Language of document : ECLI:EU:C:1999:431

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (1)

«Περιβάλλον — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων — Καθορισμός των κατωτάτων ορίων»

Στην υπόθεση C-392/96,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Richard B. Wainwright, κύριο νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπουμένης από τον Michael A. Buckley, Chief State Solicitor, επικουρούμενο από τον Philip O'Sullivan, SC, και τη Niamh Hyland, BL, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιρλανδίας, 28, route d'Arlon,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο

περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή και, ειδικότερα, από το άρθρο 12 αυτής και από τη Συνθήκη ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, D. A. O. Edward και L. Sevón (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola


γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, κατά την οποία η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον Richard B. Wainwright και η Ιρλανδική Κυβέρνηση από τον James Connolly, SC, και τη Niamh Hyland,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Δεκεμβρίου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40, στο εξής: οδηγία), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή και, ειδικότερα, από το άρθρο 12 αυτής και από τη Συνθήκη ΕΚ.

2.
    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι προέβη σε μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του παραρτήματος ΙΙ, σημεία 1, στοιχεία β´ και δ´, και 2, στοιχείο α´, καθώς και των άρθρων 2, παράγραφος 3, 5 και 7 της οδηγίας.

3.
    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας προσδιορίζει τις κατηγορίες των σχεδίων που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο μελέτης:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια.

Τα σχέδια αυτά καθορίζονται στο άρθρο 4.»

4.
    Ορισμένα σχέδια πρέπει να αποτελούν πάντοτε αντικείμενο εκτιμήσεως. Περιγράφονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας.

5.
    Όσον αφορά τις λοιπές κατηγορίες σχεδίων, το άρθρο 4, παράγραφος 2, προβλέπει τα εξής:

«Τα σχέδια τα οποία υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ υποβάλλονται σε εκτίμηση, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, όταν τα κράτη μέλη κρίνουν ότι το απαιτούν τα χαρακτηριστικά τους.

Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν ιδίως να συγκεκριμενοποιούν ορισμένους τύπους σχεδίων προς εκτίμηση ή να καθορίζουν τα κριτήρια ή/και τα κατώφλια που πρέπει να επιλεγούν προκειμένου να μπορεί να καθοριστεί ποια από τα σχέδια που υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.»

6.
    Το παράρτημα ΙΙ απαριθμεί ορισμένα σχέδια, μεταξύ των οποίων τα ακόλουθα:

«1.    Γεωργία

(...)

β)    Σχέδια χρησιμοποίησης χέρσων γαιών ή ημιφυσικών εκτάσεων προς εντατική γεωργική εκμετάλλευση

(...)

δ)    Δενδροφυτεύσεις για δημιουργία δασών που μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικές, από οικολογική άποψη, μεταβολές και εκχερσώσεις με σκοπό μια άλλη μορφή εκμετάλλευσης του εδάφους

(...)

2.    Εξορυκτικές βιομηχανίες

α)    Εξόρυξη τύρφης

(...).»

7.
    Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, ένα ειδικό σχέδιο από τις διατάξεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη:

α)    εξετάζουν αν ενδείκνυται άλλη μορφή εκτίμησης, αν είναι σκόπιμο, να τίθενται στη διάθεση του κοινού οι πληροφορίες που συλλέγονται κατ' αυτό τον τρόπο·

β)    θέτουν στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού τις πληροφορίες σχετικά με την εξαίρεση αυτή και τους λόγους για τους οποίους παρέχεται·

γ)    ενημερώνουν την Επιτροπή, πριν από την παροχή της άδειας, για τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν την παρεχόμενη εξαίρεση και της δίνουν τις πληροφορίες τις οποίες, ενδεχομένως, θέτουν στη διάθεση των δικών τους υπηκόων.

Η Επιτροπή διαβιβάζει αμέσως τα έγγραφα που λαμβάνει στα άλλα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή κάνει κάθε χρόνο απολογισμό της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου στο Συμβούλιο.»

8.
    Το άρθρο 3 της οδηγίας προβλέπει ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον εντοπίζει, περιγράφει και αξιολογεί τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός σχεδίου, μεταξύ άλλων, στον άνθρωπο, στην πανίδα και στη χλωρίδα, στο έδαφος, στα ύδατα, στον αέρα, στο κλίμα και στο τοπίο, καθώς και στα υλικά αγαθά και στην πολιτιστική κληρονομιά.

9.
    Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.    Στην περίπτωση των σχεδίων που, κατ' εφαρμογή του άρθρου 4, πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο κύριος του έργου να παρέχει, υπό την κατάλληλη μορφή, τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ, στο μέτρο που:

α)    τα κράτη μέλη κρίνουν ότι οι πληροφορίες αυτές ανταποκρίνονται σε ένα δεδομένο στάδιο της διαδικασίας για άδεια και στα ειδικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου σχεδίου ή ενός τύπου σχεδίου και των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν·

β)    τα κράτη μέλη κρίνουν ότι μπορούν εύλογα να απαιτήσουν από τον κύριο του έργου να συλλέξει τα στοιχεία, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τις υπάρχουσες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης.

2.    Οι πληροφορίες τις οποίες παρέχει ο κύριος του έργου, σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

—    περιγραφή του σχεδίου ως προς τη θέση, τον σχεδιασμό και το μέγεθός του,

—    περιγραφή των μέτρων που μελετώνται προκειμένου να αποφευχθούν, να μειωθούν και, αν είναι δυνατό, να αντιμετωπισθούν οι σημαντικότερες δυσμενείς επιπτώσεις,

—    τα απαραίτητα στοιχεία για την εξακρίβωση και την εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που το σχέδιο προβλέπεται ότι θα έχει στο περιβάλλον,

—    μία μη τεχνική περίληψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση.

3.    Τα κράτη μέλη μεριμνούν, όταν το κρίνουν απαραίτητο, ώστε οι αρχές να παρέχουν, στον κύριο του έργου, τις κατάλληλες πληροφορίες που διαθέτουν.»

10.
    Το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα σχέδιο μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, ή αν το ζητήσει ένα κράτος μέλος που μπορεί να υποστεί σημαντικές επιπτώσεις, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί το σχέδιο, διαβιβάζει στο άλλο κράτος μέλος τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί δυνάμει του άρθρου 5 την ίδια στιγμή που τις θέτει στη διάθεση των δικών του υπηκόων. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμεύουν ως βάση όλων των αναγκαίων διαβουλεύσεων στα πλαίσια των διμερών σχέσεων των δύο κρατών μελών σε βάση αμοιβαιότητας και ισοδυναμίας.»

11.
    Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτήν εντός προθεσμίας τριών ετών από της κοινοποιήσεώς της. Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στις 3 Ιουλίου 1985, η προθεσμία αυτή έληξε στις 3 Ιουλίου 1988.

12.
    Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η Ιρλανδία δεν είχε μεταφέρει ορθά στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία, απέστειλε στις 13 Οκτωβρίου 1989 ένα πρώτο έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο προσήψε την ανεπαρκή μεταφορά των άρθρων 2 και 4 της οδηγίας, όσον αφορά τα σχέδια που διαλαμβάνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, καθώς και τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 5 έως 9.

13.
    Σε απάντηση στο εν λόγω έγγραφο οχλήσεως, η Ιρλανδία κοινοποίησε δύο νομοθετικές πράξεις:

—    την S.I. αριθ. 349 του 1989, European Communities (Environmental Impact Assessment) Regulations (στο εξής: S.I. αριθ. 349), και

—    την S.I. αριθ. 25 του 1990, Local Government (Planning and Development) Regulations (στο εξής: S.I. αριθ. 25).

14.
    Θεωρώντας ωστόσο ότι η νέα αυτή νομοθεσία εξακολουθούσε να μη διασφαλίζει την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιρλανδία, στις 7 Νοεμβρίου 1991, νέο έγγραφο οχλήσεως.

15.
    Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 1992, η Ιρλανδία απάντησε ότι οι διατάξεις της οδηγίας τηρούνταν στην πράξη.

16.
    Στις 28 Απριλίου 1993, η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση αυτή, απηύθυνε στην Ιρλανδία αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία της προσήψε, μεταξύ άλλων,

—    ότι δεν μετέφερε δεόντως στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθώς και το παράρτημά της ΙΙ,

—    ότι δεν προέβλεψε ορθώς τις απαλλαγές του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας,

—    ότι δεν όρισε δεόντως τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας,

—    ότι δεν όρισε δεόντως τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας.

17.
    Η Ιρλανδία, με έγγραφο της 20ής Αυγούστου 1993, αμφισβήτησε ορισμένες από τις κατ' αυτής αιτιάσεις. Εν συνεχεία, με έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 1994, κοινοποίησε τις Local Government (Planning and development) Regulations 1994 και, τέλος, με έγγραφο της 7ης Μαΐου 1996, την S.I. αριθ. 101 του 1996, European Communities (Environmental Impact Assessment) (Amendment) Regulations 1996 (στο εξής: S.I. αριθ. 101).

18.
    Περαιτέρω, αντηλλάγησαν πολλές επιστολές μετά την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης, όσον αφορά καταγγελίες σχετικές με επίμαχες στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής κατηγορίες σχεδίων, ήτοι την καταγγελία αριθ. Ρ 95/4724, αφορώσα ιδίως τη δενδροφύτευση στο Pettigo Plateau, και την καταγγελία αριθ. Ρ 95/4219, σχετικά με την εξόρυξη τύρφης, κυρίως στην τοποθεσία Clonfinane Bog.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του παραρτήματος ΙΙ, σημεία 1, στοιχεία β´ και δ´, και 2, στοιχείο α´, της οδηγίας

19.
    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι μετέφερε εσφαλμένα στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθορίζοντας απόλυτα κατώτατα όρια για τις κατηγορίες σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημεία 1, στοιχείο β´ (χρησιμοποίηση χέρσων γαιών ή ημιφυσικών εκτάσεων προς εντατική γεωργική εκμετάλλευση), και δ´ (δενδροφυτεύσεις για δημιουργία δασών/εκχερσώσεις) και 2, στοιχείο α´ (εξόρυξη τύρφης). Ο απόλυτος χαρακτήρας των κατωτάτων ορίων δεν επιτρέπει τη διασφάλιση ότι κάθε σχέδιο που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον θα υποβάλλεται σε μελέτη επιπτώσεων, καθόσον θα αρκούσε να μην υπερβαίνει το κατώτατο όριο για να μην υποβληθεί σε μελέτη επιπτώσεων, ανεξάρτητα από τα λοιπά χαρακτηριστικά του. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας όμως επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός σχεδίου και όχι μόνον ο παράγοντας του μεγέθους ή της παραγωγικής ικανότητας. Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 1, αναφέρεται επίσης στη φύση και στη θέση του σχεδίου ως στοιχείων εκτιμήσεως του ενδεχομένου σημαντικών επιπτώσεων του σχεδίου αυτού στο περιβάλλον. Η ανάλυση αυτή συνάδει με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1996, C-133/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. Ι-2323), και της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-5403).

20.
    Κατά την Επιτροπή, τα σχέδια που δεν υπερβαίνουν τα καθορισθέντα κατώτατα όρια μπορούν ωστόσο να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Δύο παράγοντες είναι συναφώς σημαντικοί.

21.
    Ο πρώτος παράγοντας είναι ότι ορισμένες τοποθεσίες ιδιαίτερα ευαίσθητες ή σημαντικής αξίας μπορούν να καταστραφούν από σχέδια που δεν υπερβαίνουν τα καθορισθέντα κατώτατα όρια. Τούτο συμβαίνει όσον αφορά τις ζώνες που χαρακτηρίζονται πολύτιμες και σημαντικές για τη διατήρηση της φύσης, καθώς και τις ζώνες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχαιολογικό ή γεωμορφολογικό ενδιαφέρον.

22.
    Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι η νομοθεσία δεν λαμβάνει υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων. Έτσι, διάφορα χωριστά σχέδια, κανένα από τα οποία δεν υπερβαίνει το καθορισθέν κατώτατο όριο και συνεπώς δεν απαιτεί μελέτη επιπτώσεων, μπορούν ομού να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

23.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο καθορισμός απόλυτων κατωτάτων ορίων για τις κατηγορίες σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημεία 1, στοιχείο β´ (χρησιμοποίηση χέρσων γαιών ή ημιφυσικών εκτάσεων προς εντατική γεωργική εκμετάλλευση), και δ´ (δενδροφυτεύσεις για δημιουργία δασών/εκχερσώσεις), και 2, στοιχείο α´ (εξόρυξη τύρφης), συνιστά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, λόγω της υπάρξεως του ενός ή/και του άλλου παράγοντα. Η Επιτροπή παρουσιάζει ορισμένα παραδείγματα σχεδίων που μπορούν να έχουν ή που είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, αλλά τα οποία δεν

αποτέλεσαν αντικείμενο καμιάς μελέτης επιπτώσεων λόγω του απόλυτου χαρακτήρα των κατωτάτων ορίων.

24.
    Όσον αφορά τα σχέδια χρησιμοποίησης χέρσων γαιών ή ημιφυσικών εκτάσεων προς εντατική γεωργική εκμετάλλευση, που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο β´, της οδηγίας, η Επιτροπή αμφισβητεί το κατώτατο όριο των 100 εκταρίων που καθορίζονται στο άρθρο 24 της S.I. αριθ. 349 και στην παράγραφο 1(a) του τμήματος ΙΙ του παραρτήματός της Ι, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του ιρλανδικού νόμου περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας. Η Επιτροπή διαπιστώνει συναφώς ότι 60 000 εκτάρια ημιφυσικών γαιών, κειμένων στη δυτική Ιρλανδία, χρησιμοποιήθηκαν για εντατική βοσκή προβάτων και υπέστησαν σοβαρές φθορές. Κατά την Επιτροπή, η αύξηση του αριθμού των προβάτων έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης επιπτώσεων, καθόσον ο εντατικός χαρακτήρας της εκμεταλλεύσεως μπορεί να καθοριστεί με αναφορά στο κριτήριο του βάρους του ποιμνίου ανά εκτάριο. Περαιτέρω, η οδηγία περιέχει ευρύ ορισμό του όρου «σχέδιο», ο οποίος καλύπτει επίσης μια «παρέμβαση» αφορώσα έναν ανοιχτό χώρο όπως ο χώρος βοσκής προβάτων. Το εν λόγω είδος σχεδίου έχει σημαντικά αποτελέσματα στο περιβάλλον, καθόσον συνεπάγεται αλλοίωση των χέρσων γαιών ή των ημιφυσικών εκτάσεων από την υπερεκμετάλλευση των βοσκοτόπων που επιφέρουν φθορά και διάβρωση του εδάφους.

25.
    Όσον αφορά τις δενδροφυτεύσεις για δημιουργία δασών που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο δ´, της οδηγίας, η Επιτροπή αμφισβητεί ιδίως το κατώτατο όριο των 70 εκταρίων, που καθορίζεται στην S.I. αριθ. 101. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρέπει να πραγματοποιείται μελέτη επιπτώσεων, στην περίπτωση δενδροφυτεύσεων για δημιουργία δασών, μόνον όταν η οικεία ζώνη, θεωρούμενη ατομικώς ή σε συνδυασμό με άλλη εφαπτόμενη ζώνη φυτευμένη από τον αιτούντα ή εξ ονόματος του αιτούντος κατά τα τρία προηγούμενα έτη, αντιπροσωπεύει συνολική φυτευμένη επιφάνεια μεγαλύτερη των 70 εκταρίων.

26.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα σχέδια δενδροφύτευσης μπορούν να έχουν σημαντική επίπτωση στο περιβάλλον, ακόμη και όταν είναι κάτω από το όριο των 70 εκταρίων.

27.
    Η Επιτροπή προβάλλει συναφώς την οξίνιση και τον ευτροφισμό των υδάτων που προκαλεί η δενδροφύτευση. Παραπέμπει στην έκθεση The trophic status of Lough Conn, An investigation into the causes of recent accelerated eutrophication (McGarrigle and others on behalf of the Lough Conn Committee, published by Mayo County Council in association with Environmental Protection Agency, Central Fisheries Board, North Western Fisheries Board, Teagasc, Bord na Mona, Department of Agriculture and Department of Marine, December 1993), καθώς και στην έκθεση A Study of the Effects of Stream Hydrology and Water Quality in Forested Catchments on Fish and Invertebrates (γνωστή ως «Aquafor report»).

28.
    Η Επιτροπή τονίζει, περαιτέρω, ότι η ιρλανδική νομοθεσία δεν έλαβε υπόψη τις σημαντικές επιπτώσεις που μπορούν να έχουν στο περιβάλλον τα σχέδια δενδροφύτευσης στις περιοχές επιφανειακών ενεργών τυρφώνων. Η δενδροφύτευση όμως, καθόσον συνεπάγεται όργωμα, αποστράγγιση, χρησιμοποίηση λιπασμάτων και ριζική αλλαγή της βλάστησης, μετασχηματίζει τόσο εκ βάθρων το οικοσύστημα των τυρφώνων ώστε στην πραγματικότητα το καταστρέφει. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στη δημοσίευση Birds, bogs and forestry, The peatlands of Caithness and Sutherland (Strout, Reeds and others, Nature Conservancy Council, UK), που αναλύει τα αποτελέσματα της δενδροφύτευσης στους επιφανειακούς τυρφώνες.

29.
    Η Επιτροπή παραθέτει ως παράδειγμα τις δενδροφυτεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στις Dunragh Loughs και στο Pettigo Plateau, στις οποίες επεσύρθη η προσοχή της με την καταγγελία Ρ 95/4724. Οι τοποθεσίες αυτές περιλαμβάνονται στον κατάλογο των περιοχών που ανήκουν στη φυσική κληρονομιά [Natural Heritage Areas (στο εξής: ΝΗΑ)] που καταρτίστηκε από τις ιρλανδικές αρχές. Το Pettigo Plateau, ιδίως, είναι ένας ευρύς άθικτος επιφανειακός τυρφώνας (περίπου 2 097 εκτάρια), μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος, και αποτελεί μια από τις τοποθεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως που συνήφθη στις 28 Δεκεμβρίου 1995 μεταξύ της Επιτροπής και της National Parks and Wildlife Service, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1973/92 του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, περί δημιουργίας χρηματοδοτικού οργάνου για το περιβάλλον (Life) (EE L 206, σ. 1). Μέρος του οροπεδίου (619,2 εκτάρια) χαρακτηρίστηκε πράσινη ζώνη ειδικής προστασίας με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202). Πρόκειται επιπλέον για μια μεθοριακή τοποθεσία, υπό την έννοια ότι το οροπέδιο φθάνει μέχρι την κομητεία του Fermanagh στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο προτείνει να χαρακτηριστεί το τμήμα του οροπεδίου που βρίσκεται στο έδαφός του ως ζώνη ειδικής προστασίας, βάσει της οδηγίας 79/409, και ως ειδική ζώνη διατηρήσεως, βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7). Το τμήμα του οροπεδίου που κείται στο Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύει να θιγεί από τις σημαντικές επιπτώσεις των σχεδίων δενδροφύτευσης στο περιβάλλον, διότι οι εργασίες φυτεύσεως μπορούν να έχουν ολέθρια αποτελέσματα στην υδρολογία των τυρφώνων και στις δύο πλευρές των συνόρων. Παρά το ενδιαφέρον της ζώνης αυτής, πραγματοποιήθηκαν φυτεύσεις, μερικές από τις οποίες είχαν επιδοτηθεί και καμία από τις οποίες δεν υπερέβαινε το καθορισθέν κατώτατο όριο.

30.
    Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η S.I. αριθ. 101 αποτελεί βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη νομοθεσία, καθόσον χαμήλωσε το κατώτατο όριο από 200 εκτάρια σε 70 εκτάρια. Ωστόσο, η προστασία παραμένει ανεπαρκής επειδή, κατ' αρχήν, το σύνολο μιας ζώνης προτεινόμενης ως ΝΗΑ θα μπορεί να δενδροφυτευθεί χωρίς να απαιτείται μελέτη επιπτώσεων, αν οι δενδροφυτεύσεις πραγματοποιούνται από διαφορετικούς κυρίους των έργων και δεν υπερβαίνουν,

αντιστοίχως, το όριο των 70 εκταρίων σε τρία έτη. Το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη από την ιρλανδική νομοθεσία.

31.
    Όσον αφορά τις εκχερσώσεις με τις οποίες επιδιώκεται ο μετασχηματισμός του εδάφους προκειμένου να γίνει ένα άλλο είδος εκμεταλλεύσεως και οι οποίες διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο δ´, της οδηγίας, η Επιτροπή αμφισβητεί το κατώτατο όριο των 100 εκταρίων που καθόρισε η ιρλανδική νομοθεσία [άρθρο 24 της S.I. αριθ. 349 και παράγραφος 2(c)(ii) του τμήματος ΙΙ του παραρτήματός της Ι, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του ιρλανδικού νόμου περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας· το όριο αυτό διατηρείται στον πλέον πρόσφατο νόμο, την S.I. αριθ. 101].

32.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι η ιρλανδική νομοθεσία δεν διασφαλίζει την προηγούμενη εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, όσον αφορά τα σχέδια εκχερσώσεως που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση μελέτης επιπτώσεων λόγω του μεγέθους τους, αλλά τα οποία, θεωρούμενα ως σύνολο, μπορούν ωστόσο να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

33.
    Η Επιτροπή αναφέρει συναφώς τις εκχερσώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή των Burren, μια ευρεία έκταση γυμνών ασβεστολιθικών βράχων στην κομητεία του Clare, εξαιρετικού ενδιαφέροντος όσον αφορά την πανίδα, τη χλωρίδα και τα φυσικά τοπία, και πλούσια σε αρχαιολογικά ευρήματα. Τα σωρευτικά αποτελέσματα των εκχερσώσεων αυτών συνήγειραν το Heritage Council και από μια έκθεση του 1996 που συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεώς του και τιτλοφορείται «A survey of recent reclamation in the Burren» προκύπτει ότι υπάρχουν 59 «νέες» θέσεις εκχερσώσεως στη ζώνη αυτή, 31 από τις οποίες βρίσκονται σε ζώνες προτεινόμενες ως ΝΗΑ, σε μια συνολική έκταση 256 εκταρίων. Οι παρεμβάσεις συνεπάγονται την ισοπέδωση ασβεστολιθικών βράχων με μπουλντόζα, την εκθάμνωση (οι θάμνοι λεπτοκαρυάς είναι χαρακτηριστικοί του οικοτόπου αυτού), τη σπορά και τη βελτίωση των εκχερσωμένων εδαφών. Η έκθεση τονίζει επίσης την απώλεια πολλών ιστορικών και αρχαιολογικών ευρημάτων, όπως τα ιερά πηγάδια και τα αρχαία συστήματα εκμεταλλεύσεως των εδαφών.

34.
    Όσον αφορά τέλος τα σχέδια εξόρυξης τύρφης, που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 2, στοιχείο α´, της οδηγίας, η Επιτροπή αμφισβητεί το κατώτατο όριο των 50 εκταρίων που καθορίζεται στο άρθρο 24 της S.I. αριθ. 349 και στην παράγραφο 2(a) του τμήματος ΙΙ του παραρτήματός της Ι, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του ιρλανδικού νόμου περί μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

35.
    Η Επιτροπή εκθέτει ότι η εξόρυξη λάσπης συνεπάγεται την αποστράγγιση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποξήρανση των φυτών που σχηματίζουν την τύρφη. Η βλάστηση αλλάζει και μετασχηματίζεται από βλάστηση στην οποία κυριαρχούν τα σφάγνα και τα βρύα σε βλάστηση όπου κυριαρχούν τα είδη ξηράς τύρφης, προτού ο τυρφώνας καλυφθεί από δένδρα. Το χαμήλωμα του επιπέδου

του υδροφόρου ορίζοντα προκαλεί μείωση του όγκου της τύρφης, η κλίση της οποίας αυξάνει τη ροή των υδάτων, πράγμα το οποίο επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το φαινόμενο της αποξήρανσης. Η εξόρυξη τύρφης έχει συνεπώς σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

36.
    Η Επιτροπή αναφέρει το παράδειγμα του Ballyduff-Clonfinane Bog, στην κομητεία του Tipperary, που εξέτασε ειδικότερα κατόπιν της καταγγελίας αριθ. Ρ 95/4219. Η τοποθεσία αυτή, 312 εκταρίων περίπου, περιλαμβάνει δύο τυρφώνες, τον Ballyduff και τον Clonfinane (187 εκτάρια). Μετά από μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τη National Parks and Wildlife Service το 1983, χαρακτηρίστηκε ως ζώνη επιστημονικού ενδιαφέροντος (Area of Scientific Interest ή ASI). Σύμφωνα με έκθεση που προετοιμάστηκε το 1990 για το ιρλανδικό Υπουργείο Οικονομικών, έπρεπε να συμπεριληφθεί σε δίκτυο περιοχών οικολογικής προστασίας με κυρτούς τυρφώνες. Το 1995 προτάθηκε ως ΝΗΑ. Η τοποθεσία συμπεριλαμβανόταν επίσης μεταξύ εκείνων που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως που συνήφθη στις 28 Δεκεμβρίου 1995 μεταξύ της Επιτροπής και της National Parks and Wildlife Service σύμφωνα με τον κανονισμό 1973/92. Έτυχε επιπλέον μιας αποφάσεως της Επιτροπής C(96) 2113, της 29ης Ιουλίου 1996, περί του ταμείου συνοχής, με την οποία εγκρίθηκε η χορήγηση ποσού 344 000 ECU για τη διατήρηση των τυρφώνων. Παρ' όλ' αυτά, το 1994 ξεκίνησε ένα σχέδιο εξαγωγής τύρφης στο Clonfinane, χωρίς να απαιτηθεί μελέτη επιπτώσεων, διότι η ζώνη που κάλυπτε το σχέδιο ήταν μικρότερη του ορίου των 50 εκταρίων. Όταν το 1996 τέθηκε το ζήτημα αν χρειαζόταν μελέτη επιπτώσεων, το σχέδιο κάλυπτε ήδη πάνω από 50 εκτάρια.

37.
    Η Επιτροπή συγκρίνει το όριο που ισχύει στην περίπτωση των τυρφώνων (50 εκτάρια) με εκείνο που ισχύει για την εξόρυξη πέτρας, χαλικιού, άμμου ή αργίλου (5 εκτάρια) και παρατηρεί ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκτίμηση των επιπτώσεων είναι αναγκαία για έκταση κάτω των 5 εκταρίων αν οι αρμόδιες τοπικές διοικητικές αρχές θεωρούν ότι πιθανολογούνται σημαντικά αποτελέσματα στο περιβάλλον [άρθρο 24 της S.I. αριθ. 349 και παράγραφος 2 του τμήματος ΙΙ του παραρτήματός της Ι, και άρθρα 4(1) και 6(1) της S.I. αριθ. 25]. Ο απόλυτος χαρακτήρας του κατωτάτου ορίου που ισχύει για τους τυρφώνες εμποδίζει κάθε συγκεκριμένη εκτίμηση του ενδεχομένου σημαντικών επιπτώσεων ενός σχεδίου στο περιβάλλον.

38.
    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι υπάρχουν τουλάχιστον 49 εταιρίες που παράγουν τύρφη, ότι η οικονομία της εξόρυξης σε μικρή κλίμακα μεταβλήθηκε λόγω της χρησιμοποίησης νέου εξοπλισμού εξόρυξης τύρφης, οπότε η ποσότητα τύρφης εξορυσσομένης από ιδιώτες παραγωγούς αυξήθηκε σημαντικά από το 1980. Τονίζει ότι το γεγονός ότι για κανένα σχέδιο εξόρυξης τύρφης δεν πραγματοποιήθηκε εκτίμηση, παρά τις συνεχείς απώλειες που είναι επιζήμιες για την προστασία της φύσης, καταδεικνύει ότι το ιρλανδικό κατώτατο όριο είναι τέτοιο ώστε η οδηγία δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για την προστασία του περιβάλλοντος όσον αφορά τους σημαντικούς τυρφώνες.

39.
    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ιρλανδία αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτιάσεως που αφορά το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων, με το αιτιολογικό ότι δεν προβλήθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και, ειδικότερα, με την αιτιολογημένη γνώμη. Υποστηρίζει επίσης ότι οι καταγγελίες τις οποίες αναφέρει η Επιτροπή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον δεν μνημονεύθηκαν στην αιτιολογημένη γνώμη και σχετικά με τις καταγγελίες αυτές έχουν ξεκινήσει χωριστές έρευνες.

40.
    Γενικώς, η Ιρλανδία φρονεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε κάποια πραγματική υπέρβαση των ορίων από τα σωρευτικά σχέδια. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η θεωρητική δυνατότητα μιας τέτοιας παρεμβάσεως δεν καθιστά παράνομη τη χρησιμοποίηση των κατωτάτων ορίων, των οποίων η χρήση προβλέπεται στην οδηγία και εγκρίθηκε σε δύο περιπτώσεις τις οποίες εξέτασε το Δικαστήριο (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου και Kraaijeveld κ.λπ.). Η συνεκτίμηση των σωρευτικών αποτελεσμάτων των σχεδίων δεν επιβλήθηκε παρά με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 85/337 (ΕΕ L 73, σ. 5).

41.
    Όσον αφορά τα σχέδια χρησιμοποίησης χέρσων γαιών ή ημιφυσικών εκτάσεων προς εντατική γεωργική εκμετάλλευση, που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο β´, της οδηγίας, η Ιρλανδία αμφισβητεί ότι η βοσκή προβάτων, όπως γίνεται στο έδαφός της, εμπίπτει στην εντατική γεωργική εκμετάλλευση και μπορεί να θεωρηθεί σχέδιο υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της ίδιας αυτής οδηγίας. Δεν πρόκειται για παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον ή στο τοπίο υπό την έννοια της διατάξεως αυτής και είναι παράλογο να προτείνεται ότι ένας κτηνοτρόφος θα υποχρεούται να ζητεί προηγουμένως άδεια κάθε φορά που θέλει να αυξήσει τον αριθμό των προβάτων που μπορούν να βοσκήσουν σε συγκεκριμένο έδαφος. Τούτο είναι ανέφικτο και για τον λόγο ότι ένα μεγάλοτμήμα των γαιών που χρησιμοποιούνται για τη βοσκή προβάτων είναι κοινές γαίες, τις οποίες μοιράζονται ορισμένοι κτηνοτρόφοι που έχουν όλοι το δικαίωμα να οδηγούν εκεί τα πρόβατά τους για βοσκή.

42.
    Η Ιρλανδία φρονεί ότι ουδέποτε η οδηγία είχε ως στόχο την κάλυψη ορισμένων ειδών γεωργικής εκμεταλλεύσεως, όπως είναι η εκτροφή προβάτων σε ευρείες εκτάσεις γαιών, και δεν είναι προσαρμοσμένη για τέτοιες πρακτικές, ιδίως λόγω του κόστους πραγματοποιήσεως μελετών επιπτώσεων σε σχέση με το εισόδημα των κτηνοτρόφων. Αντιθέτως, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί το αντικείμενο του προγράμματος που θέσπισε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2078/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, σχετικά με μεθόδους γεωργικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και με τη διατήρηση του φυσικού χώρου (ΕΕ L 215, σ. 85), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό (ΕΚ) 746/96 της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 1996, περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 2078/92 (ΕΕ L 102, σ. 19). Πλέον του 15 % των Ιρλανδών κτηνοτρόφων συμμετέχει ήδη στο εν λόγω πρόγραμμα προστασίας του αγροτικού περιβάλλοντος, σκοπός του οποίου είναι να μην ασκούν οι κτηνοτρόφοι εντατική εκτροφή στις γαίες τους, και το Υπουργείο

Γεωργίας διατύπωσε προτάσεις προς την Επιτροπή στο πλαίσιο του λειτουργικού προγράμματος για τη γεωργία, την αγροτική ανάπτυξη και τη δασοκομία βάσει του κοινοτικού πλαισίου στηρίξεως για την Ιρλανδία 1994-1999, προκειμένου, από 1ης Ιανουαρίου 1998, να έχουν οι κτηνοτρόφοι στις κατεστραμμένες ζώνες δικαίωμα επί των πριμοδοτήσεων επιχορήγησης ανά αριθμό προβάτων/προβατινών μόνον υπό την προϋπόθεση ότι συμμετέχουν στο πρόγραμμα προστασίας του αγροτικού περιβάλλοντος.

43.
    Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με τις δενδροφυτεύσεις, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο αντικειμενικά επαληθεύσιμο που να είναι ικανό να αποδείξει ότι τα χαμηλότερα του ορίου σχέδια δενδροφύτευσης είχαν σημαντικές επιπτώσεις στα ύδατα. Δεν συνήψε στην προσφυγή τις δύο εκθέσεις Lough Conn και Aquafor που παραθέτει, εκ των οποίων εξάλλου η μία δεν είναι ακόμη οριστική.

44.
    Η Ιρλανδία αμφισβητεί επίσης την ύπαρξη αποδείξεων ως προς το ότι τα σχέδια δενδροφύτευσης επί τυρφώνων είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Εξάλλου, έχουν πραγματοποιηθεί μόνο λίγα σχέδια δασοκομίας επί τυρφώνων, λόγω των ελάχιστων απαιτήσεων παραγωγικότητας του συστήματος των επιδοτήσεων και λόγω του ότι οι τυρφώνες έχουν χαμηλότερη δασοκομική παραγωγή ανά εκτάριο απ' ό,τι άλλα είδη γαιών.

45.
    Η Ιρλανδία υποστηρίζει επιπλέον ότι η Επιτροπή παρουσίασε ανακριβώς τα προβλήματα του Pettigo Plateau. Συγκεκριμένα, η δενδροφύτευση πραγματοποιήθηκε μόνο σε μια πολύ μικρή επιφάνεια και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η διαβούλευση με τις βρετανικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας. Περαιτέρω, η περιοχή του Pettigo που χαρακτηρίζεται ως ζώνη ειδικής προστασίας στο πλαίσιο της οδηγίας 79/409 ανήκει στη National Parks and Wildlife Service και δεν επηρεάστηκε από τη δενδροφύτευση. Τέλος, η National Parks and Wildlife Service πρότεινε να χαρακτηριστεί η ζώνη ως ΝΗΑ μετά τη χορήγηση επιδοτήσεως για δενδροφύτευση, χωρίς να γνωρίζει ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εκεί δενδροφύτευση. Εν πάση περιπτώσει, οι αιτιάσεις που διατυπώνονται με την καταγγελία αυτή δεν αφορούν παρά τη διαχείριση του συστήματος και όχι την εκ μέρους της Ιρλανδίας μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 4, παράγραφος 2, ή του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας.

46.
    Όσον αφορά τις εκχερσώσεις, που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο δ´, της οδηγίας, η Ιρλανδία αναφέρει ότι η Επιτροπή δεν παρέχει παρά μόνον το παράδειγμα της περιοχής των Burren, που αποτελεί ζώνη μοναδική στο είδος της. Η Επιτροπή στηρίζεται σε μια ανέκδοτη και ανολοκλήρωτη μελέτη και δεν προσδιορίζει τις πραγματοποιηθείσες εκχερσώσεις. Περαιτέρω, η συνολική ζώνη που εξετάζεται στη έκθεση που παραθέτει η Επιτροπή (περίπου 250 εκτάρια) δεν είναι σημαντική, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής εκτάσεως της περιοχής των Burren (περίπου 30 000 εκτάρια). Ενόψει των στοιχείων αυτών, η Ιρλανδία φρονεί ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε συνολική εκτίμηση των σχεδίων

εκχερσώσεως στην Ιρλανδία, όπως απαιτεί η προπαρατεθείσα απόφαση Kraaijeveld κ.λπ.

47.
    Η Ιρλανδία αντιτάσσει το ίδιο αυτό επιχείρημα όσον αφορά τα σχέδια εξόρυξης τύρφης, που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 2, στοιχείο α´, της οδηγίας, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι δεν προσκόμισε παρά ένα μόνον παράδειγμα σχεδίου εξόρυξης που είναι κατώτερο του ορίου και το οποίο υποτίθεται ότι είχε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

48.
    Η Ιρλανδία ισχυρίζεται επίσης ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν μόνον την εξόρυξη τύρφης από τυρφώνες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από την άποψη της διατήρησης. Συναφώς, υπάρχουν νομοθετικά και διοικητικά μέτρα για την προστασία τους, ήτοι οι «Habitats Regulations», και ο χαρακτηρισμός των ζωνών ως ΝΗΑ. Η καταγγελία που αφορά την εξόρυξη τύρφης στην τοποθεσία Ballyduff-Clonfinane Bog απλώς αποδεικνύει την ανάγκη μέτρων διατήρησης. Η Ιρλανδία αναγνωρίζει ότι θα μπορούσαν να καθοριστούν διαφορετικά κατώτατα όρια αλλά, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτηρισμού των ειδικών ζωνών διατήρησης κατ' εφαρμογήν των «Habitats Regulations», δεν θεώρησε ότι τούτο ήταν αναγκαίο.

49.
    Όσον αφορά τους τυρφώνες που δεν εμπίπτουν στις «Habitats Regulations», η Ιρλανδία δικαιολογεί το όριο των 50 εκταρίων καθόσον αποσκοπεί να διακρίνει την εξόρυξη τύρφης για εμπορικούς σκοπούς, που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, από την εξόρυξη τύρφης για μη εμπορικούς σκοπούς, που αποτελεί παραδοσιακή δραστηριότητα της ιρλανδικής αγροτικής ζωής. Η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι η οδηγία δεν σχεδιάστηκε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαιτεί μελέτη επιπτώσεων για την εξαγωγή τύρφης για μη εμπορικούς σκοπούς σε μικρή κλίμακα. Το να απαιτούνται μελέτες επιπτώσεων για ζώνες τυρφώνων που έχουν πολύ μικρή επιφάνεια θα είχε ως αποτέλεσμα να εμποδιστεί κάθε εξόρυξη, λόγω του κόστους της εκτιμήσεως των επιπτώσεων σε σχέση με το πιθανό κέρδος της εξόρυξης τύρφης. Μια τέτοια ερμηνεία της οδηγίας θα κατέληγε σε άρνηση του παραδοσιακού δικαιώματος, ιδίως των μισθωτών αγροτικών κτημάτων και των αγροληπτών, να κόβουν την τύρφη των τυρφώνων για τις προσωπικές τους ανάγκες.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50.
    Κατ' αρχάς, πρέπει να εξεταστεί ο ισχυρισμός που προβάλλει η Ιρλανδία ότι η αιτίαση σχετικά με το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι δεν προβλήθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και, ειδικότερα, με την αιτιολογημένη γνώμη.

51.
    Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας έγκειται στο να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα αφενός να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και αφετέρου να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή. Το αντικείμενο της

προσφυγής που ασκείται κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 της Συνθήκης οριοθετείται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή. Συνεπώς, το δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να στηρίζεται σε αιτιάσεις άλλες πλην εκείνων που διατυπώθηκαν στην αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-206/96, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 1998, σ. Ι-3401, σκέψη 13).

52.
    Εν προκειμένω, από την εξέταση των εγγράφων που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας προκύπτει ότι η Επιτροπή, μολονότι δεν χρησιμοποίησε ρητώς τους όρους «σωρευτικό αποτέλεσμα του σχεδίου», έθιξε το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της γενικότερης προβληματικής του καθορισμού των κατωτάτων ορίων, υποστηρίζοντας ακριβώς ότι ο έκαστος κύριος του έργου μπορεί να αποφύγει τη μελέτη επιπτώσεων διαιρώντας ένα αρχικό σχέδιο σε περισσότερα σχέδια μη υπερβαίνοντα το όριο.

53.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν επέτρεψε στην Ιρλανδία να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς της κατά της αιτιάσεως περί του σωρευτικού αποτελέσματος των σχεδίων.

54.
    Η Ιρλανδία προβάλλει επίσης έναν αμυντικό ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ως αποδείξεις μιας παραβάσεως καταγγελίες τις οποίες δεν περιέλαβε η αιτιολογημένη γνώμη, διότι παρελήφθησαν μετά τη γνώμη αυτή, και για τις οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται εν εξελίξει χωριστές έρευνες.

55.
    Ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται ωστόσο με το ζήτημα της απόδειξης της παραβάσεως, το οποίο πρέπει να εξεταστεί συνολικά.

56.
    Η Ιρλανδία αμφισβητεί ότι η Επιτροπή απέδειξε πραγματική κατάχρηση της χρησιμοποίησης των κατωτάτων ορίων. Κατ' αυτήν, είναι αναγκαία μια τέτοια απόδειξη για να αποδειχθεί η παράβαση.

57.
    Η Επιτροπή απαντά ότι η παράβαση συνίσταται στη χρησιμοποίηση απολύτων κατωτάτων ορίων και ότι της αρκεί να παρουσιάσει ένα σύνολο στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι μια τέτοια χρησιμοποίηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το να μην υποβάλλονται σε μελέτη επιπτώσεων σχέδια που μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, με το αιτιολογικό ότι δεν υπερβαίνουν το όριο που καθορίζει ο νομοθέτης. Προσθέτει ότι είναι αντίθετο προς τον προληπτικό σκοπό της οδηγίας το να απαιτείται η απόδειξη του ότι έχουν προκληθεί στο περιβάλλον σοβαρές και σημαντικές ζημίες για να αποδειχθεί η μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο στο πλαίσιο μιας προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους. Η Επιτροπή τονίζει τέλος ότι της είναι δυσχερές να προσκομίζει συγκεκριμένες αποδείξεις στην περίπτωση σχεδίων που βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια.

58.
    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράβαση που προσάπτει η Επιτροπή στην Ιρλανδία είναι η μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, με τη χρησιμοποίηση κατωτάτων ορίων που έχουν ως αποτέλεσμα το ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός σχεδίου για να καθοριστεί αν το σχέδιο αυτό πρέπει να υποβληθεί σε μελέτη επιπτώσεων. Επομένως, ορισμένα σχέδια που μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον μπορούν να εξαιρεθούν της υποχρεώσεως εκτιμήσεως για τον λόγο ότι δεν υπερβαίνουν τα καθορισθέντα όρια.

59.
    Επομένως, αντικείμενο της παραβάσεως είναι ο τρόπος κατά τον οποίο η οδηγία μεταφέρθηκε στην ιρλανδική νομοθεσία και όχι το συγκεκριμένο αποτέλεσμα της εφαρμογής της νομοθεσίας περί μεταφοράς.

60.
    Δεν είναι αναγκαίο, για να αποδειχθεί ότι η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο είναι ανεπαρκής ή μη προσήκουσα, να αποδεικνύονται τα πραγματικά αποτελέσματα της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς. Συγκεκριμένα, η ανεπαρκής ή ελαττωματική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο αποδεικνύεται από το κείμενο της νομοθεσίας αυτής.

61.
    Επομένως, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αποδεικνύει τον εν λόγω ελαττωματικό ή ανεπαρκή χαρακτήρα χωρίς να αναμένει την παραγωγή επιζήμιων αποτελεσμάτων από την εφαρμογή του νόμου περί μεταφοράς.

62.
    Το αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να δικαιολογηθεί εν προκειμένω, καθόσον η οδηγία εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής περιβάλλοντος η οποία, όπως υπενθυμίζει η πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, συνίσταται στην πρόληψη, στην πηγή, της δημιουργίας ρυπάνσεων ή οχλήσεων και όχι στην καταπολέμηση των εκ των υστέρων επιδράσεών τους.

63.
    Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία το ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής είναι απλές καταγγελίες οι οποίες δεν έχουν ακόμη εξεταστεί.

64.
    Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με τα κατώτατα όρια, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, ναι μεν το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό ορισμένων κατηγοριών σχεδίων που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση ή για τον καθορισμό των ενδεδειγμένων κριτηρίων και/ή κατωτάτων ορίων, το περιθώριο εκτιμήσεως αυτό, όμως, οριοθετείται από την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν σε εκτίμηση των επιπτώσεων εκείνα τα σχέδια τα οποία, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (προπαρατεθείσα απόφαση Kraaijeveld κ.λπ., σκέψη 50).

65.
    Έτσι, ένα κράτος μέλος που καθορίζει κριτήρια και/ή κατώτατα όρια που λαμβάνουν υπόψη μόνον τις διαστάσεις των σχεδίων, χωρίς να συνεκτιμούν επίσης

τη φύση τους και τη θέση τους, υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.

66.
    Συγκεκριμένα, ένα σχέδιο περιορισμένων έστω διαστάσεων μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όταν αφορά μια τοποθεσία όπου οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που περιγράφονται στο άρθρο 3 της οδηγίας, όπως είναι η πανίδα και χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, το κλίμα ή η πολιτιστική κληρονομιά, επηρεάζονται από την παραμικρή τροποποίηση.

67.
    Ομοίως, ένα σχέδιο μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις όταν, λόγω της φύσεώς του, ενέχει τον κίνδυνο ουσιώδους ή μη αναστρέψιμου μετασχηματισμού των εν λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις του.

68.
    Στο πλαίσιο της αποδείξεως της υπάρξεως εκ μέρους της Ιρλανδίας συναφούς παραβάσεως, η Επιτροπή παρουσίασε πολλά πειστικά παραδείγματα σχεδίων τα οποία εξετάστηκαν αποκλειστικά ως προς τις διαστάσεις τους, αλλά μπορούν ωστόσο να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω της φύσης ή της θέσης τους.

69.
    Το σημαντικότερο παράδειγμα είναι εκείνο της δενδροφύτευσης καθόσον, όταν πραγματοποιείται σε περιοχές επιφανειακών ενεργών τυρφώνων, συνεπάγεται, λόγω της φύσης και της θέσης του, την καταστροφή του οικοσυστήματος των τυρφώνων και τη μη αναστρέψιμη απώλεια πρωτότυπων, σπάνιων και μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος βιοτόπων. Το εν λόγω σχέδιο μπορεί επίσης να προκαλέσει την οξίνιση και τον ευτροφισμό των υδάτων.

70.
    Ήταν ωστόσο αναγκαίο και δυνατό να ληφθούν υπόψη στοιχεία όπως η φύση ή η θέση των σχεδίων, καθορίζοντας για παράδειγμα πολλά κατώτατα όρια που να αντιστοιχούν σε ποικίλες διαστάσεις σχεδίων και να ισχύουν ανάλογα με τη φύση ή τη θέση του σχεδίου.

71.
    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί η εξήγηση της Ιρλανδίας ότι η ύπαρξη άλλων νομοθεσιών περί προστασίας του περιβάλλοντος, όπως οι Habitats Regulations, καθιστούσε περιττή την υποχρέωση εκτιμήσεως των σχεδίων δενδροφύτευσης, εκχέρσωσης ή εξόρυξης τύρφης που πραγματοποιήθηκαν σε ευαίσθητες για το περιβάλλον τοποθεσίες. Συγκεκριμένα, κανένα στοιχείο της οδηγίας δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τις περιοχές ή τις ζώνες που προστατεύονται σε σχέση με άλλες πτυχές κατ' εφαρμογήν άλλων κοινοτικής καταγωγής διατάξεων.

72.
    Επομένως, η Ιρλανδία, καθορίζοντας κατώτατα όρια τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη παρά μόνον τις διαστάσεις των σχεδίων, αποκλειομένης της φύσης και της θέσης τους, για τις κατηγορίες των σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο δ´, και 2, στοιχείο α´, υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.

73.
    Όσον αφορά το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια τα οποία αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 2, έχουν ως σκοπό τη διευκόλυνση της εκτιμήσεως των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ενός σχεδίου, προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πρέπει υποχρεωτικώς να υποβληθεί αυτό σε αξιολόγηση, και όχι την εκ προοιμίου εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή, συνολικώς, ορισμένων κατηγοριών σχεδίων του παραρτήματος ΙΙ, των οποίων η εκτέλεση σχεδιάζεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους (αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου, όπ.π., σκέψη 42· Kraaijeveld κ.λπ., όπ.π., σκέψη 51, και της 22ας Οκτωβρίου 1998, C-301/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-6135, σκέψη 45).

74.
    Το κατά πόσον, καθορίζοντας τα κριτήρια ή/και τα κατώτατα όρια αυτά, το κράτος μέλος υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει δεν μπορεί να κριθεί σε σχέση με τα χαρακτηριστικά ενός μόνο σχεδίου, αλλά εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των χαρακτηριστικών του σχεδίων αυτής της φύσεως, η εκτέλεση των οποίων σχεδιάζεται στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους (προπαρατεθείσα απόφαση Kraaijeveld κ.λπ., σκέψη 52).

75.
    Έτσι, ένα κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, το σύνολο των σχεδίων ορισμένου είδους να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, εκτός εάν το σύνολο των εξαιρουμένων σχεδίων μπορεί να θεωρηθεί, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν είναι ικανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ., στο πνεύμα αυτό, προπαρατεθείσα απόφαση Kraaijeveld κ.λπ., σκέψη 53).

76.
    Τούτο ισχύει στην περίπτωση κράτους μέλους που περιορίζεται στον καθορισμό ενός κριτηρίου σχετικού με τη διάσταση των σχεδίων και δεν εξασφαλίζει περαιτέρω ότι ο σκοπός της ρυθμίσεως δεν θα καταστρατηγηθεί με κατάτμηση των σχεδίων. Συγκεκριμένα, το ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων έχει ως πρακτική συνέπεια ότι το σύνολο των σχεδίων ορισμένου είδους μπορεί να εξαιρείται από την υποχρέωση εκτιμήσεως ενώ, θεωρούμενα συνολικά, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας.

77.
    Προς απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως εκ μέρους της Ιρλανδίας, η Επιτροπή προσκόμισε επίσης διάφορα παραδείγματα των αποτελεσμάτων της ιρλανδικής νομοθεσίας όπως αυτή έχει διατυπωθεί.

78.
    Έτσι, η Ιρλανδία δεν αμφισβήτησε ότι κανένα σχέδιο εξόρυξης τύρφης, διαλαμβανόμενο στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 2, στοιχείο α´, της οδηγίας, δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης επιπτώσεων, ενώ η εξόρυξη τύρφης σε μικρή κλίμακα έχει μηχανοποιηθεί, βιομηχανοποιηθεί και σημαντικά εντατικοποιηθεί, συνεπαγόμενη τη συνεχή απώλεια ζωνών τύρφης σημαντικών για την προστασία της φύσης.

79.
    Όσον αφορά τις δενδροφυτεύσεις για δημιουργία δασών που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο δ´, της οδηγίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εφόσον ενθαρρύνονται με τη χορήγηση επιδοτήσεων, μπορούν να πραγματοποιούνται η μία δίπλα στην άλλη χωρίς να πραγματοποιείται καμία μελέτη επιπτώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι εκτελούνται από διαφορετικούς κυρίους των έργων και δεν υπερβαίνουν, αντιστοίχως, το όριο των 70 εκταρίων σε τρία έτη.

80.
    Η Επιτροπή παρέθεσε επίσης το παράδειγμα των εκχερσώσεων, που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο δ´, της οδηγίας, για τις οποίες η ιρλανδική νομοθεσία δεν λαμβάνει υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων. Εξάλλου, δεν αμφισβητήθηκε ότι πολλά σχέδια εκχερσώσεων πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή των Burren, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η παραμικρή μελέτη επιπτώσεων, ενώ πρόκειται για μια περιοχή αναμφισβήτητου ενδιαφέροντος. Οι γυμνοί ασβεστολιθικοί βράχοι, χαρακτηριστικοί της περιοχής αυτής, καταστράφηκαν, όπως επίσης η βλάστηση και τα αρχαιολογικά ευρήματα, προκειμένου να δημιουργηθούν βοσκότοποι. Οι παρεμβάσεις αυτές, θεωρούμενες συνολικά, μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

81.
    Όσον αφορά ειδικότερα την εκτροφή προβάτων, η Επιτροπή απέδειξε ότι, ομοίως ενθαρρυνόμενη με τη χορήγηση επιδοτήσεων, αναπτύχθηκε με φρενήρεις ρυθμούς, πράγμα που μπορεί να έχει δυσμενή αποτελέσματα στο περιβάλλον. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η εκτροφή προβάτων, όπως γίνεται στην Ιρλανδία, συνιστά σχέδιο υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας.

82.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Ιρλανδία, καθορίζοντας κατώτατα όρια, χωρίς να εξασφαλίζει περαιτέρω ότι ο σκοπός της ρυθμίσεως δεν θα καταστρατηγηθεί με κατάτμηση των σχεδίων, για τις κατηγορίες σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημεία 1, στοιχείο δ´, και 2, στοιχείο α´, υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.

83.
    Κατά συνέπεια, είναι βάσιμη η αιτίαση που αφορά την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις κατηγορίες σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημεία 1, στοιχείο δ´, και 2, στοιχείο α´.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας

84.
    Η Επιτροπή εκθέτει ότι η S.I. αριθ. 349 προβλέπει ένα σύστημα απαλλαγών που επιτρέπει στον αρμόδιο υπουργό να εξαιρεί ένα σχέδιο από τη μελέτη επιπτώσεων όταν θεωρεί ότι τούτο δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις. Η διάταξη αυτή δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία καθόσον, αφενός, ο υπουργός δεν υποχρεούται να μελετήσει μήπως είναι προσήκουσα μια άλλη μορφή εκτιμήσεως και μήπως τα συλλεγέντα στοιχεία πρέπει να τεθούν στη διάθεση του κοινού και, αφετέρου, δεν υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή.

85.
    Η Ιρλανδία ανέφερε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η τροποποιητική νομοθεσία μόλις είχε θεσπιστεί.

86.
    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, οι τροποποιήσεις που εισάγονται στην εθνική νομοθεσία δεν επηρεάζουν την κρίση επί του αντικειμένου προσφυγής κατά παραβάσεως κράτους μέλους, εφόσον δεν τέθηκαν σε εφαρμογή πριν από τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Ιουνίου 1995, C-123/94, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1995, σ. Ι-1457, σκέψη 7).

87.
    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι βάσιμη η αιτίαση που αφορά την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 5 της οδηγίας

88.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο ιρλανδικός νόμος δεν μεταφέρει προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 5, καθόσον δεν προβλέπει καμία διάταξη αποσκοπούσα στην εξέταση του αν είναι λυσιτελές ή εύλογο το να ζητηθούν από έναν κύριο του έργου οι πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 5, της S.I. αριθ. 349 προβλέπει απλώς ότι μια μελέτη επιπτώσεων μπορεί να περιλαμβάνει τις πληροφορίες αυτές.

89.
    Η Ιρλανδία ανέφερε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η τροποποιητική νομοθεσία μόλις είχε θεσπιστεί.

90.
    Για την ταυτότητα του λόγου που παρατέθηκε στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι βάσιμη η αιτίαση που αφορά την παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 7 της οδηγίας

91.
    Η Επιτροπή αναφέρει ότι το άρθρο 17 της S.I. αριθ. 25 φαίνεται να αποτελεί τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 7, όσον αφορά τα σχέδια που απαιτούν έγκριση βάσει των Irish Local Government (Planning and Development) Acts 1963-1983. Προβλέπει ένα μηχανισμό με τον οποίο οι τοπικές αρχές πρέπει να κοινοποιούν στον Ιρλανδό Υπουργό Περιβάλλοντος κάθε αίτηση που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους. Ο υπουργός μπορεί στην περίπτωση αυτή να ζητήσει από την τοπική αρχή να του παράσχει τα στοιχεία και τα έγγραφα που κρίνει αναγκαία.

92.
    Η Επιτροπή φρονεί ωστόσο ότι η διάταξη αυτή δεν αποτελεί προσήκον μέτρο μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 7 της οδηγίας, καθόσον ο υπουργός δεν υποχρεούται ρητώς να διαβιβάσει τα στοιχεία στο άλλο κράτος μέλος. Περαιτέρω, ο υπουργός δεν διαθέτει την εξουσία να απαιτεί τα στοιχεία από τις τοπικές αρχές, στην περίπτωση που το άλλο κράτος μέλος ζητήσει διαβουλεύσεις.

93.
    Η Ιρλανδία τόνισε, κατά την έγγραφη διαδικασία, ότι είχε την πρόθεση να διασαφηνίσει τη νομοθεσία της και ότι η κατάρτιση της τροποποιητικής νομοθεσίας ήταν εν εξελίξει. Ανέφερε επιπλέον, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι συμφωνίες σχετικά με τη Βόρεια Ιρλανδία θα επέτρεπαν στο μέλλον καλύτερη επικοινωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο.

94.
    Για την ταυτότητα του λόγου που παρατέθηκε στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι βάσιμη η αιτίαση που αφορά την παράβαση του άρθρου 7 της οδηγίας.

95.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Ιρλανδία, μη λαμβάνοντας τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 4, παράγραφος 2, για τις κατηγορίες σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημεία 1, στοιχείο δ´, και 2, στοιχείο α´, και μη μεταφέροντας στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 2, παράγραφος 3, 5 και 7 της οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή. Κατά τα λοιπά, η προσφυγή απορρίπτεται.

Επί των δικαστικών εξόδων

96.
    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα. Η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Ιρλανδία ηττήθηκε κατ' ουσίαν, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Η Ιρλανδία, μη λαμβάνοντας τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 4, παράγραφος 2, για τις κατηγορίες σχεδίων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, σημεία 1, στοιχείο δ´, και 2, στοιχείο α´, και μη μεταφέροντας στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 2, παράγραφος 3, 5 και 7 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2)    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)    Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

Puissochet
Moitinho de Almeida
Gulmann

Edward

Sevón

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Σεπτεμβρίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

R. Grass

J.-P. Puissochet


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.