Language of document : ECLI:EU:C:1998:305

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 18ης Ιουνίου 1998 (1)

«Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου — Νέα έγκριση σχεδίου χωροταξικής αξιοποιήσεως»

Στην υπόθεση C-81/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Nederlandse Raad van State (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Burgemeester en wethouders van Haarlemmerliede en Spaarnwoude κ.λπ.

και

Gedeputeerde Staten van Noord-Holland,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Ragnemalm, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, P. J. G. Kapteyn, J. L. Murrary και Κ. Μ. Ιωάννου (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo


γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

—    οι Burgemeester en wethouders van Haarlemmerliede en Spaarnwoude,

—    oι Burgemeester en wethouders van Amsterdam,

—    οι Schuitemaker κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον L. D. H. Hamer, δικηγόρο Αμστερνταμ,

—    το Gedeputeeerde Staten van Noord-Holland,

—    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. G. Lammers, αναπληρωτή νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

—    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W. Okresek, Ministerialrat στο Γραφείο Πρωθυπουργού,

—    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. van Lier, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον J. Stuyck, δικηγόρο Βρυξελλών,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Burgemeester en wethouders van Amsterdam, εκπροσωπουμένων από τον B. ter Haar, δικηγόρο Αμστερνταμ, των Schuitemaker κ.λπ., εκπροσωπουμένων από τον L. D. H. Hamer, του Gedeputeeerde Staten van Noord-Holland, εκπροσωπουμένου από τον S. E. Bakker, υπάλληλο, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον J. S. van den Oosterkamp, βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους H. van Lier και J. Stuyck, κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 1996, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Μαρτίου 1996, το Nederlandse Raad van State υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40, στο εξής: οδηγία).

2.
    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησαν διάφοροι ενδιαφερόμενοι κατά της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 1993, με την οποία το Περιφερειακό Συμβούλιο της Βόρειας Ολλανδίας ενέκρινε το σχέδιο χωροταξικής αξιοποιήσεως με την ονομασία «Ruigoord 1992», που είχε υιοθετήσει το δημοτικό συμβούλιο του Haarlemmerliede en Spaarnwoude στις 21 Σεπτεμβρίου 1992, κατ' εφαρμογήν του Wet op de Ruimtelijke Ordening (Stbl. 1962, σ. 286, στο εξής: νόμος περί χωροταξίας). Η προσφυγή στηριζόταν στο γεγονός ότι της εγκρίσεως του εν λόγω σχεδίου δεν είχε προηγηθεί εκτίμηση των συνεπειών επί του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις επιταγές της οδηγίας.

3.
    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το σχέδιο Ruigoord 1992 αφορά μια περιοχή εκτάσεως περίπου 6,5 km2, επί της οποίας προβλέπει κυρίως τη δημιουργία ενός βοηθητικού λιμένα και μιας ζώνης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κατά προέκταση της δυτικής περιοχής του λιμένα του Αμστερνταμ που βρίσκεται ανατολικώς της εν λόγω εκτάσεως.

4.
    Οι χωροταξικές αξιοποιήσεις που προβλέπονται απ' αυτό το σχέδιο περιλαμβάνονται ήδη στο σχέδιο χωροταξικής αξιοποιήσεως Landelijk gebied 1968 καθώς και στα περιφερειακά σχέδια Amsterdam-Noordzeekanaalgebied 1979 και Amsterdam-Noordzeekanaalgebied 1987, των οποίων η πραγματαποίηση ουδέποτε υπερέβη το στάδιο της ανυψώσεως με άμμο μέρους της οικείας περιμέτρου στα τέλη της δεκαετίας του '60. Της εγκρίσεως αυτών των σχεδίων δεν είχε προηγηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, κατ' αντιστοιχία προς τις επιταγές της οδηγίας.

5.
    Το σχέδιο χωροταξικής αξιοποιήσεως Ruigoord 1984, που καταρτίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο του Haarlemmerliede en Spaarnwoude στις 25 Σεπτεμβρίου 1984, προέβλεπε τη διάθεση του μεγαλύτερου μέρους της οικείας περιοχής για σκοπούς αναψυχής. Ως προς το μεγαλύτερο μέρος, του σχεδίου αυτού δεν δόθηκε έγκριση, με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 1985 του Περιφερειακού Συμβουλίου της Βόρειας Ολλανδίας. Το σχέδιο χωροταξικής αξιοποιήσεως Ruigoord 1992 σκοπεί στην αντικατάσταση του σχεδίου χωροταξικής αξιοποιήσεως Landelijk gebied 1968.

6.
    H oδηγία, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

7.
    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, νοείται ως σχέδιο «η υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων» και «άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επεμβάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση των πόρων του εδάφους». Σύμφωνα με την ίδια αυτή διάταξη, νοείται ως άδεια «η απόφαση της ή των αρμόδιων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το σχέδιο».

8.
    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια.

Αυτά τα σχέδια καθορίζονται στο άρθρο 4.»

9.
    Από το άρθρο 4 της οδηγίας, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, σημείο 8, προκύπτει ότι πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση τα σχέδια που αφορούν λιμάνια θαλάσσιου εμπορίου, καθώς και πλωτές οδοί και λιμάνια εσωτερικής ναυσιπλοΐας για πλοία με εκτόπισμα μεγαλύτερο των 1 350 τόνων.

10.
    Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την οδηγία εντός τριών ετών από την κοινοποίησή της. Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη στις 3 Ιουλίου 1985, η προθεσμία αυτή έληξε στις 3 Ιουλίου 1988.

11.
    Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ολλανδική έννομη τάξη, μεταξύ άλλων, με τη Besluit milieu-effectrapportage, της 20ής Μαΐου 1987 (απόφαση για την έκθεση περί των επιπτώσεων στο περιβάλλον, Stbl. 1987, σ. 278, στο εξής: απόφαση MER). Στην απόφαση αυτή καθορίζονται τα σχέδια (που αποκαλούνται «δραστηριότητες») για τα οποία απαιτείται περιβαλλοντική μελέτη. Συγκεκριμένα, η κατασκευή μη στρατιωτικού λιμένα για την ποταμοπλοΐα ή τη θαλασσοπλοΐα θεωρείται «δραστηριότητα», όταν πρόκειται για λιμένα που καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε πλοία χωρητικότητας 1 350 τόνων ή και πλέον, οπότε της υιοθετήσεως ενός σχεδίου ή ενός σχεδίου χωροταξικής αξιοποιήσεως με το οποίο προβλέπεται για πρώτη φορά η δυνατότητα κατασκευής ενός τέτοιου λιμένα πρέπει να προηγείται περιβαλλοντική μελέτη.

12.
    Στο άρθρο 9, παράγραφος 2, της αποφάσεως MER προβλέπεται πάντως ότι η σύνταξη εκθέσεως περί των επιπτώσεων στο περιβάλλον δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση κατά την οποία μια «δραστηριότητα» κατά την έννοια της αποφάσεως έχει ήδη περιληφθεί σε υφιστάμενο διαρθρωτικό σχέδιο ή σχέδιο χωροταξικής αξιοποιήσεως ή σε υφιστάμενο σχέδιο χωροταξικού προγραμματισμού.

13.
    Κατά τα άρθρα 10, παράγραφος 1, και 28, παράγραφος 1, του νόμου περί χωροταξίας, τα σχέδια χωροταξικής αξιοποιήσεως υιοθετούνται από τα δημοτικά συμβούλια, ακολούθως δε υπόκεινται στην έγκριση του περιφερειακού συμβουλίου. Το περιφερειακό συμβούλιο μπορεί εξάλλου να υποχρεώσει το δημοτικό συμβούλιο να καταρτίσει ή να αναθεωρήσει ένα σχέδιο χωροταξικής αξιοποιήσεως.

14.
    Το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατ' εφαρμογήν της αποφάσεως MER, η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, η οποία, κατ' αρχήν, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί του επίδικου σχεδίου, δεν ήταν υποχρεωτική, δεδομένου ότι το σχέδιο αυτό είχε ληφθεί από προηγούμενα σχέδια χωροταξικής αξιοποιήσεως.

15.
    Έχοντας αμφιβολίες ως προς το αν συμβιβάζεται η εκτίμηση αυτή με την οδηγία, το Nederlandse Raad van State ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιτρέπεται βάσει της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, η χορήγηση άδειας για ένα από τα σχέδια που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί κατά την κατάρτιση της άδειας αυτής έκθεση περί των επιπτώσεων στο περιβάλλον κατά την έννοια της οδηγίας, όταν η άδεια αφορά σχέδιο για το οποίο είχε ήδη χορηγηθεί άδεια πριν από τις 3 Ιουλίου 1988, της οποίας όμως δεν έγινε χρήση, και κατά την κατάρτισή της είχε πραγματοποιηθεί έκθεση περί των επιπτώσεων στο περιβάλλον σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει εν προκειμένω η οδηγία;»

16.
    Mε το ερώτημα αυτό το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να παρέχει απαλλαγή από τις υποχρεώσεις που αφορούν την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των σχεδίων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, όταν

—    τα σχέδια αυτά έχουν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο άδειας πριν από τις 3 Ιουλίου 1988, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο,

—    δεν προηγήθηκε της αδείας περιβαλλοντική μελέτη κατ' αντιστοιχία προς τις επιταγές της οδηγίας, η δε άδεια δεν χρησιμοποιήθηκε, και

—    έχει κινηθεί επισήμως μια νέα διαδικασία χορηγήσεως αδείας μετά τις 3 Ιουλίου 1988.

17.
    Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η έγκριση ενός σχεδίου χωροταξικής αξιοποιήσεως συνιστά απόφαση που παρέχει έρεισμα στις αρχές να

προχωρήσουν στο στάδιο της εκτελέσεως του σχεδίου. Επομένως, ισοδυναμεί με άδεια κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας. Εφόσον απάλλαξε τις εθνικές αρχές από την υποχρέωση να προβούν σε εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από σχέδια που έπρεπε να υποβληθούν σε μια τέτοια εκτίμηση, η απόφαση MER αντιβαίνει προς την οδηγία και πρέπει να παραμείνει ανεφάρμοστη ως εθνικό νομοθέτημα αντίθετο προς αυτήν.

18.
    Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση και την Επιτροπή, η υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον αφορά μόνο τα σχέδια για τα οποία προβλέπεται η χορήγηση άδειας. Όμως, οι εγκρίσεις των σχεδίων χωροταξικής αξιοποιήσεως δεν περιέχουν κατ' αρχήν καμία διάταξη παρέχουσα σε συγκεκριμένο κύριο του έργου το δικαίωμα να πραγματοποιήσει το οικείο σχέδιο. Δεδομένου ότι οι εγκρίσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άδειες υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν συνεπάγονται την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον.

19.
    Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει, αντιθέτως, ότι, εφόσον το επίδικο σχέδιο έχει ως αντικείμενο την αντικατάσταση του σχεδίου Landelijk gebied 1968, συνιστά απλή προέκταση αυτού του σχεδίου που είχε ήδη εγκριθεί και είχε καταστεί τελεσίδικο. Όμως, μια τέτοια περίπτωση, όπου η άδεια που αφορά σχέδια που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας έχει χορηγηθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά, για όλως τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους, επιβάλλεται η χορήγηση νέας άδειας, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η υποχρέωση πραγματοποιήσεως περιβαλλοντικής μελέτης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας δεν έχει επομένως εφαρμογή.

20.
    Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και βάσει της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως, αν η έγκριση ενός σχεδίου χωροταξικής αξιοποιήσεως συνεπάγεται τη χορήγηση αδείας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, ήτοι απόφαση της αρμόδιας αρχής, παρέχουσα στον κύριο του έργου το δικαίωμα να πραγματοποιήσει το οικείο σχέδιο.

21.
    Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι το εθνικό δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι οι εγκρίσεις των εν λόγω σχεδίων εμπεριέχουν μια τέτοια άδεια.

22.
    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ουδόλως συνάγεται από την οδηγία ότι αυτή μπορεί να ερμηνεύεται ως επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον τα σχέδια των οποίων οι διαδικασίες χορηγήσεως αδείας κινήθηκαν πριν από την ημερομηνία της 3ης Ιουλίου 1988 (απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C-396/92, Bund Naturschutz in Bayern κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-3717, σκέψη 18). Κατά συνέπεια, όσον αφορά τέτοιου είδους σχέδια, πρέπει να τηρείται

η αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, κατά την οποία τα σχέδια που μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον πρέπει να υποβάλλονται σε περιβαλλοντική εκτίμηση.

23.
    Πάντως, δεδομένου ότι η οδηγία δεν προβλέπει μεταβατικό κανόνα όσον αφοράτα σχέδια των οποίων η διαδικασία παροχής αδείας είχε κινηθεί πριν από τις 3 Ιουλίου 1988 και η οποία εξακολουθούσε να υφίσταται μέχρι την ημερομηνία αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προπαρατεθείσα αρχή δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αίτηση για τη χορήγηση αδείας ενός σχεδίου υποβλήθηκε επισήμως πριν από τις 3 Ιουλίου 1988. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι το τυπικό αυτό κριτήριο είναι το μόνο που συμφωνεί με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και μπορεί να προστατεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας (απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, C-431/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-2189, σκέψη 32).

24.
    Η κρισιολογία αυτή οφείλεται στο ότι η οδηγία αφορά κατά το πλείστον σχέδια συγκεκριμένης σπουδαιότητας, των οποίων η πραγματοποίηση απαιτεί πολύ συχνά μακρά χρονική περίοδο. Επομένως, δεν θα ήταν σκόπιμο διαδικασίες, ήδη περίπλοκες επί εθνικού επιπέδου οι οποίες έχουν ήδη κινηθεί πριν από την ημερομηνία λήξεως προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, να επιβαρύνονται και να καθυστερούν συνεπεία ειδικών επιταγών που θέτει η οδηγία και για τον λόγο αυτό να επηρεάζονται δημιουργηθείσες ήδη καταστάσεις.

25.
    Οι εν προκειμένω περιστάσεις δεν αφορούν, εντούτοις, μια διαδικασία χορηγήσεως αδείας αφορώσα ένα σχέδιο που πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση, η οποία κινήθηκε επισήμως πριν από τις 3 Ιουλίου 1988 και εξακολουθούσε να υφίσταται μέχρι την ημερομηνία αυτή. Αντιθέτως, εδώ πρόκειται για αίτηση η οποία υποβλήθηκε μετά τις 3 Ιουλίου 1988 και με την οποία επιδιώκεται η χορήγηση νέας άδειας για ένα σχέδιο του είδους που μνημονεύεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, με το οποίο επαναλαμβάνονται οι χωροταξικές ρυθμίσεις που προβλέπονταν από σχέδιο για το οποίο είχε δοθεί, πολλά έτη, μάλιστα δε δεκαετίες προηγουμένως, άδεια, χωρίς να πραγματοποιηθεί περιβαλλοντική μελέτη κατ' αντιστοιχία προς τις επιταγές της οδηγίας. Πάντως, το στάδιο της πραγματοποιήσεως του εν λόγω σχεδίου, του οποίου κύριος του έργου είναι μια δημόσια αρχή, ουδέποτε πράγματι άρχισε να υλοποιείται.

26.
    Σε μια τέτοια περίπτωση, οι σκέψεις που ώθησαν το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι δεν έχει εφαρμογή η αρχή της περιβαλλοντικής εκτιμήσεως στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας θα ήταν ακόμα λιγότερο επιδεκτικές εφαρμογής εν προκειμένω, καθόσον η νέα διαδικασία χορηγήσεως αδείας υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

27.
    Από τα ανωτέρω έπεται ότι, όταν, όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης, για λόγους συμφυείς προς την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση, έχει κινηθεί επισήμως νέα διαδικασία μετά τις 3 Ιουλίου 1988, η νέα αυτή διαδικασία υπόκειται στις

υποχρεώσεις περιβαλλοντικής εκτιμήσεως που απορρέουν από την οδηγία. Κάθε άλλη λύση θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον ορισμένων σημαντικών σχεδίων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας, και θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο διακυβεύσεως του πρακτικού αποτελέσματος της οδηγίας αυτής.

28.
    Κατά συνέπεια, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις που αφορούν την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, όταν

—    τα σχέδια αυτά είχαν ήδη τύχει αδείας πριν από τις 3 Ιουλίου 1988, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο,

—    δεν είχε προηγηθεί της αδείας περιβαλλοντική μελέτη σε αντιστοιχία προς τις επιταγές της οδηγίας, ούτε δε αυτή χρησιμοποιήθηκε, και

—    μια νέα διαδικασία χορηγήσεως αδείας κινήθηκε επισήμως μετά τις 3 Ιουλίου 1988.

Επί των δικαστικών εξόδων

29.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας το ερώτημα που του υπέβαλε με διάταξη της 12ης Μαρτίου 1996 το Nederlandse Raad van State, αποφαίνεται:

Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις που αφορούν την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, όταν

—    τα σχέδια αυτά είχαν ήδη τύχει αδείας πριν από τις 3 Ιουλίου 1988, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο,

—    δεν είχε προηγηθεί της αδείας περιβαλλοντική μελέτη σε αντιστοιχία προς τις επιταγές της οδηγίας, ούτε δε αυτή χρησιμοποιήθηκε, και

—    μια νέα διαδικασία χορηγήσεως αδείας κινήθηκε επισήμως μετά τις 3 Ιουλίου 1988.

Ragnemalm
Mancini
Kapteyn

Murray

Ιωάννου

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιουνίου 1998.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

R. Grass

H. Ragnemalm


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.