Language of document : ECLI:EU:C:2018:368

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 31ης Μαΐου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας – Διαδικασίες αναδοχής και εκ νέου αναλήψεως – Άρθρο 26, παράγραφος 1 – Έκδοση και κοινοποίηση της αποφάσεως περί μεταφοράς πριν από την αποδοχή του αιτήματος εκ νέου αναλήψεως από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα»

Στην υπόθεση C‑647/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal administratif de Lille (διοικητικό πρωτοδικείο Λιλ, Γαλλία) με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Adil Hassan

κατά

Préfet du PasdeCalais,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader, A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas, καθώς και από τις E. de Moustier και E. Armoet,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη M. Κοντού‑Durande,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Adil Hassan, Ιρακινής ιθαγενείας, και του préfet du Pas‑de‑Calais (νομάρχη Pas‑de‑Calais, Γαλλία), σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως με την οποία ο τελευταίος διέταξε τη μεταφορά του Α. Hassan στη Γερμανία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 603/2013

3        Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού (ΕΕ) 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ 2013, L 180, σ. 1):

«Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται η ταυτότητα των αιτούντων διεθνή προστασία και των προσώπων που συλλαμβάνονται για παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. Για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ], και ιδίως του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ), είναι επίσης σκόπιμο να επιτρέπεται σε κάθε κράτος μέλος να ελέγχει εάν υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις που διαμένει παράνομα στο έδαφός του έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 603/2013 προβλέπει τα εξής:

«Θεσπίζεται σύστημα, γνωστό ως “Eurodac”, το οποίο έχει σκοπό να συντελεί στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τον κανονισμό [Δουβλίνο ΙΙΙ], να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία έχει υποβληθεί σε ένα κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] υπό τους όρους που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.»

5        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 603/2013 προβλέπει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος διεθνή προστασία ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών από την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού [Δουβλίνο III], και τα διαβιβάζει στο κεντρικό σύστημα […].»

 Ο κανονισμός Δουβλίνο III

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5, 9 και 19 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αναφέρουν τα εξής:

«(4)      Τα συμπεράσματα [του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατά την ειδική σύνοδο] του Τάμπερε [στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999] προσδιόρισαν επίσης ότι το [κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου] θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, ένα σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου.

(5)      Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

[…]

(9)      Ενόψει των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων που διενεργήθηκαν όσον αφορά την εφαρμογή των μέσων της πρώτης φάσης, ενδείκνυται, στο παρόν στάδιο, να επιβεβαιωθούν οι αρχές στις οποίες βασίζεται ο κανονισμός [(ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1)], καθώς επίσης και να επέλθουν οι αναγκαίες βελτιώσεις, βάσει της εμπειρίας, στην αποτελεσματικότητα του συστήματος του Δουβλίνου και στην προστασία που χορηγείται στους αιτούντες στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος. […]

[…]

(19)      Για την εγγύηση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων, θα πρέπει να θεσπιστούν νομικές εγγυήσεις και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όσον αφορά αποφάσεις για μεταφορές στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα, ιδίως, με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να τηρείται το διεθνές δίκαιο, η πραγματική προσφυγή κατά των ανωτέρω αποφάσεων θα πρέπει να καλύπτει την εξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και της νομικής και της πραγματικής κατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται ο αιτών.»

7        Το άρθρο 3 του κανονισμού Δουβλίνο III, με τίτλο «Πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα στο έδαφος οποιουδήποτε από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διέλευσης. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο III.»

8        Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Προκειμένου να διευκολύνει τη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, το προσδιορίζον κράτος μέλος διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτούντα. […]

2.      Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλείπεται, εφόσον:

[…]

β)      μετά την παραλαβή των πληροφοριών του άρθρου 4, ο αιτών έχει ήδη παράσχει τις πληροφορίες σχετικά με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους με άλλο μέσο. Το κράτος μέλος που παραλείπει τη συνέντευξη δίνει στον αιτούντα τη δυνατότητα να παράσχει όλες τις περαιτέρω πληροφορίες σχετικές για τον ορθό προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, πριν από τη λήψη απόφασης για τη μεταφορά του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1.

3.      Η προσωπική συνέντευξη πραγματοποιείται εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη λήψη απόφασης μεταφοράς του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1.

[…]»

9        Το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Υποχρεώσεις του υπεύθυνου κράτους μέλους», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Το υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού υποχρεούται:

α)      να αναδέχεται, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 29, αιτούντα ο οποίος υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος,

β)      να αναλαμβάνει εκ νέου, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 23, 24, 25 και 29, αιτούντα η αίτηση του οποίου τελεί υπό εξέταση και ο οποίος έκανε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος ή ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει τίτλο διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους,

γ)      να αναλαμβάνει εκ νέου, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 23, 24, 25 και 29, υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα ο οποίος ανακάλεσε την υπό εξέταση αίτησή του και έκανε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος ή ο οποίος ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους χωρίς τίτλο διαμονής,

δ)      να αναλαμβάνει εκ νέου, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 23, 24, 25 και 29, υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα του οποίου η αίτηση απερρίφθη και ο οποίος έκανε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος ή ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει τίτλο διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.»

10      Κατά το άρθρο 19 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ:

«1.      Εάν κάποιο κράτος χορηγήσει τίτλο διαμονής στον αιτούντα, οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 μεταβιβάζονται στο εν λόγω κράτος μέλος.

2.      Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 εκλείπουν εάν το υπεύθυνο κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει, όταν υποβάλλεται σε αυτό αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι κάτοχος εν ισχύ[ι] τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από το υπεύθυνο κράτος μέλος.

[…]

3.      Οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1) στοιχεία γ) και δ) εκλείπουν όταν το υπεύθυνο κράτος μέλος δύναται να αποδείξει, όταν υποβάλλεται σε αυτό αίτημα εκ νέου ανάληψης αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών σύμφωνα με απόφαση επιστροφής ή με μέτρο απομάκρυνσης που εξέδωσε μετά την ανάκληση ή την απόρριψη της αίτησης.

[…]»

11      Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού:

«Εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 2.»

12      Το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία της παραλαβής του αιτήματος.

[…]

7.      Η έλλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και του ενός μηνός που προβλέπεται στην παράγραφο 6 ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται την υποχρέωση αναδοχής του προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης για κατάλληλη διευθέτηση της άφιξης.»

13      Το άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) διαμένει χωρίς τίτλο διαμονής και στο οποίο δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 5 και το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), δύναται να ζητήσει από το άλλο κράτος μέλος να αναλάβει εκ νέου το εν λόγω πρόσωπο.

2.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών [(ΕΕ 2008, L 348, σ. 98)], όταν κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει πρόσωπο χωρίς τίτλο διαμονής αποφασίσει να ερευνήσει το σύστημα Eurodac […], το αίτημα εκ νέου ανάληψης προσώπου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή γ) του παρόντος κανονισμού ή προσώπου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και του οποίου η αίτηση για διεθνή προστασία δεν έχει απορριφθεί με οριστική απόφαση, υποβάλλεται το ταχύτερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της σύμπτωσης Eurodac […]

[…]

5.      Το αίτημα εκ νέου ανάληψης προσώπου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υποβάλλεται με τη χρήση υποδείγματος και συμπεριλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία ή έμμεσες αποδείξεις όπως περιγράφονται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 και/ή συναφή στοιχεία από τις δηλώσεις του προσώπου που επιτρέπουν στις αρχές του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα να επαληθεύει κατά πόσον είναι υπεύθυνο το κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό.

[…]»

14      Το άρθρο 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει τα εξής:

«1.      Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα από ένα μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία παρελήφθη το αίτημα. Όταν το αίτημα βασίζεται σε στοιχεία λαμβανόμενα από το σύστημα Eurodac, η προθεσμία αυτή μειώνεται σε δύο εβδομάδες.

2.      Η έλλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας του ενός μηνός ή των δύο εβδομάδων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται την υποχρέωση εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης για κατάλληλη διευθέτηση της άφιξης.»

15      Το άρθρο 26 του κανονισμού, με τίτλο «Κοινοποίηση της απόφασης μεταφοράς», προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση για τη μεταφορά του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος και, κατά περίπτωση, για την απόφαση περί μη εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. […]

2.      Η απόφαση της παραγράφου 1 περιλαμβάνει πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αίτησης αναστολής, κατά περίπτωση, και για τις προθεσμίες προσφυγής και μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο, και την ημερομηνία κατά την οποία, θα πρέπει να παρουσιασθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα.

[…]»

16      Το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Προσφυγές», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο αιτών ή άλλο πρόσωπο όπως αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ ή δʹ, έχει το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής, με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία, κατά απόφασης μεταφοράς.

2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.      Για τους σκοπούς ένδικων μέσων κατά αποφάσεων μεταφοράς ή επανεξετάσεων των αποφάσεων αυτών, τα κράτη μέλη προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο:

α)      ότι το ένδικο μέσο ή η επανεξέταση παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να παραμείνει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος εν αναμονή του αποτελέσματος του ένδικου μέσου ή της επανεξετάσεως ή

β)      η μεταφορά αναστέλλεται αυτόματα και παύει να ισχύει μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου το δικαστήριο, μετά από λεπτομερή και αυστηρή εξέταση του αιτήματος, λαμβάνει απόφαση για την αναστολή ή μη του ένδικου μέσου ή της επανεξετάσεως ή

γ)      το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από δικαστήριο να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς εν αναμονή του ένδικου μέσου ή της επανεξετάσεως που αιτήθηκε. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής αναστέλλοντας τη μεταφορά, έως ότου ληφθεί η απόφαση για το πρώτο αίτημα αναστολής. […]

4.      Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν αυτεπάγγελτα να αναστείλουν την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς εν αναμονή του ένδικου μέσου ή της επανεξετάσεως.

[…]»

17      Το άρθρο 28 του κανονισμού αυτού, που φέρει τον τίτλο «Κράτηση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν κρατούν ένα πρόσωπο για τον μόνο λόγο ότι υπόκειται στη διαδικασία που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό.

2.      Όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, τα κράτη μέλη δύνανται να κρατούν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτως ώστε να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, βάσει ατομικής αξιολόγησης και μόνον εφόσον η κράτηση είναι αναλογική, εάν δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά λιγότερο αυστηρά εναλλακτικά μέτρα.

3.      Η κράτηση είναι όσο το δυνατό συντομότερη και δεν διαρκεί περισσότερο από τον χρόνο που εύλογα απαιτείται για την [ολοκλήρωση] των αναγκαίων διοικητικών διαδικασιών με τη δέουσα επιμέλεια, μέχρι την εκτέλεση της μεταφοράς βάσει του παρόντος κανονισμού.

Όταν ένα πρόσωπο κρατείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η προθεσμία υποβολής αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης. Το κράτος μέλος που διεξάγει τη διαδικασία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ζητεί επείγουσα απάντηση σε τέτοιες περιπτώσεις. Η εν λόγω απάντηση δίδεται εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος. Η έλλειψη απάντησης εντός δύο εβδομάδων ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται υποχρέωση αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης πρόβλεψης των κατάλληλων προετοιμασιών για την άφιξη.

[…]»

18      Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο III προβλέπει τα εξής:

«1.      Η μεταφορά του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[…]

2.      Εάν η μεταφορά δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, το υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου και η ευθύνη μεταβιβάζεται τότε στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, εάν η μεταφορά δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί λόγω φυλάκισης του ενδιαφερομένου ή σε 18 μήνες κατ’ ανώτατο όριο αν ο ενδιαφερόμενος διαφεύγει.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1560/2003

19      Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1560/2003 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 222, σ. 3, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), με τίτλο «Διεκπεραίωση του αιτήματος εκ νέου ανάληψης», προβλέπει τα εξής:

«Όταν αίτημα εκ νέου ανάληψης θεμελιώνεται επί στοιχείων που παρέχει η κεντρική μονάδα της Eurodac και εξακριβώνονται από το κράτος μέλος που υποβάλλει το αίτημα […], το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναγνωρίζει την ευθύνη του, εκτός εάν οι επαληθεύσεις στις οποίες έχει προβεί καθορίζουν ότι εκλείπουν οι υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου [20, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, ή του άρθρου 19, παράγραφοι 1, 2 ή 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ]. Η επίκληση της παύσης της ευθύνης δυνάμει των εν λόγω διατάξεων είναι δυνατή μόνο βάσει υλικών αποδεικτικών στοιχείων ή εμπεριστατωμένων και επαληθεύσιμων δηλώσεων του αιτούντος άσυλο.»

20      Κατά το άρθρο 6 του εκτελεστικού κανονισμού, με τίτλο «Καταφατική απάντηση»:

«Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναγνωρίζει την υποχρέωσή του, η απάντηση το αναφέρει προσδιορίζοντας βάσει ποίας διάταξης του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ], και περιλαμβάνει πρακτικές λεπτομέρειες για την εκτέλεση της επικείμενης μεταγωγής, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία της αρμόδιας υπηρεσίας ή του αρμοδίου προσώπου.»

 Το γαλλικό δίκαιο

21      Το άρθρο L. 512‑1, σημείο III, πρώτο εδάφιο, του code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile (κώδικα περί της εισόδου και της διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: Ceseda), προέβλεπε τα εξής:

«Σε περίπτωση διοικητικής κρατήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 551‑1, ο αλλοδαπός δύναται να προσφύγει ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου με αίτημα την ακύρωση της υποχρεώσεως εγκαταλείψεως της γαλλικής επικράτειας, της αποφάσεως με την οποία δεν του χορηγείται προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως, της αποφάσεως στην οποία μνημονεύεται η χώρα προορισμού και της αποφάσεως απαγορεύσεως επιστροφής στη γαλλική επικράτεια ή απαγορεύσεως κυκλοφορίας στη γαλλική επικράτεια που τη συνοδεύουν, αναλόγως της περιπτώσεως, εντός προθεσμίας σαράντα οκτώ ωρών από την κοινοποίησή τους, οσάκις οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται μαζί με την απόφαση περί θέσεως υπό διοικητική κράτηση. […]»

22      Το άρθρο L. 551‑1, πρώτο εδάφιο, του κώδικα αυτού προβλέπει τα εξής:

«Στις περιπτώσεις 1° έως 7° του άρθρου L. 561‑2, ο αλλοδαπός ο οποίος δεν παρέχει ουσιαστικές εγγυήσεις εκπροσωπήσεως δυνάμενες να αποτρέψουν τον κίνδυνο που μνημονεύεται στην περίπτωση 3, ΙΙ, του άρθρου L. 511‑1 δύναται να τεθεί υπό κράτηση από τη διοικητική αρχή […] για σαράντα οκτώ ώρες.»

23      Το άρθρο L. 561‑2, σημείο Ι, του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Η διοικητική αρχή δύναται να εκδώσει απόφαση επιβολής κατ’ οίκον περιορισμού του αλλοδαπού ο οποίος δεν δύναται να εγκαταλείψει την γαλλική επικράτεια, αλλά η απομάκρυνση του οποίου παραμένει εύλογη οσάκις:

1°      ο εν λόγω αλλοδαπός πρέπει να παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] ή εκδίδεται για αυτόν απόφαση περί μεταφοράς κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 742‑3·

[…]

7°      έχει εκδοθεί για τον εν λόγω αλλοδαπό απόφαση επιβολής κατ’ οίκον περιορισμού κατ’ εφαρμογήν των περιπτώσεων 1° έως 6° του παρόντος άρθρου ή περί θέσεως υπό διοικητική κράτηση […], ο εν λόγω αλλοδαπός δεν έχει συμμορφωθεί προς το μέτρο απομακρύνσεως που του επιβλήθηκε ή, ενώ συμμορφώθηκε, επέστρεψε στη Γαλλία καίτοι το εν λόγω μέτρο εξακολουθεί να είναι εκτελεστό.

[…]»

24      Το άρθρο L. 742‑1, πρώτο εδάφιο, του Ceseda, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ με τίτλο «Διαδικασία προσδιορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου», του βιβλίου VII του εν λόγω κώδικα, με τίτλο «Δικαίωμα ασύλου», προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον η διοικητική αρχή κρίνει ότι η εξέταση αιτήσεως ασύλου εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλου κράτους προς το οποίο η αρχή αυτή προτίθεται να υποβάλει αίτημα, ο αλλοδαπός απολαύει του δικαιώματος διαμονής στη γαλλική επικράτεια μέχρι την περάτωση της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεώς του κράτους και, κατά περίπτωση, μέχρι να συντελεσθεί πράγματι η μεταφορά του στο κράτος αυτό. […]»

25      Το άρθρο L. 742‑3 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου L. 742‑1, ο αλλοδαπός για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου του οποίου αρμόδιο είναι άλλο κράτος, δύναται να μεταφερθεί στο υπεύθυνο για την εξέταση αυτή κράτος.

Η μεταφορά διατάσσεται με έγγραφη αιτιολογημένη απόφαση της διοικητικής αρχής.

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Στην απόφαση αυτή αναγράφονται οι προσφυγές και οι προθεσμίες ασκήσεώς τους, καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας του ενδιαφερομένου με το προξενείο του, σύμβουλο ή άλλο πρόσωπο της επιλογής του. […]»

26      Το άρθρο L. 742‑4, σημείο Ι, του Ceseda προβλέπει τα εξής:

«Ο αλλοδαπός για τον οποίον έχει εκδοθεί απόφαση μεταφοράς προβλεπόμενη στο άρθρο L. 742‑3, δύναται, εντός δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως, να ζητήσει την ακύρωσή της από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου.

Ο πρόεδρος ή ο δικαστής που ορίζει ο πρόεδρος προς τον σκοπό αυτό […] εκδίδει απόφαση εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία ασκήσεως της σχετικής προσφυγής.

[…]»

27      Το άρθρο L. 742‑5 του κώδικα αυτού προβλέπει τα εξής:

«Τα άρθρα L. 551‑1 και L. 561‑2 εφαρμόζονται στον αλλοδαπό για τον οποίο έχει ληφθεί απόφαση μεταφοράς, από τη στιγμή της κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως.

Η απόφαση περί μεταφοράς δεν δύναται να εκτελεστεί αυτεπαγγέλτως ούτε πριν τη λήξη προθεσμίας δεκαπέντε ημερών ούτε, αν απόφαση περί θέσεως υπό διοικητική κράτηση που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 551‑1 ή περί επιβολής κατ’ οίκον περιορισμού που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 561‑2 κοινοποιήθηκε μαζί με την απόφαση περί μεταφοράς, πριν την παρέλευση σαράντα οκτώ ωρών, ούτε πριν αποφανθεί το διοικητικό δικαστήριο, στην περίπτωση που έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιόν του.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

28      Ο Α. Hassan συνελήφθη από τη μεθοριακή αστυνομία του Pas‑de‑Calais (Γαλλία) στις 26 Νοεμβρίου 2016, ενώ βρισκόταν στη ζώνη περιορισμένης προσβάσεως του τερματικού σταθμού του λιμένα του Calais (Γαλλία). Από έρευνα που διενήργησαν στο σύστημα Eurodac οι εν λόγω αρχές προέκυψε ότι τα δακτυλικά του αποτυπώματα είχαν ληφθεί από τις γερμανικές αρχές στις 7 Νοεμβρίου και στις 14 Δεκεμβρίου 2015 και ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, είχε αιτηθεί διεθνή προστασία στη Γερμανία, χωρίς ωστόσο να υποβάλει αντίστοιχη αίτηση στη Γαλλία.

29      Την ημέρα της συλλήψεως και έρευνας στο σύστημα Eurodac, ο νομάρχης Pas‑de‑Calais υπέβαλε στις γερμανικές αρχές αίτημα περί εκ νέου αναλήψεως του Α. Hassan και συγχρόνως αποφάσισε τη μεταφορά του στη Γερμανία και τη θέση του υπό διοικητική κράτηση. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον Α. Hassan αυθημερόν.

30      Ο Α. Hassan προσέφυγε κατά του μέτρου περί θέσεώς του υπό διοικητική κράτηση ενώπιον του αρμόδιου για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστή του tribunal de grande instance de Lille (πρωτοδικείου Λιλ, Γαλλία), δυνάμει του άρθρου L. 512‑1, σημείο III, του Ceseda. Με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2016, ο εν λόγω δικαστής διέταξε την άρση του εν λόγω μέτρου.

31      Επιπροσθέτως, ο Α. Hassan άσκησε αίτηση αναστολής εκτελέσεως ενώπιον του tribunal administratif de Lille (διοικητικού πρωτοδικείου Λιλ, Γαλλία) κατά της αποφάσεως της 26ης Νοεμβρίου 2016, καθόσον με την απόφαση αυτή διατασσόταν η μεταφορά του στη Γερμανία.

32      Στο πλαίσιο της αιτήσεως αυτής, ο Α. Hassan προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση περί μεταφοράς αντιβαίνει στο άρθρο 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, καθόσον εκδόθηκε και του κοινοποιήθηκε πριν ακόμη απαντήσει ρητώς ή σιωπηρώς στο αίτημα των γαλλικών αρχών περί εκ νέου αναλήψεώς του το κράτος μέλος προς το οποίο απευθυνόταν το αίτημα αυτό, εν προκειμένω η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,.

33      Ο νομάρχης Pas‑de‑Calais προβάλλει ότι ούτε το άρθρο 26 ούτε άλλη διάταξη του εθνικού δικαίου τού απαγόρευαν να εκδώσει, από τη στιγμή της θέσεως υπό διοικητική κράτηση, απόφαση περί μεταφοράς και να την κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο, δεδομένου ότι ο τελευταίος δύναται να ασκήσει κατ’ αυτής τις προβλεπόμενες στο άρθρο 27 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προσφυγές. Μάλιστα ο νομάρχης Pas‑de‑Calais υποστηρίζει ότι υποχρεούνταν, βάσει του εθνικού δικαίου, προκειμένου να θέσει τον Α. Hassan υπό διοικητική κράτηση, να εκδώσει προηγουμένως απόφαση περί μεταφοράς, χωρίς να αναμείνει την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Εν πάση περιπτώσει, πάντα κατά τον νομάρχη Pas‑de‑Calais, η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ενόσω το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεν έχει αποδεχθεί την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερομένου.

34      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο νομάρχης Pas‑de‑Calais δεν υποχρεούνταν να εκδώσει την απόφαση περί μεταφοράς για να θέσει τον Α. Hassan υπό διοικητική κράτηση, δεδομένου ότι τέτοιου είδους κράτηση προβλέπεται στο άρθρο 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙΙ, το οποίο εφαρμόζεται άμεσα. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι το εθνικό δίκαιο, στο οποίο βασίστηκε ο νομάρχης Pas‑de‑Calais για την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως περί μεταφοράς, δεν απαγορεύει την έκδοση τέτοιας αποφάσεως συγχρόνως με την απόφαση περί θέσεως υπό διοικητική κράτηση. Διερωτάται, λοιπόν, το αιτούν δικαστήριο ως προς τη συμβατότητα τέτοιας διοικητικής πρακτικής με το άρθρο 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

35      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι απόψεις των εθνικών δικαστηρίων διίστανται σχετικώς, σημειώνοντας ότι ορισμένα διοικητικά δικαστήρια φρονούν ότι η απόφαση περί μεταφοράς δύναται να εκδοθεί και να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πριν ληφθεί η απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, ενώ άλλα διοικητικά δικαστήρια φρονούν ότι το αιτούν κράτος μέλος υποχρεούται να αναμείνει το αποτέλεσμα της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, όπως αυτή προβλέπεται στα άρθρα 20 έως 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, πριν εκδώσει και κοινοποιήσει τέτοια απόφαση.

36      Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, τόσο η γραμματική ερμηνεία των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ όσο και η τελολογική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου αλλά και των διατάξεων στο πλαίσιο των οποίων εντάσσεται συνηγορούν υπέρ της δεύτερης ερμηνείας, διαπίστωση που επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τη μελέτη των προπαρασκευαστικών εργασιών του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

37      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι η έκδοση και κοινοποίηση αποφάσεως περί μεταφοράς πριν την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεν εμποδίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να την προσβάλει αποτελεσματικώς ενώπιον του αρμόδιου δικαστή με προσφυγή έχουσα ανασταλτικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού Δουβλίνο III. Εάν αποδειχθεί ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεν είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων του κανονισμού, η απόφαση περί μεταφοράς θα μπορούσε εν τοιαύτη περιπτώσει να ακυρωθεί.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal administratif de Lille (διοικητικό πρωτοδικείο Λιλ) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποκλείουν οι διατάξεις του άρθρου 26 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους που έχει απευθύνει προς άλλο κράτος μέλος, το οποίο θεωρεί ως το υπεύθυνο κράτος, κατ’ εφαρμογήν των προβλεπομένων από τον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας επί της οποίας δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση ή άλλου προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ ή δʹ, [του ίδιου] κανονισμού, να εκδώσουν απόφαση περί μεταφοράς και να τη ν κοινοποιήσουν στον ενδιαφερόμενο, προτού το κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

39      Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα κράτους μέλους το οποίο έχει απευθύνει προς άλλο κράτος μέλος, που θεωρεί ως υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του εν λόγω κανονισμού, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως προσώπου μνημονευόμενου στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να εκδώσει απόφαση περί μεταφοράς και να την κοινοποιήσει στο εν λόγω πρόσωπο, προτού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς το αίτημα αυτό.

40       Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα της, το ιστορικό της θεσπίσεώς της, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η νομοθεσία της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Acacia και D’Amato, C‑397/16 και C‑435/16, EU:C:2017:992, σκέψη 31, καθώς και της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger, C‑414/16, EU:C:2018:257, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Συναφώς, όσον αφορά, καταρχάς, το γράμμα του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα κάνει δεκτή την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος ή άλλου προσώπου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ ή δʹ, του ανωτέρω κανονισμού, το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση για τη μεταφορά του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος και, κατά περίπτωση, για την απόφαση περί μη εξετάσεως της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία.

42      Επομένως, από το γράμμα καθεαυτό του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, και μάλιστα, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, σχεδόν στο σύνολο των γλωσσικών αποδόσεων της συγκεκριμένης διατάξεως, προκύπτει ότι η απόφαση περί μεταφοράς δύναται να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόνον αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως απαντήσει θετικώς ή, αναλόγως της περιπτώσεως, μετά τη λήξη των προθεσμιών εντός των οποίων το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτού, δεδομένου ότι η έλλειψη απαντήσεως λογίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 7, και το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ως αποδοχή του σχετικού αιτήματος.

43      Από το γράμμα καθεαυτό, λοιπόν, του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει μια συγκεκριμένη διαδικαστική αλληλουχία μεταξύ, αφενός, της αποδοχής του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως εκ μέρους του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα και, αφετέρου, της κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο της αποφάσεως περί μεταφοράς.

44      Εν συνεχεία, όσον αφορά το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 26, παράγραφος 1, επισημαίνεται, όπως εξάλλου σημείωσε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, ότι η πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (COM/2008/0820 τελικό), για την αναδιατύπωση του κανονισμού 343/2003, η οποία οδήγησε στη θέσπιση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ανέφερε ότι ήταν αναγκαίο να διευκρινισθεί περαιτέρω η διαδικασία κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί μεταφοράς στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη δικαστική προστασία του.

45      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω προτάσεως κανονισμού, οι διευκρινίσεις αυτές έπρεπε να αφορούν ιδίως τον χρόνο, τη μορφή και το περιεχόμενο της κοινοποιήσεως των αποφάσεων περί μεταφοράς. Όμως το άρθρο 25, παράγραφος 1, της ίδιας προτάσεως, νυν άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο περιελάμβανε τις εν λόγω διευκρινίσεις, δεν υπέστη, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, καμία ουσιώδη τροποποίηση σχετικώς.

46      Ως εκ τούτου, από το γράμμα καθεαυτό του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του ιστορικού της θεσπίσεως της συγκεκριμένης διατάξεως, προκύπτει ότι η απόφαση περί μεταφοράς δύναται να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόνον αφού η αναδοχή ή εκ νέου ανάληψη του εν λόγω προσώπου έχει γίνει είτε σιωπηρώς είτε ρητώς δεκτή από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, A.S., C‑490/16, EU:C:2017:585, σκέψη 33).

47      Η γενική οικονομία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ συνηγορεί υπέρ αυτής της ερμηνείας.

48      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VI αυτού, με τίτλο «Διαδικασίες για την αναδοχή και την εκ νέου ανάληψη», το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις που καθορίζουν τα διαδοχικά στάδια αυτών των διαδικασιών, καθώς και σειρά υποχρεωτικών προθεσμιών που συμβάλλουν στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Shiri, C‑201/16, EU:C:2017:805, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Οι ανωτέρω διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως πρέπει υποχρεωτικώς να διεξάγονται ιδίως σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου VI (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab, C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Επομένως, από τα τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ του κεφαλαίου VI του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, τα οποία αφορούν τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στα αιτήματα αναδοχής και εκ νέου αναλήψεως, προκύπτει ότι, σε πρώτο στάδιο, το αιτούν κράτος μέλος δύναται να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος, αναλόγως της περιπτώσεως, να αναδεχθεί ή να αναλάβει εκ νέου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις, αντιστοίχως, του άρθρου 21, παράγραφος 1, του άρθρου 23, παράγραφος 1, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

51      Σε δεύτερο στάδιο, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα καλείται να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, ή σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, αναλόγως της περιπτώσεως, στις αναγκαίες επαληθεύσεις προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον είναι πράγματι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού και, κατά συνέπεια, να απαντήσει επί του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις.

52      Ως εκ τούτου, μόνον αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβεί στις προαναφερθείσες επαληθεύσεις δύναται να αποφανθεί επί του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως και να απαντήσει στο αιτούν κράτος μέλος. Συναφώς, θετική απάντηση ισοδυναμεί με καταρχήν αποδοχή της μεταφοράς του ενδιαφερόμενου προσώπου, αποδοχή την οποία, κατά κανόνα, ακολουθεί η εκτέλεση της μεταφοράς αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, A.S., C‑490/16, EU:C:2017:585, σκέψη 50).

53      Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο περιλαμβάνεται, όπως και το άρθρο 27 του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά τις προσφυγές, στο τέταρτο τμήμα, με τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», του κεφαλαίου VI του κανονισμού αυτού, αποσκοπεί, επομένως, καθόσον υποχρεώνει το αιτούν κράτος μέλος να κοινοποιήσει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση περί μεταφοράς, στο να ενισχύσει την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου διασφαλίζοντας ότι αυτό ενημερώνεται, αφ’ ης στιγμής η μεταφορά διευθετηθεί μεταξύ των κρατών μελών που εμπλέκονται στη διαδικασία αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, για το πλήρες σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως, ώστε το εν λόγω πρόσωπο να δύναται, εάν το κρίνει σκόπιμο, να προσφύγει κατ’ αυτής ενώπιον του αρμόδιου δικαστή και να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεώς της.

54      Επομένως, η γενική οικονομία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ συνηγορεί επίσης υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 26, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κατά την οποία η απόφαση περί μεταφοράς είναι δυνατό να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόνον αφού η αναδοχή ή η εκ νέου ανάληψη του εν λόγω προσώπου έχει γίνει δεκτή από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα.

55      Το ίδιο ισχύει και με τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να θεωρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

56      Συναφώς, υπενθυμίζεται εξαρχής ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ έχει ως σκοπό, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να θεσπίσει μια σαφή και λειτουργική μέθοδο, η οποία θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορηγήσεως διεθνούς προστασίας και να μη διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, αλλά να διασφαλίζεται συγχρόνως, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 19 του ανωτέρω κανονισμού, και η θεσπισθείσα από τον εν λόγω κανονισμό δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικής προσφυγής κατά των αποφάσεων περί μεταφοράς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash, C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 42, καθώς και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Shiri, C‑201/16, EU:C:2017:805, σκέψεις 31 και 37 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να θυσιάσει τη δικαστική προστασία των αιτούντων διεθνή προστασία χάριν της επιταγής περί ταχείας εξετάσεως των σχετικών αιτήσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash, C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 57, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Khir Amayry, C‑60/16, EU:C:2017:675, σκέψη 65).

58      Όσον αφορά τη διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται ιδίως στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, από το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III προκύπτει ότι ο αιτών διεθνή προστασία έχει το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής προσφυγής, με τη μορφή ενδίκου βοηθήματος κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς ή αιτήσεως επανεξετάσεως της αποφάσεως αυτής, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο ως προς τα πραγματικά όσο και ως προς τα νομικά στοιχεία,. Η προσφυγή αυτή, της οποίας το περιεχόμενο δεν πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικώς, πρέπει να αφορά, αφενός, την εξέταση της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, τόσο ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων του κεφαλαίου III όσο και ως προς την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται ιδίως στο κεφάλαιο VI, και, αφετέρου, την εξέταση της πραγματικής και νομικής καταστάσεως εντός του κράτους μέλους στο οποίο μεταφέρεται ο προσφεύγων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, A.S., C‑490/16, EU:C:2017:585, σκέψεις 26 έως 28, της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab, C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψεις 43, 47 και 48, καθώς και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Shiri, C‑201/16, EU:C:2017:805, σκέψεις 36 και 37).

59      Συναφώς, αν γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί μεταφοράς είναι δυνατόν να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πριν απαντήσει επί του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αυτό, τούτο ενδεχομένως θα συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο υποχρεούται, για να προσβάλει την εν λόγω απόφαση, να ασκήσει προσφυγή εντός προθεσμίας λήγουσας τη στιγμή κατά την οποία οφείλει να απαντήσει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα ή ακόμη και πριν δοθεί αυτή η απάντηση, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν την προθεσμία εντός της οποίας το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του αποτελεσματικής προσφυγής, η μόνη δε υποχρέωση την οποία επιβάλλει η εν λόγω διάταξη είναι ότι η εν λόγω προθεσμία πρέπει να είναι εύλογη.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα μπορούσε ενδεχομένως να υποχρεωθεί προληπτικώς, ήτοι πριν καν απαντήσει επί του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως του εν λόγω προσώπου το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αυτό, να καταθέσει, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, προσφυγή κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς ή αίτηση επανεξετάσεως αυτής. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, καταρχήν, τέτοιου είδους ένδικο βοήθημα ή αίτηση επανεξετάσεως δύναται να κατατεθεί μόνο σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως έχει απαντήσει θετικά στο αίτημα αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab, C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψη 60).

61      Εξάλλου, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 έως 48 των προτάσεών του, το περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θα περιοριζόταν, ενδεχομένως, δεδομένου ότι η απόφαση περί μεταφοράς η οποία εκδίδεται και κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πριν απαντήσει στο αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αυτό βασίζεται μόνο σε αποδείξεις και στοιχεία που συγκεντρώνει το αιτούν κράτος μέλος και όχι σε στοιχεία προερχόμενα από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, όπως η ημερομηνία της απαντήσεώς του επί του αιτήματος ή η αιτιολογία της αποδοχής του αιτήματος, όταν η απάντησή του είναι ρητή.

62      Πρέπει να υπογραμμισθεί, όπως ακριβώς επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, ότι τέτοια στοιχεία, τα οποία προέρχονται από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, είναι ιδιαίτερης σημασίας στο πλαίσιο ενδίκων βοηθημάτων ή αιτήσεων επανεξετάσεως που βάλλουν κατά αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία ελήφθη κατόπιν διαδικασίας αναδοχής, δεδομένου ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα υποχρεούται να διερευνήσει εξαντλητικώς την ευθύνη του υπό το πρίσμα των κριτηρίων του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και να λάβει επίσης υπόψη πληροφορίες των οποίων δεν έχει κατ’ ανάγκην λάβει γνώση το αιτούν κράτος μέλος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash, C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 43).

63      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως θα μπορούσε ενδεχομένως, ακόμα και στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος Eurodac, να απαντήσει αρνητικώς στο αίτημα αυτό οσάκις, μεταξύ άλλων, θεωρεί ότι έχει παύσει η ευθύνη του, δυνάμει του άρθρου 19 ή του άρθρου 20, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, όπως επιβεβαιώνει και το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού, ο δε αιτών πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί μια τέτοια περίσταση στο πλαίσιο της προσφυγής του (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Karim, C‑155/15, EU:C:2016:410, σκέψεις 26 και 27).

64      Εξάλλου, όσον αφορά το στοιχείο που επισημάνθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή ότι σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς αναστέλλεται έως την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, αρκεί να σημειωθεί ότι σε καμία διάταξη του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν προβλέπεται τέτοια αναστολή. Πράγματι, οι κανόνες περί ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού αυτού αφορούν τη δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως περί μεταφοράς για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως του ενδίκου βοηθήματος ή της αιτήσεως επανεξετάσεως και, το αργότερο, της αποφάσεως επί του ενδίκου βοηθήματος ή της αιτήσεως επανεξετάσεως, χωρίς η άσκησή τους να συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως περί μεταφοράς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Khir Amayry, C‑60/16, EU:C:2017:675, σκέψεις 64 και 68, καθώς και της 25ης Ιανουαρίου 2018, Hasan, C‑360/16, EU:C:2018:35, σκέψη 38).

65      Επομένως, το να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση είναι δυνατό να κοινοποιηθεί, υπό την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, πριν την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως θα είχε ως αποτέλεσμα, σε έννομες τάξεις οι οποίες, εν αντιθέσει με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν προβλέπουν την αναστολή εκτελέσεως τέτοιας αποφάσεως πριν την απάντηση, να εκτίθεται το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στον κίνδυνο μεταφοράς προς το εν λόγω κράτος μέλος πριν καν το τελευταίο συναινέσει, καταρχήν, στη μεταφορά αυτή.

66      Εξάλλου, στο μέτρο που ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ έχει ως σκοπό, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, να θεσπίσει μια σαφή και λειτουργική μέθοδο για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, διά του οποίου ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε την ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου προσώπου, δύναται να διαφοροποιείται αναλόγως της νομοθεσίας των κρατών μελών που εμπλέκονται στη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους.

67      Στο ίδιο πνεύμα, όσον αφορά το ότι το γαλλικό δίκαιο φέρεται να μην επιτρέπει τη θέση του οικείου προσώπου υπό διοικητική κράτηση πριν την κοινοποίηση σε αυτό της αποφάσεως περί μεταφοράς, τέτοιου είδους δυσχέρεια η οποία, όπως επιβεβαιώνει και το αιτούν δικαστήριο, απορρέει αποκλειστικώς από το εθνικό δίκαιο δεν είναι ικανή να ανατρέψει την ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ που παρατέθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, προκύπτει σαφώς από το άρθρο 28, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού ότι τα κράτη μέλη δύνανται να θέτουν τα οικεία πρόσωπα υπό διοικητική κράτηση ακόμη και πριν από την υποβολή του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως στο οικείο κράτος μέλος, οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, και, κατά συνέπεια, η κοινοποίηση της αποφάσεως περί μεταφοράς δεν συνιστά προαπαιτούμενο για τη θέση υπό διοικητική κράτηση (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 25, καθώς και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Khir Amayry, C‑60/16, EU:C:2017:675, σκέψεις 25 έως 27, 30 και 31).

68      Επομένως, ο σκοπός του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ όχι μόνο δεν ανατρέπει την ερμηνεία που παρατέθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, αλλά, αντιθέτως, συνηγορεί υπέρ αυτής.

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου δεν αφορούν μόνο τη χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να κοινοποιηθεί η απόφαση περί μεταφοράς αλλά και τη χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να εκδοθεί η απόφαση αυτή.

70      Συναφώς, αληθεύει ότι στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ γίνεται αναφορά στην κοινοποίηση της αποφάσεως περί μεταφοράς και όχι στην έκδοσή της. Εντούτοις, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, τα οποία προβλέπουν, αντιστοίχως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το κράτος μέλος το οποίο προβαίνει στον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους δύναται να παραλείψει τη συνέντευξη με τον αιτούντα και τον χρόνο κατά τον οποίον η συνέντευξη με τον αιτούντα πρέπει να πραγματοποιηθεί, προβλέπουν ότι η συνέντευξη αυτή ή κάθε άλλη δυνατότητα παροχής των αναγκαίων πληροφοριών από τον αιτούντα πρέπει να λαμβάνει χώρα πριν την έκδοση της αποφάσεως περί μεταφοράς σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 26, παράγραφος 1.

71      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 26, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η απόφαση περί μεταφοράς πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αιτήσεως αναστολής, κατά περίπτωση, και για τις προθεσμίες προσφυγής και μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο, και την ημερομηνία κατά την οποία, θα πρέπει να παρουσιασθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα.

72      Τέτοιες πληροφορίες εξαρτώνται, καταρχήν, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, αφενός, από την ημερομηνία κατά την οποία το κράτος μέλος απαντά στο αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, και, αφετέρου, από το περιεχόμενο αυτής της απαντήσεως, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του εκτελεστικού κανονισμού, οσάκις η απάντηση είναι ρητή.

73      Εν πάση περιπτώσει, τυχόν απόφαση περί μεταφοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πριν του κοινοποιηθεί, δεδομένου ότι ο χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να γίνει η κοινοποίηση, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, καθορίζεται επακριβώς στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η έκδοση τέτοιας αποφάσεως πριν από την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, ακόμα και αν η κοινοποίησή της λαμβάνει χώρα μετά την απάντηση αυτή, δεν θα συνέβαλλε ούτε στην επίτευξη του σκοπού της ταχείας εξετάσεως των αιτήσεων διεθνούς προστασίας ούτε του σκοπού της διασφαλίσεως της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων του οικείου προσώπου, καθόσον η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατά αποφάσεως περί μεταφοράς έπεται, αναπόφευκτα, της κοινοποιήσεώς της (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, A.S., C‑490/16, EU:C:2017:585, σκέψη 54).

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποκλείει την έκδοση αποφάσεως περί μεταφοράς πριν από τη ρητή ή σιωπηρή απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως.

75      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα κράτους μέλους το οποίο έχει απευθύνει προς άλλο κράτος μέλος, που θεωρεί ως υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του εν λόγω κανονισμού, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως προσώπου μνημονευόμενου στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού να εκδώσει απόφαση περί μεταφοράς και να την κοινοποιήσει στο εν λόγω πρόσωπο, προτού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς το αίτημα αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα κράτους μέλους το οποίο έχει απευθύνει προς άλλο κράτος μέλος, που θεωρεί ως υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του εν λόγω κανονισμού, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως προσώπου μνημονευόμενου στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού να εκδώσει απόφαση περί μεταφοράς και να την κοινοποιήσει στο εν λόγω πρόσωπο, προτού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς το αίτημα αυτό.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.