Language of document : ECLI:EU:C:2020:133

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2020 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 91/676/ΕΟΚ – Προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως – Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Μη εκτέλεση – Άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Χρηματικές κυρώσεις – Κατ’ αποκοπήν ποσό»

Στην υπόθεση C-298/19,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 11 Απριλίου 2019,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kωνσταντινίδη και E. Manhaeve,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την E. Σκανδάλου,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, D. Šváby και K. Jürimäe (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή, σε λογαριασμό που θα προσδιορισθεί από την Επιτροπή, την προτεινόμενη χρηματική ποινή ύψους 23 753,25 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), από την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση μέχρι την ημερομηνία που θα έχει εκτελεστεί η απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264)·

–        να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή, σε λογαριασμό που θα προσδιορισθεί από την Επιτροπή, ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 2 639,25 ευρώ, με συνολικό ποσό τουλάχιστον 1 310 000 ευρώ, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), μέχρι την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση ή μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), εάν επέλθει νωρίτερα, και

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ 1991, L 375, σ. 1), προβλέπει στο άρθρο 3 τα εξής:

«1.      Σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος Ι, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τα ύδατα που υφίστανται ρύπανση και τα ύδατα που ενδέχεται να την υποστούν, εάν δεν αναληφθεί δράση σύμφωνα με το άρθρο 5.

2.      Εντός δύο ετών από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη χαρακτηρίζουν ευπρόσβλητες ζώνες όλες τις γνωστές περιοχές ξηράς που βρίσκονται στο έδαφός τους, των οποίων τα ύδατα απορρέουν στα ύδατα [που] έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι οποίες συμβάλλουν στη ρύπανση. Κοινοποιούν στην Επιτροπή αυτό τον αρχικό χαρακτηρισμό εντός έξι μηνών.

[...]

4.      Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν και, εφόσον είναι αναγκαίο, αναθεωρούν ή συμπληρώνουν τον κατάλογο των ευπρόσβλητων ζωνών, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον δε ανά τετραετία, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές και οι απρόβλεπτοι κατά τον προηγούμενο χαρακτηρισμό παράγοντες. Κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε αναθεώρηση ή συμπλήρωση του καταλόγου αυτού εντός έξι μηνών.

5.      Εφόσον τα κράτη μέλη καταρτίζουν και εφαρμόζουν στο σύνολο του εθνικού τους εδάφους τα προγράμματα δράσης που αναφέρονται στο άρθρο 5 σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, απαλλάσσονται από την υποχρέωση του χαρακτηρισμού συγκεκριμένων ευπρόσβλητων ζωνών.»

3        Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Εντός διετίας μετά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3, παράγραφος 2, αρχικό χαρακτηρισμό, ή εντός ενός έτους μετά από κάθε χαρακτηρισμό προβλεπόμενο στο άρθρο 3, παράγραφος 4, τα κράτη μέλη εκπονούν προγράμματα δράσης όσον αφορά τις χαρακτηρισμένες ευπρόσβλητες περιοχές για να επιτύχουν τους στόχους του άρθρου 1.

2.      Ένα πρόγραμμα δράσης μπορεί να αφορά όλες τις ευπρόσβλητες ζώνες της επικράτειας ενός κράτους μέλους ή, όταν το κράτος μέλος το κρίνει σκόπιμο, μπορούν να καταρτίζονται διαφορετικά προγράμματα για διάφορες ε[υ]πρόσβλητες ζώνες ή τμήματα ζωνών.

3.      Τα προγράμματα δράσης λαμβάνουν υπόψη:

α)      τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία, και μάλιστα εκείνα που αφορούν τις σχετικές εισροές αζώτου γεωργικής και άλλης προέλευσης·

β)      τις περιβαλλοντικές συνθήκες στις συγκεκριμένες περιοχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

4.      Τα προγράμματα δράσης εφαρμόζονται εντός τετραετίας από τη σύνταξή τους και περιλαμβάνουν τα εξής υποχρεωτικά μέτρα:

α)      τα μέτρα του παραρτήματος ΙΙΙ·

β)      τα μέτρα τα οποία τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν στον ή στους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4, εκτός από όσα έχουν καταστεί κενά νοήματος λόγω των μέτρων του παραρτήματος ΙΙΙ.

5.      Επιπλέον, στα πλαίσια των προγραμμάτων δράσης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα συμπληρωματικά μέτρα ή τις ενισχυμένες δράσεις που κρίνουν ότι απαιτούνται εάν, εξαρχής ή βάσει της πείρας που αποκτάται κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων δράσης, καθίσταται καταφανές ότι τα μέτρα της παραγράφου 4 δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1. Κατά την επιλογή αυτών των μέτρων ή δράσεων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους την αποτελεσματικότητά τους καθώς και το κόστος τους σε σχέση με άλλα δυνατά προληπτικά μέτρα.

[...]»

4        Το παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Κριτήρια για τον προσδιορισμό των υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1», έχει ως εξής:

«A.      Για τον προσδιορισμό των υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα κριτήρια:

1)      κατά πόσον η περιεκτικότητα σε νιτρικά ιόντα των γλυκών επιφανειακών υδάτων, ιδιαίτερα δε εκείνων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται για τη λήψη πόσιμου ύδατος, υπερβαίνει ή θα μπορούσε να υπερβαίνει, εάν δεν ληφθούν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 5, την περιεκτικότητα που καθορίζεται στην [οδηγία 75/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί της απαιτούμενης ποιότητος των υδάτων επιφάνειας που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος στα κράτη μέλη (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 80)]·

2)      κατά πόσον τα υπόγεια ύδατα περιέχουν ή θα μπορούσαν να περιέχουν περισσότερο από 50 mg/l νιτρικών ιόντων εάν δεν ληφθούν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 5·

3)      κατά πόσον φυσικές λίμνες γλυκού νερού, άλλοι χώροι γλυκού νερού, εκβολές ποταμών, παράκτια και θαλάσσια ύδατα διαπιστώνεται ότι είναι ή ότι μπορεί να γίνουν ευτροφικά στο προσεχές μέλλον εάν δεν ληφθούν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 5.

[...]»

 Η απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264)

5        Με την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, καθόσον δεν χαρακτήρισε ως ευπρόσβλητες ζώνες ορισμένες ζώνες στις οποίες παρατηρείται παρουσία μαζών υπόγειων και επιφανειακών υδάτων που προσβάλλονται από συγκεντρώσεις νιτρικών ιόντων μεγαλύτερες από 50 mg/l και/ή από φαινόμενο ευτροφισμού και δεν εκπόνησε τα προγράμματα δράσεως σχετικά με τις ζώνες αυτές εντός ενός έτους μετά τον εν λόγω χαρακτηρισμό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 4, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/676.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

6        Κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές, με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2015, πληροφορίες για τα μέτρα που είχαν ληφθεί προς εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω υπηρεσίες ανέφεραν ότι είχαν αναλύσει τα στοιχεία που τους είχαν διαβιβάσει οι ελληνικές αρχές στις 23 Μαρτίου 2015 και επισήμαναν ότι, κατά την άποψή τους, οι ελληνικές αρχές είχαν προβεί στον χαρακτηρισμό των ζωνών τις οποίες αφορούσε το διατακτικό της αποφάσεως εκείνης. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν, εντούτοις, ότι δεν είχαν εκπονηθεί όλα τα προγράμματα δράσεως που αφορούσαν τις ζώνες αυτές.

7        Με έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 2015, η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε ότι είχε συσταθεί ομάδα εργασίας για την προετοιμασία και τη σύνταξη σχεδίου κοινής υπουργικής αποφάσεως που θα περιελάμβανε τα προγράμματα δράσεως για όλες τις ζώνες τις οποίες το εν λόγω κράτος μέλος είχε χαρακτηρίσει ως ζώνες ευπρόσβλητες σε νιτρορύπανση (στο εξής: ΖΕΝ).

8        Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2016, η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε πληροφορίες για τα κριτήρια και τους κανόνες που θα λαμβάνονταν υπόψη κατά την εκπόνηση αυτών των προγραμμάτων δράσεως.

9        Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2017, η Ελληνική Δημοκρατία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι το έργο της συντάξεως των προγραμμάτων δράσεως είχε ανατεθεί στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ελλάδα).

10      Με έγγραφο της 29ης Μαΐου 2017, η Ελληνική Δημοκρατία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι είχε υπογράψει, στις 5 Απριλίου 2017, σύμβαση με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ότι απαιτούνταν ένα εξάμηνο από την ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως για να συγκεντρωθούν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για την ολοκλήρωση της καταρτίσεως του σχεδίου κοινής υπουργικής αποφάσεως.

11      Με προειδοποιητική επιστολή της 5ης Οκτωβρίου 2017, η Επιτροπή επισήμανε στις ελληνικές αρχές ότι δεν είχαν συμμορφωθεί προς την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), διότι δεν είχαν εκπονήσει τα προγράμματα δράσεως που αφορούσαν τις ΖΕΝ.

12      Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2017, παρέχοντας πληροφορίες για την υλοποιούμενη από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών μελέτη με σκοπό την κατάρτιση των προγραμμάτων δράσεως. Με το έγγραφο αυτό επισήμανε ότι η προβλεπόμενη διάρκεια του έργου ήταν 12 μήνες από την υπογραφή της συμβάσεως της 5ης Απριλίου 2017, που μνημονεύεται στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως. Με το ίδιο έγγραφο, οι ελληνικές αρχές προσκάλεσαν την Επιτροπή σε τηλεδιάσκεψη στο πλαίσιο της διαδικασίας «peer to peer».

13      Στις 25 Ιανουαρίου 2018 πραγματοποιήθηκε τηλεδιάσκεψη μεταξύ εκπροσώπων των υπηρεσιών της Επιτροπής και εκπροσώπων των ελληνικών αρχών. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής τόνισαν ότι ήταν έτοιμοι να συνδράμουν τις ελληνικές αρχές κατά την εκπόνηση της μελέτης ώστε αυτή να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν.

14      Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2018, η Ελληνική Δημοκρατία πληροφόρησε την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο της μελέτης που είχε ανατεθεί στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν δόθηκε καμία συγκεκριμένη πληροφορία για το χρονοδιάγραμμα ολοκληρώσεως της εκπονήσεως των προγραμμάτων δράσεως.

15      Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι δεν είχε ακόμη επιτευχθεί συμμόρφωση προς την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16      Στις 24 Απριλίου 2019, η Ελληνική Δημοκρατία εξέδωσε κοινή υπουργική απόφαση με τίτλο «Πρόγραμμα Δράσης περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ως ευπρόσβλητες ζώνες από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 2 της οικ. 19652/1906/1999 κοινής υπουργικής απόφασης ([ΦΕΚ] Bʹ 1575), όπως ισχύει, σε συμμόρφωση με την [οδηγία 91/676]» (ΦΕΚ Bʹ 1496/3.5.2019, στο εξής: κοινή υπουργική απόφαση), προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264).

17      Η Επιτροπή έκρινε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική Δημοκρατία είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως εκείνης. Για τον λόγο αυτόν, με το υπόμνημά της απαντήσεως, παραιτήθηκε εν μέρει από την προσφυγή της όσον αφορά το αίτημα επιβολής της προτεινόμενης χρηματικής ποινής. Ενέμεινε, εντούτοις, στην προσφυγή της όσον αφορά το αίτημα να της καταβληθεί το αναγραφόμενο στην προσφυγή κατ’ αποκοπήν ποσό.

 Επί της παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2017, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264).

19      Μολονότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία είχε πράγματι ορίσει όλες τις ΖΕΝ σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 3 της οδηγίας 91/676, δεν υπήρχαν, κατά την Επιτροπή, προγράμματα δράσεως για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Η θεσμοθέτηση αυτών των προγραμμάτων δράσεως πραγματοποιήθηκε μόνο με την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως και, επομένως, η παράβαση διήρκεσε έως τις 3 Μαΐου 2019.

20      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), εκτελέστηκε πλήρως με την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως και ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή της Επιτροπής είναι αβάσιμη.

21      Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκτελέσεως της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), συνεργάστηκε συστηματικά με τις υπηρεσίες της Επιτροπής προκειμένου να της παράσχει πληροφορίες για την πορεία της διαδικασίας αυτής. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής δεν οφείλεται σε σκόπιμη παράλειψη, καθόσον οι ελληνικές αρχές είχαν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των ΖΕΝ. Η καθυστέρηση στη δημοσίευση των προγραμμάτων δράσεως οφειλόταν, αφενός, στη διαδικασία προκηρύξεως της πανεπιστημιακής μελέτης που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση των προγραμμάτων αυτών και, αφετέρου, στον σημαντικό χρόνο που απαιτήθηκε για την εκπόνηση της μελέτης αυτής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22      Κατά το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, εφόσον κρίνει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού προηγουμένως παράσχει στο ως άνω κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, προσδιορίζοντας το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να καταβάλει και το οποίο η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση.

23      Συναφώς, η ημερομηνία αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη παραβάσεως βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάσσεται με την προειδοποιητική επιστολή η οποία αποστέλλεται βάσει της διατάξεως αυτής (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Εν προκειμένω, κατά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας από την εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας παραλαβή της προειδοποιητικής επιστολής που μνημονεύεται στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2017, το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264). Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι τα μέτρα αυτά θεσπίστηκαν από το ως άνω κράτος μέλος μόνο μετά την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως, η οποία άρχισε να ισχύει στις 3 Μαΐου 2019, δηλαδή μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο δίμηνης προθεσμίας.

25      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που αντλείται από τις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισε το συγκεκριμένο κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται εσωτερικές δυσχέρειες για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑328/16, EU:C:2018:98, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2017, τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό.

28      Όσον αφορά το ύψος του εν λόγω κατ’ αποκοπήν ποσού, η Επιτροπή στηρίζεται στην από 13 Δεκεμβρίου 2005 ανακοίνωσή της, με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου [260 ΣΛΕΕ]» [SEC(2005) 1658] (στο εξής: ανακοίνωση της 13ης Δεκεμβρίου 2005), όπως τροποποιήθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής που επιγράφεται «Τροποποίηση της μεθόδου υπολογισμού για τα κατ’ αποκοπήν ποσά και τις ημερήσιες χρηματικές ποινές που προτείνει η Επιτροπή στις διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (ΕΕ 2019, C 70, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση του 2019).

29      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το σημείο 20 της ανακοινώσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2005, σε κάθε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, προτείνει οπωσδήποτε ένα κατώτατο κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο ορίζεται, με την ανακοίνωση του 2019, σε 1 310 000 ευρώ για την Ελληνική Δημοκρατία.

30      Όσον αφορά το ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό, η Επιτροπή προτείνει να οριστεί σε 2 639,25 ευρώ. Παραπέμπει δε συναφώς στον μαθηματικό τύπο που διαλαμβάνεται στο σημείο 23 της ανακοινώσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2005, όπου προβλέπεται ότι το ποσό αυτό προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό ενός ενιαίου βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού, οριζόμενου σε 1 035 ευρώ με την ανακοίνωση του 2019, με έναν συντελεστή σοβαρότητας και έναν πάγιο συντελεστή ανά κράτος μέλος (τον συντελεστή «n») ο οποίος είναι 0,51 για την Ελληνική Δημοκρατία.

31      Όσον αφορά τον συντελεστή σοβαρότητας, για τον οποίο η Επιτροπή προτείνει να καθοριστεί σε 5 επί κλίμακας που κυμαίνεται από 1 έως 20, το εν λόγω θεσμικό όργανο επισημαίνει ότι έλαβε υπόψη, σύμφωνα με τα σημεία 16 έως 16.6 της ανακοινώσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2005, δύο κριτήρια, ήτοι τη σπουδαιότητα των κανόνων της Ένωσης που παραβιάστηκαν και τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής για τα γενικά και τα ειδικά συμφέροντα. Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στην ύπαρξη ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων που αφορούν τη διάρκεια της παραβάσεως, τον βαθμό σαφήνειας της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 5 της οδηγίας 91/676 και την επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα τον οποίο αφορά η παράβαση.

32      Θεωρώντας ότι η απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), εκτελέστηκε στις 3 Μαΐου 2019, η Επιτροπή εκτιμά ότι, για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπήν ποσού, ο αριθμός των ημερών που πρέπει να ληφθούν υπόψη ανέρχεται σε 1 470. Ως εκ τούτου, το συνολικό κατ’ αποκοπήν ποσό ισούται με το ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό που διαλαμβάνεται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, πολλαπλασιαζόμενο με τον ως άνω αριθμό ημερών, ήτοι 3 879 697,50 ευρώ.

33      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), και ότι συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται το κατ’ αποκοπήν ποσό που ζητεί η Επιτροπή. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η αναγκαιότητα επιβολής ενός τέτοιου ποσού πρέπει να εκτιμάται βάσει του αν υφίσταται ή όχι κίνδυνος επαναλήψεως της παραβάσεως. Εν προκειμένω όμως, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία, με την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 91/676.

34      Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το εν λόγω κράτος μέλος συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις του ήδη από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), διά του χαρακτηρισμού των ΖΕΝ. Εξάλλου, οι ελληνικές αρχές ήλθαν σε επαφή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με την κατάρτιση της κοινής υπουργικής αποφάσεως και, επομένως, το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε πληροφορηθεί ότι επέκειτο η πλήρης εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, το αίτημα της Επιτροπής περί καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και πρέπει να απορριφθεί.

35      Εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι το ποσό που ζητεί η Επιτροπή είναι υπερβολικά υψηλό και δυσανάλογο σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τον επιδιωκόμενο σκοπό και ζητεί από το Δικαστήριο να μειώσει το ποσό αυτό.

36      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι ο συντελεστής σοβαρότητας 5 που προτείνεται από την Επιτροπή είναι δυσανάλογος. Επίσης, κατά την άποψή της, οι συνέπειες από την καθυστέρηση εκδόσεως των προγραμμάτων δράσεως, ιδίως για το περιβάλλον, την υγεία του ανθρώπου και τα επιφανειακά ύδατα, δεν αξιολογήθηκαν συγκεκριμένα από την Επιτροπή.

37      Το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι έλαβε μια σειρά μέτρων, ήδη πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, με σκοπό την εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), και ότι τα μέτρα αυτά έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του κατ’ αποκοπήν ποσού που πρότεινε η Επιτροπή.

38      Λαμβανομένων υπόψη των μέτρων αυτών, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως δεν δικαιολογεί την επιβολή του κατ’ αποκοπήν ποσού που ζητεί η Επιτροπή, διότι με τα εν λόγω μέτρα αποτράπηκαν επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον, πράγμα που συνιστά εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264). Kατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβληθείσα κύρωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πρόοδο που έχει σημειωθεί από το οικείο κράτος μέλος. Τέλος, το ως άνω κράτος μέλος αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής περί γενικευμένης παραβατικής συμπεριφοράς του, στο μέτρο που η συμπεριφορά αυτή πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39      Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, ενώ η επιβολή χρηματικής ποινής φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη να παρακινήσει το οικείο κράτος μέλος να παύσει, το ταχύτερο δυνατόν, μια παράβαση που, χωρίς το μέτρο αυτό, θα έτεινε να συνεχιστεί, η κύρωση που συνίσταται στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους επί των συμφερόντων των ιδιωτών και επί του δημοσίου συμφέροντος, ιδίως όταν η παράβαση έχει συνεχιστεί επί μακρόν αφότου εκδόθηκε η απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε αρχικώς η ύπαρξή της (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-388/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:548, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Η επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού και ο καθορισμός του ύψους του ποσού αυτού πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να αποφασίζονται βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων που συνδέονται τόσο με τα χαρακτηριστικά της διαπιστωθείσας παραβάσεως όσο και με τη συμπεριφορά του κράτους μέλους το οποίο αφορά η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ. Συναφώς, η εν λόγω διάταξη παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να επιβάλει μια τέτοια κύρωση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να καθορίσει το ύψος της [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο στο Derrybrien), C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Εν προκειμένω, τα στοιχεία που συνιστούν την παράβαση που διαπιστώθηκε με την παρούσα απόφαση, δηλαδή το γεγονός ότι δεν εκπονήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας κανένα πρόγραμμα δράσεως κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/676, δικαιολογούν, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που ενέχει η παράβαση αυτή για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου και δεδομένου ότι είναι αναγκαία η αποτελεσματική πρόληψη της μελλοντικής επανάληψης ανάλογων παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, τη λήψη ενός αποτρεπτικού μέτρου, όπως η επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού.

42      Στο Δικαστήριο απόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να καθορίζει το ύψος αυτού του κατ’ αποκοπήν ποσού κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση. Μεταξύ των κρίσιμων, συναφώς, παραγόντων περιλαμβάνονται στοιχεία όπως η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως και το χρονικό διάστημα για το οποίο εξακολούθησε η παράβαση από τη δημοσίευση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η τέλεσή της, καθώς και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο στο Derrybrien), C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

43      Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, τη διάρκεια της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι αυτή πρέπει να αξιολογείται βάσει του χρονικού σημείου κατά το οποίο το Δικαστήριο εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά και όχι βάσει του χρονικού σημείου ασκήσεως της προσφυγής της Επιτροπής (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-328/16, EU:C:2018:98, σκέψη 99).

44      Επιπροσθέτως, μολονότι το άρθρο 260 ΣΛΕΕ δεν αποσαφηνίζει εντός ποιου χρονικού διαστήματος πρέπει να χωρήσει η εκτέλεση μιας αποφάσεως, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι η εκτέλεση αυτή πρέπει να αρχίσει αμέσως και να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑328/16, EU:C:2018:98, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία συνεργάστηκε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής με σκοπό την εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής μέχρι τις 3 Μαΐου 2019, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της κοινής υπουργικής αποφάσεως με την οποία κατέστη δυνατή η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

46      Οι δικαιολογητικοί λόγοι τους οποίους επικαλείται συναφώς η Ελληνική Δημοκρατία, δηλαδή το γεγονός ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως οφείλεται σε εσωτερικές δυσχέρειες, δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Ειδικότερα, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται εσωτερικές δυσχέρειες για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι η παράβαση που προσάπτεται στην Ελληνική Δημοκρατία εξακολούθησε επί σημαντικό χρονικό διάστημα.

48      Όσον αφορά, δεύτερον, τη σοβαρότητα της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 91/676 αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο σκοπός της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Ένωσης και έχει καθολικό και θεμελιώδη χαρακτήρα [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο στο Derrybrien), C-261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

49      Η μη τήρηση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/676 μπορεί, λόγω της ίδιας της φύσεως της υποχρεώσεως αυτής, να βλάψει το περιβάλλον και πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 54).

50      Επομένως, μολονότι πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη οι προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία και τις οποίες αναγνώρισε η Επιτροπή, που είχαν ως σκοπό την πλήρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 91/676, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των ZΕN, η πρόληψη και η μείωση της ρυπάνσεως στις ζώνες αυτές κατέστησαν πράγματι δυνατές μόνο με την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως και την εκπόνηση των προγραμμάτων δράσεως που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής.

51      Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία περίσταση ότι, μέχρι την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως, οι εν λόγω ζώνες προστατεύονταν επαρκώς χάρη σε μέτρα προστασίας των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως, η περίσταση αυτή δεν μπορεί, εν προκειμένω, να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η συμμόρφωση του εν λόγω κράτους μέλους προς τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/676 κατέστη δυνατή μόνο με την έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής αποφάσεως.

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επιβεβλημένο να διαπιστώσει το Δικαστήριο τη σημαντική διάρκεια μιας παραβάσεως η οποία είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος που επιδιώκεται με την οδηγία 91/676.

53      Τρίτον, όσον αφορά την ικανότητα πληρωμής του συγκεκριμένου κράτους μέλους, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕγχΠ) του εν λόγω κράτους μέλους, ως έχει κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-328/16, EU:C:2018:98, σκέψη 101).

54      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται να επιβληθεί στην Ελληνική Δημοκρατία η υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού και ότι, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το κατ’ αποκοπήν ποσό που θα πρέπει να καταβάλει η Ελληνική Δημοκρατία σε λογαριασμό που θα προσδιορισθεί από την Επιτροπή πρέπει να οριστεί σε 3 500 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί η Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2017, τα αναγκαία μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C149/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:264), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2)      Υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3 500 000 ευρώ, σε λογαριασμό που θα προσδιορισθεί από την Επιτροπή.

3)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


Rodin

Šváby

Jürimäe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Φεβρουαρίου 2020.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του ενάτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

S. Rodin


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.