Language of document : ECLI:EU:C:2017:236

Υπόθεση C-72/15

PJSC Rosneft Oil Company

κατά

Her Majesty’s Treasury κ.λπ.

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Divisional Court) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) – Περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία – Διατάξεις της αποφάσεως 2014/512/ΚΕΠΠΑ και του κανονισμού (ΕΕ) 833/2014 – Κύρος – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Συμφωνία εταιρικής σχέσεως ΕΕ-Ρωσίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών – Πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων – Χρηματοδοτική βοήθεια – Διεθνή αποθετήρια έγγραφα (Global Depositary Receipts) – Πετρελαϊκός τομέας – Αίτημα ερμηνείας των όρων “σχιστολιθικό” και “ύδατα με βάθος μεγαλύτερο των 150 μέτρων” – Απαράδεκτο»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 28ης Μαρτίου 2017

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Εκτίμηση του κύρους – Παραδεκτό – Όρια – Ερωτήματα προδήλως άσχετα με την υπόθεση και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· απόφαση 2015/512/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου· κανονισμός 833/2014 του Συμβουλίου)

2.        Προδικαστικά ερωτήματα – Εκτίμηση του κύρους – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Πράξη εκδοθείσα επί τη βάσει των σχετικών με την ΚΕΠΠΑ διατάξεων – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δικαστικός έλεγχος περιοριζόμενος στον έλεγχο της τηρήσεως του άρθρου 40 ΣΕΕ και στον έλεγχο της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων

(Άρθρα 19 § 1 ΣΕΕ, 24 § 1 ΣΕΕ και 40 ΣΕΕ· άρθρα 267 ΣΛΕΕ και 275, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· αποφάσεις του Συμβουλίου 2014/512/ΚΕΠΠΑ και 2014/872/ΚΕΠΠΑ)

3.        Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης – Σχετικές λεπτομέρειες – Προστασία του δικαιώματος αυτού από τον δικαστή της Ένωσης ή από τα εθνικά δικαστήρια αναλόγως της νομικής φύσεως της προσβαλλομένης πράξεως – Δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ή υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ως προς το κύρος πράξεως – Έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων με τις οποίες προβλέπεται η θέσπιση περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ

(Άρθρα 19 § 1 ΣΕΕ, 24 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ και 29 ΣΕΕ· άρθρα 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ, 267 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

4.        Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Κύρος των περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων που προβλέπονται από την απόφαση 2014/512/ΚΕΠΠΑ και τον κανονισμό 833/2014 – Επιβολή, από κράτος μέλος, ποινικών κυρώσεων που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του κανονισμού 833/2014 – Παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών – Δεν υφίσταται – Προϋποθέσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49· αποφάσεις του Συμβουλίου 2014/512ΚΕΠΠΑ, άρθρα 1 §§ 2, στοιχεία βʹ έως δʹ , και 3, και 7, παράρτημα III, και 2014/872/ΚΕΠΠΑ· κανονισμοί του Συμβουλίου 833/2014, άρθρα 3, 3α, 4 § 3 και 4, 5 §§ 2, στοιχεία β' έως δʹ, και 3, 8 §§ 1 και 11, παραρτήματα II και VI, και 1290/2014)

5.        Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Έννοια της χρηματοδοτικής βοήθειας – Διεκπεραίωση πληρωμών από τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό οργανισμό – Δεν περιλαμβάνεται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 833/2014, άρθρο 4 § 3, στοιχείο βʹ, και 1290/2014)

6.        Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Έκδοση, από τις 12 Σεπτεμβρίου 2014, διεθνών αποθετηρίων εγγράφων (Global Depositary Receipts) – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 833/2014, άρθρο 5 § 2, και 1290/2014)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 49-56)

2.      Τα άρθρα 19, 24 και 40 ΣΕΕ, το άρθρο 275 ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφανθεί προδικαστικώς, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, επί του κύρους πράξεως εκδοθείσας βάσει των σχετικών με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) διατάξεων, όπως είναι η απόφαση 2014/512/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2014/872/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, υπό τον όρο ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά είτε τον έλεγχο της τηρήσεως του άρθρου 40 ΣΕΕ από την απόφαση αυτή είτε τον έλεγχο της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων.

Συναφώς, όσον αφορά, καταρχάς, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ελέγχει την τήρηση του άρθρου 40 ΣΕΕ, επισημαίνεται ότι οι Συνθήκες δεν προβλέπουν καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση για την άσκηση ενός τέτοιου δικαστικού ελέγχου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ως άνω έλεγχος εμπίπτει στη γενική αρμοδιότητα την οποία το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει στο Δικαστήριο προς εξασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών. Προβλέποντας αυτή τη γενική αρμοδιότητα, το άρθρο 19, τρίτη παράγραφος, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ αναφέρει, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται προδικαστικώς, κατόπιν αιτήματος εθνικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων επί του κύρους πράξεων που εκδόθηκαν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται προδικαστικώς επί του κύρους των αποφάσεων που εκδίδονται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, όπως η απόφαση 2014/512, οσάκις προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων. Μολονότι, ασφαλώς, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν μπορεί να απονείμει αρμοδιότητα στο Δικαστήριο, οσάκις οι Συνθήκες το αποκλείουν, εντούτοις η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνεπάγεται ότι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στον τομέα της ΚΕΠΠΑ πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εφόσον σκοπός της διαδικασίας που επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων είναι η διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών, σύμφωνα με τον ρόλο που αναθέτει στο θεσμικό αυτό όργανο το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς της τελευταίας αυτής διατάξεως καθώς και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας μια περιοριστική ερμηνεία της αρμοδιότητας που απονέμει στο Δικαστήριο το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ (βλ. κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2007, Gestoras Pro Amnistía κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-354/04 P, EU:C:2007:115, σκέψη 53, της 27ης Φεβρουαρίου 2007, Segi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-355/04 P, EU:C:2007:116, σκέψη 53, της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 70, της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Kosovo, C-439/13 P, EU:C:2015:753, σκέψη 42, καθώς και της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 40).

Υπό τις συνθήκες αυτές, οσάκις το Δικαστήριο διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ καθώς και του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του κύρους πράξεων της Ένωσης, ήτοι, μεταξύ άλλων, όταν πρόκειται για περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων, ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως ως αποκλείουσας τη δυνατότητα των δικαστηρίων των κρατών μελών να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς το κύρος των αποφάσεων του Συμβουλίου που προβλέπουν τη θέσπιση τέτοιων μέτρων θα αντέβαινε προς την οικονομία του συστήματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που θεσπίζουν οι Συνθήκες. Συγκεκριμένα, η αναγκαία συνοχή του συστήματος δικαστικής προστασίας επιβάλλει, κατά πάγια νομολογία, να αναγνωρίζεται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα διαπιστώσεως της ακυρότητας πράξεως η οποία προβλήθηκε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost, 314/85, EU:C:1987:452, σκέψη 17, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 62). Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά αποφάσεις στον τομέα της ΚΕΠΠΑ σε σχέση με τις οποίες οι Συνθήκες απονέμουν στο Δικαστήριο αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητας.

(βλ. σκέψεις 62, 64, 74-76, 78, διατακτ. 1)

3.      Συνεπώς, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ως προς το κύρος διατάξεως συνιστά, ακριβώς όπως και η προσφυγή ακυρώσεως, τρόπο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost, 314/85, EU:C:1987:452, σκέψη 16, της 21ης Φεβρουαρίου 1991, Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, C-143/88 και C-92/89, EU:C:1991:65, σκέψη 18, της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ABNA κ.λπ., C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 103, καθώς και της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 95).

Το ουσιώδες αυτό χαρακτηριστικό του συστήματος έννομης προστασίας της Ένωσης εκτείνεται στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων με τις οποίες προβλέπεται η θέσπιση περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Πράγματι, ούτε από τη Συνθήκη ΕΕ ούτε από τη Συνθήκη ΛΕΕ προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 256 και 263 ΣΛΕΕ, συνιστά τον μοναδικό τρόπο ελέγχου της νομιμότητας αποφάσεων που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων, αποκλειομένης, ιδίως, της προδικαστικής παραπομπής προς εκτίμηση του κύρους. Συναφώς, το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ παραπέμπει στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκειμένου να καθορίσει όχι το είδος διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα ορισμένων αποφάσεων, αλλά το είδος των αποφάσεων των οποίων η νομιμότητα μπορεί να ελέγχεται από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας έχουσας ως αντικείμενο έναν τέτοιο έλεγχο νομιμότητας. Δεδομένου ωστόσο ότι η ευθύνη για την εφαρμογή αποφάσεως που προβλέπει περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων ανατίθεται εν μέρει στα κράτη μέλη, η προδικαστική παραπομπή προς εκτίμηση του κύρους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ιδίως όταν, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, τόσο η νομιμότητα των εθνικών μέτρων εφαρμογής όσο και της ίδιας της αποφάσεως επί της οποίας αυτά στηρίζονται, που έχει εκδοθεί στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, αμφισβητούνται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι εθνικές πολιτικές τους να συνάδουν προς τις θέσεις της Ένωσης που καθορίζονται με αποφάσεις του Συμβουλίου που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, η πρόσβαση στον δικαστικό έλεγχο των εν λόγω αποφάσεων είναι απολύτως απαραίτητη οσάκις αυτές προβλέπουν τη θέσπιση περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων.

(βλ. σκέψεις 68-71)

4.      Από την εξέταση του δεύτερου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ έως δʹ, και παράγραφος 3, του άρθρου 7 και του παραρτήματος III της αποφάσεως 2014/512, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2014/872, ή των άρθρων 3 και 3α, του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ έως δʹ, και παράγραφος 3, του άρθρου 11, καθώς και των παραρτημάτων II και VI του κανονισμού (ΕΕ) 833/2014 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1290/2014 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014. Οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών (nulla poena sine lege certa) έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν τη δυνατότητα κράτους μέλους να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του κανονισμού 833/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1290/2014, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, αυτού, πριν διευκρινιστεί επαρκώς από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων και, συνακόλουθα, των συναφών ποινικών κυρώσεων.

Πρώτον, όσον αφορά τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η θεμελιώδης αυτή αρχή του δικαίου της Ένωσης απαιτεί, ιδίως, να είναι σαφής και ακριβής η ρύθμιση, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν κατά συνέπεια τα μέτρα τους (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA, C-344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών (nulla poena sine lege certa), στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι η αρχή αυτή, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 49 του Χάρτη που φέρει τον τίτλο «Αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών», και η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνιστά ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ., C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 70), συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο νόμος πρέπει να καθορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές που τις κολάζουν. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο διοικούμενος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της οικείας διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις συνεπάγονται την ποινική ευθύνη του (απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Advocaten voor de Wereld, C-303/05, EU:C:2007:261, σκέψη 50). Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τη σταδιακή διασαφήνιση των κανόνων της ποινικής ευθύνης με νομολογιακή ερμηνεία, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα αυτής μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 217 και 218).

(βλ. σκέψεις 161, 162, 167, διατακτ. 2)

5.      Η φράση «χρηματοδοτική βοήθεια» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 833/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1290/2014, έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει τη διεκπεραίωση πληρωμών, αυτή καθαυτήν, από τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό.

Από τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 833/2014 προκύπτει, όπως υποστήριξε ιδίως η Γερμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι χρησιμοποιώντας τη φράση «χρηματοδοτική βοήθεια», ο νομοθέτης της Ένωσης είχε κατά νου πράξεις ανάλογες με τις επιχορηγήσεις, τα δάνεια και την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων. Ωστόσο, ενώ οι πράξεις αυτές απαιτούν τη χρήση ιδίων πόρων του οικείου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, αντιθέτως οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται από το ίδρυμα αυτό υπό την ιδιότητα του ενδιαμέσου που προωθεί πόρους του τρίτου πληρωτή προς έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, χωρίς να χρησιμοποιεί ίδιους πόρους του εν λόγω ιδρύματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 833/2014 δεν έχει την έννοια ότι, για τη διεκπεραίωση οποιασδήποτε πληρωμής σχετικής με πράξη που αφορά την πώληση, την προμήθεια, τη μεταβίβαση ή την εξαγωγή προς τη Ρωσία ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II του κανονισμού αυτού, επιβάλλει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρέωση λήψεως πρόσθετης άδειας σε σχέση με εκείνη η οποία απαιτείται δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 833/2014 για την πράξη αυτή, οσάκις τα χρηματοπιστωτικά αυτά ιδρύματα διαπιστώνουν ότι η πληρωμή, της οποίας ζητείται η διεκπεραίωση, συνιστά το αντάλλαγμα, πλήρες ή μερικό, αυτής της πράξεως. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού δεν έχει ως αντικείμενο ούτε τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ούτε τη θέσπιση περιορισμών όσον αφορά τη μεταφορά κεφαλαίων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε να εξαρτήσει την εκτέλεση οποιαδήποτε τραπεζικού εμβάσματος σχετικού με είδη που παρατίθενται στο παράρτημα II του κανονισμού 833/2014 από αίτηση για τη χορήγηση πρόσθετης άδειας σε σχέση με εκείνη η οποία απαιτείται δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 833/2014 προκειμένου περί πράξεως όπως αυτή που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, θα είχε χρησιμοποιήσει όρους διαφορετικούς από τον όρο «χρηματοδοτική βοήθεια» προκειμένου να θεσπίσει μια τέτοια υποχρέωση και τα όριά της. Τέλος, εφόσον ο σκοπός του κανονισμού 833/2014 συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αύξηση του κόστους των ενεργειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας που αφορούν την Ουκρανία, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού επιδιώκει κατά τρόπο συνεκτικό τον σκοπό αυτό, καθόσον θεσπίζει περιορισμούς στη χρηματοδοτική βοήθεια για την εξαγωγή προς τη Ρωσία ειδών που προορίζονται για τον πετρελαϊκό τομέα, χωρίς ωστόσο να εξαρτά τη διεκπεραίωση πληρωμών, αυτή καθαυτήν, από την απαίτηση προηγούμενης άδειας. Η ανωτέρω ερμηνεία δεν θίγει την απαγόρευση που ισχύει για οποιαδήποτε διεκπεραίωση πληρωμών σχετική με εμπορική πράξη η οποία απαγορεύεται, αυτή καθαυτήν, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 833/2014.

(βλ σκέψεις 179-183, διατακτ. 3)

6.      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 833/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1290/2014, έχει την έννοια ότι απαγορεύει την έκδοση, από τις 12 Σεπτεμβρίου 2014, διεθνών αποθετηρίων εγγράφων (Global Depositary Receipts) δυνάμει συμβάσεως παρακαταθήκης με μια από τις οντότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα VI του κανονισμού 833/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1290/2014, εφόσον τα έγγραφα αυτά ενσωματώνουν μετοχές μιας εκ των εν λόγω οντοτήτων εκδοθείσες πριν από την ως άνω ημερομηνία.

(βλ. διατακτ. 3)