Language of document : ECLI:EU:C:2014:2214

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑419/13

Art & Allposters International BV

κατά

Stichting Pictoright

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγία 2001/29/ΕΚ — Δικαίωμα διανομής — Αποκλειστικό δικαίωμα των δημιουργών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή των έργων τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή — Ανάλωση — Δικαίωμα αναπαραγωγής — Νέα μορφή»





1.        Μπορεί ο φορέας δικαιώματος δημιουργού ενός εικαστικού έργου ο οποίος έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διάθεση στο εμπόριο της αναπαριστάμενης σε αυτό εικόνας υπό μορφή αφίσας να αντιταχθεί στην εμπορική εκμετάλλευση της ίδιας εικόνας μετά τη μεταφορά της σε καμβά; Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το επίδικο ζήτημα στην κύρια δίκη στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και για την επίλυση του οποίου το Hoge Raad παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευρύνει τη νομολογία του όσον αφορά την οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (2).

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α —       Διεθνές δίκαιο

1.      Η Συνθήκη του Παγκοσμίου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για την πνευματική ιδιοκτησία (3)

2.        Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της Συνθήκης, τα συμβαλλόμενα μέρη συμμορφώνονται με τα άρθρα 1 έως 21 και το παράρτημα της Συμβάσεως της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (στο εξής: Σύμβαση της Βέρνης (4)).

3.        Το άρθρο 6 της Συνθήκης, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα διανομής», ορίζει:

«1)      Οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τη διάθεση στο κοινό του πρωτοτύπου και των αντιτύπων των έργων τους μέσω πώλησης ή άλλης μεταβίβασης της κυριότητας.

2)      Καμία διάταξη της παρούσας συνθήκης δεν θίγει την ελευθερία των συμβαλλομένων μερών να θεσπίσουν, ενδεχομένως, τους όρους υπό τους οποίους επέρχεται η ανάλωση του δικαιώματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μετά την πρώτη πώληση ή άλλη μεταβίβαση της κυριότητας του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με την άδεια του δημιουργού».

2.      Η Σύμβαση της Βέρνης

4.        Υπό τον τίτλο «Ηθικά δικαιώματα», το άρθρο 6α της Συμβάσεως της Βέρνης ορίζει τα εξής:

«1)       Ανεξαρτήτως των περιουσιακών δικαιωμάτων του δημιουργού, ακόμη δε και μετά την εκχώρησιν τούτων, ο δημιουργός διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήση την πατρότητα του έργου και να αντιταχθή εις πάσαν παραμόρφωσιν, ακρωτηριασμόν ή άλλην τροποποίησιν του έργου τούτου ή εις πάσαν άλλην προσβολήν του αυτού έργου θιγούσης την τιμήν ή την φήμην του.

2)       Τα ανεγνωρισμένα εις τον δημιουργόν δικαιώματα, δυνάμει του ως άνω εδαφίου 1) διατηρούνται, μετά τον θάνατόν του τουλάχιστον μέχρις αποσβέσεως των περιουσιακών δικαιωμάτων και ασκούνται υπό των προσώπων ή ιδρυμάτων, άτινα ομιμοποιούνται προς τούτο από την εθνικήν νομοθεσίαν της χώρας, ένθα ζητείται η προστασία. Πάντως, αι χώραι των οποίων η νομοθεσία, η ισχύουσα κατά τον χρόνον της επικυρώσεως της παρούσας πράξεως ή της προσχωρήσεως εις αυτήν, δεν περιλαμβάνει διατάξεις εξασφαλιζούσας την προστασίαν, μετά τον θάνατον του δημιουργού, όλων των ανεγνωρισμένων δυνάμει της ώς άνω παραγράφου 1) δικαιωμάτων, έχουν την ευχέρειαν να προβλέψουν ότι ωρισμένα εκ των δικαιωμάτων τούτων δεν διατηρούνται μετά τον θάνατον του δημιουργού.

3)       Τα ένδικα μέσα προς διασφάλισιν των ανεγνωρισμένων εν τω παρόντι άρθρω δικαιωμάτων διέπονται από την νομοθεσίαν της χώρας, ένθα ζητείται η προστασία».

5.        Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συμβάσεως της Βέρνης, που επιγράφεται «Δικαίωμα προσαρμογής, διαρρυθμίσεως και άλλης μετατροπής», «[ο]ι δημιουργοί λογοτεχνικών ή καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικόν δικαίωμα να επιτρέπουν τας προσαρμογάς, διαρρυθμίσεις και άλλας μετατροπάς των έργων των».

 Β —       Νομοθεσία της Ένωσης

6.        Η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2001/29 διαλαμβάνει ότι «[κ]άθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία. Η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα. Ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας».

7.        Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας, «[γ]ια να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες. […] Χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων».

8.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας, «[η] προστασία του δικαιώματος του δημιουργού βάσει της παρούσας οδηγίας περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου της διανομής έργων που ενσωματώνονται σε υλικό φορέα. Η πρώτη πώληση στην Κοινότητα του πρωτοτύπου του έργου ή των αντιγράφων του από τον φορέα του δικαιώματος ή με τη συναίνεσή του επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησής τους στην Κοινότητα. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να αναλώνεται όταν το πρωτότυπο ή τα αντίγραφά του πωλούνται από το δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του εκτός Κοινότητας. […]».

9.        Η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας ορίζει ότι «[π]ρέπει να διατηρηθεί μια ισορροπία περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων. Οι ισχύουσες στα κράτη μέλη εξαιρέσεις και περιορισμοί στα δικαιώματα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα του νέου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος. Οι υφιστάμενες διαφορές ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς ορισμένων πράξεων που υπόκεινται σε άδεια του δικαιούχου θίγουν άμεσα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων. Οι εν λόγω διαφορές είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των έργων πέρα από τα σύνορα και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω εξαιρέσεις και περιορισμοί θα πρέπει να εναρμονισθούν περισσότερο. Ο βαθμός της εναρμόνισής τους θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις επιπτώσεις τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».

10.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει α) στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους, […]».

11.      Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, που επιγράφεται «Δικαίωμα διανομής», ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.

2.     Το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων ενός έργου εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.»

 Γ —       Ολλανδικό δίκαιο

12.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει μεταφερθεί στο ολλανδικό δίκαιο με τον Auteurswet, νόμο περί του δικαιώματος του δημιουργού (στο εξής: Aw).

13.      Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Aw, ως δικαίωμα του δημιουργού νοείται το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού λογοτεχνικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου και όσων έλκουν δικαίωμα από αυτόν για διάθεση στο κοινό ή αναπαραγωγή του έργου αυτού, με την επιφύλαξη των περιορισμών που ορίζει ο νόμος.

14.      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του Aw, ως δημοσίευση λογοτεχνικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου νοείται «η δημοσίευση αναπαραγωγής του έργου, εν όλω ή εν μέρει […]».

15.      Δυνάμει του άρθρου 12b του Aw, εφόσον ένα αντίγραφο λογοτεχνικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου έχει τεθεί για πρώτη φορά σε κυκλοφορία σε κράτος μέλος από τον δημιουργό του ή από όσους έλκουν δικαιώματα από αυτόν ή με τη συγκατάθεσή του, η θέση σε κυκλοφορία του εν λόγω αντιγράφου υπό άλλη μορφή, εξαιρουμένης της ενοικίασης ή του δανεισμού, δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού.

II – Πραγματικά περιστατικά

16.      Η Stichting Pictoright (στο εξής: Pictoright) είναι εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ολλανδικού δικαίου, η οποία προασπίζεται, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα των κληρονόμων διάσημων ζωγράφων (στο εξής: δικαιούχοι).

17.      Η Art & Allposters International BV (στο εξής: Allposters) εμπορεύεται, μέσω Διαδικτύου, αφίσες και άλλα αντίγραφα των έργων των εν λόγω καλλιτεχνών.

18.      Όσοι επιθυμούν να παραγγείλουν από την Allposters αντίγραφο καλλιτεχνικού έργου έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε αφίσα, κορνιζαρισμένη αφίσα, αφίσα σε ξύλο ή σε καμβά. Στην τελευταία περίπτωση, η διαδικασία αναπαραγωγής είναι η ακόλουθη: η χάρτινη αφίσα καλύπτεται με πλαστική επιφάνεια, η εικόνα της αφίσας μεταφέρεται σε καμβά μέσω χημικής μεθόδου και ο καμβάς απλώνεται σε ξύλινο πλαίσιο. Η μέθοδος αυτή και το αποτέλεσμά της καλούνται «canvas transfer» («μεταφορά σε καμβά»).

19.      Επειδή η Allposters δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Pictoright να παύσει την άνευ συναινέσεώς της πώληση αντιγράφων των πελατών της τα οποία αποκτούσε μέσω της ανωτέρω μεθόδου, η Pictoright άσκησε κατά αυτής αγωγή ενώπιον του Rechtbank Roermond (πρωτοδικείου του Roermond) με αίτημα την παύση κάθε είδους προσβολής, άμεσης ή έμμεσης, των δικαιωμάτων του δημιουργού και των ηθικών δικαιωμάτων των δικαιούχων.

20.      Η αγωγή απερρίφθη με απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2010, κατά της οποίας η Pictoright άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof te’s-Hertogenbosch (εφετείου του Hertogenbosch), το οποίο έκανε δεκτή την έφεση με απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2012. Το εφετείο εφάρμοσε τη νομολογία του Hoge Raad, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την από 19 Ιανουαρίου 1975 απόφασή του (5), σύμφωνα με την οποία υπάρχει εκ νέου διάθεση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 12 του Aw, εφόσον το αντίγραφο που τέθηκε στο εμπόριο από τον δικαιούχο διανέμεται υπό άλλη μορφή στο κοινό, πράγμα που οδηγεί σε νέα δυνατότητα εκμεταλλεύσεως για εκείνον ο οποίος εμπορεύεται αυτή τη νέα μορφή του αντιγράφου που είχε αρχικά τεθεί στο εμπόριο (η καλούμενη «θεωρία Poortvliet»). Υπό το πρίσμα της θεωρίας αυτής, το εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στον βαθμό που οι μεταφορές σε καμβά συνεπάγονται εκ βάθρων μετατροπή των αφισών των οποίων μεταφέρεται η εικόνα, η εμπορία τους προϋποθέτει τη συναίνεση των δικαιούχων.

21.      Η Allposters άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad, υποστηρίζοντας ότι κακώς εφαρμόστηκε η θεωρία Poortvliet, καθόσον οι έννοιες «ανάλωση» και «διάθεση στο κοινό», που αφορούν τα δικαιώματα του δημιουργού, έχουν εν τω μεταξύ εναρμονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά την εκτίμησή της, ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 συντρέχει μόνο σε περίπτωση διανομής έργου ενσωματωμένου σε υλικό φορέα, εφόσον το αντίγραφο αυτό τίθεται στο εμπόριο από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του. Ενδεχόμενη μεταγενέστερη μετατροπή του αντιγράφου ή του αντικειμένου δεν έχει συνέπειες ως προς την ανάλωση.

22.      Η Pictoright υποστήριξε ότι το δικαίωμα προσαρμογής δεν έχει εναρμονιστεί και, ως εκ τούτου, η θεωρία Poortvliet εξακολουθεί να έχει εφαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, φρονεί ότι η εν λόγω θεωρία —και ειδικότερα η αντίληψη ότι μια (ουσιώδης) μετατροπή του αντικειμένου εμποδίζει την ανάλωση— είναι απολύτως σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

23.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Hoge Raad υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

III – Προδικαστικά ερωτήματα

24.      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις 24 Ιουλίου 2014 είναι τα ακόλουθα:

«1)       Διέπει το άρθρο 4 της οδηγίας για το δικαίωμα του δημιουργού το ζήτημα αν ο κάτοχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του διανομής όσον αφορά την αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου το οποίο πωλήθηκε και παραδόθηκε εντός του ΕΟΧ από τον κάτοχο αυτόν ή με τη συγκατάθεσή του, όταν η αναπαραγωγή αυτή υπέστη στη συνέχεια μετατροπή ως προς τη μορφή της και τέθηκε εκ νέου στο εμπόριο υπό τη μορφή αυτή;

2)       (α)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, έχει το γεγονός ότι πρόκειται για μετατροπή, όπως αναφέρεται στο ερώτημα 1, σημασία για την απάντηση στο ερώτημα εάν εμποδίζεται ή διακόπτεται η ανάλωση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για το δικαίωμα του δημιουργού;

(β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2(α), ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμοστούν για να καθοριστεί ότι πρόκειται για μετατροπή της μορφής μιας αναπαραγωγής εμποδίζουσα ή διακόπτουσα την ανάλωση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για το δικαίωμα του δημιουργού;

(γ)      Καθιστούν τα κριτήρια αυτά δυνατή την εφαρμογή του κριτηρίου που διαμορφώθηκε στο ολλανδικό εθνικό δίκαιο, κατά το οποίο δεν πρόκειται πλέον για ανάλωση απλώς και μόνο λόγω του ότι ο μεταπωλητής έδωσε άλλη μορφή στις αναπαραγωγές και τις διένειμε υπό τη μορφή αυτή στο κοινό (Hoge Raad, 19 Ιανουαρίου 1979 […], Poortvliet);»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

25.      Στη διαδικασία παρέστησαν, καταθέτοντας γραπτές παρατηρήσεις, οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Όλοι οι ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένης της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαΐου 2014. Κατά τη διάρκεια αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε τρία ερωτήματα σχετικά με: 1) τη δυνατότητα να θεωρηθεί η μεταφορά σε καμβά ως προσαρμογή του έργου υπό την έννοια του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Βέρνης, 2) τη σημασία που ενδέχεται να έχει για τη διαπίστωση της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής η αρχή της εύλογης αμοιβής, σε περίπτωση που η τιμή του αντικειμένου που περιέχει το προστατευόμενο έργο αυξάνεται λόγω της μετατροπής, και 3) τη σημασία που ενδέχεται να έχουν τα ηθικά δικαιώματα για τους σκοπούς της ερμηνείας του κανόνα περί αναλώσεως.

V –    Επιχειρηματολογία

 Α —       Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

26.      Όσον αφορά το πρώτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα, η Allposters επισημαίνει προκαταρκτικώς ότι ως «μετατροπή που αφορά τη μορφή του» πρέπει να νοηθεί η μετατροπή του φορέα του προστατευόμενου από το δικαίωμα του δημιουργού έργου και όχι η εικόνα του εν λόγω έργου. Τούτου δοθέντος, υποστηρίζει ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν πρόκειται για μετατροπή του έργου, αλλά του φορέα του, και ως εκ τούτου έχει εφαρμογή το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29, δυνάμει του οποίου εναρμονίστηκαν πλήρως τόσο το δικαίωμα διανομής (παράγραφος 1) όσο και ο κανόνας περί αναλώσεως, και συνεπώς τα κράτη μέλη δεν έχουν κανένα περιθώριο να προβλέψουν εξαιρέσεις

27.      Η Pictoright κλίνει υπέρ της αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, καθώς, κατά την άποψή της, το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29 αφορά μόνον την περίπτωση κατά την οποία η αναπαραγωγή του προστατευόμενου έργου δεν έχει υποστεί μετατροπή. Υπό την έννοια αυτή, ισχυρίζεται ότι από το γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου συνάγεται ότι ο κανόνας περί αναλώσεως αναφέρεται στο «έργο», δηλαδή, στο «πρωτότυπο ή […] αντίγραφα των έργων», χωρίς να εντάσσονται στο άρθρο αυτό οι αναπαραγωγές που μεταφέρονται σε καμβά, καθόσον αυτές διαφέρουν ουσιωδώς από τα πρωτότυπα ή τα αντίγραφα αυτών εξαιτίας της ουσιώδους μετατροπής που υφίστανται οι αφίσες κατά τη διαδικασία μεταφοράς τους σε καμβά.

28.      Η Pictoright επικαλείται τη νομολογία και τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα του δικαίου των σημάτων, ειδικότερα δε το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ (6) και το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 (7), τα οποία στην πραγματικότητα είναι ταυτόσημα, καθόσον ορίζουν ότι η ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το κοινοτικό σήμα «δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο». Επί της βάσεως αυτής φρονεί ότι το δικαίωμα προσαρμογής στον τομέα των δικαιωμάτων του δημιουργού δεν έχει εναρμονιστεί από το δίκαιο της Ένωσης, μολονότι, κατά την έγκριση της Συνθήκης της ΠΟΔΙ, η Ένωση δεσμεύτηκε να τηρεί το άρθρο 12 της Συμβάσεως της Βέρνης, το οποίο αναγνωρίζει στους δημιουργούς λογοτεχνικών ή καλλιτεχνικών έργων το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τις προσαρμογές, διασκευές και λοιπές μετατροπές των έργων τους.

29.      Η Γαλλική Κυβέρνηση περιόρισε τα επιχειρήματα της αποκλειστικώς στο πρώτο αυτό ερώτημα, εκτιμώντας ότι πρέπει να εξεταστεί από κοινού με το πρώτο υποερώτημα του δευτέρου ερωτήματος. Κατά την κρίση της, από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 28 αυτής, απορρέει ότι ο δημιουργός του προστατευόμενου έργου έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να εγκρίνει ή να απαγορεύσει την πρώτη μορφή διανομής, μέσω πωλήσεως ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου, κάθε υλικού φορέα ή αντικειμένου στο οποίο είναι ενσωματωμένο το έργο ή αντίγραφο αυτού. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα διανομής αναλώνεται μόνον εφόσον ο δικαιούχος πραγματοποίησε την πρώτη πώληση ή συναίνεσε σε αυτή ή σε μεταβίβαση της κυριότητας του εν λόγω υλικού φορέα ή αντικειμένου.

30.      Εν προκειμένω, η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η μεταφορά ενός έργου ή αντιγράφου αυτού σε καμβά συνεπάγεται τη δημιουργία νέου αντικειμένου η αναπαραγωγή και η διανομή του οποίου απόκειται στον κάτοχο των αποκλειστικών δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι το έργο έχει διατεθεί στο εμπόριο υπό άλλη μορφή δεν συνεπάγεται ανάλωση του αποκλειστικού δικαιώματος διανομής που έχει ο δικαιούχος επί του νέου αντικειμένου.

31.      Κατά την κρίση της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη σύμφωνη με τον σκοπό της οδηγίας 2001/29 ο οποίος έγκειται στη εξασφάλιση στους δημιουργούς αυξημένου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων τους και εύλογης αμοιβής από τη χρήση των έργων τους. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η υλική ενέργεια της μεταφοράς σε καμβά δεν επηρεάζει μόνον το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής των δημιουργών, αλλά και άλλες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού, όπως είναι τα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής και προσαρμογής, μολονότι το τελευταίο δεν αναγνωρίζεται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης.

32.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε κατά την παράστασή της στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο όρος «διανομή στο κοινό» καλύπτει μόνον τις πράξεις που αφορούν τη μεταβίβαση της κυριότητας του αντικειμένου. Ζήτημα θα μπορούσε να ανακύψει στην περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν της θέσεως του αντικειμένου στην αγορά με τη συναίνεση του δημιουργού, αυτό υφίσταται μετατροπή κατά τρόπον ώστε, μολονότι δημιουργείται διαφορετικό αντικείμενο, δεν επηρεάζεται το πρωτότυπο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την κατασκευή κολάζ από φωτογραφίες δημοσιευμένες σε περιοδικό. Ωστόσο, κατά την εκτίμησή της, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις το δικαίωμα διανομής θα είχε ήδη αναλωθεί.

33.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου φρονεί ότι το Δικαστήριο πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικό κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων αναλώσεως του δικαιώματος αυτού. Κατά την εκτίμησή της, δεν θα έπρεπε να γίνεται δεκτό ότι δεν συντρέχει ανάλωση οσάκις χρησιμοποιούνται εκ νέου ή ανακυκλώνονται τα αντίγραφα ενός έργου υπό διαφορετικές μορφές. Κατά την άποψή της, το κύριο ζήτημα, μετά την πρώτη επιτρεπόμενη πώληση αντικειμένου, έγκειται στο εάν η κατασκευή του νέου αντικειμένου συνιστά μη επιτρεπόμενη αναπαραγωγή της πνευματικής δημιουργίας του δημιουργού. Εφόσον τούτο δεν συμβαίνει, ουδόλως εμποδίζεται ο αγοραστής να χρησιμοποιήσει το αντικείμενο κατά τον πλέον κατάλληλο για αυτόν τρόπο.

34.      Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29 έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης και, ειδικότερα, ότι οι κάτοχοι των επίδικων δικαιωμάτων δύνανται, κατ’ αρχήν, να επικαλεστούν το δικαίωμα διανομής, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου. Κατά την άποψή της, προσήκει διασταλτική ερμηνεία του δικαιώματος διανομής, λαμβανομένων υπόψη τόσο των εννοιών «κάθε μορφή διανομής» και «πρωτότυπο των έργων του ή αντιγράφων αυτών» του άρθρου 4, παράγραφος 1, όσο και του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία 2001/29, ήτοι την εξασφάλιση αυξημένου βαθμού προστασίας στους δημιουργούς.

35.      Η Επιτροπή φρονεί ότι η μετατροπή της μορφής συνεπεία της μεταφοράς στον καμβά δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας ούτως ώστε το αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως «αντίγραφο» έργου κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αναλόγως της μετατροπής, το αποτέλεσμα συνίσταται είτε σε ακριβές αντίγραφο της αφίσας είτε σε νέα αναπαραγωγή του πρωτότυπου έργου που πρέπει ομοίως να θεωρηθεί «αντίγραφο». Κατά την Επιτροπή, ο δικαιούχος θα είχε, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη διανομή του έργου που προέκυψε από τη μεταφορά σε καμβά.

 B —       Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

36.      Η Allposters προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο υποερώτημα του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος. Κατά την εκτίμησή της, η διακοπή του κανόνα περί αναλώσεως σε περίπτωση μετατροπής του φορέα του προστατευόμενου έργου είναι αντίθετη στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και στη ratio των δικαιωμάτων του δημιουργού. Η δυνατότητα εμπορικής εκμεταλλεύσεως του προστατευόμενου αντικειμένου πρέπει, κατά συνέπεια, να περιορίζεται στην πρώτη του διανομή, η οποία εξασφαλίζει κέρδος στον δικαιούχο.

37.      Η Allposters επισημαίνει ότι στον τομέα των δικαιωμάτων του δημιουργού υφίσταται διάκριση μεταξύ του «corpus mechanicum» (του ενσώματου αντικειμένου) και του «corpus mysticum» (της άυλης δημιουργίας) και ότι μόνον η τελευταία συνιστά έργο κατά την έννοια του δικαίου του δημιουργού και προστατεύεται από αυτό. Κατά την Allposters, το περιεχόμενο του έργου πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα από τον φορέα του, οποίος δεν πρέπει να θεωρείται στοιχείο της «πνευματικής δημιουργίας αυτής καθεαυτήν». Κατά την εκτίμησή της, στην υπόθεση της κύριας δίκης η μεταφορά στον καμβά συνιστά μετατροπή του «corpus mechanicum» στον βαθμό που το χαρτί αντικαθίσταται από τον καμβά, το «corpus mysticum» όμως παραμένει αναλλοίωτο. Στο μέτρο που δεν συντελείται, από πλευράς δικαιωμάτων του δημιουργού, μετατροπή στην αναπαραγωγή του προστατευόμενου έργου, η μετατροπή του φορέα του δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του κανόνα περί αναλώσεως και δεν διακόπτει την εφαρμογή του.

38.      Η Allposters φρονεί ότι το αντίθετο θα ίσχυε μόνο στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία η μετατροπή του φορέα θα συνιστούσε προσβολή των ηθικών δικαιωμάτων του δικαιούχου που προστατεύουν την ακεραιότητα του έργου και που, σύμφωνα με τη νομολογία, εκτείνονται τόσο στα πρωτότυπα έργα όσο και στις αναπαραγωγές τους χωρίς να περιορίζονται στην πρώτη διάθεση του έργου στην αγορά. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει, κατά την εκτίμησή της, στην υπό κρίση υπόθεση.

39.      Δεδομένου ότι η Allposters προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο υποερώτημα του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, αφίσταται της απαντήσεως στο δεύτερο και στο τρίτο υποερώτημα, μολονότι ισχυρίζεται ότι η νομολογία Poortvliet έπαυσε να ισχύει και ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29.

40.      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της απαντήσεώς της στο πρώτο ερώτημα, η Pictoright περιορίζεται στην προβολή επιχειρημάτων επικουρικού χαρακτήρα σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα, υποστηρίζοντας ότι ενδεχόμενη μετατροπή στο έργο έχει ως συνέπεια να εμποδίζεται ή να διακόπτεται η ανάλωση του δικαιώματος διανομής. Υπό την έννοια αυτή, υπενθυμίζει ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας 2001/29 είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας και, ως εκ τούτου, η ανάλωση, στον βαθμό που αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος διανομής του δικαιούχου, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

41.      Κατά την εκτίμησή της, ο φορέας του δικαιώματος του δημιουργού δεν δικαιούται να αποφασίσει μόνον εάν, αλλά και υπό ποια μορφή επιθυμεί να θέσει το έργο του σε κυκλοφορία, κατά τρόπο ώστε η εκ μέρους του έγκριση να εξαρτάται από προϋποθέσεις. Σύμφωνα με την Pictoright, κατ’ αναλογία προς το δίκαιο των σημάτων της Ένωσης, ουδείς λόγος συντρέχει προκειμένου ο δικαιούχος να πρέπει να ανεχθεί μια μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση του έργου του —ή αντιγράφου αυτού— σε περίπτωση που η κατάσταση της αναπαραγωγής του έργου του έχει μετατραπεί, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να προκληθεί πραγματική ζημία στη φήμη του καλλιτέχνη, τη δημόσια εικόνα του και τη μοναδικότητα του έργου του, κατά παράβαση του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Βέρνης.

42.      Ως προς το δεύτερο και τρίτο υποερώτημα του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, η Pictoright φρονεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση Peek & Cloppenburg (8), τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν δυνατότητα επιλογής των κριτηρίων βάσει των οποίων θα εξακριβώνεται εάν έχει χωρήσει μετατροπή της μορφής ορισμένης αναπαραγωγής εμποδίζουσα ή διακόπτουσα την ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29.

43.      Επικουρικώς, η Pictoright προτείνει είτε να θεσπιστούν κριτήρια για την εφαρμογή του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Βέρνης, το οποίο παρέχει στον δημιουργό ενός έργου το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει τις προσαρμογές, διασκευές και λοιπές μετατροπές του έργου του, είτε να θεσπιστούν κριτήρια παρεμφερή εκείνων του άρθρου 6α της ίδιας Συμβάσεως, κατά το οποίο υπάρχει μετατροπή στη μορφή της αναπαραγωγής του έργου ικανή να εμποδίσει ή να διακόψει την ανάλωση εάν η εν λόγω μετατροπή έρχεται σε αντίθεση με τα ηθικά δικαιώματα του δημιουργού κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Κατά την άποψή της, η θέσπιση τέτοιου είδους κριτηρίων επιτρέπει ένα περιθώριο ελιγμών ως προς την εφαρμογή της νομολογίας Poortvliet.

44.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου φρονεί ότι η προσαρμογή ενός έργου συνιστά μορφή αναπαραγωγής του, αντιθέτως προς την περίπτωση της μεταφοράς σε καμβά, δεδομένου ότι η μεταφορά δεν συνεπάγεται πνευματική δημιουργία και επαρκούς βαθμού πρωτοτυπία. Κατά τα λοιπά, υποστηρίζει ότι, ελλείψει αναπαραγωγής, καθίσταται άνευ σημασίας η αύξηση της τιμής του αντικειμένου στο οποίο ενσωματώνεται το προστατευόμενο έργο, καθώς η εύλογη αμοιβή έχει ήδη προσποριστεί από την πώληση του αρχικού αντικειμένου. Τέλος, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε τα ηθικά δικαιώματα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29.

45.      Η Επιτροπή εξετάζει από κοινού τα τρία υποερωτήματα του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, προτείνοντας, κατ’ αρχάς, να αναλυθεί το πεδίο καθ’ ύλη εφαρμογής του κανόνα περί αναλώσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29, αρχής γενομένης από την ερμηνεία του όρου «έργο» που χρησιμοποιείται στο άρθρο. Βάσει γραμματικής, νομοθετικής, συγκριτικής και νομολογιακής ερμηνείας, η Επιτροπή συνάγει ότι ως «έργο» πρέπει να νοείται κάθε έργο ή αντίγραφο αυτού ενσωματωμένο σε υλικό φορέα, που αναπαριστά πνευματική δημιουργία του δημιουργού την έννομη προστασία της οποίας σκοπό έχει να διασφαλίσει η οδηγία 2001/29.

46.      Η Επιτροπή φρονεί, περαιτέρω, ότι ενδεχόμενη μετατροπή ως προς τη μορφή αποτελεί σημαντικό κριτήριο για τη διαπίστωση της αναλώσεως. Εάν το «έργο» έχει υποστεί, μετά την πρώτη πώληση εντός του ΕΟΧ για την οποία έχει δοθεί η συγκατάθεση του δικαιούχου, ορισμένη μετατροπή στη μορφή του, το κρίσιμο κριτήριο για τη διαπίστωση της αναλώσεως έγκειται στο εάν, μετά τη μετατροπή αυτή, πρόκειται για τον ίδιο υλικό φορέα που αναπαριστά την πνευματική δημιουργία του δημιουργού ή εάν η μετατροπή είναι τέτοια ώστε πρόκειται για άλλο υλικό φορέα, με διαφορετική μορφή, που αναπαριστά τη δημιουργία αυτή. Στην πρώτη περίπτωση, η διανομή καλύπτεται από την προηγούμενη συγκατάθεση του δικαιούχου. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν συντρέχει ανάλωση και τα συμφέροντα των δικαιούχων τα οποία η οδηγία 2001/29 επιδιώκει να προστατεύσει δικαιολογούν εξαίρεση από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

47.      Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της αποφάσεως Poortvliet, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, το ζήτημα της αναλώσεως διέπεται πλήρως από το δίκαιο της Ένωσης. Εναπόκειται, ως εκ τούτου, στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει σε ποιο βαθμό η εν λόγω απόφαση είναι σύμφωνη με την οδηγία 2001/29, όπως η τελευταία έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, και να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

VI – Εκτίμηση

48.      Το υποβληθέν εν προκειμένω ουσιαστικό ερώτημα συνίσταται κατ’ ουσίαν στο ζήτημα αν η παρασχεθείσα συγκατάθεση για τη διανομή αναπαραγωγής έργου τέχνης υπό μορφή αφίσας περιλαμβάνει και τη διανομή υπό μορφή καμβά.

 A —       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

49.      Σύμφωνα με την έκθεση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στη διάταξη περί παραπομπής, καθώς και τις πληροφορίες που παρείχαν οι διάδικοι με τα γραπτά υπομνήματά τους και κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, καθίσταται σαφές ότι ουδείς εμπορικός δεσμός υφίσταται μεταξύ της Pictoright και της Allposters. Οι δικαιούχοι έχουν επιτρέψει, ρητώς, την αναπαραγωγή των επίδικων πινάκων ζωγραφικής υπό μορφή αφίσας, χωρίς όμως η Allposters να έχει αποκτήσει το δικαίωμα αυτό. Η Allposters αποκτά στην αγορά τις αφίσες που ο έχων την έγκριση αναπαραγωγής των επίδικων πινάκων ζωγραφικής υπό τη μορφή αυτή έχει θέσει στο εμπόριο και, βάσει αυτών, κατασκευάζει τους καμβάδες που με τη σειρά της διαθέτει στην αγορά.

50.      Καθίσταται επίσης σαφές ότι, όσον αφορά τις αφίσες, αυτοτελώς εξεταζόμενες, το δικαίωμα διανομής έχει αναλωθεί το αργότερο κατά την απόκτησή τους από την Allposters. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η Allposters πραγματοποιεί αναπαραγωγές σε καμβά, έχουσα ακριβώς ως βάση τις αφίσες ως προς τις οποίες το δικαίωμα διανομής έχει αναλωθεί. Κατά συνέπεια, η δραστηριότητα της Allposters δεν περιορίζεται στη διανομή, αλλά περιλαμβάνει προηγούμενη παρέμβαση στις προαναφερθείσες αφίσες από την οποία προκύπτει ένα προϊόν, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετικό.

51.      Θα μπορούσε, υπό το πρίσμα αυτό, να τεθεί το ερώτημα αν το πρόβλημα έγκειται στο δικαίωμα αναπαραγωγής, αν δηλαδή η Allposters απέκτησε νόμιμα το δικαίωμα αναπαραγωγής των αναφερθέντων έργων σε καμβά, ανεξαρτήτως του εάν προέβη σε αναπαραγωγή ευθέως ή κατόπιν επεξεργασίας των αναπαραχθέντων σε χαρτί αντιγράφων.

52.      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο δεν θέτει το ερώτημά του σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2001/29 στο ως άνω πλαίσιο, ήτοι από πλευράς δικαιώματος αναπαραγωγής. Το ερώτημα τίθεται από πλευράς δικαιώματος διανομής και έγκειται συνεπώς στο κατά πόσον η αξίωση της Pictoright περί παύσεως διαθέσεως των έργων της στο εμπόριο υφαντικής ύλης μπορεί να στηριχθεί στο δικαίωμα ελέγχου της διανομής των επίδικων εικαστικών έργων, ως δικαίωμα «μη αναλωθέν».

53.      Δεν θα προβώ, συνεπώς, σε καμία παρατήρηση όσον αφορά το δικαίωμα αναπαραγωγής που αναγνωρίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 προκειμένου να εξετάσω το υποβληθέν από το Hoge Raad ερμηνευτικό ερώτημα. Αντιθέτως, θα το εξετάσω υπό τους όρους υπό τους οποίους το ίδιο το δικαστήριο το έθεσε, ήτοι σε σχέση με το δικαίωμα διανομής που προβλέπεται στο άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας.

 B —      Πρώτο ερώτημα

54.      Η Pictoright υποστηρίζει ότι η μεταφορά σε καμβά συνεπάγεται αλλαγή στο «πρωτότυπο ή αντίγραφο του έργου» και, ως εκ τούτου, συνιστά «προσαρμογή» του έργου, με αποτέλεσμα το ζήτημα να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/29, στην οποία δεν περιλαμβάνεται το δικαίωμα προσαρμογής. Με άλλα λόγια, για την Pictoright, η μεταφορά σε καμβά επηρεάζει το έργο και όχι μόνον το αντικείμενο ή τον υλικό φορέα στον οποίο το έργο ενσωματώνεται.

55.      Αντιθέτως, η Allposters, η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η μεταφορά σε καμβά συνιστά μετατροπή του αντικειμένου ή του υλικού φορέα, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση «διανομής» και όχι «προσαρμογής» και να έχει, κατά συνέπεια, εφαρμογή η οδηγία 2001/29.

56.      Πρέπει, ως εκ τούτου, να διευκρινιστεί κατ’ αρχάς εάν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, επί των οποίων το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί, συνιστούν «προσαρμογή» του έργου, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή η οδηγία 2001/29, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν το λεγόμενο «δικαίωμα προσαρμογής», το οποίο διασφαλίζεται, στο πλαίσιο της Ένωσης, από τη Σύμβαση της Βέρνης.

57.      Το άρθρο 12 της Συμβάσεως της Βέρνης αναγνωρίζει στους δημιουργούς «το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τις προσαρμογές, διασκευές και λοιπές μετατροπές των έργων τους». Κατά την άποψή μου, τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν στοιχειοθετούν περίπτωση «προσαρμογής». Η «προσαρμογή» επηρεάζει καθεαυτό το «έργο» ως αποτέλεσμα καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η πλέον συνηθισμένη περίπτωση είναι αυτή της προσαρμογής ενός λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο, διαδικασία δυνάμει της οποίας το καλλιτεχνικό προϊόν της λογοτεχνικής διανόησης μετατρέπεται σε προϊόν της τέχνης του κινηματογράφου, δηλαδή σε καλλιτεχνική εκδήλωση που αναδημιουργεί το περιεχόμενο του αρχικού έργου σε δική του γλώσσα και σε οικείο πλαίσιο συλλήψεως και εκφράσεως, διαφορετικά εκείνων της αρχικής συλλήψεως.

58.      Στη διαφοροποίηση των γλωσσών και των καλλιτεχνικών τεχνικών έγκειται ακριβώς ένα από τα στοιχεία της «προσαρμογής» ως διαδικασίας εναρμονίσεως του περιεχομένου της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τους οικείους τρόπους εκφράσεως των διαφόρων τεχνών. Άλλο στοιχείο της αφορά την προσαρμογή ως τεχνική δημιουργικής εκδηλώσεως με την οποία δεν επιδιώκεται τόσο η εναρμόνιση του έργου με τα εκφραστικά χαρακτηριστικά άλλης καλλιτεχνικής γλώσσας, όσο η παρέμβαση στο ίδιο το έργο, δημιουργώντας από αυτό, στη δική του γλώσσα, ένα έργο τόσο διαφορετικό ώστε αμυδρώς μόνο θυμίζει την αρχική εκδήλωση.

59.      Στην υπό κρίση υπόθεση, θεωρώ σαφές ότι η μεταφορά στον καμβά δεν επηρεάζει την αναπαραχθείσα εικόνα, δηλαδή το «έργο» ή το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τουναντίον, η αξία της μεταφοράς έγκειται στο ότι η αρχική εικόνα αναπαράγεται στον καμβά επακριβώς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός, το αρχικό έργο δεν μεταφέρεται σε καλλιτεχνική γλώσσα διαφορετική εκείνης στην οποία είχε συλληφθεί και, αφετέρου η εικόνα δεν αλλοιώνεται, δεν απαλείφονται στοιχεία της συνθέσεως και δεν προστίθενται στοιχεία ξένα προς τη δημιουργία του καλλιτέχνη. Πρόκειται για προσπάθεια επιτεύξεως του μεγαλύτερου, κατά το δυνατό, βαθμού ταυτότητας με το πρωτότυπο.

60.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι το επίδικο στην κύρια δίκη ζήτημα δεν εμπίπτει στην έννοια της «προσαρμογής».

61.      Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι, όταν το αιτούν δικαστήριο αναφέρει στο πρώτο του ερώτημα ότι «η αναπαραγωγή αυτή υπέστη […] μετατροπή ως προς τη μορφή της», δεν εννοεί ότι η υπό κρίση αλλαγή συνιστά «μετατροπή» κατά την έννοια του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Βέρνης. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η «μετατροπή ως προς τη μορφή» αναφέρεται μάλλον σε αλλαγή στον φορέα του έργου και όχι στο έργο καθεαυτό, ως προϊόν δηλαδή καλλιτεχνικής δημιουργίας.

62.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, καθίσταται άνευ σημασίας το ζήτημα εάν το δικαίωμα προσαρμογής αποτέλεσε αντικείμενο εναρμονίσεως ή εάν έχει εφαρμογή το άρθρο 12 της Συμβάσεως της Βέρνης. Σημασία έχει μόνο η διαπίστωση ότι το επίδικο δικαίωμα είναι αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29 —ήτοι, αυτό που αναγνωρίζει στους φορείς του το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων του προστατευόμενου έργου στο κοινό— και ότι, σύμφωνα με τη νομολογία και τον ίδιο τον σκοπό της οδηγίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω άρθρο έχει εναρμονίσει πλήρως τον κανόνα περί αναλώσεως του δικαιώματος διανομής (9), ανεξαρτήτως του ότι, όπως επίσης έχει κρίνει το Δικαστήριο, πρέπει «κατά κανόνα να αποδίδεται, εντός του συνόλου της Κοινότητας, αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία για την οδηγία 2001/29» (10).

63.      Συνοπτικά, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, υπό την έννοια ότι το επίδικο στην ένδικη διαδικασία δικαίωμα είναι το «δικαίωμα διανομής» δύο συγκεκριμένων αντιγράφων στα οποία ενσωματώνεται το αναπαραχθέν έργο τέχνης, με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29.

 Γ —       Δεύτερο ερώτημα

1.      Η σημασία της «μετατροπής ως προς τη μορφή»

64.      Τίθεται συνεπώς το βασικό ζήτημα της υπό κρίση υποθέσεως, εάν δηλαδή «η μετατροπή ως προς τη μορφή» (ήτοι ως προς τον υλικό φορέα της αναπαραγωγής) εμποδίζει ή διακόπτει την ανάλωση του δικαιώματος διανομής κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29.

65.      Πρέπει να επανέλθουμε στο γράμμα της διατάξεως αυτής:

«Το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων ενός έργου εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του».

66.      Όλη η δυσκολία έγκειται στον κατά πόσον, σε περίπτωση όπως η κρινόμενη, ο όρος «έργο» αναφέρεται στην καλλιτεχνική δημιουργία ή στον υλικό φορέα της. Από όλα όσα ελέχθησαν καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για το δεύτερο, όπως φρονούν επίσης η Allposters, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

67.      Προφανώς το αντικείμενο εν προκειμένω δεν μπορεί να είναι το έργο ως corpus mysticum, καθόσον το δικαίωμα του δημιουργού επί του έργου αυτοτελώς νοούμενου «αναλώνεται» μόνο με τη μεταβίβαση του εν λόγω δικαιώματος, ενώ η ανάλωση του δικαιώματος διανομής λαμβάνει χώρα με τη μεταβίβαση της κυριότητας κάποιου διαφορετικού κατ’ ανάγκη πράγματος και, συγκεκριμένα, της κυριότητας του αντικειμένου στο οποίο το έργο αναπαρήχθη.

68.      Εν ολίγοις: αφ’ ής στιγμής μεταβιβασθεί η κυριότητα του αντικειμένου (υλικού φορέα), αναλώνεται το δικαίωμα διανομής, όχι όμως το δικαίωμα του δημιουργού, αντικείμενο του οποίου εξακολουθεί να είναι η καλλιτεχνική δημιουργία.

69.      Κατά την εκτίμησή μου, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 28 της οδηγίας 2001/29, η οποία διαλαμβάνει ότι η προστασία του δικαιώματος του δημιουργού «περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου της διανομής έργων που ενσωματώνονται σε υλικό φορέα» (11), ορίζοντας εν συνεχεία ότι η πρώτη πώληση «του πρωτοτύπου του έργου ή των αντιγράφων του από τον φορέα του δικαιώματος ή με τη συναίνεσή του επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησής του» (12), σε σαφή συνάρτηση προς εκείνον τον «υλικό φορέα» (13).

70.      Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι στο πρώτο υποερώτημα του δευτέρου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι «η μετατροπή ως προς τη μορφή» έχει σημασία για τον καθορισμό του ζητήματος εάν εμποδίζεται ή διακόπτεται η ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29. Και τούτο διότι το δικαίωμα διανομής δύναται να εκχωρηθεί σε σχέση με οποιονδήποτε πιθανό υλικό φορέα ή αποκλειστικώς σε σχέση με συγκεκριμένους φορείς.

2.      Τα κρίσιμα κριτήρια για εξακριβωθεί η ύπαρξη «μετατροπής ως προς τη μορφή»

71.      Πρέπει επομένως, σύμφωνα με το δεύτερο υποερώτημα του δευτέρου ερωτήματος, να δοθεί απάντηση ως προς το «ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμοστούν για να καθοριστεί ότι πρόκειται για μετατροπή της μορφής μιας αναπαραγωγής εμποδίζουσα ή διακόπτουσα την ανάλωση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για το δικαίωμα δημιουργού».

72.      Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής, πρέπει ως προς το σημείο αυτό να ληφθεί δεόντως υπόψη ο βαθμός της επίμαχης μετατροπής, καθώς κρίσιμο είναι να καθοριστεί «εάν, μετά τη μετατροπή, πρόκειται ακόμη για το ίδιο υλικό αγαθό που αναπαριστά τη πνευματική δημιουργία του δημιουργού ή εάν η συντελεσθείσα στο επίμαχο αγαθό μετατροπή δημιουργεί άλλο υλικό αγαθό, το οποίο, υπό άλλη μορφή, αναπαριστά τη εν λόγω δημιουργία» (14).

73.      Κατά την άποψή μου, η ποιότητα της μετατροπής που, στην υπό κρίση υπόθεση, υπέστη ο υλικός φορέας της πνευματικής δημιουργίας των καλλιτεχνών είναι τέτοιας φύσεως ώστε να μπορεί ακόμη να υποστηριχθεί ότι η ενέργεια στην οποία προέβη η Allposters συνιστά, στην πραγματικότητα, νέα αναπαραγωγή των προστατευομένων πνευματικών δημιουργιών.

74.      Με την εν λόγω ενέργεια μια εικόνα αρχικώς αναπαραχθείσα σε χαρτί μεταφέρεται σε καμβά, πράγμα που συνιστά προφανή μετατροπή του υλικού φορέα επί του οποίου είχε επιτραπεί η διάθεση των εικαστικών έργων. Αυτό που καθιστά τη μετατροπή αυτή κατά κάποιον τρόπο μοναδική είναι το γεγονός ότι με τη μεταφορά σε καμβά δεν μεταφέρεται η εικόνα σε οποιονδήποτε φορέα, αλλά σε φορέα του ίδιου ακριβώς είδους με εκείνον στον οποίον ενσωματώνεται το πρωτότυπο έργο. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να εξακριβωθεί εάν το πράγματι επίδικο δικαίωμα είναι το δικαίωμα διανομής ή, περαιτέρω, το δικαίωμα αναπαραγωγής του εικαστικού έργου στην ολότητά του, ήτοι ως σύνολο αποτελούμενο από εικόνα που αποτυπώνεται σε συγκεκριμένο φορέα. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η Allposters δεν περιορίζεται στη διανομή σε χαρτί εικόνας αρχικώς αποτυπωμένης σε καμβά, αλλά στην πραγματικότητα αναπαραγάγει ακέραια την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν θέτει, σε τελική ανάλυση, στην αγορά την εικόνα ενός πίνακα, αλλά ένα ισοδύναμο του πίνακα αυτού καθεαυτόν.

75.      Ανεξάρτητα πάντως από την τελευταία αυτή παρατήρηση και σε συνάρτηση με τους όρους υπό τους οποίους το Hoge Raad υπέβαλε το υπό εξέταση προδικαστικό ερώτημα, η απάντηση του Δικαστηρίου, όπως έχω εκθέσει στα σημεία 49 έως 53, πρέπει να περιοριστεί στο ζήτημα εάν, υπό τις περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, η μετατροπή στην οποία προέβη η Allposters συνιστά τέτοιου μεγέθους αλλαγή του υλικού φορέα ώστε να πρόκειται, τουλάχιστον, για διανομή των αναπαραχθέντων έργων έναντι της οποίας το δικαίωμα που το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29 κατοχυρώνει υπέρ της Pictoright δεν έχει αναλωθεί.

76.      Στο πλαίσιο αυτό, είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι η επίμαχη μετατροπή είναι αρκούντως σημαντική και χαρακτηριστική ώστε να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το δικαίωμα διανομής της Pictoright ως προς αυτήν δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλωθέν. Η σημασία της προκύπτει από το γεγονός ότι η εν λόγω μετατροπή δεν συνεπάγεται απλή αλλαγή στον υλικό φορέα του διανεμομένου έργου, αλλά τη χρήση ακριβώς ενός υλικού φορέα που αποδεικνύεται ότι είναι της αυτής φύσεως με αυτόν στον οποίο είχε αρχικώς αποτυπωθεί η πνευματική δημιουργία. Το γεγονός αυτό προσδίδει ιδιαίτερο χαρακτήρα στην κρινόμενη υπόθεση και τη διακρίνει από τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο χρησιμοποιούμενος για τη διανομή της πνευματικής δημιουργίας υλικός φορέας είναι τέτοιας φύσεως ώστε δεν μπορεί να προκληθεί σύγχυση με το πρωτότυπο έργο. Τυπικό παράδειγμα είναι τα κολάζ που αναφέρει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

77.      Το γεγονός ότι η μετατροπή στην οποία προέβη η Allposters είναι τέτοιου μεγέθους αρκεί, κατά την άποψη μου, προκειμένου, αφενός, να διαπιστωθεί ότι συντελέστηκε ουσιώδης μεταβολή στον υλικό φορέα του προστατευόμενου έργου και, αφετέρου, να αποκλεισθεί η ανάλωση του δικαιώματος διανομής. Πέραν της εκτιμήσεως αυτής, φρονώ ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να δοθεί αφηρημένη απάντηση σε σχέση με τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, γενικώς, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιας φύσεως μετατροπής η οποία να αποκλείει την ανάλωση του δικαιώματος διανομής. Πρόκειται, αντιθέτως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για νομολογιακό καθορισμό του εύρους νομοθετικής διατάξεως ο οποίος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον κατά περίπτωση, στο πλαίσιο διαδοχικών ένδικων διαδικασιών που αφορούν συγκεκριμένες και όμοιες διαφορές.

78.      Φρονώ, εν τέλει, ότι στην κρινόμενη υπόθεση το δικαίωμα της Pictoright για τον έλεγχο της διανομής των αναπαραγωγών των επίμαχων έργων δεν έχει αναλωθεί με την πρώτη πώληση των αφισών, καθόσον αυτό που η Allposters σκοπεύει να διανείμει είναι σαφώς «άλλο πράγμα», ανεξαρτήτως του ότι το εν λόγω «άλλο πράγμα» έχει αποκτηθεί ύστερα από παρέμβαση στις εν λόγω αφίσες, περίσταση τυχαία που δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική.

3.      Η κρίσιμη για την υπόθεση εθνική νομοθεσία και η συμβατότητά της με το δίκαιο της Ένωσης

79.      Το τρίτο και τελευταίο υποερώτημα του δευτέρου ερωτήματος αφορά τη συμβατότητα της ολλανδικής νομολογίας (απόφαση Poortvliet) με το δίκαιο της Ένωσης.

80.      Κατά το σκεπτικό του Hoge Raad, σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, πρόκειται κατ’ αρχήν «για νέα διάθεση […] στην περίπτωση που το αντίγραφο που τέθηκε στο εμπόριο από τον δικαιούχο διανέμεται υπό άλλη μορφή στο κοινό, πράγμα που οδηγεί σε νέα δυνατότητα εκμεταλλεύσεως για εκείνον που εμπορεύεται αυτή τη νέα μορφή του αντιγράφου που αρχικά είχε τεθεί στο εμπόριο» (15).

81.      Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επί της ορθότητας της εθνικής νομολογίας. Θα πρέπει απλώς να υποδείξει στο αιτούν δικαστήριο ότι σε εκείνο απόκειται —αφού λάβει υπόψη του την ερμηνεία της οδηγίας στην οποία προέβη το Δικαστήριο καθώς και τα κριτήρια που του παρέχονται προκειμένου να εφαρμόσει την εν λόγω οδηγία στην υπό κρίση διαφορά— να κρίνει εάν η εν λόγω νομολογία συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.

VII – Συμπέρασμα

82.      Βάσει των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα ως εξής:

«1.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, διέπει το ζήτημα εάν το δικαίωμα διανομής του κατόχου δικαιωμάτων δημιουργού μπορεί να ασκηθεί σε περίπτωση αναπαραγωγής έργου προστατευόμενου από δικαιώματα δημιουργού το οποίο πωλήθηκε ή διατέθηκε προς πώληση από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, εφόσον η εν λόγω αναπαραγωγή υπέστη στη συνέχεια μετατροπή ως προς τη μορφή της και διατέθηκε εκ νέου στην αγορά υπό την εν λόγω μορφή.

2.      (α)      Το γεγονός ότι πρόκειται για μετατροπή, όπως αναφέρεται στο ερώτημα 1, έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα εάν εμποδίζεται ή διακόπτεται η ανάλωση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για το δικαίωμα του δημιουργού.

(β)      Σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η μετατροπή που συνίσταται στη χρήση υλικού φορέα της ίδιας φύσεως με αυτής του πρωτότυπου έργου αποκλείει την ανάλωση του δικαιώματος διανομής κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29.

(γ)      Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει εάν, βάσει των ανωτέρω, καθίσταται δυνατή η εφαρμογή του νομολογιακού κριτηρίου που διαμορφώθηκε στο ολλανδικό εθνικό δίκαιο».


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 –      ΕΕ L 167, σ. 10.


3 – Yπεγράφη στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου 1996. Εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 2000 (ΕΕ L 89, σ. 6).


4 – Σύμβαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1886, όπως αναθεωρήθηκε στο Παρίσι στις 24 Ιουλίου 1971 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979.


5 – NJ 1979/412, Poortvliet.


6 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25).


7 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).


8 – Υπόθεση C‑456/06 (EU:C:2008:232, σκέψεις 31 και 34).


9 – Στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Laserdisken (C‑479/04, EU:C:2006:549, σκέψεις 23 έως 25).


10 – Απόφαση Infopaq International (C‑5/08, EU:C:2009:465, σκέψη 27).


11 – Η υπογράμμιση δική μου.


12 – Η υπογράμμιση δική μου.


13 – Υπό την έννοια αυτή απεφάνθη το Δικαστήριο με την απόφαση UsedSoft (C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 60).


14 – Υπόμνημα της Επιτροπής, σημείο 59. Υπογράμμιση στο πρωτότυπο.


15 – Παράγραφος 3.3 της διατάξεως περί παραπομπής.