Language of document :

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Πρωτοδικείο Ρεθύμνης (Ελλάδα) στις 17 Αυγούστου 2016 – Ποινική διαδικασία κατά K.

(Υπόθεση C-475/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Αιτούν δικαστήριο

Πρωτοδικείο Ρεθύμνης (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

K.

Προδικαστικά ερωτήματα

Δυνάμει των άρθρων 19 ΣυνθΕΕ και 263, 266, 267 ΣυνθΛΕΕ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (4 παρ. 3 ΣυνθΕΕ) βάσει των οποίων τα κράτη μέλη και οι αρμόδιες αρχές τους υποχρεούνται να λάβουν, όλα τα γενικά και ειδικά μέτρα προκειμένου να θεραπεύσουν την παραβίαση του Ενωσιακού δικαίου, όπως και να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. (πρώην ΔΕΚ), ιδίως προς το κύρος των πράξεων των οργάνων της Ένωσης, οι οποίες έχουν erga omnes ισχύ, υποχρεούνται τα κράτη μέλη να καταργήσουν ή να τροποποιήσουν αναλόγως το νομοθετικό μέτρο με το οποίο έχει ενσωματωθεί μια οδηγία, η οποία έχει ακυρωθεί από το Δ.Ε.Ε. για το λόγο ότι προσκρούει σε (παραβιάζει) διατάξεις των Συνθηκών ή του Χάρτη, ώστε να διασφαλίζουν την εκτέλεση της απόφασης του Δ.Ε.Ε. και έτσι να θεραπεύσουν και να αποτρέψουν για το μέλλον την παραβίαση των Συνθηκών ή του Χάρτη;

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, μπορεί το άρθρο 266 ΣυνθΛΕΕ (πρώην άρθρο 233 ΣΕΚ) να ερμηνευθεί ότι στην έννοια του «οργάνου ή οργανισμού» υπάγεται (κατά διασταλτική ή αναλογική ερμηνεία) και το κράτος μέλος που ενσωμάτωσε στην εθνική του έννομη τάξη μια οδηγία που ακυρώθηκε γιατί παραβιάζει τις Συνθήκες ή τον Χάρτη ή σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή του άρθρου 260 παρ. 1 ΣυνθΛΕΕ;

Εάν η απάντηση στα παραπάνω είναι επί της ουσίας καταφατική, εάν δηλαδή υφίσταται υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν, όλα τα γενικά και ειδικά μέτρα προκειμένου να θεραπεύσουν την παραβίαση του πρωτογενούς Ενωσιακού δικαίου με το να καταργήσουν ή να τροποποιήσουν αναλόγως το νομοθετικό μέτρο με το οποίο έχει ενσωματωθεί μια οδηγία, η οποία έχει ακυρωθεί από το Δ.Ε.Ε., επειδή παραβιάζει τον Χάρτη ή τις Συνθήκες, εκτείνεται η υποχρέωση αυτή στα εθνικά τα δικαστήρια, υπό την έννοια ότι αυτά υποχωρεούνται να μην εφαρμόζουν το νομοθετικό μέτρο με το οποίο έχει ενσωματωθεί η ακυρωθείσα οδηγία, εν προκειμένω, η οδηγία 2006/24/ΕΚ1 , (τουλάχιστον κατά το σκέλος) που παραβιάζει τον Χάρτη ή τις Συνθήκες, και συνακόλουθα να μην λαμβάνουν υπόψη τους τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν βάσει αυτών (οδηγίας και εθνικού μέτρου ενσωμάτωσης);

Η εθνική νομοθεσία που ενσωματώνει την οδηγία 2006/24/ΕΚ, η οποία ακυρώθηκε από το Δικαστήριο της Ε.Ε. στις συνεκδ. υποθέσεις C-293/12 και C-594/12, Digital Rights Ireland Ltd2 , επειδή παραβιάζει τον Χάρτη, εμπίπτει στην εφαρμογή του δικαίου της Ε.Ε., όπως απαιτείται από το άρθρο 51 (1) του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων, εκ του γεγονότος και μόνον ότι η εθνική νομοθεσία ενσωματώνει την οδηγία 2006/24/ΕΚ και μάλιστα ανεξαρτήτως της μετέπειτα ακύρωσης της οδηγίας αυτής από το Δ.Ε.Ε.;

Δεδομένου ότι η οδηγία 2006/24/ΕΚ, η οποία έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο της Ε.Ε., θεσπίστηκε προκειμένου να εφαρμόσει σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ένα εναρμονισμένο πλαίσιο βάσει του άρθρου 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ για τη διατήρηση δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, ώστε να μην δημιουργούνται εμπόδια στην εσωτερική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η εθνική νομοθεσία που ενσωματώνει την οδηγία 2006/24 ΕΚ, βρίσκεται εντός του πλαισίου του άρθρου 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ε.Ε., όπως απαιτείται από το άρθρο 51 (1) του Χάρτη;

Έχοντας υπόψη ότι μια ενδεχόμενη ποινική καταδίκη ενός υπηκόου κράτους μέλους της Ε.Ε., όπως στην παρούσα υπόθεση, θα συνεπάγεται αναπόδραστα περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας που απολαμβάνει από το δίκαιο της Ε.Ε., καίτοι δικαιολογημένους καταρχήν, αυτό αρκεί ως γεγονός ώστε οι σχετικές ποινικές διαδικασίες στο σύνολό τους να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ε.Ε., όπως απαιτείται από το άρθρο 51 (1) του Χάρτη;

Εάν η απάντηση στα ανωτέρω είναι κατ’ ουσίαν ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων είναι εφαρμοστέος, δυνάμει του Άρθρου 51 (1), τότε:

Είναι συμβατό με τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη τα δεδομένα που διατηρούνται βάσει της οδηγίας 2006/24/ΕΚ ή/και του άρθρου 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ να είναι προσβάσιμα και να χρησιμοποιούνται από τις αστυνομικές αρχές κατά τη διάρκεια ποινικών ερευνών σε υποθέσεις κατεπείγοντος χαρακτήρα και, ειδικότερα, στα πλαίσια εγκλημάτων που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω, χωρίς προηγούμενη έγκριση από δικαστικό όργανο [ή ανεξάρτητο διοικητικό όργανο] επί τη βάσει συγκεκριμένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων;

Βάσει των άρθρων 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη, κατά τη διάρκεια ποινικών ερευνών που διεξάγονται από αστυνομικές, ή άλλες μη αμιγώς δικαστικές αρχές, οι οποίες ζητούν να έχουν πρόσβαση και να κάνουν χρήση των δεδομένων που διατηρούνται κατά την οδηγία 2006/24/ΕΚ ή/και το άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, όταν μάλιστα οι έρευνες δεν έχουν σκοπό την πρόληψη, την ανίχνευση και τη δίωξη επακριβώς καθορισμένων εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται από τον εθνικό νομοθέτη ως σοβαρά, η τυχόν συναίνεση του προσώπου στο οποίο αφορούν τα δεδομένα, αίρει την απαίτηση για προηγούμενη έγκριση της πρόσβασης και της χρήσης των δεδομένων αυτών από δικαστήριο [ή ανεξάρτητο διοικητικό όργανο] επί τη βάσει συγκεκριμένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, ενόψει μάλιστα του ότι τα ζητούμενα δεδομένα αναπόφευκτα περιλαμβάνουν και δεδομένα κάποιου τρίτου προσώπου (λ.χ. καλών-καλούμενος);

Η εισαγγελική άδεια και μόνο για την πρόσβαση και χρήση των δεδομένων που διατηρούνται βάσει της οδηγίας 2006/24/ΕΚ ή/και του άρθρου 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ κατά τη διάρκεια ποινικών ερευνών, συμβαδίζει με τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη, όταν δίνεται χωρίς προηγούμενη έγκριση από δικαστήριο [ή ανεξάρτητο διοικητικό όργανο] που χορηγείται επί τη βάσει συγκεκριμένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, όταν μάλιστα οι έρευνες δεν έχουν σκοπό την πρόληψη, την ανίχνευση και τη δίωξη επακριβώς καθορισμένων εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται από τον εθνικό νομοθέτη ως σοβαρά;

Έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδ. υποθέσεις C-293/12 και C-594/12 (σκέψεις 60-61) και τον όρο «σοβαρά ποινικά αδικήματα» που περιέχεται στο άρθρο 1 παρ. 1 της οδηγίας 2006/24/ΕΚ, αποτελεί ο όρος μια αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ε.Ε. και, εάν ναι, ποιο είναι το ουσιαστικό του περιεχόμενο βάσει του οποίου ένα συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αρκετά σοβαρό, ώστε να δικαιολογεί την πρόσβαση και τη χρήση των δεδομένων που διατηρούνται βάσει της οδηγίας 2006/24/ΕΚ;

Έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδ. υποθέσεις C-293/12 και C-594/12, Digital Rights Ireland Ltd, (σκέψεις 60-61) και ανεξαρτήτως της αυτόνομης φύσης ή μη, του όρου «σοβαρά ποινικά αδικήματα» στο άρθρο 1 παρ.1 της οδηγίας 2006/24/ΕΚ, τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη διαγράφουν γενικά κριτήρια βάσει των οποίων ένα συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αρκετά σοβαρό, ώστε να δικαιολογεί την πρόσβαση και τη χρήση των δεδομένων που διατηρούνται βάσει της οδηγίας 2006/24/ΕΚ ή/και του άρθρου 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, και, εάν ναι, ποια είναι αυτά τα κριτήρια;

Εάν η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση είναι ουσιαστικά θετική, θα πρέπει τότε αυτός ο έλεγχος της αναλογικότητας, τελικά, να συνίσταται σε μια εκτίμηση των χαρακτηριστικών του διερευνώμενου αδικήματος, α) από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστικώς ή β) από το εθνικό δικαστήριο, βάσει των γενικών κριτηρίων που ορίζονται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, του Δ.Ε.Ε. στις συνεκδ. υποθέσεις C-293/12 και C-594/12, Digital Rights Ireland Ltd (σκέψεις 58-68 και διατακτικό), συμβαδίζουν με τα άρθρα 7, 8, και 52 παρ. 1 του Χάρτη η πρόσβαση και η χρήση των διατηρούμενων δεδομένων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας βάσει ενός γενικού καθεστώτος διατήρησης δεδομένων που θεσπίσθηκε κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2006/24/ΕΚ, ή/και του άρθρου 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις των σκέψεων 60, 61, 62, 67, 68 της παραπάνω απόφασης, αλλά όχι τις προϋποθέσεις των σκέψεων 58, 59, 63 και 64 της ίδιας;

[Όταν δηλαδή το καθεστώς διακράτησης, αφενός μεν, απαιτεί προηγούμενη έγκριση από το δικαστήριο επί τη βάσει συγκεκριμένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και, ειδικότερα, με σκοπό την πρόληψη, την ανίχνευση και τη δίωξη επακριβώς καθορισμένων εγκλημάτων που περιέχονται σε λίστα που καταρτίζεται από τον εθνικό νομοθέτη και χαρακτηρίζονται από αυτόν ως σοβαρά, και εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων που διατηρούνται από τον κίνδυνο κατάχρησης και ενάντια σε οποιαδήποτε παράνομη πρόσβαση και χρήση τους, βλ. σκέψεις 60, 61, 62, 67, 68 της παραπάνω απόφασης, αφετέρου δε, επιτρέπει την διακράτηση δεδομένων α) αδιακρίτως, για το σύνολο των προσώπων που κάνουν χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς προηγούμενα στοιχεία που δείχνουν ότι το πρόσωπο (κατηγορούμενος ή ύποπτος) του οποίου τα διατηρούμενα δεδομένα ζητούνται θα μπορούσε να είχε σχέση, έστω και απομακρυσμένη, με σοβαρό έγκλημα, πριν από το περιστατικό με την επέλευση του οποίου τα στοιχεία αναζητήθηκαν από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας, β) χωρίς τα αιτούμενα δεδομένα να αφορούν πριν από την επέλευση του διερευνώμενου συμβάντος (i) σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή / και μια συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη ή / και σε έναν κύκλο συγκεκριμένων προσώπων που ενδέχεται να συμμετέχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε ένα σοβαρό έγκλημα, ή (ii) πρόσωπα που θα μπορούσαν, για άλλους λόγους, να συμβάλουν, με τη διατήρηση ων δεδομένων τους, στην πρόληψη, την ανίχνευση ή τη δίωξη σοβαρών αδικημάτων, γ) στη βάση μιας χρονικής περιόδου (12μηνες εν προκειμένου) που καθορίζεται χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των κατηγοριών των δεδομένων που ορίζονται στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, βάσει της πιθανής χρησιμότητάς τους για τους σκοπούς του επιδιωκόμενου σκοπού ή σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, βλ. σκέψεις 58, 59, 63 και 64 της παραπάνω απόφασης.]

Εάν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι επί της ουσίας ότι η πρόσβαση και η χρήση αυτών των δεδομένων δε συμβαδίζει με τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη, πρέπει τότε το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει το εθνικό μέτρο ενσωμάτωσης της ακυρωθείσας από το Δ.Ε.Ε. οδηγίας 2006/24/ΕΚ ή αυτό που στηρίζεται στο άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ ως αντίθετο με τον Χάρτη και έτσι να μην λάβει υπόψη του τα δεδομένα που διατηρούνται και έχουν αποκτηθεί βάση αυτών;

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/24/ΕΚ, και, ειδικότερα, την έκτη αιτιολογική της σκέψη ότι «νομικές… διαφορές μεταξύ των εθνικών διατάξεων σχετικά με τη διατήρηση δεδομένων για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων δημιουργούν εμπόδια στην εσωτερική αγορά» και τον σκοπό της στο άρθρο 1 παρ. 1 που είναι η «εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών», τις υπόλοιπες αιτιολογικές της σκέψεις, ιδίως τις παραπάνω (στοιχ. 3, 4, 5, 11, 21), και την απόφαση του ΔΕΕ της 10ης Φεβρουαρίου 2009, στην υπ. C-301/06, Ιρλανδία κατά Ευρ. Κοιν. και Συμβουλίου της Ε.Ε., Συλλογή 2009 Ι-00593 (ιδίως σκέψεις 70-72), συνιστά ένα εμπόδιο στην εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς η διατήρηση του νόμου που ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2006/24/ΕΚ, ακόμη και μετά την ακύρωση της από το Δ.Ε.Ε., στο βαθμό που κάποιο νεότερο μέτρο του δικαίου της Ε.Ε. για την εναρμόνιση του σχετικού πεδίου δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ;

Ειδικότερα η διατήρηση του νόμου που ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2006/24/ΕΚ, ακόμη και μετά την ακύρωσή της από το Δ.Ε.Ε., ή ο εθνικός νόμος που προβλέπεται στο άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, συνιστά ένα εμπόδιο στην εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, για τους λόγους ότι, σωρευτικά ή διαζευκτικά:

α) η σχετική εθνική νομοθεσία ορίζει αντικειμενικά κριτήρια και ουσιαστικές προϋποθέσεις επί τη βάσει των οποίων οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουν τα διατηρούμενα δεδομένα κίνησης και θέσης κλπ, για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, τα οποία όμως κριτήρια και προϋποθέσεις αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη λίστα εγκληματικών δραστηριοτήτων που συντάσσεται από τον εθνικό νομοθέτη κατά τη διακριτική του ευχέρεια και δεν είναι εναρμονισμένη στο επίπεδο της Ε.Ε.,

β) η σχετική εθνική νομοθεσία για την προστασία και ασφάλεια των δεδομένων που διατηρούνται ορίζει τεχνικές προϋποθέσεις και όρους, τα οποία όμως όροι και προϋποθέσεις δεν έχουν εναρμονιστεί στο επίπεδο της Ε.Ε.;

Εάν η απάντηση σε τουλάχιστον ένα από τα παραπάνω είναι καταφατική, πρέπει το εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με το δίκαιο της Ε.Ε. να μην εφαρμόσει το εθνικό μέτρο ενσωμάτωσης της ακυρωθείσας από το Δ.Ε.Ε. οδηγίας 2006/24/ΕΚ ως αντίθετο προς την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και συνακόλουθα να μην λάβει υπόψη του τα δεδομένα που διατηρούνται και στα οποία αποκτάται πρόσβαση με βάση την οδηγία 2006/24/ΕΚ ή την εθνική νομοθεσία κατά το άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ:

____________

1 Oδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006 , για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006 L 105, σ. 54).

2 EU:C:2014:238