Language of document : ECLI:EU:C:2012:447

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2012 (*)

«Γεωργία — Οδηγίες 98/95/ΕΚ, 2002/53/ΕΚ, 2002/55/ΕΚ και 2009/145/ΕΚ — Κύρος — Κηπευτικά — Πώληση στην εθνική αγορά σπόρων προς σπορά ποικιλιών λαχανικών οι οποίες δεν έχουν γίνει επισήμως αποδεκτές και δεν έχουν καταχωριστεί στον κατάλογο ποικιλιών των κηπευτικών ειδών — Μη συμμόρφωση με το σύστημα προηγούμενης εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά — Διεθνής συνθήκη σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία — Αρχή της αναλογικότητας — Επιχειρηματική ελευθερία — Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση C‑59/11,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Nancy (Γαλλία) με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Φεβρουαρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Association Kokopelli

κατά

Graines Baumaux SAS,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, R. Silva de Lapuerta, Γ. Αρέστη (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η association Kokopelli, εκπροσωπούμενη από τον B. Magarinos Rey, avocat,

–        η Graines Baumaux SAS, εκπροσωπούμενη από τους P. de Jong, C. Ronse και S. Lens, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και B. Cabouat, καθώς και από τη R. Loosli-Surrans,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την P. Mahnič Bruni και τον É. Sitbon Bercain,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Bianchi και τη Z. Malůšková,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος των οδηγιών:

–        98/95/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998, για την τροποποίηση, στα πλαίσια της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς, των γενετικώς τροποποιημένων φυτικών ποικιλιών και των φυτικών γενετικών πόρων, των οδηγιών 66/400/ΕΟΚ, 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 66/403/ΕΟΚ, 69/208/ΕΟΚ, 70/457/ΕΟΚ και 70/458/ΕΟΚ που αφορούν, αντίστοιχα, την εμπορία σπόρων προς σπορά τεύτλων, κτηνοτροφικών φυτών, σιτηρών, γεωμήλων, ελαιούχων και κλωστικών φυτών, κηπευτικών και τον κοινό κατάλογο ποικιλιών των καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (ΕΕ 1999, L 25, σ. 1),

–        2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (ΕΕ L 193, σ. 1),

–        2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (ΕΕ L 193, σ. 33), και,

–        2009/145/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την πρόβλεψη ορισμένων παρεκκλίσεων για την αποδοχή ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών κηπευτικών που καλλιεργούνται κατά παράδοση σε συγκεκριμένους τόπους και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση και ποικιλιών κηπευτικών οι οποίες δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, και για την εμπορία σπόρων προς σπορά των εν λόγω ντόπιων φυλών και ποικιλιών (ΕΕ L 312, σ. 44).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της association Kokopelli (στο εξής: Kokopelli) και της Graines Baumaux SAS (στο εξής: Baumaux), όσον αφορά την εμπορία σπόρων προς σπορά κηπευτικών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η διεθνής συνθήκη σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία

3        Με την απόφαση 2004/869/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2004, εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η διεθνής συνθήκη σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία (ΕΕ L 378, σ. 1, στο εξής: Tirpaa).

4        Κατά το άρθρο 1 της Tirpaa, η συνθήκη έχει ως στόχους «τη διατήρηση και την αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία και τη σωστή και δίκαιη διανομή των ωφελημάτων που προκύπτουν από τη χρήση τους εν αρμονία με τη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα, την αειφόρο γεωργία και την επισιτιστική ασφάλεια».

5        Το άρθρο 5 της Tirpaa προβλέπει τα εξής:

«5.1.      Κάθε συμβαλλόμενο μέρος, υπό την επιφύλαξη της εθνικής του νομοθεσίας, και σε συνεργασία με άλλα συμβαλλόμενα μέρη, όπου απαιτείται, προωθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ανεύρεση, διατήρηση και αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία και αναλαμβάνει ιδιαίτερα, όπου απαιτείται:

[...]

γ)      να ενθαρρύνει ή να υποστηρίξει, ανάλογα με την περίπτωση, τις προσπάθειες των γεωργών και των τοπικών κοινοτήτων για διαχείριση και διατήρηση στον αγρό των φυτογενετικών τους πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία·

[...]»

6        Το άρθρο 6 της Tirpaa ορίζει:

«6.1. Τα συμβαλλόμενα μέρη επεξεργάζονται και διατηρούν πολιτικές και νομικές διατάξεις κατάλληλες για την προώθηση της αειφόρου χρήσεως των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία.»

7        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 7.1, της Tirpaa, «κάθε συμβαλλόμενο μέρος εντάσσει, όπου απαιτείται, στις γεωργικές του, καθώς και τις σχετικές με την αγροτική ανάπτυξη, πολιτικές και προγράμματά του τις δραστηριότητες που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 και συνεργάζεται με τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη, απευθείας ή μέσω του [Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία (FAO)] και άλλων αρμόδιων διεθνών οργανισμών, στους τομείς της διατήρησης και αειφόρου χρήσεως των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία».

8        Το άρθρο 9 της Tirpaa προβλέπει:

«9.1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την τεράστια συνεισφορά, παρελθούσα και μελλοντική, των τοπικών και αυτοχθόνων κοινοτήτων καθώς και των γεωργών όλων των περιοχών του κόσμου, και ειδικά των περιοχών των κέντρων καταγωγής και ποικιλότητας των καλλιεργούμενων φυτών, στη διατήρηση και αξιοποίηση των φυτογενετικών πόρων που συνιστούν τη βάση της διατροφικής και γεωργικής παραγωγής σε όλο τον κόσμο.

[...]

9.3.      Κανένα σημείο του παρόντος άρθρου δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως περιοριστικό των δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν οι καλλιεργητές στη διατήρηση, χρήση, ανταλλαγή και πώληση σπόρων αγρού ή πολλαπλασιαστικού υλικού, υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας και αναλόγως των αναγκών.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2002/55

9        Η οδηγία 2002/55 θεσπίζει κοινό κατάλογο ποικιλιών κηπευτικών ειδών.

10      Η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής έχουν ως εξής:

«(2)      Η παραγωγή σπόρων κηπευτικών κατέχει σημαντική θέση στην γεωργία της Κοινότητας.

(3)      Η επίτευξη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων κατά την καλλιέργεια κηπευτικών εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη χρησιμοποίηση καταλλήλων σπόρων προς σπορά.

(4)      Επιτυγχάνεται μεγαλύτερη παραγωγικότητα στην καλλιέργεια κηπευτικών της Κοινότητας από την εφαρμογή από τα κράτη μέλη ενιαίων και όσο το δυνατό αυστηρών κανόνων όσον αφορά την επιλογή ποικιλιών αποδεκτών για την εμπορία.

[...]

(12)      Οι σπόροι ποικιλιών που είναι εγγεγραμμένοι στον κοινό κατάλογο ποικιλιών δεν πρέπει να υποβάλλονται, στο εσωτερικό της Κοινότητος, σε κανέναν περιορισμό εμπορίας ως προς την ποικιλία.»

11      Η οδηγία 2002/55, κατά το άρθρο της 1, «αφορά την παραγωγή με σκοπό την εμπορία και την εμπορία σπόρων κηπευτικών μέσα στην Κοινότητα».

12      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι σπόροι κηπευτικών δύνανται να πιστοποιούνται, να ελέγχονται ως τυποποιημένοι σπόροι και να τίθενται σε εμπορία μόνον αν η ποικιλία τους είναι επίσημα αποδεκτή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος.»

13      Για την αποδοχή των ποικιλιών στους επίσημους καταλόγους, το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 4, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μια ποικιλία να είναι αποδεκτή μόνον αν είναι σαφώς διακρινόμενη, σταθερή και επαρκώς ομοιόμορφη.

[...]

4.      Χάριν διαφύλαξης των φυτικών γενετικών πόρων κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν των κριτηρίων αποδοχής που ορίζονται στην παράγραφο 1, εφόσον καθοριστούν ειδικοί όροι σύμφωνα με τη διαδικασία την αναφερομένη στο άρθρο 46, παράγραφος 2, και λαμβανομένων υπόψη των προδιαγραφών του άρθρου 44, παράγραφος 3.»

14      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/55 έχει ως εξής:

«1.      Μια ποικιλία ξεχωρίζει, ανεξάρτητα από την προέλευσή της, τεχνητή ή φυσική, από την αρχική ποικιλία από την οποία δημιουργήθηκε, εάν διακρίνεται εμφανώς λόγω ενός ή περισσοτέρων σημαντικών χαρακτηριστικών από κάθε άλλη ποικιλία γνωστή στην Κοινότητα.

Οι χαρακτήρες πρέπει να είναι δυνατόν να αναγνωρίζονται και να περιγράφονται με ακρίβεια.

[...]

2.      Μία ποικιλία θεωρείται σταθερή αν μετά τις διαδοχικές αναπαραγωγές ή πολλαπλασιασμούς της ή στο τέλος κάθε κύκλου, όταν ο δημιουργός έχει προσδιορίσει ιδιαίτερο κύκλο αναπαραγωγών ή πολλαπλασιασμών, διατηρεί τα αρχικά βασικά χαρακτηριστικά της.

3.      Μία ποικιλία θεωρείται επαρκώς ομοιόμορφη αν τα φυτά που την αποτελούν —εκτός σπανίων ανωμαλιών— είναι όμοια, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών του συστήματος αναπαραγωγής των φυτών, ή γενετικώς όμοια για το σύνολο των χαρακτήρων που λαμβάνονται υπόψη για τον σκοπό αυτόν.»

15      Το άρθρο 44, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2002/55 ορίζει:

«2.      Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, καθορίζονται ειδικές προϋποθέσεις για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις της επί τόπου διατήρησης και της αειφόρου χρήσης των φυτικών γενετικών πόρων μέσω της καλλιέργειας και της εμπορίας σπόρων:

α)      ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών οι οποίες καλλιεργούνται παραδοσιακά σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και περιοχές και οι οποίες απειλούνται με γενετική διάβρωση με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/94 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1994, για τη διατήρηση, το χαρακτηρι[σμ]ό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία [ΕΕ L 159, σ. 1]·

β)      ποικιλιών οι οποίες δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά οι οποίες αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες.

3.      Οι ειδικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ανωτέρω περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα σημεία:

α)      στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄, οι ντόπιες αβελτίωτες φυλές και ποικιλίες εγκρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Πρέπει να λαμβάνονται επίσης ιδιαίτερα υπόψη τα αποτελέσματα ανεπίσημων δοκιμών και οι γνώσεις που έχουν αποκτηθεί από την πρακτική πείρα κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας, του πολλαπλασιασμού και της χρήσης, καθώς και οι λεπτομερείς περιγραφές των ποικιλιών και των σχετικών ονομασιών, όπως έχουν κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος· στην περίπτωση που αυτά επαρκούν, πρέπει να προβλέπεται εξαίρεση από την προβλεπόμενη επίσημη εξέταση. Μετά την αποδοχή της, η συγκεκριμένη ντόπια αβελτίωτη φυλή ή ποικιλία καταγράφονται ως “ποικιλία προς διατήρηση” στον κοινό κατάλογο·

β)      στην παράγραφο 2, στοιχεία α΄ και β΄, οι ανάλογοι ποσοτικοί περιορισμοί.»

16      Κατά το άρθρο 48 της οδηγίας 2002/55:

«1.      Με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, είναι δυνατόν να καθορίζονται ειδικοί όροι για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που αφορούν:

[...]

β)      τους όρους εμπορίας σπόρων σε σχέση με την επιτόπου διατήρηση και την αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων σπόρων ειδών που περιλαμβάνουν επίσης είδη τα οποία απαριθμούνται από το άρθρο 1 της οδηγίας [2002/53], που σχετίζονται με ειδικούς φυσικούς και ημιφυσικούς οικότοπους και απειλούνται από γενετική διάβρωση·

[...]

2.      Οι συγκεκριμένοι όροι που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 1, στοιχείο β΄, περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα σημεία:

α)      ο σπόρος των ειδών αυτών πρέπει να είναι εγνωσμένης προέλευσης εγκεκριμένης από την αρμόδια αρχή εκάστου κράτους μέλους για την εμπορία των σπόρων σε καθορισμένες περιοχές·

β)      κατάλληλους ποσοτικούς περιορισμούς.»

 Η οδηγία 2009/145

17      Η οδηγία 2009/145 θέτει σε εφαρμογή τα άρθρα 4, παράγραφος 4, 44, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος l, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/55 με σκοπό τη διατήρηση των φυτικών γενετικών πόρων.

18      Κατά την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη και τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/145:

«(1)      Τα θέματα της βιοποικιλότητας και της διατήρησης των φυτογενετικών πόρων έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται από διάφορες εξελίξεις σε διεθνές και κοινοτικό επίπεδο. Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται η απόφαση 93/626/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης για τη βιολογική ποικιλομορφία [ΕΕ L 309, σ. 1], η απόφαση [2004/869] ο κανονισμός (ΕΚ) 870/2004 του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για τη διατήρηση, τον χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1467/94 [ΕΕ L 162, σ. 18], και ο κανονισμός (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) [ΕΕ L 277, σ. 1]. Πρέπει να θεσπιστούν ειδικές προϋποθέσεις δυνάμει της οδηγίας [2002/55], έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη τα εν λόγω θέματα όσον αφορά την εμπορία σπόρων προς σπορά κηπευτικών.

(2)      Για να εξασφαλιστεί η επιτόπου διατήρηση και η βιώσιμη χρήση των φυτογενετικών πόρων, οι ντόπιες αβελτίωτες φυλές και οι ποικιλίες που καλλιεργούνται κατά παράδοση σε συγκεκριμένους τόπους και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση (διατηρητέες ποικιλίες) πρέπει να καλλιεργούνται και να διατίθενται στο εμπόριο ακόμη και όταν δεν συμμορφώνονται με τις γενικές απαιτήσεις όσον αφορά την αποδοχή ποικιλιών και την εμπορία σπόρων προς σπορά. Εκτός από τον γενικό στόχο προστασίας των φυτογενετικών πόρων, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της διατήρησης των εν λόγω ποικιλιών βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι ιδιαιτέρως καλά προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες.

(3)      Για να εξασφαλιστεί η βιώσιμη χρήση των φυτογενετικών πόρων, οι ποικιλίες που δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες (ποικιλίες που αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες) πρέπει να καλλιεργούνται και να διατίθενται στο εμπόριο ακόμη και όταν δεν συμμορφώνονται με τις γενικές απαιτήσεις όσον αφορά την αποδοχή ποικιλιών και την εμπορία σπόρων προς σπορά. Εκτός από τον γενικό στόχο προστασίας των φυτογενετικών πόρων, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της διατήρησης των εν λόγω ποικιλιών βρίσκεται στο γεγονός ότι μπορούν να καλλιεργούνται υπό ιδιαίτερες κλιματικές, εδαφολογικές ή γεωργοτεχνικές συνθήκες (όπως: φροντίδα με το χέρι, επαναλαμβανόμενη συγκομιδή).

[...]

(14)      Έπειτα από τρία έτη, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσον είναι αποτελεσματικά τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ιδίως οι διατάξεις σχετικά με τους ποσοτικούς περιορισμούς για την εμπορία των σπόρων προς σπορά διατηρητέων ποικιλιών και ποικιλιών που αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες.»

19      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/145 ορίζει:

«1.      Όσον αφορά τα είδη κηπευτικών που καλύπτονται από την οδηγία [2002/55], η παρούσα οδηγία καθορίζει ορισμένες παρεκκλίσεις, όσον αφορά την επιτόπου διατήρηση και τη βιώσιμη χρήση των φυτογενετικών πόρων μέσω της καλλιέργειας και της εμπορίας:

α)      για την αποδοχή για συμπερίληψη στους εθνικούς καταλόγους ποικιλιών κηπευτικών ειδών, όπως προβλέπεται στην οδηγία [2002/55], ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών που καλλιεργούνται κατά παράδοση σε συγκεκριμένους τόπους και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση, εφεξής “διατηρητέες ποικιλίες”, και

β)      για την αποδοχή για συμπερίληψη, στους καταλόγους που αναφέρονται στο στοιχείο α΄, ποικιλιών οι οποίες δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, εφεξής “ποικιλίες που αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες”, και

γ)      για την εμπορία σπόρων προς σπορά των εν λόγω διατηρητέων ποικιλιών και ποικιλιών που αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες.

2.      Εφαρμόζεται η οδηγία [2002/55], εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία.»

20      Το άρθρο 35 της οδηγίας 2009/145 προβλέπει:

«Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

21      Η Kokopelli είναι μη κερδοσκοπική οργάνωση η οποία πωλεί σπόρους προς σπορά παλαιών ποικιλιών κηπευτικών και καλλωπιστικών φυτών βιολογικής καλλιέργειας και διαθέτει στα μέλη της ορισμένες κηπευτικές ποικιλίες που καλλιεργούνται ελάχιστα στη Γαλλία.

22      Η Baumaux δραστηριοποιείται στην επεξεργασία και εμπορία σπόρων για σπορά τόσο καλλωπιστικών όσο και κηπευτικών φυτών. Η εν λόγω εταιρία άσκησε το 2005 αγωγή λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού κατά της Kokopelli, ζητώντας, μεταξύ άλλων, κατ’ αποκοπή αποζημίωση ύψους 50 000 ευρώ, καθώς και να παύσει η διαφήμιση των ποικιλιών που διέθετε στο εμπόριο.

23      Με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2008, το tribunal de grande instance de Nancy υποχρέωσε την Kokopelli να καταβάλει αποζημίωση στη Baumaux για αθέμιτο ανταγωνισμό. Το δικαστήριο αυτό διαπίστωσε ότι η Kokopelli και η Baumaux δραστηριοποιούνταν στον τομέα των παλαιών ή σπάνιων σπόρων, διέθεταν στο εμπόριο, μεταξύ άλλων, 233 προϊόντα που ήταν παρόμοια ή πανομοιότυπα και απευθύνονταν στην ίδια πελατεία ερασιτεχνών κηπουρών, τελούσαν επομένως σε σχέση ανταγωνισμού. Έκρινε, ως εκ τούτου, ότι η Kokopelli, διαθέτοντας στο εμπόριο σπόρους για κηπευτικά φυτά που δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε στον γαλλικό κατάλογο ούτε στον κοινό κατάλογο περί ποικιλιών λαχανικών, προέβη σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού.

24      Η Kokopelli άσκησε έφεση ενώπιον του cour d’appel de Nancy.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Nancy αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«[Ε]ίναι σύμφωνες με τα δικαιώματα και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, της αναλογικότητας, της ισότητας ή της απαγορεύσεως διακρίσεων, της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, και με τις απορρέουσες από την [Tirpaa] δεσμεύσεις οι οδηγίες 98/95/ΕΚ, 2002/53/ΕΚ και 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου και 2009/145 της Επιτροπής καθόσον επιβάλλουν περιορισμούς στην παραγωγή και εμπορία παλαιών σπόρων και φυτικών ειδών;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

26      Η Baumaux θεωρεί ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη εφόσον η Kokopelli δεν μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα των επίμαχων οδηγιών, δεδομένου ότι αυτές δεν συνεπάγονται κανένα δικαίωμα και καμία υποχρέωση για τους ιδιώτες. Η Kokopelli μπορεί να αμφισβητήσει μόνον το κύρος της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τις οδηγίες αυτές.

27      Περαιτέρω, η Baumaux εκτιμά ότι η αναφορά στην οδηγία 98/95 στερείται σημασίας όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Ούτε άλλωστε η οδηγία 2002/53 ασκεί επιρροή, εφόσον αφορά αποκλειστικά το εμπόριο των ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών, ενώ, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η Kokopelli ισχυρίζεται ότι εμπορεύεται αποκλειστικά σπόρους προς σπορά κηπευτικών. Η Baumaux προσθέτει ότι εφόσον η οδηγία 2009/145 εκδόθηκε πολύ αργότερα από την άσκηση της προσφυγής της Baumaux κατά της Kokopelli, το κύρος της δεν έχει καμία σχέση με την επίλυση της εν λόγω διαφοράς.

28      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, οσάκις τίθεται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ζήτημα κύρους πράξεως θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναπόκειται στο εν λόγω εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν είναι αναγκαία η απόφαση επί του σημείου αυτού προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση και, επομένως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εν λόγω ερωτήματος. Συνεπώς, εφόσον τα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, C‑343/09, Afton Chemical, Συλλογή 2010, σ. I‑7027, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν, ιδίως, προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους του κοινοτικού κανόνα που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Afton Chemical, σκέψη 14).

30      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2002/53 αναφέρεται στον κοινό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών. Εφόσον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την εμπορία από την Kokopelli σπόρων προς σπορά κηπευτικών, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το κύρος της εν λόγω οδηγίας.

31      Επίσης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η οδηγία 98/95 είναι νομική πράξη που τροποποιεί τις οδηγίες 66/400/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων τεύτλων προς σπορά (EE ειδ. έκδ. 03/001, σ. 235), 66/401/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών (EE ειδ. έκδ. 03/001, σ. 243), 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά (EE ειδ. έκδ. 03/002, σ. 3), 66/403/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων γεωμήλων προς φύτευση (EE ειδ. έκδ. 03/002, σ. 14), 69/208/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1969, περί εμπορίας των σπόρων προς σπορά των ελαιούχων και κλωστικών φυτών (EE ειδ. έκδ. 03/004, σ. 195), 70/457/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργουμένων φυτικών ειδών (EE ειδ. έκδ. 03/006, σ. 3), και 70/458/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (EE ειδ. έκδ. 03/006, σ. 9), και ότι οι διατάξεις των οδηγιών αυτών έχουν κωδικοποιηθεί με τις οδηγίες 2002/53 και 2002/55. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χρειάζεται να εξεταστεί ούτε το κύρος της οδηγίας 98/95.

32      Όσον αφορά την οδηγία 2009/145, δεν αμφισβητείται ότι αυτή εκδόθηκε το 2009, δηλαδή μετά την αγωγή λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού που άσκησε η Baumaux κατά της Kokopelli. Ωστόσο, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών της, η εξέταση του κύρους της οδηγίας αυτής μπορεί να είναι χρήσιμη στο αιτούν δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

33      Συνεπώς, δεν είναι πρόδηλο ότι η εκτίμηση περί του κύρους των οδηγιών 2002/55 και 2009/145, την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή αφορά πρόβλημα υποθετικής φύσεως.

34      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων που έχει καθιερώσει η Συνθήκη ΛΕΕ, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που θέτει το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να προσβάλλουν απευθείας τις κοινοτικές πράξεις γενικής ισχύος έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβάλλουν την ακυρότητα των πράξεων αυτών είτε παρεμπιπτόντως, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητούν από αυτά, δεδομένου ότι δεν είναι αρμόδια να αναγνωρίζουν την ακυρότητα των εν λόγω πράξεων, να υποβάλλουν προς τούτο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο (προπαρατεθείσα απόφαση Afton Chemical, σκέψη 18).

35      Πάντως, αρκεί η διαπίστωση ότι, αναμφισβήτητα, η Kokopelli δεν άσκησε παραδεκτώς προσφυγή με αίτημα την ακύρωση, βάσει των άρθρων 230 ΕΚ και 263 ΣΛΕΕ, των οδηγιών 2002/55 και 2009/145. Συνεπώς, δικαιούται να επικαλεστεί, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά το εθνικό δίκαιο, την έλλειψη νομιμότητας των οδηγιών αυτών ακόμη και αν δεν έχει ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των εν λόγω οδηγιών ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εντός της προθεσμίας που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Afton Chemical, σκέψεις 19 έως 25).

36      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υποβάλλεται παραδεκτώς όσον αφορά το κύρος των οδηγιών 2002/55 και 2009/145.

 Επί της ουσίας

37      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, επί του κύρους των οδηγιών 2002/55 και 2009/145 σε σχέση με τις αρχές της ελεύθερης άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, καθώς και σε σχέση με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ένωση στο πλαίσιο της Tirpaa.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

38      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η φερόμενη παραβίαση της οποίας πρέπει να εξεταστεί κατά πρώτον, αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί τα προβλεπόμενα από κοινοτική διάταξη μέσα να είναι πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οικεία διάταξη σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, ABNA κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψη 68· της 7ης Ιουλίου 2009, C‑558/07, S.P.C.M. κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑5783, σκέψη 41, καθώς και της 8ης Ιουνίου 2010, C‑58/08, Vodafone κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I‑4999, σκέψη 51).

39      Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία αντιστοιχεί προς τις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 40 ΣΛΕΕ και 43 ΣΛΕΕ, και ότι το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι μόνον ο προδήλως ακατάλληλος χαρακτήρας ληφθέντος στον τομέα αυτό μέτρου, σε σχέση προς τον σκοπό που το αρμόδιο όργανο επιδιώκει, μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα αυτού του μέτρου (βλ. αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑4973, σκέψεις 89 και 90· της 13ης Δεκεμβρίου 1994, C‑306/93, SMW Winzersekt, Συλλογή 1994, σ. I‑5555, σκέψη 21, και της 2ας Ιουλίου 2009, C‑343/07, Bavaria και Bavaria Italia, Συλλογή 2009, σ. I‑5491, σκέψη 81).

40      Ωστόσο, μολονότι η σπουδαιότητα των επιδιωκομένων σκοπών μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμούς που έχουν ακόμη και σημαντικές αρνητικές συνέπειες για ορισμένους επιχειρηματίες (απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C‑183/95, Affish, Συλλογή 1997, σ. I‑4315, σκέψη 42), πρέπει να επαληθευθεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως των δυσκολιών που συνδέονται με διάφορα δυνατά μέτρα, ο νομοθέτης της Ένωσης, εκτός του κύριου σκοπού, έλαβε πλήρως υπόψη τα υπάρχοντα συμφέροντα (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑504/04, Agrarproduktion Staebelow, Συλλογή 2006, σ. I‑679, σκέψη 37).

41      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν το σύστημα αποδοχής των ποικιλιών σπόρων προς σπορά κηπευτικών που προβλέπουν οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145 παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/55 περιορίζει την πιστοποίηση, τον έλεγχο ως τυποποιημένων σπόρων και την εμπορία των σπόρων κηπευτικών σε εκείνους τους σπόρους η ποικιλία των οποίων είναι επισήμως αποδεκτή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος. Όμως, για να γίνει αποδεκτή η ποικιλία και να καταχωριστεί στους επίσημους καταλόγους, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, πρέπει να είναι σαφώς διακρινόμενη, σταθερή και επαρκώς ομοιόμορφη.

42      Η Kokopelli προβάλλει ότι αδυνατεί να διαθέσει στο εμπόριο τους σπόρους «παλαιών» ποικιλιών κηπευτικών διότι αυτοί, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών τους, δεν πληρούν τα κριτήρια της διάκρισης, της σταθερότητας και της ομοιομορφίας, και αποκλείονται έτσι αδικαιολόγητα από τους επίσημους καταλόγους.

43      Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 της οδηγίας 2002/55, ο πρώτος σκοπός των κανόνων για την αποδοχή σπόρων ποικιλιών κηπευτικών είναι η βελτίωση της παραγωγικότητας στην καλλιέργεια κηπευτικών στην Ένωση. Ο σκοπός αυτός αποτελεί ρητώς μέρος των σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ.

44      Ο σκοπός της αυξήσεως της παραγωγικότητας των εν λόγω καλλιεργειών μπορεί να εξασφαλιστεί με την κατάρτιση, στο πλαίσιο κανόνων ομοιόμορφων και κατά το δυνατό αυστηρότερων όσον αφορά την επιλογή ποικιλιών αποδεκτών προς εμπορία, ενός κοινού καταλόγου ποικιλιών κηπευτικών ειδών βάσει εθνικών καταλόγων.

45      Συγκεκριμένα, το εν λόγω σύστημα αποδοχής, το οποίο απαιτεί οι σπόροι των ποικιλιών κηπευτικών να είναι σαφώς διακρινόμενοι, σταθεροί και ομοιογενείς, παρέχει τη δυνατότητα χρήσεως των κατάλληλων σπόρων και, επομένως, αύξηση της παραγωγικότητας της καλλιέργειας ως αποτέλεσμα της αξιοπιστίας των χαρακτηριστικών των εν λόγω σπόρων.

46      Περαιτέρω, κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2002/55 αφορά την παραγωγή με σκοπό την εμπορία, καθώς και την εμπορία σπόρων κηπευτικών στο εσωτερικό της Ένωσης. Στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι οι σπόροι ποικιλιών που είναι εγγεγραμμένοι στον κοινό κατάλογο ποικιλιών δεν πρέπει να υποβάλλονται, στο εσωτερικό της Ένωσης, σε κανέναν περιορισμό εμπορίας ως προς την ποικιλία.

47      Έτσι, η οδηγία 2002/55 αποσκοπεί επίσης, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία τους στην Ένωση, στην εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς των σπόρων κηπευτικών. Εν προκειμένω, το σύστημα αποδοχής που προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού αυτού, δεδομένου ότι ένα τέτοιο σύστημα εξασφαλίζει ότι οι σπόροι που διατίθενται στο εμπόριο στα διάφορα κράτη μέλη πληρούν τα ίδια κριτήρια.

48      Από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/55 προκύπτει επίσης ότι αυτή αποβλέπει στη διατήρηση των φυτικών γενετικών πόρων. Τα κράτη μέλη μπορούν έτσι να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια αποδοχής που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, κατά τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα της 44, παράγραφος 3, και 46, παράγραφος 2.

49      Συναφώς, το καθεστώς αυτό παρεκκλίσεων που θεσπίζει η οδηγία 2009/145, το οποίο έχει εφαρμογή στους σπόρους των ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών οι οποίες καλλιεργούνται παραδοσιακά σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και περιοχές και οι οποίες απειλούνται με γενετική διάβρωση (ποικιλίες προς διατήρηση) καθώς και των σπόρων ποικιλιών οι οποίες δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, είναι ικανό να εξασφαλίσει τη διατήρηση των φυτογενετικών πόρων.

50      Κατά συνέπεια, το σύστημα αποδοχής που προβλέπουν οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145 είναι κατάλληλο για την επίτευξη των σκοπών της.

51      Όσον αφορά το θέμα αν το σύστημα αυτό υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, η Kokopelli προβάλλει ότι το σύστημα αυτό είναι το πλέον περιοριστικό που υφίσταται για τη ρύθμιση της άσκησης μιας οικονομικής δραστηριότητας.

52      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισημαίνει ότι η Kokopelli δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι το σύστημα αποδοχής είναι προδήλως δυσανάλογο προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Το όργανο αυτό θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, άλλα μέτρα λιγότερο περιοριστικά, όπως η επισήμανση, δεν αποτελούν εξίσου αποτελεσματικό μέσο για να διασφαλιστεί ο σκοπός της παραγωγικότητας που επιδιώκει η οδηγία 2002/55, εφόσον τα μέτρα αυτά θα παρείχαν τη δυνατότητα πώλησης και φύτευσης σπόρων δυνητικά επιβλαβών ή δεν θα παρείχαν τη δυνατότητα επιτεύξεως της βέλτιστης γεωργικής παραγωγής.

53      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, για να εξασφαλιστεί η αύξηση της παραγωγικότητας στις καλλιέργειες, οι σπόροι που διατίθενται στην εσωτερική αγορά πρέπει να παρέχουν τις απαραίτητες εγγυήσεις για τη βέλτιστη χρήση των γεωργικών πόρων.

54      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι το σύστημα αποδοχής δυνάμει της οδηγίας 2002/55 ήταν αναγκαίο ώστε οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων να επιτυγχάνουν αξιόπιστη παραγωγικότητα και ποιότητα όσον αφορά την απόδοση.

55      Συγκεκριμένα, πρώτον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/55 απαιτεί η ποικιλία κηπευτικών να διακρίνεται, δηλαδή, ανεξάρτητα από την προέλευσή της, τεχνητή ή φυσική, από την αρχική ποικιλία από την οποία δημιουργήθηκε, να διαφοροποιείται εμφανώς λόγω ενός ή περισσοτέρων σημαντικών χαρακτηριστικών από κάθε άλλη ποικιλία γνωστή στην Ένωση. Έτσι, ο διακριτός αυτός χαρακτήρας παρέχει στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων τις απαραίτητες πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά των διαφόρων σπόρων και τους επιτρέπει να επιλέξουν εξασφαλίζοντάς τους τη βέλτιστη απόδοση.

56      Στη συνέχεια, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι η ποικιλία θεωρείται σταθερή αν μετά τις διαδοχικές αναπαραγωγές ή πολλαπλασιασμούς της ή στο τέλος κάθε κύκλου, όταν ο δημιουργός έχει προσδιορίσει ιδιαίτερο κύκλο αναπαραγωγών ή πολλαπλασιασμών, διατηρεί τα αρχικά βασικά χαρακτηριστικά της. Το εν λόγω κριτήριο της σταθερότητας εγγυάται έτσι ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπόρου που έγινε αποδεκτός παραμένουν σταθερά με την πάροδο των ετών.

57      Τέλος, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, η απαίτηση της ομοιομορφίας σημαίνει ότι τα φυτά που αποτελούν την ποικιλία είναι όμοια, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών του συστήματος αναπαραγωγής των φυτών, ή γενετικώς όμοια για το σύνολο των χαρακτήρων που λαμβάνονται υπόψη για τον σκοπό αυτό. Το κριτήριο της ομοιομορφίας, εξασφαλίζοντας ότι οι σπόροι που πωλούνται με ένα συγκεκριμένο όνομα έχουν όλοι τα ίδια γενετικά χαρακτηριστικά, προωθεί τη βέλτιστη απόδοση.

58      Επομένως, η υποχρέωση καταχώρισης στους επίσημους καταλόγους καθώς και τα σχετικά κριτήρια αποδοχής παρέχουν τη δυνατότητα περιγραφής της ποικιλίας και επαλήθευσης της σταθερότητας και της ομοιομορφίας της, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι σπόροι της ποικιλίας διαθέτουν τις ιδιότητες που είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση ανώτερης, ποιοτικής, αξιόπιστης και βιώσιμης γεωργικής παραγωγής.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη ιδίως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία συνεπάγεται επιλογές οικονομικής φύσεως στις οποίες αυτός καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, ο εν λόγω νομοθέτης μπορεί θεμιτώς να κρίνει ότι άλλα νόμιμα μέτρα, όπως η επισήμανση των συσκευασιών, δεν παρέχουν τη δυνατότητα επιτεύξεως του ίδιου αποτελέσματος με εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με ρύθμιση, όπως η επίμαχη, η οποία θεσπίζει ένα σύστημα εκ των προτέρων αποδοχής σπόρων προς σπορά ποικιλιών λαχανικών, και ότι, επομένως, το μέτρο αυτό ήταν κατάλληλο για τους σκοπούς που επιδιώκει ο νομοθέτης αυτός.

60      Συγκεκριμένα, ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο, όπως η επισήμανση, δεν αποτελεί εξίσου αποτελεσματικό μέσο, εφόσον θα παρείχε τη δυνατότητα πώλησης και, κατά συνέπεια, φύτευσης σπόρων δυνητικά επιβλαβών ή δεν θα παρείχε τη δυνατότητα βέλτιστης γεωργικής παραγωγής. Κατά συνέπεια, η επίδικη ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογη προς τους σκοπούς αυτούς.

61      Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον, μολονότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει το σύστημα αποδοχής που προβλέπουν οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145, το οποίο αποβλέπει, ιδίως, στην εξασφάλιση της αύξησης της παραγωγικότητας στη γεωργία και της ελεύθερης κυκλοφορίας των σπόρων που έχουν γίνει αποδεκτοί, το εν λόγω σύστημα προωθεί τόσο τα οικονομικά συμφέροντα των αγροτών όσο και τα συμφέροντα των επιχειρηματιών που εμπορεύονται σπόρους κηπευτικών που έχουν γίνει αποδεκτοί.

62      Όσον αφορά επιχειρηματίες, όπως η Kokopelli, οι οποίοι πωλούν «παλαιές ποικιλίες» που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 5 της οδηγίας 2002/55, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία αυτή καθορίζει, στα άρθρα 44, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ειδικές προϋποθέσεις για την αποδοχή και την εμπορία των διατηρητέων ποικιλιών και των ποικιλιών που αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες.

63      Ειδικότερα, το άρθρο 44, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2002/55 προβλέπει ότι οι σπόροι των διατηρητέων ποικιλιών εγκρίνονται και καταχωρίζονται στον κατάλογο της Ένωσης χωρίς επίσημη εξέταση βάσει, ιδίως, των αποτελεσμάτων ανεπίσημων δοκιμών και των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί από την καλλιέργειά τους. Περαιτέρω, το άρθρο 44, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι στις διατηρητέες ποικιλίες και στις ποικιλίες που αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες εφαρμόζονται ανάλογοι ποσοτικοί περιορισμοί. Συναφώς, η οδηγία 2009/145 εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των εν λόγω άρθρων της οδηγίας 2002/55.

64      Οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145 λαμβάνουν υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα επιχειρηματιών, όπως η Kokopelli, υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν την εμπορία των «παλαιών ποικιλιών». Βεβαίως, η οδηγία 2009/145 επιβάλλει, όσον αφορά τους σπόρους διατηρητέων ποικιλιών και τους σπόρους που αναπτύχθηκαν για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, γεωγραφικούς και ποσοτικούς περιορισμούς καθώς και περιορισμούς που αφορούν τη συσκευασία τους, αλλά οι περιορισμοί αυτοί εντάσσονται στο πλαίσιο της διατηρήσεως των φυτογενετικών πόρων.

65      Περαιτέρω, όπως προβάλλουν τα θεσμικά όργανα που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απέβλεπε στην απελευθέρωση της αγοράς των σπόρων διατηρητέων ποικιλιών και των σπόρων που αναπτύχθηκαν για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά επεδίωκε να καταστήσει επιεικέστερους τους κανόνες αποδοχής αποφεύγοντας ταυτόχρονα τη δημιουργία παράλληλης αγοράς των σπόρων αυτών, η οποία θα μπορούσε να θέσει εμπόδια στην εσωτερική αγορά των σπόρων προς σπορά κηπευτικών ποικιλιών.

66      Πρέπει να υπομνησθεί, εξάλλου, ότι το άρθρο 35 της οδηγίας 2009/145 επιβάλλει στην Επιτροπή να αξιολογεί την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει, έπειτα από τρία έτη, κατά πόσον ήταν αποτελεσματικές οι διατάξεις που αφορούν τους ποσοτικούς περιορισμούς στην εμπορία των σπόρων των διατηρητέων ποικιλιών και των σπόρων που αναπτύχθηκαν για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες. Η εν λόγω οδηγία ενδέχεται, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως των αποτελεσμάτων των ελέγχων που θα διενεργηθούν.

67      Έτσι, ο νομοθέτης της Ένωσης ορθώς εκτίμησε ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να συμβιβαστούν οι σκοποί των οδηγιών 2002/55 και 2009/145, οι οποίοι υπενθυμίζονται στις σκέψεις [43 έως 49] της παρούσας αποφάσεως, με τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων επιχειρηματιών ήταν η δημιουργία ενός γενικού συστήματος αποδοχής για την εμπορία τυποποιημένων σπόρων καθώς και ο καθορισμός ειδικών προϋποθέσεων καλλιέργειας και εμπορίας των σπόρων διατηρητέων ποικιλιών και των σπόρων που αναπτύχθηκαν για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες.

68      Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει ο σκοπός της παραγωγικότητας στο πλαίσιο του άρθρου 39 ΣΛΕΕ, μέτρα για να εξασφαλιστεί η ορθολογική ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής και η βέλτιστη αξιοποίηση των συντελεστών της παραγωγής, όπως τα επίδικα, ακόμα κι αν ενδέχεται να έχουν αρνητικές οικονομικές συνέπειες για ορισμένους επιχειρηματίες, δεν προκύπτει ότι είναι προδήλως δυσανάλογα, σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα των εν λόγω επιχειρηματιών, προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

69      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145 δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

 Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

70      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός και αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1995, C‑44/94, Fishermen’s Organisations κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑3115, σκέψη 46, της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑7655, σκέψη 31· της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑141/05, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑9485, σκέψη 40, καθώς και της 15ης Μαΐου 2008, C‑442/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑3517, σκέψη 35).

71      Η Kokopelli υποστηρίζει ότι το σύστημα αποδοχής που επιβάλλουν οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145 επιφυλάσσει, χωρίς λόγο, διαφορετική μεταχείριση στους σπόρους των διατηρητέων ποικιλιών και στους τυποποιημένους σπόρους που μπορούν να καταχωριστούν στους επίσημους καταλόγους. Συγκεκριμένα, με το εν λόγω καθεστώς, η Kokopelli δεν έχει τη δυνατότητα να διαθέσει στο εμπόριο τους σπόρους των διατηρητέων ποικιλιών.

72      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών τους, οι τυποποιημένοι σπόροι και οι σπόροι των διατηρητέων ποικιλιών δεν είναι στην ίδια κατάσταση. Συγκεκριμένα, οι σπόροι των διατηρητέων ποικιλιών δεν πληρούν, καταρχήν, τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 5 της οδηγίας 2002/55. Καλλιεργούνται παραδοσιακά σε συγκεκριμένους τόπους και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση.

73      Το σύστημα αποδοχής που θεσπίζουν οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145, λαμβάνοντας υπόψη ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά των διαφόρων ποικιλιών σπόρων, προβλέπει, αφενός, γενικούς κανόνες για την εμπορία των τυποποιημένων σπόρων και, αφετέρου, ιδιαίτερες συνθήκες καλλιέργειας και εμπορίας για τους σπόρους των διατηρητέων ποικιλιών.

74      Συγκεκριμένα, οι εν λόγω ιδιαίτερες συνθήκες εντάσσονται στο πλαίσιο της επιτόπου διατήρησης και της βιώσιμης χρήσης των φυτογενετικών πόρων.

75      Συναφώς, η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/145 ορίζουν ότι, πέραν του γενικού σκοπού της προστασίας των φυτογενετικών πόρων, το ειδικό συμφέρον της διατήρησης των εν λόγω ποικιλιών έγκειται στο γεγονός ότι είναι ιδιαιτέρως καλά προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες και μπορούν να καλλιεργηθούν υπό αντίξοες κλιματικές συνθήκες.

76      Κατά συνέπεια, καθορίζοντας, με την οδηγία 2002/55, καθώς και με την οδηγία 2009/145 η οποία εκδόθηκε προς εφαρμογή της, ιδιαίτερες συνθήκες καλλιέργειας και εμπορίας για τους σπόρους των διατηρητέων ποικιλιών, ο νομοθέτης της Ένωσης αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο διαφορετικές καταστάσεις. Επομένως, οι εν λόγω οδηγίες δεν παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

 Όσον αφορά τη μη τήρηση της αρχής της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας

77      Κατά πάγια νομολογία, η ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Οι αρχές αυτές, ωστόσο, δεν είναι απόλυτες, αλλά πρέπει να νοούνται σε σχέση προς την κοινωνική τους λειτουργία. Επομένως, στην ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί αντιστοιχούν πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκομένους από την Ένωση και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση που να θίγει την ίδια την υπόσταση των ως άνω κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder HS Kraftfutter, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15, και της 12ης Ιουλίου 2005, C‑154/04 και C‑155/04, Alliance for Natural Health κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑6451, σκέψη 126).

78      Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι το καθεστώς αποδοχής των σπόρων προς σπορά κηπευτικών που προβλέπεται από τις οδηγίες 2002/55 και 2009/145 ενδέχεται να περιορίσει την ελεύθερη άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των εμπόρων παλαιών σπόρων, όπως η Kokopelli.

79      Ωστόσο, οι κανόνες που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 3 έως 5 της οδηγίας 2002/55 αποσκοπούν στη βελτίωση της παραγωγικότητας των καλλιεργειών κηπευτικών στην Ένωση, στην ίδρυση της εσωτερικής αγοράς σπόρων προς σπορά κηπευτικών με την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας τους εντός της Ένωσης, καθώς και στη διατήρηση των φυτογενετικών πόρων, οι οποίες αποτελούν σκοπούς γενικού συμφέροντος. Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις της παρούσας αποφάσεως που αναφέρονται στη φερόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, οι κανόνες αυτοί και τα μέτρα που προβλέπουν δεν είναι απρόσφορα για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών και το εμπόδιο που συνιστούν τα μέτρα αυτά στην ελεύθερη άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ως δυσανάλογη προσβολή της ελεύθερης ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας.

 Όσον αφορά τη μη τήρηση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

80      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών καθώς και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, που προβλέπεται στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ, ισχύει όχι μόνον όσον αφορά εθνικά μέτρα αλλά και μέτρα προερχόμενα από τα όργανα της Ένωσης (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 15, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Alliance for Natural Health κ.λπ., σκέψη 47).

81      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σύστημα αποδοχής που θεσπίζουν οι οδηγίες 2002/55 και 2009/145, όπως προκύπτει από τις σκέψεις [43 έως 47] της παρούσας αποφάσεως, συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγικότητας των καλλιεργειών κηπευτικών στην Ένωση και στην ίδρυση της εσωτερικής αγοράς σπόρων προς σπορά κηπευτικών με την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας τους εντός της Ένωσης. Επομένως, το εν λόγω καθεστώς λειτουργεί μάλλον ευνοϊκά για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και όχι περιοριστικά.

 Όσον αφορά τη μη τήρηση της Tirpaa

82      Κατά το άρθρο 1 της Tirpaa, σκοπός της είναι η διατήρηση και η αειφόρος χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία.

83      Συναφώς, η Kokopelli υποστηρίζει ότι το σύστημα αποδοχής που προβλέπει η οδηγία 2002/55 δεν τηρεί τις διατάξεις της Tirpaa.

84      Κατά πάγια νομολογία, δυνάμει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν η Ένωση συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, τα θεσμικά της όργανα δεσμεύονται από τις συμφωνίες αυτές, οι οποίες, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων της Ένωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑366/10, Air Transport Association of America κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑13755, σκέψη 50).

85      Το κύρος της οικείας πράξεως της Ένωσης μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου εάν η Ένωση δεσμεύεται από τους κανόνες αυτούς και εάν η εν λόγω εκτίμηση δεν προσκρούει στη φύση και στην οικονομία της οικείας διεθνούς συνθήκης, καθώς και εάν οι διατάξεις της δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Air Transport Association of America κ.λπ., σκέψεις 51 έως 54).

86      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, ως συμβαλλόμενο μέρος, η Ένωση δεσμεύεται από την Tirpaa. Ωστόσο, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών της, η συνθήκη αυτή δεν περιέχει διατάξεις που να είναι από απόψεως περιεχομένου άνευ αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς ώστε να τίθεται υπό αμφισβήτηση το κύρος των οδηγιών 2002/55 και 2009/145.

87      Συγκεκριμένα, το άρθρο 5.1, παράγραφος 1, της Tirpaa προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος, υπό την επιφύλαξη της εθνικής του νομοθεσίας, και σε συνεργασία με άλλα συμβαλλόμενα μέρη, όπου απαιτείται, προωθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ανεύρεση, διατήρηση και αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία και υποχρεούται ιδιαίτερα, όπου απαιτείται, να λάβει ορισμένα μέτρα.

88      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 της συνθήκης αυτής, τα συμβαλλόμενα μέρη επεξεργάζονται και διατηρούν πολιτικές και νομικές διατάξεις κατάλληλες για την προώθηση της αειφόρου χρήσεως των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία.

89      Έτσι, οι διατάξεις αυτές αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών τα μέτρα που πρέπει να λάβουν σε κάθε περίπτωση.

90      Εξάλλου, το άρθρο 9 της Tirpaa, το οποίο επικαλείται η Kokopelli, προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την τεράστια συνεισφορά, παρελθούσα και μελλοντική, των τοπικών και αυτοχθόνων κοινοτήτων καθώς και των γεωργών όλων των περιοχών του κόσμου, και ειδικά των περιοχών των κέντρων καταγωγής και ποικιλότητας των καλλιεργούμενων φυτών, στη διατήρηση και αξιοποίηση των φυτογενετικών πόρων που συνιστούν τη βάση της διατροφικής και γεωργικής παραγωγής σε όλο τον κόσμο.

91      Το άρθρο 9, παράγραφος 9.3, της συνθήκης αυτής ορίζει ότι κανένα σημείο του άρθρου αυτού δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιοριστικό των δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν οι καλλιεργητές στη διατήρηση, χρήση, ανταλλαγή και πώληση σπόρων αγρού ή πολλαπλασιαστικού υλικού, υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας και αναλόγως των αναγκών.

92      Επομένως, ούτε το εν λόγω άρθρο περιέχει υποχρέωση άνευ αιρέσεων και αρκούντως ακριβή ώστε να τίθεται υπό αμφισβήτηση το κύρος των οδηγιών 2002/55 και 2009/145.

93      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να θίγει το κύρος των οδηγιών 2002/55 και 2009/145.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να θίγει το κύρος της οδηγίας 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών, και της οδηγίας 2009/145/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την πρόβλεψη ορισμένων παρεκκλίσεων για την αποδοχή ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών κηπευτικών που καλλιεργούνται κατά παράδοση σε συγκεκριμένους τόπους και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση και ποικιλιών κηπευτικών οι οποίες δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, και για την εμπορία σπόρων προς σπορά των εν λόγω ντόπιων φυλών και ποικιλιών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.