκδοση πιστοποιητικών συμμορφώσεως μεταφρασμένων από τον ίδιο στη γλώσσα του κράτους αυτού.


58      Επαναλαμβάνω ότι σκοπός του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού είναι η απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς και κατά τόπον αρμοδιότητας, σε συγκεκριμένο δικαστήριο εντός του επιλεγέντος κράτους.


59      Διάταξη περί παραπομπής, σ. 9 και 10.


60      Βλ., προς τον σκοπό αυτόν, υποσημείωση 57 των παρουσών προτάσεων.